62000J0457

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 3ης Ιουλίου 2003. - Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Kρατικές ενισχύσεις - Ενισχύσεις προς τον βελγικό όμιλο Verlipack - Τομέας κοίλης υάλου συσκευασίας. - Υπόθεση C-457/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-06931


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Εξέταση από την Επιτροπή - Καθορισμός του δικαιούχου της ενισχύσεως - Πραγματικός αποδέκτης - Δυνατότητα να ληφθεί υπόψη η διατύπωση ρητρών χρησιμοποιήσεως του ποσού του δανείου σε περίπτωση συμβάσεως δανείου και χαρακτηρισμού ως δικαιούχου της ενισχύσεως προσώπου διαφορετικού από τον δανειολήπτη - Αναγκαιότητα προηγούμενου χαρακτηρισμού του κρατικού μέτρου ως ενισχύσεως από πλευράς του δανειολήπτη - Δεν υφίσταται

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο ενισχύσεως με την κοινή αγορά - Δυσχέρειες εκτελέσεως - Υποχρέωση της Επιτροπής και του κράτους μέλους να συνεργασθούν προς αναζήτηση λύσεως εντός των πλαισίων της Συνθήκης

(Άρθρα 10 ΕΚ και 88 § 2, εδ. 1, ΕΚ)

3. Πράξεις των οργάνων - Αιτιολογία - Υποχρέωση - Περιεχόμενο - Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο της ενισχύσεως με την κοινή αγορά

(Άρθρα 87 ΕΚ και 253 ΕΚ)

Περίληψη


1. Για να ορισθεί ο αποδέκτης κρατικής ενισχύσεως, επιβάλλεται ο καθορισμός των επιχειρήσεων που καρπώθηκαν πράγματι την εν λόγω ενίσχυση. Στην περίπτωση δανείου, δεν αποκλείεται η δυνατότητα της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη τη διατύπωσή τους προκειμένου να ορίσει τον αποδέκτη ενισχύσεως, από την ανάλυση αυτή δε δεν αποκλείεται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο αποδέκτης της ενισχύσεως δεν συμπίπτει με τον δανειολήπτη. Δεδομένου ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει τις ενισχύσεις που χορηγούνται, υπό οποιαδήποτε μορφή, από τα κράτη μέλη ή μέσω κρατικών πόρων, δεν είναι αναγκαίο, για τη συναγωγή του συμπεράσματος αυτού, να διαπιστωθεί προηγουμένως ότι η πράξη αποτελεί κρατική ενίσχυση ως προς τον δανειολήπτη.

( βλ. σκέψεις 55-57 )

2. Ένα κράτος μέλος που, κατά την εκτέλεση αποφάσεως διαπιστώνουσας το ασυμβίβαστο ενισχύσεως με την κοινή αγορά και διατάσσουσας την ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής, συναντά απρόοπτες δυσχέρειες, μπορεί να θέσει τα εν λόγω ζητήματα υπόψη της Επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή και το συγκεκριμένο κράτος μέλος οφείλουν, βάσει του καθήκοντος ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και κοινοτικών οργάνων που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 10 ΕΚ, να συνεργαστούν καλόπιστα για να υπερπηδήσουν τις δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης, ιδίως δε εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις.

( βλ. σκέψη 99 )

3. Μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι μεν δυνατόν να προκύπτει από τις ίδιες τις περιστάσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η ενίσχυση ότι αυτή είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, παρ' όλ' αυτά, η Επιτροπή οφείλει, τουλάχιστον, να αναφέρει τις περιστάσεις αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστο της εν λογω ενισχύσεως με την κοινή αγορά.

( βλ. σκέψη 103 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-457/00,

Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από την A. Snoecx, επικουρούμενη από τους J.-Μ. De Backer, G. Vandersanden και L. Levi, avocats,

προσφεύγον,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον G. Rozet, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 2001/856/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 2000, όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις υπέρ της επιχειρήσεως Verlipack - Βέλγιο (ΕΕ 2001, L 320, σ. 28),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, D. A. O. Edward, L. La Pergola, P. Jann και S. von Bahr (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Δεκεμβρίου 2000, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, την ακύρωση της αποφάσεως 2201/856/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 2000, όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις υπέρ της επιχειρήσεως Verlipack - Βέλγιο (ΕΕ 2001, L 320, σ. 28, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

Κοινοτικό πλαίσιο

2 Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει:

«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα Συνθήκη ορίζει άλλως».

3 Σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ:

«1. Η Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη εξετάζει διαρκώς τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται στα κράτη αυτά. Τους προτείνει τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη και η λειτουργία της κοινής αγοράς.

2. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 87, ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.

Αν το εν λόγω κράτος δεν συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή εντός της ταχθείσης προθεσμίας, η Επιτροπή ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο κράτος δύναται να προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο, κατά παρέκκλιση των άρθρων 226 και 227.

Κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει ομοφώνως ότι ενίσχυση που έχει θεσπισθεί ή που πρόκειται να θεσπισθεί από το κράτος αυτό θεωρείται συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 87 ή των προβλεπομένων από το άρθρο 89 κανονισμών, αν εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούν μια τέτοια απόφαση. Αν η Επιτροπή έχει κινήσει, ως προς την ενίσχυση αυτή, τη διαδικασία που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η αίτηση του ενδιαφερομένου κράτους προς το Συμβούλιο έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της σχετικής διαδικασίας μέχρις ότου αποφανθεί το Συμβούλιο.

Αν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών από την υποβολή της αιτήσεως, αποφασίζει η Επιτροπή.

3. Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 87, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση.»

4 Το άρθρο 295 ΕΚ προβλέπει:

«Η παρούσα Συνθήκη δεν προδικάζει με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη.»

5 O κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1) προβλέπει, στο άρθρο 9 που τιτλοφορείται «Ανάκληση απόφασης»:

«Η Επιτροπή μπορεί να ανακαλέσει μια απόφαση που έλαβε σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 ή 3, ή το άρθρο 7, παράγραφοι 2, 3, 4, αφού δώσει πρώτα στο οικείο κράτος μέλος την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, εφόσον η απόφαση βασίστηκε σε εσφαλμένες πληροφορίες παρασχεθείσες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, και οι οποίες ήταν καθοριστικές για την απόφαση [...]».

6 Η Επιτροπή δημοσίευσε στο Δελτίο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τη γενική θέση της όσον αφορά τη συμμετοχή των δημοσίων αρχών στο κεφάλαιο επιχειρήσεων (9-1984, σ. 98, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

7 Σύμφωνα με το σημείο 3.1 των κατευθυντηρίων γραμμών, η απλή μερική ή ολική απόκτηση στοιχείων ενεργητικού υφιστάμενης επιχειρήσεως χωρίς εισφορά νέου κεφαλαίου δεν αποτελεί ενίσχυση προς την εν λόγω επιχείρηση.

8 Σύμφωνα με το σημείο 3.2 των κατευθυντηρίων γραμμών, δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση σε περιπτώσεις εισφοράς νέου κεφαλαίου αν η εν λόγω εισφορά πραγματοποιείται υπό συνθήκες που θα ήταν αποδεκτές για έναν ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό τις συνήθεις συνθήκες οικονομίας αγοράς.

9 Αντιθέτως, σύμφωνα με το σημείο 3.3 των κατευθυντηρίων γραμμών, υφίσταται κρατική ενίσχυση σε περιπτώσεις εισφοράς νέου κεφαλαίου σε επιχειρήσεις, αν η εν λόγω εισφορά πραγματοποιείται υπό συνθήκες που δεν θα ήταν αποδεκτές για έναν ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό τις συνήθεις συνθήκες οικονομίας αγοράς.

