Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Camar Srl και Tico Srl. - Αίτηση αναιρέσεως - Κοινή οργάνωση αγορών - Μπανάνες - Αίτηση χορηγήσεως συμπληρωματικών πιστοποιητικών εισαγωγής - Προσαρμογή της δασμολογικής ποσοστώσεως σε περίπτωση ανάγκης - Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας - Προσφυγή ακυρώσεως - Παραδεκτό. - Υπόθεση C-312/00 P.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-11355
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
Στην υπόθεση C-312/00 P,
Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους C. van der Hauwaert και L. Visaggio, επικουρούμενους από τον A. dal Ferro, avvocato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
αναιρεσείουσα,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 8 Ιουνίου 2000 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα) στις υποθέσεις T-79/96, T-260/97 και T-117/98, Camar και Tico κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (Συλλογή 2000, σ. II-2193), και με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,
όπου οι λοιποί διάδικοι είναι
η Camar Srl, με έδρα στη Φλωρεντία (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους W. Viscardini Donΰ, M. Paolin και S. Donΰ, avvocati, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
προσφεύγουσα πρωτοδίκως στις υποθέσεις T-79/96, T-260/97 και T-117/98,
η Tico Srl, με έδρα στην Πάντοβα (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους W. Viscardini Donΰ, M. Paolin και S. Donΰ, avvocati, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
προσφεύγουσα πρωτοδίκως στην υπόθεση T-117/98,
το Συμβούλιο της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τον F. Ruggeri Laderchi, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
καθού πρωτοδίκως στην υπόθεση T-260/97,
η Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την C. Vasak και τον G. de Bergues, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως στις υποθέσεις T-79/96 και T-260/97,
και
η Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον U. Leanza, επικουρούμενο από την F. Quadri, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως στην υπόθεση T-79/96,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, J.-P. Puissochet, M. Wathelet, R. Schintgen (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, D. A. O. Edward, A. La Pergola, P. Jann, Β. Σκουρή, F. Macken, N. Colneric, S. von Bahr, J. N. Cunha Rodrigues και A. Rosas, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl
γραμματέας: R. Grass,
έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 16ης Απριλίου 2002,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Αυγούστου 2000, η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 8 Ιουνίου 2000 το Πρωτοδικείο στις υποθέσεις T-79/96, T-260/97 και Τ-117/98, Camar και Tico κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (Συλλογή 2000, σ. II-2193, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση), με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής.
Το νομικό πλαίσιο
2 Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο εξέθεσε το νομικό πλαίσιο ως ακολούθως:
«1 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1993, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας (ΕΕ L 47, σ. 1), θέσπισε ένα κοινό σύστημα για το εμπόριο μπανάνας με τις τρίτες χώρες, το οποίο αντικατέστησε τα διάφορα εθνικά συστήματα. Ο κανονισμός αυτός προέβλεπε, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των κρίσιμων εν προκειμένω περιστατικών, το άνοιγμα ετήσιας δασμολογικής ποσοστώσεως για τις εισαγωγές μπανάνας προελεύσεως τρίτων χωρών και προελεύσεως των χωρών της Αφρικής, της Καραϋβικής και του Ειρηνικού (ΑΚΕ). Το άρθρο 15 του κανονισμού, το οποίο κατέστη άρθρο 15α μετά την τροποποίηση που επήλθε με τον κανονισμό 3290/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις προσαρμογές και τα μεταβατικά μέτρα στον τομέα της γεωργίας που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των συμφωνιών οι οποίες έχουν συναφθεί στο πλαίσιο των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του γύρου της Ουρουγουάης (ΕΕ L 349, σ. 105), προέβλεπε τη διάκριση των μπανανών σε "παραδοσιακές" και "μη παραδοσιακές", ανάλογα με το αν περιλαμβάνονταν στις ποσότητες που καθορίζονταν στο παράρτημα του κανονισμού 404/93 και εξάγονταν παραδοσιακά από τα κράτη μέλη ΑΚΕ προς την Κοινότητα. Η ποσότητα των "παραδοσιακών εισαγωγών" από τη Σομαλία καθοριζόταν σε 60 000 τόνους.
2 Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 404/93 (όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3290/94) προέβλεπε, για τις εισαγωγές μπανάνας τρίτων χωρών και μη παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ, το άνοιγμα δασμολογικής ποσοστώσεως 2,1 εκατομμυρίων τόνων (καθαρού βάρους) για το 1994 και 2,2 εκατομμυρίων τόνων (καθαρού βάρους) για τα επόμενα έτη. Στο πλαίσιο της δασμολογικής αυτής ποσοστώσεως, οι εισαγωγές μπανάνας τρίτων χωρών υπέκειντο στην επιβολή δασμού 75 ECU ανά τόνο και οι εισαγωγές μη παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ σε μηδενικό δασμό. Επιπλέον, το άρθρο 18, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, προέβλεπε ότι οι πραγματοποιούμενες εκτός της ποσοστώσεως εισαγωγές υπέκειντο, ανεξάρτητα από τα αν επρόκειτο για μη παραδοσιακές εισαγωγές από χώρες ΑΚΕ ή από τρίτες χώρες, σε δασμό υπολογιζόμενο βάσει του κοινού δασμολογίου.
3 Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 404/93 κατένεμε την ανοιγόμενη δασμολογική ποσότητα σε ποσοστό 66,5 % στην κατηγορία των επιχειρηματιών που ασχολούνταν με την εμπορία μπανάνας τρίτων χωρών ή μη παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ (κατηγορία Α), σε ποσοστό 30 % στην κατηγορία των επιχειρηματιών που ασχολούνταν με την εμπορία κοινοτικής μπανάνας ή παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ (κατηγορία Β) και σε ποσοστό 3,5 % στην κατηγορία των επιχειρηματιών οι οποίοι είχαν αρχίσει να ασχολούνται με την εμπορία μπανάνας, πλην της κοινοτικής και της παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ, από το 1992 (κατηγορία Γ).
4 Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 404/93, για το δεύτερο εξάμηνο του 1993 κάθε επιχειρηματίας ελάμβανε πιστοποιητικά βάσει του ημίσεος της μέσης ετήσιας ποσότητας που είχε θέσει στο εμπόριο κατά τα έτη 1989-1991.
5 Το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 404/93 όριζε ότι, σε περίπτωση αυξήσεως της δασμολογικής ποσοστώσεως, η συμπληρωματική διαθέσιμη ποσότητα θα παραχωρούνταν στους επιχειρηματίες των κατηγοριών που αναφέρονταν στην παράγραφο 1 του ίδιου αυτού άρθρου.
6 Το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 404/93 προέβλεπε την ετήσια κατάρτιση ενός "κατά πρόβλεψη υπολογισμού" της παραγωγής και της καταναλώσεως στην Κοινότητα, καθώς και των εισαγωγών και των εξαγωγών. Οι προβλέψεις αυτές μπορούσαν, αν ήταν αναγκαίο, να αναθεωρηθούν κατά τη διάρκεια της περιόδου εμπορίας, προκειμένου κυρίως να συνεκτιμηθούν ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις επηρεάζουσες τις συνθήκες παραγωγής ή εισαγωγής. Στην περίπτωση αυτή, η δασμολογική ποσόστωση του άρθρου 18 θα προσαρμοζόταν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 27.
7 Το άρθρο 18, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 404/93 προέβλεπε τη δυνατότητα αυξήσεως της ετήσιας ποσοστώσεως βάσει του κατά πρόβλεψη υπολογισμού του άρθρου 16 και παρέπεμπε, όσον αφορά τη διαδικασία της αυξήσεως αυτής, στο άρθρο 27 του ίδιου κανονισμού.
8 Το άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού παρείχε στην Επιτροπή την εξουσία καταρτίσεως και αναθεωρήσεως του κατά πρόβλεψη υπολογισμού του άρθρου 16 και την εξουσία θεσπίσεως των εκτελεστικών διατάξεων του καθεστώτος εμπορίου με τις τρίτες χώρες, οι οποίες θα μπορούσαν να αφορούν, μεταξύ άλλων, τα συμπληρωτικά μέτρα για την έκδοση των πιστοποιητικών, τη διάρκεια ισχύος τους και τους όρους μεταβιβάσεώς τους.
9 Το άρθρο 30 του κανονισμού 404/93 προέβλεπε τα ακόλουθα:
"Εάν, από τον Ιούλιο 1993, χρειαστεί να ληφθούν ειδικά μέτρα για να γίνει ευκολότερα η μετάβαση από τα καθεστώτα που ίσχυαν πριν τεθεί σε ισχύ ο παρών κανονισμός στο καθεστώς που θεσπίζεται από τον παρόντα κανονισμό, ιδιαιτέρως δε για να ξεπεραστούν σημαντικές δυσκολίες, η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 27, λαμβάνει όλα τα αναγκαία μεταβατικά μέτρα."
10 Το άρθρο 27 του ίδιου κανονισμού, στο οποίο παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 16, 18 και 30, επέτρεπε στην Επιτροπή να θεσπίζει τα μέτρα εκτελέσεως του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με τη λεγόμενη διαδικασία "της επιτροπής διαχειρίσεως".
11 Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του καθεστώτος εισαγωγής μπανανών στην Κοινότητα περιέχονταν, κατά τον χρόνο των κρίσιμων για τις παρούσες υποθέσεις περιστατικών, στον κανονισμό (ΕΟΚ) 1442/93 της Επιτροπής, της 10ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 142, σ. 6). Κατά τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού αυτού, η κατανομή της δασμολογικής ποσοστώσεως μεταξύ των επιχειρηματιών της κατηγορίας Α (66,5 %) πραγματοποιούνταν βάσει των ποσοτήτων μπανανών τρίτων χωρών ή μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ που είχαν διατεθεί στο εμπόριο κατά τα τρία τελευταία έτη πριν από το έτος για το οποίο είχε ανοιχθεί η δασμολογική ποσόστωση. Η δε κατανομή της ποσοστώσεως μεταξύ των επιχειρηματιών της κατηγορίας Β (30 %) πραγματοποιούνταν βάσει των ποσοτήτων κοινοτικής μπανάνας ή παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ που είχαν διατεθεί στο εμπόριο κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αναφοράς που υπολογιζόταν κατά τον ίδιο τρόπο όπως και για την κατηγορία Α.
