62000C0210

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Stix-Hackl της 27ης Νοεμβρίου 2001. - Käserei Champignon Hofmeister GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesfinanzhof - Γερμανία. - Γεωργία - Επιστροφές κατά την εξαγωγή - Ανακριβής δήλωση - Κύρωση - Κύρος του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2945/94 - Έννοια της ανωτέρας βίας. - Υπόθεση C-210/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-06453


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - ροκαταρκτική παρατήρηση

1. Με διάταξη της 4ης Απριλίου 2000 το Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) υπέβαλε στο Δικαστήριο δύο ερωτήματα ως προς τη ρύθμιση που διέπει τις κυρώσεις στον τομέα των επιστροφών κατά την εξαγωγή. Με το πρώτο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η ρύθμιση περί κυρώσεων, κατά την οποία η πράγματι καταβαλλόμενη επιστροφή μειώνεται, σε περίπτωση που η αιτηθείσα επιστροφή διαφέρει από την πράγματι οφειλόμενη χωρίς να υπάρχει υπαιτιότητα του αιτούντος, κατά ποσό ίσο με το ήμισυ της διαφοράς αυτής, είναι ενδεχομένως άκυρη, καθόσον δεν λαμβάνει ως κριτήριο την υπαιτιότητα του εξαγωγέα. Με το δεύτερο ερώτημα, το οποίο υποβάλλεται για την περίπτωση κατά την οποία η ρύθμιση αυτή είναι έγκυρη, το αιτούν δικαστήριο ερωτά πώς πρέπει να ερμηνευτεί η έννοια «ανωτέρα βία», όπως χρησιμοποιείται στην εν λόγω ρύθμιση περί κυρώσεων.

ΙΙ - Το κρίσιμο νομικό πλαίσιο

2. Το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο, τρίτο, τέταρτο και έβδομο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα , όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2945/94 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1994 (στο εξής: κανονισμός 3665/87), ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1. Όταν διαπιστωθεί ότι, για τη χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή, ένας εξαγωγέας έχει ζητήσει επιστροφή μεγαλύτερη από την οφειλόμενη, η οφειλόμενη επιστροφή για τις σχετικές εξαγωγές, θα αντιστοιχεί στην επιστροφή που εφαρμόζεται για το προϊόν που εξήχθη πράγματι, μειωμένη κατά ποσό που αντιστοιχεί:

α) στο ήμισυ της διαφοράς μεταξύ της ζητηθείσας επιστροφής και της επιστροφής που εφαρμόζεται στο πραγματικώς εξαχθέν προϊόν·

β) στο διπλάσιο της διαφοράς μεταξύ της ζητηθείσας επιστροφής και της επιστροφής που εφαρμόζεται, εφόσον ο εξαγωγέας παρέσχε εκ προθέσεως ψευδή στοιχεία.

[...]

Οι κυρώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α_ δεν εφαρμόζονται:

- στην περίπτωση ανωτέρας βίας,

[...]

Εφόσον από τη μείωση που αναφέρεται στα στοιχεία α_ ή β_ προκύψει αρνητικό ποσό, ο εξαγωγέας καταβάλλει το εν λόγω αρνητικό ποσό.

[...]

Οι κυρώσεις επιβάλλονται με την επιφύλαξη των επιπρόσθετων κυρώσεων που προβλέπονται σε εθνικό επίπεδο.»

3. Η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2945/94 έχουν ως εξής:

«[...] η ισχύουσα κοινοτική βοήθεια προβλέπει τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή βάσει μόνο αντικειμενικών κριτηρίων, ιδίως όσον αφορά την ποσότητα, το είδος και τα χαρακτηριστικά του εξαγόμενου προϊόντος καθώς επίσης και το γεωγραφικό προορισμό του· [...], βάσει της κτηθείσας εμπειρίας, πρέπει να ενισχυθεί η καταπολέμηση των παρατυπιών και, ιδίως, της απάτης που επιβαρύνουν τον κοινοτικό προϋπολογισμό· [...], για το σκοπό αυτό, πρέπει να προβλεφθεί η ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών καθώς επίσης και η επιβολή κυρώσεων με τέτοιο τρόπο που να παρακινεί τους εξαγωγείς να τηρούν σε μεγαλύτερο βαθμό την κοινοτική νομοθεσία·

[...] για να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία του συστήματος των επιστροφών κατά την εξαγωγή, θα πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις ανεξάρτητα από το υποκειμενικό στοιχείο του λάθους· [...] πρέπει, εντούτοις, να αρθεί η επιβολή κυρώσεων σε ορισμένες περιπτώσεις προδήλων λαθών που αναγνωρίζονται από την αρμόδια αρχή και να προβλεφθούν αυστηρότερες κυρώσεις σε περιπτώσεις ενεργειών εκ προθέσεως·

[...] εάν ένας εξαγωγέας έχει δώσει εσφαλμένα στοιχεία, τα εν λόγω εσφαλμένα στοιχεία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αχρεωστήτως καταβληθείσες επιστροφές εάν το λάθος δεν αποκαλυφθεί· [...] στην περίπτωση που το λάθος αποκαλυφθεί, επιβάλλεται ως κύρωση στον εξαγωγέα η καταβολή ποσού αναλόγου του ποσού που θα είχε αχρεωστήτως εισπράξει αν δεν είχε αποκαλυφθεί το λάθος· [...] στην περίπτωση που τα εσφαλμένα στοχεία παρεσχέθησαν εκ προθέσεως, επιβάλλονται ανάλογα μεγαλύτερες κυρώσεις».

4. Τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: κανονισμός 2988/95), έχουν ως εξής:

«Άρθρο 4

1. Κάθε παρατυπία συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους:

- με την υποχρέωση καταβολής των οφειλομένων ή επιστροφής των αδικαιολογήτως εισπραχθέντων ποσών,

- με την ολική ή μερική κατάπτωση της εγγύησης που έχει συσταθεί για την υποστήριξη της αίτησης παρασχεθέντος οφέλους ή για την είσπραξη προκαταβολής.

2. Η εφαρμογή των μέτρων της παραγράφου 1 περιορίζεται στην αφαίρεση του εξασφαλισθέντος οφέλους προσαυξημένου, εφόσον προβλέπεται, με τόκους που δύνανται να καθοριστούν κατ' αποκοπήν.

3. Οι πράξεις οι οποίες αποδεδειγμένως αποσκοπούν στην εξασφάλιση οφέλους αντίθετου προς τους στόχους των εκάστοτε εφαρμοστέων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, με την τεχνητή δημιουργία των προϋποθέσεων κτήσης αυτού του οφέλους, έχουν ως συνέπεια, ανάλογα με την περίπτωση, είτε τη μη εξασφάλιση είτε την αφαίρεση του οφέλους.

4. Τα μέτρα του παρόντος άρθρου δεν θεωρούνται κυρώσεις.

Άρθρο 5

1. Οι εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παρατυπίες μπορούν να επισύρουν τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:

α) πληρωμή διοικητικού προστίμου·

β) πληρωμή ποσού το οποίο να υπερβαίνει τα αδικαιολογήτως εισπραχθέντα ή κακώς μη καταβληθέντα ποσά, προσαυξημένα ενδεχομένως με τόκους. Το επιπλέον αυτό ποσό, το οποίο καθορίζεται βάσει ποσοστού που θα οριστεί στις ειδικές διατάξεις, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος που είναι απολύτως αναγκαίο για να του προσδώσει αποτρεπτικό χαρακτήρα·

γ) ολική ή μερική αφαίρεση του παρασχεθέντος από την κοινοτική νομοθεσία οφέλους, ακόμη και αν ο φορέας έχει λάβει αδικαιολογήτως μέρος μόνο αυτού του οφέλους·

δ) απαγόρευση παροχής ή αφαίρεση του οφέλους για περίοδο μεταγενέστερη της περιόδου της παρατυπίας·

ε) προσωρινή αφαίρεση έγκρισης ή αναγνώρισης που απαιτείται για τη συμμετοχή σε καθεστώς κοινοτικής ενίσχυσης·

στ) κατάπτωση εγγύησης ή ασφάλειας που έχει συσταθεί προκειμένου να τηρηθούν οι όροι συγκεκριμένου κανόνα ή επανασύσταση του ποσού μιας αδικαιολογήτως αποσβεσθείσας εγγύησης·

ζ) άλλες κυρώσεις, ισοδύναμης φύσεως και έκτασης, αποκλειστικά οικονομικού χαρακτήρα, εφόσον προβλέπονται από τους τομεακούς κανόνες που θεσπίζει το Συμβούλιο βάσει των ιδιαίτερων αναγκών του συγκεκριμένου τομέα και με την επιφύλαξη, πάντοτε, των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που έχει αναθέσει στην Επιτροπή το Συμβούλιο.

2. Με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων που θα ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, οι άλλες παρατυπίες μπορούν να επισύρουν μόνο τις μη ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και μόνον εφόσον οι κυρώσεις αυτές απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή των κανόνων.»

ΙΙΙ - ραγματικά περιστατικά και διαδικασία

5. Η προσφεύγουσα και αναιρεσείουσα της κύριας δίκης, η εταιρία Käserei Champignon Hofmeister GmbH & Co. KG (στο εξής: προσφεύγουσα), εξήγαγε το 1996 λιωμένο τυρί, το οποίο δηλώθηκε, με τη διασάφηση εξαγωγής, ως υπαγόμενο στον κωδικό 0406 3039 9500· για την εξαγωγή αυτή το καθού και αναιρεσίβλητο, το Hauptzollamt Hamburg-Jonas (το Κεντρικό Τελωνείο του Hamburg-Jonas, στο εξής: καθού), της προκατέβαλε ως επιστροφή λόγω εξαγωγής, κατόπιν αιτήσεώς της, το ποσό των 30 000 περίπου γερμανικών μάρκων (DΕΜ). Κατόπιν αναλύσεως δείγματος που είχε ληφθεί από μία παρτίδα εξαγόμενου προϊόντος διαπιστώθηκε ότι το προϊόν περιείχε φυτικό λίπος και έπρεπε να υπαχθεί ως παρασκεύασμα διατροφής στον κωδικό 2106 9098 0000 της ονοματολογίας της οργανώσεως αγοράς.

6. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται με τις παρατηρήσεις της ότι, κατόπιν των ερευνών που διεξήγαγε η ίδια, μετά την ανακάλυψη του φυτικού λίπους, στην επιχείρηση του προμηθευτή της, διαπιστώθηκε ότι ο τεχνικός διευθυντής που ήταν αρμόδιος για την παραγωγή του λιωμένου τυριού είχε προσθέσει φυτικό λίπος στο λιωμένο τυρί που είχε παραχθεί κατά το διάστημα από τις 22 Ιανουαρίου μέχρι τις 5 Αυγούστου 1996. Κατά την προσφεύγουσα, ο τεχνικός διευθυντής είχε δώσει την εντολή για την προσθήκη αυτή, επειδή το φυτικό λίπος βελτιώνει τη γεύση του λιωμένου τυριού, θεωρώντας ότι είχε το προς τούτο δικαίωμα, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 4, σημείο 3, της γερμανικής κανονιστικής αποφάσεως περί τυριών. Ούτε η διεύθυνση της εταιρίας παρασκευής του τυριού ούτε οι υπεύθυνοι της προσφεύγουσας μπορούσαν να προβλέψουν ότι ο υπεύθυνος τεχνικός διευθυντής θα μπορούσε να προβεί σε τέτοια παράτυπη πράξη.

7. Δεδομένου ότι το εμπόρευμα δεν υπαγόταν στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης ΕΚ και επομένως η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει τη δήλωση του παραγωγού περί συνθέσεως του προϊόντος, η οποία είναι αναγκαία, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1222/94 , το καθού απαίτησε από την προσφεύγουσα, με απόφαση που κατέστη οριστική, να του επιστρέψει την καταβληθείσα επιστροφή κατά την εξαγωγή εντόκως προς 15 %.

8. Με νέα απόφαση, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαδικασίας της κύριας δίκης, το καθού αξίωσε από την προσφεύγουσα να καταβάλει ορισμένο ποσό ως κύρωση, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87.

9. Όπως εκθέτει το Bundesfinanzhof, η ένδικη προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα λόγω της επιβολής της κυρώσεως αυτής απορρίφθηκε από το Finanzgericht. Κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως.

10. Ενώπιον του Bundesfinanzhof η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87 δεν είναι έγκυρο, διότι αντιβαίνει στην αρχή του κράτους δικαίου και στην απαγόρευση των διακρίσεων. Επ' αυτών το Bundesfinanzhof διατυπώνει ορισμένες σκέψεις. Επικουρικά, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τελούσε σε κατάσταση ανωτέρας βίας, υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 3665/87.

11. Το Bundesfinanzhof διαπιστώνει κατ' αρχάς ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87. Το καθού έχει την υποχρέωση επιβολής της κυρώσεως, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη μη επιβολή της κυρώσεως που ρυθμίζεται με την εν λόγω διάταξη.

12. Το Bundesfinanzhof κρίνει πάντως ότι το γεγονός ότι το προϊόν που παρήγαγε για τον εξαγωγέα ένας τρίτος δεν έχει την προβλεπόμενη από τη σύμβαση σύνθεση (ή του οποίου η σύνθεση δεν ανταποκρίνεται προς τα κριτήρια που έχει θεωρήσει σιωπηρά ο εξαγωγέας ως αυτονόητα) δεν συνιστά ανωτέρα βία, υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, με τη μέχρι τούδε νομολογία του σχετικά με την έννοια της ανωτέρας βίας, έχει δεχθεί ότι η μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου του εξαγωγέα δεν αποτελεί απρόβλεπτο και ασύνηθες γεγονός, αλλά επιβάλλει στον επιχειρηματία την υποχρέωση να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίσει τη συμπεριφορά αυτή, είτε προσθέτοντας τις κατάλληλες ρήτρες στη σύμβαση με τον αντισυμβαλλόμενό του είτε συνάπτοντας ειδική ασφάλιση . Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι συντρέχει ανωτέρα βία ούτε καν στην περίπτωση δόλιας συμπεριφοράς του αντισυμβαλλομένου του εξαγωγέα .

13. Επιπλέον, το Bundesfinanzhof κρίνει ότι δεν συντρέχει ούτε η περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, δηλαδή πρόδηλο λάθος ως προς την αιτούμενη επιστροφή, το οποίο αναγνωρίζεται από την αρμόδια αρχή.

14. Στη συνέχεια, το Bundesfinanzhof εξέτασε κατά πόσον η εν λόγω διάταξη του κοινοτικού δικαίου προσβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματα και έδωσε αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό, διότι δεν πρόκειται εδώ για «ποινή» και δεν παραβιάζεται ούτε η αρχή της αναλογικότητας ούτε η απαγόρευση των διακρίσεων.

15. Κατά το Bundesfinanzhof, σκοπός του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87 είναι η επιβολή στον εξαγωγέα μιας οικονομικής επιβαρύνσεως, ώστε να αποτραπεί ο εξαγωγέας αυτός από το να υποβάλλει στο μέλλον αίτηση επιστροφής στηριζόμενη σε ψευδή στοιχεία και να θέσει έτσι σε κίνδυνο τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας και τη νομότυπη εφαρμογή της ρυθμίσεως περί των οικείων κοινών οργανώσεων αγορών. Ο αποτρεπτικός αυτός σκοπός (πρόληψη) διαφέρει ριζικά από τον σκοπό που επιδιώκεται με την επιβολή ποινικής κυρώσεως, ο οποίος συνίσταται στην έκφραση κοινωνικής και ηθικής αποδοκιμασίας.

16. Η ποινή προϋποθέτει δυνατότητα καταλογισμού και το ύψος της ποινικής κυρώσεως εξαρτάται από την ατομική απαξία της αξιόποινης πράξεως. Κατά το Bundesfinanzhof, τούτο δεν ισχύει για το άρθρο 11, παράγραφος 1, κατά το οποίο η επιβολή κυρώσεως είναι ανεξάρτητη από την ατομική υπαιτιότητα του αιτούντος την επιστροφή. Η μείωση της επιστροφής δεν αποτελεί τιμωρία για παράβαση του δικαίου, για την οποία είναι υπαίτιος ο ίδιος ο αιτών, αλλά ο σκοπός είναι να προληφθεί, ενόψει και μόνον της απειλής επιβολής της ποινής, αυτή η παράβαση του δικαίου.

17. Κατά το Bundesfinanzhof, το γεγονός ότι στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού γίνεται λόγος για «επιβολή ποινής» στον εξαγωγέα δεν έχει καμία σημασία, καθόσον στον όρο «ποινή» μπορεί να αποδίδεται ευρύτερη και ταυτόχρονα μη τεχνική έννοια.

18. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 προβλέπει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων μόνο στις περιπτώσεις τελέσεως παρατυπιών εκ προθέσεως ή εξ αμελείας. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, οι κυρώσεις καθιερώνονται πάντως «με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων που θα ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού» και στους οποίους ανήκει και ο επίδικος εν προκειμένω κανονισμός περί επιβολής κυρώσεων.

19. Κατά το Bundesfinanzhof πάντα, το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87 δεν αντιβαίνει άλλωστε ούτε στην αρχή της αναλογικότητας. Το γεγονός ότι η απειλή της επιβολής κυρώσεως ισχύει και για τους έντιμους και επιμελείς εξαγωγείς δεν σημαίνει ότι συντρέχει παραβίαση της ανωτέρω αρχής, αφού ο εξαγωγέας είναι απόλυτα ελεύθερος να αναπτύσσει τις οικονομικές δραστηριότητές του στον τομέα του εξαγωγικού εμπορίου των προϊόντων που διέπονται από κοινή οργάνωση αγοράς και για τα οποία προβλέπεται η χορήγηση επιστροφών λόγω εξαγωγής. Εφόσον ο εξαγωγέας αποφασίσει, προσδοκώντας ότι θα αποκομίσει οφέλη, να μετάσχει σε ένα σύστημα χορηγήσεως δημόσιων πόρων, είναι υποχρεωμένος να τηρεί τους προβλεπόμενους συναφώς κανόνες, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η επίμαχη εν προκειμένω κύρωση. Το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό οι τελωνειακές αρχές απαλλάσσονται, μεταξύ άλλων, από το βάρος αποδείξεως της αμέλειας του εξαγωγέα, της οποίας η απόδειξη συχνά δεν είναι ούτε εύκολη ούτε προφανής, ενώ ταυτόχρονα διευκολύνεται η διοικητική διαχείριση του συστήματος των επιστροφών κατά την εξαγωγή, συνηγορεί επίσης υπέρ της ερμηνείας του άρθρου 11, παράγραφος 1, ως μηχανισμού μειώσεως της επιστροφής ανεξάρτητου από την ύπαρξη υπαιτιότητας. Αν ληφθούν υπόψη ο επιδιωκόμενος σκοπός και ο μεγάλος αριθμός ψευδών δηλώσεων - που εντοπίζονται δυσκολότατα - δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η κύρωση δεν είναι πρόσφορη ή ότι υπερβαίνε το ενδεδειγμένο μέτρο.

