62000C0351

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 21ης Φεβρουαρίου 2002. - Pirkko Niemi. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Vakuutusoikeus - Φινλανδία. - Κοινωνική πολιτική - Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών - Δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) ή της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ - Έννοια της αμοιβής - Συνταξιοδοτικό σύστημα δημοσίων υπαλλήλων. - Υπόθεση C-351/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-07007


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Εισαγωγή

1. Το παρόν προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται από το vakuutusoikeus, φινλανδικό δικαστήριο κοινωνικών ασφαλίσεων (στο εξής: αιτούν δικαστήριο). Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το προβλεπόμενο από τον valtion eläkelaki (φινλανδικό νόμο περί κρατικών συντάξεων) συνταξιοδοτικό σύστημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 149 ΕΚ ή σε εκείνο της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως . Στην πρώτη περίπτωση η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως έχει εφαρμογή χωρίς εξαιρέσεις, ενώ, διαφορετικά, η οδηγία 79/7, σύμφωνα με το άρθρο 7 αυτής, δεν εμποδίζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τον καθορισμό της συντάξιμης ηλικίας. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να εξακολουθούν να προβλέπουν διαφορετική συντάξιμη ηλικία για τους άνδρες και τις γυναίκες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για ένα μεταβατικό σύστημα για το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων, προβλέπον διαφορετικό όριο ηλικίας για τους άνδρες και τις γυναίκες. Το γεγονός της συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας γεννά δικαίωμα λήψεως συντάξεως γήρατος.

ΙΙ - Το νομικό πλαίσιο

A - Οι εφαρμοστέες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου

2. Το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) όριζε αρχικά τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου και διατηρεί εν συνεχεία την εφαρμογή της αρχής της ισότητος των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών.

Ως αμοιβή νοούνται, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας.

Η ισότης αμοιβής χωρίς διακρίσεις φύλου συνεπάγεται:

α) ότι η αμοιβή, παρεχομένη για όμοια εργασία που πληρώνεται κατ' αποκοπήν καθορίζεται με βάση την ίδια μονάδα μετρήσεως,

β) ότι η αμοιβή, η παρεχομένη για εργασία που πληρώνεται με βάση τη χρονική διάρκεια είναι η ίδια για όμοια θέση εργασίας.»

3. Κατόπιν τροποποιήσεως και νέας αριθμήσεως με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ του 1997 η διάταξη αυτή κατέστη το άρθρο 141 ΕΚ, ορίζει δε τα ακόλουθα στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2, πρώτο εδάφιο:

«1. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας.

2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως "αμοιβή" νοούνται οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας [...]».

Το άρθρο 141, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ είναι απολύτως όμοιο προς το άρθρο 119, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης.

4. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ προσάρτησε στη Συνθήκη ΕΚ το πρωτόκολλο υπ' αριθ. 2, που καλείται «πρωτόκολλο Barber», το οποίο έχει ως εξής:

«Για την εφαρμογή του άρθρου 141 της Συνθήκης, οι δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων παροχές δεν θεωρούνται αμοιβή εφόσον αντιστοιχούν σε περιόδους απασχόλησης πριν από τις 17 Μα_ου 1990, με εξαίρεση τους εργαζόμενους ή τους δικαιούχους οι οποίοι πριν από αυτή την ημερομηνία είχαν ασκήσει δικαστική προσφυγή ή καταθέσει αντίστοιχη ένσταση σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο».

5. Η οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (στο εξής: οδηγία 79/7).

6. Το άρθρο 3 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

α) στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά των ακολούθων κινδύνων:

- ασθενείας,

- αναπηρίας,

- γήρατος,

- εργατικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθενείας,

- ανεργίας·

β) στις διατάξεις που αφορούν την κοινωνική πρόνοια, κατά το μέτρο που προορίζονται να συμπληρώσουν ή να υποκαταστήσουν τα συστήματα που αναφέρονται στην περίπτωση α).

2. και 3. [...]»

7. Το άρθρο 4 της οδηγίας έχει ως εξής:

«1. Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:

- το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά,

- την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,

- τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών.

2. [...]»

8. Το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, έχει ως εξής:

«1. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της:

α) τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος και συντάξεων εν γένει και τις συνέπειες που είναι δυνατό να προκύψουν για άλλες παροχές·

γ) έως ε) [...]

2. [...]»

9. Η οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας , περιλαμβάνει ένα άρθρο 5, η παράγραφος 1 του οποίου ορίζει τα ακόλουθα:

«Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο.».

B - Η εθνική νομοθεσία

10. Το προκείμενο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως περιγράφεται από το αιτούν δικαστήριο ως ακολούθως. ριν από την έκδοση του valtion eläkelaki το 1966 το κράτος ανελάμβανε το καθήκον της εγγυήσεως των εισοδημάτων των υπαλλήλων του και μετά το πέρας της υπηρεσίας τους. Από το 1993, οι χορηγούμενες βάσει του valtion eläkelaki συνταξιοδοτικές παροχές, οι οποίες ήταν προηγουμένως μεγαλύτερες, είναι αντίστοιχες προς εκείνες του ιδιωτικού τομέα. Τα συνταξιοδοτικά συστήματα εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα προβλέπονται και αυτά από τον νόμο. Στη Φινλανδία, κάθε εργασία καλύπτεται υποχρεωτικά από τα εκ του νόμου προβλεπόμενα συνταξιοδοτικά συστήματα εργαζομένων.

11. Το προβλεπόμενο από τον valtion eläkelaki συνταξιοδοτικό σύστημα καλύπτει κάθε άτομο που συνδέεται με το κράτος είτε με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου είτε του εργαζόμενου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Το ύψος της συντάξεως κατ' εφαρμογήν του valtion eläkelaki καθορίζεται σε συνάρτηση με την αρχαιότητα και το λεγόμενο διαπιστωμένο ύψος των εισοδημάτων του ενδιαφερομένου. Το ποσό της συντάξεως αυξάνει κατά 1,5 % ανά έτος υπηρεσίας. Το επίπεδο των εισοδημάτων προσδιορίζεται σε συνάρτηση με τα επαγγελματικά εισοδήματα των τελευταίων ετών υπηρεσίας. Σήμερα η γενική συντάξιμη ηλικία που προβλέπει ο valtion eläkelaki είναι τα 65 έτη.

12. Όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, ωστόσο, προβλέπεται δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως σε χαμηλότερη ηλικία από τη γενικώς προβλεπόμενη. Μια τέτοια ηλικία προβλέπεται από τη νομοθεσία των υπό κρίση υπηρεσιών. Για τις ένοπλες δυνάμεις, προβλέπεται ή προβλεπόταν το ακόλουθο σύστημα: το ισχύον για τους υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις συνταξιοδοτικό σύστημα όριζε προηγουμένως συνταξιοδότηση στα 60 έτη για τις γυναίκες και στα 50 έτη για τους άνδρες. Το σύστημα αυτό τροποποιήθηκε με τον νόμο του 1994 και τέθηκε σε ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1995. Κατά το ισχύον σήμερα σύστημα, οι θέσεις των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις διακρίνονται, ανάλογα με τη φύση των καθηκόντων, σε θέσεις ειδικευμένου στρατιωτικού προσωπικού και σε μη στρατιωτικές θέσεις, ανεξάρτητα από το φύλο. Για τις θέσεις ειδικευμένου στρατιωτικού προσωπικού το όριο ηλικίας είναι τα 55 έτη, ανεξάρτητα από το φύλο, ενώ, στις μη στρατιωτικές θέσεις είναι τα 65 έτη, επίσης ανεξάρτητα από το φύλο. Ο εργαζόμενος που συμπληρώνει το όριο ηλικίας πρέπει να αποχωρήσει από την υπηρεσία λαμβάνοντας παράλληλα σύνταξη. Στην πράξη, το όριο ηλικίας ταυτίζεται με την ηλικία από την οποία ο ενδιαφερόμενος δικαιούται σύνταξη γήρατος. Το νέο σύστημα εφαρμόζεται στις σχέσεις εργασίας που άρχισαν το νωρίτερο την 1η Ιανουαρίου 1995.

