Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Προσφυγή ακυρώσεως — Αντικείμενο — Αίτημα ακυρώσεως αποφάσεως περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, με σκοπό την αμφισβήτηση της υποχρεώσεως αναστολής των εξεταζομένων μέτρων εν αναμονή της περατώσεως της εν λόγω διαδικασίας — Έκδοση της αποφάσεως περί περατώσεως της διαδικασίας, αποφάσεως η οποία κατέστη οριστική — Η προσφυγή διατηρεί το αντικείμενό της

2. Πράξεις των οργάνων — Αιτιολόγηση — Υποχρέωση — Περιεχόμενο — Απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας εξετάσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ

(Άρθρα 88 § 2 ΕΚ και 253 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου)

3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη — Εξέταση από την Επιτροπή — Απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ — Υποχρέωση συζητήσεως, καταρχάς, του μέτρου ενισχύσεως με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και εξετάσεως της καταστάσεως υπό το φως των πληροφοριακών στοιχείων που παρέχει το κράτος αυτό — Το εν λόγω κράτος μέλος έχει υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας

(Άρθρα 10 ΕΚ και 88 § 2 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 10 και 13)

4. Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Κατάχρηση εξουσίας —Έννοια

(Άρθρο 230 ΕΚ)

5. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη — Εξέταση από την Επιτροπή — Δυσκολίες εκτιμήσεως του συμβατού μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά ή ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενισχύσεως — Υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει την τυπική διαδικασία εξετάσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 § 2 και 3 ΕΚ)

6. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη — Εξέταση από την Επιτροπή — Διαδικαστικό πλαίσιο καθοριζόμενο από τον προηγούμενο χαρακτηρισμό των επιμάχων μέτρων ως υφισταμένων ενισχύσεων ή ως νέων ενισχύσεων — Η Επιτροπή δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια — Υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας του κράτους μέλους που ζητεί τον χαρακτηρισμό των μέτρων ως υφισταμένων ενισχύσεων

(Άρθρα 10 ΕΚ και 88 ΕΚ)

7. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη — Γενικό καθεστώς ενισχύσεων εγκριθέν από την Επιτροπή — Ατομική ενίσχυση παρουσιαζόμενη ως εμπίπτουσα στο εγκριθέν πλαίσιο — Εξέταση από την Επιτροπή — Εκτίμηση κυρίως από πλευράς της αποφάσεως περί εγκρίσεως του καθεστώτος ενισχύσεων και μόνον επικουρικώς από πλευράς της Συνθήκης

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ)

8. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη — Υφιστάμενες ενισχύσεις και νέες ενισχύσεις — Καταβολές προς τις ναυτιλιακές εταιρίες που εκτελούν, στο πλαίσιο συμβάσεων αναθέσεως δημόσιας υπηρεσίας, τακτικά δρομολόγια προς εξυπηρέτηση των νησιών — Άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 3577/92 — Εφαρμογή του καθεστώτος των νέων ενισχύσεων μόνον στις καταβολές που δεν είναι απαραίτητες για την ισορροπία των συμβάσεων

(Άρθρο 88 §§ 1 και 3 ΕΚ· κανονισμός 3577/92 του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 3)

Περίληψη

1. Προσφυγή ασκουμένη κατά αποφάσεως της Επιτροπής περί κινήσεως της διαδικασίας εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, και αποβλέπουσα, κατ’ ουσίαν, στο να κριθεί ότι τα επίμαχα μέτρα δεν έπρεπε να ανασταλούν εν αναμονή της αποφάσεως περί περατώσεως της διαδικασίας αυτής, δεν χάνει το αντικείμενό της λόγω της εκδόσεως, μετά την άσκησή της, αποφάσεως περί περατώσεως της εν λόγω διαδικασίας, αποφάσεως που έχει καταστεί εν τω μεταξύ οριστική.

(βλ. σκέψεις 15-18)

2. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας βλαπτικής αποφάσεως έχει ως σκοπό να επιτρέψει στο Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως και να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι επαρκώς θεμελιωμένη ή αν φέρει το στίγμα ελαττώματος που επιτρέπει την αμφισβήτηση της νομιμότητάς της.

Προκειμένου για απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ σχετικά με τεκμαιρόμενες κρατικές ενισχύσεις, η έλλειψη, στην απόφαση αυτή, μνείας του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ], ή ορισμένων διατάξεών του θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελεί έλλειψη αιτιολογίας μόνον αν η Επιτροπή είχε εφαρμόσει διατάξεις του κανονισμού αυτού μη απορρέουσες απευθείας από τη Συνθήκη.

