62000J0179

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 15ης Ιανουαρίου 2002. - Gerald Weidacher (συνδίκου της πτωχεύσεως της Thakis Vertriebs- und Handels GmbH) κατά Bundesminister für Land- und Forstwirtschaft. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgerichtshof - Αυστρία. - Άρθρο 149 της Πράξεως Προσχωρήσεως της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση - Μεταβατικά μέτρα - Πλεονάζοντα αποθέματα - Άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 3108/94 της Επιτροπής - Αρμοδιότητα - Κάτοχος του εμπορεύματος - Εφαρμοστέα επιβάρυνση κατά την εισαγωγή - Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη - Αναλογικότητα - Ίση μεταχείριση. - Υπόθεση C-179/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-00501


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. ροσχώρηση νέων κρατών μελών στις Κοινότητες - Αυστρία - Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Μεταβατικά μέτρα αφορώντα το εμπόριο γεωργικών προϊόντων - Δασμολόγηση των πλεοναζόντων αποθεμάτων - Αρμοδιότητα της Επιτροπής

(ράξη ροσχωρήσεως του 1994, άρθρο 149 § 1· κανονισμός 3108/94 της Επιτροπής, άρθρο 4)

2. ροσχώρηση νέων κρατών μελών στις Κοινότητες - Αυστρία - Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Μεταβατικά μέτρα αφορώντα το εμπόριο γεωργικών προϊόντων - Δασμολόγηση των πλεοναζόντων αποθεμάτων - Αρχές της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης - αραβίαση - Δεν υφίσταται

(ράξη ροσχωρήσεως του 1994, άρθρα 145 § 2 και 149 § 1· κανονισμός 3108/94 της Επιτροπής, άρθρο 4)

3. ροσχώρηση νέων κρατών μελών στις Κοινότητες - Αυστρία - Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Μεταβατικά μέτρα αφορώντα το εμπόριο γεωργικών προϊόντων - Δασμολόγηση των πλεοναζόντων αποθεμάτων - «Κάτοχος» πλεονάζοντος αποθέματος - Έννοια

(Κανονισμός 3108/94 της Επιτροπής, άρθρο 4)

4. ροσχώρηση νέων κρατών μελών στις Κοινότητες - Αυστρία - Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Μεταβατικά μέτρα αφορώντα το εμπόριο γεωργικών προϊόντων - Δασμολόγηση των πλεοναζόντων αποθεμάτων - Υπολογισμός του δασμού - Τυνησιακό ελαιόλαδο - Εφαρμοστέα «επιβάρυνση κατά την εισαγωγή»

(Κανονισμός 3108/94 της Επιτροπής, άρθρο 4 § 3)

5. ροσχώρηση νέων κρατών μελών στις Κοινότητες - Αυστρία - Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Μεταβατικά μέτρα αφορώντα το εμπόριο γεωργικών προϊόντων - Δασμολόγηση των πλεοναζόντων αποθεμάτων - Υπολογισμός του δασμού - αραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως - Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 3108/94 της Επιτροπής, άρθρο 4 § 3)

Περίληψη


1. Η Επιτροπή είχε αρμοδιότητα, δυνάμει του άρθρου 149, παράγραφος 1, της ράξεως ροσχωρήσεως του 1994, να θεσπίσει τα μέτρα δασμολογήσεως των ευρισκομένων εντός των νέων κρατών μελών πλεοναζόντων αποθεμάτων, που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 3108/94, σχετικά με τα μεταβατικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν λόγω της προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, όσον αφορά το εμπόριο γεωργικών προϊόντων.

( βλ. σκέψη 24, διατακτ. 1 )

2. Το άρθρο 4 του κανονισμού 3108/94, σχετικά με τα μεταβατικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν λόγω της προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, όσον αφορά το εμπόριο γεωργικών προϊόντων, δεν παραβιάζει ούτε την αρχή της αναλογικότητας ούτε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

ράγματι, αφενός, η Επιτροπή, θεσπίζοντας τη δασμολόγηση των ευρισκομένων εντός των νέων κρατών μελών πλεοναζόντων αποθεμάτων και καθορίζοντας τους κανόνες εφαρμογής της, επέλεξε τον τρόπο τον οποίο, μεταξύ πλειόνων δυνατοτήτων, θεώρησε ως τον πλέον ενδεδειγμένο για την αποτροπή των κινδύνων διαταράξεως της εύρυθμης λειτουργίας της κοινής οργανώσεως των αγορών, κινδύνων τους οποίους ενείχε η σώρευση αποθεμάτων υπερβαινόντων την ποσότητα που μπορούσε να θεωρηθεί ως αντιπροσωπεύουσα το κανονικό απόθεμα μεταφοράς κατά την έννοια του άρθρου 145, παράγραφος 2, της ράξεως ροσχωρήσεως του 1994. Η εν λόγω δασμολόγηση αποσκοπεί στην πρόληψη της δημιουργίας τέτοιων αποθεμάτων ή, τουλάχιστον, στην εξουδετέρωση των οικονομικών ωφελημάτων τα οποία αναμένουν οι κάτοχοί τους, θέτοντας τους τελευταίους σε ίση μοίρα με τους επιχειρηματίες της Κοινότητας των Δώδεκα, με τους οποίους βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση εντός της ίδιας αγοράς. Η δασμολόγηση αυτή πρέπει, κατ' αρχήν, να θεωρηθεί ότι είναι πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού της διευκολύνσεως της εφαρμογής της κοινής οργανώσεως των αγορών στα νέα κράτη μέλη, στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 149, παράγραφος 1, της ράξεως ροσχωρήσεως, χωρίς να βαίνει πέραν των αναγκαίων προς τον σκοπό αυτόν ορίων. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που της αναγνωρίζεται στον γεωργικό τομέα και δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

Αφετέρου, εφόσον δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά κοινοτικής ρυθμίσεως παρά μόνον εφόσον η ίδια η Κοινότητα δημιούργησε μια κατάσταση που μπορούσε να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, η Κοινότητα κατά κανένα τρόπο, είτε με πράξη είτε με παράλειψη, δεν άφησε τους ενδιαφερομένους κύκλους να εννοήσουν ότι, κατά τη διεύρυνσή της που πραγματοποιήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1995, δεν θα λαμβάνονταν μεταβατικά μέτρα για την αποτροπή των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και της κερδοσκοπίας που θα συνεπαγόταν η δημιουργία πλεοναζόντων αποθεμάτων. εραιτέρω, ένας επιχειρηματίας που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια όφειλε να γνωρίζει, από τη δημοσίευση της ράξεως ροσχωρήσεως του 1994 στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ότι, δυνάμει του άρθρου 149, παράγραφος 1, της ράξεως, η Επιτροπή είχε εξουσιοδοτηθεί να λάβει μεταβατικά μέτρα προκειμένου να προσαρμόσει τα ισχύοντα στα νέα κράτη μέλη καθεστώτα στην κοινή οργάνωση των αγορών, μέτρα τα οποία μπορούσαν, ενδεχομένως, να έχουν επιπτώσεις στα πλεονάζοντα αποθέματα που είχαν ήδη συσταθεί κατά τη δημοσίευση του κανονισμού 3108/94.

