61999A0003

Απόφαση του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Ιουλίου 2001. - Banatrading GmbH κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Μπανάνες - Εισαγωγές από κράτη ΑΚΕ και τρίτες χώρες - Κανονισμός (ΕΟΚ) 404/93 - Κανόνες του ΠΟΕ - Δυνατότητα επικλήσεως - Αρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 307, πρώτο εδάφιο, ΕΚ) - Αγωγή αποζημιώσεως. - Υπόθεση T-3/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα II-02123


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Διαδικασία - Εισαγωγικό δικόγραφο - Αντικείμενο της διαφοράς - Καθορισμός - Μεταβολή κατά τη διάρκεια της δίκης - Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρα 44 § 1 και 48 § 2)

2. Εξωσυμβατική ευθύνη - ροϋποθέσεις - αράνομος χαρακτήρας - Ζημία - Αιτιώδης συνάφεια

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 215, εδ. 2 (νυν άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)]

3. Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνία για τον αγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου - ΓΣΔΕ του 1994 - Άμεσο αποτέλεσμα - Δεν υφίσταται - Αδυναμία επικλήσεως των συμφωνιών ΟΕ προς αμφισβήτηση της νομιμότητας κοινοτικής πράξεως

(Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994)

4. Διαδικασία - ροβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης - ροϋποθέσεις - Νέο στοιχείο - Έννοια

(Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρο 48 § 2)

5. Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνίες των κρατών μελών - Συμφωνίες προγενέστερες της Συνθήκης ΕΚ - Άρθρο 234 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 307 ΕΚ) - Αντικείμενο - Έκταση εφαρμογής

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 234, εδ. 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 307, εδ. 1, ΕΚ)]

Περίληψη


1. Κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου, ο ενάγων πρέπει να ορίσει το αντικείμενο της διαφοράς και να υποβάλει τα αιτήματά του στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο. Καίτοι το άρθρο 48, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού επιτρέπει, υπό ορισμένες συνθήκες, την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η διάταξη αυτή δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στον διάδικο τη δυνατότητα να υποβάλει στον κοινοτικό δικαστή νέα αιτήματα και να τροποποιήσει κατά τον τρόπο αυτό το αντικείμενο της διαφοράς.

( βλ. σκέψη 28 )

2. Η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας στο πλαίσιο του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ) εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων όσον αφορά την παράνομη συμπεριφορά που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλομένης ζημίας.

( βλ. σκέψη 30 )

3. Λαμβανομένων υπόψη της φύσεως και της οικονομίας τους, η Συμφωνία ΟΕ και τα παραρτήματά της κατ' αρχήν δεν περιλαμβάνονται στους κανόνες με γνώμονα τους οποίους το Δικαστήριο ελέγχει τις πράξεις των κοινοτικών οργάνων. Τα κείμενα αυτά δεν μπορούν να δημιουργήσουν για τους ιδιώτες δικαιώματα που αυτοί θα μπορούν βάσει του κοινοτικού δικαίου να επικαλεστούν ευθέως ενώπιον των δικαστηρίων.

( βλ. σκέψη 43 )

4. Απόφαση του κοινοτικού δικαστή με την οποία απλώς επιβεβαιώνεται μια νομική κατάσταση που ο προσφεύγων γνώριζε, κατ' αρχήν, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο επιτρέπον την προβολή νέου ισχυρισμού.

( βλ. σκέψη 49 )

5. Το άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 307, πρώτο εδάφιο, ΕΚ) έχει ως αντικείμενο να διευκρινιστεί, σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, ότι η εφαρμογή της Συνθήκης δεν επηρεάζει τη δέσμευση του οικείου κράτους μέλους να σέβεται τα απορρέοντα από προγενέστερη σύμβαση δικαιώματα τρίτων κρατών και να τηρεί τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του. Επομένως, η δυνατότητα περί μη εφαρμογής ενός κοινοτικού κανόνα λόγω διεθνούς συμβάσεως εξαρτάται από τη διπλή προϋπόθεση ότι πρέπει να πρόκειται για σύμβαση συναφθείσα πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης και ότι η ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα έλκει εξ αυτής δικαιώματα των οποίων την τήρηση εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους μπορεί να απαιτήσει.

( βλ. σκέψεις 70-71 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση T-3/99,

Banatrading GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον G. Meier, avocat,

ενάγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τους S. Marquardt και J. P. Hix,

εναγομένου,

υποστηριζομένου από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπουμένη από τις K. Rispal-Bellanger και C. Vasak και τους S. Seam και F. Million, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

και

την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον K.-D. Borchardt, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνουσες,

που έχει ως αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως για τη ζημία που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω του ότι το Συμβούλιο θέσπισε, στο πλαίσιο του κανονισμού του (ΕΟΚ) 404/93, της 13ης Φεβρουαρίου 1993, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας (ΕΕ L 47, σ. 1), διατάξεις αντίθετες, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, στα άρθρα 1, παράγραφος 1, και XIII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (ΓΣΔΕ),

ΤΟ ΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από την P. Lindh, ρόεδρο, και τους R. García-Valdecasas και J. D. Cooke, δικαστές,

γραμματέας: G. Herzig, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 3ης Οκτωβρίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


Νομικό πλαίσιο

1 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1993, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας (ΕΕ L 47, σ. 1), αντικατέστησε, στον τίτλο IV, τα διάφορα εθνικά καθεστώτα με ένα κοινό καθεστώς συναλλαγών με τις τρίτες χώρες.

2 Το άρθρο 15 του κανονισμού, το οποίο κατέστη άρθρο 15α μετά την τροποποίηση που επήλθε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3290/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις προσαρμογές και τα μεταβατικά μέτρα στον τομέα της γεωργίας που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των συμφωνιών οι οποίες έχουν συναφθεί στο πλαίσιο των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης (ΕΕ L 349, σ. 105), προέβλεπε, μεταξύ άλλων, διάκριση μεταξύ:

- των «παραδοσιακών εισαγωγών των κρατών [Αφρικής, Καραϊβικής και Ειρηνικού (ΑΚΕ)]», που αντιστοιχούσαν στις ποσότητες μπανανών που εξήγαγε κάθε κράτος ΑΚΕ, παραδοσιακός προμηθευτής της Κοινότητας, όπως καθορίζονταν στο παράρτημα του κανονισμού 404/93 (στο εξής: παραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ)·

- των «μη παραδοσιακών εισαγωγών των κρατών ΑΚΕ», που αντιστοιχούσαν στις ποσότητες μπανανών που εξήγαγαν τα κράτη ΑΚΕ, οι οποίες υπερέβαιναν τις ποσότητες που καθορίζονταν για τις παραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ (στο εξής: μη παραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ)·

- των «εισαγωγών τρίτων χωρών που δεν είναι χώρες ΑΚΕ», οι οποίες αντιστοιχούσαν στις ποσότητες που εξήγαγαν οι άλλες τρίτες χώρες (στο εξής: μπανάνες τρίτων χωρών).

