61999O0497

Διάταξη του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Ιουλίου 2001. - Irish Sugar plc κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως - Άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 82 ΕΚ) - Ζάχαρη - Συλλογική δεσπόζουσα θέση - Κατάχρηση - Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη. - Υπόθεση C-497/99 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-05333


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Κοινοτικό δίκαιο Ερμηνεία ράξεις των οργάνων Απόφαση Αιτιολογίες Λαμβάνονται υπόψη

2. Αναίρεση Λόγοι Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών Απαράδεκτο Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως της αλλοιώσεως στοιχείων

(Άρθρο 225 § 1 EK· Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 51, εδ. 1)

3. Ανταγωνισμός Δεσπόζουσα θέση Συλλογική δεσπόζουσα θέση Έννοια Συλλογική οντότητα

(Άρθρο 82 ΕΚ)

Περίληψη


1. Η ανάγνωση του διατακτικού μιας αποφάσεως της Επιτροπής πρέπει να γίνεται σε συνδυασμό με τις αιτιολογίες της.

( βλ. σκέψη 15 )

2. Δυνάμει των άρθρων 225, παράγραφος 1, ΕΚ και 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνο σε λόγους σχετικούς με την παράβαση νομικών κανόνων. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο προς διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών. Ακόμη, δεν είναι αρμόδιο, καταρχήν, ούτε για την εξέταση των αποδείξεων τις οποίες έλαβε υπόψη το ρωτοδικείο προς στήριξη των εν λόγω πραγματικών περιστατικών. Εναπόκειται μόνο στο ρωτοδικείο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται ενώπιόν του. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών.

( βλ. σκέψεις 39, 59 )

3. Για να διαπιστωθεί αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συνιστούν μια συλλογική οντότητα σε συγκεκριμένη αγορά απαιτείται να εξεταστούν οι οικονομικοί δεσμοί ή οι οικονομικές διασυνδέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών και, ιδίως, να εξεταστεί συναφώς αν υπάρχουν μεταξύ τους οικονομικοί δεσμοί που τους παρέχουν τη δυνατότητα να ενεργούν από κοινού ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές τους, από τους πελάτες τους και τους καταναλωτές.

( βλ. σκέψη 46 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-497/99 P,

Irish Sugar plc, με έδρα το Carlow (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τον A. Böhlke, Rechtsanwalt, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 7 Οκτωβρίου 1999 το ρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο τμήμα) στην υπόθεση T-228/97, Irish Sugar κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-2969), με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον K. Wiedner, επικουρουμένο από τον C. Quigley, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. La Pergola, πρόεδρο τμήματος, P. Jann, L. Sevón, S. von Bahr (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: R. Grass,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 21 Δεκεμβρίου 1999, η εταιρία Irish Sugar plc (στο εξής: Irish Sugar) άσκησε αναίρεση, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, κατά της αποφάσεως του ρωτοδικείου της 7ης Οκτωβρίου 1999, T-228/97, Irish Sugar κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-2969, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το ρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της περί ακυρώσεως της αποφάσεως 97/624/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Μα_ου 1997, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ (IV/34.621, 35.059/F-3 Irish Sugar plc) (ΕΕ L 258, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

2 Όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή θεώρησε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η Irish Sugar, μοναδική επιχείρηση μεταποιήσεως ζαχαροτεύτλων στην Ιρλανδία και κύριος προμηθευτής ζάχαρης στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού, παρέβη το άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 82 ΕΚ). Η Επιτροπή διαπίστωσε με την προσβαλλόμενη απόφαση τη διάπραξη παραβάσεων του άρθρου 86 της Συνθήκης κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 1985 και 1995, συνισταμένων σε επτά διαφορετικές ενέργειες που στοιχειοθετούν καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους της Irish Sugar και/ή, για τον προ του Φεβρουαρίου 1990 χρόνο, εκ μέρους της εταιρίας Sugar Distributors Ltd (στο εξής: SDL), επιχειρήσεως διανομής των προϊόντων της, στην αγορά κρυσταλλικής ζάχαρης που προορίζεται για λιανική πώληση στην Ιρλανδία. Γι' αυτό η Επιτροπή επέβαλε στην Irish Sugar πρόστιμο 8 800 000 ECU.

3 Στις 4 Αυγούστου 1997, η Irish Sugar άσκησε προσφυγή ενώπιον του ρωτοδικείου ζητώντας, κυρίως, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα.