( βλ. σκέψεις 27-29, 31-33, διατακτ. 2 )

3. Ως «κάτοχος» πλεονάζοντος αποθέματος, υπό την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 3108/94, σχετικά με τα μεταβατικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν, λόγω της προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, όσον αφορά το εμπόριο γεωργικών προϊόντων, το οποίο προβλέπει μέτρα δασμολογήσεως των ευρισκομένων εντός των νέων κρατών μελών πλεοναζόντων αποθεμάτων, νοείται κάθε πρόσωπο που έχει την εξουσία διαθέσεως του αποθεματοποιημένου προϊόντος στην αγορά ώστε να αποκομίσει κέρδος.

( βλ. σκέψη 45, διατακτ. 3 )

4. Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 3108/94, σχετικά με τα μεταβατικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν, λόγω της προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, όσον αφορά το εμπόριο γεωργικών προϊόντων, έχει την έννοια ότι, προκειμένου για την εισαγωγή τυνησιακού ελαιολάδου, η «επιβάρυνση κατά την εισαγωγή» που ίσχυε στην Κοινότητα των Δώδεκα στις 31 Δεκεμβρίου 1994 είναι εκείνη την οποία προβλέπει το παράρτημα Ι του κανονισμού 3307/94, για καθορισμό των ελάχιστων εισφορών κατά την εισαγωγή ελαιολάδου καθώς και των εισφορών κατά την εισαγωγή άλλων προϊόντων του τομέα του ελαιολάδου.

( βλ. σκέψη 48, διατακτ. 4 )

5. Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 3108/94, σχετικά με τα μεταβατικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν, λόγω της προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, όσον αφορά το εμπόριο γεωργικών προϊόντων, προβλέποντας τη δασμολόγηση, δυνάμει του γενικού καθεστώτος του κανονισμού 3307/94, για καθορισμό των ελάχιστων εισφορών κατά την εισαγωγή ελαιολάδου καθώς και των εισφορών κατά την εισαγωγή άλλων προϊόντων του τομέα του ελαιολάδου, των πλεοναζόντων αποθεμάτων που διατηρούνταν την 1η Ιανουαρίου 1995 στα νέα κράτη μέλη, και τούτο προς τον σκοπό της προλήψεως ή της εξουδετερώσεως στρεβλώσεων του εμπορίου ικανών να διαταράξουν την κοινή οργάνωση των αγορών, δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των επιχειρηματιών των κρατών μελών.

ράγματι, οι επιχειρηματίες των νέων κρατών μελών οι οποίοι, την ημερομηνία αυτή, κατείχαν πλεονάζοντα αποθέματα τυνησιακού ελαιολάδου, εισαχθέντος υπό το καθεστώς που ίσχυε στα κράτη αυτά, δεν βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση με εκείνη των επιχειρηματιών της Κοινότητας των Δώδεκα οι οποίοι, από την 1η Μαρτίου έως τις 31 Οκτωβρίου 1994, εισήγαγαν ενδεχομένως ελαιόλαδο καταγωγής Τυνησίας στο πλαίσιο του προτιμησιακού καθεστώτος που προέβλεπε η παλαιά συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Τυνησίας.

( βλ. σκέψεις 50-51, διατακτ. 5 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-179/00,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Gerald Weidacher (συνδίκου της πτωχεύσεως της Thakis Vertriebs- und Handels GmbH)

και

Bundesminister für Land- und Forstwirtschaft,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 149, παράγραφος 1, της ράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και περί των προσαρμογών των ιδρυτικών Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ 1994, C 241, σ. 21, και ΕΕ 1995, L 1, σ. 1), καθώς και ως προς το κύρος και την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 3108/94 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τα μεταβατικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν λόγω της προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, όσον αφορά το εμπόριο γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 328, σ. 42),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, L. Sevón και Μ. Wathelet (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους G. Braun και Μ. Niejahr,

έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Νοεμβρίου 2001,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 17ης Απριλίου 2000, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Μα_ου 2000, το Verwaltungsgerichtshof υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, πέντε προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 149, παράγραφος 1, της ράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και περί των προσαρμογών των ιδρυτικών Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ 1994, C 241, σ. 21, και ΕΕ 1995, L 1, σ. 1, στο εξής: ράξη ροσχωρήσεως), καθώς και ως προς το κύρος και την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 3108/94 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τα μεταβατικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν λόγω της προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, όσον αφορά το εμπόριο γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 328, σ. 42).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του G. Weidacher, συνδίκου της πτωχεύσεως της Thakis Vertriebs- und Handels GmbH (στο εξής: Thakis), και του Bundesminister für Land- und Fortwirtschaft (Υπουργείου Γεωργίας και Δασών της Αυστρίας), σχετικά με φορολογική οφειλή επιβληθείσα λόγω κατοχής πλεονάζοντος αποθέματος ελαιολάδου.

Το νομικό πλαίσιο

3 Το άρθρο 137, παράγραφος 2, δεύτερη παύλα, της ράξεως ροσχωρήσεως προβλέπει ότι, πλην αντιθέτων διατάξεων, «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την κοινή γεωργική πολιτική εφαρμόζονται πλήρως στα νέα κράτη μέλη».

