61999J0354

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 18ης Οκτωβρίου 2001. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 86/609/ΕΟΚ - Ελλιπής μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο. - Υπόθεση C-354/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-07657


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. ράξεις των οργάνων - Οδηγίες - Εκτέλεση από τα κράτη μέλη - Οδηγία σκοπούσα στη γένεση δικαιωμάτων ιδιωτών - Απαιτήσεις σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου - Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο χωρίς νομοθετική πράξη - Δεν επιτρέπεται - Εκτέλεση με διοικητικές πρακτικές - Δεν επαρκεί

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 189 (νυν άρθρο 249 ΕΚ)]

2. ροσφυγή λόγω παραβάσεως - Εξέταση από το Δικαστήριο του βασίμου της προσφυγής - Ανυπαρξία αρνητικών συνεπειών από την προβαλλομένη παράβαση - Στερείται σημασίας

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 169 (νυν άρθρο 226 ΕΚ)]

3. ροσφυγή λόγω παραβάσεως - Εξέταση του βασίμου από το Δικαστήριο - Κατάσταση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη - Κατάσταση κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 269 (νυν άρθρο 226 ΕΚ)]

4. Κράτη μέλη - Υποχρεώσεις - Υποχρέωση κολασμού των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου - εριεχόμενο

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 5 (νυν άρθρο 10 ΕΚ)]

Περίληψη


1. Κάθε κράτος μέλος οφείλει να εκτελεί τις οδηγίες κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις της σαφήνειας και ασφάλειας της εννόμου καταστάσεως που επιβάλλει ο κοινοτικός νομοθέτης προς το συμφέρον των εγκατεστημένων στα κράτη μέλη προσώπων. ρος τον σκοπόν αυτό, οι διατάξεις μιας οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται μέσω κανόνων αναμφισβήτητης δεσμευτικότητας, με την απαιτούμενη ακρίβεια και σαφήνεια.

Συνεπώς, απλές διοικητικές πρακτικές, που από τη φύση τους μπορούν να μεταβάλλονται κατά τη βούληση της διοικήσεως και οι οποίες στερούνται κατάλληλης δημοσιότητας, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως έγκυρη εκπλήρωση της υποχρεώσεως μεταφοράς που υπέχουν τα κράτη μέλη-αποδέκτες των οδηγιών.

( βλ. σκέψεις 27-28 )

2. Δεδομένου ότι η μη τήρηση υποχρεώσεως η οποία επιβάλλεται από κανόνα του κοινοτικού δικαίου συνιστά αφ' εαυτής παράβαση, η παρατήρηση ότι η μη τήρηση της υποχρεώσεως δεν είχε αρνητικές συνέπειες δεν ασκεί επιρροή.

( βλ. σκέψη 34 )

3. Στο πλαίσιο προσφυγής βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή έχει κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο.

( βλ. σκέψη 45 )

4. Οσάκις ένας κοινοτικός κανονισμός δεν περιέχει ειδική διάταξη προβλέπουσα κύρωση σε περίπτωση παραβάσεώς της ή παραπέμπει σχετικώς στις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, το άρθρο 5 της Συνθήκης (νυν άρθρο 10 ΕΚ) επιβάλλει στα κράτη μέλη να λάβουν κάθε πρόσφορο μέτρο που να εγγυάται την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. ρος τούτο, μολονότι διατηρούν διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή των κυρώσεων, τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε οι παραβάσεις της κοινοτικής ρυθμίσεως να τιμωρούνται υπό ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις ανάλογες προς εκείνες που ισχύουν για παραβάσεις παρεμφερούς φύσεως και σημασίας του εθνικού δικαίου και, εν πάση περιπτώσει, προσδίδουσες στην κύρωση αποτελεσματικό, ανάλογο και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

( βλ. σκέψη 46 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-354/99,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον R. Wainwright, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον Μ. A. Buckley, και στη συνέχεια από τον L. A. Farrell, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωρίσει το Δικαστήριο ότι η Ιρλανδία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των άρθρων 2, στοιχείο δ_, 11 και 12 της οδηγίας 86/609/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς και άλλους επιστημονικούς σκοπούς (ΕΕ L 358, σ. 1), καθώς και παραλείποντας να θεσπίσει το κατάλληλο σύστημα κυρώσεων για τη μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 86/609, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία και ειδικότερα από το άρθρο 25 αυτής, καθώς και από τη Συνθήκη ΕΚ, ειδικότερα δε από το άρθρο 5 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 10 ΕΚ) αυτής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, D. A. O. Edward, A. La Pergola (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Απριλίου 2001,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Σεπτεμβρίου 1999, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ιρλανδία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των άρθρων 2, στοιχείο δ_, 11 και 12 της οδηγίας 86/609/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς και άλλους επιστημονικούς σκοπούς (ΕΕ L 358, σ. 1), καθώς και παραλείποντας να θεσπίσει το κατάλληλο σύστημα κυρώσεων για τη μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 86/609, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία και ειδικότερα από το άρθρο 25 αυτής, καθώς και από τη Συνθήκη ΕΚ, ειδικότερα δε από το άρθρο 5 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 10 ΕΚ) αυτής.

