Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Ασφάλιση γήρατος και επιζώντων - εριόδοι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη - ερίοδοι που εξομοιούνται προς περιόδους ασφαλίσεως - ερίοδοι συντάξιμου χρόνου που αναγνωρίζονται από εθνική νομοθεσία για τη διασφάλιση υπό κτήση δικαιωμάτων βάσει παλαιών συνταξιοδοτικών συστημάτων - Αποκλείεται

(Άρθρα 39 ΕΚ και 42 ΕΚ· κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχ. ιη_ και ιθ_)

2. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Ασφάλιση γήρατος και επιζώντων - Υπολογισμός των παροχών - Άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο β_ του κανονισμού 1408/71 - Λήψη υπόψη περιόδων συντάξιμου χρόνου που έχουν αναγνωριστεί από εθνική νομοθεσία για τη διασφάλιση των προς κτήση δικαιωμάτων βάσει παλαιών συνταξιοδοτικών συστημάτων

(Άρθρα 39 ΕΚ και 42 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 1408/71, άρθρο 46 § 2, στοιχ. β_ και 574/72, άρθρο 15 § 1, στοιχ. ε_)

3. ροδικαστικά ερωτήματα - Ερμηνεία - Διαχρονικά αποτελέσματα των ερμηνευτικών αποφάσεων - Αναδρομικό αποτέλεσμα - Όρια - Νομική ασφάλεια - Εξουσία εκτιμήσεως του Δικαστηρίου

(Άρθρο 234 ΕΚ)

Περίληψη

1. Η έκφραση «περίοδος ασφαλίσεως», που ορίζεται στο άρθρο 1, σημείο ιη_, του κανονισμού 1408/71, καλύπτει τις περιόδους ασφαλίσεως που προσδιορίζονται αποκλειστικώς δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, και, ιδίως, των περιόδων που η νομοθεσία αυτή εξομοιώνει προς περιόδους ασφαλίσεως, υπό την επιφύλαξη όμως της τηρήσεως των άρθρων 39 ΕΚ και 42 ΕΚ.

Συναφώς, οι περίοδοι συντάξιμου χρόνου, που έχουν αναγνωρισθεί από εθνική νομοθεσία ώστε να διασφαλίζονται, ανάλογα με την ηλικία του δικαιούχου κατά την 1η Ιανουαρίου 1967 και σύμφωνα με τον προς τούτο προβλεπόμενο κατ' αποκοπήν πίνακα, προς κτήση δικαιώματα βάσει παλαιών συνταξιοδοτικών συστημάτων, τα οποία, άλλως, θα χάνονταν για τον εργαζόμενο πρέπει να θεωρούνται ως περίοδοι ασφαλίσεως, κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού.

( βλ. σκέψεις 22-24, 29, διατακτ. 1 )

2. Το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο β_, του κανονισμού 1408/71, έχει την έννοια ότι, για τον υπολογισμό του πραγματικού ποσού της συντάξεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη περίοδοι αναγνωρίσεως συντάξιμου χρόνου, όπως αυτές που προβλέπονται από μια εθνική νομοθεσία, οι οποίες χορηγούνται, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως δικαιώματος για σύνταξη, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη υπό κτήση δικαιώματα βάσει παλαιών συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος που έχουν σήμερα καταργηθεί.

Το γεγονός ότι οι περίοδοι αυτές χορηγούνται μόλις κατά το χρονικό σημείο της εκκαθαρίσεως των δικαιωμάτων για σύνταξη ουδεμία ασκεί επιρροή, εφόσον το ίδιο ακριβώς συμβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, και όσον αφορά κάθε περίοδο πραγματικής ασφαλίσεως που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του θεωρητικού και του πραγματικού ποσού.

Ομοίως, ουδεμία ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι εν λόγω περίοδοι δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν χρονικώς, οπότε θα ήταν δυνατόν να υπάρξει σχετική συρροή αυτών με περιόδους ασφαλίσεως συμπληρωθείσες υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, και τούτο για το λόγο ότι, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο ε_, του κανονισμού 574/72 περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, σε περίπτωση που δεν δύναται να προσδιορισθεί ακριβώς το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ορισμένες περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους, τεκμαίρεται ότι αυτές οι περίοδοι δεν συμπίπτουν με περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους και υπολογίζονται κατά το μέτρο που δύνανται να λαμβάνονται υπόψη επωφελώς.

Τέλος, η μη λήψη υπόψη, περιόδων συντάξιμου χρόνου που αναγνωρίζονται από εθνική νομοθεσία κατά τον υπολογισμό του πραγματικού ποσού της συντάξεως γήρατος, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 46 του κανονισμού 1408/71, θα συνιστούσε ποινή για έναν εργαζόμενο ο οποίος άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και του οποίου η εκκαθάριση των δικαιωμάτων συντάξεως καθιστά αναγκαίο τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως που έχουν πραγματοποιηθεί σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. ράγματι, ο ενδιαφερόμενος θα στερούνταν του συντάξιμου χρόνου που θα του είχε αναγνωρισθεί εάν είχε πραγματοποιήσει όλη τη σταδιοδρομία του υπό τη νομοθεσία του αρμοδίου κράτους μέλους.

άντως, ο σκοπός των άρθρων 39 ΕΚ έως 42 ΕΚ δεν επιτυγχάνεται αν, κατόπιν της ασκήσεως του δικαιώματος αυτού, οι κοινοτικοί εργαζόμενοι επρόκειτο να απολέσουν τα πλεονεκτήματα της κοινωνικής ασφαλίσεως που τους διασφαλίζει η νομοθεσία ενός κράτους μέλους. ράγματι, μια τέτοια συνέπεια θα μπορούσε να αποτρέπει τους εργαζομένους αυτούς από την άσκηση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας και θα συνιστούσε, κατά συνέπεια, εμπόδιο στην ελευθερία αυτή.

( βλ. σκέψεις 36-37, 40-42, διατακτ. 2 )

3. Η ερμηνεία που το Δικαστήριο δίδει σε κανόνα του κοινοτικού δικαίου, ασκώντας την αρμοδιότητα που του έχει αναγνωριστεί με το άρθρο 234 ΕΚ, διαφωτίζει και διευκρινίζει την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται αφότου τέθηκε σε ισχύ. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο κανόνας που έχει κατ' αυτόν τον τρόπο ερμηνευθεί μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια ακόμα και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και συστάθηκαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως ερμηνείας, εφόσον, εξάλλου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων η σχετική με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα διαφορά.

Μόνον κατ' εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου που είναι συμφυής στην κοινοτική έννομη τάξη, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας που έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλείται μια διάταξη, που αυτό έχει ερμηνεύσει, με σκοπό να τεθούν υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν καλοπίστως συναφθεί.

( βλ. σκέψεις 44-45 )