3 Στο παράρτημα του κανονισμού 404/93, οι ποσότητες παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ είχαν καθοριστεί για έκαστο των οικείων κρατών και ανέρχονταν, συνολικά, σε 857 700 τόνους (καθαρό βάρος). Σύμφωνα με τη σύμβαση του Λομέ IV, οι ποσότητες αυτές θεωρούνταν ότι αντιστοιχούν στον καλύτερο όγκο των εξαγωγών που πραγματοποίησε έκαστο των εν λόγω κρατών προς την Κοινότητα πριν από το 1991.

4 Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 404/93, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3290/94, προέβλεπε το άνοιγμα δασμολογικής ποσοστώσεως 2,1 εκατομμυρίων τόνων (καθαρό βάρος) για το έτος 1994 και 2,2 εκατομμυρίων τόνων (καθαρό βάρος) για τα επόμενα έτη, όσον αφορά τις εισαγωγές μπανανών τρίτων χωρών και μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ. Στο πλαίσιο αυτής της ποσοστώσεως, οι εισαγωγές μπανανών τρίτων χωρών υπέκειντο σε δασμό 75 ECU ανά τόνο, οι δε εισαγωγές μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ σε μηδενικό δασμό. Οι μη παραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ που εισάγονταν εκτός της ποσοστώσεως αυτής υπέκειντο στον δασμό που προβλέπει το Κοινό Δασμολόγιο, μειωμένο κατά 100 ECU.

5 Οι παραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ απαλλάσσονταν πλήρως από δασμούς.

6 Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 404/93 προέβλεπε κατανομή της δασμολογικής ποσοστώσεως, την οποία άνοιγε, μέχρι το ύψος 66,5 % για την κατηγορία των επιχειρηματιών που ασχολήθηκαν με την εμπορία μπανάνας τρίτων χωρών και/ή μη παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ (κατηγορία Α), 30 % για την κατηγορία των επιχειρηματιών που ασχολήθηκαν με την εμπορία κοινοτικής μπανάνας και/ή παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ (κατηγορία Β) και 3,5 % για την κατηγορία των εγκατεστημένων στην Κοινότητα επιχειρηματιών οι οποίοι άρχισαν να ασχολούνται με την εμπορία μπανάνας πλην της κοινοτικής και/ή της παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ από το 1992 (κατηγορία Γ).

7 Το άρθρο 19, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 404/93 προέβλεπε τα εξής:

«Βάσει υπολογισμών διενεργούμενων χωριστά για καθεμία των κατηγοριών επιχειρηματιών της παραγράφου 1 [...], κάθε επιχειρηματίας λαμβάνει πιστοποιητικά εισαγωγής σε συνάρτηση με τη μέση ποσότητα μπανάνας που επώλησε τα τρία τελευταία χρόνια για τα οποία υπάρχουν στατιστικά στοιχεία.»

8 Στις 10 Ιουνίου 1993, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1442/93, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος εισαγωγής μπανανών στην Κοινότητα (ΕΕ L 142, σ. 6).

9 Αυτό το καθεστώς εισαγωγής αποτέλεσε, κατόπιν καταγγελιών ορισμένων τρίτων χωρών, το αντικείμενο διαδικασίας διευθετήσεως διαφορών στο πλαίσιο του αγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΟΕ).

10 Κατά την εν λόγω διαδικασία καταρτίστηκαν εκθέσεις από την ειδική ομάδα του ΟΕ στις 22 Μα_ου 1997 και μια έκθεση του μόνιμου δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΟΕ στις 9 Σεπτεμβρίου 1997, η οποία εγκρίθηκε από το όργανο διευθετήσεως διαφορών με απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 1997. Με την απόφαση αυτή το όργανο διευθετήσεως διαφορών κήρυξε ασύμβατες με τους κανόνες του ΟΕ ορισμένες πτυχές του κοινοτικού καθεστώτος εισαγωγής μπανάνας.

11 Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1637/98, της 20ής Ιουλίου 1998, για την τροποποίηση του κανονισμού 404/93 (ΕΕ L 210, σ. 28). Ο κανονισμός 1637/98 αντικατέστησε, ειδικότερα, το παράρτημα του κανονισμού 404/93 με ένα νέο παράρτημα, που ορίζει εκ νέου τη συνολική ποσότητα παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ σε 857 700 τόνους, αλλά δεν προβαίνει πλέον σε κατανομή της ποσότητας αυτής μεταξύ των οικείων κρατών ΑΚΕ.

12 Κατόπιν αιτήσεως που υπέβαλε μία από τις καταγγέλλουσες τρίτες χώρες, η ειδική ομάδα του ΟΕ εξέτασε τη συμβατότητα του κανονισμού 1637/98 με τους κανόνες του ΟΕ και κατήρτισε έκθεση στις 12 Απριλίου 1999. Στην έκθεση αυτή, η ειδική ομάδα δήλωσε, μεταξύ άλλων, κατ' ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να επιτρέψει σε ορισμένα κράτη ΑΚΕ παραδοσιακούς προμηθευτές να υπερβούν τον καλύτερο όγκο των ατομικών εξαγωγών τους πριν από το 1991 στο πλαίσιο της συνολικής ποσότητας των 857 700 τόνων που είχε απονεμηθεί στο σύνολο των εν λόγω κρατών.

ραγματικά περιστατικά και διαδικασία

13 Η ενάγουσα είναι επιχείρηση που εισάγει και εμπορεύεται στη Γερμανία, από την 1η Ιανουαρίου 1995, μπανάνες καταγωγής Ισημερινού. Ήταν επιχειρηματίας της κατηγορίας Γ. Ισχυρίζεται ότι χρειάστηκε να αγοράσει πιστοποιητικά εισαγωγής από άλλους επιχειρηματίες και να καταβάλει εισαγωγικούς δασμούς για να μπορέσει να διαθέσει στο εμπόριο τις εν λόγω μπανάνες.