12 Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 404/93 και τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού 1442/93, η περίοδος αναφοράς μετετίθετο ετησίως κατά ένα έτος. Κατά συνέπεια, αν για τις εισαγωγές του 1993 η περίοδος αναφοράς περιελάμβανε τα έτη 1989, 1990 και 1991, για τις εισαγωγές του 1997 περιελάμβανε τα έτη 1993, 1994 και 1995.
[...]
15 Μεταξύ 1994 και 1996, κατόπιν των τροπικών θυελλών Debbie, Iris, Luis και Μarylin, οι οποίες είχαν καταστρέψει τις μπανανοφυτείες της Μαρτινίκας, της Γουαδελούπης, των νησιών Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες, της Αγίας Λουκίας και της Δομίνικας, η Επιτροπή εξέδωσε διάφορους κανονισμούς [κανονισμοί (ΕΚ) της Επιτροπής 2791/94, της 16ης Νοεμβρίου 1994, 510/95, της 7ης Μαρτίου 1995, και 1163/95, της 23ης Μαου 1995, για έκτακτη παραχώρηση συμπληρωματικής ποσότητας στη δασμολογική ποσόστωση εισαγωγής μπανανών του 1994, του πρώτου τριμήνου 1995 και του δευτέρου τριμήνου 1995, αντίστοιχα, λόγω της θύελλας Debbie (ΕΕ L 296, σ. 33, ΕΕ L 51, σ. 8, και ΕΕ L 117, σ. 12, αντίστοιχα)· κανονισμοί (ΕΚ) της Επιτροπής 2358/95, της 6ης Οκτωβρίου 1995, 127/96, της 25ης Ιανουαρίου 1996 και 822/96, της 3ης Μαου 1996, για έκτακτη παραχώρηση συμπληρωματικής ποσότητας στη δασμολογική ποσόστωση εισαγωγής μπανανών του τέταρτου τριμήνου 1995, του πρώτου τριμήνου 1996 και του δευτέρου τριμήνου 1996, αντίστοιχα, λόγω των θυελλών Iris, Luis και Marilyn (ΕΕ L 241, σ. 5, ΕΕ L 20, σ. 17, και ΕΕ L 111, σ. 7, αντίστοιχα). Οι κανονισμοί αυτοί προέβλεψαν την αύξηση της δασμολογικής ποσοστώσεως και περιελάμβαναν ειδικούς λεπτομερείς κανόνες για την κατανομή της συμπληρωματικής αυτής ποσότητας μεταξύ των φορέων οι οποίοι εμπορεύονταν με ή αντιπροσώπευαν άμεσα τους παραγωγούς μπανάνας στους οποίους είχαν προκληθεί οι ζημίες από τις θύελλες αυτές. Αυτοί οι κανόνες κατανομής απέκλιναν από το κριτήριο που θέτει το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 404/93.
16 Οι εν λόγω κανονισμοί εκδόθηκαν από την Επιτροπή βάσει των άρθρων 16, παράγραφος 3, 20 και 30, του κανονισμού 404/93.
17 Ως αιτιολογία για την έκδοση των κανονισμών αυτών προβλήθηκε το γεγονός ότι οι τροπικές αυτές θύελλες είχαν προκαλέσει σημαντικότατες ζημίες στις μπανανοφυτείες των κοινοτικών εδαφών της Μαρτινίκας και της Γουαδελούπης, καθώς και στα κράτη ΑΚΕ Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες, Αγία Λουκία και Δομίνικα· επιπλέον, οι επιπτώσεις από τις έκτακτες αυτές περιστάσεις επί της παραγωγής των πληγεισών περιοχών θα ήσαν αισθητές επί πολλούς μήνες και θα επηρέαζαν σημαντικά τις εισαγωγές και τον εφοδιασμό της κοινοτικής αγοράς, πράγμα που ενείχε τον κίνδυνο σημαντικής αυξήσεως των τιμών της αγοράς σε ορισμένες περιοχές της Κοινότητας.
18 Όσον αφορά το σύστημα αυξήσεως της δασμολογικής ποσοστώσεως κατά το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93, η Επιτροπή εξέθεσε, με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη των κανονισμών αυτών, τα εξής:
"Από την προσαρμογή της δασμολογικής ποσοστώσεως πρέπει να είναι δυνατόν, αφενός, να εφοδιασθεί κατά τρόπον ικανοποιητικό η κοινοτική αγορά [...] και, αφετέρου, να κατανεμηθεί η ποσόστωση αυτή στους επιχειρηματίες που υπέστησαν απευθείας τις σημαντικότερες ζημίες και, επιπλέον, [κινδυνεύουν], λόγω απουσίας των καταλλήλων μέτρων, να χάσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα την παραδοσιακή διάθεση στην κοινοτική αγορά."
19 Στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη η Επιτροπή εξέθεσε τα εξής:
"Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν θα πρέπει να έχουν ειδικό μεταβατικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 30 του κανονισμού [...] 404/93· για τον σκοπό αυτό, πριν από την έναρξη ισχύος της νέας κοινής οργανώσεως της αγοράς την 1η Ιουλίου 1993, οι υπάρχουσες εθνικές οργανώσεις, για να αντιμετωπίσουν περιπτώσεις ανάγκης ή εκτάκτων περιστάσεων όπως [οι προαναφερθείσες θύελλες], διέθεταν μέσα που εξασφάλιζαν τον εφοδιασμό της αγοράς από άλλους προμηθευτές διασφαλίζοντας, συγχρόνως, τα συμφέροντα των επιχειρηματιών που υπήρξαν θύματα αυτών των εκτάκτων γεγονότων."»
Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς
3 Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε τα ακόλουθα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση:
«20 Η προσφεύγουσα-ενάγουσα, η εταιρία Camar srl ιδρύθηκε το 1983 από τον ιταλικό επενδυτικό όμιλο De Nadai, με σκοπό να πραγματοποιεί εισαγωγές μπανανών από τη Σομαλία στην Ιταλία. Μέχρι το 1994 η Camar ήταν ο μόνος εισαγωγέας και μέχρι το 1997 ο κυριότερος εισαγωγέας αυτού του είδους μπανανών.
21 Μεταξύ 1984 και 1990 η καλλιέργεια μπανάνας έφθασε στο απόγειό της στη Σομαλία, με ετήσια παραγωγή μεταξύ 90 000 και 100 000 τόνων. Ένα μέρος της παραγωγής αυτής εισαγόταν στην Ευρώπη (51 921 τόνοι το 1988, 59 388 τόνοι το 1989 και 57 785 τόνοι το 1990) και, ειδικότερα, στην Ιταλία από την Camar (45 130 τόνοι το 1990).
22 Στις 31 Δεκεμβρίου 1990 εξερράγη ο εμφύλιος πόλεμος στη Σομαλία, οπότε διακόπηκε ο συνήθης ρους των εισαγωγών της Camar.
23 Από την αρχή του πολέμου αυτού μέχρι την έναρξη της ισχύος της κοινής οργανώσεως της αγοράς τον Ιούλιο 1993, η Camar εφοδίαζε την ιταλική αγορά με μπανάνες που προμηθευόταν σε ορισμένες χώρες ΑΚΕ, το Καμερούν και τα Υπήνεμα Νησιά, καθώς και σε ορισμένες τρίτες χώρες, από τις οποίες πραγματοποιούσε ήδη εισαγωγές από το 1988.
24 Από την καθιέρωση της κοινής οργανώσεως αγοράς τον Ιούλιο 1993 μέχρι το τέλος του 1997 χορηγήθηκαν στην Camar πιστοποιητικά κατηγορίας Α (για 4 008,521 τόνους το 1993, για 8 048,691 τόνους το 1994, για 3 423,761 τόνους το 1995 και για 5 312,671 τόνους το 1996) και πιστοποιητικά κατηγορίας Β (για 5 622,938 τόνους το 1993, 10 739,088 τόνους το 1994, για 6 075,934 τόνους το 1995 και για 2 948,596 τόνους το 1996). Το 1997 χορηγήθηκαν στην Camar πιστοποιητικά εισαγωγής για ποσότητα 7 545,723 τόνων για την κατηγορία Α και 2 140,718 τόνων για την κατηγορία Β.
25 Κατά την περίοδο αυτή, οι ποσότητες μπανανών που εισήγαγε η προσφεύγουσα από τη Σομαλία ανήλθαν σε περίπου 482 τόνους το 1993, 1 321 τόνους το 1994, 14 140 τόνους το 1995 και 15 780 τόνους το 1996. Το 1997 προβλεπόταν ότι η παραγωγή μπανάνας στη Σομαλία θα ανερχόταν στους 60 000 τόνους περίπου, αλλά λόγω κλιματικών προβλημάτων και μη υπάρξεως άλλου κατάλληλου λιμένα, εκτός από το Μογκαντίσιου, οι εισαγωγές από τη Σομαλία περιορίστηκαν σε 21 599 τόνους, από τους οποίους οι 12 000 διατέθηκαν στο εμπόριο από την Camar.
[...]
27 Αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος της κοινής οργανώσεως αγοράς, η Camar ζήτησε επανειλημμένα από τις υπηρεσίες της Επιτροπής να αυξήσουν την ποσόστωση μπανάνας τρίτων χωρών κατά ποσότητα ίση με τη διαφορά μεταξύ της παραδοσιακής ποσότητας μπανανών από τη Σομαλία, η οποία προβλεπόταν από τον κανονισμό 404/93 (60 000 τόνοι), και των ποσοτήτων που εισήγε ή μπορούσε να εισαγάγει στην Κοινότητα η Camar και να της χορηγήσουν τα αντίστοιχα προς τη διαφορά μεταξύ των ποσοτήτων αυτών πιστοποιητικά. Συναφώς, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε τα μέτρα που είχε θεσπίσει προηγουμένως η Επιτροπή κατόπιν των κυκλώνων Debbie, Iris, Luis και Μarylin.»