13. Όσον αφορά τις σχέσεις εργασίας που άρχισαν πριν την 1η Ιανουαρίου 1995 - όπως συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση - το όριο εργασίας προσδιορίζεται βάσει ειδικών μεταβατικών διατάξεων. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, το όριο ηλικίας στις παλαιές εργασιακές σχέσεις είναι, όσον αφορά τους υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις, τα 50 έως 55 έτη για τους άνδρες σε συνάρτηση με την αρχαιότητά τους, και τα 60 έτη για τις γυναίκες. Όμως, ανεξάρτητα από το φύλο, ο εργαζόμενος που άρχισε να εργάζεται πριν από την 1η Ιανουαρίου 1995 δικαιούται σύνταξη εφόσον έχει τουλάχιστον 30 έτη αρχαιότητας στη θέση εργασίας του.

14. Οι διάδικοι συμφωνούν ότι έχουν εν προκειμένω εφαρμογή οι ακόλουθες διατάξεις: τα άρθρα 4 και 8, παράγραφος 1, σημεία 2 και 4, του νόμου περί κρατικών συντάξεων, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 638 της 15ης Ιουλίου 1994, και το άρθρο 56, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του διατάγματος περί των ενόπλων δυνάμεων, καθώς και οι διατάξεις εφαρμογής του τροποποιητικού διατάγματος 1032 της 28ης Νοεμβρίου 1994.

15. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν στην ουσία τα ακόλουθα:

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του νόμου περί κρατικών συντάξεων ορίζει ως όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως τα 65 έτη.

Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, σημεία 2 και 4, εντούτοις, δεν απαιτείται η συμπλήρωση της συντάξιμης ηλικίας για την χορήγηση συντάξεως γήρατος. Από τα δύο αυτά σημεία προκύπτει ότι χορηγείται σύνταξη

- εφόσον ο εργαζόμενος που υπηρετεί ως μεθοριακός φρουρός στην υπηρεσία της αστυνομίας των συνόρων ή ως μόνιμος στρατιωτικός στις ένοπλες δυνάμεις συμπληρώνει την ηλικία των 55 ετών και έχει τουλάχιστον 30 έτη αρχαιότητα λαμβανόμενα υπόψη για τη σύνταξη σε μια τέτοια θέση, εκ των οποίων τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την αποχώρηση από την υπηρεσία και τρία έτη κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών που προηγούνται αμέσως της αποχωρήσεως από την υπηρεσία·

- εφόσον ο δικαιούχος συμπληρώνει το όριο ηλικίας .

16. Κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του διατάγματος περί των ενόπλων δυνάμεων, το ισχύον όριο ηλικίας για τους δημοσίους υπαλλήλους (σε μη στρατιωτικές θέσεις) είναι καταρχήν τα 65 έτη· προβλέπεται όμως όριο ηλικίας 55 ετών για τους υπηρετούντες σε ορισμένες θέσεις, τις οποίες απαριθμεί η ως άνω διάταξη. ρόκειται κυρίως για θέσεις μονίμων στρατιωτικών. Οι διατάξεις εφαρμογής του τροποποιητικού διατάγματος προβλέπουν παρέκκλιση από το όριο ηλικίας των 55 ετών.

ΙΙΙ - ραγματικά περιστατικά και διαδικασία της διαφοράς της κύριας δίκης

17. Στη διαδικασία της κύριας δίκης η P. Niemi (στο εξής: προσφεύγουσα) ζητεί τον προσδιορισμό της ηλικίας από την οποία δικαιούται σύνταξη γήρατος. Η προσφεύγουσα υπηρέτησε στις φινλανδικές ένοπλες δυνάμεις από την 1η Απριλίου 1969 με την ιδιότητα του μέλους του στρατιωτικού προσωπικού, οπότε καλύπτεται από το προβλεπόμενο από τον valtion eläkelaki συνταξιοδοτικό σύστημα. Στην περίπτωσή της το όριο ηλικίας διεπόταν από το διάταγμα περί των ενόπλων δυνάμεων , ειδικότερα από τις προβλεπόμενες από το διάταγμα 1032 μεταβατικές διατάξεις.

18. ρος διευκρίνιση του ζητήματος της ηλικίας χορηγήσεως συντάξεως γήρατος στην περίπτωσή της ζήτησε από το Valtiokonttori (αρμόδια αρχή για την εφαρμογή του νόμου) την έκδοση δεσμευτικής προκαταρκτικής αποφάσεως σχετικά με την ηλικία από την οποία θα εδικαιούτο σύνταξη με βάση τα έτη υπηρεσίας της. Μια τέτοια προκαταρκτική απόφαση είναι δεσμευτική όσον αφορά τη συνταξιοδότηση του ενδιαφερομένου.

19. Με απόφαση της 26ης Απριλίου 1995 το Valtiokonttori διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν εδικαιούτο σύνταξη γήρατος πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας των 60 ετών. Η προσφεύγουσα συμπλήρωσε τα 60 έτη την 1η Νοεμβρίου 1998. Η απόφαση αυτή δεχόταν δικαίωμα συνταξιοδοτήσεώς της από 1ης Δεκεμβρίου 1998. Στις 31 Μαρτίου 1999 θα είχε 30 έτη υπηρεσίας. Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής.

IV - Η διαδικασία υποβολής προδικαστικού ερωτήματος

20. Κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, το επίμαχο συνταξιοδοτικό σύστημα δεν αντιβαίνει προς το εθνικό φινλανδικό δίκαιο. Αντιθέτως, πρέπει να διευκρινιστεί αν το βάσει του valtion eläkelaki δικαίωμα λήψεως συντάξεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 της Συνθήκης της Ρώμης και αν το ως άνω συνταξιοδοτικό σύστημα αντιβαίνει ενδεχομένως προς την απαγόρευση των διακρίσεων που θεσπίζει το άρθρο 141.

21. Το αιτούν δικαστήριο επικαλείται την απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 1994 στην υπόθεση C-7/93, Beune . Στην ως άνω υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα συνταξιοδοτικό σύστημα, το οποίο έχει ορισμένα σημεία ομοιότητας με το προβλεπόμενο από τον valtion eläkelaki σύστημα, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 της Συνθήκης της Ρώμης.

22. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το φινλανδικό σύστημα συντάξεων εργασίας καλύπτει, ως υποχρεωτική εκ του νόμου ασφάλιση, κάθε επαγγελματική δραστηριότητα τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και την εργασία των επιχειρηματιών. Δεδομένου ότι το σύστημα αυτό καλύπτει εκ του νόμου κάθε εργασία, το φινλανδικό σύστημα συντάξεων εργασίας διαφέρει από όλα σχεδόν τα άλλα συνταξιοδοτικά συστήματα εργαζομένων των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

23. Λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του φινλανδικού συστήματος συντάξεων εργασίας και της διαφοράς μεταξύ του φινλανδικού και του ολλανδικού συστήματος, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει επί του αν είναι δυνατή η ερμηνεία της αποφάσεως του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση Beune έτσι ώστε να εφαρμοστεί κατ' αναλογία στην παρούσα υπόθεση και αν οι διατάξεις της Συνθήκης της Ρώμης πρέπει να ερμηνευθούν, και στην παρούσα υπόθεση, με τον ίδιο τρόπο όπως και στην προαναφερθείσα.

24. Για τους λόγους αυτούς το vakuutusoikeus ζητεί από το Δικαστήριο να εκδώσει προδικαστική απόφαση επί του ακόλουθου ερωτήματος:

Εμπίπτει το προβλεπόμενο από τον φινλανδικό νόμο περί κρατικών συντάξεων (valtion eläkelaki) συνταξιοδοτικό σύστημα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 [ΕΚ] ή της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου;

25. Στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία μετέσχαν η προσφεύγουσα, η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

V - αρατηρήσεις των διαδίκων

26. Η προσφεύγουσα παρατηρεί καταρχάς ότι ο valtion eläkelaki δεν προβλέπει δυσμενείς διακρίσεις όσον αφορά την ηλικία συνταξιοδοτήσεως. Αντιθέτως, ένα διάταγμα, ιεραρχικά κατώτερης ισχύος από τον νόμο, προβλέπει ένα σύστημα με εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις όρια ηλικίας . Για τους άνδρες που υπηρετούσαν ως στρατιωτικό προσωπικό στις ένοπλες δυνάμεις στις 31 Δεκεμβρίου 1994 και οι οποίοι κατέστησαν, από 1ης Ιανουαρίου 1995, μέλη του ειδικευμένου στρατιωτικού προσωπικού, το όριο ηλικίας κυμαίνεται μεταξύ 50 και 55 ετών. Όταν καθορίζεται ατομικά για κάθε ενδιαφερόμενο το όριο ηλικίας, λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η αρχαιότητα στις ένοπλες δυνάμεις αλλά και η εργασία σε μη στρατιωτικές υπηρεσίες του κράτους. Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, αντιθέτως, για τις γυναίκες που εργάζονται ως ειδικευμένο στρατιωτικό προσωπικό, η κατάσταση δεν μεταβάλλεται, καθόσον ορίζονται τα 60 έτη ως όριο ηλικίας χωρίς εξαίρεση, ενώ όλα τα λοιπά στοιχεία παραμένουν ισότιμα. Το ενιαίο όριο ηλικίας των 55 ετών ισχύει μόνο για το ειδικευμένο στρατιωτικό προσωπικό που ανέλαβε υπηρεσία από 1ης Ιανουαρίου 1995.