14 Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 4 Ιανουαρίου 1999, η ενάγουσα άσκησε την παρούσα αγωγή αποζημιώσεως. Επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, παράβαση ορισμένων διατάξεων της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (ΓΔΣΕ) του 1994, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 Α της Συμφωνίας για τον αγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (στο εξής: Συμφωνία ΟΕ), που εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) (Ε L 336, σ. 1).

15 Με διάταξη της 10ης Σεπτεμβρίου 1999, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του ρωτοδικείου έκανε δεκτές τις παρεμβάσεις της Επιτροπής και της Γαλλικής Δημοκρατίας προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου στα πλαίσια της παρούσας υποθέσεως. Τα υπομνήματα των παρεμβαινουσών κατατέθηκαν στις 18 Οκτωβρίου και 2 Νοεμβρίου 1999, αντιστοίχως.

16 Με την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1999, C-149/96, ορτογαλία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1999, σ. Ι-8395, σκέψη 47), το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

«[Λ]όγω της φύσεως και της οικονομίας τους, [οι συμφωνίες και τα υπομνήματα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα 1 έως 4 της Συμφωνίας ΟΕ] δεν περιλαμβάνονται, καταρχήν, στους κανόνες βάσει των οποίων το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των κοινοτικών οργάνων».

17 Με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 1999, οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών που πρέπει ενδεχομένως να αντληθούν από την απόφαση αυτή. Η Επιτροπή, η ενάγουσα, η Γαλλική Δημοκρατία και το Συμβούλιο κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους στις 6, 10, 18 και 19 Ιανουαρίου 2000, αντιστοίχως.

18 Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το ρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε, αφενός, να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, αφετέρου, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, να ζητήσει από την ενάγουσα να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις. Η ενάγουσα κλήθηκε, μεταξύ άλλων, να διευκρινίσει αν παραιτούνταν από τα επιχειρήματά της σχετικά με το άμεσο αποτέλεσμα των κανόνων της ΓΣΔΕ του 1994 και να παράσχει ορισμένες εξηγήσεις προφορικά κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Στις 2 Αυγούστου 2000, έδωσε τις απαντήσεις στις ερωτήσεις ως προς τις οποίες της είχε ζητηθεί να απαντήσει εγγράφως.

19 Οι διάδικοι ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του ρωτοδικείου κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Οκτωβρίου 2000.

Αιτήματα των διαδίκων

20 Η ενάγουσα ζητεί από το ρωτοδικείο:

- κυρίως:

- να υποχρεώσει το Συμβούλιο να την αποζημιώσει για τη ζημία που υπέστη από τις 21 Ιανουαρίου 1996 λόγω του ότι, για να μπορέσει να διαθέσει στο εμπόριο, στη Γερμανία, μπανάνες καταγωγής Ισημερινού, χρειάστηκε να αγοράσει πιστοποιητικά εισαγωγής από επιχειρηματίες των κατηγοριών Α, Β και Γ·

- να υποχρεώσει το Συμβούλιο να την αποζημιώσει για τη ζημία που υπέστη από τις 21 Ιανουαρίου 1996 λόγω του ότι χρειάστηκε να καταβάλει εισαγωγικούς δασμούς για τις μπανάνες καταγωγής Ισημερινού που διέθεσε στο εμπόριο στη Γερμανία·

- να υποχρεώσει το Συμβούλιο να την αποζημιώσει για τη ζημία που υπέστη από τις 21 Ιανουαρίου 1996 λόγω του ότι δεν μπόρεσε να καταθέσει σε τοκοφόρο λογαριασμό τα ποσά που δαπάνησε για την αγορά των πιστοποιητικών εισαγωγής και την καταβολή των εισαγωγικών δασμών·

- να προσαυξήσει τις αποζημιώσεις κατά τους τόκους προς 4 % από την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής·

- να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

- επικουρικώς, να υποχρεώσει το Συμβούλιο να την αποζημιώσει για τις προαναφερθείσες ζημίες από τις 8 Σεπτεμβρίου 1997·

- ακόμη επικουρικότερα, να υποχρεώσει το Συμβούλιο να την αποζημιώσει για τις προαναφερθείσες ζημίες από τις 25 Σεπτεμβρίου 1997.

21 Στο υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα δηλώνει ότι παραιτείται του τετάρτου κυρίου αιτήματός της.

22 Όσον αφορά τα αιτήματα που υποβλήθηκαν επικουρικώς και ακόμη επικουρικότερα, η ενάγουσα δήλωσε, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι αντικαθιστά τις ημερομηνίες που αναφέρονται σ' αυτά με την ημερομηνία της 1ης Ιανουαρίου 1999.

23 Το Συμβούλιο ζητεί από το ρωτοδικείο:

- να απορρίψει την αγωγή·

- να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

24 Στο υπόμνημα ανταπαντήσεως ζητεί, επιπλέον, από το ρωτοδικείο να καταδικάσει, εν πάση περιπτώσει, την ενάγουσα στα έξοδα που αφορούν το τέταρτο κύριο αίτημά της.

25 Η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία ζητούν από το ρωτοδικείο να απορρίψει την αγωγή.

Επί του παραδεκτού της τροποποιήσεως των αιτημάτων που υποβλήθηκαν επικουρικά και ακόμη επικουρικότερα

Επιχειρήματα των διαδίκων

26 Κατά τη συνεδρίαση, η ενάγουσα εξέθεσε ότι η αντικατάσταση, στα αιτήματα που υποβλήθηκαν επικουρικώς και ακόμη επικουρικότερα, των ημερομηνιών της 8ης και της 25ης Σεπτεμβρίου 1997 με την ημερομηνία της 1ης Ιανουαρίου 1999, αντιστοίχως, υπαγορεύθηκε από την έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως ορτογαλία κατά Συμβουλίου. Επικαλείται, ειδικότερα, την εξαίρεση από την έλλειψη αμέσου αποτελέσματος των κανόνων της ΓΣΔΕ του 1994 που εισήγαγε η απόφαση αυτή (βλ. σκέψη 38 κατωτέρω).

27 Το Συμβούλιο απάντησε ότι η τροποποίηση αυτή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.

Εκτίμηση του ρωτοδικείου

28 ρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου, ο ενάγων πρέπει να ορίσει το αντικείμενο της διαφοράς και να υποβάλει τα αιτήματά του στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο. Καίτοι το άρθρο 48, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού επιτρέπει, υπό ορισμένες συνθήκες, την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η διάταξη αυτή δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στον διάδικο τη δυνατότητα να υποβάλει στο ρωτοδικείο νέα αιτήματα και να τροποποιήσει κατά τον τρόπο αυτό το αντικείμενο της διαφοράς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Σεπτεμβρίου 1979, 232/78, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 323, σκέψη 3, και του ρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1992, T-28/90, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-2285, σκέψη 43).

