62001C0111

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 5ης Δεκεμβρίου 2002. - Gantner Electronic GmbH κατά Basch Exploitatie Maatschappij BV. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία. - Σύμβαση των Βρυξελλών - Άρθρο 21 - Εκκρεμοδικία - Συμψηφισμός. - Υπόθεση C-111/01.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-04207


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1. Με διάταξη της 22ας Φεβρουαρίου 2001, το Oberster Gerichtshof (Αυστρία) υπέβαλε στο Δικαστήριο τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις . Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι, αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλομένων κρατών, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

Ι - Νομικό πλαίσιο

Α - Η Σύμβαση

2. Κατά το προοίμιό της, σκοπός της Συμβάσεως είναι η διευκόλυνση της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 293 ΕΚ, και η ενίσχυση, εντός της Κοινότητας, της ένδικης προστασίας των εγκατεστημένων σε αυτή προσώπων. Στην αιτιολογική σκέψη τονίζεται ότι προς τον σκοπό αυτό, προέχει να καθοριστεί η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων των συμβαλλομένων κρατών εντός της διεθνούς τάξεως.

3. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες περιέχονται στον τίτλο ΙΙ της Συμβάσεως. Σκοπός του τμήματος 8, που φέρει τον τίτλο «Εκκρεμοδικία και συνάφεια», είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο αντιφατικών αποφάσεων και η διασφάλιση της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης εντός της Κοινότητας .

4. To άρθρο 21, το οποίο αφορά την εκκρεμοδικία, προβλέπει ότι:

«Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ιδίων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διάφορων συμβαλλόμενων κρατών, κάθε δικαστήριο, εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, αναστέλλει αυτεπάγγελτα τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

Όταν διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε άλλο επιληφθέν δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ αυτού του δικαστηρίου.»

5. Το άρθρο 22, το οποίο αναφέρεται στη συνάφεια, προβλέπει ότι:

«Όταν συναφείς αγωγές έχουν ασκηθεί ενώπιον δικαστηρίων διάφορων συμβαλλόμενων κρατών και είναι εκκρεμείς σε πρώτο βαθμό, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία.

Κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί μπορεί επίσης, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το δίκαιό του επιτρέπει την ένωση συναφών υποθέσεων και ότι το πρώτο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και για τις δύο αγωγές.

Είναι συναφείς, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, αγωγές που συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα ήταν ασυμβίβαστες αν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά.»

Β - Η αυστριακή νομοθεσία

6. Για να γίνει κατανοητή η υπόθεση, επιβάλλεται να εκτεθούν οι αρχές που διέπουν τη σχετική με τον συμψηφισμό αυστριακή νομοθεσία. Όσον αφορά την έννοια του «συμψηφισμού», αρκεί να υπομνηστεί ότι πρόκειται για τρόπο αποσβέσεως ενοχών. Έχει ως αποτέλεσμα την ταυτόχρονη απόσβεση διακεκριμένων ενοχών υφισταμένων μεταξύ δύο προσώπων, τα οποία είναι αμοιβαίως οφειλέτες, μέχρι του ύψους της μικρότερης οφειλής.

7. Κατά την αυστριακή νομοθεσία, ο συμψηφισμός επέρχεται κατόπιν μονομερούς δηλώσεως του ενός των συμβαλλομένων προς τον έτερο . Άλλες μορφές συμψηφισμού, που προβλέπονται σε άλλες ευρωπαϊκές εθνικές νομοθεσίες, όπως ο εκ του νόμου συμψηφισμός και ο δικαστικός συμψηφισμός (κατόπιν δικαστικής αποφάσεως), δεν προβλέπονται. Η δήλωση αυτή μπορεί να γίνει είτε εξωδίκως, είτε στο πλαίσιο μιας δίκης. Η δήλωση συμψηφισμού έχει τις ίδιες συνέπειες είτε γίνεται κατόπιν εξωδίκου δηλώσεως είτε γίνεται διά δηλώσεως στο πλαίσιο δίκης. Έχει πάντοτε αναδρομικό αποτέλεσμα: οι δύο απαιτήσεις θεωρούνται ως αποσβεσθείσες κατά την ημέρα συνδρομής των προϋποθέσεων συμψηφισμού και όχι κατά την ημέρα της δηλώσεως συμψηφισμού, το δε δικαστήριο περιορίζεται στη διαπίστωση ότι επήλθε συμψηφισμός.

ΙΙ - Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία στην κύρια δίκη

8. Η Gantner Electronic GmbH είναι αυστριακή εταιρία η οποία κατασκευάζει και εμπορεύεται χρονόμετρα για ταχυδρομικά περιστέρια. Στο πλαίσιο της εμπορικής της σχέσεως με την ολλανδική εταιρία Basch Exploitatie Maatschappij BV , της παρέδιδε τα εμπορεύματά της με σκοπό τη μεταπώλησή τους στις Κάτω Χώρες.