4 Το άρθρο 145, παράγραφος 2, της ράξεως ροσχωρήσεως, το οποίο διέπει την κατάσταση των γεωργικών προϊόντων που βρίσκονταν αποθεματοποιημένα κατά την ημερομηνία της προσχωρήσεως, έχει ως εξής:

«Κάθε απόθεμα προϊόντων σε ελεύθερη κυκλοφορία στο έδαφος των νέων κρατών μελών την 1η Ιανουαρίου 1995 το οποίο υπερβαίνει την ποσότητα που μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει κανονικό απόθεμα μεταφοράς πρέπει να καταργηθεί δαπάναις των κρατών μελών στο πλαίσιο κοινοτικών διαδικασιών που θα καθοριστούν αργότερα και μέσα σε προθεσμίες που θα ταχθούν με τη διαδικασία του άρθρου 149, παράγραφος 1. Η έννοια του κανονικού αποθέματος μεταφοράς ορίζεται για κάθε προϊόν σε συνάρτηση με τα κριτήρια και τους στόχους κάθε κοινής οργάνωσης αγοράς.»

5 Το άρθρο 149, παράγραφος 1, της ράξεως ροσχωρήσεως ορίζει τα ακόλουθα:

«Σε περίπτωση που απαιτούνται μεταβατικά μέτρα προκειμένου να διευκολυνθεί η μετάβαση από το καθεστώς που εφαρμόζεται σήμερα στα νέα κράτη μέλη στο καθεστώς που προκύπτει από την εφαρμογή της κοινής οργάνωσης αγορών υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο, τα μέτρα αυτά θεσπίζονται κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 38 του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/002, σ. 33, πλειστάκις τροποποιηθέντος)], ή, ανάλογα με την περίπτωση, στα αντίστοιχα άρθρα άλλων κανονισμών περί της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών. Τα μέτρα αυτά μπορούν να ληφθούν εντός περιόδου η οποία λήγει την 31η Ιανουαρίου 1997, η δε εφαρμογή τους περιορίζεται μέχρι αυτή την ημερομηνία.»

6 Βάσει του άρθρου 149, παράγραφος 1, της ράξεως ροσχωρήσεως, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 3108/94, η τρίτη αιτιολογική σκέψη του οποίου έχει ως εξής:

«[...] από την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, η κυκλοφορία των γεωργικών προϊόντων γίνεται χωρίς κανέναν έλεγχο στα εσωτερικά σύνορα· [...] επομένως, ένα σύστημα ενδεχόμενης δασμολόγησης των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο στρέβλωσης εμπορίου, είτε κατά την αποστολή από ένα κράτος μέλος σε άλλο, είτε κατά την εισαγωγή από άλλο κράτος μέλος, δεν φαίνεται σύστημα ικανοποιητικής αποτελεσματικότητας· [...] οι στρεβλώσεις εμπορίου πραγματοποιούνται με προϊόντα που δεν αποτελούν τμήμα του συνήθους αποθέματος κράτους μέλους· [...] πρέπει να προβλεφθεί δασμολόγηση των πλεοναζόντων αποθεμάτων που υπάρχουν στα νέα κράτη μέλη».

7 Το άρθρο 4 του κανονισμού 3108/94 ορίζει τα εξής:

«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 145, παράγραφος 2, της ράξης ροσχώρησης, και εφόσον δεν υπάρχει αυστηρότερη νομοθεσία σε εθνικό επίπεδο τα νέα κράτη μέλη επιβάλλουν δασμούς στους κατόχους πλεοναζόντων αποθεμάτων την 1η Ιανουαρίου 1995.

[...]

2. Για να προσδιοριστεί το πλεονάζον απόθεμα κάθε κατόχου, τα νέα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη κυρίως:

- το μέσο όρο των αποθεμάτων που ήταν διαθέσιμα κατά τα έτη που προηγήθηκαν της ένταξης,

- τα ρεύματα των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη που προηγήθηκαν της ένταξης,

- τις συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκαν τα αποθέματα αυτά.

Η έννοια του πλεονάζοντος αποθέματος εφαρμόζεται επίσης στα αγροτικά προϊόντα που προορίζονται για την αγορά των νέων κρατών μελών.

3. Το ύψος της επιβάρυνσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ισούται:

- με τη διαφορά μεταξύ της επιβάρυνσης κατά την εισαγωγή, η οποία επιβάλλεται στην Κοινότητα των Δώδεκα στις 31 Δεκεμβρίου 1994, και της επιβάρυνσης κατά την εισαγωγή που εφαρμόζεται στο νέο κράτος μέλος στις 31 Δεκεμβρίου 1994, εφόσον η πρώτη επιβάρυνση είναι υψηλότερη της δεύτερης,

[...]

4. Για τη σωστή εφαρμογή του δασμού που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τα νέα κράτη μέλη προβαίνουν σε απογραφή των αποθεμάτων που είναι διαθέσιμα την 1η Ιανουαρίου 1995.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στα προϊόντα των ακολούθων κωδικών ΣΟ:

- για την Αυστρία: 1006, 0806 20, 1702 10, 1509, 1510,

[...]».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8 Τον Οκτώβριο του 1994, η Thakis αγόρασε στην Τυνησία σημαντική ποσότητα ελαιολάδου. Με σύμβαση συστάσεως ασφαλείας της 13ης Δεκεμβρίου 1994, το μέρος του εμπορεύματος που προοριζόταν για την Αυστρία ενεχυριάστηκε σε αυστριακή τράπεζα, την A-Bank. Το εμπόρευμα, συνοδευόμενο από μεταφορικά έγγραφα εκδοθέντα στο όνομα της τράπεζας, εγκατέλειψε την Τυνησία στις 21 Δεκεμβρίου 1994 και εκτελωνίστηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1994, ενόσω δεν είχε ακόμα εκφορτωθεί.

9 Στις 31 Δεκεμβρίου 1994, ένα μέρος του ελαιολάδου που εισήγαγε η Thakis βρισκόταν σε αποθήκη αυστριακής επιχειρήσεως οινοποιίας, υπό τον έλεγχο της A-Bank, ενώ ένα άλλο μέρος σε βαγόνια σταθμευμένα σε αυστριακό σταθμό, υπό την ευθύνη του μεταφορέα.