20. Κατά το Bundesfinanzhof πάντοτε, το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87 δεν αντιβαίνει ούτε στην απαγόρευση των διακρίσεων. Δεδομένου ότι με το άρθρο αυτό δεν επιβάλλεται καμία ποινική κύρωση που να συναρτάται προς υπαιτιότητα, η μορφή και ο βαθμός της υπαιτιότητας του αιτούντος τη χορήγηση επιστροφής ή η πλήρης έλλειψη υπαιτιότητας δεν αποτελούν αντικειμενικά κριτήρια διαβαθμίσεως της κυρώσεως.

21. Το Bundesfinanzhof, κρίνοντας ότι η απάντηση στο ζήτημα του κύρους του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87 δεν είναι προφανής, αποφάσισε να υποβάλει σχετικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

22. Ενόψει των δυσχερειών που εμφανίζει η ερμηνεία δύο αποφάσεων του Δικαστηρίου σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εξαγωγείς μπορούν να επικαλούνται την καλή πίστη τους, το Bundesfinanzhof έκρινε επίσης αναγκαία την υποβολή του δεύτερου ερωτήματος:

«1) Είναι έγκυρο το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87, καθόσον προβλέπει την επιβολή κυρώσεως ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο εξαγωγέας έχει ζητήσει χωρίς υπαιτιότητά του μεγαλύτερη επιστροφή κατά την εξαγωγή από την οφειλόμενη;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Μπορεί το άρθρο 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα ψευδή στοιχεία που υπέβαλε καλοπίστως ο αιτών την επιστροφή κατά την εξαγωγή, βασιζόμενος σε ψευδή στοιχεία του παραγωγού, αποτελούν κατ' αρχήν περίπτωση ανωτέρας βίας, εφόσον ο αιτών δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά ήταν ψευδή ή μπορούσε να το διαπιστώσει μόνον κατόπιν ελέγχων στο εργοστάσιο παραγωγής;»

IV - Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα: κύρος του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87 σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης

23. Κατά την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η ανωτέρω διάταξη αντιβαίνει στις αρχές του ποινικού δικαίου που απορρέουν από την αρχή περί κράτους δικαίου, και συγκεκριμένα στην αρχή nulla poena sine culpa («καμία ποινή χωρίς υπαιτιότητα»), στην αρχή της αναλογικότητας και στην απαγόρευση των διακρίσεων.

Α - Επί της αρχής nulla poena sine culpa

1. Επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

24. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται κατ' αρχάς ότι η προβλεπόμενη στην επίμαχη διάταξη κύρωση έχει ποινικό χαρακτήρα. Στη συνέχεια εξετάζει την εφαρμογή της αρχής nulla poena sine culpa στα δίκαια των κρατών μελών, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ), καθώς και στο κοινοτικό δίκαιο, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρχή περί υπάρξεως υπαιτιότητας καταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου.

25. Αντίθετα, η Επιτροπή συμφωνεί με το Bundesfinanzhof και αναπτύσσει μόνο μερικές συμπληρωματικές παρατηρήσεις. Κατά την Επιτροπή, εφόσον η επίμαχη κύρωση είναι διοικητικής φύσεως, δεν έχει εφαρμογή η αρχή nulla poena sine culpa και, εξάλλου, η κύρωση αυτή δεν προσκρούει στην αρχή περί κράτους δικαίου, καθόσον η ευθύνη του εξαγωγέα είναι ανεξάρτητη από την υπαιτιότητά του.

2. Ανάλυση του ζητήματος

26. Η εκτίμηση του βασίμου των ισχυρισμών της προσφεύγουσας προϋποθέτει την εξέταση της νομικής φύσης της επίμαχης εν προκειμένω κυρώσεως (α). Αν η κύρωση αυτή δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να εξεταστεί αν μπορεί κατ' αρχήν να έχει εφαρμογή η αρχή περί υπαιτιότητας (β).

α) Νομική φύση της επίμαχης εν προκειμένω κυρώσεως

Κύρωση ποινικού χαρακτήρα;

27. Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87 προβλέπει κατ' ουσίαν τη μείωση της επιστροφής - που μπορεί να φθάσει μέχρι την καταβολή ενός χρηματικού ποσού - ανάλογα με τη διαφορά που υφίσταται μεταξύ αφενός της αιτηθείσας και αφετέρου της πράγματι οφειλόμενης επιστροφής. Η ρύθμιση αυτή έχει εφαρμογή ανεξάρτητα από ενδεχόμενες απαιτήσεις αποδόσεως αχρεωστήτως καταβληθέντων και δεν συναρτάται προς το ύψος της ζημίας που προξένησαν ενδεχομένως οι ανακρίβειες της αιτήσεως χορηγήσεως επιστροφής. Όπως τονίζει η προσφεύγουσα, η ρύθμιση αυτή δεν αποσκοπεί στην επαναφορά της πρότερης νόμιμης καταστάσεως, στην αποκατάσταση της ζημίας ή στην εξάλειψη των συνεπειών της παράνομης πράξεως, αλλά απλώς επιβάλλει στον εξαγωγέα οικονομική επιβάρυνση λόγω των εσφαλμένων στοιχείων της αιτήσεως χορηγήσεως επιστροφής την οποία υπέβαλε.

28. Ομοίως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επίμαχη εν προκειμένω ρύθμιση δεν εμπεριέχει αντισταθμιστική εισφορά έναντι άτοκου δανείου, όπως ενδέχεται να συμβαίνει στην περίπτωση καταπτώσεως εγγυήσεως ή ασφάλειας . Κατά τη ρύθμιση δηλαδή των επιστροφών κατά την εξαγωγή, η επιστροφή κατά την εξαγωγή προχρηματοδοτείται, μέχρι την καταβολή της επιστροφής από την αρμόδια υπηρεσία, από τον εξαγωγέα.

29. Τα ανωτέρω όμως δεν αρκούν για να συναχθεί συμπέρασμα σχετικά με τον χαρακτήρα της κυρώσεως που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87.

30. Κατ' αρχάς θα ήθελα να επισημάνω γενικά ότι η Κοινότητα δεν είναι αρμόδια κατ' αρχήν για να προβλέπει ποινικές κυρώσεις. Η επιβολή τέτοιων κυρώσεων για τη μη τήρηση υποχρεώσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των κρατών μελών .

31. Η επίμαχη όμως εν προκειμένω ρύθμιση, αν ληφθεί υπόψη ο ειδικός σκοπός της, μπορεί κατ' αρχήν να χαρακτηριστεί ως κύρωση, καθόσον συναρτά το εσφαλμένο περιεχόμενο της αιτήσεως με ορισμένη αρνητική οικονομική συνέπεια. Από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2945/94 προκύπτει πάντως ότι η κύρωση αυτή έχει κυρίως προληπτικό χαρακτήρα: σκοπός της είναι «να παρακινεί τους εξαγωγείς να τηρούν σε μεγαλύτερο βαθμό την κοινοτική νομοθεσία». Η πάταξη της παράνομης συμπεριφοράς, αν θεωρηθεί βέβαια ότι επιδιώκεται πάταξη, έχει τελείως δευτερεύουσα σημασία.

32. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 επίσης συναρτά σαφώς τις - διοικητικές - κυρώσεις που απαριθμεί, και ειδικότερα την «πληρωμή ποσού το οποίο να υπερβαίνει τα αδικαιολογήτως εισπραχθέντα ή κακώς μη καταβληθέντα ποσά» (στοιχείο β_), προς τον προληπτικό χαρακτήρα τους: οι κυρώσεις δεν μπορούν συγκεκριμένα να υπερβαίνουν «το ύψος που είναι απολύτως αναγκαίο για να [τους] προσδώσει αποτρεπτικό χαρακτήρα».

33. Ορθώς το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει εδώ ότι, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας Jacobs με τις προτάσεις του στην υπόθεση C-240/90, Γερμανία κατά Επιτροπής, όσον αφορά την έννοια των ποινικών κυρώσεων, το γεγονός ότι οι ποινικές κυρώσεις έχουν αποτρεπτική λειτουργία δεν σημαίνει ότι κάθε αποτρεπτική κύρωση έχει ποινικό χαρακτήρα, διότι ο σκοπός μιας ποινικής κυρώσεως βαίνει πέρα από την απλή αποτροπή και εκφράζει κοινωνική αποδοκιμασία .

34. Η επίμαχη εν προκειμένω κύρωση δεν εκφράζει πάντως καμία τέτοια κοινωνική αποδοκιμασία. Είναι επομένως απόλυτα συνεπές προς τούτο το γεγονός ότι το ύψος της εξαρτάται σε περιορισμένο μόνο βαθμό από τον βαθμό της υπαιτιότητας, καθόσον η μόνη διάκριση που γίνεται είναι μεταξύ δόλιας παραβάσεως και των λοιπών περιπτώσεων. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε από το γεγονός ότι στο γερμανικό κείμενο της τρίτης αιτιολογικής σκέψης του κανονισμού 2945/94 χρησιμοποιείται ο όρος «τιμωρείται». Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για χρήση τεχνικού όρου, όπως άλλωστε αποδεικνύεται από το κείμενο της ίδιας διάταξης στις άλλες γλώσσες .

35. Τέλος, θα ήθελα επίσης να παρατηρήσω ότι η επίμαχη εν προκειμένω κύρωση, αντίθετα από τις ποινικές κυρώσεις, δεν έχει ατομικό χαρακτήρα, καθόσον ο εξαγωγέας έχει τη δυνατότητα να επιρρίψει το βάρος της κυρώσεως, δυνάμει σχετικής συμφωνίας, σε εμπλεκόμενους τρίτους, όπως είναι π.χ. στην υπόθεση της κύριας δίκης ο παραγωγός.

36. Δεδομένου επομένως ότι η επίμαχη εν προκειμένω κύρωση επιτελεί κυρίως αποτρεπτική λειτουργία και δεν εκφράζει καμία κοινωνική ή ηθική αποδοκιμασία, μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να έχει ποινικό χαρακτήρα.

