Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 25ης Οκτωβρίου 2001. - Caterina Insalaca κατά Office national des pensions (ONP). - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal du travail de Mons - Βέλγιο. - Κοινωνική ασφάλιση - Άρθρα 46 έως 46γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 - Εθνικές διατάξεις που απαγορεύουν τη σώρευση - Παροχές της ίδιας φύσεως. - Υπόθεση C-107/00.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-02403
1. Η παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του Tribunal de Mons (Βέλγιο) αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 , και ειδικότερα των άρθρων 46α και 46β που αφορούν τις ρήτρες μειώσεως και τις διατάξεις περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως που διέπουν τις παροχές γήρατος και επιζώντων.
2. Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο δίκης μεταξύ της C. Insalaca και του Office national des pensions (εθνικού ταμείου συντάξεων) , σχετικά με τον υπολογισμό του ορίου του αθροίσματος αφενός, των βελγικών συντάξεων λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου και, αφετέρου, μιας ιταλικής συντάξεως επιζώντος, την οποία μπορεί να αξιώσει η αιτούσα ως επιζών σύζυγος.
Ι - Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης
3. Στις 28 Οκτωβρίου 1997, η C. Insalaca υπέβαλε στο ONP αίτηση χορηγήσεως συντάξεως επιζώντος και σύνταξη συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου (κοινή σύνταξη) στο πλαίσιο του συστήματος μισθωτών εργαζομένων στο Βέλγιο. Η αιτούσα είναι χήρα από το 1981 και λαμβάνει επίσης από τότε σύνταξη επιζώντος την Ιταλία.
4. Με απόφαση της 17ης Μαρτίου 1998, το καθού χορήγησε στην αιτούσα σύνταξη ανερχόμενη στο ποσό των 248 751 βελγικών φράγκων (BEF) ετησίως, από 1ης Δεκεμβρίου 1998.
5. Στις 2 Ιουλίου 1998, το ONP αναγνώρισε υπέρ της C. Insalaca το δικαίωμα να λάβει σύνταξη επιζώντος χαμηλότερη από αυτή που υπολόγιζε η αιτούσα. Η αιτούσα διαφωνεί με τον υπολογισμό που έγινε και άσκησε προσφυγή κατά της διοικητικής αποφάσεως ενώπιον του Tribunal du travail de Mons.
6. Για τον υπολογισμό του ορίου του αθροίσματος της συντάξεως γήρατος και της συντάξεως επιζώντος, ο ONP έλαβε υπόψη τις απαγορεύουσες τη σώρευση διατάξεις των άρθρων 52, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος της 21ης Δεκεμβρίου 1967 , και 46γ του κανονισμού. Αυτή η μέθοδος υπολογισμού οδήγησε σε μείωση της συντάξεως επιζώντος της C. Insalaca.
7. Η αιτούσα φρονεί ότι το άρθρο 52, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος, όπως εφαρμόστηκε, αντιβαίνει στα άρθρα 46α και 46β του κανονισμού.
ΙΙ - Το νομικό πλαίσιο
Α - Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση
8. Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού διατυπώνει την ακόλουθη αρχή:
«Οι ρήτρες μειώσεως, αναστολής ή καταργήσεως που προβλέπονται από τη νομοθεσία κράτους μέλους σε περίπτωση σωρεύσεως μιας παροχής με άλλες παροχές κοινωνικής ασφάλισης ή με άλλα εισοδήματα πάσης φύσεως, εφαρμόζονται εις βάρος του δικαιούχου, εφόσον δεν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό, ακόμη και αν πρόκειται περί παροχών που αποκτήθηκαν δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους ή περί εισοδημάτων που αποκτήθηκαν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.»
9. Το άρθρο 46 του κανονισμού περιγράφει τους κανόνες που διέπουν την εκκαθάριση των παροχών.
10. Το άρθρο 46, παράγραφος 1, του κανονισμού ορίζει:
«Όταν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομοθεσία κράτους μέλους όσον αφορά το δικαίωμα παροχών πληρούνται, χωρίς να είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί το άρθρο 45 ούτε το άρθρο 40, παράγραφος 3, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:
α) ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής το οποίο οφείλεται:
i) αφενός, δυνάμει μόνο των διατάξεων της νομοθεσίας που εφαρμόζει,
ii) αφετέρου κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2·
[...]».