10 Η Agrarmarkt Austria (αυστριακή υπηρεσία επιβλέψεως των γεωργικών αγορών), θεωρώντας ότι η Thakis ήταν κάτοχος, την 1η Ιανουαρίου 1995, πλεοναζόντων αποθεμάτων 1 091 341 kg τυνησιακού ελαιολάδου, κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 3108/94, εξέδωσε, την 1η Φεβρουαρίου 1995, εντολή να συσταθεί ασφάλεια προς εξασφάλιση φορολογικής οφειλής, προώρως εκκαθαρισθείσας λόγω κατοχής πλεονάζοντος αποθέματος, και της κοινοποίησε, στις 3 Απριλίου 1995, πράξη περί επιβολής δασμών ύψους 11 086 683 αυστριακών σελινίων (ΑΤS).

11 Το ποσό αυτό υπολογίστηκε, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 3108/94, βάσει της διαφοράς της ισχύουσας στις 31 Δεκεμβρίου 1994 δασμολογικής επιβαρύνσεως του ελαιολάδου μεταξύ της Κοινότητας των Δώδεκα και της Αυστρίας.

12 Ο δασμός που ίσχυε στην Αυστρία κατά την ημερομηνία εκείνη ήταν 70 ATS ανά 100 kg, συν 18 % προσαύξηση συσκευασίας, ενώ η εισφορά που ίσχυε στην Κοινότητα των Δώδεκα ανερχόταν, σύμφωνα με το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) 3307/94 της Επιτροπής, της 29ης Δεκεμβρίου 1994, για καθορισμό των ελάχιστων εισφορών κατά την εισαγωγή ελαιολάδου καθώς και των εισφορών κατά την εισαγωγή άλλων προϊόντων του τομέα του ελαιολάδου (ΕΕ L 341, σ. 53), σε 66,31 ECU ανά 100 kg (ήτοι 1 098,48 ATS/100 kg).

13 Η εντολή συστάσεως ασφαλείας και η πράξη επιβολής του δασμού αμφισβητήθηκαν από την Thakis και κατόπιν από το σύνδικο πτωχεύσεως της τελευταίας στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής. Ειδικότερα, αμφισβητήθηκαν: πρώτον, ότι η Thakis ήταν «κάτοχος» αποθέματος ελαιολάδου την 1η Ιανουαρίου 1995· δεύτερον, το ύψος της επιβαρύνσεως, το οποίο, κατά την άποψη της Thakis, έπρεπε να καθοριστεί κατ' εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 287/94 του Συμβουλίου, της 7ης Φεβρουαρίου 1994, για την πρόβλεψη ειδικών μέτρων για την εισαγωγή ελαιολάδου καταγωγής Τυνησίας (ΕΕ L 39, σ. 1)· τρίτον, η νομιμότητα του κανονισμού 3108/94, ο οποίος, κατά τους ανωτέρω, αφενός, δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Επιτροπής κατά το άρθρο 149, παράγραφος 1, της ράξεως ροσχωρήσεως και, αφετέρου, παραβιάζει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθόσον το άρθρο 4 του κανονισμού εφαρμόζεται και τους επιχειρηματίες των νέων κρατών μελών που είχαν προβεί σε εμπορικές πράξεις πριν από την έκδοση του κανονισμού αυτού, ήτοι πριν από τις 19 Δεκεμβρίου 1994.

14 Κατόπιν της απορρίψεως της διοικητικής προσφυγής, η διαφορά υποβλήθηκε στο Verwaltungsgerichtshof. Το εν λόγω δικαστήριο, αμφιβάλλοντας, ενόψει των αιτιάσεων που αναπτύχθηκαν ενώπιόν του, ως προς το κύρος και την ερμηνεία του κανονισμού 3108/94, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Συνιστά η επιβολή δασμών επί πλεοναζόντων αποθεμάτων στα νέα κράτη μέλη, από 1ης Ιανουαρίου 1995, όπως προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 3108/94 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1994, κατά την έννοια του άρθρου 149, παράγραφος 1, της ράξεως ροσχωρήσεως, απαραίτητο μεταβατικό μέτρο για τη διευκόλυνση της μεταβάσεως από το εφαρμοζόμενο στα νέα κράτη μέλη καθεστώς στο καθεστώς που προκύπτει από την εφαρμογή της κοινής οργανώσεως αγορών κατά τον τίτλο VI, Γεωργία, της εν λόγω Συνθήκης ή μήπως ο κανονισμός αυτός είναι εν όλω ή εν μέρει άκυρος λόγω αναρμοδιότητας της Επιτροπής;

2) ροσκρούει προς το θεμελιώδες δικαίωμα της προστασίας του δικαιώματος διαθέσεως ή προς την αρχή της αναλογικότητας η εφαρμογή του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 3108/94 επί πλεονασμάτων οφειλομένων σε πράξεις διαθέσεως (αγορές και πωλήσεις) οι οποίες ανάγονται

α) σε ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεως του κανονισμού, ή

β) σε χρόνο κατά τον οποίο οι ενδιαφερόμενοι κύκλοι όφειλαν να γνωρίζουν ότι σχεδιάζεται η επιβολή εισφοράς επί των πλεονασμάτων;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, είναι ο εν λόγω κανονισμός εν όλω ή εν μέρει άκυρος λόγω παραβιάσεως αυτών των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή μήπως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν πρέπει να επιβάλλεται εισφορά επί των πλεονασμάτων;

3) α) Μπορεί ο πωλητής ενός εμπορεύματος, το οποίο αυτός το έχει μεταπωλήσει πριν από την 1η Ιανουαρίου 1995, χωρίς όμως να το έχει παραδώσει στον αγοραστή, να θεωρηθεί, την 1η Ιανουαρίου 1995, "κάτοχος" του εμπορεύματος αυτού, όταν

i) το εμπόρευμα και το προϊόν της πωλήσεώς του κατατέθηκαν ως ενέχυρο σε τραπεζικό ίδρυμα, βάσει δε της σχετικής συμβάσεως

- το εν λόγω τραπεζικό ίδρυμα έχει, από 1ης Ιανουαρίου 1995, τα κλειδιά της αποθήκης ενεχύρων στην οποία βρίσκεται μέρος του εμπορεύματος,

- τα μεταφορικά έγγραφα, ιδίως το έντυπο "Bill of lading", όσον αφορά το υπόλοιπο του εμπορεύματος, το οποίο μετά τον εκτελωνισμό του βρίσκεται σε βαγόνια σταθμευμένα σε αυστριακό σιδηροδρομικό σταθμό, είναι εις διαταγή του τραπεζικού ιδρύματος και ευρίσκεται υπό την κατοχή του, και