2 Στόχος της οδηγίας είναι ο καθορισμός ελαχίστων προδιαγραφών εφαρμοστέων στη χρησιμοποίηση ζώων για πειραματικούς και άλλους επιστημονικούς σκοπούς, για την τελειοποίηση, παραγωγή ή δοκιμή φαρμάκων, τροφίμων και άλλων ουσιών ή προϊόντων, καθώς και για την προστασία του περιβάλλοντος. Τα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν παρά μόνο σε έρευνες για τη διατήρηση των εν λόγω ειδών ή για σημαντικούς βιοϊατρικούς σκοπούς για τους οποίους τα εν λόγω είδη είναι κατ' εξοχήν τα μόνα κατάλληλα.

3 Η οδηγία καθορίζει τις γενικές και ειδικές απαιτήσεις όσον αφορά ιδίως τη στέγαση των ζώων, την ελευθερία κινήσεών τους, τη φύλαξη, την πρόληψη του πόνου ή της αγωνίας τους, την εξάλειψη τυχόν ταλαιπωρίας ή αγωνίας. Επιβάλλει την υποχρέωση της θανατώσεως με μη βάναυσο τρόπο των ζώων που χρησιμοποιούνται σε πειράματα. Τα πειράματα διεξάγονται μόνον από αρμόδια πρόσωπα που έχουν σχετική άδεια και πρέπει να σχεδιάζονται και να πραγματοποιούνται κατά τρόπο που να ελαχιστοποιεί την αγωνία των ζώων. Τα πειράματα που μπορούν να προκαλέσουν έντονο πόνο πρέπει να κοινοποιούνται προηγουμένως στις αρμόδιες εθνικές αρχές ή να αποτελούν αντικείμενο άδειας. Το προσωπικό των εργαστηρίων πρέπει να είναι κατάλληλα επιμορφωμένο. Το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας περιέχει κατευθυντήριες γραμμές για τη στέγαση και φροντίδα των ζώων.

4 Οι εγκαταστάσεις εκτροφής, οι εγκαταστάσεις προμήθειας και οι εγκαταστάσεις πειραματισμού πρέπει να εγκρίνονται ή να καταχωρούνται σε ειδικά βιβλία και να τηρούν αρχείο με όλα τα ζώα που χρησιμοποιήθηκαν. Οι σκύλοι, οι γάτες και τα πρωτεύοντα, εκτός από τον άνθρωπο, πρέπει να σημαδεύονται με ατομικό αναγνωριστικό σημάδι. Ορισμένα ζώα που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, ιδίως τα ποντίκια, οι αρουραίοι, οι σκύλοι και οι γάτες, πρέπει να είναι εκτρεφόμενα, εκτός αν έχει χορηγηθεί προηγούμενη άδεια. Για να αποφευχθούν άσκοπες επαναλήψεις πειραμάτων, τα κράτη μέλη πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να αναγνωρίζουν τα αποτελέσματα των πειραμάτων που διεξάγονται στο έδαφος άλλων κρατών μελών.

5 Το άρθρο 2, στοιχείο δ_, της οδηγίας επιγράφεται:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[...]

δ) "πείραμα": κάθε χρησιμοποίηση ζώου για πειραματικούς ή άλλους επιστημονικούς σκοπούς η οποία μπορεί να προκαλέσει σε αυτό πόνο, ταλαιπωρία, αγωνία ή μόνιμη βλάβη, συμπεριλαμβανομένης κάθε ενέργειας που αποβλέπει ή που ενδέχεται να καταλήξει στη γέννηση ζώου σε οποιαδήποτε από τις καταστάσεις αυτές, εξαιρουμένων όμως των λιγότερο οδυνηρών μεθόδων που είναι αποδεκτές στη σύγχρονη πρακτική (δηλαδή "μη βαναύσων μεθόδων") θανάτωσης ή σήμανσης ζώων· το πείραμα αρχίζει όταν το ζώο ετοιμάζεται για πρώτη φορά να χρησιμοποιηθεί και λήγει όταν δεν υπολείπεται πλέον καμιά παρατήρηση στα πλαίσια του πειράματος αυτού· η εξάλειψη του πόνου, της ταλαιπωρίας, της αγωνίας ή της μόνιμης βλάβης με την επιτυχή χρήση αναισθητικών ή αναλγητικών ή άλλων μεθόδων δεν θέτει τη χρησιμοποίηση ενός ζώου εκτός του πεδίου εφαρμογής του ορισμού αυτού. Οι γεωργικές ή κλινικές κτηνιατρικές πρακτικές, που δεν έχουν πειραματικό χαρακτήρα, δεν περιλαμβάνονται».