9. Θεωρούσα ότι η Basch δεν είχε καταβάλει την τιμή πωλήσεως των εμπορευμάτων τα οποία είχαν παραδοθεί και για τα οποία είχαν εκδοθεί τιμολόγια μέχρι τον Ιούνιο του 1999, η Gantner διέκοψε τις εμπορικές τους σχέσεις.

10. Κατόπιν αυτού, η Basch άσκησε στις 7 Σεπτεμβρίου 1999 αγωγή ενώπιον του Arrondissementsrechtbank Dordrecht (Κάτω Χώρες) με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η Gantner να της καταβάλει αποζημίωση ύψους 2 520 814,26 ευρώ . Υποστήριξε ότι, δεδομένου ότι η Gantner κατήγγειλε μια συμβατική σχέση διαρκείας πλέον των σαράντα ετών, η προθεσμία καταγγελίας θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη. Από τη διάταξη παραπομπής προκύπτει ότι η Basch θεωρούσε ότι δικαιούται το ποσό των 2 700 428,82 ευρώ , αλλ' ότι, κατά τη γνώμη της, έπρεπε από το ποσό αυτό να εκπέσει το ποσό των 170 852,34 ευρώ , το οποίο αντιστοιχούσε στις απαιτήσεις της Gantner, τις οποίες η ίδια θεωρούσε δικαιολογημένες. Μετά την έκπτωση αυτού του ποσού προέκυψε το ποσό των 2 520 814,26 ευρώ το οποίο ζήτησε. Κατά συνέπεια, προέβη σε συμψηφισμό με δήλωση βουλήσεως , κατά τα προβλεπόμενα από την ολλανδική και την αυστριακή νομοθεσία.

11. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1999 , η Gantner άσκησε αγωγή ενώπιον του Landesgericht Feldkirch (Αυστρία), με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η Basch να της καταβάλει το αντίτιμο για τα εμπορεύματα που είχε παραδώσει μέχρι το 1999 και το οποίο ανερχόταν σε 837 460,18 ευρώ . Η Gantner δεν προέβαλε αυτή την απαίτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας στις Κάτω Χώρες.

12. Η Basch ζήτησε την απόρριψη του αιτήματος. Υποστήριξε ότι το μέρος της απαιτήσεως της Gantner το οποίο η ίδια θεωρούσε δικαιολογημένο (170 852,34 ευρώ) αποσβέστηκε με εξώδικο συμψηφισμό και ότι το υπόλοιπο (666 607,84 ευρώ) συμψηφίστηκε με το υπόλοιπο της απαιτήσεώς της για αποζημίωση, που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς στις Κάτω Χώρες. Επίσης, η Basch ζήτησε από το αυστριακό δικαστήριο να αναστείλει τη διαδικασία, λόγω εκκρεμοδικίας, δυνάμει του άρθρου 21, ή λόγω συναφείας, δυνάμει του άρθρου 22 της Συμβάσεως.

13. Το πρωτοβάθμιο αυστριακό δικαστήριο αρνήθηκε να αναστείλει τη διαδικασία στο σύνολό της. Αποφάσισε, πάντως, να αναστείλει τη διαδικασία σε ό,τι αφορά τον δικαστικό συμψηφισμό.

14. Η Basch άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως περί μη αναστολής της διαδικασίας στο σύνολό της. Το δικαστήριο της εφέσεως, κρίνοντας ότι η ένσταση της καταβολής μέσω εξωδίκου συμψηφισμού μπορούσε να δημιουργήσει σχέση εκκρεμοδικίας μεταξύ των δύο διαφορών, εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση.

15. Κατά της αποφάσεως αυτής η Gantner άσκησε αναίρεση ενώπιον του Oberster Gerichtshof.

ΙΙΙ - Τα προδικαστικά ερωτήματα

16. Το Oberster Gerichtshof έκρινε ότι η επίλυση της διαφοράς στην κύρια δίκη εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 21 της Συμβάσεως. Κατά συνέπεια, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Καλύπτουν οι όροι "με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία" του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και την ένσταση του εναγομένου ότι έχει εξοφλήσει μέρος της επίδικης απαιτήσεως μέσω εξώδικου συμβιβασμού, στην περίπτωση που κατά τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς το ανεξόφλητο ακόμη τμήμα της απαιτήσεως αυτής αποτελεί αντικείμενο δικαστικής διαφοράς μεταξύ των ιδίων διαδίκων κατόπιν αγωγής που είχε προγενεστέρως ασκηθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος;

2) Έχουν σημασία για την εξέταση του ζητήματος του αν εκκρεμεί αγωγή "με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία" μόνον οι ισχυρισμοί του ενάγοντος στο πλαίσιο δίκης που κινήθηκε κατόπιν ασκήσεως μεταγενέστερης αγωγής και είναι αδιάφορα ως εκ τούτου τα αιτήματα και οι ενστάσεις του εναγομένου, και ειδικότερα ο αμυντικός ισχυρισμός που στηρίζεται στην ένσταση του συμψηφισμού σχετικά με απαίτηση, η οποία αποτελεί αντικείμενο δικαστικής διαφοράς μεταξύ των ιδίων διαδίκων κατόπιν αγωγής που είχε ήδη ασκηθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος;