- το τραπεζικό αυτό ίδρυμα έχει μετάσχει κατά 20 % στα έσοδα που προέκυψαν από τη σύμβαση πωλήσεως που συνήψε ο ενεχυριάζων,

επιπλέον δε

ii) - τους δασμούς τους έχει καταβάλει ο ενεχυριάζων,

- το προϊόν της πωλήσεως που εδικαιούτο ο ενεχυριάζων κατατέθηκε στη συνέχεια σε λογαριασμό του στο εν λόγω τραπεζικό ίδρυμα, το ποσό αυτό όμως δεν μπορεί να το διαθέσει λόγω της συμβάσεως ενεχυριάσεως;

β) Δεν είναι ο ενεχυριάζων κάτοχος του εμπορεύματος όταν αυτός από 1ης Ιανουαρίου 1995, με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπει η σύμβαση ενεχυριάσεως, είχε ήδη την πρόθεση κατοχής του εμπορεύματος για λογαριασμό του αγοραστή; Έχει σχετικώς σημασία ότι έχει δηλωθεί η σχετική βούληση;

γ) Σε περιπτώσεις όπως η ανωτέρω υπό α) και β), είναι επίσης ο ενεχυρούχος δανειστής, ο αγοράσας από τον ενεχυριάζοντα, ο μεταφορικός πράκτορας, ο κάτοχος της αποθήκης, ο μεταφορέας, "κάτοχος" κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού;

4) Ως "επιβάρυνση κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα των Δώδεκα στις 31 Δεκεμβρίου 1994", υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 3108/94, όσον αφορά το ελαιόλαδο Τυνησίας του κωδικού 1509 10, νοείται,

α) κατά πάσα περίπτωση η ειδική εισφορά που επιβλήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 287/94 του Συμβουλίου, της 7ης Φεβρουαρίου 1994, ύψους 7,8 ECU/100 kg ή,

β) κατά πάσα περίπτωση η προβλεπόμενη στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) 3307/94 της Επιτροπής εισφορά 79 μείον 12,69, ήτοι 66,31 ECU/100 kg,

ή, αντιθέτως,

γ) εξαρτάται η απάντηση στο ερώτημα αυτό από το αν, στα κράτη μέλη της Κοινότητας των Δώδεκα, η εισαγωγή ελαιολάδου Τυνησίας ήταν ακόμα δυνατή χωρίς προβλήματα στο πλαίσιο της ποσοστώσεως που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 287/94 μέχρι το τέλος του έτους 1994 ή μήπως

δ) ο δασμολογικός συντελεστής πρέπει να καθορίζεται κατά περίπτωση αναλόγως του αν ο υπόχρεος καταβολής του δασμού, σε περίπτωση που σκοπείται η εισαγωγή σε κράτος μέλος της ΕΚ, είχε τη δυνατότητα κατά τον χρόνο συνάψεως της σχετικής συμβάσεως, να επιτύχει ευνοϊκότερη ποσόστωση;

5) Είναι μήπως το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 3108/94 της Επιτροπής, κατά την έννοια που εκτίθεται ανωτέρω στο ερώτημα 4, β), άκυρο λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως;»

Επί του πρώτου ερωτήματος

15 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η Επιτροπή ήταν αρμόδια, δυνάμει του άρθρου 149, παράγραφος 1, της ράξεως ροσχωρήσεως, να λάβει τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 3108/94.

16 Τίθεται ουσιαστικά το ζήτημα αν η είσπραξη αντισταθμιστικού δασμού, όπως αυτός που προβλέπει το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, συνιστά ή όχι αναγκαίο μεταβατικό μέτρο, κατά την έννοια του άρθρου 149, παράγραφος 1, της ράξεως ροσχωρήσεως, προκειμένου να διευκολυνθεί, στον γεωργικό τομέα, η μετάβαση από το καθεστώς που ίσχυε στα νέα κράτη μέλη πριν από την προσχώρησή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο καθεστώς που προκύπτει από την εφαρμογή της κοινής οργανώσεως των αγορών.

17 Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο αναιρεσείων της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η είσπραξη φόρου όπως αυτός τον οποίο προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 3108/94 δεν μπορεί να εμπίπτει στην έννοια των μεταβατικών μέτρων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 149, παράγραφος 1, της ράξεως ροσχωρήσεως, δεδομένου ότι η έκφραση «να διευκολυνθεί η μετάβαση» που περιέχεται στη διάταξη αυτή αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι επωφελή για τα νέα κράτη μέλη, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην περίπτωση της επιβολής δασμού την οποία αφορά η κύρια δίκη.

18 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 137, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της ράξεως ροσχωρήσεως, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την κοινή γεωργική πολιτική εφαρμόζονται πλήρως, πλην εξαιρέσεως, στα νέα κράτη μέλη. Ακριβώς για «διευκολυνθεί η μετάβαση από το καθεστώς που εφαρμόζεται σήμερα στα νέα κράτη μέλη στο καθεστώς που προκύπτει από την εφαρμογή της κοινής οργάνωσης αγορών» προβλέπει το άρθρο 149, παράγραφος 1, της ιδίας ράξεως τη θέσπιση των μεταβατικών μέτρων «που απαιτούνται», «κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 38 του κανονισμού 136/66/ΕΟΚ ή, ανάλογα με την περίπτωση, στα αντίστοιχα άρθρα άλλων κανονισμών περί της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών».

19 Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να υπομνησθεί η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα όταν πρόκειται για τη λήψη μέτρων προς υλοποίηση των σκοπών της κοινής γεωργικής πολιτικής (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 1997, C-285/94, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-3519, σκέψεις 22 και 23, και της 6ης Ιουλίου 2000, C-289/97, Eridania, Συλλογή 2000, σ. Ι-5409, σκέψη 48).

20 Εξάλλου, όσον αφορά τα αποθέματα προϊόντων τα οποία βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός των νέων κρατών μελών και υπερβαίνουν σε ποσότητα εκείνη που μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπεύουσα κανονικό απόθεμα μεταφοράς, το άρθρο 145, παράγραφος 2, της ράξεως ροσχωρήσεως προβλέπει υποχρέωση αυτών των κρατών μελών να τα εξαλείψουν με δική τους επιβάρυνση, σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται και εντός των προθεσμιών που τάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 149, παράγραφος 1, της εν λόγω ράξεως.

