1. Οικονομική και κοινωνική συνοχή - Διαρθρωτικές παρεμβάσεις - Κοινοτικές χρηματοδοτήσεις χορηγούμενες για εθνικά σχέδια δράσεως - Εξουσίες επιτόπιου ελέγχου και εξακριβώσεως της Επιτροπής - Περιεχόμενο
(Άρθρο 158 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 2052/88 και 4253/88, άρθρο 23 § 2)
2. Οικονομική και κοινωνική συνοχή - Διαρθρωτικές παρεμβάσεις - Κοινοτικές χρηματοδοτήσεις χορηγούμενες για εθνικά σχέδια δράσεως - Εξουσίες επιτόπιου ελέγχου και εξακριβώσεως της Επιτροπής - Νομική βάση
(Κανονισμοί του Συμβουλίου 4253/88, 2988/85 και 2185/96)
3. Οικονομική και κοινωνική συνοχή - Διαρθρωτικές παρεμβάσεις - Κοινοτικές χρηματοδοτήσεις χορηγούμενες για εθνικά σχέδια δράσεως - Απόφαση περί αναστολής, μειώσεως ή καταργήσεως αρχικώς εγκριθείσας συνδρομής - Μη άσκηση, εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, της ευχέρειας να καταθέσει παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας - Υποχρέωση της Επιτροπής να διευκρινίσει το γεγονός αυτό στην απόφασή της - Δεν υφίσταται
(Κανονισμός 4253/88 του Συμβουλίου, άρθρα 23 και 24)
4. Πράξεις των οργάνων - Αιτιολόγηση - Υποχρέωση - Περιεχόμενο
(Άρθρο 253 ΕΚ)
5. Οικονομική και κοινωνική συνοχή - Διαρθρωτικές παρεμβάσεις - Κοινοτικές χρηματοδοτήσεις χορηγούμενες για εθνικά σχέδια δράσεως - Έλεγχος, εκ μέρους της Επιτροπής, της κανονικότητας κάθε τιμολογίου που δηλώθηκε για ένα επιχορηγούμενο σχέδιο - Δαπάνες που χρεώνονται στον δικαιούχο συνδρομής του ΕΓΤΠΕ από υπεργολάβους - Περιλαμβάνονται
6. Οικονομική και κοινωνική συνοχή - Διαρθρωτικές παρεμβάσεις - Κοινοτικές χρηματοδοτήσεις χορηγούμενες για εθνικά σχέδια δράσεως - Υποχρέωση ενημερώσεως και τηρήσεως της νομιμότητας βαρύνουσα τους αιτούντες και τους δικαιούχους χρηματοδοτικής συνδρομής του ΕΓΤΠΕ
7. Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης - Δεν παρέχεται προστασία σε πρόσωπο που βαρύνεται με πρόδηλη παράβαση της ισχύουσας ρυθμίσεως
8. Οικονομική και κοινωνική συνοχή - Διαρθρωτικές παρεμβάσεις - Κοινοτικές χρηματοδοτήσεις χορηγούμενες για εθνικά σχέδια δράσεως - Αποφάσεις της Επιτροπής περί καταργήσεως χρηματοδοτικών συνδρομών του ΕΓΤΠΕ λόγω υπάρξεως παρατυπιών - Παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου - Δεν υφίσταται
(Κανονισμός 4253/88 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)
9. Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Αναλογικότητα - Κατάργηση των χρηματοδοτικών συνδρομών που είχαν χορηγηθεί από το ΕΓΤΠΕ λόγω μη τηρήσεως, εκ μέρους των δικαιούχων, των χρηματοοικονομικών προϋποθέσεων της επενδύσεως που καθορίζονταν στις αποφάσεις περί χορηγήσεως - Παραβίαση - Δεν υφίσταται
(Κανονισμός 4253/88 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)
1. Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2082/93, μόνιμοι ή άλλοι υπάλληλοι της Επιτροπής μπορούν να ασκούν επιτόπιους ελέγχους, ιδίως με δειγματοληψία, των ενεργειών που χρηματοδοτούν τα διαρθρωτικά ταμεία.