6 Το άρθρο 11 της οδηγίας ορίζει:

«αρά τις λοιπές διατάξεις της παρούσας οδηγίας, εφόσον οι θεμιτοί σκοποί του πειράματος το απαιτούν, η αρχή μπορεί να επιτρέψει την ελευθέρωση του συγκεκριμένου ζώου, εάν έχει βεβαιωθεί ότι έγινε ό,τι ήταν δυνατό για την καλή διαβίωσή του και εφόσον το επιτρέπει η κατάσταση της υγείας του και δεν υπάρχει κίνδυνος για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον».

7 Σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες τα πειράματα ή τα στοιχεία των προσώπων που πραγματοποιούν τα πειράματα αυτά πρέπει να κοινοποιούνται προηγουμένως στην αρχή».

8 Σύμφωνα με το άρθρο 25 της οδηγίας, τα κράτη μέλη έπρεπε να θεσπίσουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την οδηγία το αργότερο μέχρι τις 24 Νοεμβρίου 1989 και να ενημερώσουν αμέσως την Επιτροπή. Έπρεπε επίσης να της γνωστοποιήσουν τις διατάξεις εσωτερικού δικαίου που θέσπισαν στον τομέα που διέπει η οδηγία.

Η εθνική νομοθεσία

9 Ο Cruelty to Animals Act 1876 (νόμος του 1876 για τη βαναυσότητα απέναντι στα ζώα, στο εξής: νόμος του 1876) αποτελεί την ιρλανδική νομοθεσία στον τομέα που διέπεται από την οδηγία. Σύμφωνα με την Ιρλανδική Κυβέρνηση, η θέση σε εφαρμογή της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο επιτεύχθηκε, αρχικώς, με την αναθεώρηση των διαδικασιών χορηγήσεως της άδειας και καταχωρήσεως που προέβλεπε ο νόμος του 1876 και, στη συνέχεια, με τη θέσπιση των European Communities (Amendment of Cruelty to Animals Act 1876) Regulations 1994 [ρυθμίσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του 1994 (τροποποίηση του νόμου του 1876), στο εξής: τροποποιητικός νόμος].

10 Ο νόμος του 1876, ως έχει μετά τον τροποποιητικό νόμο (στο εξής: τροποποιηθείς νόμος), ορίζει μεταξύ άλλων σε ποιες περιπτώσεις και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν πειράματα σε ζώα. Έτσι, το άρθρο 2 απαγορεύει κάθε πείραμα που σχεδιάζεται με σκοπό να προκαλέσει πόνο σε ζώντα ζώα, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ο νόμος αυτός.

11 Το άρθρο 12 Α, πρώτο εδάφιο, του τροποποιηθέντος νόμου, ως έχει μετά τον τροποποιητικό νόμο, ορίζει τα εξής: «Ειδικότερα, όσον αφορά τα πειράματα που προβλέπει ο παρών νόμος, πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες διατάξεις».

12 Το άρθρο 12 Α, παράγραφος 9, του τροποποιηθέντος νόμου ορίζει:

«αρά τις λοιπές διατάξεις του παρόντος νόμου, εφόσον οι θεμιτοί σκοποί του πειράματος το απαιτούν, μπορεί να επιτραπεί η ελευθέρωση του συγκεκριμένου ζώου, υπό την προϋπόθεση ότι έγινε ό,τι ήταν δυνατό για την καλή διαβίωσή του και εφόσον το επιτρέπει η κατάσταση της υγείας του και δεν υπάρχει κίνδυνος για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον.»