4 Το ρωτοδικείο διαπίστωσε την έλλειψη αποδείξεων σχετικά με μία από τις σχετικές ενέργειες που στοιχειοθετούσαν κατά την Επιτροπή καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσεως της Irish Sugar, ήτοι όσον αφορά την επιλεκτική τιμολόγηση των προϊόντων της σε χαμηλές τιμές έναντι των πελατών ενός Γάλλου εισαγωγέα, και μείωσε το πρόστιμο σε 7 883 326 ευρώ. Κατά τα λοιπά, το ρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή και αποφάσισε ότι η Irish Sugar θα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα και τα δύο τρίτα των εξόδων της Επιτροπής.

5 Η Irish Sugar υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ζητώντας, πρώτον, την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον απέρριψε την προσφυγή της και την υποχρέωσε να φέρει μέρος των δικαστικών εξόδων της υποθέσεως, δεύτερον, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως όπως αυτή προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, τρίτον, την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα της ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασίας, καθώς και στα έξοδα της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

6 ρος στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Irish Sugar επικαλείται τρεις λόγους, με τους οποίους αμφισβητεί την εκτίμηση του ρωτοδικείου σχετικά με το ότι η ίδια και η SDL έχουν δεσπόζουσα θέση ή συλλογική δεσπόζουσα θέση στην οικεία αγορά.

7 Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης και σε παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου, καθόσον το ρωτοδικείο κακώς έκρινε ότι το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως περιελάμβανε ρητή διαπίστωση περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως. Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος άμυνας. Η αναιρεσείουσα φρονεί ότι το ρωτοδικείο παραβίασε το κοινοτικό δίκαιο, μη αναγνωρίζοντας ότι ο προσδιορισμός της αγοράς που ελήφθη τελικά υπόψη στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είχε κοινοποιηθεί στην ενδιαφερόμενη με την ανακοίνωση των αιτιάσεων και ότι, με τον τρόπο αυτό, εθίγη το δικαίωμα άμυνας. Ο τρίτος λόγος στηρίζεται, αφενός, σε παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης, καθόσον το ρωτοδικείο έκρινε εσφαλμένα ότι η Irish Sugar και η SDL είχαν συλλογική δεσπόζουσα θέση στην αγορά, και, αφετέρου, σε ανεπαρκή αιτιολόγηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

8 Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως προδήλως απαράδεκτης και/ή προδήλως αβάσιμης. Ζητεί επίσης την καταδίκη της Irish Sugar στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

9 ρος στήριξη των αιτημάτων της, η Επιτροπή υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η Irish Sugar δεν αποδεικνύει πώς το ρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη όσον αφορά τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε και ότι η Irish Sugar προβάλλει πραγματικά ζητήματα επί των οποίων έχει ήδη αποφανθεί το ρωτοδικείο.

10 ρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να την απορρίψει με αιτιολογημένη διάταξη.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

11 Η Irish Sugar διατείνεται ότι το ρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 86 της Συνθήκης και την αρχή της ασφαλείας δικαίου κρίνοντας, με τη σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβανόταν «εμμέσως πλην σαφώς» η ρητή διαπίστωση περί της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως και συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Διατείνεται ότι το ρωτοδικείο όφειλε, αντιθέτως, να δεχθεί ότι το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν περιελάμβανε μια τέτοια διαπίστωση και ότι, επομένως, ήταν ατελές επί ενός ουσιώδους ζητήματος.

12 ρος στήριξη του λόγου αυτού, η Irish Sugar ισχυρίζεται, πρώτον, ότι το ρωτοδικείο δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι η διαπίστωση της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως περιλαμβανόταν «σαφώς» στο διατακτικό, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ασαφής επί του ζητήματος της υπάρξεως ατομικής ή συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Θεωρεί ότι η εκ μέρους της άποψη περί ασαφείας της προσβαλλομένης αποφάσεως επιρρωννύεται από τη σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Με τη σκέψη αυτή το ρωτοδικείο αναγνώρισε ότι η Irish Sugar είχε ορθά αμφισβητήσει την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία της δικής της αποφάσεως επί του ζητήματος της υπάρξεως ατομικής ή συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Κατά την εν λόγω ερμηνεία, η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ρητά την ύπαρξη αποκλειστικής δεσπόζουσας θέσεως της Irish Sugar καθ' όλη τη διάρκεια της επίμαχης διαδικασίας και, επικουρικά, την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως της Irish Sugar και της SDL για τον προ του Φεβρουαρίου 1990 χρόνο. Η Irish Sugar προσθέτει ότι το ρωτοδικείο δεν μπόρεσε να άρει τη σχετική ασάφεια παρά μόνον προσφεύγοντας σε ένα ξένο προς την προσβαλλόμενη απόφαση έγγραφο, ήτοι στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