Από τη γενική διατύπωση της ως άνω διατάξεως προκύπτει ότι η διάταξη αυτή παρέχει στους μονίμους και λοιπούς υπαλλήλους της Επιτροπής μια νομική βάση για τον έλεγχο των σχεδίων που τυγχάνουν ή έτυχαν της συνδρομής ενός διαρθρωτικού ταμείου. Ελλείψει αντιθέτων ενδείξεων, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται από οποιοδήποτε διαρθρωτικό ταμείο, και ιδίως από το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Προσανατολισμού, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διατάξεως. Κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει να υποστηριχθεί ότι η υπό εξέταση διάταξη έχει εφαρμογή μόνον επί των ενεργειών που αποτελούν αντικείμενο χρηματοδοτικής παρεμβάσεως η οποία αποφασίστηκε από το οικείο κράτος μέλος ή από τις αρχές που το κράτος μέλος αυτό όρισε και η οποία υποβλήθηκε προς έγκριση στην Επιτροπή εκ μέρους του εν λόγω κράτους μέλους, και όχι επί των σχεδίων, όπως είναι τα σχέδια που αφορούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, τα οποία τυγχάνουν χρηματοδοτικής παρεμβάσεως που αποφασίστηκε από την Επιτροπή.
Ελλείψει διασαφηνίσεων περί του αντιθέτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι ένας επιτόπιος έλεγχος ο οποίος στηρίζεται επί του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 μπορεί να διενεργηθεί από οιονδήποτε μόνιμο ή άλλο υπάλληλο της Επιτροπής, να πραγματοποιηθεί κατά το στάδιο υλοποιήσεως του οικείου σχεδίου, π.χ. κατόπιν αιτήσεως περί καταβολής μιας δόσεως της συνδρομής, ή μετά το ως άνω στάδιο, και να αφορά τόσο τη συμμόρφωση της υλοποιήσεως του σχεδίου προς τους στόχους που καθορίζει η κοινοτική ρύθμιση και η απόφαση περί χορηγήσεως όσο και την κανονικότητα των προϋποθέσεων υλοποιήσεως του σχεδίου, ιδίως δε της οικονομικής και λογιστικής διαχειρίσεως αυτού.
Κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει να συναχθεί από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 ότι δεν επιτρέπεται στην Επιτροπή να προβαίνει εκ νέου σε επιτόπιο έλεγχο, βάσει της ως άνω διατάξεως, μετά την ολοκλήρωση του σχεδίου, ενώ το εν λόγω σχέδιο αποτέλεσε ήδη αντικείμενο ενός ή περισσοτέρων ελέγχων τέτοιας φύσεως, π.χ. στο πλαίσιο αιτήσεων περί καταβολής της συνδρομής. Επιπλέον, κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα των μονίμων ή άλλων υπαλλήλων της Επιτροπής να προβαίνουν, δυνάμει της εν λόγω διατάξεως, σε διασταυρώσεις στοιχείων, οι οποίες αφορούν ταυτοχρόνως πολλά σχέδια, τα οποία επιδοτούνται από το ΕΓΤΠΕ.
Οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 θα είχε ως συνέπεια να στερηθεί πρακτικής αποτελεσματικότητας η υποχρέωση που υπέχει η Επιτροπή από τον κανονισμό 2052/88 να συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα της δράσεως που αναλαμβάνει η Κοινότητα με τη βοήθεια των διαρθρωτικών ταμείων, η οποία αποσκοπεί στην επίτευξη του κατά το άρθρο 158 ΕΚ στόχου της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής.
( βλ. σκέψεις 97-101 )
2. Οι διατάξεις που θεσπίζουν οι κανονισμοί 2988/95, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και 2185/96, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες, όσον αφορά την εξουσία επιτόπιου ελέγχου και εξακριβώσεως της Επιτροπής εφαρμόζονται συμπληρωματικά, με την επιφύλαξη των διατάξεων των κοινοτικών τομεακών κανόνων, όπως είναι ο κανονισμός 4253/88, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων. Επομένως, οι εν λόγω διατάξεις δεν είναι ικανές να αποκλείσουν την παροχή νομικής βάσεως, εκ μέρους τέτοιων τομεακών κανόνων, στην Επιτροπή για τη διεξαγωγή επιτοπίων ελέγχων αποσκοπούντων στη διασφάλιση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.