13 Το άρθρο 12 Α, παράγραφος 10, σημείο 1, του τροποποιηθέντος νόμου ορίζει ότι «[ο] υπουργός [Υγείας] θεσπίζει διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες τα πειράματα ή τα στοιχεία των προσώπων που πραγματοποιούν τα πειράματα αυτά πρέπει να κοινοποιούνται προηγουμένως στην αρχή». Επιπλέον, διευκρινίζει ότι, «στην περίπτωση που προβλέπεται να υποβληθεί ζώο σε πείραμα κατά το οποίο θα υποστεί ή κινδυνεύει να υποστεί δυνατούς πόνους που μπορεί να είναι παρατεταμένοι, το πείραμα αυτό πρέπει να έχει κοινοποιηθεί και αιτιολογηθεί ρητά στον Υπουργό Υγείας ή να έχει εγκριθεί ρητά από αυτόν» και ότι «[ο] υπουργός λαμβάνει τα κατάλληλα δικαστικά ή διοικητικά μέτρα στην περίπτωση που δεν είναι σίγουρος ότι το πείραμα είναι σημαντικό για βασικές ανάγκες του ανθρώπου ή των ζώων».

14 Το άρθρο 2 του τροποποιηθέντος νόμου ορίζει ότι μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις στα άτομα «που πραγματοποιούν ή συνεργάζονται στην πραγματοποίηση ενός πειράματος που σκοπεί στην πρόκληση πόνου και παραβαίνει έτσι τον παρόντα νόμο». Η επιβλητέα κύρωση είναι, για την πρώτη παράβαση, επιβολή προστίμου 50 ιρλανδικών λιρών (IEP) κατ' ανώτατο όριο και, για τη δεύτερη παράβαση, επιβολή προστίμου 100 IEP ή ποινή φυλακίσεως τριών μηνών κατ' ανώτατο όριο.

15 Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 13 του τροποποιηθέντος νόμου, μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο 5 IEP κατ' ανώτατο όριο σε περίπτωση παρεμποδίσεως ορισμένων ελέγχων.

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

16 Η Επιτροπή, αφού έδωσε τη δυνατότητα στην Ιρλανδία να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις της όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό της δίκαιο, απηύθυνε στο κράτος μέλος αυτό, με επιστολές από 27 Μα_ου 1993 και 17 Δεκεμβρίου 1998, αιτιολογημένη γνώμη και συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, καλώντας το κάθε φορά να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που υπείχε από την οδηγία εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της γνώμης.

17 Δεδομένου ότι οι πληροφορίες που η Ιρλανδική Κυβέρνηση κοινοποίησε στην Επιτροπή μετά τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη κατέδειξαν ότι η οδηγία δεν είχε μεταφερθεί στο ιρλανδικό δίκαιο, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει τη παρούσα προσφυγή.

Η προσφυγή

18 Η Επιτροπή, υπενθυμίζοντας τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη από τα άρθρα 5, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ) και 25 της οδηγίας, διαπίστωσε ότι η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις αυτές, μη λαμβάνοντας και/ή μη ανακοινώνοντας τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή της προς αυτή.

19 Η Επιτροπή διατύπωσε τέσσερις αιτιάσεις σχετικές με τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο από την Ιρλανδία, οι οποίες πρέπει να αναλυθούν διαδοχικά:

- η απουσία ορισμού της έννοιας «πείραμα» (εσφαλμένη μεταφορά του άρθρου 2, στοιχείο δ_, της οδηγίας),

- η απουσία ορισμού της αρμόδιας εθνικής αρχής για την έκδοση της άδειας ελευθερώσεως ζώου (εσφαλμένη μεταφορά του άρθρου 11 της οδηγίας),

- η απουσία διαδικασιών για την προηγούμενη γνωστοποίηση στην αρμόδια αρχή των πειραμάτων ή των στοιχείων των προσώπων που τα πραγματοποιούν(εσφαλμένη μεταφορά του άρθρου 12 της οδηγίας) και

- η απουσία κατάλληλου συστήματος κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμορφώσεως με τις απαιτήσεις της οδηγίας.

Επί της απουσίας ορισμού της έννοιας «πείραμα»

20 Με την πρώτη αιτίαση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η έννοια «πείραμα», όπως αυτή ορίζεται με το άρθρο 2, στοιχείο δ_, της οδηγίας, καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ενώ οι ιρλανδικές διατάξεις μεταφοράς χρησιμοποιούν τον όρο αυτό χωρίς να προσδιορίζουν το περιεχόμενό του. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 12 Α, πρώτο εδάφιο, του τροποποιηθέντος νόμου, αυτός εφαρμόζεται αποκλειστικά στα πειράματα σε ζώα που διέπονταν ήδη από τον νόμο του 1876, δηλαδή αυτά που μπορεί να προκαλέσουν πόνο. Το είδος των πειραμάτων που εμπίπτουν στον νόμο περιορίζεται συνεπώς ρητά στις κατάστάσεις στις οποίες υπάρχει υποκειμενική πρόθεση («σχεδιάζεται») συνδεδεμένη με ένα μόνο αποτέλεσμα («ο πόνος»).