3) Δεσμεύει η απόφαση που εκδίδεται επί αγωγής αποζημιώσεως λόγω παράνομης καταγγελίας αορίστου διάρκειας ενοχικής σχέσεως το δικαστήριο που επιλαμβάνεται στο πλαίσιο μεταγενέστερης δίκης και σχετικά με το αν πράγματι υπήρχε αυτή η αορίστου διάρκειας ενοχική σχέση;»

IV - Το αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων

17. Λόγω της περιπλοκότητας των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς και της διαδικασίας στην κύρια δίκη, θεωρώ επιβεβλημένη τη συνοπτική έκθεση της καταστάσεως. Η Basch ισχυρίζεται, ουσιαστικώς, ότι η απαίτηση της Gantner αποσβέστηκε κατόπιν των δύο συμψηφισμών με την απαίτηση αποζημιώσεως που έχει η ίδια. Το γεγονός ότι ο πρώτος συμψηφισμός δηλώθηκε εξωδίκως και ο δεύτερος στο πλαίσιο της ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων διαδικασίας δεν έχει καμία σημασία κατά την αυστριακή νομοθεσία : σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις για τον συμψηφισμό, η απαίτηση της Gantner πρέπει να θεωρείται αποσβεσθείσα από της ημέρας συνδρομής αυτών των προϋποθέσεων . Συνεπώς, το αυστριακό δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει ότι η απαίτηση της Gantner δεν υφίστατο κατά την ημέρα εκδόσεως της αποφάσεως.

18. Η δυσχέρεια ανακύπτει από το γεγονός ότι το μέρος εκείνο της αποζημιώσεως της Basch, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της ενστάσεως δικαστικού συμψηφισμού, αποτελεί επίσης το αντικείμενο της αγωγής που αυτή άσκησε στις Κάτω Χώρες. Εξ αυτού του γεγονότος ανακύπτουν δύο προβλήματα. Πρώτον, το αυστριακό δικαστήριο, κατά την εξέταση του βασίμου της ενστάσεως δικαστικού συμψηφισμού, οφείλει να εξετάσει την ίδια απαίτηση η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς στις Κάτω Χώρες. Δεύτερον, κατά την εξέταση του βασίμου της έτερης ενστάσεως συμψηφισμού (εξώδικης), οφείλει να εξετάσει το ζήτημα της υπάρξεως συμβάσεως αντιπροσωπείας, το οποίο επίσης θα εξεταστεί από το ολλανδικό δικαστήριο.

19. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν από τα περιστατικά αυτά γεννάται κατάσταση εκκρεμοδικίας κατά την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως .

20. Το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι το κατά πόσον συμψηφισμός προβαλλόμενος δι' ενστάσεως μπορεί να δημιουργήσει κατάσταση εκκρεμοδικίας. Το εθνικό δικαστήριο θεωρεί, προφανώς, ότι η ένσταση συμψηφισμού θα πρέπει να εξομοιωθεί με αγωγή, πράγμα που θα του έδινε τη δυνατότητα να θεωρήσει εαυτό ως στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας, όπως θα έπραττε στην περίπτωση οποιασδήποτε άλλης αγωγής, κύριας ή ανταγωγής (πρώτο προδικαστικό ερώτημα). Κατά την άποψή του, αν δεν είναι δυνατή μια τέτοια εξομοίωση (και αν, κατά συνέπεια, δεν μπορεί, με βάση την απλή ένσταση, να κρίνει εαυτό ως στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας), τίθεται περαιτέρω το ζήτημα αν το γεγονός ότι οφείλει να εξετάσει την απαίτηση της Basch μπορεί να καταστήσει δυνατή τη διεύρυνση του αντικειμένου της διαφοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε να λάβει υπόψη του την ένσταση συμψηφισμού προκειμένου να κρίνει αν το αίτημα της αγωγής κατά του οποίου αυτή προβάλλεται έχει «το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία» με άλλο αίτημα προβαλλόμενο δι' αγωγής ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα).

21. Αν η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι καταφατική, είναι προφανές ότι η ένσταση δικαστικού συμψηφισμού εξομοιούται με αγωγή ασκηθείσα στις Κάτω Χώρες. Πράγματι, αμφότερες αφορούν το υποστατό του μέρους εκείνου της απαιτήσεως αποζημιώσεως της Basch το οποίο δεν απετέλεσε αντικείμενο του εξώδικου συμψηφισμού. Συνεπώς, το αυστριακό δικαστήριο θα έπρεπε να κρίνει εαυτό ως στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας όσον αφορά αυτή την ένσταση.

22. Αντιθέτως, αν κριθεί ότι δεν είναι δυνατή μια τέτοια εξομοίωση, αλλά ότι η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να γίνει σύγκριση των δύο αγωγών (αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα και καταφατική στο δεύτερο), θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, οι δύο αγωγές να θεωρηθούν ως έχουσες «το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία», λόγω του ταυτόσημου της ενστάσεως δικαστικού συμψηφισμού και της αγωγής στις Κάτω Χώρες. Στην περίπτωση αυτή το αυστριακό δικαστήριο θα πρέπει να θεωρήσει εαυτό ως στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας για το σύνολο της αγωγής.