29 Η ενάγουσα δεν μπορεί παραδεκτώς να ζητήσει την αντικατάσταση, στα υποβληθέντα επικουρικώς και ακόμη επικουρικότερα αιτήματα, των ημερομηνιών της 8ης και 25ης Σεπτεμβρίου 1997, αντιστοίχως, με την ημερομηνία της 1ης Ιανουαρίου 1999. ράγματι, η τροποποίηση αυτή, εφόσον αιτιολογείται με ένα μόνο νέο ισχυρισμό, που είναι ο ίδιος απαράδεκτος (βλ. σκέψεις 46 έως 50 κατωτέρω), θα είχε ως συνέπεια να υποβληθούν στο ρωτοδικείο νέα αιτήματα και, κατά συνέπεια, να μεταβληθεί το αντικείμενο της διαφοράς.

Επί της ουσίας

30 ρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας στο πλαίσιο του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ) εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων όσον αφορά την παράνομη συμπεριφορά που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλομένης ζημίας (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Μα_ου 1992, C-258/90 και C-259/90, Pesquerias De Bermeo και Naviera Laida κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. Ι-2901, σκέψη 42, και του ρωτοδικείου της 29ης Ιανουαρίου 1998, Τ-113/96, Dubois et Fils κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-125, σκέψη 54).

31 Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο επέδειξε παράνομη συμπεριφορά καθόσον παρέβη, πρώτον, ορισμένες διατάξεις της ΓΣΔΕ του 1994 και, δεύτερον, το άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 307, πρώτο εδάφιο, ΕΚ).

32 Εκθέτει, συναφώς, ότι οι ποσότητες παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ, που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του κανονισμού 404/93, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύουν τους καλύτερους όγκους των εξαγωγών που πραγματοποίησαν πριν από το 1991 προς την Κοινότητα τα κράτη ΑΚΕ που είναι παραδοσιακοί προμηθευτές. Αναφέρει ότι, στο παράρτημα αυτό, γίνεται μνεία ενός συνόλου 857 700 τόνων, ενώ, βάσει στατιστικών της Στατιστικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Eurostat), θα πρέπει να επρόκειτο μόνο για 622 000 τόνους. Από διαπιστώσεις στην από 9 Σεπτεμβρίου 1997 έκθεση του μόνιμου δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΟΕ και στην από 25 Σεπτεμβρίου 1997 απόφαση του οργάνου διευθετήσεως διαφορών προκύπτει ότι η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών αριθμών, δηλαδή 235 700 τόνοι, είναι ασυμβίβαστη προς τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και XIII της ΓΣΔΕ του 1994. Η προνομιακή δασμολογική μεταχείριση που επιφύλαξε έτσι η Κοινότητα στα κράτη ΑΚΕ τα οποία είναι παραδοσιακοί προμηθευτές θα έπρεπε, δυνάμει της ρήτρας του πλέον ευνοουμένου κράτους του άρθρου 1, παράγραφος 1, της ΓΣΔΕ του 1994, να επεκταθεί σε καθεμία από τις άλλες χώρες παραγωγούς που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία αυτή βάσει του τελευταίου αυτού αριθμού, πράγμα που θα είχε παράσχει στην ενάγουσα τη δυνατότητα να εισαγάγει στη Γερμανία, χωρίς δασμούς, τις μπανάνες προελεύσεως Ισημερινού. Στο υπόμνημα απαντήσεώς της, πάντως, ισχυρίζεται ότι η Κοινότητα όφειλε να επεκτείνει στην τελευταία αυτή χώρα το προνομιακό δασμολογικό καθεστώς εντός των ορίων όχι πλέον των 235 700 τόνων, αλλά των πλεονασμάτων από τα οποία επωφελήθηκαν παρανόμως το Μπελίζε, το Καμερούν και η Ακτή του Ελεφαντοστού. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η ενάγουσα προέβαλε μια τρίτη επιχειρηματολογία, ότι δηλαδή το εν λόγω καθεστώς θα έπρεπε να ισχύει για τις μπανάνες προελεύσεως εκάστης των παραγωγών χωρών που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη ΓΣΔΕ, εκτός των δώδεκα κρατών ΑΚΕ που είναι παραδοσιακοί προμηθευτές, για 857 700 τόνους. Οι σκέψεις της όσον αφορά τις ποσότητες που υπερβαίνουν τους καλύτερους όγκους των εξαγωγών που πραγματοποίησαν πριν από το 1991 τα εν λόγω κράτη δεν ισχύουν, κατά συνέπεια, παρά επικουρικώς.

Επί της παραβάσεως ορισμένων διατάξεων της ΓΣΔΕ του 1994

Επιχειρήματα των διαδίκων

33 Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και XIII της ΓΣΔΕ του 1994 έχουν άμεσο αποτέλεσμα στην κοινοτική έννομη τάξη.

34 Κατ' αρχάς, οι διατάξεις αυτές είναι σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτες.

35 Στη συνέχεια, η Συμφωνία ΟΕ και τα παραρτήματά της παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με τη ΓΣΔΕ του 1947. ράγματι, σε αντιδιαστολή προς τη ΓΣΔΕ του 1947, συνιστούν πραγματική έννομη τάξη που διαθέτει το δικό της δικαιοδοτικό σύστημα. Το νέο δίκαιο του ΟΕ δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων, αλλά περιλαμβάνει αυστηρές απαγορεύσεις οι οποίες δεν μπορούν να περιοριστούν ή να τεθούν προσωρινά εκποδών παρά με πράξεις του ΟΕ και όχι με μονομερή μέτρα ενός κράτους μέλους.

36 Τέλος, τα συμβαλλλόμενα μέρη στη Συμφωνία ΟΕ δεν απέκλεισαν το άμεσο αποτέλεσμα της συμφωνίας αυτής. Οι μονομερείς δηλώσεις αντιθέτου περιεχομένου της Κοινότητας και των Ηνωμένων ολιτειών της Αμερικής δεν έχουν συστατικό αποτέλεσμα στο διεθνές δίκαιο.

