62000J0458

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 13ης Φεβρουαρίου 2003. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμßούργου. - Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού (ΕΟό) 259/93 - Χαρακτηρισμός του σκοπού της μεταφοράς αποβλήτων (αξιοποίηση ή διάθεση) - Αποτρεφρωθέντα απόβλητα - Σημείο R1 του παραρτήματος ΙΙ Β της οδηγίας 75/442/ΕΟό - Έννοια της κύριας χρησιμοποιήσεως ως καυσίμου ή άλλου μέσου παραγωγής ενέργειας. - Υπόθεση C-458/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-01553


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Περιβάλλον - Απόβλητα - Κανονισμός 259/93 σχετικά με τις μεταφορές αποβλήτων - Χαρακτηρισμός του σχεδίου μεταφοράς από τον κοινοποιήσαντα - Αρμοδιότητα των αρχών που είναι παραλήπτες ενός σχεδίου μεταφοράς όσον αφορά τον έλεγχο του χαρακτηρισμού (αξιοποίηση ή διάθεση) και όσον αφορά την αντίθεσή τους προς σχέδιο στηριζόμενο σε εσφαλμένο χαρακτηρισμό

(Κανονισμός 259/93 του Συμβουλίου, άρθρο 7 §§ 2 και 4)

2. Περιβάλλον - Απόβλητα - Οδηγία 75/442 περί των στερεών αποβλήτων - Παράρτημα ΙΙ Β - Διάκριση μεταξύ πράξεων διαθέσεως και πράξεων αξιοποιήσεως - Καύση αποβλήτων - Χαρακτηρισμός ως πράξεως αξιοποιήσεως - Προϋποθέσεις

(Οδηγία 75/442 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 96/350 της Επιτροπής, παράρτημα ΙΙ Β)

Περίληψη


1. Από το σύστημα που έχει θεσπισθεί με τον κανονισμό 259/93, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους, προκύπτει ότι όλες οι αρμόδιες αρχές που είναι παραλήπτες της κοινοποιήσεως ενός σχεδίου μεταφοράς αποβλήτων οφείλουν να ελέγξουν εάν ο δοθείς από τον κοινοποιούντα χαρακτηρισμός είναι σύμφωνος προς τις διατάξεις του κανονισμού. Εάν ο χαρακτηρισμός αυτός είναι εσφαλμένος, οι εν λόγω αρχές οφείλουν να αντιταχθούν στη μεταφορά προβάλλοντας αντιρρήσεις στηριζόμενες σ' αυτόν τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό, χωρίς να αναφερθούν σε κάποια από τις ειδικές διατάξεις του κανονισμού που καθορίζουν τις αντιρρήσεις που τα κράτη μέλη δύνανται να προβάλλουν. Αντιθέτως, δεν εναπόκειται σε μια αρμόδια αρχή να προβεί αυτεπαγγέλτως στον επαναχαρακτηρισμό του σκοπού μιας μεταφοράς αποβλήτων.

( βλ. σκέψεις 21-22 )

2. Η καύση αποβλήτων αποτελεί εργασία αξιοποιήσεως σύμφωνα με το σημείο R 1 του παραρτήματος ΙΙ B της οδηγίας 75/442, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 96/350, όταν ο κύριος στόχος της είναι να μπορέσουν τα απόβλητα να επιτελέσουν μια χρήσιμη λειτουργία, ως μέσο παραγωγής ενεργείας, υποκαθιστώντας τη χρήση μιας πρωτογενούς πηγής ενεργείας η οποία θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη αυτής της λειτουργίας. Ειδικότερα, μια εργασία καύσεως οικιακών αποβλήτων μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη αξιοποιήσεως των αποβλήτων όταν έχει ως κύριο στόχο να καταστήσει δυνατή τη χρησιμοποίηση των αποβλήτων ως μέσου παραγωγής της ενεργείας, όταν πραγματοποιείται υπό συνθήκες επιτρέπουσες να θεωρηθεί ότι αποτελεί πράγματι ένα μέσον παραγωγής ενεργείας και όταν το μεγαλύτερο μέρος των αποβλήτων καταναλώνεται κατά τη διάρκεια της εργασίας και το σημαντικότερο μέρος της παραγομένης ενεργείας ανακτάται και χρησιμοποιείται.