23. Τέλος, απομένει να εξεταστεί, αν στην περίπτωση εξομοιώσεως της ενστάσεως συμψηφισμού με αγωγή, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας επίσης ως προς την ένσταση εξώδικου συμψηφισμού. Το ζήτημα αυτό αποτελεί αντικείμενο του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος.

24. Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, κατά την αυστριακή νομοθεσία, αυτή η «αγωγή» δεν θεωρείται ως ταυτόσημη εκείνης που ασκήθηκε στις Κάτω Χώρες, αλλά ως συναφής , χωρίς να δημιουργεί κατάσταση εκκρεμοδικίας. Έχει, πάντως, αμφιβολία αν αυτή η βάσει της εθνικής νομοθεσίας λύση συνάδει με το άρθρο 21 της Συμβάσεως. Το εθνικό δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο, στην απόφασή του της 8ης Δεκεμβρίου 1987, 144/86, Gubisch Maschinenfabrik , έκρινε ότι υφίσταται εκκρεμοδικία σε περίπτωση κατά την οποία το ζήτημα που τίθεται στη μία από τις διαφορές είναι προκαταρκτικό ζήτημα για την επίλυση της άλλης. Στην υπόθεση εκείνη οι δύο αγωγές αφορούσαν, αντιστοίχως, την εκτέλεση συμβάσεως διεθνούς πωλήσεως εμπορευμάτων και τη διαπίστωση της ακυρότητας αυτής της συμβάσεως. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η δεσμευτική ισχύς της συμβάσεως αποτελούσε το επίκεντρο των δύο διαφορών και ότι υπήρχε κίνδυνος εκδόσεως ασυμβιβάστων μεταξύ τους αποφάσεων στην περίπτωση που και οι δύο αγωγές δεν εκρίνοντο από το αυτό δικαστήριο .

25. Το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι η κατάσταση στην παρούσα υπόθεση δεν ανταποκρίνεται απολύτως σε εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Gubisch Maschinenfabrik. Ενώ στην υπόθεση εκείνη οι δύο αγωγές έθεταν το ζήτημα του κύρους της συμβάσεως, στην παρούσα υπόθεση το ζήτημα της υπάρξεως συμβάσεως αντιπροσωπείας είναι προκαταρκτικό και στις δύο διαφορές. Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το Δικαστήριο προτίθεται να διευρύνει ακόμα την έννοια του «ιδίου αντικειμένου και της ίδιας αιτίας» κρίνοντας ότι συντρέχει εκκρεμοδικία σε μια κατάσταση όπως αυτή της παρούσας υποθέσεως.

26. Υπ' αυτήν την έννοια πρέπει να ερμηνευτεί, κατά τη γνώμη μου, το τρίτο ερώτημα που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof. Βεβαίως, με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η κρίση του ολλανδικού δικαστηρίου επί της υπάρξεως της συμβάσεως δεσμεύει το αυστριακό δικαστήριο. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο αποβλέπει, απλώς, κατά τη γνώμη μου, να διευκρινίσει αν υφίσταται εκκρεμοδικία μεταξύ της ενστάσεως εξωδίκου συμψηφισμού και της εκκρεμούσας στις Κάτω Χώρες αγωγής .

27. Συνεπώς, τα προδικαστικά ερωτήματα μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να εκτεθούν ως εξής:

1) H έννοια του «ιδίου αντικειμένου και ίδιας αιτίας» κατά την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως περιλαμβάνει και την ένσταση συμψηφισμού;

2) Προκειμένου να καθοριστεί αν αγωγές έχουν «το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία», πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα επιχειρήματα του ενάγοντος και, κατά συνέπεια, να μη λαμβάνεται υπόψη ένσταση συμψηφισμού προβληθείσα από τον εναγόμενο;

3) Η απόφαση περί αποζημιώσεως για παράνομη καταγγελία μιας ενοχικής σχέσεως αορίστου χρόνου είναι δεσμευτική στο πλαίσιο μεταγενέστερης δίκης μεταξύ των ιδίων διαδίκων αφορώσας το υποστατό της ενοχικής αυτής σχέσεως, με συνέπεια, στην περίπτωση που η δεύτερη αγωγή ασκηθεί πριν την έκδοση αποφάσεως επί της πρώτης, να δημιουργείται κατάσταση εκκρεμοδικίας;

V - Η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα

Α - Επί του πρώτου ερωτήματος

28. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η έννοια του «ιδίου αντικειμένου και ίδιας αιτίας», κατά το άρθρο 21 της Συμβάσεως περιλαμβάνει ένσταση συμψηφισμού εγερθείσα από την Basch. Με το ερώτημα αυτό ζητείται να διευκρινιστεί αν μια ένσταση συμψηφισμού μπορεί να εξομοιωθεί με αγωγή, ώστε το δικαστήριο που επιλαμβάνεται, κατόπιν μιας τέτοιας ενστάσεως αφορώσας απαίτηση η οποία αποτελεί το αντικείμενο μιας άλλης διαφοράς, να πρέπει να θεωρήσει εαυτό ως στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας, όσον αφορά μια τέτοια ένσταση, όπως θα έπραττε σε περίπτωση αγωγής.