11. Το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού ορίζει:
«Όταν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομοθεσία κράτους μέλους για την απόκτηση δικαιώματος παροχών, πληρούνται μόνο μετά την εφαρμογή του άρθρου 45 ή/και του άρθρου 40, παράγραφος 3, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:
α) ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το θεωρητικό ποσό της παροχής την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, εάν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως ή/και κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τις νομοθεσίες των κρατών μελών στις οποίες είχε υπαχθεί ο εργαζόμενος (μισθωτός ή μη μισθωτός) είχαν πραγματοποιηθεί στο εν λόγω κράτος μέλος και υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζεται κατά την ημερομηνία της εκκαθαρίσεως της παροχής. Αν, κατά τη νομοθεσία αυτή, το ποσό της παροχής είναι ανεξάρτητο από τη διάρκεια των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν, το πόσο αυτό λαμβάνεται ως το θεωρητικό ποσό που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο·
β) ο αρμόδιος φορέας προσδιορίζει κατόπιν το πραγματικό ποσό της παροχής, βάσει του θεωρητικού ποσού που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, κατ' αναλογία της διάρκειας των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου, υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει, εν σχέσει προς τη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως και κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου υπό τις νομοθεσίες όλων των κρατών μελών στις οποίες έχει υπαχθεί ο ενδιαφερόμενος.»
12. Το άρθρο 46, παράγραφος 3, του κανονισμού ορίζει:
«Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται, από τον αρμόδιο φορέα κάθε κράτους μέλους, το υψηλότερο ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, με την επιφύλαξη, ενδεχομένως, της εφαρμογής των ρητρών μειώσεως, αναστολής ή καταργήσεως που προβλέπονται από τη νομοθεσία δυνάμει της οποίας οφείλεται η παροχή αυτή.
Στην περίπτωση αυτή, η σύγκριση που πραγματοποιείται αφορά τα ποσά που καθορίζονται μετά την εφαρμογή των εν λόγω ρητρών.»
13. Το άρθρο 46α του κανονισμού 1408/71 προβλέπει τις γενικές διατάξεις τις σχετικές με τις ρήτρες μειώσεως, αναστολής ή καταργήσεως που εφαρμόζονται στις παροχές αναπηρίας, γήρατος ή επιζώντων δυνάμει των νομοθεσιών των κρατών μελών.
14. Το άρθρο 46α, παράγραφος 1, του κανονισμού δίνει τον ορισμό της σωρεύσεως παροχών της ίδιας φύσεως:
«Ως σωρεύσεις παροχών της ιδίας φύσεως νοούνται [...]: όλες οι σωρεύσεις παροχών αναπηρίας, γήρατος και επιζώντων που υπολογίζονται ή χορηγούνται βάσει των περιόδων ασφαλίσεως ή/και κατοικίας που έχουν πραγματοποιηθεί από ένα και το αυτό πρόσωπο.»
15. Το άρθρο 46α, παράγραφος 2, του κανονισμού δίνει τον ορισμό της σωρεύσεως παροχών διαφορετικής φύσεως:
«Ως σωρεύσεις παροχών διαφορετικής φύσεως, νοούνται [...]: όλες οι σωρεύσεις παροχών που δεν μπορούν να θεωρηθούν ως σωρεύσεις της ιδίας φύσεως κατά την έννοια της παραγράφου 1.»
16. Το άρθρο 46α, παράγραφος 3, του κανονισμού ορίζει τους κανόνες που διέπουν την εφαρμογή των ρητρών μειώσεως, αναστολής ή καταργήσεως που προβλέποι η νομοθεσία ενός κράτους μέλους σε περίπτωση σωρεύσεως παροχής αναπηρίας, γήρατος ή επιζώντων με παροχή της ίδιας φύσεως ή παροχή διαφορετικής φύσεως:
«Για την εφαρμογή των ρητρών μειώσεως, αναστολής ή καταργήσεως που προβλέπονται από τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους σε περίπτωση σωρεύσεως παροχής αναπηρίας, γήρατος ή επιζώντων με παροχή της ιδίας φύσεως ή διαφορετικής φύσεως ή με άλλα εισοδήματα, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:
α) οι παροχές που αποκτώνται δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους ή άλλα εισοδήματα που αποκτώνται σε άλλο κράτος μέλος λαμβάνονται υπόψη μόνο εφόσον στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους προβλέπεται ότι λαμβάνονται υπόψη οι παροχές ή τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν στο εξωτερικό·
β) λαμβάνεται υπόψη το ποσό των παροχών που πρέπει να καταβληθεί από άλλο κράτος μέλος πριν από την αφαίρεση του φόρου, των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και των λοιπών ατομικών κρατήσεων
γ) δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποσά των παροχών που έχουν αποκτηθεί δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους οι οποίες χορηγούνται βάσει προαιρετικής ασφαλίσεως ή προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως
δ) όταν, δυνάμει της νομοθεσίας ενός μόνο κράτους μέλους, εφαρμόζονται διατάξεις περικοπής, αναστολής ή κατάργησης λόγω του ότι ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει παροχές της ίδιας ή άλλης φύσης οι οποίες απορρέουν από τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών ή άλλα εισοδήματα κτηθέντα στο έδαφος άλλων κρατών μελών, η μείωση της παροχής που απορρέει από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους μπορεί να φτάσει μόνο μέχρι του ύψους των παροχών που απορρέουν από τη νομοθεσία των άλλων κρατών μελών από τα εισοδήματα που έχουν αποκτηθεί στο έδαφος των άλλων κρατών μελών.»
17. Το άρθρο 46β του κανονισμού περιέχει ειδικές διατάξεις εφαρμοζόμενες σε περίπτωση σωρεύσεως παροχών της ίδιας φύσεως που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας δύο ή περιοσσότερων κρατών μελών:
«1. Οι ρήτρες μειώσεως, αναστολής ή καταργήσεως που προβλέπονται από τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους δεν εφαρμόζονται σε παροχή που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2.
[...]»
Β - Η βελγική νομοθεσία
18. Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος επιτρέπει μέχρις ενός ορίου τη σώρευση συντάξεων γήρατος και επιζώντος.
Οι συντάξεις επιζώντων που χορηγούνται δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ορίου «γήρατος-επιζώντος».
19. Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος περιγράφει τον μηχανισμό που απαγορεύει τη σώρευση.
20. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού αφορά την περίπτωση όπου «ο επιζών σύζυγος μπορεί να αξιώσει, αφενός, σύνταξη επιζώντος δυνάμει του συστήματος συνταξιοδοτήσεως των μισθωτών εργαζομένων και, αφετέρου, μία ή περισσότερες συντάξεις [...] με τις οποίες η σύνταξη επιζώντος δεν μπορεί να σωρευθεί παρά μόνο μέχρι ποσού ίσου προς το 110 % του ποσού της συντάξεως επιζώντος που θα ελάμβανε ο επιζών σύζυγος για πλήρη σταδιοδρομία» .
21. Το δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου ρυθμίζει την περίπτωση όπου «ο επιζών σύζυγος κατά την έννοια του εδαφίου 1 μπορεί επίσης να αξιώσει μία ή περισσότερες συντάξεις επιζώντος» . Η διάταξη αυτή θεσπίζει τον περίπλοκο κανόνα ότι «η σύνταξη επιζώντος δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ, αφενός, του 110 % του ποσού της συντάξεως επιζώντος για πλήρη σταδιοδρομία και, αφετέρου, του αθροίσματος των ποσών κοινής συντάξεως [...] και ποσού ίσου προς τη σύνταξη επιζώντος μισθωτού εργαζομένου για πλήρη σταδιοδρομία, πολλαπλασιαζομένου επί το κλάσμα ή το άθροισμα κλασμάτων που εκφράζουν το ύψος των συντάξεων επιζώντος στα άλλα συστήματα συνταξιοδοτήσεως, αποκλειομένου του συστήματος των ανεξαρτήτων εργαζομένων».
ΙΙΙ - Τα προδικαστικά ερωτήματα
22. Το Tribunal du travail de Mons, κρίνοντας ότι η επίλυση της διαφοράς απαιτεί ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:
«1) Συνιστά ρήτρα μειώσεως, κατά την έννοια των άρθρων 46α και 46β του κανονισμού 1408/71, της 14ης Ιουνίου 1971, ο εθνικός κανόνας που διέπει τον υπολογισμό συντάξεως επιζώντος και προβλέπει μείωση του ορίου σωρεύσεως "συντάξεως γήρατος - συντάξεως επιζώντος" οσάκις ο επιζών σύζυγος μπορεί να αξιώσει σύνταξη επιζώντος από άλλο κράτος μέλος;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, έχουν τα άρθρα 46α και 46β την έννοια ότι επιτρέπουν στον εθνικό φορέα, που εφαρμόζει τη ρήτρα απαγορεύσεως της σωρεύσεως, να λάβει υπόψη τη σύνταξη επιζώντος που χορηγείται δυνάμει του συστήματος άλλου κράτους μέλους, προκειμένου να μειώσει το όριο σωρεύσεως συντάξεως γήρατος - συντάξεως επιζώντος που προβλέπει η εθνική νομοθεσία;»
23. Στην υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το ζήτημα που ανακύπτει είναι το αν μια εθνική διάταξη, που απαγορεύει τη σώρευση και έχει ως αντικείμενο να μειώσει το όριο σωρεύσεως της συντάξεως γήρατος και της συντάξεως επιζώντος με την αιτιολογία ότι ο επιζών σύζυγος λαμβάνει σύνταξη επιζώντος δυνάμει του συστήματος άλλου κράτους μέλους, αποτελεί ρήτρα μειώσεως κατά την έννοια των άρθρων 46α και 46β του κανονισμού και αν, στην περίπτωση αυτή, τα άρθρα αυτά επιτρέπουν να έχει ο συνυπολογισμός της παροχής ενός άλλου κράτους μέλους ως αποτέλεσμα ότι μειώνει το ανώτατο όριο των παροχών που δικαιούται ο αιτών στο κράτος μέλος όπου εργάστηκε ως μισθωτός.
IV - Νομική ανάλυση
Α - Ως προς τον χαρακτηρισμό ως ρήτρας μειώσεως (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)
24. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατά τα ουσιώδη, αν μια εθνική διάταξη που περιορίζει το όριο σωρεύσεως της συντάξεως γήρατος και της συντάξεως επιζώντος, με την αιτιολογία ότι ο επιζών σύζυγος λαμβάνει σύνταξη επιζώντος από άλλο κράτος μέλος, συνιστά ρήτρα μειώσεως κατά την έννοια του κανονισμού.
25. Η έννοια της ρήτρας μειώσεως έχει διευκρινιστεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου.
26. Με την απόφαση Conti, το Δικαστήριο έκρινε ότι «ένας εθνικός κανόνας πρέπει να χαρακτηρίζεται ως ρήτρα μειώσεως αν ο υπολογισμός τον οποίο επιβάλλει έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού της συντάξεως, την οποία μπορεί να αξιώσει ο ενδιαφερόμενος, λόγω του ότι ο τελευταίος δικαιούται παροχή εντός άλλου κράτους μέλους» .
27. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, η έννοια της ρήτρας μειώσεως καλύπτει, καθόσον μας αφορά, δύο κύριες προϋποθέσεις.
28. Η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι πρέπει να υπάρχει ένα στοιχείο αλλοδαπότητας. Οι παροχές τις οποίες δικαιούται ο εργαζόμενος πρέπει να αφορούν το νομικό σύστημα δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών.
29. Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά το αντικείμενο του εθνικού κανόνα υπολογισμού. ρέπει να έχει ως κύρια συνέπεια τη μείωση του ποσού της συντάξεως που χορηγείται στον δικαιούχο.
30. Σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση θα παρατηρήσω ότι το άρθρο 52, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος εγείρει ερμηνευτικές δυσχέρειες.
31. Η διάταξη αυτή περιλαμβάνει δύο εδάφια. Το πρώτο εδάφιο έχει εφαρμογή οσάκις ο δικαιούχος δικαιούται σύνταξη επιζώντος και πλείονες κοινές συντάξεις. Το δεύτερο εδάφιο καλύπτει την περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αξιώσει πλείονες συντάξεις επιζώντος.
32. Βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, παρατηρώ ότι ο καθού φορέας εφαρμόζει το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής στην C. Insalaca, αντιπαρερχόμενος το πρώτο εδάφιο. Δικαιολογεί την επιλογή αυτή με το στοιχείο ότι υπάρχουν δύο συντάξεις επιζώντος που υπαγορεύουν την εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 52, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος. Όμως, η διάταξη αυτή δεν αναφέρει ρητά ότι εφαρμόζεται σε παροχές εξωτερικής προελεύσεως δηλαδή που χορηγούνται στο πλαίσιο του νομικού συστήματος άλλων κρατών μελών. Αυτή η έλλειψη σαφήνειας στη σχετική διατύπωση προκάλεσε διαφορετικές ερμηνείες εκ μέρους των μετεχόντων στη δίκη.
33. Η Επιτροπή αντιτάχθηκε αρχικά στην ερμηνεία που υποστηρίζει η αιτούσα. Η Επιτροπή διατύπωσε τη γνώμη ότι το άρθρο 52, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος δεν εφαρμόζεται σε παροχές εξωτερικής προελεύσεως.