13 Δεύτερον, η Irish Sugar προβάλλει τον ισχυρισμό ότι, επιπλέον, το ρωτοδικείο δεν μπορούσε να δεχθεί ότι η ως άνω διαπίστωση περιλαμβανόταν «εμμέσως» στο διατακτικό. Απορρίπτει τη συλλογιστική που ακολούθησε το ρωτοδικείο για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, δηλαδή ότι μια επιχείρηση, για να παραβεί το άρθρο 86 της Συνθήκης, πρέπει να κατέχει δεσπόζουσα θέση.

14 Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι στο ρωτοδικείο εναπόκειται να εκτιμήσει τη νομιμότητα αποφάσεως της Επιτροπής που αποτελεί το αντικείμενο προσφυγής ασκηθείσας από νομικό πρόσωπο βάσει του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ), σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που παρέσχε στο ρωτοδικείο η απόφαση 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως ρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, EΟΚ, του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 144, σ. 21). Όμως, όπως ορθά σημειώνει η Επιτροπή, απλώς και μόνον το γεγονός ότι η εκ μέρους του ρωτοδικείου ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως διαφέρει από εκείνη την οποία υποστήριξε η Επιτροπή κατά την ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασία δεν καθιστά άκυρη την απόφαση αυτή.

15 ρέπει να υπογραμμισθεί επίσης ότι η ανάγνωση του διατακτικού μιας αποφάσεως της Επιτροπής πρέπει να γίνεται σε συνδυασμό με τις αιτιολογίες της (βλ. την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψη 122). Όμως, εν προκειμένω, το ρωτοδικείο δέχθηκε, με τη σκέψη 17 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Irish Sugar δεν αμφισβητούσε ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνει τη διαπίστωση περί δεσπόζουσας θέσεως της εταιρίας αυτής και συλλογικής δεσπόζουσας θέσεώς της μαζί με την SDL. Το ρωτοδικείο προσθέτει ότι οι παράγραφοι 99 έως 113 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως καταλήγουν συναφώς, στην παράγραφο 113, σε διαπίστωση η οποία διατυπώνεται με τρόπο που δεν επιδέχεται καμία αμφιβολία επ' αυτού.

16 Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ρωτοδικείο ερμήνευσε ορθά το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το οποίο η Επιτροπή κατέληξε ότι η Irish Sugar παρέβη το άρθρο 86 της Συνθήκης και διευκρίνισε τη φύση της προσαπτόμενης καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, κρίνοντας ότι η απόφαση αυτή σημαίνει ότι η Irish Sugar κατείχε δεσπόζουσα θέση ή συλλογική δεσπόζουσα θέση, σύμφωνα με τις αιτιολογίες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

17 Επομένως ορθά δέχθηκε το ρωτοδικείο, με τη σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, για να διαπράξει παράβαση των διατάξεων του άρθρου 86 της Συνθήκης, μια επιχείρηση πρέπει να κατέχει δεσπόζουσα θέση. Επίσης ορθά δέχθηκε, με την ίδια σκέψη, ότι στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβανόταν, εμμέσως πλην σαφώς, η ρητή διαπίστωση της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως και συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, λόγω της διαπιστώσεως παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης.

18 ρέπει να προστεθεί ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Irish Sugar, η εκ μέρους του ρωτοδικείου ανάλυση που περιλαμβάνεται στις σκέψεις 16 έως 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ουδόλως κάνει μνεία της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Κατά συνέπεια, το ρωτοδικείο δεν προσέφυγε σε άσχετο προς την προσβαλλόμενη απόφαση έγγραφο για να καταλήξει στο συμπέρασμα που διατυπώνεται στην ως άνω σκέψη 18 και για να απορρίψει, με τη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημα που προέβαλε η Irish Sugar προς απόδειξη του ότι το διατακτικό της αποφάσεως αυτής είναι ατελές.

19 Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Irish Sugar πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

20 Η Irish Sugar διατείνεται ότι το ρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη δεχόμενο, με τη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διάκριση στην οποία προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση μεταξύ της αγοράς της προοριζόμενης για λιανική πώληση ζάχαρης και της αγοράς της προοριζόμενης για βιομηχανική χρήση ζάχαρης δεν μετέβαλε τις αιτιάσεις που απευθύνθηκαν στην αναιρεσείουσα και ότι δεν μπορούσε να διαπιστωθεί καμία προσβολή του δικαιώματος άμυνάς της, ενώ στην ανακοίνωση των αιτιάσεων η Επιτροπή είχε δεχθεί μία μόνον αγορά, εκείνη της ζάχαρης γενικά.