10 Επίσης, σύμφωνα με το σημείο 3.4 των κατευθυντηρίων γραμμών, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ότι ορισμένες συμμετοχές δεν καλύπτονται από τα σημεία 3.2 και 3.3 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών. Σε ορισμένες πάντως περιπτώσεις υφίσταται τεκμήριο ενισχύσεως. Πρόκειται ιδίως για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η δημόσια χρηματοδοτική παρέμβαση συνδυάζει τη συμμετοχή σε επιχειρήσεις με άλλες λεπτομέρειες παρεμβάσεως, οι οποίες πρέπει να κοινοποιηθούν σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

11 H ανακοίνωση της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη, της 13ης Νοεμβρίου 1993, για την εφαρμογή των άρθρων [87] και [88] της Συνθήκης [ΕΚ] και του άρθρου 5 της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής επί των δημοσίων επιχειρήσεων στον κλάδο της μεταποίησης (ΕΕ C 307, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση της 13ης Νοεμβρίου 1993), συστηματοποιεί, σύμφωνα με το σημείο 12, «[τ]ην αρχή που συνίσταται στο να αναφέρεται κανείς στον επενδυτή που ενεργεί υπό κανονικές συνθήκες μιας οικονομίας αγοράς [...] για να διαπιστωθεί η ύπαρξη ενίσχυσης και για να εκτιμηθεί, κατά περίπτωση, ποσοστικά η ενίσχυση αυτή [...]».

12 Στο σημείο 25 της ανακοινώσεως της 13ης Νοεμβρίου 1993, διευκρινίζεται ότι «δεν μπορεί καταρχήν να γίνει διάκριση μεταξύ της ενίσχυσης που χορηγείται υπό μορφή δανείων ή της ενίσχυσης που χορηγείται υπό μορφή συμμετοχής στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένα τέτοιο μέτρο έχει τον χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης ενδείκνυται να εφαρμοστεί το κριτήριο που βασίζεται στις δυνατότητες της επιχείρησης να αντλήσει τα εν λόγω ποσά από τις ιδιωτικές αγορές κεφαλαίων».

13 Το σημείο 39 της ανακοινώσεως της 13ης Νοεμβρίου 1993 επισημαίνει ότι «[η] ενδεχόμενη ζημία ενδέχεται να αφορά το σύνολο του δανεισθέντος ποσού (του κεφαλαίου), καθώς και το σύνολο των οφειλόμενων αλλά μη καταβληθέντων κατά την ημερομηνία λήξης του δανείου τόκων». Σύμφωνα με το ίδιο σημείο, δύο είναι οι παράμετροι που ορίζουν συνήθως τον κίνδυνο που συνεπάγεται κάθε δανειακή διευκόλυνση, ήτοι ο συμφωνηθείς τόκος και η ασφάλεια έναντι του κινδύνου μη αποπληρωμής του δανείου. Σύμφωνα με το σημείο 40 της εν λόγω ανακοινώσεως, όταν ο προβλεπόμενος κίνδυνος που συνδέεται με το δάνειο είναι υψηλός, τότε πρέπει να αναμένεται ότι οι δύο παράμετροι θα αντικατοπτρίζουν αυτό το γεγονός. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, όταν αυτό δεν ισχύει στην πράξη, θεωρεί ότι παρασχέθηκε στην εν λόγω επιχείρηση ένα πλεονέκτημα, δηλαδή ότι της χορηγήθηκε ενίσχυση.

14 Σύμφωνα με το σημείο 41 της ανακοινώσεως της 13ης Νοεμβρίου 1993, «[τ]ο στοιχείο ενίσχυσης ισούται με τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που πρέπει να καταβάλει η επιχείρηση (το οποίο εξαρτάται από την οικονομική της θέση και την εγγύηση που είναι σε θέση να παράσχει για τη διασφάλιση του δανείου) και του επιτοκίου που πράγματι καταβάλλεται». Με το ίδιο σημείο, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι: «[σ]την ακραία περίπτωση, δηλαδή όταν χορηγείται δάνειο σε μια εταιρία χωρίς εμπράγματη εξασφάλιση, πράγμα το οποίο δεν θα ήταν σε θέση να επιτύχει υπό κανονικές συνθήκες (για παράδειγμα, επειδή υπάρχουν ελάχιστες προοπτικές να μπορέσει να το αποπληρώσει), τότε το δάνειο ισοδυναμεί ουσιαστικά με δωρεάν επιχορήγηση και η Επιτροπή θα το αντιμετωπίσει ανάλογα». Σύμφωνα με το άρθρο 42 της εν λόγω ανακοινώσεως, η κατάσταση πρέπει να εξεταστεί από την άποψη του δανειστή τη στιγμή εγκρίσεως του δανείου.

15 Η ανακοίνωση της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 1996, σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ C 232, σ. 10, στο εξής: ανακοίνωση της 10ης Αυγούστου 1996), ορίζει, με το τρίτο εδάφιό της, ότι το επιτόκιο αναφοράς παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να υπολογίσει εκ των προτέρων το στοιχείο ενίσχυσης που προκύπτει από τα καθεστώτα επιδότησης επιτοκίου των δανείων για επενδύσεις και θεωρείται ότι αντικατοπτρίζει το μέσο επίπεδο των εφαρμοζόμενων επιτοκίων για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δάνεια (πέντε έως δέκα έτη) που συνοδεύονται από συνήθεις ασφάλειες. Σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο της ανακοινώσεως αυτής, το επιτόκιο αναφοράς υπολογίζεται, από την 1η Αυγούστου 1996, βάσει της μέσης αποδόσεως των κρατικών ομολογιών στη δευτερογενή αγορά, κατόπιν εναρμονίσεως εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος, προσαυξημένης μέσω του αντιστοιχούντος σε κάθε κράτος μέλος συντελεστή.

16 Η ανακοίνωση της 10ης Αυγούστου 1996 αντικαταστάθηκε από την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 9ης Σεπτεμβρίου 1997, σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ C 273, σ. 3), η οποία προβλέπει ότι, από την 1η Αυγούστου 1997, τα επιτόκια αναφοράς καθορίζονται βάσει του διατραπεζικού επιτοκίου «swap» πέντε ετών, στο οικείο νόμισμα, προσαυξημένο κατά 75 σημεία βάσεως.

Το ιστορικό της διαφοράς

17 Ο όμιλος Verlipack (στο εξής: Verlipack) αποτελούσε, μέχρι την κήρυξή του σε πτώχευση το 1999, τον σημαντικότερο παραγωγό κοίλου υάλου συσκευασίας στο Βέλγιο, με μερίδιο αγοράς 20 % στο Βέλγιο και 2 % στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα εργοστάσια του Verlipack στις περιοχές Ghlin, Jumet και Mol (Βέλγιο), καθένα από τα οποία ανήκε σε διαφορετική εταιρία, απασχολούνταν 735 άτομα.

18 Το 1985 το Βελγικό Δημόσιο εισήλθε στο κεφάλαιο του Verlipack. Η συμμετοχή του ανερχόταν στο 49 % του κεφαλαίου. Το υπόλοιπο κατείχε μια ιδιωτική επιχείρηση, ο όμιλος Beaulieu. Κατόπιν αυξήσεων κεφαλαίου στις οποίες προέβη ο όμιλος Beaulieu, η δημόσια συμμετοχή μειώθηκε σταδιακώς. Το 1996 η Περιφέρεια της Βαλλονίας πώλησε στον όμιλο Beaulieu τη συμμετοχή της στο κεφάλαιο των εταιριών Verlipack Ghlin και Verlipack Jumet.

19 Κατά την εποχή εκείνη, ο Verlipack αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες. Τον Σεπτέμβριο του 1996 ο εν λόγω όμιλος συνήψε σύμβαση τεχνικής συνεργασίας με έναν από τους σημαντικότερους παραγωγούς κοίλου υάλου συσκευασίας στην Ευρώπη, τον όμιλο Heye (στο εξής: Heye). Τον Απρίλιο του 1997 η σύμβαση αυτή κάλυψε επιπλέον συνδρομή στη διαχείριση και χρηματοοικονομική συνδρομή. Οι όμιλοι Beaulieu και Heye συνέστησαν εταιρία holding, τη Verlipack Holding Ι, την οποία έλεγχε η Heye. Μεταξύ των μετόχων της εταιρίας Verlipack Holding Ι και της Περιφέρειας της Βαλλονίας συστάθηκε και δεύτερη εταιρία holding, η Verlipack Holding ΙΙ, η οποία πραγματοποίησε εισφορά κεφαλαίου ύψους 350 εκατομμυρίων BEF.