21 Αντιθέτως, σύμφωνα με την Επιτροπή, η οδηγία εφαρμόζεται στα πειράματα τα οποία μπορεί αντικειμενικά («πιθανώς») να προκαλέσουν πόνο, ταλαιπωρία, αγωνία ή μόνιμη βλάβη, δηλαδή πλειάδα αποτελεσμάτων ευρύτερη της προβλεπομένης από τον τροποποιηθέντα νόμο, καθόσον τα πειράματα αυτά διεξάγονται για έναν από τους σκοπούς που αναφέρει το άρθρο 3. Έτσι, είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι ζώο που χρησιμοποιείται σε πείραμα υφίσταται «μόνιμη βλάβη», όπως η σύντμηση της προσδόκιμης διάρκειας ζωής λόγω γενετικών μεταλλαγών, δεν νοιώθει όμως κανέναν πόνο.

22 Επιπλέον, σύμφωνα με την Επιτροπή, η απουσία σαφούς ορισμού του «πειράματος» στην επίδικη εθνική νομοθεσία δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου, καθόσον αγνοείται μέχρι ποιου σημείου έχουν μεταφερθεί στην ιρλανδική έννομη τάξη άλλες πτυχές του ορισμού της οδηγίας, όπως η διάρκεια της επεμβάσεως ή η αρχική και η τελική στιγμή του πειράματος.

23 Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την οδηγία, η έννοια «πείραμα» καλύπτει επίσης «κάθε ενέργεια που μπορεί να καταλήξει στη γέννηση ζώου σε οποιαδήποτε από τις καταστάσεις αυτές», δηλαδή κάθε ενέργεια που επιδρά σε ζώα που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί. Συνεπώς, η οδηγία καλύπτει ιδίως τις γενετικές μεταλλαγές ή τα πειράματα κλωνοποιήσεως που συνεπάγονται τη γέννηση ζώων τα οποία θα υποστούν αργότερα διαρκείς βλάβες, όπως φυσικές παραμορφώσεις, διανοητικές ανεπάρκειες και εμφάνιση καρκίνων ή άλλων ασθενειών που οφείλονται σε ξένα γονίδια. Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει με τον τροποποιηθέντα νόμο, ο οποίος καλύπτει μόνον τα ζώντα ζώα.

24 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το ενδιαφέρον της Επιτροπής είναι, σε μεγάλο βαθμό, σημειολογικής φύσεως. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι όλα τα πειράματα σε ζώα προκαλούν σε αυτά πόνο ή ταλαιπωρία, εμπίπτουν, καταρχήν, όλα στον ορισμό του «πειράματος» που δίνει η οδηγία.

25 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, συναφώς, ότι τα πρόσωπα που επιθυμούν να διεξάγουν έρευνες χρησιμοποιώντας ζώντα ζώα πρέπει να έχουν άδεια του Υπουργού Υγείας και να εκτελούν τις εργασίες τους σε εξουσιοδοτημένες εγκαταστάσεις. Εξάλλου, ο υπουργός, εφόσον θεωρεί ότι η υγεία και η ευζωία των ζώων δεν λαμβάνονται υπόψη, μπορεί όχι μόνο να αρνηθεί τη χορήγηση της άδειας, αλλά και να την αφαιρέσει εφόσον δεν πληρούνται οι όροι για τη χορήγησή της και να αρνηθεί τη χορήγηση νέας άδειας.

26 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση, καίτοι δέχεται τη σκοπιμότητα της τροποποιήσεως του ορισμού της έννοιας «πείραμα», όπως αυτός προκύπτει από την ισχύουσα νομοθεσία, ισχυρίζεται ότι, στην πράξη, τα κριτήρια σχετικά με την αγωνία και τις διαρκείς βλάβες που υφίστανται τα ζώα εμπίπτουν σαφώς στον ορισμό της έννοιας, όπως προκύπτει από τον τροποποιηθέντα νόμο.

27 Συναφώς, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι, κατά πάγια νομολογία, κάθε κράτος μέλος οφείλει να εκτελεί τις οδηγίες κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις της σαφήνειας και ασφάλειας της εννόμου καταστάσεως που επιβάλλει ο κοινοτικός νομοθέτης προς το συμφέρον των εγκατεστημένων στα κράτη μέλη προσώπων. ρος τον σκοπόν αυτό, οι διατάξεις μιας οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται μέσω κανόνων αναμφισβήτητης δεσμευτικότητας, με την απαιτούμενη ακρίβεια και σαφήνεια (βλ. απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1997, C-207/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1997, σ. Ι-6869, σκέψη 26).

