62000C0296

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed της 17ης Ιανουαρίου 2002. - Prefetto Provincia di Cuneo κατά Silvano Carbone, μοναδικού διαχειριστή της εταιρίας Expo Casa Manta Srl. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Corte suprema di cassazione - Ιταλία. - Κανονισμοί (ΕΚ) 519/94 και 3285/94 - Πεδίο εφαρμογής - Διάθεση στο εμπόριο ασυρμάτων τηλεφωνικών συσκευών προελεύσεως τρίτων χωρών. - Υπόθεση C-296/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-04657


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Εισαγωγή

1. Η παρούσα προδικαστική διαδικασία αφορά την ερμηνεία δύο κανονισμών αφορώντων το κοινό καθεστώς που ισχύει επί των εισαγωγών από τρίτες χώρες . Το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να πληροφορηθεί, κατ' ουσίαν, αν η εμπορία των σχετικών προϊόντων στην εγχώρια αγορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των δύο αυτών κανονισμών.

ΙΙ - Νομικό πλαίσιο

A - Κοινοτικό δίκαιο

2. Κατά το προοίμιο των ως άνω κανονισμών, σκοπός τους είναι η απελευθέρωση των εισαγωγών προϊόντων στην Κοινότητα, ήτοι η κατάργηση όλων των ποσοτικών περιορισμών. Ο κανονισμός 3285/94 είναι ο βασικός κανονισμός και διατυπώνει, στο άρθρο του 1, παράγραφος 2, τη γενική αρχή της απελευθερώσεως των εισαγωγών των προϊόντων προελεύσεως τρίτων χωρών τα οποία περιγράφονται σε αυτόν. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω προϊόντα δεν υπόκεινται πλέον κατ' αρχήν σε κανένα ποσοτικό περιορισμό, με την επιφύλαξη της δυνατότητας θεσπίσεως ορισμένων μέτρων διασφαλίσεως. Ο κανονισμός 519/94 αφορά ειδικότερα τις εισαγωγές από τρίτες χώρες κρατικού εμπορίου και διατυπώνει την ίδια αρχή στο άρθρο του 1, παράγραφος 2.

3. Η διάρθρωση των δύο κανονισμών είναι, σε γενικές γραμμές, παρεμφερής. Εν προκειμένω, σημασία έχει ιδίως η πανομοιότυπη παρέκκλιση η οποία περιέχεται στις τελικές διατάξεις των εν λόγω κανονισμών, ήτοι στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 519/94 και στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 3285/94. Σύμφωνα με την εν λόγω παρέκκλιση:

«2. α) Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τη θέσπιση ή την εφαρμογή από τα κράτη μέλη:

i) απαγορεύσεων, ποσοτικών περιορισμών ή μέτρων επιτήρησης που επιβάλλονται για λόγους δημόσιας ηθικής, δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας, προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφυλάξεως των φυτών, προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία, ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας·

[...]

β) Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα ή τις διατυπώσεις που πρέπει να προβλεφθούν ή να τροποποιηθούν βάσει της παρούσας παραγράφου. Σε περίπτωση άκρως επείγουσας ανάγκης, τα εν λόγω εθνικά μέτρα ή διατυπώσεις ανακοινώνονται στην Επιτροπή αμέσως μόλις θεσπισθούν» .

B - Εθνική νομοθεσία

4. Κατά το άρθρο 398 του codice postale italiano (ιταλικού κώδικα περί ταχυδρομείων) , απαγορεύεται η κατασκευή και η εισαγωγή στο εθνικό έδαφος, με σκοπό την εμπορία, καθώς και η χρήση και η εκμετάλλευση, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα, συσκευών ή ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, ραδιοηλεκτρικών συσκευών ή γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενεργείας που δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές οι οποίες θεσπίστηκαν για την πρόληψη των διαταραχών στις επικοινωνίες μέσω εκπομπής και λήψεως ραδιοκυμάτων. Οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν, συμφώνως προς το κοινοτικό δίκαιο, μέτρα πρόσφορα για τον έλεγχο της τηρήσεως της ως άνω διατάξεως. Η διάθεση στο εμπόριο και η εισαγωγή με σκοπό την εμπορία του προαναφερθέντος υλικού εξαρτώνται από την προσκόμιση ή την υποβολή εγγράφου ή βεβαιώσεως πιστότητας. Με υπουργική απόφαση προσδιορίζονται οι αρμόδιες για την έκδοση των ανωτέρω βεβαιώσεων και δηλώσεων αρχές.