20 Στις 16 Σεπτεμβρίου 1998 η Επιτροπή αποφάσισε, κατόπιν εξετάσεως των οικείων μέτρων υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, να μην προβάλει αντιρρήσεις για την εν λόγω εισφορά κεφαλαίου (στο εξής: απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1998). Όπως ορίζει η εν λόγω απόφαση, τα μέτρα αυτά συνάδουν με τη γενική θέση της Επιτροπής σχετικά με τη συμμετοχή του Δημοσίου στο κεφάλαιο επιχειρήσεων. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η εισφορά της Περιφέρειας της Βαλλονίας αποτελούσε εισφορά επιχειρηματικού κεφαλαίου υπό τις συνήθεις συνθήκες οικονομίας αγοράς. Επίσης, η εκ μέρους ενός ιδιώτη επενδυτή, της Heye, συνακόλουθη, πλειοψηφική και ουσιαστική επένδυση 500 εκατομμυρίων BEF στην εταιρία Verlipack Holding Ι απέδειξε ότι υφίσταντο προοπτικές μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας και βιωσιμότητας του Verlipack.

21 Κατά τον Τύπο και διάφορες καταγγελίες, οι εγκαταστάσεις του Verlipack υπέστησαν νέες απώλειες το 1998. Επίσης, όπως υποστηρίζει ένας από τους καταγγέλλοντες, η ιδιωτική εισφορά της Heye στο κεφάλαιο της εταιρίας Verlipack Holding Ι τον Απρίλιο του 1997 συνίστατο, στην πραγματικότητα, σε κεφάλαια προερχόμενα από την Περιφέρεια της Βαλλονίας, τα οποία διατέθηκαν υπό μορφή δύο δανείων ύψους 250 εκατομμυρίων BEF.

22 Ακολούθως, το Βασίλειο του Βελγίου παρέσχε διευκρινίσεις όσον αφορά την εξέλιξη του Verlipack και τους ισχυρισμούς σχετικά με τη χορήγηση των δύο δανείων στη Heye. Το Βασίλειο του Βελγίου εξήγησε, μεταξύ άλλων, ότι η ποσού 500 εκατομμυρίων BEF επένδυση της Heye στο κεφάλαιο της εταιρίας Verlipack Holding Ι προερχόταν από δύο δάνεια χορηγηθέντα από τη Société régionale d'investissement de Wallonie (στο εξής: SRIW).

23 Το πρώτο δάνειο, το οποίο εκδόθηκε στις 27 Μαρτίου 1997, ήταν ύψους 250 εκατομμυρίων BEF και διάρκειας πέντε ετών, με σταθερό επιτόκιο 5,10 %, αυξημένο κατά 1 % για ασφάλιστρο κινδύνου. To δάνειο αυτό σκοπούσε στην κατά το ποσό αυτό χρηματοδότηση των εργασιών κεφαλαιοποιήσεως των εγκαταστάσεων στις περιοχές Ghin και Jumet, καθώς και των επενδύσεων στις τρεις εγκαταστάσεις εκμεταλλεύσεως του Verlipack, συμεπριλαμβανομένης της εγκαταστάσεως στην περιοχή Mol, που βρίσκεται στην Περιφέρεια της Φλάνδρας. Μια ρήτρα αφορώσα την υπό όρους άφεση του χρέους προέβλεπε ότι, στην περίπτωση που, κατά την ημερομηνία παρελεύσεως της προθεσμίας καταβολής που προβλέπει η σύμβαση για μια δόση του δανείου, η εταιρία Verlipack Holding ΙΙ και οι τρεις εταιρίες εκμεταλλεύσεως κηρυχθούν σε πτώχευση με δικαστική απόφαση, τα ποσά που όφειλε η Heye από την ημερομηνία αυτή, συμπεριλαμβανομένου του οικείου ποσού, δεν ήταν πια αποδοτέα στη SRIW, διότι η εν λόγω εταιρία δεσμεύεται, στην περίπτωση αυτή, να προβεί σε άφεση του σχετικού χρέους, κατά μείζονα λόγο διότι η Heye είχε μέχρι το χρονικό αυτό σημείο τηρήσει τις προθεσμίες τόσο ως προς το κεφάλαιο όσο και ως προς τους τόκους. Η ρήτρα αυτή δεν θα μπορούσε πάντως να εφαρμοσθεί αν η πτώχευση αποτελούσε σκόπιμη ενέργεια στο πλαίσιο της πολιτικής της πλειοψηφούσας μετόχου Heye, που έχει ως συνέπεια τη μετατόπιση της παραγωγής προς τρίτες χώρες.

24 Το δεύτερο δάνειο της SRIW προς την Ηeye, το οποίο εκδόθηκε στις 28 Μαρτίου 1997, ήταν διάρκειας δέκα ετών με επιτόκιο «BIBOR» (βασικό επιτόκιο που λειτουργεί ως επιτόκιο αναφοράς στην τραπεζική αγορά του Βελγίου), το οποίο ίσχυε για έξι μήνες αρχομένους από της πρώτης εργάσιμης ημέρας κάθε εξαμήνου για το οποίο οφειλόταν, αυξημένο κατά 1,5 %. Ωστόσο, ο δανειστής μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή, από το έκτο έτος και ύστερα, να επιλέξει σταθερό ετήσιο επιτόκιο 7 %, το οποίο δεν μπορούσε, κατά συνέπεια, να μεταβληθεί για ολόκληρη την εναπομένουσα διάρκεια του δανείου. Η ρήτρα χρησιμοποιήσεως της συμβάσεως δανείου προέβλεπε ότι το ποσό του δανείου προοριζόταν εξ ολοκλήρου, ως προϊόν του πρώτου δανείου, για την κατά το ποσό αυτό χρηματοδότηση των εργασιών κεφαλαιοποιήσεως των εγκαταστάσεων στις περιοχές Ghlin και Jumet, καθώς και των επενδύσεων στις τρεις εγκαταστάσεις εκμεταλλεύσεως του Verlipack. Η σύμβαση δανείου περιείχε ρήτρα άμεσης απαιτήσεως, η οποία παρείχε στη SRIW τη δυνατότητα να απαιτήσει την άμεση καταβολή του χρέους υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ιδίως σε περίπτωση μη εκτελέσεως της ρήτρας χρησιμοποιήσεως.

25 Με έγγραφο της 1ης Ιουλίου 1999, η Επιτροπή γνωστοποίησε στο Βασίλειο του Βελγίου την απόφασή της περί ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ κατά των πράξεων της Περιφέρειας της Βαλλονίας. Κατόπιν της ενάρξεως της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή έλαβε γνώση των παρατηρήσεων των τριών καταγγελλόντων, της Heye και του οικείου κράτους μέλους.

26 Τον Ιανουάριο του 1999, ήτοι πολύ νωρίτερα από την αποστολή του εν λόγω εγγράφου, οι εταιρίες του ομίλου Verlipack είχαν ήδη κηρυχθεί σε πτώχευση. Τον Μάιο του 1999 η εταιρία Verlipack Holding ΙΙ τέθηκε υπό εκκαθάριση.

Η προσβαλλόμενη απόφαση

27 Με την αιτιολογική σκέψη 98 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εισφορά κεφαλαίου που πραγματοποίησε η Περιφέρεια της Βαλλονίας τον Απρίλιο του 1997 υπέρ του Verlipack καθώς και η εκ μέρους της SRIW χορήγηση των δύο δανείων στη Heye τον Μάρτιο του 1997, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η εισφορά της στο κεφάλαιο του Verlipack (στο εξής: επίμαχα δάνεια), προέρχονταν από δημόσιους πόρους.