(βλ. σκέψεις 22-23)

3. Λαμβανομένων υπόψη των εννόμων συνεπειών της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, η Επιτροπή, χαρακτηρίζοντας προσωρινώς τα επίμαχα μέτρα ως νέες ενισχύσεις ενώ το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να μη συμφωνεί με τον χαρακτηρισμό αυτόν, οφείλει να συζητά προηγουμένως το θέμα των επιμάχων μέτρων με το κράτος μέλος αυτό, προκειμένου να παρέχεται στο τελευταίο η δυνατότητα να αναφέρει, ενδεχομένως, στην Επιτροπή ότι, κατά τη γνώμη του, τα εν λόγω μέτρα δεν αποτελούν ενισχύσεις ή ότι αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις. Τα άρθρα 10 και 13 του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ], συμβιβάζονται με την επιταγή αυτή και δεν απαλλάσσουν, συνεπώς, την Επιτροπή από την υποχρέωση να συζητήσει ένα μέτρο με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προτού κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

Αν ο χαρακτήρας των μέτρων ως ενισχύσεων αμφισβητείται, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει επαρκώς το ζήτημα βάσει των πληροφοριών που της έχουν παρασχεθεί έως το στάδιο αυτό από το εν λόγω κράτος μέλος, έστω και αν η εξέταση αυτή δεν καταλήξει σε οριστική εκτίμηση. Στο πλαίσιο της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και θεσμικών οργάνων, η οποία απορρέει από το άρθρο 10 ΕΚ, και προς αποφυγήν καθυστερήσεως της διαδικασίας, εναπόκειται στο κράτος μέλος που θεωρεί ότι τα επίμαχα μέτρα δεν αποτελούν ενισχύσεις να παράσχει το συντομότερο δυνατόν στην Επιτροπή, από τη στιγμή που της υποβάλλει αυτά τα μέτρα, τα στοιχεία που δικαιολογούν τη θέση αυτή. Αν τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν την άρση των αμφιβολιών και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα εξεταζόμενα μέτρα δεν ενέχουν στοιχεία ενισχύσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Αντιθέτως, αν τα στοιχεία αυτά δεν επιτρέπουν την άρση των αμφιβολιών όσον αφορά την ύπαρξη στοιχείων ενισχύσεως και υπάρχουν επίσης αμφιβολίες ως προς το συμβατό τους με την κοινή αγορά, η Επιτροπή οφείλει τότε να κινήσει την εν λόγω διαδικασία.

(βλ. σκέψεις 29-30, 48)

4. Η έννοια της καταχρήσεως εξουσίας αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου μια διοικητική αρχή κάνει χρήση των εξουσιών της για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο της έχουν απονεμηθεί. Μια απόφαση έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον αν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, κρισίμων και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι ελήφθη για έναν τέτοιο σκοπό.

(βλ. σκέψη 38)

5. Η Επιτροπή, όταν εξετάζει μέτρα ενισχύσεων από πλευράς του άρθρου 87 ΕΚ για να καθορίσει κατά πόσον συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, υποχρεούται να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ στην περίπτωση που, μετά τη φάση προκαταρκτικής εξετάσεως, δεν έχει μπορέσει να υπερβεί όλες τις δυσκολίες που την εμποδίζουν να καταλήξει ότι τα μέτρα αυτά συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Οι ίδιες αρχές ισχύουν φυσικά και όταν η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες και ως προς τον ίδιο τον χαρακτηρισμό του εξεταζομένου μέτρου ως ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

(βλ. σκέψη 47)

6. Η υποχρέωση κινήσεως, υπό ορισμένες περιστάσεις, της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ δεν προδικάζει το διαδικαστικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να ενταχθεί η απόφαση αυτή, δηλαδή είτε το πλαίσιο του διαρκούς ελέγχου των υφισταμένων καθεστώτων ενισχύσεων, όπως αυτό προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 88 ΕΚ, είτε το πλαίσιο του ελέγχου των νέων ενισχύσεων, όπως αυτό προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 3 και 2 του ίδιου άρθρου.

Δεδομένων των εννόμων συνεπειών της διαδικαστικής αυτής επιλογής όταν εξετάζονται ήδη εφαρμοζόμενα μέτρα, η Επιτροπή δεν μπορεί να επιλέξει εκ προοιμίου το δεύτερο διαδικαστικό πλαίσιο όταν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος υποστηρίζει ότι πρέπει να εφαρμοστεί το πρώτο. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει επαρκώς το ζήτημα βάσει των πληροφοριών που της έχουν παρασχεθεί ως το στάδιο αυτό από το κράτος μέλος, έστω και αν η εξέταση αυτή δεν καταλήξει σε οριστικό χαρακτηρισμό των εξεταζομένων μέτρων.