( βλ. σκέψη 115 )
3. Το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88 για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων, απαιτεί από την Επιτροπή, οσάκις η εκτέλεση ενέργειας ή μέτρου δεν δικαιολογεί ούτε τμήμα ούτε το σύνολο της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει χορηγηθεί και η Επιτροπή οδηγείται στο να προβεί σε κατάλληλη εξέταση της περιπτώσεως, να ζητεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός τακτής προθεσμίας. Η ως άνω διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί ως συνεπαγόμενη την υποχρέωση της Επιτροπής να παρέχει τη δυνατότητα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός τακτής προθεσμίας και να απέχει από την έκδοση οιασδήποτε αποφάσεως πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, κατά τρόπο ώστε η ως άνω υποχρέωση να μη στερείται πρακτικής αποτελεσματικότητας. Αντιθέτως, μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, η Επιτροπή δικαιούται, αν η εξέταση στην οποία προέβη επιβεβαιώσει την ύπαρξη παρατυπίας, να λάβει το ένα ή το άλλο από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 24 του ιδίου κανονισμού, καίτοι το κράτος μέλος δεν έκανε χρήση της δυνατότητας που του παρασχέθηκε να υποβάλει παρατηρήσεις εντός τακτής προθεσμίας. Οιαδήποτε αντίθετη ερμηνεία θα κατέληγε στο να επιτρέπεται σε κράτος μέλος να εμποδίζει επ' αόριστον την έκδοση αποφάσεως εκ μέρους της Επιτροπής με το να μη αντιδρά στο έγγραφο με το οποίο η Επιτροπή το κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.
Εξάλλου, μολονότι, βεβαίως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως επιβάλλει στην Επιτροπή να απαντά, όπου χρειάζεται, με την απόφαση περί αναστολής, μειώσεως ή καταργήσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής, στις ενδεχόμενες παρατηρήσεις του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους κατά τη διοικητική διαδικασία, αντιθέτως, ούτε οι διατάξεις των άρθρων 23 και 24 του κανονισμού 4253/88, των οποίων η παράβαση προβάλλεται από τις προσφεύγουσες με το υπό εξέταση σκέλος του λόγου ακυρώσεως, ούτε η υποχρέωση αιτιολογήσεως επιβάλλουν στην Επιτροπή να διευκρινίζει ότι οι οικείες εθνικές αρχές δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις κατά την ως άνω διαδικασία.
( βλ. σκέψεις 156-158 )
4. Δεδομένου ότι η αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 253 ΕΚ πρέπει να είναι προσαρμοσμένη προς τη φύση της οικείας πράξεως, αποφάσεις οι οποίες συνεπάγονται σοβαρές συνέπειες για τις προσφεύγουσες πρέπει να αναφέρουν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη των μέτρων για να προασπίσουν τα δικαιώματά τους και στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχο νομιμότητας. Επιπλέον, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, όπως το περιεχόμενο της πράξεως και η φύση των προβαλλομένων λόγων. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.
( βλ. σκέψεις 168-170 )
5. Εφόσον ένα σχέδιο τυγχάνει κοινοτικής χρηματοδοτήσεως, η Επιτροπή δικαιούται να εξετάζει την κανονικότητα κάθε τιμολογίου που δηλώθηκε για το εν λόγω σχέδιο και, όπου χρειάζεται, να καταγγέλλει την ύπαρξη παρατυπίας, και τούτο ανεξαρτήτως του αν το τιμολόγιο εκδόθηκε από τον δικαιούχο της χρηματοδοτήσεως ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο ο δικαιούχος προσέφυγε στο πλαίσιο της εκτελέσεως του επιδοτούμενου σχεδίου. Το να στερηθεί η Επιτροπή της δυνατότητας ελέγχου της κανονικότητας των δαπανών που χρεώνουν οι υπεργολάβοι στον δικαιούχο συνδρομής του ΕΓΤΠΕ θα τον εξέθετε σε πληρωμή αχρεωστήτων, συνδεομένων με δηλώσεις δαπανών των οποίων η οικονομική βάση δεν ελέγχθηκε.
( βλ. σκέψη 270 )
6. Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι υποβάλλοντες αίτηση χορηγήσεως χρηματοδοτικής συνδρομής και οι δικαιούχοι τέτοιων συνδρομών είναι υποχρεωμένοι να βεβαιώνονται ότι παρέχουν στην Επιτροπή αξιόπιστες πληροφορίες οι οποίες δεν μπορούν να την παραπλανήσουν, ειδάλλως το σύστημα ελέγχου και αποδείξεως που προβλέπεται για να εξακριβώνεται αν πληρούνται οι όροι χορηγήσεως της συνδρομής δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ορθά. Ελλείψει αξιόπιστων πληροφοριών, θα ήταν δυνατή η χορήγηση συνδρομής για σχέδια μη πληρούντα τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Εξ αυτού προκύπτει ότι η υποχρέωση πληροφορήσεως και τηρήσεως της νομιμότητας με την οποία βαρύνονται οι αιτούντες τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής και οι δικαιούχοι τέτοιων συνδρομών αποτελεί εγγενές στοιχείο του συστήματος χορηγήσεως συνδρομών του ΕΓΤΠΕ και είναι ουσιώδης για την ορθή λειτουργία του.
( βλ. σκέψη 322 )
7. Δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε επιχειρηματίας στον οποίο ένα θεσμικό όργανο έχει δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες. Ωστόσο, η επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν είναι δυνατή στην περίπτωση επιχειρήσεως η οποία έχει καταστεί ένοχος πρόδηλης παραβάσεως της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας.
( βλ. σκέψεις 387-388 )
8. Η αρχή της ασφαλείας δικαίου, η οποία απαιτεί όπως οι κανόνες δικαίου είναι σαφείς και ακριβείς και σκοπεί στο να διασφαλίζει την προβλεψιμότητα των καταστάσεων και των εννόμων σχέσεων που διέπονται από το κοινοτικό δίκαιο, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι παραβιάστηκε με τις αποφάσεις της Επιτροπής περί καταργήσεως χρηματοδοτικών συνδρομών του ΕΓΤΠΕ και τούτο εφόσον η εφαρμοστέα ρύθμιση προβλέπει τη δυνατότητα της Επιτροπής, σε περίπτωση αποδεδειγμένων παρατυπιών, να καταργεί τις εν λόγω συνδρομές και να αξιώνει την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε αχρεωστήτως το ΕΓΤΠΕ.
( βλ. σκέψη 391 )
9. Ενόψει της ίδιας της φύσεως των χρηματοδοτικών συνδρομών που χορηγεί η Κοινότητα, η υποχρέωση τηρήσεως των χρηματοδοτικών προϋποθέσεων που αναφέρονται στην απόφαση χορηγήσεως συνιστά, όπως ακριβώς και η υποχρέωση εκτελέσεως του οικείου σχεδίου, μια από τις ουσιώδεις δεσμεύσεις του δικαιούχου και, για τον λόγο αυτό, αποτελεί προϋπόθεση της κοινοτικής συνδρομής. Εξάλλου, η εκ μέρους των αιτούντων τη χορήγηση κοινοτικής συνδρομής και των δικαιούχων τέτοιων συνδρομών παροχή αξιόπιστων πληροφοριών, οι οποίες δεν μπορούν να παραπλανήσουν την Επιτροπή, είναι απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία του προβλεφθέντος συστήματος ελέγχου και αποδείξεως με σκοπό την εξακρίβωση του αν πληρούνται οι όροι χορηγήσεως των εν λόγω συνδρομών.
Ενόψει σοβαρών παραβάσεων εκ μέρους των δικαιούχων των υποχρεώσεων που αυτοί υπέχουν, η Επιτροπή ευλόγως θεώρησε ότι οποιαδήποτε άλλη κύρωση πλην της πλήρους καταργήσεως των χρηματοδοτικών συνδρομών και της αναζητήσεως των καταβληθέντων από το ΕΓΤΠΕ ποσών θα ενείχε τον κίνδυνο να αποτελέσει πρόσκληση για τη διάπραξη απάτης, καθόσον οι υποψήφιοι δικαιούχοι θα έμπαιναν στον πειρασμό είτε να διογκώνουν πλασματικά το ποσό των δαπανών που καταλογίζονται στο σχέδιο, προκειμένου να αποφύγουν την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς τους συγχρηματοδοτήσεως και να επιτύχουν τη μέγιστη προβλεπόμενη στην απόφαση περί χορηγήσεως παρέμβαση του ΕΓΤΠΕ, είτε να παρέχουν ψευδείς πληροφορίες ή να προβαίνουν στην απόκρυψη ορισμένων στοιχείων, προκειμένου να λάβουν χρηματοδοτική συνδρομή ή να επιτείνουν τη σημασία της χρηματοδοτικής συνδρομής της οποίας ζήτησαν τη χορήγηση, με μόνη αρνητική συνέπεια να επανέλθει η συνδρομή αυτή στο επίπεδο που προσδιορίζεται λαμβανομένου υπόψη του υποστατού των δαπανών στις οποίες υπεβλήθη ο δικαιούχος ή/και λαμβανομένης υπόψη της ακρίβειας των πληροφοριών που ο εν λόγω δικαιούχος παρέσχε στην Επιτροπή.
( βλ. σκέψεις 399-400, 402 )