37 Όσον αφορά τις συνέπεις που πρέπει ενδεχομένως να αντληθούν από την προπαρατεθείσα απόφαση ορτογαλία κατά Συμβουλίου (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω), η ενάγουσα παραδέχθηκε, απαντώντας σε ερώτηση του ρωτοδικείου, ότι το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι οι κανόνες του ΟΕ δεν είχαν «άμεσο γενικό αποτέλεσμα» στην κοινοτική έννομη τάξη. Στο από 2 Αυγούστου 2000 έγγραφό της (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω) και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση δήλωσε ρητώς ότι παραιτείται, κατά συνέπεια, από τα επιχειρήματα που είχε προβάλει συναφώς.

38 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ισχυρίστηκε ότι, στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι στον κοινοτικό δικαστή εναπόκειται πάντως να ελέγξει τη νομιμότητα της επίμαχης κοινοτικής πράξεως σε σχέση με τους κανόνες του ΟΕ εφόσον πληρούνταν σωρευτικά οι τρεις ακόλουθες προϋποθέσεις: πρώτον, διαπιστώθηκε παράβαση των εν λόγω κανόνων από τα όργανα του ΟΕ· δεύτερον, η Κοινότητα δεσμεύτηκε να θέσει σε εφαρμογή τις συστάσεις και συνακόλουθες αποφάσεις του οργάνου διευθετήσεως διαφορών, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 3, του μνημονίου συμφωνίας επί των κανόνων και διαδικασιών που διέπουν τη διευθέτηση των διαφορών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 2 της Συμφωνίας ΟΕ· τρίτον, η Κοινότητα δεν έλαβε τα μέτρα για να συμμορφωθεί προς τις εν λόγω συστάσεις και αποφάσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Εν προκειμένω, κατά την ενάγουσα, οι τρεις αυτές προϋποθέσεις συνέτρεχαν την 1η Ιανουαρίου 1999, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός 1637/98.

39 Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι κανόνες του ΟΕ, συμπεριλαμβανομένων των άρθρων 1, παράγραφος 1, και ΧΙΙΙ της ΓΣΔΕ του 1994, δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα στην κοινοτική έννομη τάξη και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να προβληθούν ενώπιον δικαστηρίου από τους ιδιώτες.

40 αρατηρεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι κανόνες της ΓΣΔΕ του 1947 στερούνταν αμέσου αποτελέσματος, επειδή η συμφωνία αυτή στηριζόταν στην αρχή των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν βάσει αμοιβαιότητας και αμοιβαίων πλεονεκτημάτων και χαρακτηριζόταν από τη μεγάλη ελαστικότητα των διατάξεών της (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-4973). Το Συμβούλιο εκτιμά ότι η νομολογία αυτή εφαρμόζεται επίσης στη Συμφωνία ΟΕ και στα παραρτήματά της, δεδομένου ότι τα κείμενα αυτά παρουσιάζουν τις ίδιες ιδιομορφίες.

41 Απαντώντας στην ερώτηση του ρωτοδικείου σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει ενδεχομένως να αντληθούν από την προπαρατεθείσα απόφαση ορτογαλία κατά Συμβουλίου, το Συμβούλιο ισχυρίστηκε ότι η απόφαση αυτή επιρρωννύει την άποψή του. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι οι διατάξεις της Συμφωνίας ΟΕ και των παραρτημάτων της δεν συνιστούν κριτήριο εκτιμήσεως της νομιμότητας του παραγώγου κοινοτικού δικαίου.

42 Η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία συμφωνούν κατ' ουσίαν με την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου.

Εκτίμηση του ρωτοδικείου

43 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την κοινοτική νομολογία προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως και της οικονομίας τους, η Συμφωνία ΟΕ και τα παραρτήματά της κατ' αρχήν δεν περιλαμβάνονται στους κανόνες με γνώμονα τους οποίους το Δικαστήριο ελέγχει τις πράξεις των κοινοτικών οργάνων (προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου ορτογαλία κατά Συμβουλίου, σκέψη 47, και της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-300/98 και C-392/98, Dior, Συλλογή 2000, σ. Ι-11307, σκέψη 43). Τα κείμενα αυτά δεν μπορούν να δημιουργήσουν για τους ιδιώτες δικαιώματα που αυτοί θα μπορούν βάσει του κοινοτικού δικαίου να επικαλεστούν ευθέως ενώπιον των δικαστηρίων (προπαρατεθείσα απόφαση Dior, σκέψη 44).

44 ρέπει να τονιστεί, άλλωστε, ότι η ενάγουσα παραιτήθηκε ρητώς από τα επιχειρήματα που είχε επικαλεστεί προς στήριξη του, κατά τους ισχυρισμούς της, αμέσου αποτελέσματος των άρθρων 1, παράγραφος 1, και ΧΙΙΙ της ΓΣΔΕ του 1994 (βλ. σκέψεις 17, 18 και 37 ανωτέρω).

45 Υπό τις συνθήκες αυτές, η παρούσα αγωγή δεν μπορεί να στηριχθεί στην προβαλλόμενη παράβαση των άρθρων αυτών.

46 Η επιχειρηματολογία της ενάγουσας ότι στον κοινοτικό δικαστή εναπόκειται να ελέγχει τη νομιμότητα των κοινοτικών πράξεων με βάση τους κανόνες του ΟΕ εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω) προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

47 Όμως, κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά ή πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

48 Εν προκειμένω, κατά τη διαδικασία δεν ανέκυψε κανένα νέο στοιχείο που να δικαιολογεί την όψιμη προβολή της εν λόγω επιχειρηματολογίας. ράγματι, κατά τη γνώμη της ίδιας της ενάγουσας, οι τρεις επίμαχες προϋποθέσεις πληρούνταν την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός 1637/98, δηλαδή την 1η Ιανουαρίου 1999. Καθόσον ο κανονισμός αυτός θεσπίστηκε στις 20 Ιουλίου 1998 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 28ης Ιουλίου 1998, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη επιχειρηματολογία στηρίζεται σε στοιχείο που ανέκυψε κατά τη διαδικασία.