28 Η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές περί των εισφορών κεφαλαίου που πραγματοποιεί το Δημόσιο, υφίσταται τεκμήριο ενισχύσεως στην περίπτωση που η απόκτηση συμμετοχής συνδυάζεται με άλλες πράξεις, οι οποίες πρέπει να κοινοποιηθούν βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ. Κατά την Επιτροπή, μπορεί να θεωρηθεί ότι η χορήγηση των επίδικων δανείων από τη SRIW στη Heye για τη χρηματοδότηση της εισφοράς της Heye στο κεφάλαιο του Verlipack αποτελούσε ενίσχυση και ότι η ενέργεια αυτή καθώς και η εισφορά στο κεφάλαιο του Verlipack που πραγματοποίησε η Περιφέρεια της Βαλλονίας θα έπρεπε να είχαν κοινοποιηθεί.

29 Με τις αιτιολογικές σκέψεις 101 και 114 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το αν οι επίμαχες πράξεις συμβιβάζονται με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή.

30 Με την αιτιολογική σκέψη 102, η Επιτροπή επισήμανε ότι κάθε χορηγούμενη από κράτος μέλος ενίσχυση, η οποία δεν ανταποκρίνεται στη συμπεριφορά ιδιώτη επενδυτή, ευνοεί την αποδέκτρια εταιρία, θίγει ενδεχομένως το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο και νοθεύει, ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Με την αιτιολογική σκέψη 103, η Επιτροπή έκρινε ότι, σύμφωνα με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, αυτό συμβαίνει κατά την εισφορά κεφαλαίου σε επιχειρήσεις των οποίων το κεφάλαιο κατανέμεται μεταξύ ιδιωτών και δημόσιων μετόχων, αν η δημόσια συμμετοχή αυξάνεται σε βαθμό υπερβαίνοντα σημαντικά αυτήν της αρχικής κατανομής και αν η σχετική αποδέσμευση των ιδιωτών μετόχων οφείλεται ουσιαστικώς στις δυσοίωνες προοπτικές όσον αφορά την αποδοτικότητα της επιχειρήσεως.

31 Η Επιτροπή διαπίστωσε, με την αιτιολογική σκέψη 106, μια σχετική αποδέσμευση της Heye κατά τη στιγμή εισόδου της στην εταιρία Verlipack Holding ΙΙ τον Απρίλιο 1997. Λαμβάνοντας υπόψη τις ρήτρες χρησιμοποιήσεως των οποίων ο στόχος ήταν η χρηματοδότηση, μέσω των δανείων που χορηγήθηκαν στη Heye, της ανακεφαλαιοποιήσεως του Verlipack, η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 111, ότι τα εν λόγω κεφάλαια μεταβιβάστηκαν, κατ' ουσίαν, μέσω της Heye και μέσω της εταιρίας Verlipack Holding ΙΙ, στον Verlipack. Κατά συνέπεια, η εν λόγω εταιρία πρέπει να θεωρηθεί ως αποδέκτης των δανείων τα οποία μόνον αυτή καρπώθηκε.

32 Υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων, η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 112, ότι ένας εκδότης δανείων, αφενός, δεν θα εξαγόραζε συμμετοχή στο κεφάλαιο ύψους 350 εκατομμυρίων BEF και, αφετέρου, δεν θα δάνειζε κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου ύψους 500 εκατομμυρίων BEF καλύπτοντας το 50 % του κινδύνου σε περίπτωση που οι προοπτικές αποκαταστάσεως της βιωσιμότητας του Verlipack δεν αποδεικνύονταν ευνοϊκές. Με την αιτιολογική σκέψη 114, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Βασίλειο του Βελγίου δεν συμπεριφέρθηκε ως ιδιώτης επενδυτής που ενεργεί υπό τις συνήθεις συνθήκες οικονομίας αγοράς.

33 Όσον αφορά το πρώτο επίδικο δάνειο, ύψους 250 εκατομμυρίων BEF, η Επιτροπή διαπίστωσε, με την αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το εν λόγω δάνειο περιλαμβάνει ρήτρα αφέσεως χρέους σε περίπτωση πτωχεύσεως του Verlipack. Κατά την άποψη της Επιτροπής, κανένας εκδότης δανείων δεν θα είχε αποδεχτεί την άφεση χρέους 250 εκατομμυρίων BEF, εφόσον επρόκειτο για την έμμεση χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποιήσεως ομίλου όπως ο Verlipack, ο οποίος, κρίνοντας από τα επιχειρησιακά αποτελέσματά του πριν από την είσοδο της Heye, αντιμετώπιζε αναμφισβήτητα δυσκολίες. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, με την αιτιολογική σκέψη 116 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το εν λόγω δάνειο, που χορηγήθηκε στη Heye για τη χρηματοδότηση της εισφοράς της στο κεφάλαιο του Verlipack, συνιστούσε ενίσχυση υπέρ του Verlipack, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

34 Όσον αφορά το δεύτερο επίδικο δάνειο, επίσης ύψους 250 εκατομμυρίων BEF, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι είχε χορηγηθεί τον Μάρτιο του 1997 με επιτόκιο 4,92 %, για την περίοδο από 28 Μαρτίου μέχρι 31 Σεπτεμβρίου 1997, και 5,30 %, για την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 1997 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 1998. Ωστόσο, κατά την Επιτροπή, η σύγκριση μεταξύ των όρων της αγοράς και αυτών των εξεταζόμενων δανείων πρέπει να πραγματοποιηθεί με γνώμονα τον δεδομένο χρόνο χορηγήσεως των δανείων, δηλαδή τις 27 και 28 Μαρτίου 1997. Το ισχύον επιτόκιο αναφοράς στο Βέλγιο κατά τον χρόνο χορηγήσεως του δανείου ήταν 7,21 %. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη δεκαετή διάρκεια, την τριετή περίοδο χάριτος και στον βαθμό που η επιδότηση επιτοκίου είναι κυμαινόμενη, η χορήγηση του εν λόγω δανείου περιέχει στοιχείο ενισχύσεως της τάξεως του 2,85 % ακαθάριστου ποσού, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσό ύψους 7,125 εκατομμυρίων BEF. Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η σύμβαση δανείου δεν προέβλεπε κανένα ενέχυρο της Heye για το ποσό που δανείστηκε από τη SRIW. Ωστόσο, μολονότι έλαβε υπόψη την επιστολή της τράπεζας της Heye στην οποία επιβεβαιώνεται η φερεγγυότητά της, η Επιτροπή επισήμανε ότι αμφιβάλλει για το αν ένα ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θα είχε αναλάβει ανάλογο κίνδυνο χωρίς καμία ασφάλεια.

35 Η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε ότι οι ενισχύσεις δεν μπορούσαν να τύχουν των παρεκκλίσεων του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ, διαπίστωσε καταρχάς, με την αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η εισφορά κεφαλαίου της Περιφέρειας της Βαλλονίας ύψους 350 εκατομμυρίων BEF υπέρ του Verlipack, σε συνδυασμό με τη χορήγηση των δύο επίδικων δανείων τα οποία προέρχονται επίσης από δημόσιους πόρους, έπρεπε να θεωηρθεί ως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, για τον λόγο ότι η εισφορά σε κεφάλαιο της Περιφέρειας της Βαλλονίας δεν πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες που θα ήταν αποδεκτές για έναν ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό τις συνήθεις συνθήκες οικονομίας αγοράς.

36 Ακολούθως, η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 142 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η χορήγηση του πρώτου επίδικου δανείου, του οποίου αποδέκτης ήταν στην πραγματικότητα ο Verlipack, συνιστούσε ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, διότι η αποδοχή ρήτρας περί αφέσεως χρέους σε περίπτωση πτωχεύσεως του Verlipack δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνήθης συμπεριφορά ιδιώτη επενδυτή.

37 Τέλος, η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 143 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η χορήγηση του δευτέρου επίδικου δανείου, που αφορούσε το ίδιο ποσό, του οποίου πραγματικός αποδέκτης ήταν επίσης ο Verlipack, περιέχει στοιχείο ενισχύσεως ύψους 7,125 εκατομμυρίων BEF. Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη ενεχύρου, η συμπεριφορά της SRIW δεν μπορούσε, ομοίως, να θεωρηθεί ως συμπεριφορά ιδιώτη επενδυτή.