5. Το άρθρο 399 του codice postale italiano ορίζει ότι επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο σε όποιον παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 398. Αν ο διαπράττων την παράβαση είναι κατασκευαστής ή εισαγωγέας ηλεκτρικών ή ραδιοηλεκτρικών συσκευών ή εγκαταστάσεων, υποχρεούται να καταβάλει πρόστιμο και επιβάλλεται η κατάσχεση των προϊόντων και των συσκευών που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοση της βεβαιώσεως πιστότητας που προβλέπεται στο άρθρο 398.

ΙΙΙ - ραγματικά περιστατικά, διαδικασία και αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

6. Το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά και το πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης κατά τον ακόλουθο τρόπο.

7. Με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1996, ο Prefetto di Cuneo διέταξε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 4, του νόμου 689, της 24ης Νοεμβρίου 1981, τη διοικητική κατάσχεση είκοσι μη εγκεκριμένων ασυρμάτων τηλεφωνικών συσκευών, τις οποίες η εταιρία «Expo Casa Manta» κατείχε με σκοπό την εμπορία. Στις 9 Μαρτίου 1995, η Guardia di Finanza είχε απαγορεύσει τη διάθεση των συσκευών αυτών λόγω παραβάσεως των άρθρων 398 και 399 του codice postale italiano.

8. Στις 12 Μαρτίου 1996 ο S. Carbone, μοναδικός διαχειριστής της εταιρίας «Expo Casa Manta», άσκησε ενώπιον του Pretore di Saluzzo ανακοπή κατά της αποφάσεως του Prefetto di Cuneo. Με απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 1997, ο Pretore di Saluzzo έκρινε την ανακοπή βάσιμη και ακύρωσε το μέτρο της κατασχέσεως. Ο Pretore τόνισε ότι οι κανονισμοί 519/94 και 3285/94 απελευθέρωσαν τις εισαγωγές από τρίτες χώρες, και μεταξύ άλλων τις εισαγωγές των ασυρμάτων τηλεφωνικών συσκευών. Η ως άνω απελευθέρωση σημαίνει, κατά τον Pretore, ότι η απαγόρευση κατοχής με σκοπό την εμπορία μη εγκεκριμένων από τις ιταλικές αρχές συσκευών ήρθη, καθόσον δεν συντρέχει εν προκειμένω κανένας από τους μνημονευόμενους στους ως άνω κανονισμούς λόγους που επιτρέπουν τη λήψη μέτρων απαγορεύσεως ή διασφαλίσεως.

9. Ο Prefetto di Cuneo άσκησε ενώπιον του Corte Suprema di Cassazione αναίρεση κατά της αποφάσεως του Pretore di Saluzzo. Η Prefettura προέβαλε ως λόγο αναιρέσεως την παράβαση και εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 19, παράγραφος 2, στοιχείο α_, του κανονισμού 519/94 και 24, παράγραφος 2, στοιχείο α_, του κανονισμού 3285/94.

10. Η Prefettura ισχυρίστηκε ότι, καίτοι οι κανονισμοί 519/94 και 3285/94 κατήργησαν όλους τους περιορισμούς κατά την εισαγωγή των συσκευών που κατασχέθηκαν, ουδεμία όμως έχουν επίπτωση επί της ρυθμίσεως της εμπορίας τους. Στον βαθμό που πρόκειται περί μη εγκεκριμένων συσκευών, η εμπορία αυτών εξακολουθεί να απαγορεύεται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Η Prefettura φρονεί ότι, έστω και αν οι προαναφερθέντες κανονισμοί κατήργησαν όλα τα εμπόδια με σκοπό να ανοιχθούν τα σύνορα και να υλοποιηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών, κατ' ουδέν όμως τροποποίησαν τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις περί πωλήσεως μη εγκεκριμένων τηλεφωνικών συσκευών.

11. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η κατάσχεση ακυρώθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Pretore di Saluzzo, ο οποίος έκρινε ότι η απαγόρευση του άρθρου 398 ήρθη λόγω της εκδόσεως των ως άνω κανονισμών, οι οποίοι αφορούν όχι μόνον την απελευθέρωση των εισαγωγών, αλλά και την εμπορία των προϊόντων. Η ερμηνεία αυτή του Pretore αμφισβητείται κατ' αναίρεση. Οι δύο κανονισμοί, δεδομένου ότι αφορούν αποκλειστικώς τις εισαγωγές προελεύσεως τρίτων χωρών, κατ' ουδέν θίγουν την κατά το άρθρο 398 απαγόρευση εμπορίας στην Ιταλία μη εγκεκριμένων συσκευών.

12. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η αίτηση αναιρέσεως εγείρει προδήλως ζητήματα ερμηνείας των εν λόγω κανονισμών, στον βαθμό που η στάση που ακολουθείται από τον Pretore με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση βρίσκεται σε αντίθεση με τη θέση που υποστηρίζει η αναιρεσείουσα όσον αφορά την επέκταση του πεδίου εφαρμογής των κανονισμών, κατά τρόπο ώστε να εμπίπτει στο εν λόγω πεδίο εφαρμογής και η διάθεση των σχετικών προϊόντων στο εγχώριο εμπόριο. ροκειμένου να επιλύσει το ζήτημα αυτό, το Corte Suprema έκρινε ότι όφειλε να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 234, τελευταία παράγραφος, ΕΚ. Με διάταξη της 18ης Απριλίου 2000, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Αυγούστου 2000, το Corte Suprema υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των ως άνω κανονισμών.

13. Η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν διεξήχθη επ' ακροατηρίου συζήτηση.

IV - Οι παρατηρήσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής

14. Η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω κανονισμοί αφορούν αποκλειστικώς την απελευθέρωση των εισαγωγών προϊόντων τρίτων χωρών στην Κοινότητα. Η εμπορία των προϊόντων αυτών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω κανονισμών. Κατά συνέπεια, τα άρθρα 398 και 399 του codice postale είναι σύμφωνα προς το κοινοτικό δίκαιο.

15. Η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί δυνάμει των εισαγουσών παρεκκλίσεις διατάξεων του άρθρου 19 του κανονισμού 519/94 και του άρθρου 24 του κανονισμού 3285/94. Κατ' εφαρμογήν των εν λόγω άρθρων, η απαγόρευση της διαθέσεως και η κατάσχεση των ασυρμάτων τηλεφωνικών συσκευών χώρησαν σύμφωνα με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, δηλαδή για την πρόληψη των διαταραχών στις εγκεκριμένες ραδιοσυχνότητες, τομέας που εμπίπτει στην αρμοδιότητα των ιταλικών αρχών. Εξεταζόμενο εντός του πλαισίου αυτού, το ζήτημα που θέτει το Corte Suprema μπορεί να επιλυθεί σε εθνικό επίπεδο. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί.

16. Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι, έστω και αν οι ως άνω κανονισμοί κατήργησαν όλα τα εμπόδια κατά την εισαγωγή προϊόντων από ορισμένες τρίτες χώρες, ουδεμία επίπτωση είχαν επί της ρυθμίσεως που αφορά την υποχρέωση λήψεως αδείας για τη διάθεση προϊόντων στο εμπόριο στην Ιταλία. Η υποχρέωση αυτή λήψεως αδείας για την εμπορία τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού απορρέει όχι μόνον από την εθνική νομοθεσία, αλλά και από τις κοινοτικές οδηγίες.

17. Βάσει των προαναφερθέντων, η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί ότι, αφενός, η εισαγωγή ασυρμάτων τηλεφωνικών συσκευών και, αφετέρου, η εμπορία των συσκευών αυτών πρέπει να εξεταστούν χωριστά από νομικής απόψεως.