Εξ αυτού έπεται ότι μια εργασία της οποίας κύριος σκοπός είναι η διάθεση των αποβλήτων πρέπει να χαρακτηρισθεί ως πράξη διαθέσεως όταν η ανάκτηση της παραγομένης από το καύσιμο θερμότητας αποτελεί απλώς παρεπόμενο αποτέλεσμα της εν λόγω εργασίας.

( βλ. σκέψεις 31-37, 43 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-458/00,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον H. Støvlbaek και την J. Adda, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενου από τον J. Faltz,

καθού,

υποστηριζομένου από την

Αυστριακή Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνουσα,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, προβάλλοντας αδικαιολόγητες αντιρρήσεις κατά ορισμένων μεταφορών αποβλήτων προς άλλο κράτος μέλος με σκοπό την κύρια χρησιμοποίησή τους ως καυσίμων, αντιρρήσεις αντίθετες προς το περιεχόμενο του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους (ΕΕ L 30, σ. 1), καθώς και κατά του περιεχομένου του άρθρου 1, στοιχείο στ_, σε συνδυασμό με το σημείο R 1 του παραρτήματος ΙΙ Β της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 96/350/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μα_ου 1996 (ΕΕ L 135, σ. 32), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2, 6 και 7 του εν λόγω κανονισμού καθώς και από το άρθρο 1, στοιχείο στ_, σε συνδυασμό με το σημείο R 1 του παραρτήματος ΙΙ Β της εν λόγω οδηγίας,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Wathelet, πρόεδρο τμήματος, C. W. A. Timmermans (εισηγητή), D. A. O. Edward, P. Jann και S. von Bahr, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 25ης Απριλίου 2002, κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή εκπροσωπήθηκε από την J. Adda, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου από τους N. Mackel και R. Schmit, και η Αυστριακή Δημοκρατία από τον E. Riedl,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Δεκεμβρίου 2000, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, προβάλλοντας αδικαιολόγητες αντιρρήσεις κατά ορισμένων μεταφορών αποβλήτων προς τρίτο κράτος μέλος με σκοπό την κύρια χρησιμοποίησή τους ως καυσίμων, αντιρρήσεις αντίθετες προς το περιεχόμενο του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους (ΕΕ L 30, σ. 1), καθώς και κατά του περιεχομένου του άρθρου 1, στοιχείο στ_, σε συνδυασμό με το σημείο R 1 του παραρτήματος ΙΙ Β της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 96/350/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μα_ου 1996 (ΕΕ L 135, σ. 32, στο εξής: οδηγία), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2, 6 και 7 του εν λόγω κανονισμού καθώς και από το άρθρο 1, στοιχείο στ_, σε συνδυασμό με το σημείο R 1 του παραρτήματος ΙΙ Β της εν λόγω οδηγίας.

2 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2001, επετράπη στην Αυστριακή Δημοκρατία να παρέμβει υπέρ του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.

Νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

Η οδηγία

3 Η οδηγία έχει ως ουσιώδες αντικείμενο την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος έναντι των ζημιογόνων αποτελεσμάτων που προκαλούνται από τη συγκέντρωση, τη μεταφορά, την επεξεργασία, την εναποθήκευση και την απόθεση των αποβλήτων. Ειδικότερα, η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας προβλέπει ότι είναι σημαντικό να ευνοείται η ανάκτηση των αποβλήτων και η χρησιμοποίηση των ανακτηθέντων υλικών, προκειμένου να διαφυλάσσονται οι φυσικοί πόροι.

4 Η εν λόγω οδηγία ορίζει, στο άρθρο της 1, στοιχείο ε_, τη «διάθεση» ως «κάθε εργασία που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙ Α» και, στο ίδιο άρθρο, στο στοιχείο στ_, την «αξιοποίηση» ως «κάθε εργασία που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙ Β».

5 Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για να προωθήσουν:

α) κατά πρώτον, την πρόληψη ή τη μείωση της παραγωγής και της βλαπτικότητας των αποβλήτων [...]