21 Η Irish Sugar υποστηρίζει ότι ο ορισμός της αγοράς που έγινε τελικά δεκτός μετέβαλε τον χαρακτήρα των παραβάσεων που της προσάπτονταν και της είχαν κοινοποιηθεί με την ανακοίνωση των αιτιάσεων. Θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτό στερήθηκε του δικαιώματός της να υποβάλει παρατηρήσεις επί ενός σημαντικού ζητήματος κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. ροσθέτει ότι κάλεσε το ρωτοδικείο να εξετάσει τις διάφορες προσαπτόμενες καταχρήσεις στο πλαίσιο της εκάστοτε οικείας αγοράς, ήτοι της προοριζόμενης για λιανική πώληση και της προοριζόμενης για βιομηχανική χρήση ζάχαρης, πράγμα το οποίο δεν έπραξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

22 Επ' αυτού πρέπει να υπομνησθεί ότι, με τη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο υπενθύμισε ορθά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να αναφέρει σαφώς όλα τα απαραίτητα για την επιχείρηση στοιχεία ώστε αυτή να μπορέσει να οργανώσει λυσιτελώς την άμυνά της πριν η Επιτροπή λάβει οριστική απόφαση (βλ., ιδίως, την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, C-89/85, C-104/85, C-114/85, C-116/85, C-117/85 και C-125/85 έως C-129/85, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-1307, σκέψη 42).

23 Με τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το ρωτοδικείο υπογράμμισε ότι, εν προκειμένω, ο ορισμός της αγοράς που ελήφθη υπόψη ήταν εκείνος που πρότεινε η ίδια η Irish Sugar και ότι, επομένως, η Επιτροπή υιοθέτησε αυτό το επιχείρημα το οποίο είχε προβάλει η ως άνω επιχείρηση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

24 Το ρωτοδικείο, με τη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ορθά έκρινε ότι η αποδοχή ενός επιχειρήματος που προέβαλε μια επιχείρηση κατά τη διοικητική διαδικασία, χωρίς να της δοθεί η δυνατότητα να το διευκρινίσει πριν από τη λήψη της τελικής αποφάσεως, δεν μπορεί να συνιστά, καθαυτή, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της. Το ρωτοδικείο δέχθηκε ειδικότερα ότι η Irish Sugar είχε την ευκαιρία να καταστήσει γνωστή την άποψή της επί του ορισμού της αγοράς των προϊόντων τον οποίο δέχθηκε η Επιτροπή με την ανακοίνωση των αιτιάσεων. Στηριζόμενο στη σκέψη 438 της προαναφερθείσας αποφάσεως Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, το ρωτοδικείο κατέληξε ότι η Irish Sugar μπορούσε να αναμένει ότι οι δικές της εξηγήσεις της θα οδηγούσαν την Επιτροπή να μεταβάλει την άποψή της.

25 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εναπέκειτο στην Irish Sugar να προσκομίσει στο ρωτοδικείο στοιχεία αποδεικνύοντα ότι ο ορισμός της αγοράς που έγινε δεκτός στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως μετέβαλε τις παραβάσεις που της προσάπτονταν και την εμπόδισε να οργανώσει λυσιτελώς την άμυνά της.

26 Όμως, με τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το ρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η Irish Sugar δεν απέδειξε κατά τι εθίγησαν τα δικαιώματα άμυνάς της, προσθέτοντας ότι η εταιρία αυτή δεν μπορεί να αρκείται στην επίκληση της μεταβολής της φύσεως των αιτιάσεων που απορρέει από τη διάκριση μεταξύ της αγοράς της προοριζόμενης για λιανική πώληση ζάχαρης και της αγοράς της προοριζόμενης για βιομηχανική χρήση ζάχαρης, χωρίς να προσκομίζει το παραμικρό στοιχείο σχετικά.

27 Με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως η Irish Sugar περιορίζεται εκ νέου στην προβολή του αφηρημένου ισχυρισμού ότι η μεταβολή του προσδιορισμού της αγοράς έθιξε τα δικαιώματα άμυνάς της. Δεν εξηγεί ως προς τι υπέπεσε σε νομική πλάνη το ρωτοδικείο εκτιμώντας ότι η εταιρία αυτή δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο αποδεικνύον ότι μεταβλήθηκε η φύση των αιτιάσεων που της προσάπτονταν και ότι εθίγησαν τα δικαιώματα άμυνάς της.