21 Οι συντάκτες της ράξεως ροσχωρήσεως θεώρησαν συνεπώς ότι η ύπαρξη στα νέα κράτη, την 1η Ιανουαρίου 1995, μη φυσιολογικών αποθεμάτων προϊόντων καλυπτομένων από κοινή οργάνωση των αγορών συνιστούσε πηγή διαταράξεως της εύρυθμης λειτουργίας των προβλεπομένων από την οργάνωση αυτή μηχανισμών, ιδίως λόγω της επιπτώσεώς της στη διαμόρφωση των τιμών.

22 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, θεσπίζοντας ειδική δασμολόγηση των πλεοναζόντων αποθεμάτων, βάσει του άρθρου 149, παράγραφος 1, της ράξεως ροσχωρήσεως, η Επιτροπή επιδίωκε ακριβώς να διευκολύνει τη μετάβαση στην κοινή οργάνωση αγορών για τα νέα κράτη μέλη, καθόσον η εν λόγω δασμολόγηση αποβλέπει, αφενός, στην πρόληψη της δημιουργίας αποθεμάτων χάριν κερδοσκοπίας και, αφετέρου, στην εξουδετέρωση των οικονομικών ωφελημάτων που θα αποκόμιζαν οι επιχειρηματίες που θα είχαν όντως συστήσει πλεονάζοντα αποθέματα σε χαμηλή τιμή (βλ. τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3108/94).

23 Επιπλέον, όπως ορθώς παρατήρησε η Αυστριακή Κυβέρνηση, η δασμολόγηση των πλεοναζόντων αποθεμάτων επιτρέπει τον μετριασμό του βάρους της προβλεπομένης από το άρθρο 145, παράγραφος 2, της ράξεως ροσχωρήσεως υποχρεώσεως των νέων κρατών μελών να καταστρέψουν δαπάναις τους τα αποθέματα αυτά.

24 Ενόψει των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι η Επιτροπή είχε αρμοδιότητα, δυνάμει του άρθρου 149, παράγραφος 1, της ράξεως ροσχωρήσεως, να θεσπίσει τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 3108/94.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

25 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ' ουσίαν το ζήτημα του κύρους του άρθρου 4 του κανονισμού 3108/94 από πλευράς των αρχών της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

26 Οσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή, όταν ασκεί τις αρμοδιότητες τις οποίες της απονέμει το Συμβούλιο, δηλαδή οι συντάκτες της ράξεως ροσχωρήσεως, στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, για την εκτέλεση των κανόνων που θεσπίζει το Συμβούλιο, μπορεί να κάνει χρήση ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως, οπότε μόνον η πρόδηλη ακαταλληλότητα ενός μέτρου που θεσπίστηκε σ' αυτόν τον τομέα, σε σχέση με τον στόχο που επιδιώκει το αρμόδιο όργανο, μπορεί να θίξει τη νομιμότητά του μέτρου αυτού (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder, Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 22, και της 5ης Μα_ου 1998, C-157/96, National Farmers' Union κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. Ι-2211, σκέψη 61).

27 Στην υπό κρίση περίπτωση, θεσπίζοντας τον επίδικο στην κύρια δίκη δασμό και καθορίζοντας τους κανόνες εφαρμογής του, η Επιτροπή επέλεξε τον τρόπο τον οποίο, μεταξύ πλειόνων δυνατοτήτων, θεώρησε ως τον πλέον ενδεδειγμένο για την αποτροπή των κινδύνων διαταράξεως της εύρυθμης λειτουργίας της κοινής οργανώσεως των αγορών, κινδύνων τους οποίους ενείχε η σώρευση αποθεμάτων υπερβαινόντων την ποσότητα που μπορούσε να θεωρηθεί ως αντιπροσωπεύουσα το κανονικό απόθεμα μεταφοράς κατά την έννοια του άρθρου 145, παράγραφος 2, της ράξεως ροσχωρήσεως (βλ. τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3108/94).

28 Η εν λόγω δασμολόγηση αποσκοπεί στην πρόληψη της δημιουργίας τέτοιων αποθεμάτων ή, τουλάχιστον, στην εξουδετέρωση των οικονομικών ωφελημάτων τα οποία αναμένουν οι κάτοχοί τους, θέτοντας τους τελευταίους σε ίση μοίρα με τους επιχειρηματίες της Κοινότητας των Δώδεκα, με τους οποίους βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση εντός της ίδιας αγοράς. Η δασμολόγηση αυτή πρέπει, κατ' αρχήν, να θεωρηθεί ότι είναι πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού της διευκολύνσεως της εφαρμογής της κοινής οργανώσεως των αγορών στα νέα κράτη μέλη, στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 149, παράγραφος 1, της ράξεως ροσχωρήσεως, χωρίς να βαίνει πέραν των αναγκαίων προς τον σκοπό αυτόν ορίων.

29 Επομένως, η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της συναφούς εξουσίας εκτιμήσεώς της. Συνεπώς, το επιχείρημα που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας είναι απορριπτέο.

30 Όσον αφορά την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο G. Weidacher υποστηρίζει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 3108/94 παραβιάζει την αρχή αυτή στο μέτρο που η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή και στους κατόχους πλεοναζόντων αποθεμάτων οι οποίοι είχαν εισαγάγει τα επίμαχα εμπορεύματα πριν από τη δημοσίευση του εν λόγω κανονισμού.

31 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά κοινοτικής ρυθμίσεως παρά μόνον εφόσον η ίδια η Κοινότητα δημιούργησε μια κατάσταση που μπορούσε να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (βλ. αποφάσεις της 15ης Απριλίου 1997, C-22/94, Irish Farmers Association κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. Ι-1809, σκέψη 19, και της 18ης Μα_ου 2000, C-107/97, Rombi και Arkopharma, Συλλογή 2000, σ. Ι-3367, σκέψη 67).