Όπως οφείλουν να πράξουν και στην περίπτωση που τίθεται ζήτημα της ίδιας της υπάρξεως στοιχείων ενισχύσεως, στο πλαίσιο της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και οργάνων, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 10 ΕΚ, και προς αποφυγήν καθυστερήσεως της διαδικασίας, εναπόκειται στο κράτος μέλος που θεωρεί ότι πρόκειται για υφιστάμενη ενίσχυση να παράσχει το συντομότερο δυνατόν στην Επιτροπή, από τη στιγμή που της υποβάλλει το συγκεκριμένο μέτρο, τα στοιχεία που δικαιολογούν τη θέση αυτή. Αν τα στοιχεία αυτά, στο πλαίσιο προσωρινής εκτιμήσεως, επιτρέπουν να συναχθεί ότι είναι πιθανόν τα επίμαχα μέτρα να συνιστούν όντως υφιστάμενες ενισχύσεις, η Επιτροπή οφείλει τότε να τα αντιμετωπίσει κάνοντας χρήση του διαδικαστικού πλαισίου των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 88 ΕΚ. Αντιθέτως, αν τα στοιχεία που παρέχει το κράτος μέλος δεν επιτρέπουν να συναχθεί αυτό το προσωρινό συμπέρασμα ή αν το κράτος μέλος δεν επικαλείται συναφώς κανένα στοιχείο, η Επιτροπή οφείλει να αντιμετωπίσει τα μέτρα αυτά κάνοντας χρήση του διαδικαστικού πλαισίου των παραγράφων 3 και 2 του ίδιου άρθρου.

(βλ. σκέψεις 53-55)

7. Όταν η Επιτροπή έχει επιτρέψει ένα καθεστώς ενισχύσεων, θα αντέβαινε στις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου το να εξετάσει εκ νέου, ως νέες ενισχύσεις, τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος αυτού. Επομένως, όταν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος υποστηρίζει ότι ορισμένα μέτρα ελήφθησαν κατ’ εφαρμογήν προηγουμένως εγκριθέντος καθεστώτος, η Επιτροπή δεν μπορεί εκ προοιμίου να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ όσον αφορά τα μέτρα αυτά θεωρώντας τα ως νέες ενισχύσεις, πράγμα που θα συνεπαγόταν την αναστολή τους, αλλ’ οφείλει προηγουμένως να καθορίσει αν τα μέτρα αυτά εμπίπτουν ή όχι στο εν λόγω καθεστώς και, αν εμπίπτουν, κατά πόσον πληρούν τους όρους που καθορίστηκαν με την απόφαση με την οποία επιτράπηκε το καθεστώς αυτό. Μόνον αν, περατώνοντας την εξέταση αυτή, καταλήξει σε αρνητικό συμπέρασμα μπορεί η Επιτροπή να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, θεωρώντας τα επίμαχα μέτρα ως νέες ενισχύσεις. Αντιθέτως, σε περίπτωση θετικού συμπεράσματος, η Επιτροπή οφείλει να αντιμετωπίσει τα μέτρα αυτά ως υφιστάμενες ενισχύσεις σύμφωνα με τη διαδικασία την οποία προβλέπουν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 88 ΕΚ.

(βλ. σκέψη 57)

8. Δεδομένου ότι οι συμβάσεις αναθέσεως δημοσίας υπηρεσίας στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 4 του κανονισμού 3577/92, για την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στις θαλάσσιες μεταφορές στο εσωτερικό των κρατών μελών (θαλάσσιες ενδομεταφορές – καμποτάζ), περιέχουν ως εκ της φύσεώς τους τις οικονομικής φύσεως διατάξεις που είναι αναγκαίες για την εξασφάλιση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες προβλέπουν, το δε γράμμα της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού αναφέρεται στη διατήρηση της ισχύος των εν λόγω συμβάσεων, χωρίς να περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής σε ορισμένες μόνον πτυχές των εν λόγω συμβάσεων, οι αναγκαίοι οικονομικοί διακανονισμοί για την εξασφάλιση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που περιέχονται στις συμβάσεις αυτές καλύπτονται από το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 3.

Αντιθέτως, τυχόν ενισχύσει ς οι οποίες υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που αποτελούν το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών δεν μπορούν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της τελευταίας αυτής διατάξεως, ακριβώς διότι δεν είναι απαραίτητες για την ισορροπία –και συνεπώς για τη διατήρηση της ισχύος– αυτών των συμβάσεων, και, επομένως, δεν μπορούν να θεωρηθούν, βάσει αυτής της διατάξεως, ως υφιστάμενες ενισχύσεις.

(βλ. σκέψεις 64-65)