ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 12ης Δεκεμβρίου 2000
Υπόθεση Τ-223/99
Luc Dejaifie
κατά
Γραφείου εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)
«Έκτακτοι υπάλληλοι — Πρόωρη καταγγελία της συμβάσεως ορισμένου χρόνου εκτάκτου υπαλλήλου — Συμφέρον της υπηρεσίας — Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως — Κατάχρηση εξουσίας — Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας»
Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσοα II-1267
Αντικείμενο:
Προσφυγή-αγωγή με αντικείμενο αίτημα για την ακύρωση της αποφάσεως του Γραφείου εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 21ης Δεκεμβρίου 1998 με την οποία καταγγέλθηκε η σύμβαση του προσφεύγοντος-ενάγοντος ως εκτάκτου υπαλλήλου, καθώς και αίτημα να του καταβληθεί αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη και να υποχρεωθεί το Γραφείο να αποκαταστήσει τη σταδιοδρομία του.
Απόφαση:
Η απόφαση του Προέδρου του Γραφείου εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 21ης Δεκεμβρίου 1998 με την οποία καταγγέλθηκε η σύμβαση του προσφεύγοντος ως εκτάκτου υπαλλήλου ακυρώνεται. Το Γραφείο εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) υποχρεώνεται να καταβάλει στον προσφεύγοντα ποσό που αντιστοιχεί, για την περίοδο μεταξύ 16 Φεβρουαρίου 1999 και 30 Νοεμβρίου 1999, στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που θα ελάμβανε από το Γραφείο και των αποδοχών που ελάμβανε κατόπιν της επανεντάξεως του στην Επιτροπή, αφαιρώντας από το ποσό αυτό την αποζημίωση λόγω καταγγελίας που το Γραφείο κατέβαλε στον προσφεύγοντα δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 1, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το Γραφείο εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) υποχρεώνεται να καταβάλει στον προσφεύγοντα το συμβολικό ποσό του ενός ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Το Γραφείο εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.
Περίληψη
Υπάλληλοι – Έκτατος υπάλληλος – Απόλυση – Πρόωρη καταγγελία συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως ως προς την επιλογή του λόγου, πειθαρχικού ή εκ της συμβάσεως της καταγγελίας
(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 47 § 1, στοιχ. β, και 49 έως 50α)
Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Συμφέρον της υπηρεσίας – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Περιεχόμενο – Συνυπολογισμός των συμφερόντων του ενδιαφερομένου υπαλλήλου
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 10)
Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον ΚΥΚ – Υποχρέωση να ικανοποιηθεί αίτημα εκ νέου αναλήψεως των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν κατά την πρόσληψη – Δεν υφίσταται
(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού)
Υπάλληλοι – Έκτακτος υπάλληλος – Απόλυση – Πρόωρη καταγγελία συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Έννομο συμφέρον του υπαλλήλου για την εκτέλεση της συμβάσεως μέχρι τη λήξη της ισχύος της – Υποχρέωση της διοικήσεως να λάβει υπόψη το συμφέρον αυτό
(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 47 §1, στοιχ β)
Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόωρη καταγγελία συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Καταγγελία με σκοπό τον αποκλεισμό του υπαλλήλου από κάθε εσωτερικό διαγωνισμό – Κατάχρηση εξουσίας
(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 47 § 1, στοιχ. β)
Η επιλογή θεμελιώσεως της καταγγελίας της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου στη συμβατική ρήτρα που προβλέπει συναφώς το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο β', του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού και όχι στα άρθρα 49 έως 50α του εν λόγω καθεστώτος, τα οποία αφορούν την πειθαρχική διαδικασία, ανήκει στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως, οπότε ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στο να επαληθεύει αν υφίσταται πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ή αν συντρέχει κατάχρηση εξουσίας. Το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διοίκηση ουδέποτε μπορεί να χρησιμοποιήσει τη ρήτρα πρόωρης καταγγελίας μιας συμβάσεως, επικαλούμενη λόγους που σχετίζονται με τη συμπεριφορά του οικείου υπαλλήλου στην υπηρεσία.