27. Το οριζόμενο με διάταγμα όριο ηλικίας για το ειδικευμένο στρατιωτικό προσωπικό προσδιορίζει τη στιγμή από την οποία ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να αποχωρήσει από την υπηρεσία. Με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας το ειδικευμένο στρατιωτικό προσωπικό υποχρεούται να αποχωρήσει από την υπηρεσία, έχοντας παράλληλα δικαίωμα λήψεως συντάξεως με βάση τα έτη υπηρεσίας του. Τα μέλη του ειδικευμένου στρατιωτικού προσωπικού που συμπληρώνουν το όριο ηλικίας δικαιούνται να αναλάβουν εργασία μετά τη συνταξιοδότησή τους, για παράδειγμα στην υπηρεσία ιδιώτη εργοδότη, οπότε στην περίπτωση αυτή μπορούν να λαμβάνουν ταυτόχρονα και σύνταξη γήρατος και μισθό.

28. ρος επεξήγηση της απόψεώς της η προσφεύγουσα περιγράφει τις καταστάσεις ενός άνδρα και μιας γυναίκας που αποτελούν μέρος του ειδικευμένου στρατιωτικού προσωπικού και που έχουν δύο εντελώς όμοιες σταδιοδρομίες, από τις οποίες προκύπτει ότι, ενώ όλα τα λοιπά στοιχεία είναι ισότιμα, οι άνδρες μπορούν να συνταξιοδοτούνται, ενδεχομένως, δέκα χρόνια πριν από τις γυναίκες συναδέλφους τους. Η διαφορά αυτή στηρίζεται αποκλειστικά στο φύλο. Μια τέτοια δυσμενής διάκριση αντιβαίνει, το αργότερο από 1ης Δεκεμβρίου 1997, και προς το φινλανδικό δίκαιο.

29. Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το όριο ηλικίας αποτελεί ένα ουσιώδες στοιχείο των όρων εργασίας του ειδικευμένου στρατιωτικού προσωπικού. Θεωρεί, επομένως, ότι το εν λόγω πλεονέκτημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 ΕΚ.

30. Ανεξάρτητα από το αν η υποχρέωση αποχωρήσεως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας αποτελεί για τους ενδιαφερομένους πλεονέκτημα ή μειονέκτημα, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών μελών του ειδικευμένου στρατιωτικού προσωπικού αντιβαίνει προς το κοινοτικό δίκαιο . Συναφώς, η προσφεύγουσα επικαλείται την απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 1986 στην υπόθεση 152/84, Marshall .

31. Η Φινλανδική Κυβέρνηση περιγράφει καταρχάς τα ουσιώδη στοιχεία του συνταξιοδοτικού συστήματος εργαζομένων, που εντάσσεται στο πλαίσιο της εκ του νόμου κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι κρατικές συντάξεις συνιστούν ουσιώδες συστατικό του φινλανδικού συστήματος συντάξεως εργαζομένων στο σύνολό του, σύστημα με το οποίο συνδέονται στενά και οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις. Το φινλανδικό σύστημα συντάξεως εργαζομένων αποτελεί, μαζί με το σύστημα εθνικών συντάξεων, μια από τις βάσεις των κοινωνικών ασφαλίσεων στη Φινλανδία. Οι χορηγούμενες στο πλαίσιο του φινλανδικού συστήματος συντάξεων εργαζομένων συντάξεις παρέχουν τη βασική εκ του νόμου προστασία στους μισθωτούς και στους μη μισθωτούς εργαζομένους. Η εθνική σύνταξη καταβάλλεται μόνο στα άτομα που έχουν πολύ χαμηλή σύνταξη εργασίας λόγω της βραχύτητας της σταδιοδρομίας τους ή σε άτομα που δεν έχουν ποτέ εργαστεί.

32. Το σύστημα συντάξεων εργασίας συνιστά ένα ενιαίο και ολοκληρωμένο σύνολο, περιλαμβανομένης της υποχρεωτικής υπαγωγής στο εν λόγω σύστημα. Όσον αφορά τη χορήγηση της συντάξεως, το ύψος της καθορίζεται πάντοτε σε συνάρτηση με το σύνολο της σταδιοδρομίας του ενδιαφερομένου.

33. Η χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος πραγματοποιείται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το αν πρόκειται για κρατικό σύστημα, για το σύστημα των δήμων και κοινοτήτων ή για ιδιωτικό σύστημα. Το κοινό σημείο των συστημάτων αυτών είναι η καταβολή εισφορών τόσο από τους εργοδότες όσο και από τους μισθωτούς προς χρηματοδότηση της ασφαλίσεως. Οι ασφαλιστικές εισφορές παρακρατούνται τη στιγμή της καταβολής του μισθού. Το ποσοστό τους είναι το ίδιο για όλους τους εργαζομένους (4,5 % του μισθού), ανεξάρτητα από το σύστημα στο οποίο υπάγονται. Δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ των εισφορών και των συντάξεων που πρόκειται να χορηγηθούν.

34. Οι συντάξεις του κρατικού συστήματος καλύπτονται από τον εθνικό προϋπολογισμό. Αντιθέτως, οι εργατικές και οι εργοδοτικές εισφορές καταβάλλονται σε ένα κρατικό συνταξιοδοτικό ταμείο, ανεξάρτητο από τον προϋπολογισμό, προς κάλυψη της χρηματοδοτήσεως των μελλοντικών συντάξεων. Κάθε έτος μεταφέρονται από το ταμείο αυτό χρηματικοί πόροι προς τον εθνικό προϋπολογισμό προς κάλυψη των σχετικών με τις συντάξεις δαπανών. Το ύψος των κρατικών συντάξεων είναι περίπου 2,5 φορές μεγαλύτερο από τα έσοδα του ταμείου, οπότε το μεγαλύτερο μέρος των συνταξιοδοτικών δαπανών καταβάλλεται απευθείας από τον εθνικό προϋπολογισμό.

35. Οι εργαζόμενοι στις ένοπλες δυνάμεις καλύπτονται και αυτοί από ένα προβλεπόμενο από τον νόμο σύστημα κρατικών συντάξεων. Αν δεν ληφθούν υπόψη ορισμένες ιδιαιτερότητες σχετικές με το στρατιωτικό προσωπικό που συνδέονται με την ειδική φύση των καθηκόντων τους, οι μόνες διαφορές είναι η ηλικία συνταξιοδοτήσεως και το ύψος της συντάξεως. Για το στρατιωτικό προσωπικό προβλέπεται ως γενική συντάξιμη ηλικία τα 55 έτη, εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει τουλάχιστον 30 έτη στρατιωτικής υπηρεσίας μετά την ηλικία των 23 ετών. Η Φινλανδική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι πριν από τις μεταρρυθμίσεις του 1993 και του 1995 δεν υπήρχε γενική ηλικία συνταξιοδοτήσεως αλλά οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να λάβουν σύνταξη μετά από ορισμένα έτη υπηρεσίας (γενικά 20 ή 25 έτη).

36. Όσον αφορά τις ένοπλες δυνάμεις, η ηλικία συνταξιοδοτήσεως καθορίζεται σε συνάρτηση με τα ασκούμενα καθήκοντα. Η ηλικία αυτή είναι χαμηλότερη από τη γενική ηλικία συνταξιοδοτήσεως των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και από την ηλικία χορηγήσεως των συνήθων συντάξεων γήρατος. Τα όρια ηλικίας καθορίζονται από τη νομοθεσία σχετικά με τις οικείες υπηρεσίες. Επομένως, το όριο ηλικίας δεν έχει άμεση σχέση με τη γενική ηλικία χορηγήσεως συντάξεων γήρατος, αλλά αφορά την ηλικία με τη συμπλήρωση της οποίας ο ενδιαφερόμενος πρέπει να αποχωρήσει από την υπηρεσία. Δεδομένου ότι τα άτομα που συμπληρώνουν το όριο ηλικίας δεν μπορούν να συνεχίσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, δικαιούνται σύνταξη αντίστοιχη προς τις παρασχεθείσες υπηρεσίες.

