Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Κράτη μέλη – Υποχρεώσεις – Εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου – Εφαρμογή των τυπικών και ουσιαστικών κανόνων του εθνικού δικαίου – Προϋποθέσεις

[(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 5 (νυν άρθρο 10 ΕΚ)]

2. Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Σκοποί – Ορθολογική ανάπτυξη της γαλακτοκομικής παραγωγής και διασφάλιση δίκαιου εισοδήματος για τους παραγωγούς – Καθιέρωση συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος – Νόμιμη

(Κανονισμός 3950/92 του Συμβουλίου, άρθρο 10· κανονισμός 536/93 της Επιτροπής, άρθρα 3 και 4)

3. Γεωργία – Κοινή οργάνωση αγορών – Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος – Κανονισμοί 3950/92 και 536/93 – Ποσότητες αναφοράς – Εκ των υστέρων διόρθωση και εκ νέου υπολογισμός των εισφορών μετά την εκπνοή της προθεσμίας καταβολής τους – Επιτρέπονται – Παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 3950/92 του Συμβουλίου, άρθρα 1 και 4· κανονισμός 536/93 της Επιτροπής, άρθρα 3 και 4)

4. Γεωργία – Κοινή οργάνωση αγορών – Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος – Κανονισμοί 3950/92 και 536/93 – Ποσότητες αναφοράς – Εκ των υστέρων διόρθωση – Υποχρέωση κοινοποιήσεώς της στους παραγωγούς – Εκτίμηση, εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου, της τηρήσεως αυτής της υποχρεώσεως με γνώμονα την αρχή της ασφάλειας δικαίου

(Κανονισμός 3950/92 του Συμβουλίου· κανονισμός 536/93 της Επιτροπής)

Περίληψη

1. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές οι οποίες αποτελούν τη βάση της Κοινότητας και διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών, εναπόκειται στα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 10 ΕΚ), να διασφαλίζουν την εφαρμογή των κοινοτικών κανονιστικών ρυθμίσεων στο έδαφός τους. Εφόσον το κοινοτικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των γενικών του αρχών, δεν περιλαμβάνει κοινούς κανόνες για το θέμα αυτό, οι εθνικές αρχές ενεργούν, κατά την εφαρμογή αυτών των ρυθμίσεων, βάσει των τυπικών και ουσιαστικών κανόνων του εθνικού τους δικαίου.

Κατά την εκτέλεση, ωστόσο, των μέτρων εφαρμογής μιας κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να ασκούν τη διακριτική τους ευχέρεια τηρώντας τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, μεταξύ των οποίων τις αρχές της αναλογικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

(βλ. σκέψεις 42-43)

2. Το καθεστώς συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος αποβλέπει στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζητήσεως στην αγορά γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, στην οποία παρατηρούνται διαρθρωτικά πλεονάσματα, μέσω του περιορισμού της γαλακτοκομικής παραγωγής. Επομένως, το μέτρο αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της ορθολογικής αναπτύξεως της γαλακτοκομικής παραγωγής και της διατηρήσεως δίκαιου βιοτικού επιπέδου για τον γεωργικό πληθυσμό, μέσω της συμβολής στη σταθεροποίηση του εισοδήματος του πληθυσμού αυτού.

Επομένως, η συμπληρωματική εισφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί κύρωση ανάλογη των προστίμων που προβλέπουν τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού 536/93, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων. Η συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος αποτελεί περιορισμό που επιβάλλεται από τους κανόνες της πολιτικής αγορών ή της διαρθρωτικής πολιτικής.

Επιπλέον, όπως προκύπτει με σαφήνεια από το άρθρο 10 του κανονισμού 3950/92, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, η συμπληρωματική εισφορά αποτελεί μέρος των παρεμβάσεων που προορίζονται για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών και διατίθεται για τη χρηματοδότηση των δαπανών του γαλακτοκομικού τομέα. Επομένως, πέραν του προφανούς σκοπού να υποχρεώνονται οι παραγωγοί γάλακτος να τηρούν τα όρια των ποσοτήτων αναφοράς που τους χορηγούνται, η συμπληρωματική εισφορά επιτελεί και μια οικονομική λειτουργία, καθόσον έχει ως σκοπό να προσφέρει στην Κοινότητα τα αναγκαία κονδύλια για τη διάθεση των προϊόντων που οι παραγωγοί παρήγαγαν καθ’ υπέρβαση των ποσοστώσεών τους.

(βλ. σκέψεις 57-59)

3. Τα άρθρα 1 και 4 του κανονισμού 3950/92, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού 536/93, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύουν σε ένα κράτος μέλος να διορθώνει, κατόπιν ελέγχων, την ατομική ποσότητα αναφοράς που χορηγήθηκε σε κάθε παραγωγό και, συνεπώς, να προβαίνει, μετά την ανακατανομή των ποσοτήτων αναφοράς που δεν χρησιμοποιήθηκαν και σε χρόνο μεταγενέστερο της ημερομηνίας εκπνοής της προθεσμίας καταβολής των συμπληρωματικών εισφορών για τη συγκεκριμένη περίοδο, σε νέο υπολογισμό των εισφορών που οφείλονται.

Πράγματι, αφενός, εφόσον η ατομική ποσότητα αναφοράς ενός παραγωγού ανταποκρίνεται πράγματι στην ποσότητα γάλακτος που ο εν λόγω παραγωγός διέθεσε στην αγορά κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς, ο παραγωγός αυτός, ο οποίος κατ’ αρχήν γνωρίζει την ποσότητα που παρήγαγε, δεν δύναται να επικαλείται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη διατήρηση μιας ανακριβούς ποσότητας αναφοράς.

Αφετέρου, δεν μπορεί να υφίσταται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη διατήρηση μιας προδήλως παράνομης, από πλευράς κοινοτικού δικαίου, καταστάσεως, ήτοι της μη εφαρμογής του καθεστώτος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος. Πράγματι, οι γαλακτοπαραγωγοί των κρατών μελών δεν θα μπορούσαν δικαιολογημένα να πιστεύουν, ένδεκα έτη μετά τη θέσπιση αυτού καθεστώτος, ότι μπορούσαν να συνεχίζουν να παράγουν γάλα χωρίς περιορισμό.

(βλ. σκέψεις 66-68, διατακτ. 1)

4. Οι κανονισμοί 3950/92, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, και 536/93, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η αρχική χορήγηση των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση αυτών των ποσοτήτων πρέπει να κοινοποιούνται στους οικείους παραγωγούς από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

Βάσει της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η κοινοποίηση αυτή πρέπει να παρέχει στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία αφορά το μέτρο, κάθε πληροφορία σχετικά με την αρχική χορήγηση της ατομικής τους ποσότητας αναφοράς ή μεταγενέστερη τροποποίησή της. Απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει, βάσει των στοιχείων που διαθέτει, αν η προϋπόθεση αυτή πληρούται στις υποθέσεις των κύριων δικών.

(βλ. σκέψεις 87, διατακτ. 2)