Κύρωση διοικητικού χαρακτήρα;

37. Ο γενικός εισαγγελέας Saggio παρατήρησε ότι «το Δικαστήριο ουδέποτε θεώρησε αναγκαίο να προσδιορίσει ειδικά τον χαρακτήρα της εξουσίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να επιβάλλει κυρώσεις και έχει αποφύγει να προβεί σε ουσιαστική διάκριση μεταξύ διοικητικών και ποινικών κυρώσεων» .

38. Ενόψει της απαριθμήσεως των διοικητικών κυρώσεων στο άρθρο 5 του κανονισμού 2988/95, δεν υπάρχει καμία ανάγκη να δοθεί νομολογιακά θετικός ορισμός των διοικητικών κυρώσεων. Θα ήθελα απλώς να τονίσω ότι η επίμαχη εν προκειμένω κύρωση αντιστοιχεί μεν, ως προς τα βασικά στοιχεία της, στην κύρωση που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β_, του κανονισμού αυτού, αλλά διαφέρει από αυτή κατά το ότι μπορεί να συνίσταται είτε σε μείωση της επιστροφής είτε σε υποχρέωση καταβολής .

39. Αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το ύψος της επίμαχης εν προκειμένω κυρώσεως δεν ασκεί καμία επιρροή επί της νομικής φύσης της. Η άποψη αυτή δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), κατά την οποία «[...] πρέπει κατ' αρχάς να εξακριβωθεί κατά πόσον το νομοθετικό κείμενο που ορίζει την επίμαχη παράβαση εμπίπτει στο ποινικό δίκαιο, βάσει της νομικής τεχνικής που εφαρμόζεται εντός του καθού κράτους· στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστούν, ενόψει του αντικειμένου και του σκοπού του άρθρου 6 (άρθρο 6), της συνήθους έννοιας του γράμματός του και των δικαίων των συμβαλλομένων κρατών, η φύση της παραβάσεως, καθώς και η φύση και ο βαθμός βαρύτητας της κυρώσεως που κινδύνευε να υποστεί ο ενδιαφερόμενος» (η υπογράμμιση δική μου) . Ο «βαθμός βαρύτητας» εξαρτάται προφανώς από το αν η κύρωση είναι αισθητή - το ύψος της έχει συναφώς δευτερεύουσα μόνο σημασία. Η αντίληψη αυτή οφείλεται στην ανάγκη να προσδοθεί στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ ένας σκοπός προστασίας που να βαίνει πέραν των ορίων των εθνικών εννόμων τάξεων.

40. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καλείται, μεταξύ άλλων, να αποφαίνεται επί του κύρους των ρυθμίσεων περί κυρώσεων λαμβάνοντας κατ' αρχήν υπόψη το όλο πλαίσιο των ρυθμίσεων αυτών. Επομένως, η νομική φύση μιας κυρώσεως στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής δεν μπορεί να εξαρτάται από το ύψος της: το βασικό κριτήριο είναι αντίθετα, όπως τονίζει ορθά η Επιτροπή, ο σκοπός της κυρώσεως και το όλο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η κύρωση αυτή .

41. Αν ληφθεί υπόψη το όλο πλαίσιο, ο εξαγωγέας δεν αντιπροσωπεύει ένα διοικούμενο ο οποίος, σε περίπτωση εσφαλμένου περιεχομένου της αιτήσεως χορηγήσεως επιστροφής, συναντά την αποδοκιμασία για τη συμπεριφορά του, αλλά ένα συνεργάτη κατά τη διαχείριση της παροχής των επιστροφών, ο οποίος παρακινείται, λόγω της επαπειλής της κυρώσεως, να τηρεί τις ιδιαίτερες υποχρεώσεις του σε σχέση με τη χορήγηση των επιστροφών κατά την εξαγωγή . Από την άποψη αυτή, η επίμαχη εν προκειμένω ρύθμιση περί κυρώσεων συνιστά την έννομη συνέπεια της εγγυητικής λειτουργίας που επιτελεί ο εξαγωγέας ως προς την ορθότητα της αιτήσεως χορηγήσεως επιστροφής, η οποία μπορεί περισσότερο να συγκριθεί με τον αστικού δικαίου θεσμό της ποινικής ρήτρας παρά με τις προβλεπόμενες από το ποινικό δίκαιο ποινές. ράγματι, ορθά το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει στο σημείο αυτό ότι η συμμετοχή στο σύστημα των επιστροφών κατά την εξαγωγή δεν είναι υποχρεωτική .

42. Το γεγονός ότι μια κύρωση δεν έχει ποινικό χαρακτήρα δεν σημαίνει ότι ο διοικούμενος δεν απολαύει καμιάς νομικής προστασίας: κατά πάγια νομολογία, «μια κύρωση, έστω και αν δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, μπορεί να επιβληθεί μόνο αν στηρίζεται σε σαφή και μη διφορούμενη νομική βάση. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει πάντοτε υπογραμμίσει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου των οποίων διασφαλίζει την τήρηση. Αποτελεί, τέλος, πάγια νομολογία [...] ότι οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου πρέπει να είναι σύμφωνες προς την αρχή της αναλογικότητας» .

43. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επίμαχη ρύθμιση, αν ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη ότι έχει κυρίως προληπτικό χαρακτήρα, πρέπει οπωσδήποτε να χαρακτηριστεί ως κύρωση διοικητικής φύσεως. Τίθεται δε το ζήτημα κατά πόσον στις κυρώσεις αυτές έχει εφαρμογή η αρχή περί υπαιτιότητας.

β) Η αρχή περί υπαιτιότητας ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου;

44. Ανεξάρτητα από τη νομική φύση της επίμαχης εν προκειμένω ρυθμίσεως περί κυρώσεων, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η εφαρμογή της αρχής περί υπαιτιότητας επί των διοικητικών κυρώσεων συνιστά γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. Κατά την προσφεύγουσα, τούτο προκύπτει τόσο από κοινή νομική παράδοση των κρατών μελών όσο και από τα θεμελιώδη δικαιώματα, τον σεβασμό των οποίων καλείται να διασφαλίζει το Δικαστήριο.

45. Κατά συνέπεια, θα εξεταστεί στη συνέχεια αν η ισχύς της αρχής περί υπαιτιότητας προκύπτει από μια ενδεχομένως υπάρχουσα κοινή νομική παράδοση των κρατών μελών, από την ενσωμάτωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία προβλέπει η ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή άμεσα από το κοινοτικό δίκαιο.

Υφίσταται κοινή νομική παράδοση των κρατών μελών σε σχέση με την ισχύ της αρχής περί υπαιτιότητας;

46. Από τη σύγκριση των νομοθεσιών των κρατών μελών, στην οποία προέβη η προσφεύγουσα με τις γραπτές παρατηρήσεις της, προκύπτει κατ' αρχάς κυρίως ότι τα όρια μεταξύ ποινικών και διοικητικών κυρώσεων είναι ρευστά.

47. Οι αρχές του ποινικού δικαίου, στις οποίες περιλαμβάνεται αναμφίβολα η αρχή περί υπαιτιότητας, δεν εφαρμόζονται συνεπώς, εντός των εννόμων τάξεων των κρατών μελών, στην ίδια έκταση. Όσο στενότερο είναι το πεδίο των καθαρά διοικητικών κυρώσεων - και επομένως όσο ευρύτερο είναι το πεδίο των ποινικών κυρώσεων - τόσο σαφέστερα είναι τα όρια μεταξύ, αφενός, των ποινικών και, αφετέρου, των διοικητικών κυρώσεων σε σχέση με την αντιμετώπισή τους από νομική άποψη.

48. Ενιαία δεν φαίνεται να είναι ούτε η έκταση εφαρμογής της αρχής περί υπαιτιότητας. Όσον αφορά τις ποινικές κυρώσεις που δεν εκφράζουν έντονη κοινωνική αποδοκιμασία, η υποχρέωση ενέργειας μπορεί να έχει διαμορφωθεί κατά τρόπον ώστε η μη εκπλήρωσή της και μόνο να αποτελεί ένδειξη για τη δυνατότητα ατομικού καταλογισμού. Επιπλέον, η ίδια η προσφεύγουσα ομολογεί, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι ορισμένοι λόγοι άρσεως του αξιοποίνου σε περίπτωση πληρώσεως των αντικειμενικών προϋποθέσεων επιβολής ποινής ενδέχεται να οδηγούν σε παρόμοια αποτελέσματα όπως η υπαιτιότητα με αντιστροφή του βάρους αποδείξεως.

49. Κατά συνέπεια, από τις νομικές παραδόσεις των κρατών μελών δεν είναι δυνατό κατ' αρχήν να συναχθεί ότι ισχύει γενικά η αρχή της υπαιτιότητας ως προς τις κυρώσεις διοικητικής φύσεως.

αράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ;

50. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι εγγυήσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ - και, ειδικότερα, το τεκμήριο αθωότητας σύμφωνα με την παράγραφο 2 - έχει εφαρμογή στις ποινικές υποθέσεις. Από την προστατευτική λειτουργία της διατάξεως αυτής προκύπτει ήδη ότι η έννοια της αξιόποινης πράξης πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς - δηλαδή χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κατηγοριοποιήσεις που προβλέπουν τα εθνικά δίκαια.