28 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι με τον τρόπο αυτό η Irish Sugar απλώς επαναλαμβάνει κατ' αναίρεση τους ισχυρισμούς που είχε προηγουμένως αναπτύξει ενώπιον του ρωτοδικείου.

29 Όμως, πρέπει να υπομνησθεί ότι αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς καν να περιέχει επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον προσδιορισμό της πλάνης περί το δίκαιο την οποία ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, περιορίζεται στην επανάληψη των λόγων και των επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του ρωτοδικείου δεν πληροί την σχετική με την παράθεση αιτιολογίας επιταγή που απορρέει από το άρθρο 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και το άρθρο 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ_, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. ράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του ρωτοδικείου προσφυγής, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-5291, σκέψη 35).

30 Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

31 Η Irish Sugar διατείνεται ότι το ρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 86 της Συνθήκης δεχόμενο, κακώς, ότι η ίδια κατείχε συλλογική δεσπόζουσα θέση στην αγορά μαζί με την SDL. ροσάπτει επίσης στο ρωτοδικείο ότι αιτιολόγησε ανεπαρκώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επ' αυτού.

32 Η Irish Sugar παρατηρεί εκ προοιμίου ότι, πριν από τον Φεβρουάριο του 1990, ανήκε κατά 100 % στο κράτος και ότι κακώς το ρωτοδικείο παρέλειψε να λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό στο πλαίσιο της εξετάσεως των δεσμών μεταξύ της Irish Sugar και της SDL.

33 Καθόσον η Irish Sugar δεν διευκρινίζει ως προς τι το ρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη μη λαμβάνοντας υπόψη το στοιχείο αυτό κατά την εκ μέρους του εξέταση του σχετικού ζητήματος η εν λόγω εισαγωγική παρατήρηση πρέπει να απορριφθεί εξ αρχής.

34 Η Irish Sugar αναπτύσσει τη συνέχεια του λόγου της, που υποδιαιρείται σε τρία σκέλη: πρώτον, σε αντίθεση με όσα δέχθηκε το ρωτοδικείο, η εταιρία αυτή δεν δρούσε στην ίδια αγορά με την SDL· δεύτερον, το ρωτοδικείο δεν εφάρμοσε την ορθή μέθοδο για τον προσδιορισμό της υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως· τρίτον, το ρωτοδικείο αιτιολόγησε ανεπαρκώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

Επί του πρώτου σκέλους του λόγου σχετικά με σφάλμα εκτιμήσεως

35 Η Irish Sugar ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι, σε αντίθεση με όσα δέχθηκε το ρωτοδικείο με τη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν ασκούσε τις δραστηριότητές της στην ίδια αγορά με την SDL κατά τη διάρκεια της περιόδου από το 1985 μέχρι το 1990. Οι δύο αυτές εταιρίες είχαν μεταξύ τους κάθετη εμπορική σχέση, ενώ η Irish Sugar δεν παρενέβαινε στην αγορά λιανικής πωλήσεως κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, σε αντίθεση με όσα δέχθηκε το ρωτοδικείο με τη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αλλ' ούτε και στην αγορά ζάχαρης που προορίζεται για τη βιομηχανία. Επιπλέον, η Irish Sugar και η SDL δεν ασκούσαν δραστηριότητα στην αγορά ως συλλογική οντότητα. Για όλες τις προηγούμενες από το 1990 πρακτικές που συνιστούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως την ευθύνη φέρει η SDL.

36 Η Irish Sugar φρονεί ότι η άποψή της επιρρωννύεται από αποδεικτικά στοιχεία περιεχόμενα σε διάφορα έγγραφα, μεταξύ των οποίων, αφενός, ένας πίνακας που περιλαμβάνεται σε έγγραφο της 2ας Δεκεμβρίου 1974 και κοινοποιήθηκε στο ρωτοδικείο σε απάντηση γραπτής ερωτήσεως και, αφετέρου, η συναφθείσα το 1975 συμφωνία, με την οποία η εταιρία αυτή απέκτησε το 51 % των μετοχών της SDL. Θεωρεί ότι το ρωτοδικείο αλλοίωσε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.