β) εν συνεχεία:

- την αξιοποίηση των αποβλήτων με ανακύκλωση, επαναχρησιμοποίηση ή ανάκτηση ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που έχει στόχο την παραγωγή δευτερογενών πρώτων υλών

ή

- τη χρησιμοποίηση των αποβλήτων ως πηγή ενέργειας.»

6 Το παράρτημα ΙΙ Α, με τίτλο «Εργασίες διάθεσης», της οδηγίας προβλέπει, στο σημείο D 10, «την αποτέφρωση στη γη».

7 Το παράρτημα ΙΙ Β, με τον τίτλο «Εργασίες ανάκτησης», της οδηγίας προβλέπει, στο σημείο R 1, τη «χρήση ως καυσίμου ή άλλου μέσου παραγωγής ενεργείας».

Ο κανονισμός

8 Ο κανονισμός οργανώνει, μεταξύ άλλων, την εποπτεία και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων μεταξύ κρατών μελών.

9 Ο εν λόγω κανονισμός προσδιορίζει, στο άρθρο του 2, στοιχείο θ_, την «διάθεση» ως τη «διάθεση όπως ορίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο ε_, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ» και, στο ίδιο άρθρο, στο στοιχείο ια_, την «αξιοποίηση» «όπως ορίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο στ_, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ».

10 Ο τίτλος ΙΙ, «Μεταφορά αποβλήτων μεταξύ κρατών μελών», του ίδιου κανονισμού περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, δύο χωριστά κεφάλαια, σχετικά, όσον αφορά το ένα, το οποίο αποτελείται από τα άρθρα 3 έως 5, με τη διαδικασία που εφαρμόζεται επί των μεταφορών αποβλήτων προοριζομένων να διατεθούν και, όσον αφορά το άλλο, που αποτελείται από τα άρθρα 6 έως 11, με τη διαδικασία που εφαρμόζεται επί των μεταφορών αποβλήτων προοριζομένων για αξιοποίηση. Η προβλεπόμενη για αυτή τη δεύτερη κατηγορία αποβλήτων διαδικασία είναι λιγότερο υποχρεωτική από ό,τι αυτή που ισχύει για την πρώτη κατηγορία.

11 Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφος 1, του ανωτέρω κανονισμού, όταν ο παραγωγός ή ο κάτοχος αποβλήτων έχει την πρόθεση να μεταφέρει από ένα κράτος μέλος σε άλλο και/ή να διακινήσει μέσω ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών απόβλητα προοριζόμενα να αξιοποιηθούν, όπως αυτά απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού (πορτοκαλί κατάλογος αποβλήτων) διαβιβάζει κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή προορισμού και αποστέλλει αντίγραφο της κοινοποίησης στις αρμόδιες αρχές αποστολής και διαμετακόμισης και στον παραλήπτη.

12 Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού καθορίζει την προθεσμία καθώς και τους όρους και λοιπές λεπτομέρειες που πρέπει να τηρήσουν οι αρμόδιες αρχές προορισμού, αποστολής και διαμετακομίσεως προκειμένου να προβάλουν αντιρρήσεις κατά σχεδιαζομένης μεταφοράς αποβλήτων προοριζομένων να αξιοποιηθούν. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει, ειδικότερα ότι οι αντιρρήσεις πρέπει να ερείδονται στην παράγραφο 4 του εν λόγω άρθρου.

13 Το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α_, του ίδιου κανονισμού προβλέπει:

«Οι αρμόδιες αρχές προορισμού και αποστολής δύνανται να προβάλουν αιτιολογημένες αντιρρήσεις για τη σχεδιαζόμενη μεταφορά:

- σύμφωνα με την οδηγία 75/442/ΕΟΚ, και ιδίως το άρθρο 7,

ή

- εάν δεν είναι σύμφωνη με τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την προστασία της υγείας

ή

- αν ο κοινοποιών ή ο παραλήπτης έχει καταδικαστεί στο παρελθόν για παράνομη διακίνηση· στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αρχή αποστολής μπορεί να αρνηθεί να εγκρίνει όλες τις μεταφορές στις οποίες είναι αναμεμιγμένο το εν λόγω πρόσωπο, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία,

ή

- εάν η μεταφορά αντίκειται προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις οι οποίες έχουν συναφθεί από το ενδιαφερόμενο ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη

ή

- εάν ο λόγος αξιοποιήσιμων προς μη αξιοποιήσιμα απόβλητα, η εκτιμώμενη αξία των υλικών που θα αξιοποιηθούν εν τέλει ή το κόστος της αξιοποιήσεως και το κόστος της διάθεσης του μη αξιοποιηθέντος μέρους δεν δικαιολογούν την αξιοποίηση από οικονομική και περιβαλλοντική άποψη.»

