Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Συμβούλιο - Εξουσία εσωτερικής οργανώσεως - Ενσωμάτωση της Γραμματείας Σένγκεν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου - Λεπτομερείς διατάξεις

(Συνθήκη περί συγχωνεύσεως, άρθρο 24 § 1, εδ. 2· πρωτόκολλο για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 7· απόφαση 1999/307 του Συμβουλίου)

Περίληψη

1. Ουδείς λόγος υπήρχε να μη θεωρήσει το Συμβούλιο ότι το άρθρο 7 του πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά το οποίο το Συμβούλιο «εκδίδει τις λεπτομερείς διατάξεις ενσωματώσεως της Γραμματείας Σένγκεν» στη δική του Γενική Γραμματεία, του παρείχε τη δυνατότητα να ενσωματώσει το προσωπικό της πρώην Γραμματείας Σένγκεν.

Όσον αφορά τις λεπτομερείς διατάξεις για την ενσωμάτωση αυτή, το εν λόγω πρωτόκολλο, το οποίο ανήκει στο πρωτογενές δίκαιο, δεν υποχρέωνε το Συμβούλιο να ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδικασία. Συναφώς, το άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αντί να καθιερώσει σύστημα προσλήψεως γενικής εφαρμογής, περιορίζεται στο να απονείμει στο Συμβούλιο την εξουσία να θεσπίσει τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΚΥΚ) και το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού ροσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΚΛ), χωρίς να καθορίζει κατευθυντήριους κανόνες ή σχετικές αρχές.

Συνεπώς, το Συμβούλιο είχε τη δυνατότητα, δυνάμει του άρθρου 7 του πρωτοκόλλου, να καθιερώσει σύστημα προσλήψεων ανεξάρτητο από τις διατάξεις του ΚΥΚ και του ΚΛ για την ενσωμάτωση των πρώην υπαλλήλων της Γραμματείας Σένγκεν, προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνέχεια της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της δικής του Γενικής Γραμματείας. εραιτέρω, ο ΚΥΚ και το ΚΛ δεν συνιστούν εξαντλητική κανονιστική ρύθμιση ικανή να απαγορεύει την πρόσληψη προσώπων εκτός του κατ' αυτόν τον τρόπο θεσπισθέντος κανονιστικού πλαισίου.

( βλ. σκέψεις 60-62 )

2. Ένα κείμενο του κοινοτικού παράγωγου δικαίου πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις διατάξεις της Συνθήκης και τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Η μεταφορά αυτής της μεθόδου ερμηνείας στα συστατικά έγγραφα της διαδικασίας καταρτίσεως μιας πράξεως του παράγωγου κοινοτικού δικαίου δικαιολογείται, όταν πρόκειται να διαπιστωθεί αν, κατά τη διαδικασία αυτή, τηρήθηκε το πρωτογενές δίκαιο βάσει του οποίου εκδόθηκε η πράξη.

( βλ. σκέψη 80 )