37 Στη συνέχεια, η Irish Sugar επικρίνει την εκ μέρους του ρωτοδικείου ερμηνεία ορισμένων πραγματικών περιστατικών, από τα οποία φέρεται να αποδεικνύεται μια κοινή στρατηγική δράσεως στην αγορά. Αμφισβητεί με τον τρόπο αυτόν την εκ μέρους του ρωτοδικείου διαπίστωση, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η εκ μέρους της Irish Sugar παρουσίαση των χαρακτηριστικών της χρηματοδοτήσεως των εκπτώσεων που παραχωρούσε η SDL στους πελάτες της περιέχει αντιφάσεις. Η Irish Sugar υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι επέμεινε επανειλημμένα επί του γεγονότος ότι η ίδια δεν παρενέβαινε στην αγορά χρηματοδοτώντας τις ως άνω εκπτώσεις και ότι το ρωτοδικείο, δεχόμενο την αντίθετη άποψη, αλλοίωσε πραγματικά περιστατικά.

38 Τέλος, η Irish Sugar αμφισβητεί την εκ μέρους του ρωτοδικείου εκτίμηση που περιλαμβάνεται στις σκέψεις 198 και 199 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία τα στοιχεία που συνέλεξε η Επιτροπή και τα οποία εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικνύουν ότι η στάση της SDL έναντι ενός των πελατών της εντασσόταν στο πλαίσιο μιας στρατηγικής που είχε καθοριστεί από κοινού με την Irish Sugar με σκοπό να εμποδιστεί η διάδοση ανταγωνιστικού προϊόντος φέροντος άλλο σήμα.

39 Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, δυνάμει των άρθρων 225, παράγραφος 1, ΕΚ και 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνο σε λόγους σχετικούς με την παράβαση νομικών κανόνων, αποκλειομένης οποιασδήποτε εκτιμήσεως πραγματικών περιστατικών. Η εκ μέρους του ρωτοδικείου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται ενώπιόν του δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 1994, C-53/92 P, Hilti κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-667, σκέψεις 10 και 42, και της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, C-362/95 P, Blackspur DIY κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-4775, σκέψη 29).

40 Όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με αυτό το πρώτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, η Irish Sugar επιδιώκει στην πραγματικότητα την εκ μέρους του Δικαστηρίου επανεξέταση των πραγματικών ζητημάτων τα οποία έκρινε το ρωτοδικείο, ενώ ουδόλως αποδεικνύει πώς το ρωτοδικείο αλλοίωσε τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία.

41 Επομένως, τα επιχειρήματα που προβάλλει η Irish Sugar με αυτό το πρώτο σκέλος του λόγου πρέπει να απορριφθούν ως προδήλως απαράδεκτα.

Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως σχετικού με την εφαρμογή εσφαλμένης μεθόδου εξετάσεως

42 Η Irish Sugar προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η διαπίστωση της υπάρξεως ορισμένων παραγόντων διασυνδέσεως μεταξύ των δύο εταιριών δεν επαρκεί για την απόδειξη της υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πρέπει επίσης να έχουν κοινή στρατηγική δράσεως στην αγορά. Επ' αυτού, η Irish Sugar επικαλείται τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 1994, C-393/92, Almelo (Συλλογή 1994, σ. Ι-1477, σκέψη 42), και της 16ης Μαρτίου 2000, C-395/96 P και C-396/96 P, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. Ι-1365, σκέψη 36), καθώς και την απόφαση του ρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 1996, Τ-24/93 έως Τ-26/93 και Τ-28/93, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1201, σκέψεις 62 έως 68).

43 Το ρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη στις σκέψεις 47 έως 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εξετάζοντας αν τα υφιστάμενα στοιχεία διασυνδέσεως αποδεικνύουν ότι η Irish Sugar και η SDL είχαν «την εξουσία να υιοθετούν κοινή γραμμή δράσεως στην αγορά». Η Irish Sugar διατείνεται ότι μια τέτοια εξέταση συνιστά διαρθρωτική ανάλυση η οποία γίνεται στο πλαίσιο του κανονισμού περί των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων. Δεδομένου ότι εν προκειμένω η υπόθεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, η ανάλυση του ρωτοδικείου είναι εσφαλμένη. Η Irish Sugar φρονεί ότι με τον τρόπο αυτό το ρωτοδικείο κακώς εξέτασε τις προοπτικές αναπτύξεως ορισμένης συμπεριφοράς εκ μέρους της Irish Sugar και ότι, αντιθέτως, όφειλε να εξετάσει τις ενέργειές της στο παρελθόν.

44 ρέπει να σημειωθεί ότι η Irish Sugar δεν αποδεικνύει ως προς τι το ρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη στο πλαίσιο της εκ μέρους του αναλύσεως των σχέσεων μεταξύ της Irish Sugar και της SDL από πλευράς της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 42 της παρούσας διατάξεως.