37. Όσον αφορά το μεταβατικό σύστημα που ισχύει στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, η Φινλανδική Κυβέρνηση εκθέτει ότι, κατόπιν του καθορισμού του ορίου ηλικίας, που κυμαίνεται μεταξύ 50 και 55 ετών, σε συνάρτηση με τη διάρκεια της υπηρεσίας, για τους άνδρες, και καθορίζεται στα 60 έτη για τις γυναίκες, το εν λόγω όριο ηλικίας αυξήθηκε γενικά για τους άνδρες ενώ παρέμεινε αμετάβλητο για τις γυναίκες. Κατά τη μεταρρύθμιση καταβλήθηκε προσπάθεια να παρασχεθεί στους δικαιούχους η δυνατότητα λήψεως πλήρους συντάξεως. Όμως, η μείωση του ορίου ηλικίας των γυναικών θα οδηγούσε τις περισσότερες φορές στη μείωση της συντάξεώς τους. Μια άμεση εξομοίωση του ορίου ηλικίας για όλες τις γυναίκες που υπηρετούν ως μόνιμοι στρατιωτικοί με το όριο ηλικίας των ανδρών θα είχε ως συνέπεια την υποχρέωση άμεσης αποχωρήσεως από την υπηρεσία των γυναικών εκείνων με ηλικία μεταξύ 50 και 60 ετών. Όμως, κατά τη Φινλανδική Κυβέρνηση, οι γυναίκες άρχισαν να στρατολογούνται από τη δεκαετία του 1960, οπότε η σύνταξη των περισσοτέρων από αυτές θα ήταν ελλιπής. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θα είχαν τη δυνατότητα να λάβουν πλήρη σύνταξη ακόμα και στην ηλικία των 60 ετών.

38. Όσον αφορά την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα, η Φινλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι το γενικό σύστημα συντάξεων εργασίας συντίθεται από συστήματα διεπόμενα από διαφορετικούς νόμους για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, του κρατικού τομέα και τους εργαζομένους στους δήμους και τις κοινότητες δεν προσδίδει στα συστήματα αυτά τον χαρακτήρα επαγγελματικών ή άλλων συνταξιοδοτικών συστημάτων υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου . Σύνταξη χορηγούμενη από το σύστημα κρατικών συντάξεων δεν συνδέεται με ορισμένη σχέση εργασίας. Αντιθέτως, η σύνταξη αποτελείται από το σύνολο των σχέσεων εργασίας. Οι συντάξεις που συντίθενται στο πλαίσιο των διαφόρων συστημάτων υφίστανται εναρμόνιση. ρόκειται για συστήματα που στηρίζονται σε πολιτική επιλογή στον τομέα των κοινωνικών ασφαλίσεων εκ μέρους των δημόσιων αρχών, τα οποία δεν εξαρτώνται από τις συνθήκες εργασίας του ενδιαφερομένου ή ομάδας ενδιαφερομένων. Τέτοια εκ του νόμου συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7.

39. Επομένως, σύνταξη χορηγούμενη από το σύστημα κρατικών συντάξεων δεν αποτελεί σύνταξη η οποία συμπληρώνει ή αντικαθιστά την εκ του νόμου σύνταξη αλλά συνιστά την κύρια πτυχή της συντάξεως γήρατος και μέρος του εκ του νόμου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στη Φινλανδία. Συνεπώς, σύνταξη χορηγούμενη βάσει ενός συστήματος σύμφωνου προς τον νόμο περί κρατικών συντάξεων δεν αποτελεί αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 141 ΕΚ. Αντιθέτως, πρόκειται για εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως υπό την έννοια της οδηγίας 79/7.

40. Η Επιτροπή εξετάζει το φινλανδικό σύστημα κρατικών συντάξεων με βάση τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου . Βάσει της νομολογίας αυτής, αποφασιστικό κριτήριο είναι το αν η σύνταξη χορηγείται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας μεταξύ του ενδιαφερομένου και του πρώην εργοδότη του. Το επίμαχο φινλανδικό συνταξιοδοτικό σύστημα αποτελεί χωρίς καμία αμφιβολία ένα εκ του νόμου προβλεπόμενο συνταξιοδοτικό σύστημα. Το γενικό συνταξιοδοτικό επαγγελματικό σύστημα στο οποίο εντάσσονται οι νόμοι περί κρατικών συντάξεων είναι ένα εκ του νόμου προβλεπόμενο υποχρεωτικό σύστημα. Εντούτοις, οι παροχές που χορηγεί στηρίζονται αποκλειστικά στη σχέση εργασίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του νόμου περί κρατικών συντάξεων.

41. Κατά τον υπολογισμό του ύψους της συντάξεως πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές στο σύνολό τους. Τα άρθρα 7 και 8 του νόμου περί κρατικών συντάξεων, αφενός, και οι μεταβατικές διατάξεις, αφετέρου, συνδέουν άμεσα το ύψος της συντάξεως με τον χρόνο υπηρεσίας και με τον μισθό των 4 έως 10 τελευταίων ετών της υπηρεσίας αυτής. Κατά την Επιτροπή, απλώς και μόνον το γεγονός ότι χρησιμοποιείται ως βάση υπολογισμού αντί των αποδοχών του τελευταίου έτους ο μέσος όρος των αποδοχών μιας ορισμένης περιόδου που προηγείται της συνταξιοδοτήσεως δεν αρκεί για να μη ληφθεί υπόψη η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.

42. Εξάλλου, είναι προφανές ότι οι μεταβατικές διατάξεις που καθορίζουν διαφορετικά όρια ηλικίας για τους άνδρες και τις γυναίκες που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις αφορούν μόνο μια πολύ συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων. Οι εν λόγω μεταβατικές διατάξεις, ωστόσο, αφορούν μόνο το όριο ηλικίας, με τη συμπλήρωση του οποίου γεννάται ταυτόχρονα δικαίωμα λήψεως συντάξεως γήρατος, σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου περί κρατικών συντάξεων.

43. Ωστόσο, η ομοιότητα του συστήματος με το φινλανδικό σύστημα επαγγελματικών συντάξεων από πλευράς γενικών αρχών δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία για να μη ληφθεί υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου. Η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι ένας Φινλανδός δημόσιος υπάλληλος δικαιούται σύνταξη αποκλειστικά βάσει της εργασιακής του σχέσεως. Οι διαφορές που διαλαμβάνονται στη διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ του ολλανδικού συνταξιοδοτικού συστήματος των δημοσίων υπαλλήλων, που αποτελούσε το αντικείμενο της υποθέσεως Beune , και του φινλανδικού συνταξιοδοτικού συστήματος δημοσίων υπαλλήλων δεν αρκούν για να αποκλειστεί η δυνατότητα να εμπίπτει το τελευταίο στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 ΕΚ και να καλύπτεται, αντιθέτως, από την οδηγία 79/7. Οι συντάξεις στο πλαίσιο του φινλανδικού συνταξιοδοτικού συστήματος πρέπει κατά συνέπεια να θεωρούνται ως αμοιβή ή ως άλλο πλεονέκτημα υπό την έννοια του άρθρου 141 ΕΚ.

44. Όσον αφορά το διαχρονικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 ΕΚ στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή επικαλείται το πρωτόκολλο Barber. Αντί της ημερομηνίας της 17ης Μα_ου 1990 περί της οποίας γίνεται λόγος στο πρωτόκολλο αυτό ως όριο για τη δυνατότητα εφαρμογής του πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Φινλανδίας στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, δηλαδή η 1η Ιανουαρίου 1994.

VI - Εκτίμηση

45. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το προβλεπόμενο από τον valtion eläkelaki συνταξιοδοτικό σύστημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 ΕΚ ή σε εκείνο της οδηγίας 79/7. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί το ζήτημα αν οι συντάξεις τις οποίες προβλέπει ο φινλανδικός νόμος περί κρατικών συντάξεων πρέπει να θεωρηθούν ως «αμοιβή» υπό την έννοια του άρθρου 141 ΕΚ ή ως παροχές ενός εκ του νόμου συστήματος που καλύπτει τον κίνδυνο γήρατος .