38 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας τα άρθρα 1 έως 5 έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

Η απόφαση της Επιτροπής της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 να μη φέρει αντιρρήσεις όσον αφορά την εισφορά σε κεφάλαιο υπέρ [του] Verlipack ανακαλείται βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] της Συνθήκης ΕΚ.

Άρθρο 2

Η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε από το Βέλγιο υπέρ του ομίλου Verlipack για ποσό ύψους 8 676 273 ευρώ (350 εκατομμύρια BEF) δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Άρθρο 3

Η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε από το Βέλγιο υπέρ του ομίλου Verlipack για ποσό ύψους 6 197 338 ευρώ (250 εκατομμύρια BEF) δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Άρθρο 4

Η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε από το Βέλγιο υπέρ του ομίλου Verlipack για ποσό ύψους 6 197 338 ευρώ (250 εκατομμύρια BEF) περιέχει στοιχείο ενισχύσεως ύψους 176 624 ευρώ (7,125 εκατομμύρια BEF), το οποίο δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Άρθρο 5

1. Το Βέλγιο λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να ανακτήσει από τον αποδέκτη τις ενισχύσεις που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 4 και έχουν ήδη τεθεί στη διάθεσή του παρανόμως.»

Αιτήματα των διαδίκων

39 Το Βασίλειο του Βελγίου ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

40 Προς στήριξη της προσφυγής του, το Βασίλειο του Βελγίου, διαπιστώνοντας ότι οι επίμαχες πράξεις της Περιφέρειας της Βαλλονίας αποτελούν κρατικές ενισχύσεις, διατείνεται ότι η Επιτροπή παρέβη τα άρθρα 87 ΕΚ και 295 ΕΚ. Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ιδίως ότι η Επιτροπή, αφενός, κακώς διαπίστωσε ότι η SRIW δεν συμπεριφέρθηκε ως ιδιώτης επενδυτής κατά τη χορήγηση των επίδικων δανείων και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή κακώς θεώρησε τον Verlipack ως αποδέκτη των ποσών των άρθρων 2 έως 4 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το Βασίλειο του Βελγίου ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή παρέβη κατ' επανάληψη την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

41 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη και να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση των άρθρων 87 ΕΚ και 295 ΕΚ

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από το τεκμήριο ότι τα επίδικα δάνεια αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις

42 Το Βασίλειο του Βελγίου ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, τεκμαίροντας, στην αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι τα δύο επίδικα δάνεια αποτελούσαν ενισχύσεις, για τον λόγο ότι η Περιφέρεια της Βαλλονίας είχε πραγματοποιήσει εισφορά κεφαλαίου υπέρ της εταιρίας Verlipack Holding ΙΙ, ερμήνευσε εσφαλμένα τον όρο «κρατικές ενισχύσεις» και προδίκασε την ουσία της υποθέσεως, κατά παράβαση των άρθρων 87 ΕΚ και 295 ΕΚ.

43 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή υπενθυμίζει, με την αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το περιεχόμενο του σημείου 3.4, στοιχείο ι_, των κατευθυντήριων γραμμών, τις οποίες ορθώς έκρινε εφαρμοστέες στις επίμαχες πράξεις.

44 Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη της προσβαλλόμενης αποφάσεως αποτελεί την εισαγωγή του αποσπάσματος της οικείας αποφάσεως στο οποίο εξετάζεται η ενίσχυση. Στο μέρος αυτό της προσβαλλόμενης αποφάσεως η Επιτροπή εξετάζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των δύο επίδικων δανείων και καταλήγει, κατόπιν ενδελεχούς αναλύσεως, στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν συνάδουν με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή. Επομένως, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή προδίκασε την ουσία της υποθέσεως κατά παράβαση των άρθρων 87 ΕΚ και 295 ΕΚ.

45 Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμο.

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή

46 Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Κατά την άποψή της, η SRIW προέβη σε εμπεριστατωμένη εξέταση του φακέλου χρηματοδοτήσεως του Verlipack από τη Heye βάσει του επιχειρηματικού σχεδίου και των εγγράφων που κοινοποίησε η Heye. Κατά την ημερομηνία χορηγήσεως των δύο επίδικων δανείων, υπήρχε σημαντικός αριθμός στοιχείων αποδεικνυόντων την αξιοπιστία του φακέλου, τα οποία η Επιτροπή παρέθεσε διεξοδικώς.

47 Συναφώς, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι, για να κριθεί αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, επιβάλλεται να εξετασθεί αν ένας ιδιώτης επενδυτής διαθέτων τα ίδια στοιχεία με αυτά που διαθέτουν οι αρχές της Βαλλονίας, όσον αφορά την οικονομική κατάσταση του Verlipack, θα χορηγούσε τα επίδικα δάνεια υπό τους ίδιους όρους με αυτούς που συνομολόγησαν οι εν λόγω αρχές.

48 Όσον αφορά την οικονομική κατάσταση του Verlipack, από το ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα της 7ης Ιανουαρίου 1997 προς το διοικητικό συμβούλιο της SRIW προκύπτει ότι η χορήγηση των δύο επίδικων δανείων, που προορίζονται για την ανασυγκρότηση του Verlipack, εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους. Σύμφωνα με το σημείωμα αυτό, παρά τις σημαντικές επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν, ο όμιλος Beaulieu δεν είχε βελτιώσει την ποιότητα του προϊόντος, ούτε είχε εξασφαλίσει σταθερό επίπεδο παραγωγικότητας ή οικονομικά αποτελέσματα που υπόσχονταν καλύτερο μέλλον για τον Verlipack. Σύμφωνα με το εν λόγω σημείωμα, η εξαγορά του Verlipack από τη Heye ήταν η μοναδική και τελευταία ευκαιρία να αποφευχθεί η πτώχευση.

49 Υπό το πρίσμα των περιστάσεων αυτών, οι αρχές της Περιφέρειας της Βαλλονίας δέχθηκαν να χορηγήσουν το πρώτο επίδικο δάνειο, το οποίο περιείχε ρήτρα περί αφέσεως χρέους σε περίπτωση πτωχεύσεως, καθώς και το δεύτερο επίδικο δάνειο, χωρίς να απαιτήσουν από τη Heye τη σύσταση ενεχύρου.

50 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Βασίλειο του Βελγίου δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή, θεωρώντας ότι οι αρχές της Περιφέρειας της Βαλλονίας χορήγησαν τα δύο επίδικα δάνεια υπό συνθήκες μη αποδεκτές για έναν ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό τις συνήθεις συνθήκες οικονομίας αγοράς, εφάρμοσε εσφαλμένα το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

51 Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένο χαρακτηρισμό του Verlipack ως αποδέκτη των δύο επίδικων δανείων

52 Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι η διαπίστωση που περιέχει η αιτιολογική σκέψη 109 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι δηλαδή ο Verlipack είναι ο πραγματικός αποδέκτης των κρατικών επιχορηγήσεων που παρασχέθηκαν στη Heye, στηρίζεται σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Το Βασίλειο του Βελγίου ισχυρίζεται, επικουρικώς, ότι η διαπίστωση αυτή δεν συνάδει προς την έννοια του αποδέκτη.

53 Η ρήτρα χρησιμοποιήσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αυτή καθαυτή, καθόσον περιέχεται στην πλειονότητα των συμβάσεων παροχής πιστώσεως. Η Heye είναι όντως ο πραγματικός οφειλέτης των κεφαλαίων που δάνεισε η SRIW και θα έπρεπε, εξάλλου, να προβεί στην πρόωρη επιστροφή τους, παρά τη ρήτρα περί αφέσεως χρέους που προβλέπεται για το πρώτο επίδικο δάνειο. Κατά συνέπεια, πριν ορισθεί ο αποδέκτης της ενισχύσεως, επιβάλλεται να εξακριβωθεί αν υφίσταται ενίσχυση και, προς τούτο, να εκτιμηθεί η όλη παρέμβαση λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της πράξεως.

54 Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει επίσης ότι ο χαρακτηρισμός του Verlipack ως αποδέκτη των επίδικων δανείων καθιστά, κατά συνέπεια, ανέφικτη την εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

55 Συναφώς, για να ορισθεί ο αποδέκτης κρατικής ενισχύσεως, επιβάλλεται ο καθορισμός των επιχειρήσεων που καρπώθηκαν πράγματι την εν λόγω ενίσχυση.

