Διάταξη του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 5ης Ιουλίου 2001. - Conseil national des professions de l'automobile, Fédération nationale des distributeurs, loueurs et réparateurs de matériels de bâtiment-travaux publics et de manutention, Auto Contrôle 31 SA, Yam 31 SARL, Roux SA, Marc Foucher-Creteau και Verdier distribution SARL κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως - Κανονισμός (ΕΚ) 2790/1999 - Αίτηση αναιρέσεως προδήλως αβάσιμη και προδήλως απαράδεκτη. - Υπόθεση C-341/00 P.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-05263
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1. ροσφυγή ακυρώσεως Φυσικά ή νομικά πρόσωπα ράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά Κανονισμός της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών ροσφυγή ασκηθείσα από επιχειρήσεις διανομής συνδεόμενες με τις επίμαχες κάθετες συμφωνίες και από ενώσεις εκπροσωπούσες τα συμφέροντα τέτοιων επιχειρήσεων Απαράδεκτη
(Άρθρα 230, εδ. 4, ΕΚ και 249 ΕΚ· κανονισμός 2790/1999 της Επιτροπής)
2. Αναίρεση Λόγοι Λόγος αναιρέσεως προβαλλόμενος για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας Απαράδεκτος
(Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 51)
3. ροσφυγή ακυρώσεως Φυσικά ή νομικά πρόσωπα ράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά Λόγος απαραδέκτου δημοσίας τάξεως Σοβαρότητα της παραβάσεως του εμπλεκόμενου κοινοτικού οργάνου Δεν ασκεί επιρροή
(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)
4. Διαδικασία αρέμβαση Κύρια προσφυγή προφανώς απαράδεκτη Διάταξη διαπιστώνουσα το απαράδεκτο που εκδίδεται πριν το Δικαστήριο ή το ρωτοδικείο αποφανθεί επί της αιτήσεως παραβάσεως και πριν από την εκπνοή της προθεσμίας προς άσκηση παρεμβάσεως Επιτρέπεται
(Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρα 37 και 46· Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρα 111, 114 § 4 και 116 § 3)
1. Το ρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι ο κανονισμός 2790/1999 της Επιτροπής, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, έχει, λόγω της γενικής ισχύος του, κανονιστικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ.
Εξάλλου, το ρωτοδικείο εφάρμοσε ορθά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι μια πράξη αφορά ατομικά ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, παρά μόνον αν το πρόσωπο αυτό θίγεται από την επίμαχη πράξη λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων του ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο. Εν προκειμένω, ο κανονισμός 2790/1999 αφορά τους αναιρεσείοντες μόνο λόγω της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως επιχειρηματιών συνδεομένων με συμπράξεις κάθετου χαρακτήρα.
( βλ. σκέψεις 25-27 )
2. Αν επιτρεπόταν σε διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν προέβαλε ενώπιον του ρωτοδικείου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο απ' ό,τι η διαφορά που εκδίκασε το ρωτοδικείο. Στο πλαίσιο αναιρέσεως, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται συνεπώς στον έλεγχο της νομικής λύσεως την οποία έδωσε το ρωτοδικείο ενόψει των ισχυρισμών που εξετάστηκαν ενώπιόν του.
( βλ. σκέψη 29 )
3. Το προβλεπόμενο από το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ κριτήριο, βάσει του οποίου το παραδεκτό προσφυγής που ασκεί φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατ' αποφάσεως κοινοτικού οργάνου της οποίας δεν είναι ο αποδέκτης εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η απόφαση αυτή το αφορά άμεσα και ατομικά, συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, τον οποίο τα κοινοτικά δικαστήρια μπορούν να εξετάσουν κατά πάσα στάση της δίκης, ακόμη και αυτεπάγγελτα. Η σοβαρότητα της προβαλλόμενης παραβάσεως του οικείου κοινοτικού οργάνου δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να οδηγήσει σε μη εφαρμογή των κριτηρίων του παραδεκτού τα οποία θέτει ρητώς η Συνθήκη.