18. Η Επιτροπή εξέτασε, στις παρατηρήσεις της, το πρόβλημα της μη διατυπώσεως, στη διάταξη περί παραπομπής, συγκεκριμένου ερωτήματος. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι το Corte Suprema διέταξε την παραπομπή στο Δικαστήριο προς ερμηνεία των κανονισμών 519/94 και 3285/94. Καίτοι το αιτούν δικαστήριο αμέλησε να παράσχει ορισμένα πραγματικά στοιχεία, όπως, π.χ., τη χώρα καταγωγής των τηλεφωνικών συσκευών, η Επιτροπή φρονεί παρά ταύτα ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία προκειμένου να δώσει το Δικαστήριο λυσιτελή απάντηση.

19. Επί της ουσίας, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι από απλή ανάγνωση των κανονισμών 519/94 και 3285/94 προκύπτει σαφώς ότι οι κανονισμοί αυτοί αφορούν αποκλειστικώς την απελευθέρωση των εισαγωγών προϊόντων τρίτων χωρών στην Κοινότητα και ουδεμία επίπτωση έχουν επί της εμπορίας των εν λόγω προϊόντων εντός της Κοινότητας. Κατά το τελευταίο αυτό στάδιο, έχουν εφαρμογή οι ισχύοντες εθνικοί και κοινοτικοί κανόνες. Οι ως άνω κανονισμοί αφορούν μόνον την εναρμόνιση εντός της Κοινότητας των καθεστώτων εισαγωγής και καταργούν τις απορρέουσες από εθνικά μέτρα εμπορικής πολιτικής εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις οι οποίες ίσχυαν πριν από την έκδοσή τους. Οι κανονισμοί αυτοί δεν αλλοίωσαν την εξουσία της Κοινότητας να θεσπίζει ειδικά μέτρα διασφαλίσεως, όπως δεν αλλοίωσαν ούτε την εξουσία των κρατών μελών να θεσπίζουν ποσοτικούς περιορισμούς ή μέτρα επιτηρήσεως, οι οποίοι απαγορεύονται κατά κανόνα, αλλά επιβάλλονται στη συγκεκριμένη περίπτωση για ρητώς μνημονευόμενους εξαιρετικούς λόγους.

20. ρος διευκρίνιση του περιεχομένου και του πεδίου εφαρμογής των ως άνω κανονισμών στο πλαίσιο της διακρίσεως μεταξύ μέτρων ελευθερώσεως και μέτρων εμπορίας, η Επιτροπή επίσης παραπέμπει στη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (ΓΣΔΕ), και ειδικότερα στο άρθρο XI, περί ποσοτικών περιορισμών, και στο άρθρο ΙΙΙ, περί της εμπορίας των προϊόντων στην εγχώρια αγορά.

21. Η Επιτροπή προβαίνει επίσης σε ανάλυση της εφαρμοστέας ρυθμίσεως περί εσωτερικής αγοράς. Υπογραμμίζει ότι, κατά τον χρόνο εισαγωγής των επίμαχων συσκευών, η εμπορία τους δεν αποτελούσε ακόμη αντικείμενο κοινοτικής εναρμονίσεως. Στην περίπτωση αυτή, η εθνική κανονιστική ρύθμιση περί εμπορίας οφείλει, από απόψεως κονοτικού δικαίου, να μην εισάγει δυσμενείς διακρίσεις, να είναι ανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό και να δικαιολογείται από γενικό συμφέρον, προκειμένου να μην έλθει καθ' οιονδήποτε τρόπο σε σύγκρουση με το άρθρο 28 ΕΚ. Επιπλέον, τα μέτρα περί της εμπορίας προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες πρέπει να τηρούν την κατά το άρθρο ΙΙΙ της ΓΣΔΕ αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