56 Μολονότι η ύπαρξη ρητρών περί χρησιμοποιήσεως των ποσών του δανείου είναι απολύτως θεμιτή, δεν αποκλείεται η δυνατότητα της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη τη διατύπωσή τους προκειμένου να ορίσει τον αποδέκτη ενισχύσεως.

57 Είναι σαφές ότι από την ανάλυση αυτή μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο αποδέκτης κρατικής ενισχύσεως δεν ταυτίζεται με τον δανειολήπτη. Δεδομένου ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει τις ενισχύσεις που χορηγούνται, υπό οποιαδήποτε μορφή, από τα κράτη μέλη ή μέσω κρατικών πόρων, δεν είναι αναγκαίο, για τη συναγωγή του συμπεράσματος αυτού, να διαπιστωθεί προηγουμένως ότι η πράξη αποτελεί κρατική ενίσχυση ως προς τον δανειολήπτη.

58 Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε, κατ' ουσίαν, με τις αιτιολογικές σκέψεις 109 και 111 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, λαμβανομένων υπόψη των ρητρών χρησιμοποιήσεως, η Heye είχε την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον Verlipack το ποσό που του χορηγήθηκε ως δάνειο από τη SRIW προς διευκόλυνση της αναδιαρθρώσεως του εν λόγω ομίλου.

59 Επιβάλλεται, ακολούθως, η επισήμανση ότι το Βασίλειο του Βελγίου δεν αμφισβητεί ότι το εν λόγω ποσό χορηγήθηκε όντως στον Verlipack.

60 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ορθώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Verlipack καρπώθηκε πράγματι τα εν λόγω κρατικά χρήματα.

61 Σημειωτέον, τέλος, ότι οι δυσκολίες ανακτήσεως της ενισχύσεως που απορρέουν από το ότι ο Verlipack θεωρείται αποδέκτης των επίμαχων πράξεων δεν μπορεί να θίξει το κύρος της εν λόγω διαπιστώσεως.

62 Υπό τις συνθήκες αυτές, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από αντίφαση μεταξύ της προσβαλλόμενης αποφάσεως και της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 1998

63 Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι ήταν αδύνατο για την Επιτροπή, στο πλαίσιο της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 1998, να θεωρήσει, αφενός, χωρίς να υποπέσει σε αντιφάσεις, ότι η αποδοτικότητα του Verlipack μπορούσε εύλογα να διαπιστωθεί τον Απρίλιο του 1997 και να κρίνει, αφετέρου, με την αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι τα επιχειρησιακά αποτελέσματα του εν λόγω ομίλου ήταν τέτοια ώστε κανένας εκδότης δανείων δεν θα είχε δεχτεί να συνομολογήσει το πρώτο επίδικο δάνειο. Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο εκείνη, οι οικονομικές συνθήκες παρέμεναν αμετάβλητες, ήτοι υπήρχε εύλογη προοπτική βιωσιμότητας του ομίλου. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτίμησε προδήλως εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά, υπέπεσε σε σφάλμα αιτιολογίας, παρερμήνευσε την έννοια της κρατικής ενισχύσεως και παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

64 Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή, θεωρώντας ότι το συνολικό ποσό του εν λόγω πρώτου δανείου αποτελούσε κρατική ενίσχυση, ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια της κρατικής ενισχύσεως. Δεδομένου ότι η οικονομική κατάσταση της Heye ήταν υγιής, το στοιχείο ενισχύσεως που περιείχε το δάνειο συνίστατο απλώς στη διαφορά επιτοκίου, η οποία υπολογίστηκε βάσει του επιτοκίου αναφοράς και του επιτοκίου που επιτεύχθηκε στην αγορά λαμβανομένων υπόψη των λεπτομερειών επιστροφής του ποσού. Η ρήτρα περί αφέσεως χρέους εγκυμονούσε, εξάλλου, λιγότερο σοβαρό κίνδυνο απ' ό,τι θεωρούσε η Επιτροπή, στο μέτρο που η εν λόγω ρήτρα δεν μπόρεσε να αποτρέψει την επιστροφή του ποσού του εν λόγω δανείου λόγω της εκ μέρους της SRIW πρόωρης λύσεως της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ αυτής και της Heye.

65 Συναφώς, επιβάλλεται, αφενός, η επισήμανση ότι η απόφαση της Επιτροπής της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 ανακλήθηκε δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 659/1999, διότι στηριζόταν σε ανακριβείς πληροφορίες παρασχεθείσες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Συνεπώς, το γεγονός ότι η απόφαση αυτή και η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχουν διαφορετικές εκτιμήσεις όσον αφορά την οικονομική κατάσταση του Verlipack, υπό το πρίσμα των πληροφοριών που παρασχέθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο, δεν στοιχειοθετεί αντιφατική αιτιολογία.

66 Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, βάσει της ρήτρας περί αφέσεως χρέους που περιέχει το πρώτο επίδικο δάνειο, η Heye δεν θα υπείχε πλέον υποχρέωση επιστροφής των ποσών που θα όφειλε στη SRIW σε περίπτωση πτωχεύσεως του Verlipack. Επομένως, ο απορρέων από το εν λόγω δάνειο κίνδυνος δεν συνδεόταν με την οικονομική κατάσταση ούτε της Heye ούτε του Verlipack. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, την οποία δεν αμφισβητεί επί του σημείου αυτού το προσφεύγον, η οικονομική κατάσταση του Verlipack ήταν πολύ άσχημη και η SRIW γνώριζε την κατάσταση αυτή κατά τον χρόνο χορηγήσεως του εν λόγω δανείου.

67 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δικαίως μπορούσε να θεωρήσει ότι η χορήγηση του πρώτου επίδικου δανείου εγκυμονούσε σοβαρό κίνδυνο για τη SRIW και ότι ουδείς εκδότης δανείων θα αναλάμβανε τέτοιο κίνδυνο.

68 Κατά συνέπεια, το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του πέμπτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εφαρμογή εσφαλμένου επιτοκίου αναφοράς

69 Το Βασίλειο του Βελγίου βάλλει κατά της εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογής του επιτοκίου αναφοράς που ίσχυε για το πρώτο εξάμηνο του 1997, ήτοι 7,21 % επί του δανείου της 28ης Μαρτίου 1997. Η Επιτροπή εφάρμοσε το εν λόγω επιτόκιο αναφοράς χωρίς να εξετάσει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των δύο επίδικων δανείων υπό το πρίσμα των στοιχείων και των επιχειρημάτων που παρέθεσαν οι βελγικές αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 88 ΕΚ και, ειδικότερα, χωρίς να αποφανθεί επί των σχετικών επιστολών των διαφόρων τραπεζών ή επί της μελέτης που κατάρτισε η εταιρία KPMG σχετικά με τον τρόπο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς στο πλαίσιο των συστημάτων ενιχύσεων προς τις επιχειρήσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Η Επιτροπή, εφαρμόζοντας αυτομάτως το επιτόκιο αναφοράς, παρέλειψε, ομοίως, να ασκήσει τη διακριτική ευχέρεια που της αναγνωρίζει το άρθρο 87 ΕΚ και δεν τήρησε το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

70 Σύμφωνα με τη μελέτη της εταιρίας KPMG, το ιδιαιτέρως υψηλό επιτόκιο αναφοράς δεν αντιστοιχούσε, την περίοδο εκείνη, στο σύνηθες επιτόκιο της αγοράς. Το Βασίλειο του Βελγίου προσθέτει ότι, κατόπιν της μελέτης αυτής, η Επιτροπή αποφάσισε να μεταβάλει τη μέθοδό της καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς από 1ης Αυγούστου 1997. Το Βασίλειο του Βελγίου επισημαίνει, εξάλλου, ότι οι βελγικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή δύο έγγραφα, το ένα στην τράπεζα Artesia και το άλλο στην Crédit à l'industrie, από τα οποία προκύπτει ότι τα επιτόκια ήταν σύμφωνα προς το επιτόκιο της αγοράς και το επιτόκιο αναφοράς που έχει καθορίσει η Επιτροπή και που ισχύει από 1ης Αυγούστου 1997. Το Βασίλειο του Βελγίου υπενθυμίζει ότι οι βελγικές αρχές προσκόμισαν στην Επιτροπή έγγραφο της Dresdner Bank, το οποίο πιστοποιούσε ότι η εν λόγω τράπεζα χορηγούσε χρηματικές διευκολύνσεις ποσού μεταξύ 10 και 9 εκατομμυρίων DEM χωρίς εγγύηση. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η απευθυνόμενη στην Επιτροπή επίκριση περί ελλείψεως συστάσεως ενεχύρου υπέρ της SRIW.