46. Τόσο το άρθρο 141 ΕΚ όσο και η οδηγία 79/7 αποτελούν έκφραση της κοινοτικής απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω φύλου. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 79/7, η εν λόγω οδηγία δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της «τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος και συντάξεων εν γένει και τις συνέπειες που είναι δυνατό να προκύψουν για άλλες παροχές». Εκτιμώντας ότι ο νόμος περί κρατικών συντάξεων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7 η Φινλανδική Κυβέρνηση παραπέμπει έμμεσα στην ως άνω παρέκκλιση.

47. Ωστόσο, η παρέκκλιση αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο επίμαχο σύστημα συντάξεων παρά μόνο αν πρόκειται για ένα εκ του νόμου σύστημα προστασίας κατά του κινδύνου γήρατος υπό την έννοια της οδηγίας και εφόσον το επίμαχο όριο ηλικίας, που κλιμακώνεται διαφορετικά ανάλογα με το φύλο, ταυτίζεται με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως υπό την έννοια του νόμου περί κρατικών συντάξεων. Όμως, δεν αμφισβητείται ότι η απευθείας προσδιοριζόμενη από τον νόμο περί κρατικών συντάξεων ηλικία συνταξιοδοτήσεως είναι ουδέτερη όσον αφορά το φύλο των ενδιαφερομένων.

48. Η ιδιαιτερότητα της υπό κρίση υποθέσεως έγκειται στο γεγονός ότι, αφενός, το όριο ηλικίας, που κλιμακώνεται διαφορετικά σε συνάρτηση με το φύλο, περιλαμβάνεται σε μεταβατική διάταξη - σε διάταγμα - και ότι, αφετέρου, η διάταξη αυτή διέπει όχι την ηλικία συνταξιοδοτήσεως αλλά την ηλικία αποχωρήσεως από την υπηρεσία των μελών του ειδικευμένου στρατιωτικού προσωπικού. Το δικαίωμα λήψεως συντάξεως, το οποίο ρυθμίζεται εξάλλου στο πλαίσιο νόμου, αποτελεί συνέπεια αποφάσεως του νομοθέτη να χορηγήσει δικαίωμα λήψεως συντάξεως στα εν λόγω άτομα έστω και αν δεν έχουν συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως που προβλέπεται από τον νόμο περί κρατικών συντάξεων.

49. Επομένως, ανακύπτει το ζήτημα αν τα διαφορετικά για τους άνδρες και τις γυναίκες όρια ηλικίας πρέπει να θεωρηθούν ως «όροι απολύσεως» στους οποίους θα μπορούσε να έχει εφαρμογή ενδεχομένως το άρθρο 5 της οδηγίας 76/207. Η διάταξη αυτή προβλέπει ρητά ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ισχύει και όσον αφορά τους όρους απολύσεως.

50. ρέπει εντούτοις να ληφθεί υπόψη το ότι, στην παρούσα υπόθεση, η αποχώρηση από την υπηρεσία, όπως εξέθεσε η προσφεύγουσα, συνδέεται, από πρακτικής, νομικής και οικονομικής απόψεως, με δικαίωμα λήψεως συντάξεως. Η αξίωση της προσφεύγουσας δεν αφορά την ύπαρξη δικαιώματος λήψεως συντάξεως το οποίο συνοδεύει την αποχώρηση από την υπηρεσία αλλά την ισότητα των σχετικών προϋποθέσεων και τη χορήγηση των ίδιων οικονομικών παροχών επ' ευκαιρία της αποχωρήσεως από την υπηρεσία σε σχέση με όσα προβλέπονται για τους άνδρες που έχουν την ιδιότητα του ειδικευμένου στρατιωτικού προσωπικού. Έτσι, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ρητά ότι η ηλικία της αυτεπάγγελτης αποχωρήσεως από την υπηρεσία είναι ταυτόχρονα η ηλικία συνταξιοδοτήσεως. Επομένως, δεδομένου ότι η διαφορά αφορά στην πράξη αποχώρηση από την υπηρεσία συνοδευόμενη από τη χορήγηση συντάξεως πρέπει να εξεταστεί καταρχάς η αρχή της ισότητας των αμοιβών που τίθεται με το άρθρο 141 ΕΚ.

51. Κατά το άρθρο 141, παράγραφος 1, ΕΚ, κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της ίδιας αξίας. Όσον αφορά τη σύγκριση της καταστάσεως της προσφεύγουσας και εκείνης ενός άνδρα συναδέλφου της, από πλευράς παρεχόμενης εργασίας, τα προς σύγκριση στοιχεία είναι απολύτως όμοια. Για τον λόγο αυτό η προσφεύγουσα λαμβάνει ως παράδειγμα, στις παρατηρήσεις της, δύο απολύτως συγκρίσιμες σταδιοδρομίες ενός άνδρα και μιας γυναίκας μέλους του ειδικευμένου στρατιωτικού προσωπικού, στις οποίες όμως εφαρμόζεται διαφορετικό όριο ηλικίας.

52. Δεδομένου ότι η απορρέουσα από το όριο ηλικίας αποχώρηση από την υπηρεσία συνεπάγεται ταυτόχρονα τη χορήγηση συντάξεως, ήτοι χρηματικής παροχής, πρέπει να εξεταστεί αν πρόκειται για «αμοιβή» υπό την έννοια του άρθρου 141 ΕΚ. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει νομικός χαρακτηρισμός της παροχής αυτής έναντι του νόμου περί κρατικών συντάξεων, αφήνοντας κατά μέρος τους όρους χορηγήσεως της παροχής.

53. Το άρθρο 141, παράγραφος 2, ΕΚ, ορίζει ότι ως «αμοιβή» νοούνται «οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο». Δεδομένου ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν πρόκειται για πλεονέκτημα χορηγούμενο στο πλαίσιο ενεργούς σχέσεως εργασίας αλλά για παροχή συντάξεως γήρατος δεν μπορεί να πρόκειται παρά για ένα «άλλο όφελος» χορηγούμενο από τον εργοδότη λόγω της σχέσεως εργασίας.

54. Κατά πάγια νομολογία, παρ' όλον ότι πλεονεκτήματα που έχουν εν μέρει τον χαρακτήρα παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως δεν είναι καταρχήν άσχετα προς την έννοια της αμοιβής, δεν είναι δυνατόν να περιληφθούν στην έννοια αυτή τα συστήματα ή οι παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως οι συντάξεις λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου που ρυθμίζονται απευθείας από τον νόμο χωρίς κανένα στοιχείο διαβουλεύσεως στο πλαίσιο της επιχειρήσεως ή του συγκεκριμένου επαγγελματικού κλάδου και που έχουν υποχρεωτική εφαρμογή σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων. ράγματι, τα συστήματα αυτά διασφαλίζουν υπέρ των εργαζομένων το ευεργέτημα ενός εκ του νόμου συστήματος, στη χρηματοδότηση του οποίου συμβάλλουν οι εργαζόμενοι, οι εργοδότες και ενδεχομένως οι δημόσιες αρχές σε βαθμό που είναι συνάρτηση όχι τόσον της σχέσεως εργασίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου όσο λόγων κοινωνικής πολιτικής .

55. Με την παλαιότερη νομολογία του το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να προβεί σε νομικό χαρακτηρισμό τόσο του ολλανδικού συνταξιοδοτικού συστήματος δημοσίων υπαλλήλων όσο και του γαλλικού συνταξιοδοτικού συστήματος που ισχύει για τους στρατιωτικούς και μη στρατιωτικούς δημοσίους υπαλλήλους . αρά διάφορες διαρθρωτικές διαφορές, και στις δύο περιπτώσεις το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προβλεπόμενες από τα δύο ως άνω συστήματα παροχές συνιστούν πράγματι «αμοιβή» υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης και του άρθρου 141 ΕΚ, αντιστοίχως. Ιδίως με την απόφαση Beune , που πρέπει να θεωρηθεί ως θεμελιώδους σημασίας, το Δικαστήριο προέβη σε συνολική εξέταση των διαφόρων στοιχείων που αποτελούν την αμοιβή, όπως συνάγονταν από την προηγούμενη νομολογία του, και προέβη σε οριοθέτησή τους σε σχέση με τα υπαγόμενα στην οδηγία 79/7 συστήματα παροχών.