(βλ. σκέψη 38)
Τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση του συμφέροντος της υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή επί αποφάσεως που στηρίζεται στο συμφέρον της υπηρεσίας πρέπει να περιορίζεται στο αν η ΑΔΑ κινήθηκε εντός ευλόγων ορίων και δεν χρησιμοποίησε την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο. Ως προς την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας, η ΑΔΑ οφείλει, όταν αποφασίζει για την κατάσταση ενός υπαλλήλου, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να καθορίσουν την απόφαση της και, μεταξύ άλλων, το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου. Συγκεκριμένα, αυτό απορρέει από το καθήκον αρωγής που υπέχει η διοίκηση, το οποίο αντανακλά την εξισορρόπηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιούργησαν ο ΚΥΚ και, κατ' αναλογία, το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της δημόσιας υπηρεσίας.
(βλ. σκέψη 53)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 29 Ιουνίου 1994, C-298/93 Ρ, Klinke κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-3009, σκέψη 38· ΠΕΚ, 18 Απριλίου 1996, Τ-13/95, Κυπρίτοης κατά ΟΚΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. Ι-Α-167 και ΙΙ-503, σκέψη 52· ΠΕΚ, 11 Φεβρουαρίου 1999, Τ-79/98, Carrasco Benítez κατά ΕΟΑΦΠ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. Ι-Α-29 και II-127, σκέψη 55
Ο έκτακτος υπάλληλος υπόκειται, από τη σύναψη της συμβάσεως του, στις διατάξεις του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού. Αυτό συνεπάγεται ότι ο υπάλληλος, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, δεσμεύεται επισήμως να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον ΚΥΚ, άλλως υπόκειται σε πειθαρχικές κυρώσεις. Εντούτοις, καμία διάταξη του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού δεν προβλέπει υποχρέωση του υπαλλήλου να ικανοποιήσει αίτημα επίσημης εκ νέου αναλήψεως της δεσμεύσεως που ανέλαβε κατά την πρόσληψη του.
Συνεπώς, η άρνηση του εκτάκτου υπαλλήλου να ικανοποιήσει ένα τέτοιο αίτημα δεν μπορεί να αποτελέσει εύλογη δικαιολογία για την πρόωρη καταγγελία της συμβάσεως του. Επίσης, το θεσμικό όργανο δεν μπορεί βασίμως να επικαλείται την άρνηση αυτή ως στοιχείο που θίγει τη σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ αυτού και του προσφεύγοντος.
(βλ. σκέψεις 74 και 76)
Βάσει της αρχής της καλής πίστεως, το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο β', του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο έκτακτος υπάλληλος που δέχτηκε να συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου τυγχάνει ιδιαίτερης προστασίας, οπότε η αρμόδια αρχή, όταν σκοπεύει να καταγγείλει πρόωρα μια τέτοια σύμβαση, πρέπει να λαμβάνει υπόψη το έννομο συμφέρον που μπορεί να επικαλεστεί ο οικείος υπάλληλος, ήτοι την κανονική εκτέλεση της συμβάσεως, μέχρι της λήξεως της ισχύος της και. κατ' επέκταση, να χρησιμοποιεί με περίσκεψη τη δυνατότητα καταγγελίας που της παρέχει η προαναφερθείσα διάταξη.
(βλ. σκέψη 79)
Η αρχή που είναι αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων υποπίπτει σε κατάχρηση εξουσίας όταν καταγγέλλει πρόωρα τη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, προκειμένου να αποκλείσει τον υποψήφιο από κάθε εσωτερικό διαγωνισμό. Η εν λόγω αρχή, λαμβάνοντας μια τέτοια απόφαση, κάνει χρήση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 1, στοιχείο β', του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, για σκοπό διάφορο εκείνου για τον οποίο της απονεμήθηκε.
(βλ. σκέψη 83)
Παραπομπή: ΠΕΚ, 15 Φεβρουαρίου 1996, Τ-589/93, Ryan-Sheridan κατά FEACVT, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. Ι-Α-27 και ΙΙ-77, σκέψη 117