51. Από την ανωτέρω παρατεθείσα νομολογία του ΕΔΔΑ σε σχέση με το ζήτημα της αντιμετωπίσεως της προσαυξήσεως ως κυρώσεως δεν μπορεί συνεπώς να συναχθεί ότι η αρχή περί υπαιτιότητας έχει εφαρμογή σε όλες τις διοικητικές κυρώσεις. Στις περιπτώσεις στις οποίες οι φορολογικές προσαυξήσεις λόγω ανακριβούς δηλώσεως στοιχείων εξομοιώθηκαν με την απαγγελία κατηγορίας ποινικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, το σκεπτικό του ΕΔΔΑ ήταν, μεταξύ άλλων, ότι η σχετική κύρωση επιβάλλεται για λόγους προλήψως και καταστολής .

52. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να προβλέπεται αντικειμενική ευθύνη για τις αξιόποινες πράξεις, αλλά απλώς περιορίζει τη δυνατότητα αυτή με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωμάτων υπερασπίσεως .

53. Κατά συνέπεια, από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με την ΕΣΔΑ, δεν συνάγεται ότι η αρχή περί υπαιτιότητας ισχύει ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου σε σχέση με τις κυρώσεις διοικητικού χαρακτήρα.

Η αρχή της υπαιτιότητας ως γενική αρχή δυνάμει του κανονισμού 2988/95;

54. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95, οι παρατυπίες επισύρουν διοικητικές κυρώσεις μόνον εφόσον διαπράττονται εκ προθέσεως ή εξ αμελείας. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η διάταξη αυτή - επίσης - αναγνωρίζει την ισχύ της αρχής περί υπαιτιότητας στο κοινοτικό δίκαιο, και μάλιστα τόσο σε σχέση με τις κυρώσεις κατασταλτικού χαρακτήρα όσο και σε σχέση με τις κυρώσεις προληπτικού χαρακτήρα.

55. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, η αρχή που καθιερώνεται με την παράγραφο 1 δεν θίγει τις διατάξεις περί κυρώσεων που αφορούσαν συγκεκριμένους τομείς και ίσχυαν ήδη πριν από την έκδοση του εν λόγω κανονισμού. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η εν λόγω ρύθμιση αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα περί ισχύος της αρχής της υπαιτιότητας, εξαίρεση που δεν έχει σημασία, για τον λόγο προφανώς ότι η προσφεύγουσα εξετάζει μόνον τις έννομες συνέπειες και όχι τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της επιβολής της κυρώσεως.

56. Η ανωτέρω άποψη δεν με πείθει. Από το γράμμα ήδη του άρθρου 5, παράγραφος 2, όπου γίνεται λόγος για «τομεακούς κανόνες [περί κυρώσεων]», προκύπτει ότι δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ προϋποθέσεων και εννόμων συνεπειών της ρυθμίσεων περί κυρώσεων.

57. Κατά τα λοιπά, πρέπει να γίνεται διάκριση, σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού 2988/95, μεταξύ των παρατυπιών που τελούνται εκ προθέσεως ή προξενούνται εξ αμελείας αφενός (παράγραφος 1) και των λοιπών παρατυπιών αφετέρου (παράγραφος 2) - δηλαδή των παρατυπιών που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα. Επομένως, είναι τουλάχιστον αμφίβολο αν το άρθρο 5 του κανονισμού 2988/95 ανάγει την αρχή της υπαιτιότητας σε γενική αρχή.

58. Επομένως, ούτε από τον κανονισμό 2988/95 μπορεί να συναχθεί η απεριόριστη ισχύς της αρχής περί υπαιτιότητας.

59. Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87, καθόσον προβλέπει κύρωση που έχει - πρωταρχικά τουλάχιστον - προληπτικό σκοπό, δεν διέπεται κατ' αρχήν από την αρχή περί υπαιτιότητας.

Β - Επί της αρχής της αναλογικότητας και επί της απαγορεύσεως των διακρίσεων

60. ροκειμένου να εκτιμηθεί το κύρος της επίμαχης εν προκειμένω ρυθμίσεως περί κυρώσεων σε μια υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί κατά πόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.

61. Συναφώς, θα συνεξεταστούν οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας σχετικά με την απαγόρευση των διακρίσεων, διότι υπάρχει ουσιαστικά αλληλεπικάλυψη των ισχυρισμών αυτών με τους ισχυρισμούς περί του απρόσφορου χαρακτήρα της επίμαχης εν προκειμένω ρυθμίσεως περί κυρώσεων.

1. Επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

62. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η κύρωση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87 δεν είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δεν είναι αναγκαία και αντιβαίνει στην ανάγκη περί πρόσφορου χαρακτήρα, η οποία θα εξεταστεί στο πλαίσιο της εξετάσεως αναλογικότητας. Δεδομένου ότι τα επιχειρήματά της ως προς την καταλληλότητα, την αναγκαιότητα και τον πρόσφορο χαρακτήρα της επίμαχης εν προκειμένω ρυθμίσεως περί κυρώσεων επαναλαμβάνονται μέχρις ορισμένου βαθμού, θα προβώ κατωτέρω σε συνολική συνοπτική παρουσίασή τους.

63. Η προσφεύγουσα τονίζει κατ' αρχάς ότι οι επιστροφές κατά την εξαγωγή δεν αποτελούν όφελος που ο εξαγωγέας είναι ελεύθερος να επιδιώξει να αποκομίσει. Με την επιστροφή κατά την εξαγωγή αποδίδεται στον εξαγωγέα η χρηματική παροχή με την οποία ο εξαγωγέας - καταβάλλοντας το τίμημα κατά την αγορά του προϊόντος για το οποίο παρέχεται η επιστροφή - χρηματοδοτεί το σύστημα στηρίξεως των γεωργικών τιμών. Κατά συνέπεια, η απαίτηση αποδόσεως της επιστροφής κατά την εξαγωγή συνιστά για τον εξαγωγέα πραγματική οικονομική ζημία.

64. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται περαιτέρω ότι τα προϊόντα για τα οποία ισχύουν οι επιστροφές πρέπει να δηλώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του τελωνειακού δικαίου. Η εν λόγω δήλωση ενέχει αβεβαιότητες, διότι ο εξαγωγέας πρέπει να προβεί ειδικότερα σε νομικές εκτιμήσεις. Το Δικαστήριο όμως έχει αναγνωρίσει, με τη νομολογία του ως προς το τελωνειακό δίκαιο, ότι ο εξαγωγέας εκπληρώνει το καθήκον του προς κατάθεση ορθής τελωνειακής διασαφήσεως ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία προβαίνει καλόπιστα σε παροχή εσφαλμένων ή ελλιπών στοιχείων στην τελωνειακή αρχή, εφόσον μπορούσε ευλόγως να διαθέτει ή να έχει συλλέξει μόνον τα στοιχεία αυτά .

65. Από τα ανωτέρω η προσφεύγουσα συνάγει ότι η κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, κύρωση δεν είναι ούτε κατάλληλη ούτε αναγκαία προς επίτευξη του σκοπού της, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Η αξίωση αποδόσεως της επιστροφής κατά την εξαγωγή αρκεί προς τούτο. Κατά τα λοιπά, η εν λόγω ρύθμιση δεν λαμβάνει υπόψη ότι η υποχρέωση υποβολής δηλώσεως με ορθό περιεχόμενο δεν είναι απεριόριστη. Όσον αφορά την αναγκαιότητα, ο εξαγωγέας προσθέτει ότι από τον κανονισμό 2988/95 μπορεί να συναχθεί ότι τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας προστατεύονται επαρκώς με την επιβολή κυρώσεων που εξαρτώνται από την ύπαρξη υπαιτιότητας, καθόσον μάλιστα το εθνικό δίκαιο προβλέπει επίσης την επιβολή κυρώσεων.

66. Όσον αφορά τον πρόσφορο χαρακτήρα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επιπλέον ότι κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, επιτρέπεται η επιβολή κυρώσεως ανεξάρτητα από την επέλευση ζημίας ή από τη δυνατότητα που είχε ο εξαγωγέας να αποφύγει την παρατυπία. Το γεγονός ότι δεν γίνεται διαφοροποίηση μεταξύ ανυπαίτιας και αμελούς - επομένως υπαίτιας - συμπεριφοράς συνιστά επίσης, κατά την προσφεύγουσα, παραβίαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

67. Με βάση όλα τα ανωτέρω η προσφεύγουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κύρωση είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της αναλογικότητας και με την απαγόρευση των διακρίσεων.

68. Αντίθετα, η Επιτροπή θεωρεί ότι, αν σε περίπτωση ανακρίβειας της δηλώσεως, προβλεπόταν απλώς η απόδοση των επιστροφών κατά την εξαγωγή, δεν θα διασφαλιζόταν ο σκοπός αποτροπής. Η Επιτροπή τονίζει ότι το ύψος της κυρώσεως υπολογίζεται ανάλογα με την παροχή που καταβλήθηκε αχρεωστήτως στον εξαγωγέα. Η Επιτροπή επισημαίνει, τέλος, ότι ο κοινοτικός νομοθέτης έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής. Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για προφανή ακαταλληλότητα της ρυθμίσεως ή για προφανή υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας του.

2. Ανάλυση του ζητήματος

69. Kατά πάγια νομολογία, «προκειμένου να διαπιστωθεί, ιδίως στον τομέα των κοινών οργανώσεων γεωργικών αγορών, αν μια διάταξη του κοινοτικού δικαίου συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να εξεταστεί αν η κύρωση βαίνει πέραν των ορίων αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η παραβιαζόμενη ρύθμιση» .

70. Ειδικότερα, πρέπει να εξακριβώνεται «αν η κύρωση που προβλέπει η επίμαχη διάταξη για την πραγματοποίηση του επιδιωκομένου σκοπού είναι ανάλογη προς τη σπουδαιότητά του, τα δε προξενούμενα μειονεκτήματα δεν είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς» .