22. Εν κατακλείδι, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι ασύρματες τηλεφωνικές συσκευές ή γενικότερα οι ραδιοδέκτες δεν είναι πάντοτε αβλαβείς ή ουδέτεροι από απόψεως ηλεκτρομαγνητισμού. Τα ηλεκτρονικά τους συστατικά ενδέχεται να προκαλούν διαταραχές σε άλλες συσκευές. Με τη ρύθμιση αυτή, ο εθνικός νομοθέτης θέλησε να εισαγάγει ένα μέσο ελέγχου όλων των ηλεκτρικών και ραδιοηλεκτρικών συσκευών ή εγκαταστάσεων ή των γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενεργείας, προκειμένου να εξακριβώνεται αν αυτές ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές των κανόνων που έχουν θεσπιστεί, και τούτο, για την πρόληψη των διαταραχών στις επικοινωνίες μέσω εκπομπής και λήψεως ραδιοκυμάτων. ρος τούτο, οι συσκευές πρέπει να συνοδεύονται από βεβαίωση ή δήλωση πιστότητας. Δεδομένου ότι οι εθνικοί κανόνες έχουν εφαρμογή επί εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων, η Επιτροπή λαμβάνει ως αφετηρία ότι οι κανόνες αυτοί δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρων 28 της Συνθήκης ΕΚ και ΙΙΙ της ΓΣΔΕ.

V - Εκτίμηση

23. Η αίτηση του Corte Suprema παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της θεμελιώδους διακρίσεως μεταξύ, αφενός, του καθεστώτος της Συνθήκης το οποίο αφορά τις εισαγωγές προϊόντων προελεύσεως τρίτων χωρών στην Κοινότητα και αποτελεί μέρος της κοινής εμπορικής πολιτικής και, αφετέρου, του κοινοτικού καθεστώτος το οποίο αφορά την εμπορία προϊόντων εντός της κοινής αγοράς.

24. ρέπει να εξεταστεί προκαταρκτικώς το ζήτημα του παραδεκτού. Η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή έλαβαν θέση εν συντομία επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να δώσει απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Κατά τη γνώμη μου, από πάγια νομολογία προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Δικαστήριο οφείλει να δώσει απάντηση στο Corte Suprema. Η διάταξη περί παραπομπής είναι πολύ συνοπτική και δεν περιέχει σαφώς διατυπωμένο ερώτημα. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο παρέσχε επαρκή στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς και το εφαρμοστέο δίκαιο, προκειμένου να παράσχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να αποφανθεί λυσιτελώς. Από το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ του Carbone και του Prefetto di Cuneo σχετικά με την εμπορία ασυρμάτων τηλεφωνικών συσκευών στην Ιταλία, οι οποίες - όπως προκύπτει σιωπηρώς - εισήχθησαν στην Κοινότητα από τρίτες χώρες. Η διαφορά επικεντρώνεται στην ερμηνεία του περιεχομένου και στην έκταση του πεδίου εφαρμογής των κανονισμών 519/94 και 3285/94, δύο κανονισμών οι οποίοι, όσον αφορά την κύρια δίκη, είναι σχεδόν πανομοιότυποι. Επομένως, το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία εκθέτει με επαρκή σαφήνεια το αντικείμενο της διαφοράς αυτής και αφορά την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται ο προσδιορισμός του ενδεχομένως εφαρμοστέου εν προκειμένω κανονισμού, βάσει των ιδιαιτεροτήτων της διαφοράς .

25. Το Corte Suprema επιθυμεί να πληροφορηθεί, κατ' ουσίαν, αν η έκταση εφαρμογής των εν λόγω κανονισμών περιορίζεται στην εισαγωγή ασυρμάτων τηλεφωνικών συσκευών προελεύσεως τρίτων χωρών ή αν στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών αυτών εμπίπτει και το στάδιο της εμπορίας των ως άνω προϊόντων στην εσωτερική αγορά. Στην τελευταία περίπτωση, η νομιμότητα της σχετικής ιταλικής νομοθεσίας πρέπει να εκτιμηθεί, μετά την εισαγωγή των συσκευών αλλά πριν από τη διάθεσή τους στο εμπόριο, υπό το πρίσμα των δύο κανονισμών και ειδικότερα των λόγων επί των οποίων στηρίζονται οι μνημονευόμενες στους κανονισμούς αυτούς παρεκκλίσεις.

26. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Όπως πειστικώς διευκρίνισαν η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, οι κανονισμοί 519/94 και 3285/94 αφορούν αποκλειστικώς την απελευθέρωση των εισαγωγών προϊόντων προελεύσεως τρίτων χωρών και σκοπός τους δεν είναι η πλήρης απελευθέρωση της εμπορίας των εν λόγω προϊόντων εντός της κοινής αγοράς.