Οι προσφυγές ενώπιον του Πρωτοδικείου
Η υπόθεση T-79/96
4 Στην υπόθεση T-79/96, η εταιρία Camar Srl (στο εξής: Camar) ζήτησε από το Πρωτοδικείο να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να λάβει, για την περίοδο εμπορίας 1996, τα μέτρα που ήταν αναγκαία για να της παράσχει τη δυνατότητα να υπερπηδήσει τις οφειλόμενες στην κρίση της Σομαλίας δυσχέρειες εφοδιασμού και τα οποία είχε ζητήσει από την Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας κατά παραλείψεως κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 175, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 232, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ) παρέβη τα άρθρα 30 του κανονισμού 404/93 και 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 34, παράγραφος 2, ΕΚ). Ζήτησε επί πλέον να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία που της είχε προκαλέσει με την παράλειψη αυτή.
5 Προς στήριξη της προσφυγής της κατά παραλείψεως, η Camar επικαλέστηκε δύο λόγους αντλούμενους, αφενός, από την παράβαση της υποχρεώσεως παρεμβάσεως την οποία επιβάλλει το άρθρο 30 του κανονισμού 404/93 προς διευκόλυνση της μεταβάσεως από τα διάφορα εθνικά καθεστώτα στην εγκαθιδρυθείσα με τον εν λόγω κανονισμό κοινή οργάνωση αγοράς και, αφετέρου, από την υποχρέωση ενεργείας την οποία υπέχει η Επιτροπή βάσει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, έναντι των επιχειρηματιών που είχαν παραδοσιακά διαθέσει στο εμπόριο μπανάνες προερχόμενες από ορισμένες χώρες ΑΚΕ και ορισμένα υπερπόντια γαλλικά διαμερίσματα πληγέντα από τροπικές καταιγίδες.
Η υπόθεση T-260/97
6 Στην υπόθεση T-260/97, η Camar ζήτησε από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 1997 (στο εξής: απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997), με την οποία αυτή απέρριψε το αίτημά της που κατέτεινε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93, στο να καθοριστούν βάσει των ποσοτήτων μπανανών που είχε διαθέσει στο εμπόριο κατά τα έτη 1988 έως 1990 τα πιστοποιητικά εισαγωγής μπανανών τρίτων χωρών και μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ που έπρεπε να της χορηγηθούν υπό την ιδιότητά της ως επιχειρηματία κατηγορίας Β για το έτος 1997 και για τα επόμενα έτη, μέχρι την αποκατάσταση των κανονικών της ποσοτήτων αναφοράς. Ζήτησε επί πλέον να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποκαταστήσει τις ζημίες, παρελθούσες και μέλλουσες, που είχε υποστεί λόγω της αποφάσεως αυτής. Επικουρικώς, η Camar ζήτησε να υποχρεωθεί το Συμβούλιο να αποκαταστήσει τη ζημία την οποία υπέστη εκ του ότι δεν θέσπισε, στο πλαίσιο του κανονισμού 404/93, ειδικές διατάξεις παρέχουσες τη δυνατότητα αντιμετωπίσεως καταστάσεων όπως αυτή στην οποία βρέθηκε η προσφεύγουσα.
7 Προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως, η Camar επικαλέστηκε πλείονες λόγους, από τους οποίους οι τρεις πρώτοι αντλούνταν από την παράβαση του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93 λόγω, πρώτον, εσφαλμένης ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως, δεύτερον, εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, και, τρίτον, καταχρήσεως εξουσίας.
8 Προς στήριξη των στρεφομένων κατά του Συμβουλίου αιτημάτων αποζημιώσεως, η Camar υποστήριξε ότι αν διαπιστωνόταν ότι η Επιτροπή δεν διέθετε τις αναγκαίες εξουσίες για να αντιμετωπίσει την περίπτωσή της, εξ αυτού έπρεπε να συναχθεί ότι ο κανονισμός 404/93 έπρεπε να θεωρηθεί παράνομος καθόσον δεν είχει προβλεφθεί η πλήρωση τέτοιου νομικού κενού.
Η υπόθεση T-117/98
9 Στην υπόθεση T-117/98, οι εταιρίες Camar και Tico Srl (στο εξής: Tico) ζήτησαν από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 1998, με την οποία αυτή είχε απορρίψει το αίτημά τους να προσαρμοστεί, κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93, η δασμολογική ποσόστωση για τα δύο πρώτα τρίμηνα του έτους 1998 βάσει των προερχομένων από τη Σομαλία εισαγωγών του έτους 1996, λαμβανομένης υπόψη της μειώσεως των διαθεσίμων ποσοτήτων μπανανών από τη Σομαλία που οφειλόταν στο γνωστό υπό το όνομα «El Niρo» μετεωρολογικό φαινόμενο το οποίο, από τον Οκτώβριο του 1997 έως τον Ιανουάριο του 1998, είχε προκαλέσει ζημίες στις μπανανοφυτείες της Σομαλίας. Οι Camar και Tico ζήτησαν επί πλέον να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποκαταστήσει τις ζημίες που είχαν υποστεί λόγω της αποφάσεως αυτής.
10 Προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως, οι Camar και Tico προέβαλαν τέσσερις λόγους, εκ των οποίων τρεις αντλούνταν από την παράβαση του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93 καθόσον η Επιτροπή, πρώτον, είχε παραβεί τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού, δεύτερον, είχε παραλείψει να εξετάσει τα αποτελέσματα των εξαιρετικών περιστάσεων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο αυτό και, τρίτον, είχε παραλείψει να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 27 του εν λόγω κανονισμού.
Η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση
Το διατακτικό
11 Η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του Πρωτοδικείου έχει το ακόλουθο διατακτικό:
«1) Στην υπόθεση Τ-79/96, η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1993, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας, καθόσον δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα, υπό την έννοια του άρθρου αυτού, έναντι της προσφεύγουσας-ενάγουσας.
2) Στην υπόθεση Τ-260/97, ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 1997, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα-ενάγουσα βάσει του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93.
3) Στην υπόθεση Τ-117/98, ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 1998, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που είχαν υποβάλει οι προσφεύγουσες-ενάγουσες βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93.
4) Στις υποθέσεις Τ-79/96 και Τ-117/98, απορρίπτει ως απαράδεκτη την αγωγή αποζημιώσεως.
5) Στην υπόθεση Τ-260/97, υποχρεώνει την Επιτροπή να αποζημιώσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα για τη ζημία που υπέστη λόγω της αποφάσεως της 17ης Ιουλίου 1997, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα-ενάγουσα βάσει του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93.
Οι διάδικοι θα διαβιβάσουν στο Πρωτοδικείο, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της απαγγελίας της αποφάσεως, τη συμφωνία που θα καταρτίσουν σχετικά με τα καταβλητέα ποσά.
Σε περίπτωση μη επιτεύξεως συμφωνίας, οι διάδικοι θα διαβιβάσουν στο Πρωτοδικείο, εντός της ίδιας προθεσμίας, τα αιτήματά τους, συνοδευόμενα από συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία.
6) Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα των υποθέσεων Τ-79/96 και Τ-117/98.
7) Καταδικάζει την Επιτροπή στο 90 % των δικαστικών εξόδων της υποθέσεως Τ-260/97.
8) Καταδικάζει το Συμβούλιο στο 10 % των δικαστικών εξόδων της υποθέσεως Τ-260/97.
9) Η Ιταλική Δημοκρατία και η Γαλλική Δημοκρατία θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.»
12 Κατόπιν αιτήσεως που υπέβαλε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 85 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο, με διάταξη της 6ης Δεκεμβρίου 2000, ερύθμισε ως εξής τα δικαστικά έξοδα αναφορικά με τις διαδικασίες επί των αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλε η Camar στα πλαίσια των υποθέσεων T-79/96 και T-260/97:
«1) Καταδικάζει την Επιτροπή στα έξοδά της καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Camar στην υπόθεση T-79/96 R.
2) Καταδικάζει την Επιτροπή στα έξοδά της στην υπόθεση T-260/97 R και στο 90 % των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Camar στην ίδια υπόθεση.
3) Το Συμβούλιο θα φέρει τα έξοδά του στην υπόθεση T-260/97 R.
4) H Camar θα φέρει το 10 % των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε στην υπόθεση T-260/97 R.
5) Η Ιταλική Δημοκρατία και η Γαλλική Δημοκρατία θα φέρουν τα έξοδά τους στην υπόθεση T-79/96 R.
6) H Γαλλική Δημοκρατία θα φέρει τα έξοδά της στην υπόθεση T-260/97 R.»
13 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 77, στοιχείο ββ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο αποφάσισε, με διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 2001, να αναστείλει τη διαδικασία στην υπόθεση T-260/97 μέχρι την απαγγελία της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως.
Το σκεπτικό στις υποθέσεις T-79/96 και T-260/97
14 Αναφορικά με τις υποθέσεις T-79/96 και T-260/97, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε εκ προοιμίου, στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Camar, τόσο με το αίτημα διαπιστώσεως της παραλείψεως (υπόθεση Τ-79/96) όσο και με το αίτημα ακυρώσεως (Τ-260/97), ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή, είτε λόγω της αδρανείας της στην πρώτη περίπτωση είτε λόγω της ρητής αρνήσεώς της στη δεύτερη, παρέβη την υποχρέωση ενέργειας την οποία υπέχει βάσει του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93. Κατά συνέπεια, αποφάσισε να συνεξετάσει τους ισχυρισμούς και τους λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται στο άρθρο αυτό.
15 Το Πρωτοδικείο υπέμνησε ευθύς εξαρχής, στη σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Δικαστήριο είχε ήδη αποφανθεί επί της ερμηνείας του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93 με την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1996, C-68/95, T. Port (Συλλογή 1996, σ. I-6065). Επισημαίνοντας, στη σκέψη 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν αμφισβητείτο ότι οι δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η προσφεύγουσα δεν απέρρεαν από τη συμπεριφορά που επέδειξε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 404/93, το Πρωτοδικείο έκρινε, λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων 36 και 38 της προμνημονευθείσας αποφάσεως T. Port, ότι μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93 πληρούνταν εν προκειμένω, αν η Camar είχε συναντήσει δυσχέρειες οφειλόμενες στη μετάβαση από το εθνικό σύστημα στο κοινοτικό και αν για την επίλυση των δυσχερειών αυτών ήταν αναγκαίο να ενεργήσει η Επιτροπή.