Τα εθνικά μέτρα

14 Στις αρχές του 1998 η εταιρία J. Lamesch Exploitation SA, με έδρα το Bettembourg (Λουξεμβούργο), υπέβαλε δύο φακέλους κοινοποιήσεων στην αρμόδια λουξεμβουργιανή αρχή προκειμένου να της επιτραπεί να μεταφέρει στη Γαλλία απόβλητα οικιακής και εξομοιούμενης προς αυτήν προελεύσεως εμπίπτοντα στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού. Τα απόβλητα αυτά, που προέρχονταν από δύο παραγωγούς αποβλήτων εγκατεστημένους στο Λουξεμβούργο, επρόκειτο, σύμφωνα με τους φακέλους κοινοποιήσεων, να αξιοποιηθούν μέσω αποτεφρώσεως με ανάκτηση ενεργείας στον αποτεφρωτήρα του δήμου του Στρασβούργου. Μια επιχείρηση, ενεργούσα υπό την επωνυμία Négoce de tous matériaux réutilisables (στο εξής: NTMR), με έδρα το Metz (Γαλλία), επρόκειτο να παίξει τον ρόλο μεταφορέα κατά τη μεταφορά των εν λόγω αποβλήτων.

15 Με δύο αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 1998 (στο εξής: επίδικες αποφάσεις), η αρμόδια λουξεμβουργιανή αρχή επαναχαρακτήρισε αυτεπαγγέλτως τις κοινοποιηθείσες μεταφορές ως μεταφορές αποβλήτων προοριζομένων για διάθεση. Η εν λόγω αρχή προσέθεσε ότι τέτοιες μεταφορές μπορούν να πραγματοποιούνται μόνον «υπό την επιφύλαξη της προσκομίσεως αποδείξεων ότι τα προς μεταφορά απόβλητα δεν μπορούν, είτε για λόγους τεχνικούς είτε λόγω ελλείψεως σχετικών δυνατοτήτων, να προωθηθούν σε λουξεμβουργιανή εγκατάσταση διαθέσεως».

16 Η αρμόδια λουξεμβουργιανή αρχή δικαιολόγησε τον επαναχαρακτηρισμό στον οποίο αυτεπαγγέλτως προέβη υποστηρίζοντας ότι «η αποτέφρωση των αποβλήτων σε εγκατάσταση της οποίας πρωταρχικός σκοπός είναι η θερμική επεξεργασία προς μεταλλοποίηση των αποβλήτων αυτών, ανεξαρτήτως του εάν υφίσταται ανάκτηση ή όχι της παραγομένης θερμότητας, θεωρείται στο Λουξεμβούργο ως εργασία διαθέσεως D 10 σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ Α της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ, όπως έχει τροποποιηθεί».

Η προ της ασκήσεως ένδικης προσφυγής διαδικασία

17 Κατόπιν καταγγελίας που της υπέβαλε η NTMR, η Επιτροπή, με έγγραφο οχλήσεως που απηύθυνε στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στις 22 Οκτωβρίου 1999, κάλεσε το εν λόγω κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, εντός προθεσμίας δύο μηνών, σχετικά με την αιτίαση που ερειδόταν στο γεγονός ότι οι αρμόδιες λουξεμβουργιανές αρχές, αρνούμενες να χαρακτηρίσουν ως εργασία αξιοποιήσεως μια αποτέφρωση αποβλήτων εντός μιας μη βιομηχανικής εγκαταστάσεως αποτεφρώσεως όταν η παραγόμενη κατά την αποτέφρωση ενέργεια ανακτάται εν όλω ή εν μέρει, είχαν παραβεί τις διατάξεις του κανονισμού και της οδηγίας.