Καταλληλότητα της επίμαχης εν προκειμένω ρυθμίσεως περί κυρώσεων

71. Όσον αφορά την καταλληλότητα της επίμαχης εν προκειμένω ρυθμίσεως περί κυρώσεων, πρέπει κατ' αρχάς να υπενθυμιστεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει μεγάλα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας, όταν εκτιμά το ζήτημα των μέσων που πρέπει να εφαρμοστούν για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού. Όσον αφορά την εξέταση της αναλογικότητας, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει, στα θέματα κοινής γεωργικής πολιτικής, διακριτική εξουσία που αντιστοιχεί στις πολιτικές ευθύνες που του αναθέτουν τα άρθρα 40 και 43 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσως, άρθρα 34 ΕΚ και 37 ΕΚ). Ένα μέτρο που θεσπίζεται στον εν λόγω τομέα είναι παράνομο μόνον εφόσον τελεί σε προφανή δυσαναλογία προς τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο όργανο .

72. Η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας αποτελεί θεμιτό σκοπό, ο οποίος επιδιώκεται από την Επιτροπή μέσω της επίμαχης εν προκειμένω ρυθμίσεως περί κυρώσεων. Η επιβολή οικονομικής κυρώσεως σε περίπτωση ανακριβούς αιτήσεως χορηγήσεως επιστροφής είναι ικανή όχι μόνο να αποθαρρύνει τον αιτούντα από τη δόλια υποβολή ψευδών δηλώσεων, αλλά και να τον παροτρύνει να επιδείξει τη μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια.

73. Αν ληφθεί υπόψη ο επιδιωκόμενος σκοπός της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, η προσφεύγουσα δεν πέτυχε να αποδείξει ότι η Επιτροπή, επιλέγοντας την επίμαχη εν προκειμένω κύρωση, προέβη σε προφανώς εσφαλμένη εκτίμηση.

Αναγκαιότητα της επίμαχης εν προκειμένω ρυθμίσεως περί κυρώσεων

74. Κατά την εξέταση της αναγκαιότητας το κρίσιμο βασικά ζήτημα είναι αν θα μπορούσε να ληφθεί, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ηπιότερο μέτρο που θα είχε τα ίδια αποτελέσματα.

75. Εν πάση περιπτώσει, η άποψη της προσφεύγουσας ότι θα αρκούσε απλώς η απόδοση των επιστροφών που θα είχαν καταβληθεί χωρίς νόμιμη αιτία δεν είναι ορθή. Ορθώς μεν υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι οι επιστροφές κατά την εξαγωγή δεν μπορούν να συγκριθούν με τις άμεσες ενισχύσεις, καθόσον η χορήγησή τους αποβαίνει τελικά υπέρ των γεωργών και όχι των εξαγωγέων. Από το χαρακτηριστικό όμως αυτό δεν προκύπτει ότι η απαίτηση αποδόσεως της επιστροφής κατά την εξαγωγή έχει τα ίδια αποτρεπτικά αποτελέσματα όπως η επίμαχη εν προκειμένω ρύθμιση περί κυρώσεων. ρώτον, η απαίτηση αποδόσεως της αχρεωστήτως καταβληθείσας επιστροφής κατά την εξαγωγή δεν έχει ως συνέπεια τη μη χορήγηση καμιάς τέτοιας επιστροφής· από την άποψη αυτή, η μη χορήγηση καμιάς επιστροφής, σε περίπτωση ανακριβούς αιτήσεως, θα αποτελούσε συχνά ριζικότερο μέτρο από την επίμαχη εν προκειμένω ρύθμιση περί κυρώσεων. Δεύτερον, θα ήθελα να επισημάνω ότι, όπως ορθά τόνισε η Επιτροπή, η απαίτηση αποδόσεως δεν έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, όταν το μόνο αποτέλεσμά της είναι να μειώνεται το ποσό της επιστροφής κατά την εξαγωγή μέχρι το οφειλόμενο ποσό. Τέλος, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι ο εξαγωγέας ενδέχεται μεν, σε περίπτωση απαιτήσεως αποδόσεως, να υποστεί ζημία ως προς τους τόκους, λόγω της προχρηματοδοτήσεως, η ζημία αυτή όμως είναι ομολογουμένως πολύ μικρότερη από τις προοπτικές κέρδους που προσφέρει η αίτηση χορηγήσεως υπερβολικά υψηλής επιστροφής, της οποίας η ανακρίβεια δεν αποκαλύπτεται, πράγμα που σημαίνει ότι το ενδεχόμενο και μόνο ζημίας ως προς τους τόκους δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά σε σχέση με την υποβολή ψευδών στοιχείων.

76. Ούτε η παραπομπή στο άρθρο 5 του κανονισμού 2988/95 είναι βάσιμη. Όπως εξέθεσα ανωτέρω , από τη διάταξη αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας μπορούν να προστατεύονται επαρκώς με την επιβολή κυρώσεων που εξαρτώνται από την ύπαρξη υπαιτιότητας.

77. Υπέρ του συμπεράσματος ότι η επίμαχη εν προκειμένω ρύθμιση περί κυρώσεων δεν είναι αναγκαία δεν συνηγορεί ούτε το γεγονός ότι οι κυρώσεις δεν συναρτώνται προς την πράγματι επελθούσα ζημία. Συγκεκριμένα, σκοπός της κυρώσεως δεν είναι η επιβολή «τιμωρίας» για την πρόκληση οικονομικής ζημίας, αλλά η αποτροπή: επομένως, είναι απόλυτα συνεπές προς τον σκοπό αυτό το γεγονός ότι ως μόνο κριτήριο ανάγεται η διακινδύνευση των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.

78. Κατά συνέπεια, η επίμαχη εν προκειμένω ρύθμιση περί κυρώσεων είναι επίσης αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού.

ρόσφορος χαρακτήρας της επίμαχης εν προκειμένω ρυθμίσεως περί κυρώσεων

79. Τέλος, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η ρύθμιση περί κυρώσεων είναι ανάλογη προς τη σημασία του εν λόγω σκοπού προστασίας και κατά πόσον οι αρνητικές συνέπειές της τελούν σε αναλογία προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς .

80. Κατ' αρχάς θα ήθελα να επισημάνω ότι τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας που πρέπει να προστευτούν τίθενται γενικά σε κίνδυνο με την υποβολή ανακριβών αιτήσεων χορηγήσεως επιστροφής κατά την εξαγωγή, ανεξάρτητα από το αν η ανακρίβεια αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του αιτούντος ή όχι. Επομένως, είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με την καθιέρωση ευθύνης λόγω δημιουργίας κινδύνου για τα συμφέροντα αυτά. Για τον λόγο αυτό δεν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να είναι απρόσφορη η μη διάκριση μεταξύ ανυπαίτιας και αμελούς υποβολής ανακριβών στοιχείων.

81. Σε σχέση με την υπόθεση της κύριας δίκης είναι προφανές ότι τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας τίθενται κατ' αρχήν εξίσου σε κίνδυνο από συμπεριφορά που δεν οφείλεται στον εξαγωγέα και την απορρέουσα από τη συμπεριφορά αυτή ανακρίβεια της αιτήσεως χορηγήσεως επιστροφής, ανεξάρτητα από το αν το σχετικό εμπόρευμα παράγεται από τον ίδιο τον εξαγωγέα ή από προμηθευτή του.

82. Η διάκριση μεταξύ δόλου και λοιπών περιπτώσεων σε σχέση με τις έννομες συνέπειες (το ύψος της κυρώσεως) δικαιολογείται αντικειμενικά, αν ληφθεί υπόψη η διαφορετική αντίληψη που έχει ο εξαγωγέας σε εκάστη των περιπτώσεων αυτών, όσον αφορά την τήρηση του δικαίου. Από το γεγονός αυτό και μόνον προκύπτει ότι αποκλείεται η ύπαρξη παραβιάσεως της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

83. Το κύρος της ρυθμίσεως περί κυρώσεων δεν τίθεται εν αμφιβόλω, σε μια περίπτωση όπως η υπόθεση της κύριας δίκης, ούτε από το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις επιβολής της κυρώσεως διευκολύνονται από το γεγονός ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει υπαιτιότητα και να αποδεικνύεται η ύπαρξή της. Η αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας μπορεί πράγματι να επιτάσσει την εφαρμογή λιγότερο αυστηρών κανόνων σχετικά με το βάρος αποδείξεως, οι οποίοι να φθάνουν μέχρι την απάλειψη της προϋποθέσεως περί υπαιτιότητας.

84. Αμφιβολίες σχετικά με τον πρόσφορο χαρακτήρα της επίμαχης εν προκειμένω ρυθμίσεως περί κυρώσεων θα μπορούσαν να ανακύψουν μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η ρύθμιση αυτή θα είχε διαμορφωθεί κατά τρόπο που να μη συμβιβάζεται με τη γενική αντίληψη περί ευθύνης λόγω προκλήσεως κινδύνου. Τούτο θα συνέβαινε ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία θα επιβαλλόταν η κύρωση ακόμη και αν ο εξαγωγέας δεν ευθυνόταν, ενόψει της αρχής περί επιεικείας, για τη διακινδύνευση των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.

85. Συναφώς, δεν είναι εσφαλμένη η άποψη της προσφεύγουσας ότι η επιβολή κυρώσεως που δεν συναρτάται προς την ύπαρξη υπαιτιότητας σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς αιτήσεως χορηγήσεως επιστροφής έχει ως αποτέλεσμα την καθιέρωση αντικειμενικής ευθύνης για την υποβολή ορθής δηλώσεως, μολονότι η δήλωση ενέχει ορισμένα αβέβαια στοιχεία, επί των οποίων ο εξαγωγέας δεν ασκεί καμία επιρροή .