16 Συναφώς, το Πρωτοδικείο εξέθεσε ιδίως, στη σκέψη 140 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα ακόλουθα:
«Όσον αφορά τις δυσχέρειες εφοδιασμού, τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, επισημαίνεται κατ' αρχάς ότι το ιταλικό σύστημα που ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 404/93 ήταν σαφώς ελαστικότερο από το κοινοτικό σύστημα, όσον αφορά τη δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ των πηγών εφοδιασμού με μπανάνες. Όπως τονίζει η προσφεύγουσα, την οποία δεν αντικρούει η Επιτροπή, το ιταλικό σύστημα επέτρεπε την ατελή εισαγωγή μπανανών ΑΚΕ χωρίς κανένα ποσοτικό περιορισμό. Επιπλέον, αν και το ιταλικό σύστημα προέβλεπε ποσόστωση για την εισαγωγή μπανανών τρίτων χωρών, οι επιχειρηματίες μπορούσαν να εκμεταλλευθούν την ποσόστωση αυτή χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ποσότητες και η προέλευση των μπανανών που είχαν εισαγάγει κατά τα προηγούμενα έτη. Αντίθετα, η κοινή οργάνωση της αγοράς μπανάνας, την οποία καθιέρωσε ο κανονισμός 404/93, προβλέπει, πρώτον, ότι οι μπανάνες ΑΚΕ δεν μπορούν να εισέρχονται ατελώς στην κοινοτική αγορά παρά μόνο μέχρι την εξάντληση των παραδοσιακών ποσοτήτων ή της δασμολογικής ποσοστώσεως και, δεύτερον, ότι οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να λαμβάνουν πιστοποιητικά εισαγωγής παρά μόνον ανάλογα με την προέλευση των μπανανών (Κοινότητα, παραδοσιακές χώρες ΑΚΕ, τρίτες χώρες και μη παραδοσιακές χώρες ΑΚΕ) και σε συνάρτηση με τις ποσότητες που έχουν εισαγάγει κατά μέσον όρο κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου αναφοράς. Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι η καθιέρωση της κοινής οργανώσεως αγοράς μείωσε τις δυνατότητες εισαγωγών που παρείχε η ιταλική ρύθμιση που ίσχυε πριν από τον κανονισμό 404/93.»
17 Αφού διαπίστωσε, στις σκέψεις 141 και 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι λόγω ιδίως του εισαχθέντος με τον κανονισμό 404/93 καθεστώτος, είναι δυσχερές για έναν επιχειρηματία ο οποίος χάνει τους συνήθεις προμηθευτές του κοινοτικών μπανανών ή παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ να τους αντικαταστήσει με άλλους προμηθευτές τέτοιων μπανανών, το Πρωτοδικείο κατέληξε στο εξής συμπέρασμα στη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως:
«[...] οι δυσχέρειες που συνάντησε η προσφεύγουσα στον εφοδιασμό της με μπανάνες, έστω και αν έχουν σχέση με τον εμφύλιο πόλεμο που εξερράγη στη Σομαλία στα τέλη του 1990, αποτελούν άμεση συνέπεια της εγκαθιδρύσεως της κοινής οργανώσεως αγοράς, αφού το καθεστώς αυτό είχε πράγματι ως συνέπεια την αντικειμενική και σημαντική μείωση των δυνατοτήτων που παρείχε στην Camar το προϋσχύσαν ιταλικό σύστημα να καλύψει το έλλειμμα στην προσφορά μπανάνας από τη Σομαλία. Οι δυσχέρειες αυτές είχαν συνεπώς σοβαρότατες συνέπειες ως προς τις δυνατότητες συνεχίσεως των οικονομικών δραστηριοτήτων της Camar και έθεσαν σε κίνδυνο τη συνέχιση των δραστηριοτήτων αυτών. Κατά συνέπεια, αποτελούσαν "σημαντικές δυσκολίες", οι οποίες συμβάλλουν στη γένεση της υποχρεώσεως της Επιτροπής να θεσπίσει τα κρινόμενα ως αναγκαία μέτρα, υπό την έννοια του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93, όπως διασαφηνίστηκε με τη σκέψη 38 της προπαρατεθείσας αποφάσεως T. Port.»
18 Το Πρωτοδικείο εξέτασε στις σκέψεις 144 έως 148 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αν τα μέτρα που είχε ζητήσει η Camar για να αντιμετωπίσει τις δυσχέρειες αυτές ήταν αναγκαία ή αν οι δυσχέρειες αυτές μπορούσαν να υπερπηδηθούν κατά άλλον τρόπο. Συναφώς, κατέληξε στο συμπέρασμα, στη σκέψη 149 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η Camar ήταν σε θέση να υπερνικήσει, βασιζόμενη στη λειτουργία της αγοράς, τις σημαντικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε λόγω της μεταβάσεως από το ιταλικό εθνικό σύστημα στο κοινοτικό. Στην ίδια σκέψη, το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι η θέσπιση από την Επιτροπή μεταβατικών μέτρων κατά το άρθρο 30 του κανονισμού 404/93 ήταν το μόνο μέσον για την αντιμετώπιση των δυσχερειών που συναντούσε η Camar.
19 Στις σκέψεις 150 και 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο συνέχισε ως εξής:
«150 Η ορθότητα του ανωτέρω συμπεράσματος δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το άρθρο 30 του κανονισμού 404/93, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση T. Port, δεν της επιβάλλει την υποχρέωση να ενεργήσει παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι εισαγωγείς μπανάνας συναντούν δυσχέρειες που όχι μόνον είναι συμφυείς με τη μετάβαση από το εθνικό σύστημα στο κοινοτικό, αλλά απειλούν επίσης την επιβίωσή τους.
151. Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το Δικαστήριο, με τη σκέψη 43 της προπαρατεθείσας αποφάσεως T. Port, έκρινε ότι το άρθρο 30 μπορεί να επιβάλει στην Επιτροπή "να ρυθμίζει κανονιστικώς τις περιπτώσεις υπερβολικής χαλεπότητας που οφείλονται στο γεγονός ότι ορισμένοι εισαγωγείς μπανάνας από τρίτες χώρες ή μη παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ αντιμετωπίζουν δυσχέρειες που απειλούν την επιβίωσή τους." Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν έχει υποχρέωση ενέργειας παρά μόνο στις περιπτώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, η ερμηνεία αυτή θα προσέκρουε στο γράμμα του άρθρου 30, το οποίο, όπως υπογραμμίστηκε ήδη, προβλέπει ότι η Επιτροπή λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την υπερνίκηση των "σημαντικών δυσκολιών", και θα ήταν ασυμβίβαστη προς τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της προστασίας της ελεύθερης ασκήσεως των επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Εξάλλου, η αναφορά στην απειλή για την επιβίωση του επιχειρηματία οφειλόταν στην ιδιαιτερότητα του προδικαστικού ερωτήματος (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση T. Port, σκέψη 23).»
20 Στις σκέψεις 152 και 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο, λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, έκανε δεκτό τον πρώτο ισχυρισμό στην υπόθεση T-79/96 καθώς και τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως στην υπόθεση T-260/97 και, χωρίς να εξετάσει τους λοιπούς προβληθέντες λόγους και ισχυρισμούς, έκρινε βάσιμο το αίτημα διαπιστώσεως, στην υπόθεση T-79/96, του ότι η Επιτροπή παρέλειψε παρανόμως να λάβει τα αναγκαία μέτρα βάσει του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93 και το αίτημα διαπιστώσεως, στην υπόθεση T-260/97, της ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής της 17ης Ιουλίου 1997.
21 Στην υπόθεση T-260/97, το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης βάσιμο το στρεφόμενο κατά της Επιτροπής αίτημα αποζημιώσεως. Στη σκέψη 205 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέμνησε τη νομολογία του κατά την οποία κάθε παραβίαση του δικαίου στον τομέα των διοικητικών πράξεων συνιστά παρανομία ικανή να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της Κοινότητας. Στη σκέψη 206 της αποφάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997 έπρεπε να χαρακτηριστεί ως διοικητική πράξη, έστω και αν στηριζόταν στο άρθρο 30 του κανονισμού 404/93 το οποίο απονέμει στο κοινοτικό αυτό όργανο ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, και ότι εφόσον η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της διατάξεως αυτής, πληρούνταν η πρώτη αναγκαία προϋπόθεση γενέσεως της ευθύνης της Κοινότητας.
22 Αφού διαπίστωσε ότι οι λοιπές απαιτούμενες συναφώς προϋποθέσεις πληρούνταν επίσης και ότι, επομένως, στοιχειοθετείτο ευθύνη της Κοινότητας λόγω της δράσεως της Επιτροπής, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 212 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι παρήλκε η έκδοση αποφάσεως επί της ευθύνης του Συμβουλίου, την οποία επικαλέστηκε επικουρικά η Camar.
Το σκεπτικό στην υπόθεση T-117/98
23 Όσον αφορά το παραδεκτό των αιτημάτων ακυρώσεως στην υπόθεση Τ-117/98, το Πρωτοδικείο υπέμνησε, στη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι όταν, όπως εν προκειμένω, η αρνητική απόφαση της Επιτροπής αφορά την έκδοση κανονισμού, για να μπορούν οι πολίτες να ζητήσουν την ακύρωση της αποφάσεως αυτής πρέπει να αποδείξουν ότι, αν και δεν θα ήταν αποδεκτές του εν λόγω κανονισμού, εντούτοις ο κανονισμός αυτός θα τους αφορούσε άμεσα και ατομικά.
