ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (μονομελές)

της 20ής Ιουλίου 2001

Υπόθεση Τ-351/99

Christian Brumter

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι — Προκήρυξη κενής θέσεως — Διορισμός — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων — Εξουσία εκτιμήσεως της ΑΔΑ — Έκθεση βαθμολογίας — Αίτηση μεταθέσεως»

Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα   II-757

Αντικείμενο:

Προσφυγή με αντικείμενο την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως της Επιτροπής της 29ης Ιανουαρίου 1999, περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος για τη θέση που αφορούσε η προκήρυξη κενής θέσεως COM/173/98, και, αφετέρου, της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 1999, περί διορισμού του Gérard Zahlen στη θέση αυτή.

Απόφαση:

Η απόφαση της Επιτροπής περί διορισμού του G. Zahlen στη θέση που αφορούσε η προκήρυξη κενής θέσεως COM/173/98 και η απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του C. Brumter για τη θέση αυτή ακυρώνονται. Η καθής καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

  1. Υπάλληλοι – Βλαπτική πράξη – Απόρριψη υποψηφιότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αντικείμενο – Περιεχόμενο

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

  2. Υπάλληλοι – Βλαπτική πράξη – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Μη τήρηση – Νομιμοποίηση μετά την άσκηση προσφυγής – Δεν επιτρέπεται

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25, εδ. 2, και 90 §2)

  3. Υπάλληλοι – Κενή θέση – Πλήρωση με προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Όρια – Τήρηση των προϋποθέσεων της ανακοινώσεως κενής θέσεως

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 29 § 1, και 45)

  4. Υπάλληλοι – Κενή θέση – Πλήρωση με προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Όρια – Τήρηση των προϋποθέσεων της ανακοινώσεως κενής θέσεως – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο

  5. Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων – Λαμβάνονται υπόψη οι εκθέσεις βαθμολογίας – Σύνταξη των ατομικών φακέλων με σημαντική καθυστέρηση

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

  1.  Η υποχρέωση αιτιολογήσεως κάθε βλαπτικής αποφάσεως, την οποία προβλέπει το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως (ΚΥΚ), συνιστά βασική αρχή του κοινοτικού δικαίου από την οποία δεν χωρεί απόκλιση παρά μόνο για αποχρώντες λόγους. Η υποχρέωση αυτή αποσκοπεί, αφενός, στην παροχή στον ενδιαφερόμενο ικανοποιητικών ενδείξεων για να κρίνει το βάσιμο της βλαπτικής γι' αυτόν πράξεως και τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου και, αφετέρου, να επιτρέψει στο Πρωτοδικείο να ασκήσει τον έλεγχο του.

    Παρότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) δεν υποχρεούται να αιτιολογεί έναντι των μη προαχθέντων υποψηφίων τις αποφάσεις περί προαγωγής, υποχρεούται, αντιθέτως, να αιτιολογεί την απόφαση της περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, μη προαχθείς υπάλληλος, δεδομένου ότι θεωρείται ότι η αιτιολογία αυτής της απορριπτικής αποφάσεως ταυτίζεται με την αιτιολογία της αποφάσεως κατά της οποίας στρεφόταν η διοικητική ένσταση. Καθόσον οι προαγωγές γίνονται κατ' επιλογή, αρκεί η αιτιολογία της απορρίψεως της ενστάσεως να αφορά μόνον την ύπαρξη των νομίμων προϋποθέσεων από τις οποίες ο ΚΥΚ εξαρτά τη νομιμότητα της διαδικασίας.

    (βλ. σκέψεις 28 και 29)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 7 Φεβρουαρίου 1990, C-343/87, Culin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-225, σκέψη 13· ΠΕΚ, 12 Φεβρουαρίου 1992, Τ-52/90, Volger κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-121, επιβεβαιωθείσα κατ' αναίρεση με την απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 1993, C-115/92 Ρ, Κοινοβούλιο κατά Volger, Συλλογή 1993, σ. Ι-6549, σκέψεις 22 και 23· ΠΕΚ, 18 Μαρτίου 1997, Τ-178/95 και Τ-179/95, Picciolo και Calò κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή Υπ. Υπ. 1997, σ. Ι-Α-51 και ΙΙ-155, σκέψεις 33 και 34· ΠΕΚ, 29 Μαίου 1997, Τ-6/96, Κονταργύρης κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ. Υπ. 1997, σ. Ι-Α-119 και ΙΙ-357, σκέψη 148· ΠΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 1997, Τ-142/95, Delvaux κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 1997, σ. Ι-Α-477 και ΙΙ-1247, σκέψη 84· ΠΕΚ, 17 Φεβρουαρίου 1998, Τ-56/96, Maccaferri κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 1998, σ. Ι-Α-57 και ΙΙ-133, σκέψη 36· ΠΕΚ, 21 Σεπτεμβρίου 1999, Τ-157/98, Oliveira κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ. Υπ. 1999, σ. Ι-Α-163 και ΙΙ-851, σκέψη 50

  2.  Η παντελής έλλειψη αιτιολογίας μιας αποφάσεως δεν μπορεί να καλυφθεί με εξηγήσεις που παρέχει η ΑΔΑ μετά την άσκηση της προσφυγής. Στο στάδιο αυτό, τέτοιου είδους εξηγήσεις δεν πληρούν πλέον τον σκοπό τους. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποσκοπεί, αφενός, στην παροχή στον ενδιαφερόμενο ικανοποιητικών ενδείξεων για να κρίνει το βάσιμο της βλαπτικής γι' αυτόν πράξεως και τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου και, αφετέρου, να επιτρέψει στο Πρωτοδικείο να ασκήσει τον έλεγχό του. Επομένως, η άσκηση προσφυγής θέτει τέρμα στη δυνατότητα της ΑΔΑ να νομιμοποιήσει την απόφαση της με αιτιολογημένη απάντηση για την απόρριψη της ενστάσεως.