27. Για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 2 ΕΚ, η Συνθήκη διακρίνει μεταξύ των εξωτερικών και των εσωτερικών πλευρών της υλοποιήσεως της κοινοτικής αγοράς. Η εσωτερική πλευρά της κοινής αγοράς αφορά, μεταξύ άλλων, την κατάργηση των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ κρατών μελών, και ιδίως την άρση των ποσοτικών περιορισμών κατά την εισαγωγή και την εξαγωγή εμπορευμάτων, καθώς και όλων των άλλων μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος . Η εξωτερική πλευρά της κοινής αγοράς αφορά κατ' ουσίαν την κοινή εμπορική πολιτική . Οι δύο διαστάσεις της κοινοτικής αγοράς εκτίθενται σε χωριστές διατάξεις της Συνθήκης, οι οποίες αλληλοσυμπληρώνονται.

28. Οι σχετικοί κανονισμοί εκδόθηκαν στο πλαίσιο της κοινής εμπορικής πολιτικής. Τούτο προκύπτει κατ' αρχάς από τη νομική τους βάση, ήτοι το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 133 ΕΚ). Το άρθρο 133, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει ότι η κοινή εμπορική πολιτική διαμορφώνεται βάσει ενιαίων αρχών, ιδίως όσον αφορά την ενοποίηση των μέτρων ελευθερώσεως. Οι δύο κανονισμοί αποτελούν σημαντικά μέσα της πολιτικής αυτής, δεδομένου ότι συγκεκριμενοποιούν την αρχή της καταργήσεως όλων των ποσοτικών περιορισμών κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα προϊόντων τρίτων χωρών. Οι εν λόγω κανονισμοί αφορούν επίσης την εμπορική πολιτική, πράγμα το οποίο προκύπτει από τον σημαίνοντα ρόλο που διαδραμάτισε η ΓΣΔΕ κατά την έκδοσή τους. Ιδίως από το προοίμιο του κανονισμού 3285/94 προκύπτει σαφώς ότι, για την κατάργηση των μέτρων διασφαλίσεως και των λοιπών μέτρων περιορισμού των εισαγωγών, ελήφθησαν υπόψη οι διεθνείς υποχρεώσεις που απορρέουν από τη ΓΣΔΕ και από τα άλλα τμήματα της συμφωνίας για την ίδρυση του αγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΟΕ).

29. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι η κοινή εμπορική πολιτική εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας. Το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών δεν δύναται πλέον να απονείμει στα κράτη μέλη την εξουσία να θεσπίσουν μέτρα εμπορικής πολιτικής εθνικού χαρακτήρα. Τέτοια μέτρα επιτρέπονται πλέον μόνον κατόπιν ειδικής εξουσιοδοτήσεως εκ μέρους της Κοινότητας . Όλα τα ανωτέρω εξηγούν την αρμοδιότητα που χορηγήθηκε από το Συμβούλιο στα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 3285/94 και του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 519/94. Επίσης, τα ανωτέρω δικαιολογούν την υποχρέωση ενός κράτους μέλους να ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την πρόθεσή του να επικαλεστεί έναν λόγο παρεκκλίσεως.

30. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει την έκταση των ως άνω λόγων παρεκκλίσεως. Όπως εξέθεσα ανωτέρω, η διαφορά της κύριας δίκης επικεντρώνεται στο ζήτημα αν οι κανονισμοί θίγουν την εξουσία κράτους μέλους να απαγορεύει τη διάθεση στο εμπόριο συσκευών όπως οι τηλεφωνικές, στην περίπτωση κατά την οποία οι εν λόγω συσκευές δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές οι οποίες θεσπίστηκαν για την πρόληψη των διαταραχών στις επικοινωνίες μέσω εκπομπής και λήψεως ραδιοκυμάτων.