24 Στη σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ως ακολούθως επί του κατά πόσον ο κανονισμός που η Επιτροπή αρνήθηκε να θεσπίσει εν προκειμένω θα αφορούσε άμεσα και ατομικά τις Camar και Tico:
«[...] ο κανονισμός αυτός, η εφαρμογή του οποίου δεν θα άφηνε καμία διακριτική ευχέρεια στις εθνικές αρχές, θα έπληττε τις προσφεύγουσες λόγω πραγματικής καταστάσεως που τις εξατομικεύει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο. Συγκεκριμένα, αντικείμενο των μέτρων που είχαν ζητήσει οι προσφεύγουσες από την Επιτροπή ήταν η παραχώρηση συμπληρωματικού αριθμού πιστοποιητικών εισαγωγής στους επιχειρηματίες που είχαν ζημιωθεί από τις πλημμύρες στη Σομαλία, ανάλογα με τη ζημία που είχαν υποστεί. Από τη δικογραφία όμως προκύπτει ότι η Camar ήταν η κυριότερη επιχείρηση εισαγωγής μπανάνας από τη Σομαλία μέχρι το 1997 και ότι η Tico τη διαδέχθηκε προσωρινά από το τέταρτο τρίμηνο του 1997. Επομένως, η μείωση των διαθέσιμων ποσοτήτων μπανάνας Σομαλίας κατά το τέταρτο τρίμηνο του 1997 και το πρώτο εξάμηνο του 1998 ζημίωσε ιδιαίτερα τις προσφεύγουσες, οι οποίες συνεπώς θα ήταν οι επιχειρήσεις που θα ωφελούνταν κυρίως από την αύξηση της δασμολογικής ποσοστώσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η άρνηση της Επιτροπής να προσαρμόσει τη δασμολογική ποσόστωση δεν έπληξε τις προσφεύγουσες όπως ακριβώς κάθε άλλη επιχείρηση εισαγωγής μπανάνας Σομαλίας, αλλά τις ζημίωσε λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τις εξατομίκευε σε σχέση με κάθε άλλον επιχειρηματία που δρούσε εντός της ίδιας αγοράς.»
25 Κατά συνέπεια, στη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε παραδεκτό το αίτημα ακυρώσεως στην υπόθεση T-117/98.
26 Επί της ουσίας, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε καταρχάς, στη σκέψη 161 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, με τον πρώτο λόγο που προβλήθηκε στην υπόθεση T-117/98, οι Camar και Tico ισχυρίζονταν ότι κατά το τελευταίο τρίμηνο του 1997 και κατά τα δύο πρώτα τρίμηνα του 1998, πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93 λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων του κλιματικού φαινομένου «El Niρo» επί της παραγωγής της Σομαλίας.
27 Στη σκέψη 163 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι απορρέει ιδίως από τις σκέψεις 27 και 31 της προμνημονευθείσας αποφάσεως T. Port ότι δύο προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται συγχρόνως για την εφαρμογή του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93: αφενός η συνδρομή εξαιρετικής περιστάσεως που να επηρεάζει την παραγωγή κοινοτικών μπανανών ή τις εισαγωγές παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ και, δεύτερον, η επέλευση κινδύνου ελλιπούς εφοδιασμού της κοινοτικής αγοράς με μπανάνες.
28 Αφού έκρινε, στη σκέψη 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ασυνήθιστες πλημμύρες που σημειώθηκαν στη Σομαλία το 1997 και το 1998 λόγω του κλιματικού φαινομένου «El Niρo» πληρούσαν την πρώτη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93, το Πρωτοδικείο εξέθεσε, όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, τα ακόλουθα:
«167 [...] επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι δεν είναι αναγκαίο να αποδείξουν οι προσφεύγουσες την ύπαρξη ελλιπούς εφοδιασμού της κοινοτικής αγοράς, αλλά αρκεί να αποδείξουν ότι υπήρχε κίνδυνος ελλιπούς εφοδιασμού. Η δήλωση των προσφευγουσών, η οποία δεν αντικρούστηκε από την Επιτροπή, ότι κατά το τελευταίο τρίμηνο του 1997 και το πρώτο εξάμηνο του 1998 είχαν μειωθεί σημαντικά οι εισαγωγές μπανάνας από τη Σομαλία αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο ικανό να στηρίξει τους ισχυρισμούς τους περί υπάρξεως τέτοιου κινδύνου για την ιταλική αγορά στο σύνολό της, άρα για ένα σημαντικό μέρος της κοινοτικής αγοράς. Αντίθετα, η Επιτροπή δεν προσκόμισε στοιχεία ικανά να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς αυτούς, όταν διευκρίνισε, απαντώντας σε έγγραφη ερώτηση του Πρωτοδικείου, ότι ο εφοδιασμός της κοινοτικής αγοράς μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής το 1997, αν ληφθεί υπόψη ότι σε σχέση με το 1996, κατόπιν της μειώσεως των εισαγωγών παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ κατά 94 000 τόνους (από τους οποίους οι 3 522 τόνοι προέρχονταν από τη Σομαλία) και της αυξήσεως της κοινοτικής ζητήσεως κατά 86 000 τόνους, η κοινοτική παραγωγή αυξήθηκε κατά 126 000 τόνους περίπου και οι εισαγωγές από τις τρίτες χώρες κατά 64 000 τόνους περίπου.
168 Πρώτον, όσον αφορά την αύξηση της παραγωγής της κοινοτικής μπανάνας το 1997, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε πώς η αύξηση αυτή μπορούσε να αντισταθμίσει τη μείωση των εισαγωγών από τη Σομαλία το 1998. Δεύτερον, σε σχέση με την αύξηση των εισαγωγών από τις τρίτες χώρες το 1997 σε σχέση με το 1996, επιβάλλεται κατ' ανάγκη η διαπίστωση ότι από τα στοιχεία που προσκόμισε η ίδια η Επιτροπή προκύπτει ότι οι εισαγωγές αυτές δεν εξάντλησαν το 1997 τη δασμολογική ποσόστωση που είχε καθοριστεί με τον κατά πρόβλεψη υπολογισμό· δεν θα μπορούσε επομένως να υποστηριχθεί ότι υπήρξε αύξηση, έναντι των προβλέψεων, ικανή να καλύψει την ενδεχόμενη μείωση του εφοδιασμού.
169 Επιπλέον, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, αν η Επιτροπή, όπως φαίνεται να προκύπτει από την απάντησή της, στηρίχθηκε, όσον αφορά την εκτίμηση του κινδύνου ελλιπούς εφοδιασμού της αγοράς το 1998, σε στοιχεία που αφορούσαν την παραγωγή κοινοτικής μπανάνας το 1997, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 16 του κανονισμού 404/93. Συγκεκριμένα, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση T. Port (σκέψη 31), η αύξηση της παραγωγής κοινοτικής μπανάνας που μπορεί να ληφθεί υπόψη για την αντιστάθμιση της μειώσεως των εισαγωγών παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ ορισμένου έτους πρέπει να έχει σημειωθεί σε σχέση με τον κατ' εκτίμηση υπολογισμό του ίδιου έτους και όχι σε σχέση με την παραγωγή του προηγούμενου έτους.
170 Τέλος, αν ληφθεί υπόψη ότι η Επιτροπή, όπως ομολόγησε η ίδια κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, παραλαμβάνει κάθε εβδομάδα τα στοιχεία που αφορούν την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά μπανάνας, είναι ακατανόητο το γιατί το κοινοτικό αυτό όργανο δεν προσκόμισε ποτέ, καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, στοιχεία σχετικά με τον εφοδιασμό της κοινοτικής αγοράς το 1998 για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή, στηριζόμενη μόνο στα στοιχεία που αφορούσαν το 1997, ενίσχυσε την αποδεικτική δύναμη των στοιχείων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες σχετικά με την κατάσταση της αγοράς το 1998.
171 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στην προκειμένη υπόθεση πληρούται επίσης η δεύτερη προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 16, παράγραφος 3.»
29 Το Πρωτοδικείο επομένως, κάνοντας δεκτό τον λόγο που στηρίζονταν στην παραβίαση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93, έκρινε βάσιμη την αίτηση ακυρώσεως που είχε προβληθεί στην υπόθεση T-117/98 χωρίς να εξετάσει τους λοιπούς προβληθέντες λόγους.
Η αίτηση αναιρέσεως
30 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
- να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·
- να κηρύξει αβάσιμη την προσφυγή στην υπόθεση T-79/96·
- να κηρύξει αβάσιμες την προσφυγή ακυρώσεως και την αγωγή αποζημιώσεως στην υπόθεση T-260/97·
- να κηρύξει απαράδεκτη ή αβάσιμη την προσφυγή στην υπόθεση T-117/98·
- να καταδικάσει τις Camar και Tico στα δικαστικά έξοδα της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως και της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου.
31 Οι Camar και Tico ζητούν από το Δικαστήριο:
- να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής·
- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
32 Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:
- να μεταρρυθμίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·
- να καταδικάσει τις Camar και Tico στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου αναφορικά με τη διαδικασία της κύριας δίκης ενώπιον του Πρωτοδικείου, με τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων και με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως.
33 Η Γαλλική Κυβέρνηση, η οποία παρενέβη υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής στην υπόθεση T-79/96 και υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής και του Συμβουλίου στην υπόθεση T-260/97, ζητεί από το Δικαστήριο:
- να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·
- κατά συνέπεια, να κηρύξει αβάσιμες τις προσφυγές στις υποθέσεις T-79/96 και T-260/97·
- να καταδικάσει τις Camar και Tico στα δικαστικά έξοδα.
34 Η Ιταλική Δημοκρατία, η οποία παρενέβη υπέρ των αιτημάτων της Camar στην υπόθεση T-79/96, ζητεί από το Δικαστήριο:
- να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής·
- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
35 Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους. Ο ένας αντλείται από την εκ μέρους του Πρωτοδικείου παράβαση των δύο προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93 και αφορά τις υποθέσεις T-79/96 και T-260/97. Οι δύο άλλοι λόγοι, οι οποίοι αναφέρονται στην υπόθεση T-117/98, αντλούνται από την εκ μέρους του Πρωτοδικείου παράβαση των προϋποθέσεων παραδεκτού μιας προσφυγής ακυρώσεως που στρέφεται κατά της αρνήσεως θεσπίσεως πράξεως γενικής ισχύος και από την παράβαση της δεύτερης των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93 οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως.