71 Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι το επιτόκιο αναφοράς χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του στοιχείου ενισχύσεως που απορρέει από τα συστήματα επιδοτήσεως επιτοκίου που ισχύουν για τα επενδυτικά δάνεια. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εφάρμοσε το επιτόκιο αναφοράς υπολογίζοντάς το βάσει των κριτηρίων που καθορίζει η ανακοίνωση της Επιτροπής της 10ης Αυγούστου 1996, η οποία είχε εφαρμογή στο δάνειο που χορηγήθηκε στις 28 Μαρτίου 1997.

72 Για λόγους ασφάλειας δικαίου και ίσης μεταχειρίσεως, η Επιτροπή θεωρεί, εν γένει, ότι είναι σύννομη η, για συγκεκριμένη περίοδο, εφαρμογή του επιτοκίου αναφοράς σε όλα τα δάνεια που χορηγήθηκαν κατά την περίοδο αυτή.

73 Επίσης, από την αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε το επιτόκιο αναφοράς υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της συμβάσεως δανείου, λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη ότι το εν λόγω δάνειο είχε δεκαετή διάρκεια, τριετή περίοδο χάριτος, κυμαινόμενη επιδότηση επιτοκίου και ότι η Heye δεν υπεχρεούτο να παράσχει εγγύηση.

74 Επιβάλλεται η επισήμανση ότι, εν όψει των ιδιαιτεροτήτων αυτών, το προσφεύγον δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όταν έκρινε ότι, μολονότι στο επίδικο δάνειο εφαρμοζόταν απολύτως κανονικό επιτόκιο, το δάνειο αυτό περιείχε στοιχείο ενισχύσεως.

75 Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εφαρμογή του επιτοκίου που ίσχυε κατά τον χρόνο χορηγήσεως του επίδικου δανείου της 28ης Μαρτίου 1997 είναι απολύτως δικαιολογημένη. Κανένα από τα τραπεζικά έγγραφα που επικαλείται το Βασίλειο του Βελγίου δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό.

76 Υπό τις συνθήκες αυτές, το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του έκτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη ειδικής εκτιμήσεως των επίμαχων πράξεων

77 Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εξομοίωσε πράξεις των οποίων η νομική φύση είναι εντελώς διαφορετική και οι οποίες θα έπρεπε να είχαν εκτιμηθεί χωριστά εκάστη. Κατά την άποψή του, η Επιτροπή θεώρησε τα δύο επίδικα δάνεια, κατά την εξέταση της εισφοράς κεφαλαίου της Περιφέρειας της Βαλλονίας, ως δάνεια που είχαν εκ νέου χαρακτηριστεί ως άμεσες εισφορές κεφαλαίου υπέρ του Verlipack. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια της κρατικής ενισχύσεως.

78 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι όλες οι επίμαχες πράξεις, ήτοι τα δύο επίδικα δάνεια και η εισφορά κεφαλαίου, πραγματοποιήθηκαν σχεδόν ταυτοχρόνως από δύο όργανα που συνδέονταν στενά μεταξύ τους και που επιδίωκαν τον ίδιο σκοπό, προσέβλεπαν δηλαδή στην αναδιάρθρωση του Verlipack, ο οποίος αντιμετώπιζε σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες.

79 Όπως προκύπτει από το σημείο 3.4 των κατευθυντήριων γραμμών, υφίσταται τεκμήριο ενισχύσεως όταν η δημόσια χρηματοδοτική παρέμβαση συνδυάζει τη συμμετοχή σε επιχειρήσεις με άλλες λεπτομέρειες παρεμβάσεως, οι οποίες πρέπει να κοινοποιηθούν σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

80 Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς η Επιτροπή έλαβε υπόψη την ύπαρξη των δύο επίδικων δανείων κατά την εξέταση της συμβατότητας της εισφοράς κεφαλαίου με το άρθρο 87 ΕΚ.

81 Κατά συνέπεια, το έκτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του εβδόμου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση της φύσεως των προερχομένων από κρατικούς πόρους πράξεων

82 Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η Heye δεν εισέφερε κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου, αλλά κεφάλαιο προερχόμενο από κρατικούς πόρους, προέβη σε νέο χαρακτηρισμό της νομικής και οικονομικής φύσεως των επίμαχων πράξεων χωρίς να αιτιολογήσει την ενέργεια αυτή.

83 Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 101 και 106 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι τα επίδικα δάνεια δεν προέρχονταν από ιδιώτη εκδότη δανείων, αλλά από δημόσιο οργανισμό, εν προκειμένω από τη SRIW, η οποία δεν μπορεί να εξομοιωθεί με ιδιώτη επενδυτή. Η διαπίστωση αυτή δεν συνιστά αναιτιολόγητο νέο χαρακτηρισμό των επίμαχων πράξεων.

84 Υπό τις συνθήκες αυτές, το έβδομο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του ογδόου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση της πραγματικής συμμετοχής των ιδιωτών εταίρων

85 Το Βασίλειο του Βελγίου αμφισβητεί πρώτον την άποψη που διατυπώνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι η Heye, προσφεύγοντας στη SRIW για χρηματόδοτηση, αποδεσμεύθηκε κατά την είσοδό της στον Verlipack, καθόσον τα εν λόγω δάνεια έπρεπε να επιστραφούν κατά τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Επίσης, η Heye υπείχε την υποχρέωση να υλοποιήσει ένα σημαντικό πρόγραμμα επενδύσεων και, ακολούθως, ο όμιλος αυτός έπρεπε να επιτύχει σημαντική αύξηση κεφαλαίου.

86 Δεύτερον, το Βασίλειο του Βελγίου ισχυρίζεται ότι είναι εσφαλμένη, από νομικής και οικονομικής απόψεως, η απόψη που διατυπώνει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 108 έως 110 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι δηλαδή η Heye παρενέβη ως μεσολαβητής και ότι δεν εισέφερε κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου στον όμιλο Verlipack. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορούσε να θεωρήσει, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, ότι οι ιδιώτες εταίροι της Περιφέρειας της Βαλλονίας είχαν αποδεσμευθεί από τον Μάρτιο του 1997.

87 Τρίτον, η άποψη της Επιτροπής είναι αντιφατική. Συγκεκριμένα, μολονότι φαίνεται ότι η Επιτροπή χαρακτηρίζει τα δύο επίδικα δάνεια ως εισφορές κεφαλαίου της Περιφέρειας της Βαλλονίας, στην πραγματικότητα τα θεωρεί δάνεια, όταν εξετάζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως για να εξακριβώσει αν υφίσταται στοιχείο ενισχύσεως. Η Επιτροπή θα έπρεπε, συνεπώς, να αναγνωρίσει ότι, αν μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι η Heye έτυχε ενισχύσεων στο πλαίσιο των εν λόγω δανείων, η εισφορά κεφαλαίου ποσού 515 250 000 BEF αποτελούσε χωριστή και ανεξάρτητη εργασία, η οποία πραγματοποιήθηκε από ιδιωτική εταιρία ως επένδυση ικανή να καταστεί μακροπρόθεσμα αποδοτική.