31. Αφότου προϊόντα τα οποία προέρχονται από τρίτες χώρες εισήχθησαν σε οιοδήποτε από τα κράτη μέλη, τα προϊόντα αυτά εξομοιώνονται καθ' όλα με τα προϊόντα καταγωγής κρατών μελών, όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας . Τούτο προϋποθέτει ότι το χρονικό σημείο εισαγωγής των ως άνω εμπορευμάτων προελεύσεως τρίτων χωρών είναι άλλο από το χρονικό σημείο διαθέσεώς τους στο εμπόριο. Οι διατάξεις της Συνθήκης περί της εσωτερικής πλευράς της κοινής αγοράς είναι εκείνες που διέπουν τη διάθεση των προϊόντων στο εμπόριο εντός της Κοινότητας. Η κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών ρυθμίζεται ρητώς από τα άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ. Δυνάμει του άρθρου 28 ΕΚ, οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών, ενώ το άρθρο 30 ΕΚ αφήνει κάθε εξουσία στα κράτη μέλη να τάσσουν προϋποθέσεις επί των εισαγωγών, αν οι προϋποθέσεις αυτές επιβάλλονται για λόγους προστασίας υπέρτερου συμφέροντος. Οι δικαιολογητικοί λόγοι που παρατίθενται στο άρθρο 30 ΕΚ είναι πανομοιότυποι με εκείνους του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 3285/94 και του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 519/94.

32. Η μέθοδος εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας στο ενδοκοινοτικό εμπόριο εισάγει σε ορισμένα σημεία εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής των ανάλογων διατάξεων των κανονισμών. Χωρίς να εμβαθύνω στο ζήτημα αυτό, υπενθυμίζω ότι ως «ποσοτικοί περιορισμοί» κατά την έννοια των κανονισμών νοούνται τα μέσα εμπορικής πολιτικής, όπως είναι οι ποσοστώσεις. Αντιθέτως, στην έννοια του «μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό» κατά την έννοια του άρθρου 28 ΕΚ έχει προσδοθεί, βάσει ευρείας ερμηνείας του Δικαστηρίου, όλως ιδιαίτερο περιεχόμενο. Επιπλέον, στους κανονισμούς δεν περιέχεται, π.χ., η προϋπόθεση του άρθρου 30, τελευταία περίοδος, ΕΚ, κατά την οποία τα εμπορικά περιοριστικά μέτρα που θεσπίζουν τα κράτη μέλη δεν δύνανται να αποτελούν ούτε μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών .

33. Η εξουσία των κρατών μελών να επικαλούνται, βάσει του άρθρου 30, έναν λόγο γενικού συμφέροντος για να δικαιολογήσουν έναν περιορισμό επί του εμπορίου καταργείται αφότου επιτευχθεί πλήρης και συνολική εναρμόνιση εντός της Κοινότητας. Έτσι, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν στις 9 Μαρτίου 1999 την οδηγία 1999/5/ΕΚ σχετικά με τον ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών (στο εξής: οδηγία) . Η οδηγία, η οποία βασίζεται στο άρθρο 100 A της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95 ΕΚ) ορίζει ένα πλαίσιο για την οργάνωση της διαθέσεως στο εμπόριο, της ελεύθερης κυκλοφορίας και της θέσεως σε λειτουργία των προαναφερθένων εξοπλισμών εντός της Κοινότητας. Τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να μεριμνούν ώστε οι σχετικές συσκευές να διατίθενται στο εμπόριο μόνον εφόσον συμμορφούνται προς τις ενδεδειγμένες βασικές απαιτήσεις και προς τις άλλες σχετικές διατάξεις της οδηγίας. Όσον αφορά τη διάθεση στο εμπόριο, ουδεμία πρόσθετη εθνική απαίτηση δύναται να ταχθεί . Ομοίως, τα κράτη μέλη πρέπει να απαγορεύουν τη διάθεση στο εμπόριο εξοπλισμών που δεν φέρουν τη σήμανση CE, η οποία δηλώνει τη συμμόρφωσή τους προς όλες τις διατάξεις της οδηγίας . Έτσι, η οδηγία συμβάλλει στην προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τις αναγκαίες απαιτήσεις ασφαλείας τις οποίες τα κράτη μέλη είχαν προηγουμένως τάξει αυτοτελώς βάσει του άρθρου 30 ΕΚ. Η οδηγία προχωρεί ακόμη πιο πέρα και οι τεθείσες προϋποθέσεις έχουν εφαρμογή και επί εμπορευμάτων τα οποία τίθενται σε κυκλοφορία στην εσωτερική αγορά κράτους μέλους.