28 Συνεπώς, απλές διοικητικές πρακτικές, που από τη φύση τους μπορούν να μεταβάλλονται κατά τη βούληση της διοικήσεως και οι οποίες στερούνται κατάλληλης δημοσιότητας, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως έγκυρη εκπλήρωση της υποχρεώσεως μεταφοράς που υπέχουν τα κράτη μέλη-αποδέκτες των οδηγιών (βλ. ιδίως, απόφαση της 6ης Μα_ου 1980, 102/79, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1980/ΙΙ, σ. 99, σκέψη 11).

29 Εν προκειμένω, είναι αποδεδειγμένο ότι ο ορισμός της έννοιας «πείραμα», όπως προβλέπεται στο άρθρο 2, στοιχείο δ_, της οδηγίας, δεν μεταφέρθηκε στο ιρλανδικό δίκαιο. Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, στην πράξη, τα κριτήρια σχετικά με την αγωνία και τις διαρκείς βλάβες που υφίστανται τα ζώα εμπίπτουν σαφώς στον ορισμό της έννοιας «πείραμα» που προκύπτει από τον τροποποιηθέντα νόμο, όπως ισχυρίζεται η Ιρλανδική Κυβέρνηση, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τελούν σε ανασφάλεια ως προς την νομική τους κατάσταση.

30 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, στοιχείο δ_, της οδηγίας.

Επί της απουσίας ορισμού της αρμόδιας εθνικής αρχής για την έκδοση της άδειας ελευθερώσεως ζώου

31 Με τη δεύτερη αιτίαση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, αντίθετα προς το άρθρο 11 της οδηγίας, το άρθρο 12 Α, παράγραφος 9, του τροποποιηθέντος νόμου, που αποτελεί την κρίσιμη ιρλανδική διάταξη, δεν εξαρτά την ελευθέρωση ζώου από την άδεια αρχής αρμόδιας για τη χορήγησή της, η οποία υποχρεούται να επαληθεύσει προηγουμένως αν πληρούνται οι εφαρμοστέοι όροι.

32 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η τύχη που επιφυλάσσεται στα ζώα που χρησιμοποιούνται σε πειράματα πρέπει να διευκρινίζεται στην αίτηση για τη χορήγηση της απαραίτητης άδειας προς εκτέλεση των πειραμάτων. Επιπλέον, κάθε άδεια διευκρινίζει τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να πραγματοποιούνται τα πειράματα. Μεταξύ των όρων αυτών περιλαμβάνεται η απαίτηση να φροντίζει ο αποδέκτης της άδειας ώστε η προέλευση, η χρήση και η τελική τύχη των ζώων που βρίσκονται στην εγκατάσταση για επιστημονικούς σκοπούς να αναγράφονται σε λεπτομερείς φακέλους, οι οποίοι τίθενται στη διάθεση του Υπουργού Υγείας ή του αντιπροσώπου του για επιθεώρηση.

33 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 11 της οδηγίας δεν μεταφέρθηκε πλήρως, δεδομένου ότι οι κρίσιμες εθνικές διατάξεις δεν προβλέπουν κανένα είδος ελέγχου, από αρμόδια αρχή, της ελευθερώσεως του ζώου.

34 Όσον αφορά το επιχείρημα της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως, ότι η μεγάλη πλειονότητα των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς σκοπούς στην Ιρλανδία εκτρέφονται για τον σκοπό αυτό σε εξουσιοδοτημένες εγκαταστάσεις και θανατώνονται με μη βάναυσο τρόπο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δεδομένου ότι η μη τήρηση υποχρεώσεως η οποία επιβάλλεται από κανόνα του κοινοτικού δικαίου συνιστά αφ' εαυτής παράβαση, η παρατήρηση ότι η μη τήρηση της υποχρεώσεως δεν είχε αρνητικές συνέπειες δεν ασκεί επιρροή (βλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, C-333/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-1025, σκέψη 37).

35 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 11 της οδηγίας.