Επί των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93 (υποθέσεις T-79/96 και T-260/97)
Επιχειρήματα των διαδίκων
36 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη κατά τούτο από τη Γαλλική Κυβέρνηση, εκτιμά ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η εφαρμογή του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93 εξαρτάται από τη συνδρομή, ιδίως, δύο προϋποθέσεων, ήτοι, αφενός, της προϋποθέσεως κατά την οποία οι δυσχέρειες τις οποίες συναντά η οικεία επιχείρηση πρέπει να οφείλονται στη μετάβαση από το προγενέστερο εθνικό σύστημα στο νέο κοινοτικό σύστημα και, αφετέρου, της προϋποθέσεως κατά την οποία οι δυσχέρειες αυτές πρέπει να είναι ικανές να απειλήσουν την επιβίωση της εν λόγω επιχειρήσεως.
37 Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, η Επιτροπή και η Γαλλική Κυβέρνηση προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι περιορίστηκε στη διαπίστωση, στη σκέψη 140 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ιταλικό σύστημα το οποίο ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 404/93 ήταν σαφώς ελαστικότερο από το σύστημα που εγκαθιδρύθηκε με τον εν λόγω κανονισμό, χωρίς να εξετάσει τις συγκεκριμένες επιπτώσεις του πρώτου συστήματος επί της θέσεως της Camar και, ιδίως, το κατά πόσον το σύστημα αυτό θα είχε επιτρέψει στην εν λόγω επιχείρηση να υπερπηδήσει τις δυσχέρειες που συνδέονταν με τις εισαγωγές μπανανών από τη Σομαλία κατά τα έτη 1995 και 1996.
38 Όσον αφορά τη δεύτερη από τις προϋποθέσεις αυτές, η Επιτροπή και η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι, στη σκέψη 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε εσφαλμένα ότι η ύπαρξη απειλής για την επιβίωση της οικείας επιχειρήσεως δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93 και ότι η Επιτροπή οφείλει να παρεμβαίνει βάσει της διατάξεως αυτής ακόμη και όταν δεν συντρέχει τέτοια απειλή. Συναφώς, στηρίζονται ιδίως στη σκέψη 43 της προμνημονευθείσας αποφάσεως T. Port, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι «το άρθρο 30 του κανονισμού (404/93) εξουσιοδοτεί την Επιτροπή και, αναλόγως των περιστάσεων, την υποχρεώνει να ρυθμίζει κανονιστικώς τις περιπτώσεις υπερβολικής χαλεπότητας που οφείλονται στο γεγονός ότι ορισμένοι εισαγωγείς μπανάνας από τρίτες χώρες ή μη παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ αντιμετωπίζουν δυσχέρειες που απειλούν την επιβίωσή τους».
39 Η Επιτροπή συνάγει από τα ανωτέρω ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί όχι μόνον καθόσον έκανε δεκτές τις προσφυγές κατά παραλείψεως και ακυρώσεως στις υποθέσεις T-79/96 και T-260/97, αλλά επίσης καθόσον, στην υπόθεση T-260/97, υποχρέωσε την Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία την οποία υπέστη η Camar λόγω της αποφάσεως της 17ης Ιουλίου 1997. Σχετικά με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή προβάλλει ότι, σύμφωνα με τη σκέψη 206 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η ευθύνη της προκύπτει εκ του ότι η απόφαση αυτή ελήφθη κατά παράβαση του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93. Εφόσον όμως αυτό δεν συμβαίνει, δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετείται ευθύνη της.
40 Το Συμβούλιο ζητεί επίσης να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον δέχεται ότι στοιχειοθετείται ευθύνη της Επιτροπής για τη ζημία την οποία υπέστη η Camar. Συναφώς, υποστηρίζει ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-5291, σκέψεις 43 έως 46) προκύπτει ότι δεν είναι ο ατομικός ή γενικός χαρακτήρας μιας πράξεως, αλλά το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει ο εκδότης της πράξεως, που καθορίζει αν ο παράνομος χαρακτήρας της δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως ή αν πρέπει να αποδειχθεί ότι συντρέχει κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που έχει ως αντικείμενο την παροχή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει εν προκειμένω η Επιτροπή, το Πρωτοδικείο εσφαλμένα διαπίστωσε, κατά το Συμβούλιο, στη σκέψη 206 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι απλώς και μόνον ο παράνομος χαρακτήρας της αποφάσεως της 17ης Ιουλίου 1997 αρκούσε για να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας. Κατά την άποψη του Συμβουλίου, το Πρωτοδικείο έπρεπε να εξετάσει αν αυτός ο παράνομος χαρακτήρας συνιστούσε κατάφωρη παράβαση κανόνος δικαίου που έχει ως αντικείμενο την παροχή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.
41 Οι Camar και Tico, καθώς και η Ιταλική Κυβέρνηση, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή εσφαλμένα διατείνεται ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε κατά πόσο το προγενέστερο εθνικό σύστημα θα είχε παράσχει τη δυνατότητα στην Camar να υπερπηδήσει τις δυσχέρειες που είχε συναντήσει το 1995 και το 1996. Επί πλέον, αντιλαμβάνονται κατά τρόπο διαφορετικό την προμνημονευθείσα απόφαση T. Port, η σκέψη 43 της οποίας έχει κατά την άποψή τους ως αντικείμενο όχι να υποδείξει ότι μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93 είναι η ύπαρξη απειλής για την επιβίωση των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών, αλλά να αντιπαραβάλει το άρθρο 30 προς το άρθρο 16, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού. Το σημείο αυτό θα πρέπει συγκεκριμένα να εξετασθεί σε σχέση με το ειδικό ερώτημα που υποβάλλει εν προκειμένω το αιτούν δικαστήριο.
Eκτίμηση του Δικαστηρίου
42 Από την 22η αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 404/93 προκύπτει ότι το άρθρο 30 του κανονισμού αυτού σκοπεί στην αντιμετώπιση της διαταράξεως της εσωτερικής αγοράς που υπήρχε κίνδυνος να συνεπάγεται η υποκατάσταση, στον τομέα των μπανανών, της κοινής οργανώσεως αγοράς στα διάφορα εθνικά συστήματα. Κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, η εν λόγω διάταξη παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μεταβατικά μέτρα για την αντιμετώπιση των δυσχερειών εφαρμογής της κοινής οργανώσεως αγοράς. Το Δικαστήριο έκρινε επιπλέον ότι η εφαρμογή του άρθρου 30 τελεί υπό τον όρο ότι τα συγκεκριμένα μέτρα που οφείλει να λάβει η Επιτροπή θα έχουν ως στόχο να διευκολύνουν τη μετάβαση από τα εθνικά καθεστώτα στην κοινή οργάνωση αγοράς και ότι θα είναι αναγκαία για τον στόχο αυτόν (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, C-442/99 P, Cordis κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-6629, σκέψη 12).
43 Το Πρωτοδικείο όμως όχι μόνον επισήμανε, στη σκέψη 140 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ιταλικό σύστημα που ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 404/93 ήταν σαφώς ελαστικότερο από το κοινοτικό σύστημα και ότι η εγκαθίδρυση της κοινής οργανώσεως αγοράς είχε ως συνέπεια τον περιορισμό των δυνατοτήτων εισαγωγών που υπήρχαν σε αυτό το εθνικό σύστημα, αλλά κατέληξε επίσης στη διαπίστωση, στη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι δυσχέρειες εφοδιασμού που είχε συναντήσει η Camar αποτελούσαν άμεση συνέπεια της εγκαθιδρύσεως της κοινής οργανώσεως αγοράς, αφού το καθεστώς αυτό είχε πράγματι ως συνέπεια την αντικειμενική και σημαντική μείωση των δυνατοτήτων που παρείχε στην Camar το εν λόγω προϋσχύσαν εθνικό σύστημα να καλύψει το έλλειμμα στην προσφορά μπανανών από τη Σομαλία.
44 Κατά τον τρόπο αυτό, το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι στοιχειοθετείται επαρκώς η σύνδεση μεταξύ των δυσχερειών εφοδιασμού που συναντούσε η Camar και της υποκαταστάσεως της κοινής οργανώσεως αγοράς στο ιταλικό σύστημα το οποίο ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 404/93.
45 Όσον αφορά την αντίρρηση την οποία προβάλλουν η Επιτροπή και η Γαλλική Κυβέρνηση, κατά την οποία μόνον δυσχέρειες που απειλούν την επιβίωση της οικείας επιχειρήσεως μπορούν να δικαιολογήσουν παρέμβαση της Επιτροπής βάσει του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93, επισημαίνεται ότι, αφού χαρακτήρισε, στη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις δυσχέρειες που συναντούσε η Camar ως «σημαντικές δυσκολίες» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το Πρωτοδικείο έκρινε ορθά, στις σκέψεις 150 και 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ύπαρξη δυσχερειών που απειλούν την επιβίωση της επιχειρήσεως δεν μπορεί να συναχθεί από την προμνημονευθείσα απόφαση T. Port.
46 Συγκεκριμένα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, το Δικαστήριο εκαλείτο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα αν τα άρθρα 16, παράγραφος 3, ή 30 του κανονισμού 404/93 επιβάλλουν στην Επιτροπή την υποχρέωση «να ρυθμίσει κανονιστικώς τις περιπτώσεις υπερβολικής χαλεπότητας που συνίστανται στο ότι ορισμένοι εισαγωγείς μπανάνας από τρίτες χώρες ή μη παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ αντιμετωπίζουν δυσχέρειες που απειλούν την επιβίωσή τους, στην περίπτωση που τους έχει χορηγηθεί εξαιρετικά χαμηλή ποσόστωση βάσει των ετών αναφοράς που λαμβάνονται υπόψη κατ' εφαρμογήν του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού [404/93]» (βλ. προμνημονευθείσα απόφαση T. Port, σκέψεις 23 και 26).
