ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 22ας Φεβρουαρίου 2001
Υπόθεση Τ-144/00
Daniela Tirelli
κατά
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
«Υπάλληλοι — Μετάβαση σε ανώτερη κατηγορία — Επίδομα γραμματείας — Αρθρο 46 του ΚΥΚ — Μετάταξη σε άλλο κοινοτικό όργανο — Απαράδεκτο»
Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα II-171
Αντικείμενο:
Προσφυγή-αγωγή με αντικείμενο, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου περί αρνήσεως καταβολής στην προσφεύγουσα-ενάγουσα του επιδόματος γραμματείας και, αφετέρου, την αποκατάσταση φερομένης ηθικής βλάβης.
Απόφαση:
Το αίτημα ακυρώσεως που αφορά την προαγωγή της προσφεύγουσας-ενάγουσας στον βαθμό Β 4 απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Η αγωγή για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που φέρεται ότι προκάλεσε η ενέχουσα διακρίσεις συμπεριφορά του Κοινοβουλίου σχετικά με την προαγωγή της προσφεύγουσας-ενάγουσας στον βαθμό Β 4 απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η προσφυγή απορρίπτεται ως αβάσιμη κατά τα λοιπά. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.
Περίληψη
Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Αντικείμενο – Συμφωνία μεταξύ ενστάσεως και προσφυγής – Αιτίαση που δεν περιέχεται στη διοικητική ένσταση – Απαράδεκτο
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)
Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως άμεσα συνδεόμενη με την προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτή παρά τη μη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής σύμφωνα με τον ΚΥΚ
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)
Υπάλληλοι – Αποδοχές – Μεταβολή λόγω προαγωγής – Μη δυνατότητα μειώσεως του βασικού μισθού – Περιεχόμενο
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 46, εδ. 2, και 62)
Το παραδεκτό των υπαλληλικών προσφυγών εξαρτάται από την τήρηση της διοικητικής διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως προσφυγής και έχει σκοπό να καταστήσει δυνατή την εξώδικη επίλυση των διαφορών μεταξύ των υπαλλήλων ή των μελών του λοιπού προσωπικού και της διοικήσεως. Για να μπορέσει η διαδικασία αυτή να επιτύχει τον σκοπό της, η ΑΔΑ πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζει με επαρκή ακρίβεια τις επικρίσεις που διατυπώνουν οι ενδιαφερόμενοι κατά της αμφισβητουμένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, κάθε αιτίαση που δεν προβλήθηκε με τη διοικητική ένσταση που προηγήθηκε της ασκήσεως της προσφυγής, καίτοι ο ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να τη διατυπώσει, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
(βλ. σκέψη 25)
Παραπομπή: ΠΕΚ, 30 Νοεμβρίου 1994, Τ-588/93, G κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 1994, α Ι-Α-277 και ΙΙ-875, σκέψη 27· ΠΕΚ, 4 Μαίου 1999, Τ-242/97, Ζ κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ. Υπ. 1999, σ. Ι-Α-77 και ΙΙ-401, σκέψη 58
'Οταν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ προσφυγής ακυρώσεως και αγωγής αποζημιώσεως, η τελευταία είναι παραδεκτή ως παρεπόμενη της προσφυγής ακυρώσεως, χωρίς να πρέπει κατ' ανάγκην να έχει προηγηθεί αυτής αίτηση καλούσα την ΑΔΑ να αποκαταστήσει τη φερομένη ζημία και διοικητική ένσταση βάλλουσα κατά της νομιμότητας της σιωπηρής ή ρητής απορρίψεως της αιτήσεως.
(βλ. σκέψη 29)
Παραπομπή: ΠΕΚ, 28 Μαίου 1998, Τ-78/96 και Τ-170/96, W κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 1998, σ. Ι-Α-239 και ΙΙ-745, σκέψη 157
Το άρθρο 62 του ΚΥΚ προβλέπει ότι οι αποδοχές ενός υπαλλήλου περιλαμβάνουν βασικό μισθό, οικογενειακά επιδόματα και αποζημιώσεις. Από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι υφίσταται σαφής διάκριση μεταξύ της έννοιας του βασικού μισθού και της έννοιας των αποζημιώσεων.
Ο κανόνας του άρθρου 46, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, σύμφωνα με τον οποίο ένας υπάλληλος δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να λαμβάνει στον νέο του βαθμό ή στη νέα του κατηγορία βασικό μισθό κατώτερο από εκείνον που εισέπραττε στον παλαιό του βαθμό ή στην παλαιά του κατηγορία, δεν τυγχάνει εφαρμογής στο σύνολο των αποδοχών ενός υπαλλήλου, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 62, εφόσον ο εν λόγω κανόνας αναφέρεται μόνο στον βασικό μισθό.
(βλ. σκέψεις 38 και 40)