86. Την πτυχή αυτή της υποθέσεως εξέτασε ο γενικός εισαγγελέας Léger, με τις προτάσεις που ανέπτυξε στην υπόθεση Oelmühle και Schmidt Söhne, η οποία πάντως αφορούσε την κατά το εθνικό δίκαιο απαίτηση αποδόσεως των αχρεωστήτως καταβληθεισών ενισχύσεων :

«στο πλαίσιο αυτής της σταθμίσεως των υφισταμένων συμφερόντων, την οποία αποτελεί η εκτίμηση της τηρήσεως της αρχής της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, θα φαινόταν τουλάχιστον ανεπιεικές να βαρύνεται μόνον ο καλόπιστος αποδέκτης με κάτι που ομοιάζει με ευθύνη άνευ υπαιτιότητας, παρόλον ότι αυτός, σύμφωνα με το θεσπισθέν σύστημα, μετακύλισε τις καταβληθείσες ενισχύσεις στους προμηθευτές χωρίς να επωφεληθεί από αυτές άμεσα, αυτό δε χωρίς να μπορέσει να ελέγξει την προέλευση των επίμαχων εμπορευμάτων, από την οποία εξαρτάται η νομιμότητα της χορηγηθείσας ενισχύσεως», ενώ στη συνέχεια εξέθεσε τα εξής: «ομοίως απόκειται, κατά κύριο λόγο, στις εθνικές αρχές, οι οποίες οφείλουν να βεβαιώνονται με τους κατάλληλους ελέγχους ότι το προϊόν για το οποίο καταβλήθηκε η ενίσχυση είναι σύμφωνο με την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση, για να διασφαλίζεται ότι οι κοινοτικές ενισχύσεις δεν καταβάλλονται για προϊόντα που δεν πρέπει να τυγχάνουν αυτών, να κρίνουν ποιοι είναι οι αναγκαίοι προς τον σκοπό αυτό έλεγχοι».

87. Όταν όμως πρόκειται για την απόδοση, βάσει διατάξεων του εθνικού δικαίου, ενισχύσεων που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως, το κύριο ζήτημα είναι οι ενστάσεις που προβάλλει ο ωφεληθείς, π.χ. ότι δεν είναι πλέον πλουσιότερος ή ότι ήταν καλόπιστος, και οι οποίες πρέπει να εκτιμώνται ανάλογα με τη νομική κατάστασή του. Στο πλαίσιο της νομοθεσίας που διέπει τις επιστροφές κατά την εξαγωγή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο ίδιος ο εξαγωγέας δεν αποκομίζει κανένα όφελος, όταν μεταβιβάζει την επιστροφή στον παραγωγό, καθόσον καταβάλλει τίμημα που υπερβαίνει την τιμή που επικρατεί στην παγκόσμια αγορά. Όσον αφορά όμως την επιβολή κυρώσεως λόγω υποβολής ανακριβούς αιτήσεως χορηγήσεως επιστροφής, το τελευταίο αυτό στοιχείο δεν έχει καμία σημασία.

88. ρέπει να γίνει δεκτό ότι μια κύρωση όπως η επίμαχη εν προκειμένω δεν θα είχε πρόσφορο χαρακτήρα, αν επιβαλλόταν ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτών την επιστροφή δεν ευθύνεται για την διακινδύνευση των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας . Οπωσδήποτε όμως τούτο δεν συμβαίνει όταν ο αιτών - όπως εν προκειμένω - είναι ελεύθερος να προσφύγει, στο πλαίσιο των οικονομικών δραστηριοτήτων του, στις υπηρεσίες τρίτου για την παραγωγή του επίμαχου προϊόντος. Συναφώς, δεν έχει καμία σημασία αν η ανακρίβεια των στοιχείων της αιτήσεως χορηγήσεως επιστροφής δεν μπορούσε να διαπιστωθεί ή μπορούσε να διαπιστωθεί μόνο με τη διεξαγωγή ελέγχων στο εργοστάσιο ή στην εγκατάσταση παραγωγής.

89. Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται, σε σχέση με το πρώτο ερώτημα, ότι το κύρος του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού 3665/87, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2945/94, δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι προβλέπει την επιβολή κυρώσεως ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο εξαγωγέας έχει ζητήσει χωρίς υπαιτιότητά του μεγαλύτερη επιστροφή κατά την εξαγωγή από την επιστροφή που δικαιούται.

V - Το δεύτερο ερώτημα: ερμηνεία της έννοιας «ανωτέρα βία»

90. Το δεύτερο ερώτημα, το οποίο υποβάλλεται για την περίπτωση κατά την οποία η επίμαχη εν προκειμένω ρύθμιση περί κυρώσεων είναι έγκυρη, αφορά κατ' ουσίαν το ζήτημα αν συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας, όταν ο αιτών την επιστροφή δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα στοιχεία της αιτήσεώς του ήσαν ψευδή ή μπορούσε να το διαπιστώσει μόνον κατόπιν ελέγχων που θα διενεργούνταν σε επιχείρηση τρίτου προσώπου.

Α - Επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

91. Η προσφεύγουσα εκφράζει την άποψη ότι τελούσε σε κατάσταση ανωτέρας βίας, υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, δηλαδή ότι συνέτρεχαν περιστάσεις που ήσαν ανεξάρτητες από τη βούληση του ενδιαφερομένου, ασυνήθεις και απρόβλεπτες και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος είχε επιδείξει κάθε αναγκαία επιμέλεια. Στην προκειμένη περίπτωση η αναγραφή των ψευδών στοιχείων στην αίτηση χορηγήσεως επιστροφής οφειλόταν, κατά την προσφεύγουσα, στα ψευδή στοιχεία που της είχε δώσει ο παραγωγός, μια επιχείρηση εγκατεστημένη στη Γερμανία. Η προσθήκη φυτικού λίπους στο εξαχθέν λιωμένο τυρί εκ μέρους του τεχνικού διευθυντή της εταιρίας παραγωγής αποτελεί μη αναμενόμενο και τελείως ασύνηθες γεγονός. Η προσθήκη αυτή δεν μπορούσε να διαπιστωθεί με τους συνήθεις ελέγχους, τους οποίους άλλωστε διεξήγαγε ο εξαγωγέας.

92. Η προσφεύγουσα έχει επίγνωση του ότι, αν ληφθεί υπόψη η συνήθης ερμηνεία της «ανωτέρας βίας», ο επιχειρηματίας έχει ευθύνη για το πταίσμα του αντισυμβαλλομένου του. Σύμφωνα όμως με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Steff-Houlberg Export κ.λπ. και Oelmühle Schmidt Söhne, ο εξαγωγέας μπορεί να βασίζεται στα στοιχεία που παρέχει ο παραγωγός και τα οποία δεν μπορεί να ελέγξει ο ίδιος και, άλλωστε, δεν μπορεί να του επιβληθεί η υποχρέωση ελέγχου της διαδικασίας παραγωγής. Οι ανωτέρω αναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου αφορούσαν μεν την απόδοση, βάσει διατάξεων του εθνικού δικαίου, κοινοτικών ενισχύσεων, αλλά δεν υπάρχει κανείς λόγος, κατά την προσφεύγουσα, αφενός να μην ισχύσουν οι ίδιες αρχές και για τις κυρώσεις που επιβάλλονται κατ' εφαρμογήν της ρυθμίσεως περί επιστροφών κατά την εξαγωγή, οι οποίες χορηγούνται αποκλειστικά και μόνον κατά το κοινοτικό δίκαιο, και αφετέρου να μη γίνει δεκτό ότι η έννοια της «ανωτέρας βίας» καλύπτει το σφάλμα του παραγωγού που δεν μπορεί ούτε να εντοπιστεί ούτε να ελεγχθεί.

93. Κατά την προσφεύγουσα, η ευρεία ερμηνεία της έννοιας «ανωτέρα βία» του άρθρου 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, αποτελεί τη μόνη ερμηνεία που καθιστά δυνατή την άρση των αμφιβολιών που γεννώνται σε σχέση με τη διάταξη αυτή λόγω των γενικών αρχών του ποινικού δικαίου που απορρέουν από την αρχή περί κράτους δικαίου. Η εν λόγω ερμηνεία όχι μόνο θα στηριζόταν, σε περιορισμένο έστω βαθμό, στην αρχή περί υπαιτιότητας, αλλά και θα εναρμόνιζε σε ορισμένο βαθμό την ειδική ρύθμιση περί κυρώσεων, η οποία περιέχεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87, προς τη γενική ρύθμιση περί διοικητικών κυρώσεων, η οποία περιέχεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95. ρέπει δηλαδή να γίνεται δεκτό ότι συντρέχει περίπτωση «ανωτέρας βίας», υπό την έννοια της επίμαχης διατάξεως, όταν ο εξαγωγέας αποδεικνύει ότι συμπεριφέρθηκε ως επιμελής έμπορος. Ο εξαγωγέας έχει επιδείξει τέτοια επιμελή συμπεριφορά, όταν καλόπιστα έχει δηλώσει τα (αντικειμενικώς) ψευδή στοιχεία, επειδή δεν συνέτρεχε λόγος να αμφισβητήσει την ορθότητα των στοιχείων που του παρέσχε ο παραγωγός.

94. Η Επιτροπή συμφωνεί με την άποψη που διατυπώνει το Bundesfinazhof και κατά την οποία η εκ μέρους του εξαγωγέα καλόπιστη δήλωση ψευδών στοιχείων, τα οποία στηρίζονται σε ψευδή στοιχεία που παρέσχε ο παραγωγός, δεν αποτελεί περίπτωση ανωτέρας βίας, υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, ούτε όταν ο εξαγωγέας δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά ήσαν ψευδή ή μπορούσε να το διαπιστώσει μόνον κατόπιν ελέγχων στο εργοστάσιο ή στην εγκατάσταση παραγωγής. Κατά την Επιτροπή, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου τις οποίες παρέθεσε το αιτούν δικαστήριο δεν οδηγούν σε κανένα άλλο συμπέρασμα, διότι τα πραγματικά περιστατικά τους διαφέρουν από τα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης υποθέσεως.