Επί της απουσίας διαδικασιών για την προηγούμενη κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή των πειραμάτων ή των στοιχείων των προσώπων που τα πραγματοποιούν

36 Με την τρίτη αιτίαση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, ενώ το άρθρο 12 Α, παράγραφος 10, στοιχείο 1, του τροποποιηθέντος νόμου επιβάλλει στον Υπουργό Υγείας την υποχρέωση θεσπίσεως διαδικασιών για την προηγούμενη κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή των πειραμάτων που πρόκειται να πραγματοποιηθούν ή των στοιχείων σχετικών με τα πρόσωπα που θα τα πραγματοποιήσουν, δεν έχει λάβει καμία πληροφορία ως προς τη θέσπιση των διαδικασιών αυτών. Επιπλέον, ο τροποποιημένος νόμος δεν ορίζει το πρόσωπο ή τον οργανισμό που αποτελεί την αρμόδια αρχή στην οποία κοινοποιούνται προηγουμένως τα πειράματα και τα στοιχεία αυτά σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας.

37 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τις κρίσιμες εθνικές διατάξεις, ο αιτών υποχρεούται να κοινοποιήσει προηγουμένως στον Υπουργό Υγείας τις λεπτομέρειες από τα πειράματα που προτίθεται να πραγματοποιήσει και τις διαδικασίες που προτίθεται να εφαρμόσει. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν τη φύση, τον τόπο και τους σκοπούς των πειραμάτων, τα προσόντα του αιτούντος, όπως επίσης τη θέση του στο ερευνητικό ίδρυμα ή οργανισμό για λογαριασμό του οποίου αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει τα πειράματα. Επιπλέον, σύμφωνα με την εφαρμοστέα ιρλανδική νομοθεσία, η πειραματική διαδικασία για την οποία ζητείται η άδεια πρέπει να πιστοποιείται ως ουσιαστική και να αποδεικνύεται ότι καμία εναλλακτική επιστημονική μέθοδος δεν είναι λογικά και πρακτικά εφαρμόσιμη.

38 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν έχει μεταφερθεί πλήρως στην εσωτερική έννομη τάξη, δεδομένου ότι, παρά τις διατάξεις του άρθρου 12 Α, παράγραφος 10, σημείο 1, του τροποποιηθέντος νόμου, ο Υπουργός Υγείας παρέλειψε να θεσπίσει τις διαδικασίες που επιτρέπουν την προηγούμενη κοινοποίηση στην ονομαστικά οριζόμενη αρμόδια αρχή των πειραμάτων που θα πραματοποιηθούν ή των στοιχείων σχετικών με τα πρόσωπα που θα τα πραγματοποιήσουν.

39 Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας.

Επί της απουσίας κατάλληλου συστήματος κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμορφώσεως με τις απαιτήσεις της οδηγίας

40 Με την τέταρτη αιτίαση, η Επιτροπή ισχυρίζεται, πρώτον, ότι τα άρθρα 2 και 13 του τροποποιηθέντος νόμου, που αφορούν τις επιβλητέες σε περίπτωση μη συμμορφώσεως με τις απαιτήσεις της οδηγίας κυρώσεις, δεν αφορούν παραβάσεις σχετικές με τη στέγαση και τη φροντίδα των ζώων ούτε παραβάσεις σχετικές με τη λειτουργία των εγκαταστάσεων εκτροφής, προμήθειας ή πειραματισμού, δεδομένου ότι το περιεχόμενο αυτού του άρθρου 2 αφορά αποκλειστικά τα πρόσωπα που πραγματοποιούν τα πειράματα ή που συνεργάζονται σ' αυτά και ότι το εν λόγω άρθρο 13 τιμωρεί μόνον την παρεμπόδιση των ελέγχων.

41 Η Επιτροπή φρονεί ότι η απουσία κυρώσεων σχετικών με παραβάσεις που αφορούν τη στέγαση και τη φροντίδα που παρέχονται στα ζώα, όπως επίσης αυτές που αφορούν τη λειτουργία των εγκαταστάσεων εκτροφής, προμήθειας ή πειραματισμού, θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα του συνολικού συστήματος προστασίας που παρέχει ο τροποποιηθείς νόμος και παραβιάζει το άρθρο 5 της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου καμία κύρωση ή ειδικό πρόστιμο δεν προβλέπεται σε οδηγία για τη μη εκτέλεση των συγκεκριμένων υποχρεώσεων που αυτή επιβάλλει, τα κράτη μέλη υπέχουν πάντα τη γενική υποχρέωση, από το άρθρο 5 της Συνθήκης, να λάβουν κάθε πρόσφορο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

42 Δεύτερον, κατά την Επιτροπή, λόγω της νομισματικής υποτιμήσεως που σημειώθηκε μετά τη θέσπιση των εν λόγω προστίμων, οι κυρώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 13 του τροποποιηθέντος νόμου δεν είναι ούτε αποτελεσματικές ούτε ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό ούτε έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα. Εξάλλου, η Ιρλανδία δεν επιβάλλει τις ίδιες ποινές στις παραβάσεις κανόνων της οδηγίας με αυτές που επιβάλλει στις παραβάσεις διατάξεων εθνικού δικαίου παρεμφερούς φύσεως και σημασίας. Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρει, ως παράδειγμα, ότι το πρόστιμο που επιβάλλεται για ορισμένες εθνικές παραβάσεις παρεμφερούς φύσεως στον τομέα της βαρβαρότητας απέναντι στα ζώα ανέρχεται στις 1 000 IEP.