47 Απαντώντας στο ερώτημα αυτό ότι το άρθρο 30 και όχι το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93 εφαρμόζεται σε τέτοια κατάσταση, το Δικαστήριο ουδόλως απέκλεισε τη δυνατότητα εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 30 επίσης σε άλλα είδη δυσχερειών, εφόσον οι δυσχέρειες αυτές είναι συμφυείς προς τη μετάβαση από τα εθνικά συστήματα που ίσχυαν πριν από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω κανονισμού στην κοινή οργάνωση αγοράς.
48 Κάθε άλλη ερμηνεία θα ήταν άλλωστε αντίθετη προς το γράμμα του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93 καθώς και προς τον στόχο της διατάξεως αυτής, όπως αυτός προκύπτει από την 22η αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, βάσει των οποίων ουδόλως απαιτείται να περιορίζεται η εφαρμογή της διατάξεως αυτής στις περιπτώσεις δυσχερειών που απειλούν την επιβίωση της οικείας επιχειρήσεως.
49 Επομένως, ο λόγος που αντλείται από την εκ μέρους του Πρωτοδικείου παράβαση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93 είναι απορριπτέος.
50 Κατά συνέπεια, το αίτημα να κριθούν αβάσιμες οι προσφυγές κατά παραλείψεως και ακυρώσεως στις υποθέσεις T-79/96 και T-260/97 δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτό.
51 Όσον αφορά το αίτημα περί αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθόσον υποχρεώνει την Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία την οποία επικαλείται η Camar στην υπόθεση T-260/97, από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει επίσης ότι είναι απορριπτέος ο προβαλλόμενος από την Επιτροπή λόγος που αντλείται εκ του ότι η επιβολή της υποχρεώσεως αυτής στηρίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93.
52 Όσον αφορά τον ισχυρισμό του Συμβουλίου ότι το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στοιχειοθετείται ευθύνη της Επιτροπής, στη νομολογία του κατά την οποία, στον τομέα των διοικητικών πράξεων, κάθε παράβαση του δικαίου συνιστά παρανομία ικανή να στοιχειοθετήσει ευθύνη της Κοινότητας, υπενθυμίζεται ότι το καθεστώς το οποίο έχει καθιερώσει το Δικαστήριο όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας λαμβάνει ιδίως υπόψη την πολυπλοκότητα των προς ρύθμιση καταστάσεων, τις δυσχέρειες εφαρμογής ή ερμηνείας των διατάξεων και, ειδικότερα, τα περιθώρια εκτιμήσεως που διαθέτει η εκδίδουσα την αμφισβητούμενη πράξη αρχή (βλ. την απόφαση της 5ης Μαρτίου 1996, C-46/93 και C-48/93, Brasserie du pκcheur και Factortame, Συλλογή 1996, σ. I-1029, σκέψη 43, και την προμνημονευθείσα απόφαση Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 40).
53 Υπενθυμίζεται επίσης ότι το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει δικαίωμα αποζημιώσεως εφόσον συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις, εφόσον δηλαδή ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, εφόσον η παράβαση είναι κατάφωρη και, τέλος, εφόσον υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως την οποία υπέχει η εκδόσασα την πράξη αρχή και της βλάβης που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (βλ. τις προμνημονευθείσες αποφάσεις Brasserie du pκcheur και Factortame, σκέψη 51, και Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψεις 41 και 42).
54 Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, το αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είναι το αν συντρέχει, εκ μέρους του οικείου κοινοτικού οργάνου, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια (βλ. τις προμνημονευθείσες αποφάσεις Brasserie du pκcheur και Factortame, σκέψη 55, και Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 43). Όταν το κοινοτικό αυτό όργανο δεν διαθέτει παρά αισθητά μειωμένο ή και ανύπαρκτο περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παράβαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως (αποφάσεις της 23ης Μαου 1996, C-5/94, Hedley Lomas, Συλλογή 1996, σ. I-2553, σκέψη 28· της 8ης Οκτωβρίου 1996, C-178/94, C-179/94 και C-188/94 έως C-190/94, Dillenkofer κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-4845, σκέψη 25· της 2ας Απριλίου 1998, C-127/95, Noorbrook Laboratories, Συλλογή 1998, σ. I-1531, σκέψη 104· της 4ης Ιουλίου 2000, C-424/97, Haim, Συλλογή 2000, σ. I-5123, σκέψη 38, και προμνημονευθείσα απόφαση Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 44).
55 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το αποφασιστικό κριτήριο για να καθοριστεί αν συντρέχει τέτοια παράβαση δεν είναι ο ατομικός χαρακτήρας της οικείας πράξεως, αλλά τα περιθώρια εκτιμήσεως που διαθέτει το κοινοτικό όργανο κατά την έκδοσή της.
56 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη όταν έκρινε ότι μπορούσε να στοιχειοθετείται ευθύνη της Επιτροπής εκ μόνου του παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως της 17ης Ιουλίου 1997, χωρίς να λάβει υπόψη τα περιθώρια εκτιμήσεως που αυτή διέθετε κατά την έκδοση της εν λόγω πράξεως.
57 Επιβάλλεται εντούτοις να υπομνησθεί ότι, αν το σκεπτικό μιας αποφάσεως του Πρωτοδικείου ενέχει παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, αλλά το διατακτικό της αποφάσεως είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί (βλ., τις αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 1992, C-30/91 P, Lestelle κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. Ι-3755, σκέψη 28, και της 13ης Ιουλίου 2000, C-210/98 P, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-5843, σκέψη 58).
58 Στη σκέψη 145 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε όμως ότι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στη σκέψη 38 της προμνημονευθείσας αποφάσεως T. Port, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της ανάγκης λήψεως μεταβατικών μέτρων βάσει του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93.
59 Επί πλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα, στη σκέψη 149 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η Camar ήταν σε θέση να υπερνικήσει, βασιζόμενη στη λειτουργία της αγοράς, τις σημαντικές δυσχέρειες που προκαλούσε η μετάβαση από το ιταλικό εθνικό σύστημα στο κοινοτικό σύστημα και ότι η εκ μέρους της Επιτροπής λήψη μεταβατικών μέτρων κατά την έννοια του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93 θα ήταν το μόνο μέσον για την αντιμετώπιση των δυσχερειών που συναντούσε η Camar.
60 Αυτή η πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική της ευχέρεια συνιστά κατάφωρη παράβαση του κοινοτικού δικαίου, κατά την έννοια της νομολογίας η οποία παρατίθεται στις σκέψεις 53 και 54 της παρούσας αποφάσεως, και είναι συνεπώς ικανή να στοιχειοθετήσει ευθύνη της Κοινότητας.
61 Δεδομένου ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι εν προκειμένω πληρούνται οι λοιπές απαιτούμενες προϋποθέσεις ώστε να στοιχειοθετείται εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, ορθά το Πρωτοδικείο έκανε δεκτό το στρεφόμενο κατά της Επιτροπής αίτημα αποζημιώσεως στην υπόθεση T-260/97.
62 Κατά συνέπεια, το αίτημα που κατατείνει στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθόσον αυτή υποχρεώνει την Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία που επικαλείται η Camar στην υπόθεση αυτή είναι απορριπτέο.
Επί των προϋποθέσεων του παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως η οποία στρέφεται κατά της αρνήσεως εκδόσεως πράξεως γενικής ισχύος (υπόθεση T-117/98)
Επιχειρήματα των διαδίκων
63 Κατά την Επιτροπή, το Συμβούλιο και τη Γαλλική Κυβέρνηση, το Πρωτοδικείο έκρινε εσφαλμένα, στη σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο κανονισμός τον οποίο υποστηρίζεται ότι όφειλε να θεσπίσει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93 αφορούσε ατομικά τις Camar και Tico εκ του ότι αυτές ήταν οι κύριοι εισαγωγείς μπανανών Σομαλίας και εθίγοντο επομένως λόγω πραγματικής καταστάσεως που τις χαρακτήριζε σε σχέση με κάθε άλλον επιχειρηματία ο οποίος ασκούσε τις δραστηριότητές του εντός της ίδιας αγοράς.
64 Κατά την άποψη των τριών αυτών διαδίκων, το μέτρο του οποίου ζητείται η λήψη, ήτοι η αύξηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 18 του κανονισμού 404/93 δασμολογικής ποσοστώσεως για τις εισαγωγές μπανανών τρίτων χωρών και μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ, θα μπορούσε να ληφθεί μόνον με πράξη γενικής και αφηρημένης ισχύος ο ρυθμιστικός χαρακτήρας της οποίας, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί λόγω της δυνατότητας καθορισμού, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου στα οποία η πράξη αυτή εφαρμόζεται μια δεδομένη χρονική στιγμή, εφόσον είναι βέβαιο ότι η εφαρμογή αυτή πραγματοποιείται βάσει αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως, που καθορίζεται από την πράξη βάσει του στόχου στον οποίο αυτή κατατείνει.
65 Οι εν λόγω διάδικοι υποστηρίζουν επίσης ότι αν το παραδεκτό προσφυγής ασκούμενης από επιχείρηση εξηρτάτο από την εξέταση της θέσεως της επιχειρήσεως αυτής στην αγορά, αυτό θα είχε ως συνέπεια να εξαρτάται η πρόσβαση στα προβλεπόμενα από τη Συνθήκη ένδικα βοηθήματα από τη δικαστική εκτίμηση της εξελίξεως της αγοράς αυτής και θα παρείχε στις σημαντικότερες επιχειρήσεις την ιδιότητα προνομιούχου διαδίκου, πράγμα που θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.
66 Το Συμβούλιο προβάλλει επί πλέον ότι, αν η κατάσταση είχε καταστήσει πράγματι αναγκαία την προσαρμογή της δασμολογικής ποσοστώσεως σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93, η Επιτροπή δεν θα ήταν υποχρεωμένη να χορηγήσει τις νέες ποσότητες στους εισαγωγείς μπανανών Σομαλίας και επομένως, αντίθετα προς τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου στη σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι Camar και Tico δεν θα ήταν κατ' ανάγκη οι κύριοι ωφελούμενοι από τον κανονισμό τον οποίο η Επιτροπή αρνήθηκε να θεσπίσει.