    (βλ. σκέψη 33)

    Παραπομπή: Volger κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 40

  3.  Η έρευνα των αιτήσεων μεταθέσεως ή προαγωγής δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο α', του ΚΥΚ πρέπει να πραγματοποιείται συμφωνά με τις διατάξεις του άρθρου 45 του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει ρητά συγκριτική εξέταση των προσόντων των υπαλλήλων που έχουν σειρά προαγωγής. Η υποχρέωση διενέργειας αυτής της συγκριτικής έρευνας αποτελεί έκφραση συγχρόνως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων και της αρχής της εξελίξεως της σταδιοδρομίας τους.

    Κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, η ΑΔΑ διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Ωστόσο, η άσκηση αυτής της εξουσίας προϋποθέτει εμπεριστατωμένη έρευνα των φακέλων υποψηφιοτήτων και ακριβή τήρηση των απαιτήσεων της ανακοινώσεως κενής θέσεως, κατά τρόπον ώστε η ΑΛΑ να είναι υποχρεωμένη να απορρίψει όποιον υποψήφιο δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές. Η ανακοίνωση κενής θέσεως αποτελεί το πλαίσιο της νομιμότητας που η ίδια η ΑΔΑ θέτει στον εαυτό της και το οποίο οφείλει επομένως να τηρεί σχολαστικά.

    (βλ. σκέψεις 69 έως 71)

    Παραπομπή: Volger κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 24· ΔΕΚ, 18 Μαρτίου 1993, C-35/92 Ρ, Κοινοβούλιο κατά Frederiksen, Συλλογή 1993, σ. Ι-991, σκέψεις 15 και 16· ΠΕΚ, 26 Οκτωβρίου 1993, Τ-22/92, Weisenfels κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, ο. ΙΙ-1095, σκέψη 66· ΠΕΚ, 19 Μαρτίου 1997, Τ-21/96, Giannini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 1997, σ. Ι-Α-69 και ΙΙ-211, σκέψη 19· ΠΕΚ, 12 Μαίου 1998, Τ-159/96, Wenk κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 1998, σ. Ι-Α-193 και ΙΙ-593, σκέψη 63· ΠΕΚ, 27 Απριλίου 1999, Τ-283/97, Thinus κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 1999, σ. Ι-Α-69 και ΙΙ-353, σκέιμη 42

  4.  Στο πλαίσιο διαδικασίας προαγωγής, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η ΑΔΑ υπερέβη τα όρια του πλαισίου νομιμότητας που αποτελεί η ανακοίνωση κενής θέσεως, απόκειται στον δικαστή να εξετάσει, πρώτον, ποιες ήταν, εν προκειμένω, οι απαιτούμενες από την εν λόγω ανακοίνωση κενής θέσεως προϋποθέσεις και να εξακριβώσει αν ο υποψήφιος που επελέγη από τη διοίκηση για να καταλάβει την κενή θέση ανταποκρίνεται πράγματι στις προϋποθέσεις αυτές. Ο έλεγχος αυτός περιορίζεται στο ζήτημα αν η ΑΔΑ, ενόψει των σκέψεων που οδήγησαν τη διοίκηση στην εκτίμηση της, ενήργησε εντός λογικών ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προφανώς πεπλανημένο. Ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαστήσει την ΑΔΑ στην εκτίμηση των προσόντων των υποψηφίων.

    (βλ. σκέψη72)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 21 Απριλίου 1983, 282/81, Ragusa κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1245, σκέψη 9· ΔΕΚ, 12 Φεβρουαρίου 1987, 233/85, Bonino κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ.739, σκέψη 5· ΠΕΚ, 11 Δεκεμβρίου 1991, Τ-169/89, Frederiksen κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1403, σκέψη 69· ΠΕΚ, 30 Ιανουαρίου 1992, Τ-25/90, Schönherr κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-63, σκέψη 20· ΠΕΚ, 25 Φεβρουαρίου 1992, Τ-11/91, Schloh κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-203, σκέψη 51· Κοινοβούλιο κατά Frederiksen, προπαρατεθείσα, σκέιμη 17· ΠΕΚ, 9 Φεβρουαρίου 1994, Τ-82/91, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 1994, σ. Ι-Α-15 και ΙΙ-61, σκέψη 62' ΠΕΚ, 6 Ιουνίου 1996, Τ-262/94, Baiwir κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 1996, σ. Ι-Α-257 και ΙΙ-739, σκέψη 66· Giannini κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 20· Delvaux κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 38

  5.  Η έκθεση βαθμολογίας συνιστά απαραίτητο στοιχείο εκτιμήσεως κάθε φορά που η σταδιοδρομία του υπαλλήλου λαμβάνεται υπόψη από την ιεραρχικά προϊσταμένη αρχή. Η διαδικασία προαγωγής είναι, επομένως, πλημμελής οσάκις η ΑΔΑ δεν προέβη σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων, διότι οι εκθέσεις βαθμολογίας ενός ή περισσοτέρων από αυτούς συντάχθηκαν με σημαντική καθυστέρηση από υπαιτιότητα της διοικήσεως.

    (βλ. σκέψη 83)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 5 Ιουνίου 1980, 24/79, Oberthur κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/11, ο. 229, σκέψη 8· ΔΕΚ, 10 Ιουνίου 1987, 7/86, Vincent κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 2473, σκέψη 16· ΠΕΚ, 19 Σεπτεμβρίου 1996, Τ-386/94, Allo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 1996, α Ι-Α-393 και ΙΙ-1161, σκέψη 38