32 Αυτό όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Καταρχάς, η Κοινότητα κατά κανένα τρόπο, είτε με πράξη είτε με παράλειψη, δεν άφησε τους ενδιαφερομένους κύκλους να εννοήσουν ότι, κατά τη διεύρυνσή της που πραγματοποιήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1995, δεν θα λαμβάνονταν μεταβατικά μέτρα για την αποτροπή των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και της κερδοσκοπίας που θα συνεπαγόταν η δημιουργία πλεοναζόντων αποθεμάτων.

33 εραιτέρω, αγοράζοντας στην Τυνησία, τον Οκτώβριο του 1994, σημαντική ποσότητα ελαιολάδου, η Thakis, όπως κάθε επιχειρηματίας που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια, όφειλε να γνωρίζει, από τη δημοσίευση της ράξεως ροσχωρήσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 29ης Αυγούστου 1994, ότι, δυνάμει του άρθρου 149, παράγραφος 1, της ράξεως, η Επιτροπή είχε ακριβώς εξουσιοδοτηθεί να λάβει μεταβατικά μέτρα προκειμένου να προσαρμόσει τα ισχύοντα στα νέα κράτη μέλη καθεστώτα στην κοινή οργάνωση των αγορών, μέτρα τα οποία μπορούσαν, ενδεχομένως, να έχουν επιπτώσεις στα πλεονάζοντα αποθέματα που είχαν ήδη συσταθεί κατά τη δημοσίευση του κανονισμού 3108/94, ήτοι στις 20 Δεκεμβρίου 1994.

34 Τέλος, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το επίδικο εμπόρευμα εισήχθη στην Αυστρία στις 21 Δεκεμβρίου 1994 και εκτελωνίστηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1994, ήτοι μετά την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 3108/94. Επομένως, η επιχειρηματολογία του G. Weidacher είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής.

35 Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι επίσης απορριπτέος.

36 Ενόψει των ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι από την εξέταση του ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 4 του κανονισμού 3108/94 από πλευράς των αρχών της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Επί του τρίτου ερωτήματος

37 Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν μια επιχείρηση, όπως αυτή του αναιρεσείοντος της κύριας δίκης, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, πρέπει να θεωρείται ως κάτοχος πλεονάζοντος αποθέματος υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 3108/94.

38 Επιβάλλεται, προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί ότι το προδικαστικό ερώτημα που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ από εθνικό δικαστήριο πρέπει να αφορά ιδίως την ερμηνεία της Συνθήκης ή το κύρος και την ερμηνεία πράξεως των οργάνων της Κοινότητας ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η εφαρμογή διατάξεως του κοινοτικού δικαίου στη συγκεκριμένη περίπτωση που έχει υποβληθεί στο αιτούν δικαστήριο εμπίπτει στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού.

39 Κατά συνέπεια, το τρίτο ερώτημα πρέπει να νοηθεί ως αίτηση παροχής διευκρινίσεων ως προς την έννοια του «κατόχου» πλεονάζοντος αποθέματος, κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 3108/94, οι οποίες θα επιτρέψουν στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει κατά πόσον πρέπει να χαρακτηρίσει ως κάτοχο πλεοναζόντων αποθεμάτων την Thakis, ώστε να της επιβάλει τον επίδικο στην κύρια δίκη δασμό.

40 Κατά την Αυστριακή Κυβέρνηση, μόνον το πρόσωπο που έχει εξουσία διαθέσεως του εμπορεύματος μπορεί να θεωρηθεί κάτοχος του εμπορεύματος κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 3108/94. Στην κατάσταση αυτή βρίσκεται εν προκειμένω η Thakis, υπό την ιδιότητα του αγοραστή των πλεοναζόντων αποθεμάτων.

41 Αντιθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο όρος «κάτοχος», κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 3108/94, υποδηλώνει το πρόσωπο που ασκεί τον πραγματικό έλεγχο επί των αποθεμάτων ή το οποίο έχει την πραγματική και υλική κατοχή τους. Η ερμηνεία αυτή απορρέει από την ανάγκη εξασφαλίσεως της εισπράξεως του οφειλομένου δασμού, η οποία δεν θα εξασφαλιζόταν αν ο δασμός επιβάρυνε, παραδείγματος χάριν, τον κύριο του εμπορεύματος, ο οποίος μπορούσε να κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος.

42 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, προβλέποντας την επιβολή δασμών στους κατόχους των πλεοναζόντων αποθεμάτων την 1η Ιανουαρίου 1995, η Επιτροπή αποσκοπούσε, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, αφενός, στην πρόληψη της δημιουργίας αποθεμάτων χάριν κερδοσκοπίας και, αφετέρου, στην εξουδετέρωση των οικονομικών ωφελημάτων τα οποία ανέμεναν οι επιχειρηματίες που είχαν συστήσει τέτοια αποθέματα. Υπό τις συνθήκες αυτές, ως «κάτοχοι» υπό την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 3108/94 πρέπει να νοούνται τα πρόσωπα τα οποία, την 1η Ιανουαρίου 1995, είχαν την εξουσία να διαθέσουν το αποθεματοποιημένο προϊόν στην αγορά προκειμένου να αποκομίσουν κέρδος, στην εξουδετέρωση του οποίου αποσκοπούσε ακριβώς η επίδικη στην κύρια δίκη δασμολόγηση.

43 Όπως ορθώς παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 81 των προτάσεών του, η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 3108/94, που καθορίζει τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα νέα κράτη μέλη προκειμένου να καθορίσουν την ύπαρξη πλεονάζοντος αποθέματος. ρόκειται, μεταξύ άλλων, για τον μέσο όρο των αποθεμάτων που ήταν διαθέσιμα και τα ρεύματα των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη που προηγήθηκαν της εντάξεως του ενδιαφερομένου κράτους μέλους στην Κοινότητα. Τα στοιχεία αυτά δεν θα μπορούσαν προφανώς να ληφθούν υπόψη αν έπρεπε να προκριθεί η ερμηνεία σύμφωνα με την οποία η ιδιότητα του κατόχου αναγνωρίζεται σε κάθε πρόσωπο το οποίο, κατά την ημερομηνία της προσχωρήσεως στην Κοινότητα, είχε τον υλικό έλεγχο του αποθέματος - όπως ο έχων δικαίωμα ενεχύρου ή ο μεταφορέας - χωρίς να λαμβάνεται αναγκαστικά υπόψη η εξουσία ελεύθερης διαθέσεως του εμπορεύματος.

