Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Προδικαστικά ερωτήματα - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - Όρια - Ερωτήματα προδήλως άσχετα και ερωτήματα υποθετικής φύσεως υποβαλλόμενα υπό συνθήκες που αποκλείουν μια λυσιτελή απάντηση - Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης

(Άρθρο 234 ΕΚ)

2. Κοινοτικό δίκαιο - Ερμηνεία - Αρχή της ενιαίας ερμηνείας

3. Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών - Οδηγία 93/36 - Αναθέτουσες αρχές - Οργανισμός δημοσίου δικαίου - Ανάγκες γενικού συμφέροντος - Έννοια - Ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα - Εκτίμηση από το εθνικό δικαστήριο - Συνυπολογισμός του συνόλου των σχετικών νομικών και πραγματικών δεδομένων

(Οδηγία 93/36 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχ. β_)

4. Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών - Οδηγία 93/36 - Αναθέτουσες αρχές - Οργανισμός δημοσίου δικαίου - Κριτήριο του ελέγχου της διαχειρίσεως από τις δημόσιες αρχές - Ανεπάρκεια ενός απλού εκ των υστέρων ελέγχου

(Οδηγία 93/36 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχ. β_, περίπτ. 3)

Περίληψη

1. Δεν είναι δυνατή η άρνηση απαντήσεως σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν.

( βλ. σκέψη 22 )

2. Από την ανάγκη της ενιαίας εφαρμογής τόσο του κοινοτικού δικαίου όσο και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως προκύπτει ότι μια διάταξη του κοινοτικού δικαίου, η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της, πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται, σε όλη την Κοινότητα, αυτοτελώς και ενιαίως, με βάση τα συμφραζόμενα της διατάξεως και τον σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση.

( βλ. σκέψη 35 )

3. Για να μπορεί ένας οργανισμός να χαρακτηριστεί ως «οργανισμός δημοσίου δικαίου» και, κατ' επέκταση, ως «αναθέτουσα αρχή» υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, ο οργανισμός αυτός πρέπει να ικανοποιεί ανάγκες γενικού συμφέροντος, να διαθέτει νομική προσωπικότητα και να εξαρτάται στενά, ως προς τον τρόπο χρηματοδοτήσεως, διαχειρίσεως ή ελέγχου, από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

Η έννοια «ανάγκες γενικού συμφέροντος» της προαναφερθείσας διατάξεως αποτελεί αυτοτελή έννοια του κοινοτικού δικαίου, που πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τα συμφραζόμενα των διατάξεων του οικείου άρθρου και των επιδιωκόμενων από την οδηγία 93/36 σκοπών. Συγκεκριμένα, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου της 1 ουδόλως παραπέμπει ρητά στο δίκαιο των κρατών μελών. Ναι μεν το τρίτο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως παραπέμπει στο παράρτημα Ι της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το οποίο περιέχει τον κατάλογο των οργανισμών και των κατηγοριών οργανισμών δημοσίου δικαίου που πληρούν, σε κάθε κράτος μέλος, τα κριτήρια που απαριθμούνται στο δεύτερο εδάφιο του στοιχείου β_, αλλά, αφενός, ούτε στο εν λόγω παράρτημα υπάρχει ορισμός της έννοιας «ανάγκες γενικού συμφέροντος» και, αφετέρου, ο κατάλογος του εν λόγω παραρτήματος ουδόλως έχει εξαντλητικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι ο βαθμός ακριβείας του εν λόγω καταλόγου ποικίλλει σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο.

Η ταφή των νεκρών και οι δραστηριότητες των εργολάβων κηδειών μπορούν να θεωρηθούν ως δραστηριότητες που εξυπηρετούν πράγματι ανάγκη γενικού συμφέροντος. Αφενός, οι δραστηριότητες αυτές συνδέονται με τη δημόσια τάξη στο μέτρο που το κράτος έχει πρόδηλο συμφέρον να ασκεί στενό έλεγχο όσον αφορά την έκδοση πιστοποιητικών όπως τα πιστοποιητικά γεννήσεως και θανάτου και, αφετέρου, προφανείς λόγοι υγιεινής και δημόσιας υγείας μπορούν να δικαιολογήσουν την εκ μέρους του κράτους διατήρηση καθοριστικής επιρροής επί των δραστηριοτήτων αυτών. Το γεγονός ότι ένας οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης έχει τη νόμιμη υποχρέωση να αναλαμβάνει την τέλεση κηδείας -ενδεχομένως δε και τα συναφή έξοδα- στην περίπτωση που αυτή δεν έχει οργανωθεί εντός ορισμένης προθεσμίας από την έκδοση του πιστοποιητικού θανάτου, συνιστά ένδειξη ανάγκης γενικού συμφέροντος.

Όσον αφορά το ερώτημα αν η ταφή των νεκρών και οι δραστηριότητες των εργολάβων κηδειών εξυπηρετούν πράγματι ανάγκη γενικού συμφέροντος που δεν έχει βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/36, η ύπαρξη αναπτυγμένου ανταγωνισμού, μολονότι ασκεί συναφώς επιρροή, δεν οδηγεί αφ' εαυτής στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται ανάγκη γενικού συμφέροντος μη βιομηχανικού ή εμπορικού χαρακτήρα. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν υπάρχει τέτοια ανάγκη, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των σχετικών νομικών και πραγματικών δεδομένων, όπως οι περιστάσεις υπό τις οποίες συστάθηκε ο οικείος οργανισμός και οι συνθήκες υπό τις οποίες ασκεί τη δραστηριότητά του.

( βλ. σκέψεις 34-40, 45, 51-53, 57, 60-61, 65-66, διατακτ. 1-3 )

4. Ένας απλός εκ των υστέρων έλεγχος δεν ικανοποιεί το κριτήριο του άρθρου 1, στοιχείο β_, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, που αφορά τον έλεγχο της διαχειρίσεως εκ μέρους του κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου, εφόσον, εξ ορισμού, ένας τέτοιος έλεγχος δεν παρέχει στις δημόσιες αρχές τη δυνατότητα να επηρεάζουν τις αποφάσεις του εν λόγω οργανισμού σε θέματα δημοσίων συμβάσεων.

Αντιθέτως, το κριτήριο αυτό πληρούται στην περίπτωση που, αφενός, οι δημόσιες αρχές όχι μόνον ελέγχουν τις οικονομικές καταστάσεις του οικείου οργανισμού, αλλά και την τρέχουσα διαχείριση, ως προς την ακρίβεια των λογιστικών στοιχείων, την κανονικότητα, τη σώφρονα, αποδοτική και ορθολογική διαχείριση και, αφετέρου, οι ίδιες αυτές δημόσιες αρχές έχουν τη δυνατότητα να επιθεωρούν τους χώρους και τις εγκαταστάσεις του εν λόγω οργανισμού καθώς και να ενημερώνουν τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης που κατέχει, μέσω άλλης εταιρίας, το κεφάλαιο του εν λόγω οργανισμού για τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών.

( βλ. σκέψεις 70, 74, διατακτ. 4 )