67 Οι Camar και Tico, καθώς και η Ιταλική Κυβέρνηση, υποστηρίζουν ότι τα συμπεράσματα του Πρωτοδικείου σχετικά με το παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93 δεν μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, δεδομένου ότι στηρίζονται σε πραγματικές διαπιστώσεις σχετικά με τη θέση των δύο αυτών εταιριών στην αγορά.
68 Επικουρικώς, οι Camar και Tico, καθώς και η Ιταλική Κυβέρνηση, υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο προέβη σε ορθή εφαρμογή της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου. Συναφώς, προβάλλουν ειδικότερα ότι, κατά τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων, η Επιτροπή όφειλε να προβλέψει όχι μόνον την αύξηση της δασμολογικής ποσοστώσεως, αλλά επίσης ειδικά μέτρα κατανομής της χορηγούμενης συμπληρωματικής ποσότητας που θα ήταν ικανά να εξασφαλίσουν ότι οι Camar και Tico θα μπορούσαν πράγματι να επωφεληθούν.
Eκτίμηση του Δικαστηρίου
69 Όσον αφορά το παραδεκτό του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, επισημαίνεται ότι είναι μεν αληθές ότι από τα άρθρα 225 ΕΚ και 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αναίρεση περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και ότι, επομένως, το Πρωτοδικείο είναι κατ' αρχήν μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, αλλά το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκεί έλεγχο επί του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών αυτών περιστατικών και επί των εννόμων συνεπειών που συνήγαγε το Πρωτοδικείο (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 28ης Μαου 1998, C-7/95 P, Deere κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-3111, σκέψη 21, και της 2ας Οκτωβρίου 2001, C-449/99 P, ΕΤΕπ κατά Hautem, Συλλογή 2001, σ. I-6733, σκέψεις 44 και 45).
70 Εν προκειμένω, η Επιτροπή, το Συμβούλιο και η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αμφισβητούν το διαπιστωθέν από το Πρωτοδικείο πραγματικό περιστατικό ότι οι Camar και Tico ήταν οι κύριοι κοινοτικοί εισαγωγείς μπανανών Σομαλίας, αλλά υποστηρίζουν ότι η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο κανονισμός του οποίου τη θέσπιση είχαν ζητήσει οι εν λόγω εταιρίες από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93 θα τις αφορούσε ατομικά.
71 Κατά συνέπεια, εφόσον με τον υπό εξέταση λόγο αναιρέσεως αμφισβητούνται οι έννομες συνέπειες που συνήγαγε το Πρωτοδικείο από την ανωτέρω πραγματική διαπίστωση, ο λόγος αυτός πρέπει να κριθεί παραδεκτός.
72 Ενόψει της εκτιμήσεως του βασίμου του υπό εξέταση λόγου, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν τη διαπίστωση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο στη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η αρνητική απόφαση της Επιτροπής που αποτέλεσε αντικείμενο της προσφυγής στην υπόθεση T-117/98 αφορά τη θέσπιση κανονισμού και, επομένως, οι ιδιώτες μπορούν να ζητήσουν την ακύρωση της αποφάσεως αυτής μόνον αν αποδείξουν ότι ο εν λόγω κανονισμός θα τους αφορούσε άμεσα και ατομικά.
73 Κατά πάγια νομολογία όμως, μια πράξη γενικής ισχύος όπως ένας κανονισμός μπορεί να αφορά ατομικά φυσικά ή νομικά πρόσωπα μόνον αν τα θίγει λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων τους ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-451/98, Antillean Rice Mills κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-8949, σκέψη 49, και της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Uniσn de Pequeρos Agricultores κατά Συμβουλίου, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 36).
74 Ωστόσο, όπως υπέμνησαν η Επιτροπή, το Συμβούλιο και η Γαλλική Κυβέρνηση, η δυνατότητα προσδιορισμού, με περισσότερη ή λιγότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται ένα μέτρο ουδόλως σημαίνει ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι το μέτρο αυτό αφορά ατομικά τα εν λόγω υποκείμενα δικαίου, όταν είναι δεδομένο ότι η εφαρμογή αυτή πραγματοποιείται λόγω μιας αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως την οποία καθορίζει η επίμαχη πράξη (βλ., μεταξύ άλλων, την προμνημονευθείσα απόφαση Antillean Rice Mills κατά Συμβουλίου, σκέψη 52).
75 Βάσει των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι ο κανονισμός τον οποίο, κατά την άποψη των Camar και Tico, όφειλε να θεσπίσει η Επιτροπή, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93, για την προσαρμογή της προβλεπόμενης στο άρθρο 18 του ίδιου κανονισμού δασμολογικής ποσοστώσεως προς αντιμετώπιση των επιπτώσεων των ασυνήθιστων πλημμυρών που είχαν σημειωθεί το 1997 και το 1998 επί της παραγωγής μπανανών στη Σομαλία, δεν θα αφορούσε ατομικά τις Camar και Tico.
76 Συγκεκριμένα, έστω και αν ο κανονισμός αυτός θα μπορούσε, κατά το προσαρμοζόμενο μέρος της δασμολογικής ποσοστώσεως, να παρεκκλίνει από την κλείδα κατανομής που καθορίζεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 404/93 (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1997, C-9/95, C-23/95 και C-156/95, Βέλγιο και Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I-645, σκέψη 34), δεν θα αφορούσε τις Camar και Tico παρά μόνον βάσει της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως εισαγωγέων μπανανών Σομαλίας, κατά τον ίδιο τρόπο που θα αφορούσε κάθε άλλον επιχειρηματία ευρισκόμενο σε παρόμοια κατάσταση.
77 Δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω κανονισμός θα μπορούσε να αφορά ατομικά τις Camar και Tico για τον λόγο ότι οι εταιρίες αυτές, ως κύριοι εισαγωγείς μπανανών Σομαλίας, θα είχαν ενδεχομένως αντλήσει εξ αυτού περισσότερα πλεονεκτήματα από άλλους επιχειρηματίες, καθόσον είναι αληθές ότι το γεγονός ότι μια νομική διάταξη έχει διαφορετικά συγκεκριμένα αποτελέσματα για τα διάφορα υποκείμενα δικαίου επί των οποίων έχει εφαρμογή δεν έρχεται σε αντίθεση με τον κανονιστικό της χαρακτήρα, εφόσον η κατάσταση αυτή έχει καθοριστεί αντικειμενικώς (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 5ης Μαου 1977, 101/76, Koninklijke Scholten Honig κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1977, σ. 257, σκέψη 24, και διάταξη της 25ης Απριλίου 2002, C-96/01 P, Galileo και Galileo International κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I-4025, σκέψη 41).
78 Το Δικαστήριο υπέμνησε βεβαίως, στη σκέψη 44 της προμνημονευθείσας αποφάσεως Uniσn de Pequenos Agrocultores κατά Συμβουλίου, ότι η προϋπόθεση κατά την οποία ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονισμού μόνον αν ο κανονισμός αυτός το αφορά ατομικά πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων περιστάσεων που μπορούν να εξατομικεύσουν τον προσφεύγοντα.
79 Διαπιστώνεται ωστόσο ότι, στη σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε μόνον στο γεγονός ότι οι Camar και Tico ήταν οι κύριοι εισαγωγείς μπανανών Σομαλίας, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός του οποίου είχαν ζητήσει τη θέσπιση από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93 θα τις αφορούσε ατομικά.
80 Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως που αντλείται από την εκ μέρους του Πρωτοδικείου παράβαση των προϋποθέσεων του παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως η οποία στρέφεται κατά της αρνήσεως θεσπίσεως πράξεως γενικής ισχύος είναι βάσιμος.
81 Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί καθόσον με αυτή το Πρωτοδικείο έκανε δεκτή, στην υπόθεση T-117/98, την προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 23ης Απριλίου 1998, περί απορρίψεως του αιτήματος που υπέβαλαν οι Camar και Tico βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 404/93, χωρίς να συντρέχει λόγος εξετάσεως του βασίμου του λόγου αναιρέσεως που αντλείται από την παράβαση μιας των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 16, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.
82 Σύμφωνα με το άρθρο 54, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση. Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω.
83 Δεδομένου ότι η Camar και Tico ουδένα άλλον ισχυρισμό προέβαλαν πλην εκείνου τον οποίο έκανε δεκτό το Πρωτοδικείο για να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως στην υπόθεση T-117/98, αρκεί συναφώς η διαπίστωση ότι από τις σκέψεις 72 έως 79 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η εν λόγω προσφυγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
Επί των δικαστικών εξόδων
84 Κατά το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων.
85 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι Camar και Tico ηττήθηκαν στην υπόθεση T-117/98 και η Επιτροπή υπέβαλε σχετικό αίτημα, πρέπει να καταδικαστούν στα έξοδα της υποθέσεως αυτής.
86 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία της αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του εν λόγω κανονισμού, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι. Δεδομένου ότι η Επιτροπή καθώς και οι Camar και Tico ηττήθηκαν μερικώς, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά τους έξοδα αναφορικά με την παρούσα διαδικασία.
87 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται επίσης στη διαδικασία της αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του εν λόγω κανονισμού, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατ' εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ιταλική Δημοκρατία θα φέρουν τα έξοδά τους αναφορικά με την παρούσα διαδικασία.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
αποφασίζει:
1) Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουνίου 2000, T-79/96, T-260/97 και T-117/98, Camar και Tico κατά Επιτροπής, καθόσον με την απόφαση αυτή το Πρωτοδικείο έκανε δεκτή, στην υπόθεση T-117/98, την προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, της 23ης Απριλίου 1998, περί απορρίψεως του αιτήματος που υπέβαλαν οι Camar Srl και Tico Srl βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1993, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας.
2) Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως.
3) Απορρίπτει ως απαράδεκτη την προσφυγή ακυρώσεως στην υπόθεση T-117/98.
4) Καταδικάζει τις Camar Srl και Tico Srl στα δικαστικά έξοδα της υποθέσεως T-117/98.
5) Κάθε διάδικος θα φέρει τα έξοδά του αναφορικά με την παρούσα διαδικασία.