49 Καθόσον η επίμαχη επιχειρηματολογία πρέπει να θεωρηθεί ότι στηρίζεται στη σκέψη 49 της προπαρατεθείσας αποφάσεως ορτογαλία κατά Συμβουλίου, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «μόνο στην περίπτωση που πρόθεση της Κοινότητας ήταν να εκπληρώσει μια ειδική υποχρέωση που αναλήφθηκε στο πλαίσιο του ΟΕ ή στην περίπτωση που η κοινοτική πράξη ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών ΟΕ, εναπόκειται στο Δικαστήριο να ελέγχει τη νομιμότητα της σχετικής κοινοτικής πράξεως με βάση τους κανόνες του ΟΕ», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι δύο αυτές εξαιρέσεις αποτελούν το αντικείμενο πάγιας νομολογίας ((βλ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1989, 70/87, Fediol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 1781, σκέψεις 19 έως 22, της 7ης Μα_ου 1991, C-69/89, Nakajima κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. Ι-2069, σκέψη 31, και προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία κατά Συμβουλίου, σκέψη 111). Από τη νομολογία όμως προκύπτει ότι μια απόφαση με την οποία απλώς επιβεβαιώνεται μια νομική κατάσταση που ο προσφεύγων γνώριζε, κατ' αρχήν, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο επιτρέπον την προβολή νέου ισχυρισμού (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 1ης Απριλίου 1982, 11/81, Dürbeck κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1251, σκέψη 17, και του ρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 1997, Τ-106/95, FFSA κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-229, σκέψη 57). Επομένως, η ενάγουσα δεν μπορεί λυσιτελώς να επικαλεστεί την προπαρατεθείσα απόφαση ορτογαλία κατά Συμβουλίου ως νέο νομικό ή πραγματικό στοιχείο, υπό την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Καίτοι είναι αληθές ότι η τελευταία αυτή απόφαση αφορά τη ΓΣΔΕ του 1994, ενώ η προπαρατεθείσα παγία νομολογία αναφέρεται στη ΓΣΔΕ του 1947, πάντως, επειδή το ζήτημα του ενδεχομένου αμέσου αποτελέσματος της ΓΣΔΕ του 1994 ήταν άκρως αμφιλεγόμενο κατά τον χρόνο εκείνο, η ενάγουσα μπορούσε να προστατευθεί κατά της μη αναγνωρίσεως ενός τέτοιου αποτελέσματος επικαλούμενη στο δικόγραφό της την επίμαχη επιχειρηματολογία.

50 Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Επί της παραβάσεως του άρθρου 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης

Επιχειρήματα των διαδίκων

51 Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης καθιερώνει την υπεροχή των διεθνών συμβάσεων, που συνήφθησαν πριν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚ, επί των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που αντιβαίνουν προς αυτές. Η αρχή αυτή παρέχει τη δυνατότητα να τεθεί εκποδών η εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 404/93 οι οποίες είναι αντίθετες με τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και ΧΙΙΙ της ΓΣΔΕ. Στην περίπτωση κατά την οποία τα κοινοτικά όργανα θα εφάρμοζαν εντούτοις τις διατάξεις αυτές, θα ήσαν υποχρεωμένα να αποκαταστήσουν τη ζημία που υπέστησαν οι ιδιώτες από το γεγονός αυτό.

52 Κατά την ενάγουσα, συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης.

53 ρώτον, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 1998, C-364/95 και C-365/95, T. Port (Συλλογή 1998, σ. Ι-1023) προκύπτει ότι, για να έχει μια διεθνής σύμβαση την υπεροχή έναντι του παραγώγου δικαίου δυνάμει του άρθρου 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, αρκεί να είναι προγενέστερη της της Συνθήκης ΕΚ. Ο Ισημερινός, καίτοι δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη ΓΣΔΕ του 1947 και προσχώρησε στον ΟΕ μόλις στις 21 Ιανουαρίου 1996, μπορεί εντούτοις να επικαλεστεί το εν λόγω άρθρο από την ημερομηνία αυτή για να επιτύχει την τήρηση των κανόνων της ΓΣΔΕ.

54 Δεύτερον, τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και ΧΙΙΙ της ΓΣΔΕ είναι διατάξεις που προϋπήρχαν της Συνθήκης ΕΚ. Η ΓΣΔΕ του 1994 περιορίζεται, πράγματι, στην επανάληψη του ουσιαστικού δικαίου της ΓΣΔΕ του 1947. Οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο πλαίσιο του ΟΕ αφορούσαν μόνον τον «μηχανισμό» της ΓΣΔΕ, ο οποίος κατέστη παρωχημένος. Εξάλλου, τα συμβαλλόμενα μέρη στη ΓΣΔΕ του 1994 ουδέποτε αποφάσισαν να θέσουν τέρμα στην ισχύ της ΓΣΔΕ του 1947 από τις 31 Δεκεμβρίου 1995, αλλά έλαβαν απλώς μεταβατικά μέτρα που αφορούσαν την προσωρινή εφαρμογή των διαδικαστικών κανόνων της συμφωνίας αυτής.

55 Τρίτον, η ενάγουσα παρατηρεί ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη ΓΣΔΕ του 1947 μεταβιβάστηκαν στην Κοινότητα λόγω της αρμοδιότητάς της στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής.

56 Κληθείσα από το ρωτοδικείο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω), να εξηγήσει σαφώς, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, την επιχειρηματολογία που αντλεί από το άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι το Συμβούλιο δεν είχε λάβει υπόψη τον κανόνα της οριοθετήσεως των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, αφενός, και των κρατών μελών, αφετέρου, που περιέχει η διάταξη αυτή, θεσπίζοντας τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στον τίτλο IV του κανονισμού 404/93. Ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ήταν αντίθετο στις διατάξεις της ΓΣΔΕ του 1947, οι οποίες επιβάλλονταν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από το 1952.

57 Το Συμβούλιο θεωρεί ότι το άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να προσδώσει στα άρθρα 1, παράγραφος 1, και ΧΙΙΙ της ΓΣΔΕ την υπεροχή επί των διατάξεων του κανονισμού 404/93.

58 Εκθέτει ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης έχει απλώς ως αντικείμενο να διευκρινιστεί, σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, ότι η εφαρμογή της Συνθήκης ΕΚ δεν επηρεάζει τη δέσμευση του οικείου κράτους μέλους να σέβεται τα απορρέοντα από προγενέστερη σύμβαση δικαιώματα τρίτων κρατών και να τηρεί τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1980, 812/79, Burgoa, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 71, σκέψη 8, και προπαρατεθείσα απόφαση T. Port, σκέψη 60). Επομένως, η διάταξη αυτή ρυθμίζει την περίπτωση κατά την οποία υφίσταται σύγκρουση μεταξύ, αφενός, μιας υποχρεώσεως που απορρέει για κράτος μέλος από προηγούμενη σύμβαση και, αφετέρου, της υποχρεώσεως που αυτό υπέχει να εφαρμόσει την κοινοτική νομοθεσία. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δεν υφίσταται τέτοια σύγκρουση.