56. Επομένως, το αποφασιστικό ζήτημα όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των επίμαχων παροχών είναι το κατά πόσο οι παροχές αυτές διακρίνονται από τις εξετασθείσες στο πλαίσιο των αποφάσεων Beune και Griesmar . Στη συνέχεια, θα πρέπει να εξεταστεί αν ενδεχόμενες διαφορές οδηγούν σε διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό των επίμαχων παροχών.

57. Στο πλαίσιο του νομικού χαρακτηρισμού της επίμαχης στην υπόθεση Beune παροχής το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το γεγονός ότι ένα σύστημα προβλέπεται απευθείας από τον νόμο δεν αρκεί για να αποκλειστεί το σύστημα αυτό από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ . Εντούτοις, το κριτήριο της διαβουλεύσεως μεταξύ εργοδοτών και εκπροσώπων των εργαζομένων δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη παρά μόνο αν καταλήγει σε συγκεκριμένη συμφωνία. ράγματι, στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων σε δημόσιες υπηρεσίες υφίστανται διάφορες μορφές διαβουλεύσεως μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, που δεν καταλήγουν οπωσδήποτε σε συλλογική σύμβαση . Η εφαρμογή του άρθρου 119 δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι μια σύνταξη πρέπει να είναι συμπληρωματική . Όσον αφορά τη χρηματοδότηση του συστήματος, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το συνταξιοδοτικό ταμείο λειτουργούσε μεν αυτοτελώς, με κανόνες παρόμοιους με αυτούς που διέπουν τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά ταμεία, τα χαρακτηριστικά αυτά όμως δεν το διέκριναν ουσιαστικά από ορισμένα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7 . Στο πλαίσιο αυτό, η ενδεχόμενη συνδρομή του Δημοσίου στη χρηματοδότηση του συστήματος είχε επίσης σημασία .

58. Όσον αφορά την έννοια των «γενικών κατηγοριών εργαζομένων», το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτή «δύσκολα μπορεί να εφαρμοστεί σε μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων όπως είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι» .

59. Σε τελική ανάλυση, αποφασιστικό κριτήριο είναι μόνο το στηριζόμενο στη διαπίστωση ότι «η σύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας μεταξύ αυτού και του πρώην εργοδότη του» . Η σύνταξη, η οποία «αφορά μόνο μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων, [...] τελεί σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας και [της οποίας] το ύψος υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού του υπαλλήλου» , είναι σύνταξη χορηγούμενη από τον εργοδότη του δημοσίου τομέα παρόμοια προς εκείνη την οποία θα κατέβαλε ένας εργοδότης του ιδιωτικού τομέα στους πρώην μισθωτούς του και πρέπει να χαρακτηριστεί ως «αμοιβή» υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ.

60. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη νομολογία αυτή με την απόφασή του στην υπόθεση Εβρενόπουλος . Το ανακύπτον στην εν λόγω υπόθεση ζήτημα ήταν ο χαρακτηρισμός ενός συνταξιοδοτικού συστήματος υπαλλήλων ενός δημόσιου οργανισμού . Ο οργανισμός αυτός συστήθηκε με νόμο, ο οποίος ρύθμιζε αποκλειστικά τη λειτουργία του. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι μια σύνταξη επιζώντος χορηγούμενη στο πλαίσιο του εν λόγω «επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος» ήταν «αμοιβή» υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που τίθενται με την απόφαση Beune .

61. Με την απόφασή του στην υπόθεση Griesmar το Δικαστήριο συνόψισε εκ νέου τα ουσιώδη κριτήρια για τον νομικό χαρακτηρισμό των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Καταρχάς, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, με την απόφαση Beune , είχε διευκρινίσει «ότι, μεταξύ των κριτηρίων που δέχθηκε, σύμφωνα με τις καταστάσεις που υποβλήθηκαν ενώπιόν του, για τον χαρακτηρισμό ενός συστήματος συνταξιοδοτήσεως, αποφασιστικό κριτήριο αποτελεί μόνον η διαπίστωση ότι η σύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας μεταξύ αυτού και του πρώην εργοδότη του, δηλαδή το κριτήριο της σχέσεως εργασίας που συνάγεται από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 119 της Συνθήκης» . Το Δικαστήριο έκρινε ότι το κριτήριο αυτό δεν μπορεί να κριθεί αποκλειστικό, καθόσον για τις συντάξεις που καταβάλλουν τα εκ του νόμου συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως μπορούν να λαμβάνονται υπόψη εν όλω ή εν μέρει οι αποδοχές που ελάμβανε ο εργαζόμενος την περίοδο που ασκούσε την επαγγελματική του δραστηριότητα .

62. Το Δικαστήριο συνέχισε με την ακόλουθη διαπίστωση: «άντως, θεωρήσεις περί κοινωνικής πολιτικής, οργανώσεως του κράτους, ηθικής, ή προβληματισμοί αφορώντες τον προϋπολογισμό, προβληματισμοί που επηρέασαν ίσως τον νομοθέτη στον καθορισμό ενός συστήματος όπως το επίδικο, δεν ασκούν επιρροή αν η σύνταξη αφορά μόνο μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων, αν τελεί σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας και αν το ύψος της υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού του υπαλλήλου» . Στην περίπτωση αυτή η χορηγούμενη από τον εργοδότη του δημόσιου τομέα σύνταξη είναι απολύτως συγκρίσιμη προς εκείνη την οποία θα κατέβαλλε ένας ιδιώτης εργοδότης στους πρώην μισθωτούς του .

63. Έτσι το Δικαστήριο έχει δώσει έναν λειτουργικό ορισμό των συνταξιοδοτικών παροχών. Με βάση τον ορισμό αυτό, αποφασιστικό στοιχείο είναι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της σχέσεως εργασίας και της συνταξιοδοτικής παροχής και όχι τα διαρθρωτικά στοιχεία του συστήματος των παροχών. Επ' αυτού, μπορεί να θεωρηθεί ότι η νομολογία που άρχισε με την απόφαση Beune, με την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε για πρώτη φορά τον αποφασιστικό χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας , αποτελεί αλλαγή σε σχέση με την προηγούμενη νομολογία, έστω και αν η αλλαγή αυτή δεν είναι ρητή. Η ανάπτυξη που ακολουθεί θα στηριχθεί σ' αυτήν τη λειτουργικού χαρακτήρα εκτίμηση.

64. Το εφαρμοστέο στην παρούσα υπόθεση συνταξιοδοτικό σύστημα στηρίζεται σε νόμο, ή τουλάχιστον οι βασικές του αρχές, όπως αυτές τίθενται από τον valtion eläkelaki. Οι διατάξεις για την εφαρμογή του όσον αφορά το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων είναι ασφαλώς νομικοί κανόνες ιεραρχικά κατώτεροι από τον νόμο. ρόκειται όμως για ένα σύστημα το οποίο στηρίζεται σε νομοθετική ρύθμιση, σε αντίθεση με μια τυπική σύμβαση μεταξύ εργοδότη και εκπροσώπων των μισθωτών. ρόκειται, επιπλέον, για ένα υποχρεωτικό σύστημα. Όπως ομόφωνα εξέθεσαν οι διάδικοι που μετέσχαν στη διαδικασία, όλα τα άτομα που έχουν ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα καλύπτονται, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, από το φινλανδικό επαγγελματικό σύστημα συντάξεων. Επιπλέον, δεν πρόκειται για συμπληρωματική σύνταξη. Τα στοιχεία αυτά πιστεύω ότι συνηγορούν υπέρ της απόψεως της Φινλανδικής Κυβερνήσεως ότι το εν λόγω σύστημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7.