18 Καθώς το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δεν απάντησε στο εν λόγω έγγραφο οχλήσεως, η Επιτροπή απηύθυνε σ' αυτό, με έγγραφο της 4ης Απριλίου 2000, αιτιολογημένη γνώμη με την οποία θεώρησε ότι το εν λόγω κράτος μέλος είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπείχε από τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού, το άρθρο 1, στοιχείο στ_, και το σημείο R 1 του παραρτήματος ΙΙ Β της οδηγίας καθώς και, στο μέτρο

που κάτι τέτοιο θα προέκυπτε, το άρθρο 34 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άθρρο 29 ΕΚ). Με το ίδιο αυτό έγγραφο, η Επιτροπή κάλεσε το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου να λάβει τα μέτρα που ήσαν αναγκαία για τη συμμόρφωσή του προς την αιτιολογημένη γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών υπολογιζομένης από της ημερομηνίας κοινοποιήσεως του ανωτέρω εγγράφου.

19 Με έγγραφο της 28ης Απριλίου 2000, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υποστήριξε ότι μια εργασία επεξεργασίας αποβλήτων μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εργασία εμπίπτουσα στο σημείο D 10 του παραρτήματος ΙΙ Α της οδηγίας ακόμα και όταν επιτρέπει την ανάκτηση της ενέργειας και ότι, εξάλλου, ο επαναχαρακτηρισμός των εν λόγω εργασιών είχε γίνει από τις λουξεμβουργιανές αρχές σε συμφωνία με τις γαλλικές αρχές προορισμού.

20 Υπό αυτές ακριβώς τις συνθήκες, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

Επί της ουσίας

21 Πρέπει, προκαταρκτικώς, να υπομνηστεί ότι, στο θεσπισθέν με τον κανονισμό σύστημα, όλες οι αρμόδιες αρχές που είναι παραλήπτες της κοινοποιήσεως ενός σχεδίου μεταφοράς αποβλήτων οφείλουν να ελέγξουν εάν ο δοθείς από τον κοινοποιούντα χαρακτηρισμός είναι σύμφωνος προς τις διατάξεις του κανονισμού και να εναντιωθούν στη μεταφορά όταν αυτός ο χαρακτηρισμός είναι εσφαλμένος (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002, C-6/00, ASA, Συλλογή 2002, σ. Ι-1961, σκέψη 40).

22 Εάν η αρμόδια αρχή αποστολής κρίνει ότι ο σκοπός μιας μεταφοράς έχει χαρακτηριστεί εσφαλμένα στη σχετική κοινοποίηση, οφείλει να στηρίξει την εναντίωσή της στη μεταφορά επί αντλούμενου απ' αυτό τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό λόγο, χωρίς να αναφερθεί σε κάποια από τις ειδικές διατάξεις του κανονισμού που καθορίζουν τις αντιρρήσεις που τα κράτη μέλη δύνανται να προβάλλουν κατά της μεταφοράς αποβλήτων (προπαρατεθείσα απόφαση ASA, σκέψη 47). Αντιθέτως, δεν εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να προβεί αυτεπαγγέλτως στον επαναχαρακτηρισμό του σκοπού μιας μεταφοράς αποβλήτων (προπαρατεθείσα απόφαση ASA, σκέψη 48).

23 Επομένως, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού, από το οποίο προκύπτει ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν μπορούν να εναντιωθούν στη μεταφορά αποβλήτων προοριζομένων να αξιοποιηθούν παρά μόνο στις περιοριστικώς απαριθμούμενες στην παράγραφο 4 του εν λόγω άρθρου περιπτώσεις, ουδόλως εμποδίζει, κατ' αρχήν, τις αρχές αυτές να προβάλουν αντίρρηση κατά συγκεκριμένης μεταφοράς για τον λόγο ότι αυτή αφορά, στην πραγματικότητα, απόβλητα προοριζόμενα να διατεθούν.