43 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι οι πολυάριθμες προϋποθέσεις που συνοδεύουν την έκδοση των αδειών πραγματοποιήσεως των πειραμάτων και η εξουσία του Υπουργού Υγείας να ανακαλέσει τις χορηγηθείσες άδειες αποτρέπουν πολύ αποτελεσματικότερα την παράβαση των οικείων κανόνων απ' ότι η επιβολή προστίμων, τα οποία μπορούν να επιβληθούν μόνον κατόπιν επιτυχημένων διώξεων.

44 Εντούτοις, η κυβέρνηση αυτή δέχεται το βάσιμο της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής στο θέμα της ανεπάρκειας του σημερινού ύψους των επιβλητέων χρηματικών ποινών. Επισημαίνει στα υπομνήματά της ότι έχει την πρόθεση να αυξήσει το ποσό αυτό και ότι επεξεργάζεται σχετικό σχέδιο νόμου.

45 ρώτον, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιαζόταν κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη και ότι οι μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (βλ., ιδίως, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2001, C-119/00, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 14).

46 Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, οσάκις ένας κοινοτικός κανονισμός δεν περιέχει ειδική διάταξη προβλέπουσα κύρωση σε περίπτωση παραβάσεώς της ή παραπέμπει σχετικώς στις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη να λάβουν κάθε πρόσφορο μέτρο που να εγγυάται την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. ρος τούτο, μολονότι διατηρούν διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή των κυρώσεων, τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε οι παραβάσεις της κοινοτικής ρυθμίσεως να τιμωρούνται υπό ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις ανάλογες προς εκείνες που ισχύουν για παραβάσεις παρεμφερούς φύσεως και σημασίας του εθνικού δικαίου και, εν πάση περιπτώσει, προσδίδουσες στην κύρωση αποτελεσματικό, ανάλογο και αποτρεπτικό χαρακτήρα (βλ. ιδίως, αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, υπόθεση 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1989, σ. 2965, σκέψεις 23 και 24, και της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-213/99, de Andrade, Συλλογή 2000, σ. Ι-11083, σκέψη 19).

47 Επιβάλλεται, όμως, η επισήμανση ότι οι κυρώσεις που προβλέπει η Ιρλανδική Δημοκρατία για την περίπτωση μη συμμορφώσεως με τις απαιτήσεις της οδηγίας δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η αναφερθείσα στην προηγούμενη σκέψη νομολογία.

48 Εξάλλου, το επιχείρημα της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως, ότι οι έλεγχοι που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως της άδειας επιτρέπουν την επιβολή, όπου δει, επαρκούς ποινής, στηρίζεται στην εσφαλμένη βάση ότι όλες οι παραβιάσεις των απαιτήσεων της οδηγίας μπορούν να τιμωρούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. Έτσι, ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή ότι η άρνηση χορηγήσεως ή η ανάκληση της άδειας δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να θεωρούνται ως κυρώσεις αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα όταν διεπόμενο από την οδηγία πείραμα πραγματοποιείται κατά πλήρη παράβαση των σχετικών με τις άδειες εθνικών διατάξεων.

49 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτή και η τέταρτη αιτίαση της Επιτροπής.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

50 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή διατύπωσε σχετικό αίτημα και η Ιρλανδία ηττήθηκε, επιβάλλεται να καταδικαστεί η Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Η Ιρλανδία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των άρθρων 2, στοιχείο δ_, 11 και 12 της οδηγίας 86/609/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς και άλλους επιστημονικούς σκοπούς, καθώς και παραλείποντας να θεσπίσει το κατάλληλο σύστημα κυρώσεων για τη μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 86/609, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία και ειδικότερα από το άρθρο 25 αυτής, καθώς και από τη Συνθήκη ΕΚ, ειδικότερα δε από το άρθρο 5 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 10 ΕΚ) αυτής.

2) Καταδικάζει την Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα.