62000C0013

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 27ης Νοεμβρίου 2001. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Μη προσχώρηση εμπροθέσμως στη Σύμβαση της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων (Πράξη των Παρισίων της 24ης Ιουλίου 1971) - Παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 228, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 300, παράγραφος 7, ΕΚ), σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του πρωτοκόλλου XXVIII της Συμφωνίας ΕΟΧ. - Υπόθεση C-13/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-02943


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1. Δεν είναι σπάνιο ένα κράτος μέλος να αμφισβητεί την παράβαση η οποία του προσάπτεται. Αντιθέτως, είναι ασυνήθιστη η περίπτωση κατά την οποία η παράβαση δεν αμφισβητείται από το καθού κράτος μέλος, αλλά από άλλο κράτος μέλος που παρεμβαίνει υπέρ αυτού. Ωστόσο, αυτή είναι η κατάσταση εν προκειμένω.

2. Η Επιτροπή προσάπτει στην Ιρλανδία ότι, παραλείποντας να προσχωρήσει πριν την 1η Ιανουαρίου 1995 στην ράξη των αρισίων περί της Συμβάσεως της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 300, παράγραφος 7, ΕΚ και 5 του πρωτοκόλλου 28 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο της 2ας Μα_ου 1992 (στο εξής: Συμφωνία ΕΟΧ).

3. Η Συμφωνία ΕΟΧ, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1994, συνήφθη από κοινού από την Κοινότητα και τα κράτη μέλη της, κατά το άρθρο 300 ΕΚ. Από την παράγραφο 7 της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι οι μικτές συμφωνίες, όπως και κάθε άλλη συμφωνία συναπτόμενη βάσει του άρθρου αυτού, δεσμεύει τόσο τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας όσο και τα κράτη μέλη.

4. Κατά το άρθρο 5 του πρωτοκόλλου 28 της Συμφωνίας ΕΟΧ, τα συμβαλλόμενα μέρη ανέλαβαν την υποχρέωση να εξασφαλίσουν την προσχώρησή τους προ της 1ης Ιανουαρίου 1995 στις πολυμερείς συμβάσεις περί των δικαιωμάτων βιομηχανικής, πνευματικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Μεταξύ των συμβάσεων αυτών περιλαμβάνεται «η Σύμβαση της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων (ράξη των αρισίων του 1971)» (στο εξής: ράξη των αρισίων περί της Συμβάσεως της Βέρνης ή Σύμβαση της Βέρνης).

5. Η Ιρλανδία δεν αμφισβητεί τη θέση της Επιτροπής κατά την οποία δεν έχει ακόμη εκπληρώσει την υποχρέωσή της να εξασφαλίσει την προσχώρηση στην εν λόγω πράξη. Εκθέτει, συναφώς, ότι είναι αναγκαία μια ευρεία μεταρρύθμιση του εθνικού δικαίου. Υπογραμμίζοντας ότι σχέδιο νόμου για τα πνευματικά δικαιώματα βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο ελέγχου από το ιρλανδικό κοινοβούλιο και θα ψηφιστεί, επομένως, πολύ συντόμως, ζητεί από το Δικαστήριο να αναβάλει τη διαδικασία για περίοδο έξι μηνών, προκειμένου η Επιτροπή να είναι σε θέση να εξετάζει τον νόμο που θα εκδοθεί και να παραιτηθεί από την προσφυγή της.

6. Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου , κατά την οποία τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεστούν νομικές ή διοικητικές δυσχέρειες της εσωτερικής έννομης τάξης για να αποφύγουν, στην περίπτωση μη τηρήσεως ή όψιμης τηρήσεως, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί το αίτημα της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως.

7. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να σταματήσω εδώ την εξέταση του θέματος. Συγκεκριμένα, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, το οποίο παρενέβη υπέρ της καθής, ισχυρίζεται, κατ' ουσίαν, ότι η υποχρέωση της οποίας προβάλλεται η παράβαση αποτελεί υποχρέωση διεθνούς δικαίου και η οποία δεν απορρέει από το κοινοτικό δίκαιο. Επομένως, το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να κρίνει επί του ζητήματος.

8. Συγκεκριμένα, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η ράξη των αρισίων περί της Συμβάσεως της Βέρνης δεν εμπίπτει καθ' ολοκληρία στην κοινοτική αρμοδιότητα. Επομένως, το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την υποχρέωση προσχωρήσεως. Όμως, μόνον εφόσον υφίσταται κοινοτική αρμοδιότητα υπάρχει παράβαση υποχρεώσεως του κοινοτικού δικαίου περί προσχωρήσεως στην εν λόγω πράξη.

9. Η προσφυγή της Επιτροπής που αφορά την προσχώρηση στο σύνολο της ράξεως των αρισίων περί της Συμβάσεως της Βέρνης, χωρίς να προσδιορίζει τις διατάξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, πρέπει, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, να απορριφθεί, διότι η Επιτροπή δεν απέδειξε παράβαση υποχρεώσεως της καθής που απορρέει από το εν λόγω δίκαιο.

10. Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί μόνο το βάσιμο της επιχειρηματολογίας αυτής, αλλά και το παραδεκτό της παρεμβάσεως.

11. Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζει, κατ' αρχάς, ότι σαφώς προκύπτει από το άρθρο 93, παράγραφος 1, στοιχείο ε_, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ότι η αίτηση παρεμβάσεως πρέπει να περιέχει «τα αιτήματα προς υποστήριξη των οποίων ο παρεμβαίνων ζητεί να παρέμβει».

12. Όμως, εκτιμά ότι η αίτηση παρεμβάσεως του Ηνωμένου Βασιλείου δεν ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής, δεδομένου ότι το υπόμνημα παρεμβάσεως δεν υποστηρίζει τα αιτήματα της Ιρλανδίας. Επομένως, η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

13. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει θέμα κηρύξεως απαράδεκτης μιας αιτήσεως παρεμβάσεως ενόψει του κειμένου του υπομνήματος που δεν ήταν ακόμη γνωστό κατά το χρονικό σημείο που υποβλήθηκε η αίτηση. Επομένως, είναι πρόδηλον ότι το πρώτο επιχείρημα της Επιτροπής αφορά, στην πραγματικότητα, το περιεχόμενο του υπομνήματος παρεμβάσεως.

14. Η Επιτροπή υποστηρίζει, εξάλλου, ότι, με το υπόμνημα αυτό, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν προβάλλει ούτε τα δικά του αιτήματα, γεγονός το οποίο αντιβαίνει προς το άρθρο 93, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο ορίζει ότι το υπόμνημα παρεμβάσεως περιέχει τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος.

15. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, αντί να υποβάλει αιτήματα, το παρεμβαίνον «αρκείται στο να πιθανολογεί για τα αποτελέσματα που θα είχε η αποδοχή των επιχειρημάτων του από το Δικαστήριο όσον αφορά την προσφυγή της Επιτροπής» και παραθέτει, συναφώς, την τελευταία φράση του υπομνήματος παρεμβάσεως.

16. Με τη φράση αυτή, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εκθέτει ότι, αν το Δικαστήριο δεχθεί την άποψή της, τα επιχειρήματά της «θα έπρεπε να συνηγορήσουν υπέρ της απορρίψεως της προσφυγής της Επιτροπής και όχι μόνον υπέρ της αναστολής της διαδικασίας», αίτημα το οποίο διατύπωσε - υπενθυμίζω - η καθής.

17. Είναι αναμφίβολο ότι η φράση αυτή δεν μπορεί να νοηθεί ως πρόταση που υποστηρίζει τα αιτήματα της καθής, καθόσον μάλιστα, αντιθέτως, η καθής αποκλίνει ρητώς από τα αιτήματα αυτά. Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς μήπως θα μπορούσε, αντιθέτως, να νοηθεί ως αίτημα περί απορρίψεως των αιτημάτων της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, που προβλέπει ότι το υπόμνημα παρεμβάσεως περιέχει τα αιτήματα με τα οποία υποστηρίζονται τα αιτήματα ενός των διαδίκων ή ζητείται η απόρριψή τους.

18. Επιβάλλεται, ωστόσο, η υπενθύμιση ότι, κατά το άρθρο 37, τελευταίο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, «[τ]α αιτήματα του δικογράφου της παρεμβάσεως μπορούν να έχουν ως αντικείμενο μόνον την υποστήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων». Επομένως, τείνω να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση είναι απαράδεκτη.

19. Εν προκειμένω, δεν είναι ωστόσο αναγκαίο να επιλυθεί το ζήτημα αυτό. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει τα επιχειρήματα της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί επί του παραδεκτού της παρεμβάσεώς του. Συγκεκριμένα, από το περιεχόμενο του υπομνήματός της παρεμβάσεως προκύπτει ότι η εν λόγω Κυβέρνηση αμφισβητεί εν προκειμένω την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

20. Όμως, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα επιχειρήματα που αφορούν την εν λόγω αρμοδιότητα λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, αυτό συμβαίνει ακόμη και αν τα επιχειρήματα δεν συνοδεύονται από ρητό αίτημα . Βέβαια, στην υπόθεση εκείνη το εν λόγω επιχείρημα είχε προβάλει ένας από τους διαδίκους και όχι παρεμβαίνων. Θεωρώ ωστόσο ότι η κρίση του Δικαστηρίου δεν εξαρτήθηκε από αυτό το ζήτημα, αλλ' αποκλειστικά από τη φύση των προβληθέντων επιχειρημάτων, των οποίων ο χαρακτήρας δημόσιας τάξεως του επέβαλε να προβεί στην εξέτασή τους.

21. Το συμπέρασμα αυτό θεωρώ ότι ενισχύεται με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου . Συγκεκριμένα, στην περίπτωση εκείνη έκρινε ότι «Δεδομένου ότι πρόκειται για απαράδεκτο δημοσίας τάξεως που πρέπει να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν ο παρεμβαίνων μπορεί να προβάλει ένσταση απαραδέκτου την οποία δεν προέβαλε ο διάδικος υπέρ του οποίου παρενέβη».

22. Η παρούσα υπόθεση δεν αφορά βεβαίως ένσταση απαραδέκτου, αλλά από το χωρίο που παρατέθηκε ανωτέρω προκύπτει ότι η συλλογιστική του Δικαστηρίου αφορά, πολύ λογικά, την αυτεπάγγελτη εξέταση όλων των ζητημάτων δημοσίας τάξεως. Όμως, όπως είδαμε, η επιχειρηματολογία της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου περιλαμβάνεται στην κατηγορία αυτή.

23. Επιβάλλεται επομένως η εξέταση της επιχειρηματολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου χωρίς να είναι αναγκαία η κρίση επί του παραδεκτού της παρεμβάσεως.

24. Τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Επιτροπή υπενθυμίζουν ότι η Συμφωνία ΕΟΧ, της οποίας προβάλλεται η παράβαση, είναι μια μικτή συμφωνία. Το Ηνωμένο Βασίλειο συνάγει από το γεγονός αυτό ότι τα κράτη μέλη δεσμεύονται, κατά το κοινοτικό δίκαιο, μόνον από τις διατάξεις της εν λόγω Συμφωνίας που εμπίπτουν στην κοινοτική αρμοδιότητα. Όμως, όσον αφορά την πνευματική ιδιοκτησία, αυτό ισχύει μόνον εν μέρει.

25. Συγκεκριμένα, από τη γνωμοδότηση 1/94 του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας, η Κοινότητα είναι αρμόδια να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες μόνον όσον αφορά τα συγκεκριμένα θέματα για τα οποία έχει λάβει μέτρα εναρμόνισης σε κοινοτικό επίπεδο.

26. Η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζεται στο άρθρο 9 του πρωτοκόλλου 28 που προσαρτάται στη Συμφωνία ΕΟΧ, το οποίο ορίζει ότι «οι διατάξεις του παρόντος πρωτοκόλλου δεν θίγουν την αρμοδιότητα της Κοινότητας και των κρατών μελών σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας».

27. Η Επιτροπή αντιτάσσει διάφορα επιχειρήματα στη συλλογιστική αυτή. Στηρίζεται ιδίως στους ειδικούς όρους της Συμφωνίας ΕΟΧ, από τους οποίους προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δέχθηκαν ότι η Επιτροπή είναι αρμόδια να ελέγχει την τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν από την εν λόγω συμφωνία. Ουδεμία εξαίρεση προβλέπεται όσον αφορά την πνευματική ιδιοκτησία ή οποιοδήποτε άλλο θέμα.

28. Επιβάλλεται ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 109 της Συμφωνίας ΕΟΧ, το οποίο μνημονεύει η Επιτροπή, της παρέχει εξουσία εποπτείας υπό την προϋπόθεση ότι ενεργεί «σύμφωνα με τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας». Η εν λόγω εξουσία περιορίζεται, επομένως, αναγκαστικά από το εύρος της κοινοτικής αρμοδιότητας όπως προκύπτει από τη Συνθήκη και η εν λόγω διάταξη δεν παρέχει σχετική ένδειξη.

29. Η Επιτροπή υποστηρίζει, εξάλλου, ότι τη Συμφωνία ΕΟΧ συνήψε η Κοινότητα και επικύρωσαν τα κράτη μέλη χωρίς να καθοριστούν οι αντίστοιχες υποχρεώσεις τους έναντι των άλλων συμβαλλομένων μερών. Είναι λοιπόν εύλογο να αναμένουν τα υπόλοιπα μέρη ότι η Κοινότητα θα αναλάβει την ευθύνη της εποπτείας όσον αφορά την τήρηση του συνόλου των υποχρεώσεων που ανέλαβε. Θα ήταν όμως περίεργο, όσον αφορά ένα ειδικό θέμα, να ευθύνεται η Κοινότητα για την παραβίαση διεθνούς συμφωνίας εκ μέρους κράτους μέλους, χωρίς να είναι σε θέση να υποχρεώσει αυτό το κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να παύσει η παραβίαση.

30. Ωστόσο, δεν θεωρώ βέβαιον ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι οι αντίστοιχες υποχρεώσεις της Κοινότητας και των κρατών μελών, έναντι των υπολοίπων συμβαλλομένων μερών, δεν έχουν καθορισθεί επιτρέπει στα λοιπά μέρη να συνάγουν ότι η Κοινότητα αναλαμβάνει ευθύνη για την τήρηση του συνόλου τής εν λόγω συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων της συμφωνίας που δεν ανήκουν στο πεδίο της αρμοδιότητάς της. Αντιθέτως, το γεγονός και μόνον ότι η Κοινότητα και τα κράτη μέλη της χρησιμοποίησαν τον τύπο της μικτής συμφωνίας αποκαλύπτει στις τρίτες χώρες ότι η εν λόγω συμφωνία δεν εμπίπτει πλήρως στην αρμοδιότητα της Κοινότητας και ότι, κατά συνέπεια, η Κοινότητα αναλαμβάνει a priori ευθύνη μόνο για τα τμήματα της συμφωνίας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της.

31. Η απόφαση Hermès , καθώς και οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro στην υπόθεση αυτή, τις οποίες μνημονεύει η Επιτροπή, δεν αποδυναμώνουν τη συλλογιστική αυτή.

32. Ωστόσο, θεωρώ πιο πειστικά τα δύο άλλα επιχειρήματα που προτείνει η Επιτροπή.

33. Η Επιτροπή στηρίζεται, κατ' αρχάς, στον συγκεκριμένο χαρακτήρα των συμφωνιών συνδέσεως, όπως είναι η Συμφωνία ΕΟΧ. Στο πλαίσιο αυτό, επικαλείται, ορθώς, την απόφαση Demirel, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, «όταν πρόκειται για συμφωνία συνδέσεως που δημιουργεί ιδιαίτερους και προνομιακούς δεσμούς με τρίτο κράτος που, τουλάχιστον εν μέρει, μετέχει του κοινοτικού συστήματος, το άρθρο 238 παρέχει κατ' ανάγκη στην Κοινότητα αρμοδιότητα να διασφαλίζει την τήρηση των δεσμεύσεων έναντι τρίτων κρατών σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από τη Συνθήκη» .

34. Όπως όμως υπενθυμίζει επίσης η Επιτροπή, το Δικαστήριο έκρινε επανειλημμένως ότι, όπως τα λοιπά δικαιώματα βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, τα αποκλειστικά δικαιώματα που απονέμει η πνευματική και καλλιτεχνική ιδιοκτησία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης .

35. Αυτή είναι, συγκεκριμένα, η περίπτωση του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενών δικαιωμάτων για τα οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, «λόγω ιδίως των αποτελεσμάτων τους επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου προϊόντων και υπηρεσιών, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης» .

36. Η Επιτροπή επικαλείται επίσης ένα δεύτερο έρεισμα όσον αφορά την κοινοτική αρμοδιότητα, υπενθυμίζοντας τη νομολογία «AETR» , κατά την οποία επιβάλλεται, προκειμένου να προσδιορισθεί η έκταση της κοινοτικής αρμοδιότητας, να κριθεί αν υφίστανται κοινοτικοί κανόνες που δύνανται να επηρεαστούν από την εν λόγω συμφωνία.

37. Όσον αφορά όμως το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι διάφοροι κανόνες του κοινοτικού δικαίου δύνανται να επηρεαστούν από την προσχώρηση των κρατών μελών στην ράξη των αρισίων περί της Συμβάσεως της Βέρνης.

38. Η Επιτροπή μνημονεύει συναφώς το άρθρο 12 ΕΚ, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να απέχουν από κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας των δημιουργών, θέμα που καλύπτει επίσης το άρθρο 5 της Συμβάσεως της Βέρνης.

39. Η Επιτροπή επικαλείται επίσης, ορθώς, διάφορες οδηγίες που αφορούν συγκεκριμένα ζητήματα του δικαιώματος του δημιουργού , οι οποίες καλύπτουν επίσης διάφορες διατάξεις της Συμβάσεως της Βέρνης. Μνημονεύει, συναφώς, το παράδειγμα της οδηγίας 93/98, η οποία αφορά, συγκεκριμένα, τη διάρκεια της προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού, ζήτημα που καλύπτουν τα άρθρα 7 και 7α της εν λόγω Συμβάσεως.

40. Είναι επομένως αδιαμφισβήτητο ότι η εν λόγω συμφωνία θα επηρεάσει διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.

41. ρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι η διαφορά απόψεων η οποία απασχολεί το Δικαστήριο δεν επικεντρώνεται στο ζήτημα της κατανομής αρμοδιοτήτων.

42. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή δεν τονίζουν τα ίδια στοιχεία κατά την περιγραφή της κατανομής των αρμοδιοτήτων επί ζητημάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο επιμένει στο γεγονός ότι πολλές διατάξεις της Συμβάσεως της Βέρνης αφορούν ζητήματα που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο. Μνημονεύει, συναφώς, το άρθρο 11 της εν λόγω Συμβάσεως, που αφορά συγκεκριμένα τη δημόσια εκτέλεση έργων. Η Επιτροπή, αντιθέτως, εμμένει στον αριθμό και το εύρος των κοινοτικών διατάξεων που αφορούν το εν λόγω ζήτημα.

43. Εν πάση περιπτώσει, ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο ούτε η Επιτροπή αμφισβητούν το μικτό χαρακτήρα της Συμβάσεως. Έτσι, όπως είδαμε, το Ηνωμένο Βασίλειο μνημονεύει τη γνωμοδότηση 1/94, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρμοδιότητα όσον αφορά τα ζητήματα που καλύπτει η συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (ΟΕ) (συμφωνία αποκαλούμενη «TRIPs») έχει μικτό χαρακτήρα. Η Επιτροπή παραδέχεται ότι δεν είναι δυνατό να βρεθεί κείμενο κοινοτικού δικαίου που να παραλληλιστεί με καθεμία από τις διατάξεις της Συμβάσεως της Βέρνης, πράγμα το οποίο δεν συνιστά ωστόσο εμπόδιο όσον αφορά στην ύπαρξη κοινοτικής αρμοδιότητας.

44. Το πρόβλημα που τίθεται με την επιχειρηματολογία του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είναι, πάντως, το ζήτημα της υπάρξεως, εν προκειμένω, κοινοτικής αρμοδιότητας, αλλά το ζήτημα της υποχρεώσεως της Επιτροπής να προσδιορίσει, στην προσφυγή της, την έκταση της αρμοδιότητας αυτής.

45. Επιβάλλεται, επομένως, η παρατήρηση ότι, αν και από την προηγηθείσα επιχειρηματολογία προκύπτει σαφώς ότι το ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς εμπίπτει, τουλάχιστον εν μέρει, στην κοινοτική αρμοδιότητα, η διαπίστωση αυτή δεν είναι από μόνη της κρίσιμη, καθόσον δεν διευκρινίζει καθόλου το ζήτημα αν η Επιτροπή ορθώς δεν προσδιόρισε στην προσφυγή της τις διατάξεις της ράξεως των αρισίων περί της Συμβάσεως της Βέρνης που καλύπτουν θέματα τα οποία εμπίπτουν στην κοινοτική αρμοδιότητα.

46. Το Ηνωμένο Βασίλειο τονίζει, συναφώς, ότι το βάρος αποδείξεως για την παραβίαση της Συνθήκης φέρει η Επιτροπή. Είναι ωστόσο εύλογο να αναρωτηθεί κανείς αν εν προκειμένω το Ηνωμένο Βασίλειο προβαίνει σε υπερβολικά στενή ερμηνεία της εννοίας του βάρους αποδείξεως. Η άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου οδηγεί συγκεκριμένα στο αποτέλεσμα να θεωρηθεί απολύτως απαράδεκτη η προσφυγή της Επιτροπής. Όμως, θα ήταν επίσης δυνατό να γίνει δεκτό ότι η προσφυγή της Επιτροπής είναι παραδεκτή στον βαθμό που σχετίζεται με την κοινοτική αρμοδιότητα και πρέπει να απορριφθεί μόνον κατά τα λοιπά.

47. Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν είναι δυνατό, εν προκειμένω, να απαιτείται από την Επιτροπή να διακρίνει, στην προσφυγή της, μεταξύ των διατάξεων της ράξεως των αρισίων περί της Συμβάσεως της Βέρνης που αφορούν ζητήματα που εμπίπτουν στην κοινοτική αρμοδιότητα και των λοιπών διατάξεων.

48. Επιβάλλεται η υπογράμμιση, όπως τονίζει και η Επιτροπή, ότι η Σύμβαση της Βέρνης δεν είναι διαιρετή. Τα κράτη δεν είναι δυνατόν να προσχωρήσουν σ' αυτήν μερικώς. Αντιθέτως, η προσχώρηση κάθε κράτους προϋποθέτει την αποδοχή του συνόλου των υποχρεώσεων που προβλέπει η εν λόγω Σύμβαση. Επομένως, αν το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρέωση προσχωρήσεως, δεν πρόκειται παρά μόνο για προσχώρηση στο σύνολο της Συμβάσεως αυτής.

49. Όπως όμως είδαμε, η Σύμβαση περιλαμβάνει διατάξεις που επηρεάζουν τους κοινοτικούς κανόνες.

50. Επομένως, επιβάλλεται η κρίση ότι η υποχρέωση προσχωρήσεως στην ράξη των αρισίων περί της Συμβάσεως της Βέρνης, την οποία επιβάλλει η Συμφωνία ΕΟΧ, αποτελεί αδιαίρετη υποχρέωση προσχωρήσεως σε συμφωνία της οποίας διάφορες διατάξεις επηρεάζουν κοινοτικούς κανόνες.

51. ρόκειται επομένως οπωσδήποτε για υποχρέωση που απορρέει από την τήρηση του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους των κρατών μελών και, υπ' αυτή την έννοια, είναι δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής λόγω παραβάσεως.

52. Επομένως, επιβάλλεται η απόρριψη του επιχειρήματος του Ηνωμένου Βασιλείου, διότι θα συνεπαγόταν για την Επιτροπή την υποχρέωση να ζητήσει από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ιρλανδία όφειλε να προσχωρήσει σε ορισμένα συγκεκριμένα άρθρα της ράξεως των αρισίων περί της Συμβάσεως της Βέρνης, ενώ η προσχώρηση αυτή είναι νοητή μόνον ως συνέπεια της προσχωρήσεως στην εν λόγω πράξη στο σύνολό της, λαμβανομένου υπόψη του μη διαιρετού χαρακτήρα των υποχρεώσεων που προβλέπει η εν λόγω πράξη.

53. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή θεώρησε με την προσφυγή της ότι η παράβαση η οποία προσάπτεται στην Ιρλανδία ήταν η μη προσχώρηση στην ράξη των αρισίων περί της Συμβάσεως της Βέρνης, χωρίς να προβεί σε διάκριση μεταξύ των διατάξεων που αφορούν ζητήματα που εμπίπτουν στην κοινοτική αρμοδιότητα και των λοιπών διατάξεων.

54. Υπενθυμίζω ότι η καθής δεν αμφισβητεί ότι η προσχώρηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε εντός της προθεσμίας που έταξε η αιτιολογημένη γνώμη.

55. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δεκτά τα αιτήματα της Επιτροπής. Το Ηνωμένο Βασίλειο, παρεμβαίνον, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

ρόταση

56. ροτείνω στο Δικαστήριο:

- να κρίνει ότι η Ιρλανδία, παραλείποντας να προσχωρήσει πριν την 1η Ιανουαρίου 1995 στη Σύμβαση της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων (ράξη των αρισίων του 1971), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 300, παράγραφος 7, ΕΚ και 5 του πρωτοκόλλου 28 της Συμφωνίας για τον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο της 2ας Μα_ου 1992·

- να καταδικάσει την Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα, εκτός των δικαστικών εξόδων του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, τα οποία φέρει το ίδιο.