24 Όμως, μια τέτοια αντίρρηση είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού μόνον υπό την προϋπόθεση ότι εντάσσεται στο πλαίσιο κριτηρίων διακρίσεως μεταξύ της διαθέσεως και της αξιοποιήσεως αποβλήτων τα οποία να είναι σύμφωνα προς τα κριτήρια που έχουν καθοριστεί με τις διατάξεις της οδηγίας στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 2, στοιχεία θ_ και ια_, του κανονισμού όσον αφορά τον προσδιορισμό αυτών των εννοιών.

25 Με τις επίδικες αποφάσεις, οι λουξεμβουργιανές αρχές επαναχαρακτήρισαν αυτεπαγγέλτως τις κοινοποιηθείσες μεταφορές ως μεταφορές αποβλήτων προοριζομένων να διατεθούν και εναντιώθηκαν στην πραγματοποίησή τους. Οι αποφάσεις αυτές πρέπει να θεωρηθούν ως έχουσες το νόημα της προβολής αντιρρήσεως αντλουμένης από τον εσφαλμένο χαρακτήρα του μνημονευθέντος στις κοινοποιήσεις των εν λόγω μεταφορών χαρακτηρισμού.

26 Κατά συνέπεια, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, με τις επίδικες αποφάσεις του, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού, επιβάλλεται να εξεταστεί το ζήτημα εάν η προβληθείσα με τις αποφάσεις αυτές αντίρρηση είναι σύμφωνη προς τη διάκριση μεταξύ εργασιών διαθέσεως και εργασιών αξιοποιήσεως που έχει καθιερωθεί με τα παραρτήματα ΙΙ Α και ΙΙ Β της οδηγίας.

27 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι μεταφορές κατά των οποίων προβλήθηκαν αντιρρήσεις με τις επίδικες αποφάσεις αφορούσαν απόβλητα προοριζόμενα να χρησιμοποιηθούν ως μέσο παραγωγής ενεργείας, και τούτο εφόσον ότι μια τέτοια χρήση εμπίπτει στην εργασία αξιοποιήσεως που μνημονεύεται στο σημείο R 1 του παραρτήματος ΙΙ Β της οδηγίας.

28 Σύμφωνα με την Επιτροπή, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα απόβλητα χρησιμοποιούνται ως μέσον παραγωγής ενεργείας όταν από τη σχετική εργασία παράγεται ένα πλεόνασμα ενεργείας και όταν μια σημαντική αναλογία της περιεχομένης στα αποτεφρωθέντα απόβλητα ενεργείας ανακτάται προκειμένου να χρησιμοποιηθεί.

29 Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η αποτέφρωση των εν λόγω αποβλήτων, με ανάκτηση ενεργείας, στον αποτεφρωτήρα του δήμου του Στρασβούργου δεν αποτελεί εργασία αξιοποιήσεως εμπίπτουσα στο σημείο R 1 του παραρτήματος ΙΙ Β της οδηγίας. Πράγματι, η διάταξη αυτή αφορά μόνον τις εργασίες που όχι μόνον επιτρέπουν την παραγωγή και χρησιμοποίηση ενός πλεονάσματος ενεργείας, αλλά, εισέτι, έχουν ως στόχο, ενόψει του σκοπού της εγκαταστάσεως επεξεργασίας των αποβλήτων, τη χρησιμοποίηση των αποβλήτων ως καυσίμου ή άλλου μέσου παραγωγής ενεργείας. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει, σύμφωνα με τη Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, από τη χρησιμοποίηση στην εν λόγω διάταξη του όρου «[κύρια] χρήση».

30 Κατά συνέπεια, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ορθώς, με τις επίδικες αποφάσεις, θεωρήθηκε ότι η μεταφορά των εν λόγω αποβλήτων αφορούσε απόβλητα προοριζόμενα, στην πραγματικότητα, να αποτελέσουν το αντικείμενο της εργασίας διαθέσεως που μνημονεύεται στο σημείο D 10 του παραρτήματος ΙΙ Α της οδηγίας.

31 Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με το σημείο R 1 του παραρτήματος ΙΙ Β της οδηγίας, αποτελεί εργασία αξιοποιήσεως των αποβλήτων ή «[κύρια] χρήση ως καυσίμου ή άλλου μέσου παραγωγής ενεργείας».