34. Οι κανονισμοί που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της κοινής εμπορικής πολιτικής ουδόλως προβλέπουν την εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων. Συγκεκριμένα, ο στόχος που επιδιώκεται με τους κανονισμούς, ήτοι η απελευθέρωση των εισαγωγών εμπορευμάτων προελεύσεως τρίτων χωρών στην Κοινότητα, είναι διαφορετικός από τον στόχο των άρθρων 28 και 30 ΕΚ και, κατ' επέκταση, από εκείνον της κοινοτικής εναρμονίσεως των εθνικών νομοθεσιών, ήτοι της διασφαλίσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της κοινής αγοράς.

35. ρος υπογράμμιση της ως άνω διαφοράς, η Επιτροπή ορθώς αναφέρεται στο καθεστώς της ΓΣΔΕ. Η παραβολή αυτή είναι εύστοχη, δεδομένου ότι οι σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ βασίζονται σε μεγάλη έκταση στη ΓΣΔΕ. Το άρθρο XI της ΓΣΔΕ, το οποίο αφορά την κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών των εισαγωγών στο εμπόριο μεταξύ των μερών που έχουν προσχωρήσει στη ΓΣΔΕ, επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με τους κανονισμούς. Το άρθρο ΙΙΙ της ΓΣΔΕ αφορά την εμπορία προϊόντων στην αγορά ενός συμβαλλόμενου μέρους. Βάσει της διατάξεως αυτής, τα εθνικά μέτρα που αφορούν, μεταξύ άλλων, την πώληση, την προσφορά προς πώληση, την αγορά ή τη χρήση προϊόντων εντός της εσωτερικής αγοράς, δεν μπορούν να εφαρμοστούν επί των εισαγομένων ή εγχωρίων προϊόντων κατά τρόπο ώστε να προστατεύουν την εγχώρια παραγωγή. Κατά συνέπεια, το περιεχόμενο του άρθρου ΙΙΙ της ΓΣΔΕ είναι ανάλογο με εκείνο του άρθρου 28 ΕΚ.

36. Φρονώ ότι συνέπεια της διαφοράς που εκτέθηκε ανωτέρω είναι ότι οι κανονισμοί 3285/94 και 519/94 δεν θίγουν την εξουσία των ιταλικών αρχών να καθορίζουν, με σκοπό την πρόληψη των διαταραχών στις επικοινωνίες μέσω εκπομπής και λήψεως ραδιοκυμάτων, τις εφαρμοστέες επί των ασυρμάτων τηλεφωνικών συσκευών προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να πληρούνται πριν οι ασύρματες τηλεφωνικές συσκευές διατεθούν νομίμως στο εμπόριο. Τούτο δε ουδόλως θίγει το γεγονός ότι οι ιταλικές αρχές, οσάκις ασκούν την ως άνω εξουσία, οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι οι προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να πληρούν τα προϊόντα, τηρούν, ενδεχομένως, τις άλλες σχετικές κοινοτικές διατάξεις, όπως είναι τα άρθρα 28 και 30 ΕΚ και οι εφαρμοστέες οδηγίες .

VI - ρόταση

37. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στην αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε με διάταξη της 18ης Απριλίου 2000 το Corte Suprema:

«Οι κανονισμοί 3285/94 και 519/94 αφορούν αποκλειστικώς τις εισαγωγές προϊόντων προελεύσεως τρίτων χωρών στην Κοινότητα και δεν αφορούν τη διάθεση στο εμπόριο των ως άνω προϊόντων εντός της Κοινότητας. Οι εν λόγω κανονισμοί δεν θίγουν την εξουσία των κρατών μελών να επιβάλλουν, για την εμπορία των ασυρμάτων τηλεφωνικών συσκευών, προϋποθέσεις οι οποίες δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος και ισχύουν αδιακρίτως επί εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων.»