Β - Ανάλυση του ζητήματος

95. Το άρθρο 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 3665/87 προβλέπει ότι η επίμαχη εν προκειμένω κύρωση δεν επιβάλλεται σε περίπτωση ανωτέρας βίας. Όπως δέχθηκε ήδη το Δικαστήριο με την απόφαση Kampffmeyer , η έννοια της ανωτέρας βίας δεν έχει ταυτόσημο περιεχόμενο στους διαφόρους κλάδους του δικαίου και στους διαφόρους τομείς εφαρμογής, οπότε η έννοια αυτή πρέπει να καθορίζεται σε συνάρτηση με το νομικό πλαίσιο στο οποίο προορίζεται να παραγάγει τα αποτελέσματά της.

96. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «ως ανωτέρα βία στον τομέα των γεωργικών κανονισμών πρέπει να θεωρούνται περιστάσεις οι οποίες είναι άσχετες προς τον οικείο επιχειρηματία, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, των οποίων οι συνέπειες παρίστανται αναπόφευκτες, έστω και αν καταβληθεί κάθε δυνατή επιμέλεια» .

97. Κατ' εφαρμογήν του ορισμού αυτού της έννοιας της ανωτέρας βίας, το Δικαστήριο δέχεται, κατά πάγια επίσης νομολογία, ότι δεν συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας όταν η μη τήρηση μιας αναγκαίας προϋποθέσεως οφείλεται στη μη τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου του υποχρέου προσώπου. Αντικείμενο της υποθέσεως Θεοδωράκης ήταν η μη παραλαβή του εμπορεύματος που είχε πωληθεί προς εξαγωγή, συνέπεια της οποίας ήταν να μην εκτελεστεί η εξαγωγή κατά τη διάρκεια της ισχύος του πιστοποιητικού εξαγωγής. Τούτο χαρακτηρίστηκε από το Δικαστήριο ως «συνήθης εμπορικός κίνδυνος» στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών. Κατά το Δικαστήριο, «εναπόκειται στον κάτοχο του πιστοποιητικού, ο οποίος είναι εξάλλου απολύτως ελεύθερος να επιλέγει τους εμπορικούς του εταίρους, αναλόγως του συμφέροντος που αυτός μπορεί να προσδοκά, να λαμβάνει τις κατάλληλες προφυλάξεις είτε περιλαμβάνοντας στην εν λόγω σύμβαση αντίστοιχες ρήτρες είτε συνάπτοντας ειδική ασφάλιση» . Επομένως, κατά το Δικαστήριο, δεν πληρούνταν η προϋπόθεση περί του απρόβλεπτου γεγονότος. Με την απόφαση Borelux έγινε δεκτό, με το ίδιο σκεπτικό, ότι, σε περίπτωση δόλιας επανεισαγωγής στην Κοινότητα, δεν συντρέχει ανωτέρα βία, καθόσον δεν πληρούται η προϋπόθεση περί απροβλέπτου.

98. Από τη διάταξη του Bundesfinanzhof με την οποία υποβλήθηκε εν προκειμένω η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως συνάγεται ότι ο εξαγωγέας δεν γνώριζε την πραγματική σύνθεση του προϊόντος και ότι θα μπορούσε να τη γνωρίζει μόνον εφόσον είχε διεξαγάγει στο εργοστάσιο παραγωγής του προϊόντος ελέγχους τους οποίους, κατά την άποψη του Bundesfinanzhof, ήταν αδύνατο να διενεργήσει ο εξαγωγέας ή θα ήταν τουλάχιστον άδικο να υποχρεούται να διενεργήσει.

99. Αν ληφθούν υπόψη οι ανωτέρω παρατεθείσες αποφάσεις, πρέπει να γίνει δεκτό, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως, ότι η συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου του προσώπου που υπέβαλε την αίτηση επιστροφής ήταν ενδεχομένως ασυνήθης, αλλ' εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπάρξει τέτοια συμπεριφορά, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά αυτή ήταν προβλεπτή, καθόσον συνιστούσε την επέλευση ενός συνήθους επιχειρηματικού κινδύνου. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας.

100. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη νομολογία που παρέθεσε η προσφεύγουσα. Το Δικαστήριο βέβαια, με την απόφαση Oelmühle και Schmidt Söhne , δέχθηκε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει κατ' αρχήν την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως που αποκλείει την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών κοινοτικών ενισχύσεων στην περίπτωση ιδίως που, μεταξύ άλλων, ο λήπτης της ενισχύσεως ήταν αποδεδειγμένα καλόπιστος. Συναφώς, το Δικαστήριο εξέθεσε ότι, «στο μέτρο που ένας επιχειρηματίας συντάσσει και καταθέτει δήλωση προκειμένου να λάβει ενισχύσεις, το γεγονός και μόνον ότι τη συνέταξε δεν μπορεί να του στερήσει το δικαίωμα να επικαλεστεί την καλή πίστη του όταν η δήλωση στηρίχθηκε αποκλειστικά σε στοιχεία που παρασχέθηκαν από τρίτους. άντως, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν υπό τις παρούσες περιστάσεις ορισμένες ενδείξεις έπρεπε να ωθήσουν τον επιχειρηματία στην εξέταση της ακρίβειας των πληροφοριών αυτών» .

101. Με την απόφαση Steff-Houlberg Export κ.λπ. , το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την προηγούμενη νομολογία του, κατά την οποία το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως που ανάγει την καλή πίστη του λήπτη της ενισχύσεως σε μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να μην αναζητείται η αχρεωστήτως καταβληθείσα κοινοτική ενίσχυση. Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, «στο μέτρο που ένας εξαγωγέας συντάσσει και καταθέτει δήλωση για να λάβει επιστροφές λόγω εξαγωγής, το γεγονός και μόνον ότι συνέταξε τη δήλωση αυτή δεν μπορεί να του στερήσει την ευχέρεια να προβάλει την καλή πίστη του όταν η δήλωση στηρίζεται αποκλειστικά σε πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε ένας αντισυμβαλλόμενος και των οποίων την ακρίβεια δεν ήταν σε θέση να ελέγξει» .

102. Όσον αφορά την έκταση εφαρμογής των ανωτέρω δύο αποφάσεων του Δικαστηρίου, επισημαίνεται κατ' αρχάς ότι οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν τη βάσει εθνικών διατάξεων αναζήτηση ενισχύσεων που είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως. Το Δικαστήριο, πριν αποφανθεί επί της καλής πίστης, επισήμανε ότι «καμία κοινοτική διάταξη δεν διέπει την αναζήτηση επιστροφών στην περίπτωση κατά την οποία αυτές καταβλήθηκαν βάσει εγγράφων που αποδείχθηκαν στη συνέχεια ότι δεν συμφωνούν με την πραγματικότητα» .

103. Όσον αφορά τη δυνατότητα μεταφοράς της νομολογίας Boterlux, κατά την οποία η παρατυπία την οποία διαπράττει τρίτος συνιστά συνήθη επιχειρηματικό κίνδυνο για τον λήπτη της ενισχύσεως, το Δικαστήριο εξέθεσε ότι, «όταν πρόκειται να σταθμιστούν τα συμφέροντα της Κοινότητας με εκείνα του επιχειρηματία, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το πταίσμα τρίτου, με τον οποίο ο λαβών την ενίσχυση έχει συμβατικές σχέσεις, αφορά περισσότερο τον λαβόντα την ενίσχυση παρά την Κοινότητα» . Αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν μπορεί επομένως να γίνει δεκτό ότι το Δικαστήριο ήθελε να ανοίξει τον δρόμο, με τις ανωτέρω αναφερθείσες αποφάσεις, για την ευρύτερη ερμηνεία της έννοιας της ανωτέρας βίας, οσάκις η υποβολή εσφαλμένων στοιχείων από τον εξαγωγέα οφείλεται σε παράτυπη ή παράνομη συμπεριφορά ενός από τα πρόσωπα με τα οποία έχει εμπορικές συναλλαγές.

104. Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 3665/87 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα ψευδή στοιχεία που υπέβαλε καλοπίστως ο αιτών την επιστροφή κατά την εξαγωγή, βασιζόμενος σε ψευδή στοιχεία του παραγωγού, αποτελούν κατ' αρχήν περίπτωση ανωτέρας βίας, εφόσον ο αιτών δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά ήταν ψευδή ή μπορούσε να το διαπιστώσει μόνον κατόπιν ελέγχων στο εργοστάσιο παραγωγής.

VI - ρόταση

105. Κατόπιν των ανωτέρω προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα ερωτήματα του Bundesfinanzhof:

«1) Το κύρος του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2945/94 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1994, δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι προβλέπει την επιβολή κυρώσεως ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο εξαγωγέας έχει ζητήσει χωρίς υπαιτιότητά του μεγαλύτερη επιστροφή κατά την εξαγωγή από την επιστροφή που δικαιούται.

2) Tα ψευδή στοιχεία που υπέβαλε καλοπίστως ο αιτών την επιστροφή κατά την εξαγωγή, βασιζόμενος σε ψευδή στοιχεία του παραγωγού, δεν αποτελούν κατ' αρχήν περίπτωση ανωτέρας βίας, υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 3665/87, εφόσον ο αιτών δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά ήταν ψευδή ή μπορούσε να το διαπιστώσει μόνον κατόπιν ελέγχων στο εργοστάσιο παραγωγής.»