32 Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά την καύση των οικιακών αποβλήτων, εφόσον, πρώτον, η εν λόγω εργασία έχει ως κύριο αντικείμενο να επιτραπεί η χρησιμοποίηση των αποβλήτων ως μέσου παραγωγής ενεργείας. Πράγματι, ο όρος «χρήση» που περιλαμβάνεται στο σημείο R 1 του παραρτήματος ΙΙ Β της οδηγίας συνεπάγεται ότι ο βασικός σκοπός της προβλεπομένης από τη διάταξη αυτή εργασίας είναι να καταστεί δυνατό ώστε τα απόβλητα να επιτελέσουν μια χρήσιμη λειτουργία, δηλαδή την παραγωγή ενεργείας.

33 Δεύτερον, η καύση οικιακών αποβλήτων εμπίπτει στην εργασία που προβλέπεται στο σημείο R 1 του παραρτήματος ΙΙ Β της οδηγίας όταν οι συνθήκες υπό τις οποίες η εργασία αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι αυτή αποτελεί πράγματι ένα «μέσο παραγωγής ενεργείας». Τούτο προϋποθέτει, αφενός, ότι η παραγόμενη από την καύση των αποβλήτων και ανακτώμενη ενέργεια είναι μεγαλύτερη αυτής που καταναλίσκεται κατά την διαδικασία καύσεως και, αφετέρου, ότι ένα μέρος της επιπλέον παραχθείσας κατά την καύση αυτή ενεργείας πράγματι χρησιμοποιείται, είτε αμέσως, υπό τη μορφή της παραγόμενης από την καύση θερμότητας, είτε κατόπιν μετασχηματισμού, υπό τη μορφή ηλεκτρισμού.

34 Τρίτον, από τον όρο «[κύρια]» που χρησιμοποιείται στο σημείο R 1 του παραρτήματος ΙΙ B απορρέει ότι τα απόβλητα πρέπει να χρησιμοποιηθούν κυρίως ως καύσιμο ή άλλο μέσο παραγωγής ενεργείας, πράγμα που συνεπάγεται ότι το μέγιστο τμήμα των αποβλήτων πρέπει να καταναλωθεί κατά την εργασία και ότι το μέγιστο τμήμα της παραχθείσας ενεργείας πρέπει να ανακτηθεί και να χρησιμοποιηθεί.

35 Μια τέτοια ερμηνεία είναι σύμφωνη προς την ίδια την έννοια της αξιοποιήσεως που προκύπτει από την οδηγία.

36 Πράγματι, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας καθώς και από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη αυτής προκύπτει ότι το ουσιώδες χαρακτηριστικό μιας εργασίας αξιοποιήσεως αποβλήτων έγκειται στο γεγονός ότι ο κύριος στόχος αυτής είναι να μπορέσουν τα απόβλητα να επιτελέσουν μια χρήσιμη λειτουργία, υποκαθιστώντας τη χρήση άλλων υλικών που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την πραγμάτωση αυτής της λειτουργίας, πράγμα που επιτρέπει τη διαφύλαξη των φυσικών πόρων (προπαρατεθείσα απόφαση ASA, σκέψη 69).

37 Επομένως, η καύση αποβλήτων αποτελεί εργασία αξιοποιήσεως όταν ο κύριος στόχος της είναι να μπορέσουν τα απόβλητα να επιτελέσουν μια χρήσιμη λειτουργία, ως μέσο παραγωγής ενεργείας, υποκαθιστώντας τη χρήση μιας πρωτογενούς πηγής ενεργείας η οποία θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη αυτής της λειτουργίας.

38 Υπό το φως των ανωτέρω κριτηρίων, επιβάλλεται να αναγνωριστεί, εν προκειμένω, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προβληθείσα με τις επίδικες αποφάσεις αντίρρηση δεν είναι σύμφωνη προς τη διάκριση μεταξύ εργασιών διαθέσεως και εργασιών αξιοποιήσεως, όπως έχει καθιερωθεί με την οδηγία, στα παραρτήματά της ΙΙ Α και ΙΙ Β.