( βλ. σκέψη 32 )
4. Σε περίπτωση που η κύρια προσφυγή είναι τέτοιας φύσεως ώστε να πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη χωρίς να συζητηθεί επί της ουσίας, το ρωτοδικείο μπορεί, βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, να περατώσει μια δίκη πριν γίνει δεκτή αίτηση παρεμβάσεως, ακόμα και αν η προθεσμία υποβολής μιας τέτοιας αιτήσεως δεν έχει ακόμη λήξει. ράγματι, αφενός, βάσει του άρθρου 37 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται και στο ρωτοδικείο δυνάμει του άρθρου 46 αυτού, η αίτηση παρεμβάσεως δεν μπορεί να έχει άλλο αντικείμενο από την υποστήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων και, αφετέρου, βάσει του άρθρου 116, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του. Επομένως, σε περίπτωση που η κύρια προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένας τρίτος μπορεί να δικαιολογεί έννομο συμφέρον για την επίλυση της διαφοράς ή ότι μπορεί να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων.
( βλ. σκέψεις 33-37 )
Στην υπόθεση C-341/00 P,
Conseil national des professions de l'automobile (CNPA), με έδρα τη Suresnes (Γαλλία),
Fédération nationale des distributeurs, loueurs et réparateurs de matériels de bâtiments-travaux publics et de manutention (DLR), με έδρα το Joinville-le-Pont (Γαλλία),
Auto Contrôle 31 SA, με έδρα την Τουλούζη (Γαλλία),
YAM 31 SARL, με έδρα την Τουλούζη,
Roux SA, με έδρα το Saint-Denis-de-Saintonge (Γαλλία),
Marc Foucher-Creteau, κάτοικος αρισιού (Γαλλία),
Verdier distribution SARL, με έδρα το Juvignac (Γαλλία),
εκπροσωπούμενοι από τον C. Bourgeon, avocat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
αναιρεσείοντες,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως που εξέδωσε στις 12 Ιουλίου 2000 το ρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο τμήμα) στην υπόθεση T-45/00, Conseil national des professions de l'automobile (CNPA) κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-2927), με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της διατάξεως αυτής,
όπου ο έτερος διάδικος είναι η
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον W. Wils, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
καθής πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. La Pergola, πρόεδρο τμήματος, Μ. Wathelet, D. A. O. Edward (εισηγητή), P. Jann και L. Sevón, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Mischo
γραμματέας: R. Grass,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,
εκδίδει την ακόλουθη
Διάταξη
1 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Σεπτεμβρίου 2000 το Conseil national des professions de l'automobile (στο εξής: CNPA), η Fédération nationale des distributeurs, loueurs et réparateurs de matériels de bâtiments-travaux publics et de manutention (στο εξής: DLR), καθώς και πέντε μέλη των οργανώσεων αυτών, άσκησαν αναίρεση, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, κατά της διατάξεως του ρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2000, T-45/00, Conseil national des professions de l'automobile κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-2927, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία το ρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή τους περί ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 2790/1999 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών (EE L 336, σ. 21).
2 Ο κανονισμός 2790/1999 προβλέπει την υπό ορισμένες προϋποθέσεις μη εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ στις συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες συνάπτονται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων, εκάστη των οποίων δραστηριοποιείται, για τον σκοπό της συμφωνίας, σε διαφορετικό επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής, και οι οποίες αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα μέρη μπορούν να αγοράζουν, να πωλούν ή να μεταπωλούν ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες.
Η ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασία
3 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 29 Φεβρουαρίου 2000, οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού 2790/1999.
4 ρος στήριξη της προσφυγής τους οι προσφεύγοντες προέβαλαν κατ' ουσίαν τον ισχυρισμό ότι, εκδίδοντας τον κανονισμό αυτό, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παρέβη, αφενός, το άρθρο 83, παράγραφος 1, ΕΚ, μη τηρώντας τους απαιτούμενους ουσιώδεις τύπους στο πλαίσιο των διαδικασιών διαβουλεύσεως τις οποίες προβλέπει το άρθρο αυτό, και, αφετέρου, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τους κανόνες της Συνθήκης στον τομέα του ανταγωνισμού.