65. Τα συστήματα τα οποία το Δικαστήριο κλήθηκε να εκτιμήσει στο πλαίσιο των υποθέσεων Beune και Griesmar στηρίζονταν, ωστόσο, επίσης στον νόμο. Επρόκειτο ομοίως για υποχρεωτικά συστήματα. Ενώ η υπόθεση Beune αφορούσε μια συμπληρωματική σύνταξη, το επίμαχο γαλλικό συνταξιοδοτικό σύστημα στην υπόθεση Griesmar ήταν ένα γενικό σύστημα συντάξεων. Όπως φαίνεται, οι δομές των συνταξιοδοτικών συστημάτων δημοσίων υπαλλήλων στις Κάτω Χώρες και στη Φινλανδία έχουν ουσιωδώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ενώ οι δημόσιοι υπάλληλοι στις Κάτω Χώρες λαμβάνουν πρώτα βασική σύνταξη από ένα γενικό σύστημα, που μπορεί να αυξηθεί με τη χορήγηση συμπληρωματικής συντάξεως, οι επαγγελματικές συντάξεις στη Φινλανδία συνθέτουν, όπως εκθέτει η Φινλανδική Κυβέρνηση, τη βασική σύνταξη, η οποία μπορεί ενδεχομένως να συμπληρώνεται από μια εθνική σύνταξη.

66. Το γεγονός ότι το γαλλικό σύστημα συντάξεων που εξετάστηκε στην υπόθεση Griesmar συνιστά μια βασική σύνταξη δεν εμπόδισε το Δικαστήριο να υπαγάγει τις χορηγούμενες στο πλαίσιο του συστήματος αυτού παροχές στο άρθρο 141 ΕΚ. Για τον λόγο αυτό πρέπει να ληφθεί ως βάση το ότι τα χαρακτηριστικά του επίμαχου συστήματος συντάξεων του δημοσίου τομέα, ως υποχρεωτικό σύστημα βασικής συντάξεως προβλεπόμενο από τον νόμο, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να εμπίπτει το σύστημα αυτό στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 ΕΚ.

67. Όσον αφορά τη χρηματοδότηση των συστημάτων, διαπιστώνονται ουσιώδεις διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ των συστημάτων περί των οποίων επρόκειτο στις υποθέσεις Beune και Griesmar. Ενώ η χρηματοδότηση του γαλλικού συστήματος συντάξεων δημοσίων υπαλλήλων διέπεται αποκλειστικά από τον ετήσιο νόμο περί δημόσιων οικονομικών, το ολλανδικό σύστημα συμπληρωματικών συντάξεων λειτουργεί στο πλαίσιο κεφαλαιοποιήσεως ενός ταμείου και παρουσιάζει, για τον λόγο αυτό, ομοιότητες με την οργάνωση ενός επαγγελματικού συνταξιοδοτικού ταμείου.

68. Το φινλανδικό σύστημα βρίσκεται ανάμεσα στα δύο αυτά διαφορετικά είδη οργανώσεως. Ενώ ένα κρατικό συνταξιοδοτικό ταμείο χρηματοδοτείται στην αρχή από τις εισφορές των εργοδοτών και των εργαζομένων με σκοπό την κάλυψη της μεταγενέστερης χρηματοδοτήσεως των συντάξεων, οι κρατικές συντάξεις στη Φινλανδία καλύπτονται κατά τη Φινλανδική Κυβέρνηση, από τον κρατικό προϋπολογισμό, προς τον οποίο μεταφέρονται κάθε έτος πόροι προερχόμενοι από το συνταξιοδοτικό ταμείο.

69. Ο τρόπος χρηματοδοτήσεως των συντάξεων δεν μπορεί να έχει τελικά αποφασιστική σημασία, καθόσον το Δικαστήριο, με τις αποφάσεις Beune και Griesmar, δεν εξέφρασε καμία αντίρρηση όσον αφορά τους ριζικά διαφορετικούς τρόπους οργανώσεως και εφόσον δεν θεώρησε ότι τούτο εμποδίζει με οποιοδήποτε τρόπο την υπαγωγή των παροχών αυτών στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 ΕΚ. Για τον λόγο αυτό ο τρόπος χρηματοδοτήσεως των φινλανδικών κρατικών συντάξεων, που αποτελεί ένα μείγμα των δύο ως άνω τρόπων χρηματοδοτήσεως, δεν αποτελεί εμπόδιο για να εκτιμηθούν οι παροχές αυτές έναντι του άρθρου 141 ΕΚ. Εντούτοις, αυτό το οποίο είναι αξιοσημείωτο στο φινλανδικό σύστημα κρατικών συντάξεων είναι ότι το κράτος, ως εργοδότης, παρέχοντας παράλληλα τις συντάξεις που χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, καθίσταται απευθείας εγγυητής της χρηματοδοτήσεώς του.

70. Δεν μπορεί να μην ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι - όπως εξετέθη στην παρούσα υπόθεση - το προβλεπόμενο από τον valtion eläkelaki συνταξιοδοτικό σύστημα συστήθηκε για το σύνολο των εργαζομένων στην υπηρεσία του Δημοσίου, η χορήγηση όμως των σχετικών παροχών προκύπτει από ιδιαίτερες κανονιστικές πράξεις που διέπουν κάθε φορά την κατάσταση αντικειμενικώς προσδιοριζομένων ομάδων εργαζομένων. Στην περίπτωση της προσφεύγουσας, ο νόμος περί κρατικών συντάξεων εφαρμόζεται μέσω του διατάγματος περί των ενόπλων δυνάμεων, καθώς και μέσω των διατάξεων εφαρμογής του τροποποιητικού διατάγματος 1032 της 28ης Νοεμβρίου 1994. Με τον τρόπο αυτό το όριο ηλικίας, που κλιμακώνεται με διαφορετικό τρόπο για τους άνδρες και τις γυναίκες δημοσίους υπαλλήλους και το οποίο έδωσε την αφορμή για την παρούσα διαφορά, προκύπτει αποκλειστικά από ειδικούς κανόνες που ισχύουν για τους υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις.

71. Επομένως, το ανακύπτον ζήτημα δεν αφορά τον valtion eläkelaki αυτόν καθαυτόν αλλά τα ειδικά συστήματα που ισχύουν για το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων. Εφόσον το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφασή του στην υπόθεση Griesmar, σχετικά με τους δημόσιους υπαλλήλους, ότι αυτοί πρέπει «να θεωρηθούν ως αποτελούντες ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων» που «δεν διακρίνονται από τους εργαζομένους μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου επιχειρήσεων, ενός οικονομικού ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού κλάδου, παρά μόνο λόγω των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών που εμφανίζει η σχέση εργασίας με το κράτος, με άλλους οργανισμούς ή εργοδότες του δημόσιου τομέα» , κατά μείζονα λόγο πρέπει να ισχύσει το ίδιο για την πολύ πιο ειδική ομάδα των ατόμων που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις.

72. Οι εφαρμοστέες για το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων διατάξεις ισχύουν φυσικά τόσο για τις στρατιωτικές όσο και για τις μη στρατιωτικές θέσεις. Οι διατάξεις αυτές καλύπτουν μια ομάδα εργαζομένων που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι βρίσκεται σε μια σχέση εργασίας με έναν και τον αυτό εργοδότη, ήτοι το Υπουργείο Άμυνας. Λόγω αυτού του ιδιαίτερου χαρακτηριστικού όσον αφορά τη σχέση εργασίας οι εργαζόμενοι αυτοί διακρίνονται από τους λοιπούς μισθωτούς, περιλαμβανομένων και εκείνων που εργάζονται στην υπηρεσία του Δημοσίου.

73. Η εν λόγω προσέγγιση επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, όσον αφορά την ως άνω ομάδα εργαζομένων στην υπηρεσία του Δημοσίου, έχουν εφαρμογή ορισμένες ειδικές διατάξεις σχετικά με τα όρια ηλικίας. Τα εν λόγω ειδικά συστήματα, που αποκλίνουν από τις γενικές διατάξεις του νόμου περί κρατικών συντάξεων, διακρίνουν τις εν λόγω σχέσεις εργασίας από εκείνες των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων ή των υπαλλήλων δημόσιων οργανισμών.

74. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο δέχθηκε, στην υπόθεση Griesmar, ότι οι συντάξεις αποτελούν «αντιπαροχή των υπηρεσιών που παρείχαν οι υπάλληλοι μέχρι την κανονική παύση των καθηκόντων τους» , τίθεται το ζήτημα αν οι χορηγούμενες στους υπηρετούντες στις φινλανδικές ένοπλες δυνάμεις συντάξεις μπορούν να θεωρηθούν ως «αντιπαροχή των υπηρεσιών που παρέσχαν».