39 Πράγματι, οι αρμόδιες λουξεμβουργιανές αρχές αρνήθηκαν, με τις επίδικες αποφάσεις, να θεωρήσουν ως αξιοποίηση τη μεταφορά των επίμαχων αποβλήτων προς έναν αποτεφρωτήρα κείμενο στη Γαλλία, και τούτο για τον λόγο ότι ο πρωταρχικός σκοπός της εγκαταστάσεως αυτής ήταν θερμική επεξεργασία για τη μεταλλοποίηση αποβλήτων.

40 Επομένως, η κατ' αυτόν τον τρόπο προβληθείσα από τις αρχές αυτές αντίρρηση ερείδεται στη σκέψη ότι ο κύριος στόχος της εν λόγω εργασίας είναι η διάθεση των αποβλήτων, σκέψη η οποία αποτελεί την κατάλληλη δικαιολόγηση για την άρνηση να γίνει δεκτό ότι η μεταφορά αποβλήτων προς αυτή την εγκατάσταση μπορεί να χαρακτηριστεί ως εργασία αξιοποιήσεως.

41 Πράγματι, η μεταφορά αποβλήτων με σκοπό την καύση τους εντός εγκαταστάσεως επεξεργασίας που έχει σχεδιαστεί για τη διάθεση αποβλήτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έχουσα ως κύριο στόχο την αξιοποίηση αυτών, έστω και αν, κατά την αποτέφρωση των τελευταίων, γίνεται ανάκτηση, εν όλω ή εν μέρει, της παραγομένης από την εν λόγω καύση θερμότητας.

42 Βεβαίως, μια τέτοια ανάκτηση ενεργείας είναι σύμφωνη προς τον επιδιωκόμενο από την οδηγία στόχο της διαφυλάξεως των φυσικών πόρων.

43 Όμως, όταν η ανάκτηση της παραγόμενης από την καύση θερμότητας αποτελεί απλώς παρεπόμενο αποτέλεσμα μιας εργασίας της οποίας κύριος σκοπός είναι η διάθεση των αποβλήτων, τούτο δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τον χαρακτηρισμό της πράξεως αυτής ως πράξεως διαθέσεως.

44 Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της προσφυγής της, δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει ότι, αντίθετα προς ό,τι έκριναν οι αρμόδιες λουξεμβουργιανές αρχές με τις επίδικες αποφάσεις, η εν λόγω εργασία είχε ως κύριο στόχο την αξιοποίηση των αποβλήτων. Το εν λόγω κοινοτικό όργανο δεν προσκόμισε κανένα, υπ' αυτήν την έννοια, στοιχείο, όπως το γεγονός ότι τα επίμαχα απόβλητα προορίζονταν για εγκατάσταση η οποία, ελλείψει εφοδιασμού της με απόβλητα, ήταν αναγκασμένη να συνεχίσει τις δραστηριότητές της χρησιμοποιώντας πρωτογενή πηγή ενεργείας ή ότι τα απόβλητα αυτά έπρεπε να παραδοθούν στην εγκατάσταση επεξεργασίας έναντι κάποιας αντιπαροχής εκ μέρους του εκμεταλλευομένου την εγκατάσταση αυτή προς όφελος του παραγωγού ή του κατόχου των αποβλήτων.

45 Εν προκειμένω, η Επιτροπή απλώς ισχυρίστηκε ότι οι μεταφορές αφορούσαν απόβλητα προοριζόμενα να χρησιμοποιηθούν ως μέσο παραγωγής ενεργείας και ότι ο σκοπός της εγκαταστάσεως επεξεργασίας προς την οποία τα απόβλητα αυτά έπρεπε να μεταφερθούν δεν αποτελούσε το κατάλληλο κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας εργασίας μεταφοράς αποβλήτων.

46 Εκ των ανωτέρω έπεται ότι η προσφυγή της Επιτροπής δεν είναι βάσιμη και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

47 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου έχει ζητήσει την καταδίκη της Επιτροπής και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει αυτή να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, η Αυστριακή Δημοκρατία, η οποία ήταν παρεμβαίνουσα στη δίκη, θα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

3) Η Αυστριακή Δημοκρατία φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.