29. Κατά τη γνώμη μου, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

30. Το πρόβλημα αυτό τέθηκε στην υπόθεση Meeth . Στο πλαίσιο εκείνης της υποθέσεως το Bundesgerichtshof (Γερμανία) ζήτησε από το Δικαστήριο την ερμηνεία του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως . Επρόκειτο να διευκρινιστεί αν το γερμανικό δικαστήριο που είχαν ορίσει οι διάδικοι, δυνάμει ρήτρας απονομής δικαιοδοσίας, ως μόνο αρμόδιο για την εκδίκαση αγωγών του ενός κατά του άλλου, είχε διεθνή δικαιοδοσία για την εξέταση ενστάσεως συμψηφισμού προβληθείσας από τον εναγόμενο. Η ρήτρα απονομής δικαιοδοσίας είχε ως αποτέλεσμα να αποκλείσει τη δυνατότητα του εναγομένου να προβάλει συμψηφισμό μέσω ανταγωγής. Το αιτούν δικαστήριο ρωτούσε αν μια τέτοια ρήτρα μπορούσε επίσης να αποκλείσει τη δυνατότητα προβολής του συμψηφισμού δι' απλής ενστάσεως. Το Δικαστήριο έκρινε, προφανώς, ότι, εκτός από την περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι απέκλεισαν μια τέτοια δυνατότητα, το επιληφθέν δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη τον συμψηφισμό . Ο γενικός εισαγγελέας Capotorti υπήρξε εκτενέστερος στις προτάσεις του επί της υποθέσεως αυτής όπου, αφού σαφώς υπογράμμισε τη διαφορά μεταξύ της ενστάσεως συμψηφισμού και της ανταγωγής, υποστήριξε ότι οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούσαν να αποκλείσουν την ένσταση συμψηφισμού από τη διεθνή δικαιοδοσία του επιληφθέντος της αγωγής δικαστηρίου. Υποστήριξε ότι «η σκέψη ότι η ένσταση δικάζεται από δικαστήριο διαφορετικό από εκείνο που δικάζει την αγωγή έχει ως συνέπεια να διασπά την ενότητα της διαδικασίας και να μη σέβεται τα δικαιώματα της υπερασπίσεως» .

31. Το Δικαστήριο ρητώς αποφάνθηκε στην προαναφερθείσα απόφαση Danværn Production , ότι η ένσταση συμψηφισμού δεν αποτελεί ανταγωγή. Στην υπόθεση αυτή το Vestre Landsret (Δανία) είχε υποβάλει στο Δικαστήριο το ερώτημα αν ο όρος «ανταγωγή» του άρθρου 6, σημείο 3, της Συμβάσεως έχει την έννοια ότι καλύπτει και τις ανταγωγές που ασκούνται με σκοπό τον συμψηφισμό . Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος «ανταγωγή» αφορά μόνον τις ανταγωγές που ασκούν οι εναγόμενοι με σκοπό να επιτύχουν την έκδοση αυτοτελούς καταψηφιστικής αποφάσεως. Αν ο εναγόμενος επικαλείται ως απλό μέσο άμυνας χρηματική απαίτηση κατά του ενάγοντος δεν υπάρχει ανταγωγή .

32. Συνεπώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ένσταση συμψηφισμού διακρίνεται από την ανταγωγή. Βεβαίως, οι προαναφερθείσες αποφάσεις Danværn Production και Meeth δεν αφορούσαν το άρθρο 21 της Συμβάσεως, αλλά άλλες διατάξεις αυτής. Θεωρώ, όμως, ότι αυτή είναι η λύση που πρέπει να προκρίνεται όταν πρόκειται για εκτίμηση της εκκρεμοδικίας.

33. Πράγματι, πρέπει να ισχύει ο ίδιος ορισμός της ενστάσεως συμψηφισμού για όλες τις διατάξεις της Συμβάσεως, για τον πρόσθετο λόγο ότι μπορούν οι διατάξεις αυτές να εφαρμοστούν επί της αυτής διαφοράς. Στην παρούσα υπόθεση π.χ., από την προαναφερθείσα απόφαση Danværn Production προκύπτει ότι το άρθρο 6, σημείο 3, της Συμβάσεως δεν έχει εφαρμογή διότι ο συμψηφισμός προβλήθηκε μέσω ενστάσεως και όχι ανταγωγής. Συνεπώς, το αυστριακό δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει εαυτό ως στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας, βάσει αυτής της διατάξεως, όσον αφορά την ένσταση συμψηφισμού. Αν, όμως, στο πλαίσιο αυτό θεωρηθεί ότι θα έπρεπε να κρίνει εαυτό ως στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας δυνάμει του άρθρου 21, διότι η ένσταση αυτή εξομοιώνεται με ανταγωγή, αυτό θα δημιουργούσε αντίφαση και θα είχε ως αποτέλεσμα τον διαφορετικό ορισμό της ενστάσεως στο πλαίσιο της αυτής δίκης.

34. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η ένσταση συμψηφισμού δεν πρέπει να θεωρηθεί, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 21 της Συμβάσεως, ως αγωγή.

35. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ότι η έκφραση «ίδιο αντικείμενο και ίδια αιτία», του άρθρου 21 της Συμβάσεως, δεν έχει εφαρμογή επί ενστάσεως συμψηφισμού.

Β - Επί του δευτέρου ερωτήματος

36. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ουσιαστικώς, αν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μια ένσταση συμψηφισμού όταν εξετάζεται αν η αγωγή κατά της οποίας αυτή προβάλλεται έχει «το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία», κατά την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως, με άλλη αγωγή ασκηθείσα ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους.

37. Θεωρώ ότι επιβάλλεται προκαταρκτικώς να διευκρινιστεί, χωρίς προς στιγμή να εξετάζεται το ζήτημα του συμψηφισμού, ότι οι δύο αγωγές που ασκήθηκαν στις Κάτω Χώρες και στην Αυστρία δεν είναι ταυτόσημες κατά την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως.

38. Κατά το κοινοτικό δίκαιο, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 21 της Συμβάσεως, υφίσταται εκκρεμοδικία εφόσον υπάρχει τριπλή ταυτότητα μεταξύ των δύο αγωγών: ταυτότητα διαδίκων, αιτίας και αντικειμένου. Ελλείψει μιας εκ των τριών αυτών, δεν υφίσταται εκκρεμοδικία.

39. Δεν νομίζω ότι στην παρούσα υπόθεση οι δύο αγωγές έχουν την ίδια αιτία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτία, υπό την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως, «καλύπτει την πραγματική και τη νομική βάση της αγωγής» . Ούτε τα πραγματικά περιστατικά ούτε ο νομικός κανόνας που προεβλήθη στις δύο αγωγές είναι ταυτόσημοι.

40. Τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή που άσκησε η Basch στις Κάτω Χώρες είναι συνοπτικώς τα ακόλουθα: 1) υπήρχε σύμβαση αντιπροσωπείας μεταξύ των δύο μερών, ήδη από σαράντα και πλέον ετών και 2) η Gantner κατήγγειλε τη σύμβαση αυτή χωρίς να τηρήσει την προθεσμία που επέβαλλε η διάρκεια αυτής της συμβάσεως. Αντιθέτως, τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή που άσκησε η Gantner στην Αυστρία είναι τα ακόλουθα: 1) η Gantner παρέδωσε εμπορεύματα στην Basch και εξέδωσε τα σχετικά τιμολόγια, και 2) η δεύτερη δεν κατέβαλε το αντίτιμο για τα εμπορεύματα αυτά.

41. Όσον αφορά τον προβληθέντα νομικό κανόνα, η ασκηθείσα στις Κάτω Χώρες αγωγή στηρίζεται επί προβαλλόμενης συμβάσεως αντιπροσωπείας, ενώ η ασκηθείσα στην Αυστρία αγωγή στηρίζεται επί της πωλήσεως εμπορευμάτων .

42. Το ζήτημα που τίθεται είναι αν η εγερθείσα ένσταση συμψηφισμού μπορεί να μεταβάλει τα δεδομένα αυτής της αναλύσεως.

43. Το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει ότι ο όρος «εκκρεμοδικία» δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο σε όλες τις έννομες τάξεις των συμβαλλομένων κρατών και ότι από τη σύγκριση των διαφόρων εθνικών διατάξεων δεν μπορεί να συναχθεί μια κοινή έννοια «εκκρεμοδικίας» . Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι περιεχόμενοι στο άρθρο 21 της Συμβάσεως όροι πρέπει να θεωρηθούν ως έχοντες αυτοτελές περιεχόμενο . Συνεπώς, θα επιχειρήσω να απαντήσω στο υποβληθέν ερώτημα με βάση το γράμμα, την οικονομία και τον σκοπό του άρθρου 21 της Συμβάσεως.

44. Κατ' αρχάς, το γράμμα του άρθρου 21 της Συμβάσεως ορίζει ότι υφίσταται εκκρεμοδικία όταν «έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλομένων κρατών» .

45. Αφενός, η χρησιμοποίηση του όρου «αγωγή» είναι σημαντική, καθότι, σύμφωνα με ορισμένες εθνικές νομοθεσίες, υφίσταται εκκρεμοδικία όταν δύο «διαφορές» είναι ταυτόσημες . Η αγωγή ορίζεται ως «η πράξη με την οποία φέρεται μία υπόθεση ενώπιον της δικαιοσύνης» . Στις αποδόσεις της Συμβάσεως σε άλλες γλώσσες γίνεται, επίσης, αναφορά στο εισαγωγικό αυτό δικόγραφο. Η Σύμβαση χρησιμοποιεί π.χ. τον όρο «klagen» στη γερμανική, «demanda» στην ισπανική, «domande» στην ιταλική, «vorderingen aanhangig zijn» στην ολλανδική, «acções» στην πορτογαλική, «kanteita» στη φινλανδική, «talan» στη σουηδική και «proceedings are brought in the courts» στην αγγλική.