75. Σε αντίθεση με την Επιτροπή η Φινλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει, με την ίδια σαφήνεια, ότι οι προβλεπόμενες από τον valtion eläkelaki συντάξεις δεν στηρίζονται σε κάποια ιδιαίτερη σχέση εργασίας. Τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και η Φινλανδική Κυβέρνηση και η προσφεύγουσα υποστήριξαν ότι το γενικό σύστημα συντάξεων εργασίας στη Φινλανδία λαμβάνει υπόψη το σύνολο της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του ενδιαφερομένου, ενώ, για τον υπολογισμό της προβλεπόμενης από τον valtion eläkelaki συντάξεως λαμβάνονται υπόψη μόνον οι σχέσεις εργασίας στην υπηρεσία του κράτους και ορισμένων δημόσιων οργανισμών.

76. Επομένως, σε συνάρτηση με την εξέλιξη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, η σχέση εργασίας στην υπηρεσία των ενόπλων δυνάμεων δεν αποτελεί το μόνο αποφασιστικό στοιχείο προκειμένου για τη χορήγηση της συντάξεως. Λαμβάνονται επίσης υπόψη τα ενδεχόμενα έτη υπηρεσίας σε μη στρατιωτικές θέσεις στην υπηρεσία του κράτους. Τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και η Επιτροπή τόνισαν, όσον αφορά τον υπολογισμό της συντάξεως, ότι το ύψος της προκύπτει από την αρχαιότητα και από τα επαγγελματικά εισοδήματα των τελευταίων ετών υπηρεσίας. Συναφώς, η Επιτροπή διευκρίνισε μάλιστα ότι βάση του σχετικού υπολογισμού είναι η αμοιβή των τελευταίων τεσσάρων έως δέκα ετών.

77. Υπό τις συνθήκες αυτές μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι προβλεπόμενες από τον valtion eläkelaki συντάξεις χορηγούνται ως αντιπαροχή έναντι των υπηρεσιών που παρέσχαν οι δημόσιοι υπάλληλοι μέχρι την αποχώρησή τους από την υπηρεσία. Το ύψος της συντάξεως αποτελεί συνάρτηση της διάρκειας και της φύσεως των παρεχομένων υπηρεσιών . Οι χορηγούμενες βάσει του φινλανδικού νόμου περί κρατικών συντάξεων συντάξεις αποτελούν, επομένως, συνάρτηση των περιόδων υπηρεσίας και υπολογίζονται με βάση τις αμοιβές του ενδιαφερομένου κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας. Κατά συνέπεια, οι συντάξεις πληρούν το κριτήριο το οποίο έκρινε ως αποφασιστικό το Δικαστήριο, με τις αποφάσεις Beune και Griesmar, όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των συντάξεων που χορηγούνται στο πλαίσιο συνταξιοδοτικού συστήματος δημοσίων υπαλλήλων, από πλευράς του άρθρου 141 ΕΚ . Κατά συνέπεια, οι προβλεπόμενες από τον valtion eläkelaki συντάξεις είναι «αμοιβές» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.

78. Επομένως, αν οι προβλεπόμενες από τον valtion eläkelaki συντάξεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 ΕΚ, τούτο σημαίνει ότι οι διαφορετικοί όροι χορηγήσεως της αμοιβής, εφόσον όλα τα λοιπά στοιχεία είναι ισοδύναμα για τους άνδρες και τις γυναίκες, αντιβαίνουν προς την αρχή της ίσης αμοιβής. Το γεγονός ότι οι επελθούσες τη δεκαετία του 1990 μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος έθεσαν τέλος στην άνιση μεταχείριση που ίσχυε μέχρι τότε και το ότι το νέο σύστημα δεν εισάγει πλέον διακρίσεις έχει μεγάλη σημασία επ' αυτού. Αντιθέτως, οι μεταβατικές διατάξεις προέβλεψαν διαφορετικό όριο ηλικίας. Συνεπώς, αντιβαίνει προς το άρθρο 141 ΕΚ η διάκριση λόγω του φύλου, η οποία εμφανίζεται στο επίπεδο των όρων χορηγήσεως της παροχής.

79. Η λειτουργική προσέγγιση στην οποία στηρίζεται η προηγούμενη επιχειρηματολογία σημαίνει ότι τα διαρθρωτικά στοιχεία ενός συνταξιοδοτικού συστήματος έχουν δευτερεύουσα σημασία. Το επιχείρημα της Φινλανδικής Κυβερνήσεως ότι ο valtion eläkelaki αντιστοιχεί σε ένα εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως από πλευράς κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 , επομένως, ουδόλως επηρεάζει τον χαρακτηρισμό των παροχών ως «αμοιβών» έναντι της νομολογίας του Δικαστηρίου στις αποφάσεις Beune και Griesmar .

80. Εν τούτοις, στην περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι χορηγούμενες από τον valtion eläkelaki παροχές δεν πρέπει να θεωρηθούν ως αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 141 ΕΚ, θα πρέπει να εξεταστεί η διαφορά του ορίου ηλικίας όσον αφορά τους άνδρες και τις γυναίκες, όπως αυτή προκύπτει από τις διατάξεις εφαρμογής του τροποποιητικού διατάγματος του διατάγματος περί ενόπλων δυνάμεων, έναντι της οδηγίας 76/207.

81. Όπως προκύπτει ήδη από τον τίτλο της οδηγίας, η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στην εφαρμογή της αρχής της ίσης αμοιβής όσον αφορά τους όρους εργασίας. Η αρχή της ισότητας ισχύει και για τους όρους εργασίας στη δημόσια διοίκηση . Το άρθρο 5 της οδηγίας 76/207 ορίζει ρητά ότι η αρχή εφαρμόζεται και όσον αφορά τους όρους απολύσεως. Δεδομένου ότι η διαφορά των ορίων ηλικίας που προβλέπονται για τους άνδρες και τις γυναίκες μέλη του ειδικευμένου στρατιωτικού προσωπικού αποτελεί όρο σχετικό με την αυτεπάγγελτη απόλυση, η εν λόγω διαφορά των ορίων ηλικίας αντιβαίνει προς την οδηγία 76/207 καθόσον προβλέπει αθέμιτη δυσμενή διάκριση με βάση το φύλλο.

82. Το γεγονός ότι το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση ζήτημα δεν είναι το γενικό όριο ηλικίας που προβλέπει ο valtion eläkelaki έχει, συναφώς, μεγάλη σημασία. Η νομική διάκριση μεταξύ της ηλικίας αυτεπάγγελτης αποχωρήσεως από την υπηρεσία, που προσδιορίζεται διαφορετικά ανάλογα με τους κλάδους εργασίας, και της γενικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που προβλέπει ο valtion eläkelaki καθιστά δυνατό τον χαρακτηρισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ως όρου απολύσεως υπό την έννοια της οδηγίας 76/207.

83. Όσον αφορά το αν ο Φινλανδός νομοθέτης μπορούσε να διατηρήσει με τον valtion eläkelaki διαφορετική ηλικία συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και τις γυναίκες, στηριζόμενες στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 79/7, οι διάδικοι δεν προέβησαν σε καμία σχετική παρατήρηση. Κατά τα λοιπά, δεν είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση στο ζήτημα αυτό, λαμβανομένης υπόψη της λύσεως που προτείνω. Εξάλλου, το ως άνω ζήτημα είναι καθαρά υποθετικής φύσεως, διότι ο valtion eläkelaki καθορίζει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως χωρίς να εισάγει καμία δυσμενή διάκριση.

84. Τελικά, στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το προβλεπόμενο από τον valtion eläkelaki συνταξιοδοτικό σύστημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 ΕΚ.

85. Όσον αφορά την ενδεχόμενη αναδρομική εφαρμογή των συνεπειών της αποφάσεως που θα εκδοθεί στην υπόθεση αυτή επιβάλλεται να σημειωθεί ότι οι εφαρμοστέες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου ισχύουν από της εντάξεως της Φινλανδικής Δημοκρατίας στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, δηλαδή από 1ης Ιανουαρίου 1994. Το πρωτόκολλο Barber θα μπορούσε να έχει το πολύ μια έμμεση εφαρμογή.

Δικαστικά έξοδα

86. Δεδομένου ότι η διαδικασία υποβολής προδικαστικού ερωτήματος έχει τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος δεν συνεπάγεται δικαστικά έξοδα. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο του κράτους μέλους να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

VII - ρόταση

87. Εν όψει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα ως ακολούθως:

«Το προβλεπόμενο από τον valtion eläkelaki συνταξιοδοτικό σύστημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 ΕΚ.»