88 Τέταρτον, η Επιτροπή προβαίνει επίσης σε αντίφαση όταν υποστηρίζει ότι ένας ιδιώτης επενδυτής, αφενός, δεν θα είχε πραγματοποιήσει εισφορά κεφαλαίου ύψους 350 εκατομμυρίων BEF και, αφετέρου, δεν θα είχε δανείσει κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου ποσού 500 εκατομμυρίων BEF, ενώ, όσον αφορά το τελευταίο αυτό ποσό, η Επιτροπή κατέληξε ότι μόνον το ποσό 257,125 εκατομμυρίων BEF (250 εκατομμύρια BEF + 7,125 εκατομμύρια BEF) αποτελούσε όντως κρατική ενίσχυση.

89 Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, επιβάλλεται η επισήμανση ότι από την αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε αποδέσμευση της Heye, λόγω του ότι η εταιρία αυτή κάλυπτε μόνον το 50 % του κινδύνου της επενδύσεώς της στον Verlipack. Ακόμη και υπό το πρίσμα των περιστάσεων που επικαλείται το Βασίλειο του Βελγίου, η διαπίστωση αυτή δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

90 Όσον αφορά το δεύτερο και το τρίτο επιχείρημα, είναι σκόπιμη η παραπομπή στις σκέψεις 55 έως 62 καθώς και 78 και 79 της παρούσας αποφάσεως, στις οποίες παρατίθενται, αντιστοίχως, οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή νομιμοποιούνταν να λάβει υπόψη τα επίδικα δάνεια για να εκτιμήσει τη συμβατότητα της εισφοράς κεφαλαίου με το άρθρο 87 ΕΚ και οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή μπορούσε ορθώς να καταλήξει ότι δικαιούχος των κρατικών ενισχύσεων ήταν ο Verlipack και όχι η Heye.

91 Όσον αφορά το τέταρτο επιχείρημα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ουδεμία αντίφαση υφίσταται, στην προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ της απόψεως της Επιτροπής ότι ουδείς ιδιώτης επενδυτής θα δάνειζε κεφάλαιο ποσού ίσου με το συνολικό ποσό των δύο επίδικων δανείων και του γεγονότος ότι η Επιτροπή κατέληξε ότι το συνολικό αυτό ποσό δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση.

92 Επομένως, το όγδοο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

93 Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 253 ΕΚ με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους.

94 Πρώτον, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή υπέδειξε τον Verlipack, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ως τον αποδέκτη των δύο επίδικων δανείων. Συνεπώς, η εν λόγω απόφαση δεν παρέσχε τη δυνατότητα καθορισμού της εταιρίας για την οποία η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση των επίμαχων ενισχύσεων.

95 Δεύτερον, το Βασίλειο του Βελγίου ισχυρίζεται ότι στο άρθρο 4 του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως υπάρχει πρόδηλη αντίφαση, καθόσον ορίζεται ότι: «[η] κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε από το Βέλγιο υπέρ του Verlipack για ποσό ύψους 6 197 338 ευρώ (250 εκατομμύρια BEF) περιέχει στοιχείο ενισχύσεως ύψους 176 624 ευρώ (7,125 εκατομμύρια BEF) το οποίο δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά».

96 Τρίτον, η προσβαλλόμενη απόφαση συμπίπτει απολύτως με την άποψη της Επιτροπής που εκφράστηκε κατά την έναρξη της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, καθόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία, τις διευκρινίσεις και τα επιχειρήματα που παρέσχαν οι βελγικές αρχές κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας.

97 Τέταρτον, η Επιτροπή δεν εξέτασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις επιπτώσεις των επίδικων μέτρων στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών για καθεμία από τις επίμαχες πράξεις. Η εν λόγω απόφαση αναφέρει απλώς, με τις αιτιολογικές σκέψεις της 102 και 103, τα κριτήρια που περιέχουν οι κατευθυντήριες γραμμές σε θεωρητικό και γενικό επίπεδο. Το Βασίλειο του Βελγίου ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει ούτε περιγραφή της οικείας αγοράς. Η εξέταση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο λαμβανομένου υπόψη ότι το 1998 η Επιτροπή είχε αποφασίσει να μην προβάλει αντιρρήσεις στην αύξηση κεφαλαίου στην οποία προέβη η Περιφέρεια της Βαλλονίας υπέρ της εταιρίας Verlipack Holding ΙΙ.

98 Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, επιβάλλεται η επισήμανση ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι παράνομες ενισχύσεις πρέπει να ανακτηθούν από τον Verlipack, ο οποίος συντίθεται από τις εταιρίες holding Verlipack Ι και Verlipack ΙΙ, καθώς και από τις θυγατρικές εταιρίες τους.

99 Ev πάση περιπτώσει, αν το Βασίλειο του Βελγίου είχε σοβαρές αμφιβολίες ως προς αυτό το σημείο μπορούσε, όπως κάθε άλλο κράτος μέλος που συναντά απρόοπτες δυσχέρειες κατά την εκτέλεση εντολής ανακτήσεως, να θέσει το ζήτημα υπόψη της Επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή και το συγκεκριμένο κράτος μέλος οφείλουν, βάσει του καθήκοντος ειλικρινούς συνεργασίας που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 10 ΕΚ, να συνεργαστούν καλόπιστα για να υπερπηδήσουν τις δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης, ιδίως δε εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις (απόφαση της 21ης Μαρτίου 1991, C-303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-1433, σκέψη 58).

100 Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πρόκειται, όπως αναγνωρίζει και η Επιτροπή, περί συντακτικού σφάλματος. Το σφάλμα αυτό δεν δύναται, ωστόσο, να προκαλέσει σύγχυση στον αναγνώστη της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, από τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής και ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 143 προκύπτει σαφώς ότι το δάνειο που περιέχει στοιχείο ενισχύσεως ποσού 7,125 εκατομμυρίων BEF είναι το δάνειο ύψους 250 εκατομμυρίων BEF που χορήγησε η SRIW στη Heye.

101 Ως προς την τρίτη αιτίαση, αρκεί η διαπίστωση, όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 117 των προτάσεών του, ότι πολλά στοιχεία των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλόμενης αποφάσεως σχετικά με την εκτίμηση των επίμαχων πράξεων συνιστούν απάντηση στα επιχειρήματα που προέβαλαν στην Επιτροπή οι βελγικές αρχές και οι λοιποί διάδικοι κατά τη διοικητική διαδικασία.

102 Όσον αφορά την τέταρτη και τελευταία αιτίαση, είναι γεγονός ότι το Βασίλειο του Βελγίου την προέβαλε μόλις κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως. Ωστόσο, οι λόγοι που στηρίζονται στην έλλειψη ή στην ανεπάρκεια αιτιολογίας, η οποία εμποδίζει τον εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή έλεγχο, αποτελούν λόγους δημοσίας τάξεως τους οποίους ο κοινοτικός δικαστής όχι μόνο μπορεί αλλά και οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (απόφαση της 20ής Μαρτίου 1997, C-166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix, Συλλογή 1997, σ. Ι-983, σκέψη 24). Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η εξέταση και της τελευταίας αυτής αιτιάσεως.

103 Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι μεν δυνατόν να προκύπτει, από τις ίδιες τις συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε η ενίσχυση, ότι αυτή είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, παρ' όλ' αυτά, η Επιτροπή οφείλει τουλάχιστον να αναφέρει τις συνθήκες αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-329/93, C-62/95 και C-63/95, Γερμανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-5151, σκέψη 52).

104 Όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 123 των προτάσεών του, η Επιτροπή αναφέρει, με την αιτιολογική σκέψη 130 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, διάφορα στοιχεία από τα οποία προκύπτει πράγματι η δομή της οικείας αγοράς, η συμμετοχή του Verlipack στην αγορά αυτή και οι λόγοι για τους οποίους οι χορηγηθείσες ενισχύσεις είναι ικανές να επηρεάσουν το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο και να περιορίσουν τον ανταγωνισμό στην αγορά αυτή.

105 Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 253 ΕΚ, πρέπει να απορριφθεί.

106 Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

107 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή διατύπωσε αίτημα να καταδικασθεί η Ιταλική Δημοκρατία, η οποία ηττήθηκε, στα δικαστικά έξοδα, επιβάλλεται να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.