34. Η αιτούσα υποστήριζε ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αδιακρίτως σε εξωτερικής και εσωτερικής προελεύσεως παροχές.
35. Στην επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή αναθεώρησε την άποψή της και κατέληξε σε ευρεία ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος.
36. Το αιτούν δικαστήριο δεν φαίνεται να τρέφει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος. Ουδόλως αμφισβητεί το γεγονός ότι το καθού έλαβε υπόψη τη σύνταξη εξωτερικής προελεύσεως, δηλαδή την ιταλική σύνταξη επιζώντος, στον υπολογισμό του επιτρεπομένου ανωτάτου ορίου . Το εν λόγω δικαστήριο φρονεί ότι το καθού καλώς εφάρμοσε το δεύτερο εδάφιο και όχι το πρώτο του εν λόγω άρθρου.
37. ρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο, αλλά στο εθνικό δικαστήριο και μόνο εναπόκειται να προσδιορίσει το ακριβές περιεχόμενο των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων .
38. Αν, όπως κρίνει το εθνικό δικαστήριο, το καθού ορθώς έλαβε υπόψη την ιταλική παροχή επιζώντος στον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου που χορηγείται στην αιτούσα και κατά τούτο ερμήνευσε ορθά το άρθρο 52, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος, πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούται πράγματι η προϋπόθεση της αλλοδαπότητας.
39. Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, θα παρατηρήσω ότι ο διά της νομολογίας ορισμός της έννοιας της ρήτρας μειώσεως είναι σαφής: ένας εθνικός κανόνας που απαγορεύει τη σώρευση και έχει ως συνέπεια ότι μειώνει το ποσό των παροχών τις οποίες δικαιούται ο αιτών αποτελεί ρήτρα μειώσεως .
40. Στη διάταξη περί παραπομπής αναφέρεται επίσης σαφέστατα ότι το εθνικό δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η εφαρμογή του κανόνα απαγορεύσεως της σωρεύσεως του άρθρου 52, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος είναι δυσμενής για την αιτούσα. Κατόπιν αναλύσεως της εθνικής διάταξης, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «από μαθηματικής πλευράς το όριο του εδαφίου 2 θα είναι χαμηλότερο του ορίου του εδαφίου 1» . Με άλλα λόγια, προκύπτει ότι, παρά το προδικαστικό ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο δεν αμφιβάλλει για τον χαρακτηρισμό του εθνικού κανόνα που απαγορεύει τη σώρευση ως ρήτρας μειώσεως κατά την έννοια της νομολογίας σας.
41. Κατά την ίδια έννοια, διαπιστώνω ότι ουδείς από τους μετέχοντες στη δίκη αμφισβητεί τα αποτελέσματα του άρθρου 52, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος. Όλοι αναγνωρίζουν ότι η εφαρμογή της διάταξης αυτής συνεπάγεται μείωση του ποσού των παροχών που λαμβάνει η δικαιούχος.
42. Συνεπώς, στο προδικαστικό ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου αρμόζει η απάντηση ότι ο εθνικός κανόνας που διέπει τον υπολογισμό συντάξεως επιζώντος και προβλέπει περιορισμό του ορίου του αθροίσματος της συντάξεως γήρατος και της συντάξεως επιζώντος, οσάκις ο επιζών σύζυγος μπορεί να αξιώσει σύνταξη επιζώντος εις βάρος άλλου κράτους μέλους, συνιστά ρήτρα μειώσεως κατά την έννοια του κανονισμού.
Β - Όσον αφορά τη μείωση του ορίου σωρεύσεως της συντάξεως γήρατος και της συντάξεως επιζώντος λόγω της χορηγήσεως συντάξεως επιζώντος βάσει του συστήματος άλλου κράτους μέλους (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)
43. Αν υποτεθεί ότι ο εθνικός κανόνας αποτελεί ρήτρα μειώσεως κατά την έννοια του κανονισμού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατά τα ουσιώδη, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αν ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους κατοικίας μπορεί να λάβει υπόψη μια σύνταξη επιζώντος που χορηγείται βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, προκειμένου να μειώσει το όριο σωρεύσεως της συντάξεως γήρατος και της συντάξεως επιζώντος που δικαιούται η αιτούσα.
44. Υπενθυμίζω ότι στόχος του κανονισμού είναι να εξασφαλίσει την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων που κυκλοφορούν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών .
45. Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού διατυπώνει την αρχή ότι οι ρήτρες μειώσεως εφαρμόζονται εις βάρος του δικαιούχου ακόμη και αν πρόκειται για παροχές που αποκτήθηκαν δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους. Ωστόσο, το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού προβλέπει τη δυνατότητα παρεκκλίσεων.
46. Το άρθρο 46β, παράγραφος 1, του κανονισμού αποτελεί εξαίρεση από την αρχή του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κανονισμού. Ορίζει ότι οι ρήτρες μειώσεως δεν εφαρμόζονται σε παροχή η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού.
47. Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 46β του κανονισμού εφαρμόζεται στις παροχές ίδιας φύσεως. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως πρέπει να θεωρηθούν ως ίδιας φύσεως οσάκις το αντικείμενο και ο σκοπός τους, καθώς και η βάση υπολογισμού και οι προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους είναι πανομοιότυπες . Εξάλλου, το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού αφορά την εκκαθάριση των παροχών που έχουν υπολογιστεί με τη μέθοδο του αναλογικού επιμερισμού .
48. Ακριβώς όμως στην υπό κρίση υπόθεση η βελγική και η ιταλική παροχή επιζώντος είναι παροχές της ίδιας φύσεως και υπολογίζονται βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 2, του κανονισμού. Κατά συνέπεια, εμπίπτουν στο πεδίο της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 46β, παράγραφος 1, του κανονισμού. Δεν υπόκεινται στην εθνική ρήτρα μειώσεως του άρθρου 52, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος.
49. αρατηρώ ότι επίσης κατά πάγια νομολογία, αν η εφαρμογή μόνης της εθνικής νομοθεσίας αποδεικνύεται λιγότερο ευνοϊκή για τον δικαιούχο από το σύστημα του άρθρου 46 του κανονισμού, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου αυτού .
50. Ο υπολογισμός του ποσού των παροχών γίνεται σε τρία στάδια. ρώτον, ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει τη λεγόμενη αυτοτελή «παροχή», σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 1, στοιχείο α_, σημείο i, του κανονισμού. Δεύτερον, υπολογίζει, βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 1, στοιχείο α_, σημείο ii, το ποσό της «αναλογικώς επιμερισμένης παροχής» σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Τρίτον, ο αρμόδιος φορέας συγκρίνει, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 3, του κανονισμού, την αυτοτελή παροχή και την αναλογικώς επιμερισμένη παροχή και επιλέγει το υψηλότερο από τα δύο ποσά .
51. Συνεπώς, στον αρμόδιο φορέα εναπόκειται να προβεί σε σύγκριση μεταξύ των παροχών που θα οφείλονταν δυνάμει μόνον του εθνικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των κανόνων που απαγορεύουν τη σώρευση, και των παροχών που θα οφείλονταν κατ' εφαρμογήν του άρθρου 46 του κανονισμού και να χορηγήσει στον διακινούμενο εργαζόμενο την υψηλότερη παροχή.
52. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα άρθρα 46α και 46β του κανονισμού αντίκεινται σε μια εθνική ρύθμιση, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, κατά την οποία το ποσό μιας συντάξεως επιζώντος πρέπει να μειωθεί λόγω του ότι χορηγείται και άλλη σύνταξη επιζώντος από άλλο κράτος μέλος, εφόσον η εφαρμογή της ρύθμισης αυτής είναι λιγότερο ευνοϊκή απ' ό,τι θα ήταν η εφαρμογή των άρθρων 46α και 46β του κανονισμού.
ρόταση
53. Βάσει των προεκτεθέντων προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα του Tribunal du travail de Mons:
«1) Ο εθνικός κανόνας που διέπει τον υπολογισμό συντάξεως επιζώντος και προβλέπει μείωση του ανωτάτου ορίου σωρεύσεως της συντάξεως επιζώντος και της συντάξεως γήρατος, οσάκις ο επιζών σύζυγος μπορεί να αξιώσει σύνταξη επιζώντος εις βάρος άλλου κράτους μέλους, συνιστά ρήτρα μειώσεως κατά την έννοια των άρθρων 46α και 46β του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1248/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992.
2) Τα άρθρα 46α και 46β του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1248/92, δεν επιτρέπουν την εφαρμογή εθνικού κανόνα που απαγορεύει τη σώρευση κατά τον οποίο η σύνταξη επιζώντος μειώνεται λόγω του ότι χορηγείται και άλλη σύνταξη επιζώντος βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, εφόσον η εφαρμογή της ρύθμισης αυτής είναι λιγότερο ευνοϊκή από την εφαρμογή των άρθρων 46α και 46β του εν λόγω κανονισμού.»