44 ρέπει να προστεθεί ότι ο προσδιορισμός του κατόχου πλεονάζοντος αποθέματος πρέπει να γίνεται ανεξαρτήτως του αν, εν προκειμένω, ο εμπλεκόμενος επιχειρηματίας έχει συστήσει καθ' οιονδήποτε τρόπο, ολικώς ή μερικώς, ασφάλεια επί του πλεονάζοντος αποθέματος.

45 Συνεπώς, στο τρίτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι ως «κάτοχος» πλεονάζοντος αποθέματος, υπό την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 3108/94, νοείται κάθε πρόσωπο που έχει την εξουσία διαθέσεως του αποθεματοποιημένου προϊόντος στην αγορά ώστε να αποκομίσει κέρδος.

Επί του τετάρτου ερωτήματος

46 Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν, προκειμένου για την εισαγωγή τυνησιακού ελαιολάδου, η «επιβάρυνση κατά την εισαγωγή», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 3108/94, η οποία ίσχυε στην Κοινότητα των Δώδεκα στις 31 Δεκεμβρίου 1994, είναι εκείνη την οποία προβλέπει το παράρτημα Ι του κανονισμού 3307/94 ή εκείνη που προκύπτει από τον κανονισμό 287/94.

47 Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση, όπως παρατήρησαν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι η ειδική εισφορά που προβλέπει ο κανονισμός 287/94 δεν ίσχυε πλέον στις 31 Δεκεμβρίου 1994, ημερομηνία που χρησιμοποιεί το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 3108/94 ως ημερομηνία αναφοράς. ράγματι, δυνάμει των άρθρων 1 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) 548/94 της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 1994, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 287/94 (ΕΕ L 69, σ. 3), τα απαιτούμενα πιστοποιητικά εισαγωγής για την εφαρμογή του καθεστώτος της ειδικής εισφοράς ίσχυαν μόνο από την 1η Μαρτίου έως τις 31 Οκτωβρίου κάθε έτους εμπορίας. Κατά συνέπεια, στις 31 Δεκεμβρίου 1994, το ελαιόλαδο καταγωγής Τυνησίας μπορούσε να εισαχθεί στην Κοινότητα μόνον στο πλαίσιο του γενικού καθεστώτος εισφορών που προβλέπει ο κανονισμός 3307/94.

48 Συνεπώς, στο τέταρτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 3108/94 έχει την έννοια ότι, προκειμένου για την εισαγωγή τυνησιακού ελαιολάδου, η «επιβάρυνση κατά την εισαγωγή» που ίσχυε στην Κοινότητα των Δώδεκα στις 31 Δεκεμβρίου 1994 είναι εκείνη την οποία προβλέπει το παράρτημα Ι του κανονισμού 3307/94.

Επί του πέμπτου ερωτήματος

49 Με το πέμπτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν μήπως το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 3108/94 είναι ανίσχυρο από πλευράς της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον η διάταξη αυτή δεν προβλέπει τη δυνατότητα εφαρμογής εφαρμογής της ειδικής εισφοράς, που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 287/94, στις εισαγωγές ελαιολάδου καταγωγής Τυνησίας που πραγματοποιήθηκαν από επιχειρηματίες των νέων κρατών μελών, ενώ στους επιχειρηματίες της Κοινότητας των Δώδεκα εφαρμόστηκε αυτή η εισφορά.

50 Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, οι επιχειρηματίες των νέων κρατών μελών οι οποίοι, την 1η Ιανουαρίου 1995, κατείχαν πλεονάζοντα αποθέματα τυνησιακού ελαιολάδου, εισαχθέντος υπό το καθεστώς που ίσχυε στα κράτη αυτά, δεν βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση με εκείνη των επιχειρηματιών της Κοινότητας των Δώδεκα οι οποίοι, από την 1η Μαρτίου έως τις 31 Οκτωβρίου 1994, εισήγαγαν ενδεχομένως ελαιόλαδο καταγωγής Τυνησίας στο πλαίσιο του προτιμησιακού καθεστώτος που προέβλεπε η παλαιά συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2212/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/011, σ. 3).

51 Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 3108/94, προβλέποντας τη δασμολόγηση, δυνάμει του γενικού καθεστώτος του κανονισμού 3307/94, των πλεοναζόντων αποθεμάτων που διατηρούνταν την 1η Ιανουαρίου 1995 στα νέα κράτη μέλη, και τούτο προς τον σκοπό της προλήψεως ή της εξουδετερώσεως στρεβλώσεων του εμπορίου ικανών να διαταράξουν την κοινή οργάνωση των αγορών, δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των επιχειρηματιών των κρατών μελών.

52 Συνεπώς, στο πέμπτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι από την εξέταση του ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 3108/94 από πλευράς της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

53 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 17ης Απριλίου 2000 το Verwaltungsgerichtshof, αποφαίνεται:

1) Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχε αρμοδιότητα, δυνάμει του άρθρου 149, παράγραφος 1, της ράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και περί των προσαρμογών των ιδρυτικών Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, να θεσπίσει τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 3108/94 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τα μεταβατικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν λόγω της προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, όσον αφορά το εμπόριο γεωργικών προϊόντων.

2) Από την εξέταση του δευτέρου ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 4 του κανονισμού 3108/94 από πλευράς των αρχών της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

3) Ως «κάτοχος» πλεονάζοντος αποθέματος, υπό την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 3108/94, νοείται κάθε πρόσωπο που έχει την εξουσία διαθέσεως του αποθεματοποιημένου προϊόντος στην αγορά ώστε να αποκομίσει κέρδος.

4) Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 3108/94 έχει την έννοια ότι, προκειμένου για την εισαγωγή τυνησιακού ελαιολάδου, η «επιβάρυνση κατά την εισαγωγή» που ίσχυε στην Κοινότητα των Δώδεκα στις 31 Δεκεμβρίου 1994 είναι εκείνη την οποία προβλέπει το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) 3307/94 της Επιτροπής, της 29ης Δεκεμβρίου 1994, για καθορισμό των ελάχιστων εισφορών κατά την εισαγωγή ελαιολάδου καθώς και των εισφορών κατά την εισαγωγή άλλων προϊόντων του τομέα του ελαιολάδου.

5) Από την εξέταση του πέμπτου ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 3108/94 από πλευράς της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.