59 ρώτον, κατά το Συμβούλιο, η ΓΣΔΕ του 1947 δεν ίσχυε πλέον κατά τον χρόνο των επίμαχων εισαγωγών και οι δεσμεύσεις που απορρέουν από τη ΓΣΔΕ του 1994 συνήφθησαν μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης. Επισημαίνει ότι, όπως επιβεβαιώνει το άρθρο ΙΙ, παράγραφος 4, της Συμφωνίας ΟΕ, η ΓΣΔΕ του 1994 δημιουργεί νέες, νομικά αυτόνομες υποχρεώσεις. Εξηγεί ότι είχε συνομολογηθεί η κατάργηση της ΓΣΔΕ του 1947 και η αντικατάστασή της με νέα συμφωνία, τη ΓΣΔΕ του 1994, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο τα συμβαλλόμενα μέρη στη ΓΣΔΕ του 1947 που δεν επιθυμούσαν να προσχωρήσουν στη Συμφωνία ΟΕ και στα παραρτήματά της να μπορούν πάντως να επωφελούνται αυτής επικαλούμενα τη ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους που περιλαμβάνεται στη ΓΣΔΕ του 1947. Το Συμβούλιο παρατηρεί, επίσης, ότι ο Ισημερινός προσχώρησε στον ΟΕ μόλις στις 21 Ιανουαρίου 1996.

60 Δεύτερον, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι η ΓΣΔΕ του 1994 δεν δημιουργεί υποχρεώσεις σε βάρος των κρατών μελών αλλά αποκλειστικά σε βάρος της Κοινότητας, εφόσον μόνον η Κοινότητα ήταν αρμόδια, δυνάμει του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 133 ΕΚ), να συνάψει τη συμφωνία αυτή. ροσθέτει ότι η Κοινότητα είχε αποκλειστική αρμοδιότητα στον τομέα της ΓΣΔΕ του 1947 από την 1η Ιουλίου 1968, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του Κοινού Δασμολογίου.

61 Άλλωστε, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να αντληθεί από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην προπαρατεθείσα απόφαση T. Port, ότι το άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης έχει εφαρμογή σε υποθέσεις σχετικές με την εισαγωγή μπανανών προελεύσεως τρίτης χώρας που ήταν μέλος της ΓΣΔΕ του 1994 κατά την εποχή των επίμαχων εισαγωγών, εφόσον η εν λόγω διεθνής σύμβαση δεν συνήφθη ούτε από τα κράτη μέλη ούτε πριν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚ.

62 Τέλος, το Συμβούλιο φρονεί ότι η άμεση εφαρμογή των κανόνων του ΟΕ δεν μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης.

63 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 234 της Συνθήκης δεν καθιερώνει την υπεροχή των υποχρεώσεων του δημοσίου διεθνούς δικαίου επί του κοινοτικού δικαίου, αλλά μάλλον το αντίστροφο. Επισημαίνει ότι το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού προβλέπει, πράγματι, ότι τα οικεία κράτη μέλη προσφεύγουν σε όλα τα πρόσφορα μέσα για να άρουν τα διαπιστωθέντα ασυμβίβαστα, πράγμα που μπορεί να περιλαμβάνει την καταγγελία της επίμαχης υποχρεώσεως του δημοσίου διεθνούς δικαίου.

64 Κατά την Επιτροπή, δεν μπορεί να αντληθεί από το άρθρο αυτό ούτε οποιοσδήποτε γενικός κανόνας διευθετήσεως των συγκρούσεων μεταξύ του δημοσίου διεθνούς δικαίου και του κοινοτικού δικαίου. Το πρώτο εδάφιο της διατάξεως αυτής δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να αποτελέσει τη βάση για να διαπιστωθεί, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, ότι η Κοινότητα παρέβη ορισμένους υπέρτερους κανόνες δικαίου της Συμφωνίας ΟΕ και των παραρτημάτων της που αποσκοπούν στην προστασία των ιδιωτών.

65 ροσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης δεν συντρέχουν εν προκειμένω.

66 Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το άρθρο 234 της Συνθήκης δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω, υπογραμμίζοντας, ειδικότερα, ότι η ΓΣΔΕ του 1947 δεν ίσχυε πλέον κατά τις επίμαχες εισαγωγές.

Εκτίμηση του ρωτοδικείου

67 Επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς παρατήρησαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, δεν είναι σαφές, ενόψει των επιχειρημάτων της ενάγουσας, αν αυτή επικαλείται την παράβαση του άρθρου 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ως άμεση και αυτοτελή βάση της αγωγής της ή αν επικαλείται τη διάταξη αυτή για να προσπαθήσει να αποδείξει το δικαίωμα των ιδιωτών να επικαλούνται ενώπιον δικαστηρίων παράβαση των διατάξεων της ΓΣΔΕ του 1994.

68 Ανεξαρτήτως της περιπτώσεως που λαμβάνεται υπόψη, η ενάγουσα δεν μπορεί λυσιτελώς να επικαλεστεί το άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, καθόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής δεν συντρέχουν εν προκειμένω.

69 Κατά τη διάταξη αυτή, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής, «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που συνήφθησαν προ της ενάρξεως ισχύος της παρούσας Συνθήκης μεταξύ ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, αφενός, και ενός ή περισσοτέρων τρίτων χωρών, αφετέρου, δεν θίγονται από τις διατάξεις της παρούσας Συνθήκης».

70 Κατά πάγια νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, την προπαρατεθείσα απόφαση T. Port, σκέψη 60), το άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης έχει ως αντικείμενο να διευκρινιστεί, σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, ότι η εφαρμογή της Συνθήκης δεν επηρεάζει τη δέσμευση του οικείου κράτους μέλους να σέβεται τα απορρέοντα από προγενέστερη σύμβαση δικαιώματα τρίτων κρατών και να τηρεί τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του. Κατά συνέπεια, προκειμένου να καθοριστεί αν δεδομένος κοινοτικός κανόνας μπορεί να μείνει ανεφάρμοστος λόγω προγενέστερης διεθνούς συμβάσεως, είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η σύμβαση αυτή επιβάλλει στο οικείο κράτος μέλος υποχρεώσεις των οποίων την τήρηση μπορούν ακόμη να απαιτήσουν τα συμβαλλόμενα στη σύμβαση τρίτα κράτη.

71 Επομένως, η δυνατότητα περί μη εφαρμογής ενός κοινοτικού κανόνα λόγω διεθνούς συμβάσεως εξαρτάται από τη διπλή προϋπόθεση ότι πρέπει να πρόκειται για σύμβαση συναφθείσα πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης και ότι η ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα έλκει εξ αυτής δικαιώματα των οποίων την τήρηση εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους μπορεί να απαιτήσει (προπαρατεθείσα απόφαση T. Port, σκέψη 61).