45 Όσον αφορά την αιτίαση της αναιρεσείουσας με την οποία προσάπτεται στο ρωτοδικείο ότι χρησιμοποίησε μέθοδο εξετάσεως που ακολουθείται στον τομέα των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αιτίαση αυτή αφορά στην πραγματικότητα τον εκ μέρους της Επιτροπής τρόπο εξετάσεως στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι πρόκειται για νέο ισχυρισμό που υποβάλλεται για πρώτη φορά κατ' αναίρεση. ράγματι, αν επιτρεπόταν στον διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν είχε προβάλει ενώπιον του ρωτοδικείου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο απ' ό,τι είχε η διαφορά που εκδίκασε το ρωτοδικείο. Όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται συνεπώς στον έλεγχο της εκ μέρους του ρωτοδικείου εκτιμήσεως των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιόν του (απόφαση της 28ης Μα_ου 1998, C-7/95 P, Deere κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-3111, σκέψη 62).

46 Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι το ρωτοδικείο εξέτασε τις σχέσεις μεταξύ των Irish Sugar και SDL σε σχέση με την προοπτική της αναπτύξεως ορισμένης συμπεριφοράς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, για να διαπιστωθεί αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συνιστούν μια συλλογική οντότητα σε συγκεκριμένη αγορά, απαιτείται να εξεταστούν οι οικονομικοί δεσμοί ή οι οικονομικές διασυνδέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών και, ιδίως, να εξεταστεί συναφώς αν υπάρχουν μεταξύ τους οικονομικοί δεσμοί που τους παρέχουν τη δυνατότητα να ενεργούν από κοινού ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές τους, από τους πελάτες τους και τους καταναλωτές (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 41 και 42).

47 Επομένως, ορθά το ρωτοδικείο εξέτασε τις σχέσεις μεταξύ Irish Sugar και SDL και έλεγξε, στις σκέψεις 47 έως 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αν οι εταιρίες αυτές είχαν την εξουσία υιοθετήσεως κοινής γραμμής δράσεως στην αγορά λόγω των στοιχείων διασυνδέσεως που υφίσταντο μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων από το 1985 έως τον Φεβρουάριο του 1990.

48 Επομένως, το ως άνω δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτο και ως εν μέρει προδήλως αβάσιμο.

Επί του τρίτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως σχετικού με ανεπάρκεια αιτιολογίας

49 Η Irish Sugar υποστηρίζει ότι το ρωτοδικείο αιτιολόγησε ανεπαρκώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Διατείνεται ότι το ρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη, υποκαθιστώντας τις διαπιστώσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως με τις δικές του και αποφεύγοντας να απαντήσει στα επιχειρήματα που υποβλήθηκαν ενώπιόν του.

50 ρος στήριξη του εν λόγω σκέλους του λόγου αυτού, η Irish Sugar προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το ρωτοδικείο εκθέτει μεν επακριβώς τις επικρίσεις της εταιρίας αυτής, στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς όμως να απαντά. Συναφώς, επικαλείται τις σκέψεις 45 και 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως από τις οποίες υποστηρίζει ότι αποδεικνύεται η ανεπαρκής αιτιολογία.

51 Όσον αφορά, πρώτον, τη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο παραθέτει μιαν επίκριση της Irish Sugar έναντι της προσβαλλομένης αποφάσεως, στη συνέχεια δε προχωρεί στην εξέταση των ενώπιόν του αναπτυχθέντων επιχειρημάτων, χωρίς να αναφέρει ότι όσα προέβαλε η Επιτροπή διαφέρουν από τα εκτιθέμενα στο σημείο 112 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως.

52 Επ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Irish Sugar δεν αποδεικνύει κατά τι είναι ανεπαρκής η αιτιολογία του ρωτοδικείου. Η παρατήρησή της σχετικά με την έλλειψη μνείας μιας διαφοράς μεταξύ των επιχειρημάτων που ανέπτυξε η Επιτροπή στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως και εκείνων που προβλήθηκαν ενώπιον του ρωτοδικείου ουδόλως αποδεικνύει έλλειψη αιτιολογίας.

53 Όσον αφορά, δεύτερον, τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Irish Sugar θεωρεί ότι το ρωτοδικείο δεν απάντησε στην επίκρισή της ότι η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, στο ζήτημα της υπάρξεως σχέσεως μεταξύ των επιχειρήσεων όσον αφορά την επίδειξη ίδιας συμπεριφοράς στην αγορά, αλλά περιορίστηκε να διαπιστώσει την ύπαρξη διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ της ίδιας και της SDL.

54 Η Irish Sugar προσθέτει ότι κακώς το ρωτοδικείο στηρίζεται σε στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία δεν συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Ειδικότερα, διατείνεται ότι, το ρωτοδικείο αναφέρθηκε σε σημείωμα στο οποίο δεν στηρίχθηκε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι ο εκ μέρους του ρωτοδικείου τρόπος εξετάσεως είναι εσφαλμένος.

55 Επιπλέον, η Irish Sugar διατείνεται ότι το ρωτοδικείο ερμήνευσε με τρόπο που επιδέχεται επικρίσεις το ως άνω σημείωμα με τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την Irish Sugar, το ρωτοδικείο όφειλε να λάβει υπόψη άλλα αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως μια έκθεση που συναπτόταν στο δικόγραφο της προσφυγής της, την οποία είχαν συντάξει εμπειρογνώμονες διορισθέντες από το High Court (Ιρλανδία) στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού. Η Irish Sugar υποστηρίζει ότι το ρωτοδικείο επέλεξε αυθαίρετα ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία μεταξύ των περιλαμβανομένων στη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Με το υπόμνημα απαντήσεως προσέθεσε ότι το ρωτοδικείο παρέβη μια υποχρέωση εξετάσεως την οποία υπείχε, παραλείποντας να λάβει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του και αγνοώντας ορισμένα αποδεικτικά μέσα.

56 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την επικάλυψη μιας αιτιάσεως στηριζομένης σε έλλειψη αιτιολογίας, η Irish Sugar διατυπώνει ετερόκλητες επικρίσεις χωρίς να αποδεικνύει με κανένα τρόπο κάποια ανεπάρκεια της συλλογιστικής του ρωτοδικείου προς στήριξη κάποιου από τα αιτήματά της.

57 Καταρχάς, η Irish Sugar ναι μεν προσάπτει στο ρωτοδικείο ότι δεν απάντησε σε κάποια από τις παρατηρήσεις της, δεν προσκομίζει όμως κανένα στοιχείο αποδεικνύον νομική πλάνη και δεν εξηγεί πώς η παράλειψη που προβάλλει επηρέασε την έκβαση της δίκης.

58 Στη συνέχεια, όσον αφορά την αιτίαση ότι, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο στήριξε μέρος των διαπιστώσεών του σε έγγραφο που περιλαμβανόταν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και όχι στην προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι απολύτως ασαφής. Καθόσον το ρωτοδικείο εξέτασε, στο πλαίσιο της σκέψεως αυτής, τον εξαντλητικό χαρακτήρα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ήταν εύλογο να παραπέμψει στο περιεχόμενό της.

59 Τέλος, η Irish Sugar αμφισβητεί την εκ μέρους του ρωτοδικείου ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών και τα αποδεικτικά μέσα στα οποία στηρίχθηκε στο πλαίσιο της σκέψεως 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Όμως, όπως υπενθυμίζεται με τη σκέψη 39 της παρούσας διατάξεως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο προς διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών. Ακόμη, δεν είναι αρμόδιο, καταρχήν, ούτε για την εξέταση των αποδείξεων τις οποίες έλαβε υπόψη το ρωτοδικείο προς στήριξη των εν λόγω πραγματικών περιστατικών. Εναπόκειται μόνο στο ρωτοδικείο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται ενώπιόν του. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών. Εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε ότι το ρωτοδικείο αλλοίωσε τα αποδεικτικά στοιχεία. Επιπλέον, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η Irish Sugar, πρέπει να σημειωθεί ότι το ρωτοδικείο, μη λαμβάνοντας μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, δεν παρέβη κάποια σχετική υποχρέωση εξετάσεως της υποθέσεως, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η Irish Sugar.

60 Συνεπώς, οι ισχυρισμοί που προβάλλει η Irish Sugar με το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου είναι απορριπτέοι ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτοι και εν μέρει προδήλως αβάσιμοι.

61 Επομένως, ο τρίτος λόγος είναι εν μέρει προδήλως απαράδεκτος και ως εν μέρει προδήλως αβάσιμος.

62 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι λόγοι που προέβαλε η Irish Sugar προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως είναι εν μέρει προδήλως απαράδεκτοι και εν μέρει προδήλως αβάσιμοι. Κατά συνέπεια, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί κατ' εφαρμογήν του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

63 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Irish Sugar στα δικαστικά έξοδα και η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2) Καταδικάζει την Irish Sugar στα δικαστικά έξοδα.