5 Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 5 Απριλίου 2000, η Επιτροπή προέβαλε, δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου, ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής. Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου στις 18 Μα_ου 2000.
6 Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη το ρωτοδικείο δέχθηκε την ένσταση απαραδέκτου και απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.
7 Στις 25 Ιουλίου 2000 η Confédération belge du commerce et de la réparation automobile et des secteurs connexes ASBL (στο εξής: Federauto) υπέβαλε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου αίτηση παρεμβάσεως, δυνάμει του άρθρου 115 του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου.
8 Με έγγραφο της 26ης Ιουλίου 2000 ο Γραμματέας του ρωτοδικείου πληροφόρησε τη Federauto ότι δεν μπορούσε να δώσει συνέχεια στην αίτησή της, δεδομένου ότι το ρωτοδικείο είχε περατώσει τη διαδικασία με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη.
Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη
9 ρώτον, αφού υπενθύμισε, με τη σκέψη 15 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ παρέχει στους ιδιώτες το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά κάθε αποφάσεως που, αν και εκδίδεται ως κανονισμός, τους αφορά άμεσα και ατομικά και ότι το κριτήριο διακρίσεως μεταξύ κανονισμού και αποφάσεως πρέπει να αναζητείται στη γενική ή όχι ισχύ της επίμαχης πράξεως, το ρωτοδικείο δέχθηκε, με τη σκέψη 17 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο κανονισμός 2790/1999 απευθύνεται σε όλες τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούν συμπράξεις κάθετου χαρακτήρα.
10 Εξ αυτού το ρωτοδικείο κατέληξε, στη σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο εν λόγω κανονισμός έχει, λόγω του περιεχομένου του, κανονιστικό χαρακτήρα και δεν συνιστά απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ.
11 Δεύτερον, το ρωτοδικείο εξέτασε αν παρά τη γενική ισχύ του κανονισμού 2790/1999 θα μπορούσε να θεωρηθεί, παρ' όλ' αυτά, ότι αυτός αφορά άμεσα και ατομικά τους προσφεύγοντες. Επ' αυτού συνεπέρανε, με τη σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η χορηγούμενη από τον κανονισμό 2790/1999 εξαίρεση, που συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και, κατά συνέπεια, τη μη επιβολή της συνισταμένης σε ακυρότητα κυρώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 81, παράγραφος 2, ΕΚ, αφορά τους προσφεύγοντες λόγω της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως επιχειρηματιών συνδεομένων με συμπράξεις καθέτου χαρακτήρα, όπως αφορά και όλους τους λοιπούς επιχειρηματίες που μετέχουν σε τέτοιες συμπράξεις.
12 Στην ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως το ρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα ότι ο κανονισμός 2790/1999 αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες λόγω της οικονομικής εξαρτήσεώς τους έναντι των μεγάλων προμηθευτών, δεχόμενο ότι το γεγονός αυτό δεν είναι ικανό να τους χαρακτηρίσει σε σχέση με κάθε άλλο επιχειρηματία, δεδομένου ότι, όπως οι ίδιοι οι προσφεύγοντες είχαν υπογραμμίσει με το δικόγραφο της προσφυγής τους, στη Γαλλία «πολλές χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ)» και στην Ευρώπη «πολλές δεκάδες χιλιάδες ΜΜΕ» βρίσκονται στην κατάσταση αυτή.
13 Εξάλλου, το ρωτοδικείο σημείωσε, με τη σκέψη 24 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το CNPA και η DLR δεν διεκδικούσαν κανένα δικαίωμα διαδικαστικής φύσεως και δεν προέβαλλαν κανένα ίδιο συμφέρον, διακριτό από τα συμφέροντα των μελών τους, το οποίο θα μπορούσε να έχει θιγεί από τον κανονισμό 2790/1999.
Η αίτηση αναιρέσεως
14 Με την αίτηση αναιρέσεως οι προσφεύγοντες και νυν αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:
να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·
να διαπιστώσει ότι το παραδεκτό της προσφυγής περί ακυρώσεως του κανονισμού 2790/1999 δεν μπορεί να κριθεί χωριστά από την ουσία της υποθέσεως ή, επικουρικά, να διαπιστώσει ότι οι αναιρεσείοντες έχουν άμεσο και ατομικό έννομο συμφέρον να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του κανονισμού αυτού·
να διαπιστώσει ότι ο κανονισμός 2790/1999 είναι αντίθετος προς τα άρθρα 83, παράγραφος 1, ΕΚ και 81 ΕΚ και, κατά συνέπεια, να τον ακυρώσει·
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της κατ' αναίρεση διαδικασίας.
15 ρος στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τρεις λόγους.
16 ρώτον, υποστηρίζουν ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη πρέπει να εξαφανιστεί λόγω παραβάσεως εκ μέρους του ρωτοδικείου του άρθρου 115, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, η αίτηση παρεμβάσεως υποβάλλεται το αργότερο πριν από την πάροδο τριμήνου από της δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της ανακοινώσεως περί της ασκήσεως της αρχικής προσφυγής. Δεδομένου ότι εν προκειμένω η ανακοίνωση αυτή δημοσιεύθηκε στις 13 Μα_ου 2000, η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη δημοσιεύθηκε πριν από την εκπνοή της τρίμηνης προθεσμίας που τάσσεται στους ενδιαφερομένους προκειμένου να ασκήσουν παρέμβαση. Επομένως, το ρωτοδικείο αποφάνθηκε πρόωρα. Για τον λόγο αυτό το ρωτοδικείο δεν μπόρεσε να λάβει υπόψη την αίτηση παρεμβάσεως που υπέβαλε η Federauto.
17 Δεύτερον, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι υποστήριξαν ενώπιον του ρωτοδικείου ότι ο κανονισμός 2790/1999 είναι αντίθετος προς τα άρθρα 83, παράγραφος 1, ΕΚ και 81 ΕΚ και ότι το ρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είχε καμία επίπτωση επί του παραδεκτού της προσφυγής. Κατά τους αναιρεσείοντες, καμία πράξη της Επιτροπής δεν μπορεί να διαφύγει του δικαιοδοτικού ελέγχου αν αντιβαίνει προς το ίδιο το γράμμα της Συνθήκης.
18 Τρίτον, οι αναιρεσείοντες διατείνονται ότι το ρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 230 ΕΚ.
19 Με τον λόγο αυτό οι αναιρεσείοντες προβάλλουν, κυρίως, ότι, ακόμα και αν η Επιτροπή χαρακτήρισε την προσβαλλόμενη πράξη ως κανονισμό, αλλά και έστω και αν η εν λόγω πράξη έχει γενική ισχύ, αυτή δεν μπορεί να έχει τη φύση κανονισμού, υπό την έννοια του άρθρου 83, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον αντιβαίνει προς τις διατάξεις του άρθρου 81 ΕΚ.
20 Επικουρικά οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι έχουν άμεσο και ατομικό έννομο συμφέρον προς ακύρωση του κανονισμού 2790/1999, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεώς τους όσον αφορά την οικονομική τους εξάρτηση. Επ' αυτού, δεν έχει σημασία το ότι και άλλες επιχειρήσεις βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τους αναιρεσείοντες, δεδομένου ότι διακρίνονται μεταξύ τους σε σχέση με τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που δεν βρίσκονται σ' αυτή την ειδική κατάσταση. Επιπλέον, πέρα από την κατάσταση της οικονομικής εξαρτήσεως, το γεγονός ότι οι αναιρεσείοντες μπορούν να πέσουν θύματα ιδιαίτερων και ατομικών καταχρήσεων τους παρέχει έννομο συμφέρον προς άσκηση προσφυγής κατά του κανονισμού 2790/1999. Όσον αφορά, ειδικότερα, το CNPA και τη DLR, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε καθόλου υπόψη τις παρατηρήσεις που διατύπωσαν κατόπιν της δημοσιεύσεως του κανονισμού 2790/1999 τους παρέχει ίδιο έννομο συμφέρον προς άσκηση προσφυγής.
21 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να επιβεβαιώσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, να απορρίψει το σύνολο των αιτημάτων που υπέβαλαν οι αναιρεσείοντες και να τους καταδικάσει εις ολόκληρον στα δικαστικά έξοδα.
22 Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 9 Νοεμβρίου 2000, η Federauto ζήτησε να παρέμβει υπέρ των αναιρεσειόντων.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
23 Δυνάμει του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας του, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να την απορρίψει με αιτιολογημένη διάταξη.
Επί του λόγου που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 230 ΕΚ
24 Έναντι του λόγου αυτού, αρκεί να διαπιστωθεί ότι, αφενός, το ρωτοδικείο εφάρμοσε ορθά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία το κριτήριο διακρίσεως μεταξύ κανονισμού και αποφάσεως πρέπει να αναζητείται στη γενική ή όχι ισχύ της επίμαχης πράξεως (βλ., μεταξύ άλλων, τη διάταξη της 23ης Νοεμβρίου 1995, C-10/95 Ρ, Asocarne κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. Ι-4149, σκέψη 28).
25 ράγματι, το ρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι ο κανονισμός 2790/1999 έχει, λόγω της γενικής ισχύος του, κανονιστικό χαρακτήρα καθόσον απευθύνεται σε όλες γενικά τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούν συμπράξεις κάθετου χαρακτήρα, οπότε δεν αποτελεί απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ.
26 Αφετέρου, το ρωτοδικείο εφάρμοσε ορθά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι μια πράξη αφορά ατομικά ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, παρά μόνον αν το πρόσωπο αυτό θίγεται από την επίμαχη πράξη λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων του ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 237· της 18ης Μα_ου 1994, C-309/89, Codorniu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-1853, σκέψη 20, και τη διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 2000, C-447/98 P, Molkerei Großbraunhain και Bene Nahrungsmittel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-9097, σκέψη 65).
27 Εν προκειμένω, ο κανονισμός 2790/1999 αφορά τους αναιρεσείοντες μόνο λόγω της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως επιχειρηματιών συνδεομένων με συμπράξεις κάθετου χαρακτήρα.
28 Όσον αφορά, ειδικότερα, το ίδιο έννομο συμφέρον προς άσκηση προσφυγής των CNPA και DLR, με την ιδιότητά τους ως επαγγελματικών σωματείων που διατύπωσαν παρατηρήσεις κατόπιν της δημοσιεύσεως του κανονισμού 2790/1999, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως υπογράμμισε το ρωτοδικείο με τη σκέψη 24 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, οι αναιρεσείοντες ουδέποτε επικαλέστηκαν έναν τέτοιο λόγο ενώπιον του ρωτοδικείου, οπότε ο λόγος αυτός είναι προδήλως απαράδεκτος.
29 ράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, αν επιτρεπόταν σε διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν προέβαλε ενώπιον του ρωτοδικείου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο απ' ό,τι η διαφορά που εκδίκασε το ρωτοδικείο. Στο πλαίσιο αναιρέσεως, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται συνεπώς στον έλεγχο της νομικής λύσεως την οποία έδωσε το ρωτοδικείο ενόψει των ισχυρισμών που εξετάστηκαν ενώπιόν του (βλ., μεταξύ άλλων, τη διάταξη της 25ης Ιανουαρίου 2001, C-111/99 P, Lech-Stahlwerke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. Ι-727, σκέψη 25).
30 Επομένως, το ρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη δεχόμενο ότι ο κανονισμός αυτός δεν αφορά ατομικά τους αναιρεσείοντες.
Επί του λόγου που στηρίζεται σε πλάνη του ρωτοδικείου όσον αφορά την επίπτωση της προβαλλόμενης παραβάσεως των άρθρων 83 ΕΚ και 81 ΕΚ επί του παραδεκτού της προσφυγής
31 Έναντι του λόγου αυτού αρκεί η διαπίστωση ότι το ρωτοδικείο ορθά έκρινε ότι ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι ο κανονισμός 2790/1999 εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 83, παράγραφος 1, ΕΚ και 81, παράγραφος 1, ΕΚ συνδέεται με την ουσία της υποθέσεως και δεν έχει καμία επίπτωση επί του ενδεχόμενου παραδεκτού της προσφυγής.
32 ράγματι, το προβλεπόμενο από το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ κριτήριο, βάσει του οποίου το παραδεκτό προσφυγής που ασκεί φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατ' αποφάσεως της οποίας δεν είναι ο αποδέκτης εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η απόφαση αυτή τον αφορά άμεσα και ατομικά, συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, τον οποίο τα κοινοτικά δικαστήρια μπορούν να εξετάσουν κατά πάσα στάση της δίκης, ακόμη και αυτεπάγγελτα. Η σοβαρότητα της προβαλλόμενης παραβάσεως του οικείου κοινοτικού οργάνου δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να οδηγήσει σε μη εφαρμογή των κριτηρίων του παραδεκτού τα οποία θέτει ρητώς η Συνθήκη (βλ. τη διάταξη της 10ης Μα_ου 2001, C-345/00 P, FNAB κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. Ι-3811, σκέψεις 39 και 40).
Επί του λόγου που στηρίζεται σε παραβίαση του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου
33 Κατά το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου, όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη το ρωτοδικείο μπορεί να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία. Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, το ρωτοδικείο μπορεί επιπλέον να αποφανθεί επί ενστάσεως απαραδέκτου προβληθείσας από διάδικο χωρίς να απαιτείται να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως επί της ουσίας.
34 Το άρθρο 37 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται και στο ρωτοδικείο δυνάμει του άρθρου 46 αυτού, ορίζει, αφενός, ότι κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον για την επίλυση διαφοράς υποβληθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου μπορεί να παρέμβει και, αφετέρου, ότι η αίτηση παρεμβάσεως δεν μπορεί να έχει άλλο αντικείμενο από την υποστήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων.
35 Επιπλέον, κατά το άρθρο 116, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του.
36 Όμως, σε περίπτωση που η κύρια προσφυγή είναι τέτοιας φύσεως ώστε να πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη χωρίς να συζητηθεί επί της ουσίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένας τρίτος μπορεί να δικαιολογεί έννομο συμφέρον για την επίλυση της διαφοράς ή ότι μπορεί να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων.
37 Επομένως, τίποτα δεν εμποδίζει το ρωτοδικείο να περατώσει μια δίκη κηρύσσοντας απαράδεκτη την οικεία προσφυγή πριν γίνει δεκτή αίτηση παρεμβάσεως, ακόμα και αν η προθεσμία υποβολής μιας τέτοιας αιτήσεως δεν έχει ακόμη λήξει.
38 Συνεπώς, το ρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη σχετικά με την εφαρμογή του Κανονισμού Διαδικασίας του.
39 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη και ως προδήλως απαράδεκτη, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του αιτήματος παρεμβάσεως που υπέβαλε η Federauto.
Επί των δικαστικών εξόδων
40 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα και αυτοί ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.
41 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης το Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του. Υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, η Federauto, που ζήτησε να ασκήσει παρέμβαση, θα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)
διατάσσει:
1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
2) αρέλκει να αποφανθεί επί του αιτήματος παρεμβάσεως.
3) Καταδικάζει εις ολόκληρον στα δικαστικά έξοδα το Conseil national des professions de l'automobile (CNPA), τη Fédération nationale des distributeurs, loueurs et réparateurs de matériels de bâtiments-travaux publics et de manutention (DLR), τις Auto Contrôle 31 SA, YAM 31 SARL, Roux SA, τον Marc Foucher-Creteau και τη Verdier distribution SARL.
4) Η Confédération belge du commerce et de la réparation automobile et des secteurs connexes ASBL (Federauto) φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.