Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. ροσφυγή λόγω παραβάσεως - Διαδικασία προ της ασκήσεως προσφυγής - Όχληση - Αντικείμενο

(Άρθρο 226 ΕΚ)

2. ροσφυγή λόγω παραβάσεως - Διαδικασία προ της ασκήσεως προσφυγής - Αντικείμενο - ροθεσμίες που τάσσονται στο κράτος μέλος - Απαιτείται να τάσσονται εύλογες προθεσμίες - Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 226 ΕΚ)

3. ροσφυγή λόγω παραβάσεως - Απόφαση της Επιτροπής να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου - Εφαρμογή της αρχής της συλλογικότητας - εριεχόμενο - Υποχρεωτική διάσκεψη του σώματος των επιτρόπων

(Άρθρο 226 ΕΚ)

4. ροσφυγή λόγω παραβάσεως - Μη τήρηση αποφάσεων της Επιτροπής - Αμυντικοί ισχυρισμοί - Αμφισβήτηση της νομιμότητας των αποφάσεων - Απαράδεκτο

(Άρθρα 226 ΕΚ, 227 ΕΚ, 230 ΕΚ και 232 ΕΚ)

5. Κράτη μέλη - Υποχρεώσεις - αράβαση - Δικαιολογία αντλούμενη από την εσωτερική έννομη τάξη - Δεν επιτρέπεται - Ανωτέρα βία - Έλλειψη σαφηνείας και ακριβείας των επιβαλλομένων υποχρεώσεων - ροϋποθέσεις

(Άρθρο 226 ΕΚ)

Περίληψη

1. Το νομότυπο της προβλεπόμενης από το άρθρο 226 ΕΚ διαδικασίας προ της ασκήσεως προσφυγής συνιστά ουσιώδη εγγύηση που η Συνθήκη θέλησε όχι μόνο για την προστασία των δικαιωμάτων του σχετικού κράτους μέλους, αλλά και για να εξασφαλιστεί ότι η δίκη που ενδεχομένως θα κινηθεί θα έχει ως αντικείμενο μια διαφορά που έχει καθοριστεί με σαφήνεια.

Από τον στόχο αυτόν προκύπτει ότι το έγγραφο οχλήσεως έχει ως σκοπό, αφενός, να οριοθετήσει το αντικείμενο της διαφοράς και να παράσχει στο κράτος μέλος που καλείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις του τα αναγκαία στοιχεία για την προετοιμασία της άμυνάς του και, αφετέρου, να του δώσει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί πριν η υπόθεση φθάσει στο Δικαστήριο.

( βλ. σκέψεις 53-54 )

2. Στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, η διαδικασία προ της ασκήσεως προσφυγής έχει ως σκοπό να παράσχει στο σχετικό κράτος μέλος τη δυνατότητα να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο ή να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά των αιτιάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή.

Ο διττός αυτός σκοπός επιβάλλει στην Επιτροπή να χορηγεί εύλογη προθεσμία στα κράτη μέλη για να απαντήσουν στο έγγραφο οχλήσεως και για να συμμορφωθούν προς την αιτιολογημένη γνώμη ή, εν ανάγκη, για να προετοιμάσουν την άμυνά τους. Για να εκτιμηθεί το εύλογο της προθεσμίας που τάχθηκε, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι, βραχύτατες προθεσμίας μπορούν να δικαιολογηθούν σε ειδικές περιπτώσεις, ιδίως όταν είναι επείγον να δοθεί τέλος σε παράβαση κράτους μέλους ή όταν το σχετικό κράτος μέλος έχει πλήρη επίγνωση της απόψεως της Επιτροπής πολύ πριν από την έναρξη της διαδικασίας.

( βλ. σκέψεις 64-65 )

3. Η αρχή της συλλογικότητας στηρίζεται στην ισότητα των μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεως και συνεπάγεται ιδίως ότι πριν από τις αποφάσεις γίνεται κοινή διάσκεψη και ότι όλα τα μέλη του σώματος των επιτρόπων είναι συλλογικώς υπεύθυνα, στο πολιτικό επίπεδο, για το σύνολο των αποφάσεων που έχουν ληφθεί. Επομένως, η απόφαση της Επιτροπής να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους πρέπει να ληφθεί μετά από κοινή διάσκεψη του σώματος των επιτρόπων και όλα τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση αυτή πρέπει να είναι διαθέσιμα για τα μέλη του σώματος των επιτρόπων.

( βλ. σκέψεις 79-80 )

4. Το σύστημα των ενδίκων βοηθημάτων που έχει καθιερώσει η Συνθήκη διακρίνει τις προσφυγές των άρθρων 226 ΕΚ και 227 ΕΚ, με τις οποίες επιδιώκεται να αναγνωριστεί ότι ένα κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του, από τις προσφυγές των άρθρων 230 ΕΚ και 232 ΕΚ, με τις οποίες επιδιώκεται να ελεγχθεί η νομιμότητα των πράξεων ή παραλείψεων των κοινοτικών οργάνων. Τα ένδικα αυτά βοηθήματα έχουν διαφορετικούς στόχους και διέπονται από διαφορετικές ρυθμίσεις. Επομένως, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, ελλείψει διατάξεως της Συνθήκης που θα του το επέτρεπε ρητώς, να προβάλει λυσιτελώς την έλλειψη νομιμότητας αποφάσεων των οποίων είναι αποδέκτης ως αμυντικό ισχυρισμό κατά προσφυγής λόγω παραβάσεως στηριζομένης στη μη εκτέλεση των αποφάσεων αυτών.

( βλ. σκέψη 101 )

5. Κατά πάγια νομολογία, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξεως προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη τήρηση υποχρεώσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο.

Εξ άλλου, ένα κράτος μέλος που προσκρούει σε προς στιγμήν ανυπέρβλητες δυσκολίες που το εμποδίζουν να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο μπορεί να επικαλεστεί ανωτέρα βία μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για την υπέρβαση των δυσκολιών αυτών.

Όταν υπάρχουν δυσκολίες για την ερμηνεία και κατά συνέπεια για την εφαρμογή αποφάσεως κοινοτικού οργάνου, καθόσον οι επιταγές που τάσσονται στο σύνολο των κρατών μελών δεν είναι ούτε σαφείς ούτε ακριβείς, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί πια να επικαλεστεί ανωτέρα βία από τη στιγμή που ενημερώθηκε πλήρως από την Επιτροπή για την έκταση των υποχρεώσεών του που απορρέουν από την εν λόγω απόφαση και διέθετε εύλογη προθεσμία για να εφαρμόσει την απόφαση αυτή όπως ερμηνεύθηκε και διευκρινίστηκε.

( βλ. σκέψεις 130-131, 134-136 )