46. Εξάλλου, κατά το γράμμα του άρθρου 21 της Συμβάσεως, εκκρεμοδικία προκύπτει αυτομάτως από τη στιγμή που ασκούνται δύο ταυτόσημες αγωγές. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο χρόνος κατά τον οποίο ασκήθηκε η αγωγή κρίνεται κατά το δικονομικό δίκαιο του κράτους του επιληφθέντος δικαστηρίου . Βεβαίως, στις εθνικές νομοθεσίες των συμβαλλομένων κρατών προβλέπονται διαφορετικές τυπικές διαδικασίες για την άσκηση αγωγής (επίδοση στον εναγόμενο, ημερομηνία εγγραφής της υποθέσεως στο πρωτόκολλο του δικαστηρίου) . Όλες, όμως, αυτές οι τυπικές διαδικασίες είναι προγενέστερες της υποβολής του υπομνήματος του αμυνομένου. Συνεπώς, κατά την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως, η αγωγή ασκείται πριν από την υποβολή του υπομνήματος του αμυνομένου. Συνεπώς, η κατάσταση διαμορφώνεται (θετικώς ή αρνητικώς), χωρίς οι αμυντικοί ισχυρισμοί να μπορούν να τη μεταβάλουν .

47. Κατά τη γνώμη μου, όμως, ουσιαστικό στοιχείο είναι η οικονομία του άρθρου 21 της Συμβάσεως. Κατά τη διάταξη αυτή, το δικαστήριο το οποίο επελήφθη ταυτόσημης αγωγής με μία άλλη, ασκηθείσα προγενεστέρως ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους, υποχρεούται να κρίνει εαυτό ως στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο, εφόσον διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία αυτού. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για υποχρέωση διαπιστώσεως της ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας .

48. Επομένως, πρέπει να εξεταστούν οι συνέπειες μιας τέτοιας διαπιστώσεως ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας στην περίπτωση κατά την οποία μόνον η ένσταση συμψηφισμού που προβλήθηκε στο πλαίσιο της δεύτερης δίκης είναι ταυτόσημη με την αγωγή που ασκήθηκε πρώτη. Στην παρούσα υπόθεση, αν ληφθεί υπόψη η ένσταση συμψηφισμού το αυστριακό δικαστήριο θα ήταν υποχρεωμένο να κρίνει εαυτό ως στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας, καίτοι η ασκηθείσα στις Κάτω Χώρες αγωγή, όπως εξήγησα , δεν είναι ταυτόσημη με την αγωγή της Gantner. Επομένως, η ενώπιον του αυστριακού δικαστηρίου διαδικασία θα μπορούσε να περατωθεί χωρίς κανένα δικαστήριο να αποφανθεί επί του υποστατού της απαιτήσεως της Gantner. Η κατάσταση αυτή θα ισοδυναμούσε, στην πράξη, με αρνησιδικία .

49. Εξάλλου, όπως υπογράμμισε η Αυστριακή Κυβέρνηση , η ένσταση συμψηφισμού προβάλλεται, κατά κανόνα, επικουρικώς, δηλαδή ο εναγόμενος προβάλλει την απαίτησή του μόνον εφόσον γίνει δεκτό το υποστατό της απαιτήσεως του ενάγοντος. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίσταται η απαίτηση του ενάγοντος ή ότι αυτή έχει ήδη αποσβεσθεί λόγω άλλης αιτίας, δεν θα προχωρήσει στην εξέταση της προβληθείσας με την ένσταση συμψηφισμού απαιτήσεως. Επομένως, η εκκρεμοδικία που θα μπορούσε να προκύψει με την ένσταση συμψηφισμού θα είχε, εν πάση περιπτώσει, «επικουρικό» χαρακτήρα. Από αυτής της απόψεως, κρίνω ότι η διαπίστωση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας είναι απρόσφορη, καθόσον στην περίπτωση αυτή δεν θα υπάρξει απόφαση σχετικά με την απαίτηση του ενάγοντος, ενώ, κατά τον χρόνο 4αυτής της διαπιστώσεως δεν θα είναι ακόμη βέβαιο ότι το επιληφθέν δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση του υποστατού της απαιτήσεως του εναγομένου.

50. Κατά τη γνώμη μου, η λύση αυτή δεν είναι, τελικώς, αντίθετη προς τους σκοπούς του άρθρου 21 της Συμβάσεως. Η διάταξη αυτή αποβλέπει στην αποτροπή του ενδεχομένου παράλληλης διεξαγωγής δύο δικών επί του αυτού αιτήματος ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών και, επομένως, εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων .

51. Βεβαίως, στην περίπτωση κατά την οποία το δικονομικό δίκαιο του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου ηγέρθη η ένσταση περιβάλλει με την ισχύ του δεδικασμένου την κρίση περί της απαιτήσεως του εναγομένου, θα μπορούσε να υπάρξει κίνδυνος εκδόσεως ασυμβίβαστων αποφάσεων και αρνήσεως της αναγνωρίσεώς τους. Προς τούτο, η Σύμβαση προβλέπει ένα άλλο μέσο, πέραν της εκκρεμοδικίας, προς αποτροπή αυτού του ενδεχομένου. Στο άρθρο 22, τρίτο εδάφιο, της Συμβάσεως προβλέπεται η δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία στην περίπτωση κατά την οποία δύο αγωγές, καίτοι δεν είναι ταυτόσημες, «συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξεταστούν και να εκδικαστούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα ήταν ασυμβίβαστες αν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά».

52. Επομένως, αν το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο κρίνει ότι η απόφαση που πρόκειται να εκδώσει θα ήταν ενδεχομένως ασυμβίβαστη με απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, έχει τη δυνατότητα να αναστείλει τη διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 22 της Συμβάσεως. Η λύση αυτή παρέχει τη δυνατότητα διαφυλάξεως της συνοχής του όρου «εκκρεμοδικία» και του σεβασμού των δικαιωμάτων του δεύτερου ενάγοντος, αλλά και αποτροπής του ενδεχομένου εκδόσεως ασυμβιβάστων αποφάσεων.

53. Σε ορισμένες εθνικές νομοθεσίες οι οποίες, όπως η αυστριακή νομοθεσία, προβλέπουν τον συμψηφισμό μέσω μονομερούς δηλώσεως, παρέχεται στο επιληφθέν δικαστήριο η δυνατότητα να αναστείλει τη διαδικασία ως προς το ζήτημα της ενστάσεως συμψηφισμού (όπως έγινε στην κύρια δίκη) ή ακόμα, υπό ορισμένες περιστάσεις, να εκδώσει την απόφασή του επί της απαιτήσεως του ενάγοντος, υπό την επιφύλαξη της αποφάσεώς του επί του ζητήματος του συμψηφισμού . Η «προσωρινή» αυτή απόφαση μπορεί να αποτελέσει ακόμα και αντικείμενο αναγκαστικής εκτελέσεως. Συνεπώς, τα οικεία δικαστήρια μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη δυνατότητα αυτή και να αναστείλουν τη διαδικασία λόγω συνάφειας, δυνάμει του άρθρου 22 της Συμβάσεως, μόνον ως προς το ζήτημα του συμψηφισμού που προέβαλε δι' ενστάσεως ο εναγόμενος. Επομένως, η διαδικασία επί του αιτήματος της αγωγής μπορεί να συνεχιστεί κανονικά.

54. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ότι, προκειμένου να καθοριστεί αν αγωγές έχουν «το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία», πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικώς τα επιχειρήματα του ενάγοντος και, κατά συνέπεια, να μη λαμβάνεται υπόψη η ένσταση συμψηφισμού που ήγειρε ο εναγόμενος.

Γ - Επί του τρίτου ερωτήματος

55. Το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν η απόφαση επί μιας απαιτήσεως αποζημιώσεως λόγω παράνομης καταγγελίας συμβάσεως αντιπροσωπείας, η αφορώσα το υποστατό μιας τέτοιας συμβάσεως, είναι δεσμευτική στο πλαίσιο μεταγενέστερης δίκης αφορώσας διαφορετική απαίτηση, η οποία όμως στηρίζεται στην παράνομη καταγγελία αυτής της συμβάσεως.

56. Όπως προανέφερα , με το ερώτημα αυτό το εθνικό δικαστήριο επιδιώκει να διευκρινιστεί αν υφίσταται κατάσταση εκκρεμοδικίας μεταξύ της ενστάσεως εξώδικου συμψηφισμού και της ασκηθείσας στις Κάτω Χώρες αγωγής. Όπως προανέφερα, το ζήτημα αυτό έχει σημασία για την επίλυση της διαφοράς στην κύρια δίκη μόνον αν γίνει δεκτό ότι η ένσταση συμψηφισμού εξομοιώνεται με αγωγή ως προς την οποία το δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του. Εφόσον υποστήριξα ότι δεν είναι δυνατή μια τέτοια εξομοίωση και ότι το επιληφθέν δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει εαυτό ως στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας αναφορικά με την εξέταση ενστάσεως συμψηφισμού, το ερώτημα αυτό καθίσταται άνευ αντικειμένου.

VI - Πρόταση

57. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα ερωτήματα που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof:

«1) Ο όρος "ίδιο αντικείμενο και ίδια αιτία", κατά την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δεν έχει εφαρμογή επί ενστάσεως συμψηφισμού.

2) Προκειμένου να καθοριστεί αν αγωγές έχουν «το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία", πρέπει αποκλειστικώς να λαμβάνονται υπόψη τα επιχειρήματα του ενάγοντος και, κατά συνέπεια, να μη λαμβάνεται υπόψη η ένσταση συμψηφισμού που ήγειρε ο εναγόμενος.»