72 Όμως, πρώτον, από τον φάκελο προκύπτει ότι οι εισαγωγές μπανανών που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας διαφοράς πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1996 και 1998, δηλαδή σε μια περίοδο κατά την οποία η ΓΣΔΕ του 1994 είχε ήδη τεθεί σε ισχύ και είχε αντικαταστήσει τη ΓΣΔΕ του 1947. Επιπλέον, ο Ισημερινός δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη ΓΣΔΕ του 1947 και δεν κατέστη μέλος του ΟΕ και, κατά συνέπεια, της ΓΣΔΕ του 1994, παρά μόλις στις 21 Ιανουαρίου 1996. Επειδή η ΓΣΔΕ του 1994 συνήφθη μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚ, δεν συντρέχει η πρώτη προϋπόθεση.

73 Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, στα υπομνήματά της, η ενάγουσα δεν αμφισβητεί ότι η ΓΣΔΕ που ίσχυε κατά την εποχή των επιδίκων εισαγωγών ήταν αυτή του 1994. Στις εκθέσεις και αποφάσεις των διαφόρων οργάνων του ΟΕ στις οποίες αναφέρεται προς στήριξη της αγωγής της, τα όργανα αυτά αποφαίνονται άλλωστε επί της συμβατότητας της επίμαχης κοινοτικής ρυθμίσεως με τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και ΧΙΙΙ της ΓΣΔΕ του 1994. άντως, η επιχειρηματολογία της ενάγουσας καταλήγει στο ότι η ΓΣΔΕ του 1994 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμφωνία μεταγενέστερη της Συνθήκης ΕΚ διότι επαναλαμβάνει το ουσιαστικό δίκαιο της ΓΣΔΕ του 1947, που είναι προγενέστερη της συνάψεως της εν λόγω Συνθήκης. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

74 Αφενός, πράγματι, το άρθρο ΙΙ, παράγραφος 4, της Συμφωνίας ΟΕ ορίζει ρητώς ότι «η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994, όπως ορίζεται στο παράρτημα 1Α [...], διαφέρει από νομικής πλευράς από τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου, της 30ής Οκτωβρίου 1947 [...] όπως αναθεωρήθηκε, τροποποιήθηκε ή μεταβλήθηκε στη συνέχεια».

75 Εξάλλου, η ΓΣΔΕ του 1947 καταργήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1995 σύμφωνα με την απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1994 που εξέδωσαν η προπαρασκευαστική επιτροπή του ΟΕ και τα συμβαλλόμενα μέρη στη ΓΣΔΕ του 1947 επί της προσωρινής συνυπάρξεως της ΓΣΔΕ του 1947 και της Συμφωνίας ΟΕ.

76 Δεύτερον, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη ΓΣΔΕ του 1994 υπέχουν όχι τα κράτη μέλη αλλά η Κοινότητα. ράγματι, αυτή ήταν η μόνη αρμόδια, δυνάμει του άρθρου 113 της Συνθήκης, για τη σύναψη της συμφωνίας αυτής (γνωμοδότηση 1/94 του Δικαστηρίου, της 15ης Νοεμβρίου 1994, Συλλογή 1994, σ. Ι-5267, σκέψη 34). Στις προτάσεις στην προπαρατεθείσα υπόθεση T. Port (Συλλογή 1998, σ. 1023, σημείο 16), ο γενικός εισαγγελέας Μ. Elmer υπογράμμισε ότι «αξιώσεις που απορρέουν από τη ΓΣΔΕ του 1994 μπορούν να εγείρονται μόνον κατά της Κοινότητας και όχι κατά των διαφόρων κρατών μελών».

77 Ενόψει των προηγουμένων σκέψεων, τα συμπεράσματα που η ενάγουσα αντλεί από την απόφαση Τ. Port (βλ. σκέψη 53 ανωτέρω) πρέπει να απορριφθούν.

78 Στην περίπτωση κατά την οποία η ενάγουσα θα στήριζε άμεσα την αγωγή της στην προβαλλομένη παράβαση του άρθρου 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, επιβάλλεται η διαπίστωση, επιπλέον, ότι η διάταξη αυτή δεν έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Όμως, με την απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. Ι-5291, σκέψεις 41 και 42), το Δικαστήριο έκρινε ότι προϋπόθεση για τη γένεση δικαιώματος αποζημιώσεως είναι να αποσκοπεί ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου στην απονομή δικαιώματος στους ιδιώτες.

79 Για τον ίδιο λόγο, η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η ενάγουσα για πρώτη φορά κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση (βλ. σκέψη 56 ανωτέρω), καθόσον προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν έλαβε υπόψη τον κανόνα που περιέχεται στο άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, περί οριοθετήσεως των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων της Κοινότητας και των κρατών μελών, πρέπει, ανεξαρτήτως του παραδεκτού της (βλ. σκέψη 47 ανωτέρω), να απορριφθεί.

80 Τέλος, στην περίπτωση κατά την οποία η αναφορά στο άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης θα έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ενάγουσα θεωρεί ότι η διάταξη αυτή παρέχει στους ιδιώτες το δικαίωμα να επικαλούνται ενώπιον του Δικαστηρίου την παράβαση διατάξεων της ΓΣΔΕ του 1994, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι εντελώς ασυμβίβαστη με τη ρητή αναγνώριση, από την ενάγουσα, της ελλείψεως αμέσου αποτελέσματος των διατάξεων αυτών στην κοινοτική έννομη τάξη και αβάσιμη ενόψει της νομολογίας κατά την οποία η Συμφωνία ΟΕ και τα παραρτήματά της δεν περιλαμβάνονται, κατ' αρχήν, στους κανόνες με γνώμονα τους οποίους το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των κοινοτικών οργάνων (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω).

81 Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η προϋπόθεση που αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο οικείο κοινοτικό όργανο δεν συντρέχει εν προκειμένω. Επομένως, και ενώ παρέλκει η εξέταση των προϋποθέσεων που αφορούν το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

82 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του Συμβουλίου.

83 Κατά την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, τα κράτη μέλη και τα κοινοτικά όργανα τα οποία παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα έξοδά τους. Επομένως, η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία θα φέρουν τα έξοδά τους.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την αγωγή.

2) Καταδικάζει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

3) Η Επιτροπή και η Γαλλική Κυβέρνηση φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.