Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 31ης Μαΐου 2001. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγίες 90/388/ΕΟΚ και 96/2/ΕΚ - Αγορά των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών - Κινητές και προσωπικές επικοινωνίες. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-396/99 και C-397/99.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-07577
1. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει στον τομέα των κινητών και προσωπικών επικοινωνιών. Η παράβαση συνίσταται στη μη χορήγηση νέων αδειών σύμφωνα με τα πρότυπα DCS 1800 και DECT.
Ι - Νομικό πλαίσιο
2. Η οδηγία 96/2/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 1996 , τροποποίησε, όσον αφορά τις κινητές και προσωπικές επικοινωνίες, την οδηγία 90/388/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών .
3. Σύμφωνα με την όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/2, «τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απέχουν από τη χορήγηση άδειας σε υφιστάμενους φορείς, π.χ. σε φορείς του συστήματος GSM που είναι ήδη παρόντες στο έδαφός τους, εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι με τον τρόπο αυτό καταργείται ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός, ιδίως με την επέκταση δεσπόζουσας θέσεως [...]» .
4. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, ορίζει ότι, «με την επιφύλαξη του άρθρου 2 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ και της διατάξεως της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου [], τα κράτη μέλη δεν αρνούνται να χορηγήσουν άδειες για κινητά συστήματα που λειτουργούν σύμφωνα με το πρότυπο DCS 1800, το αργότερο μετά από την έκδοση απόφασης της ευρωπαϊκής επιτροπής ραδιοεπικοινωνιών σχετικά με την παραχώρηση συχνοτήτων στο πλαίσιο του συστήματος DCS 1800 και οπωσδήποτε πριν από την 1η Ιανουαρίου 1998».
5. Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου 2, επίσης υπό την επιφύλαξη της διατάξεως της παραγράφου 4, απαγορεύει στα κράτη μέλη να αρνούνται «να χορηγήσουν άδειες για δημόσια πρόσβαση/λειτουργίες τηλεσταθμών, συμπεριλαμβανομένων και των αδειών για τα συστήματα που λειτουργούν σύμφωνα με το πρότυπο DECT, από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας» .
6. Η οδηγία 96/2 πρόσθεσε διάφορες διατάξεις στο αρχικό κείμενο της οδηγίας 90/388, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 3α, του οποίου το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο προβλέπουν ότι:
«Εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες συχνότητες, τα κράτη μέλη οφείλουν να χορηγούν άδεια σε οποιονδήποτε υποβάλλει αίτηση, εφαρμόζοντας ανοικτές, αμερόληπτες και διαφανείς διαδικασίες.
Τα κράτη μέλη επιτρέπεται να περιορίζουν τον αριθμό των αδειών για συστήματα κινητής και προσωπικής επικοινωνίας που πρόκειται να χορηγηθούν μόνο βάσει ουσιωδών απαιτήσεων, και μόνον εφόσον ο περιορισμός αυτός συνδέεται με την έλλειψη διαθέσιμου φάσματος συχνοτήτων και δικαιολογείται βάσει της αρχής της αναλογικότητας.»
7. Ως «ουσιώδεις απαιτήσεις» νοούνται, σύμφωνα με τη δέκατη τρίτη περίπτωση της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της οδηγίας 90/388 , «οι μη οικονομικού χαρακτήρα λόγοι δημοσίου συμφέροντος, βάσει των οποίων το κράτος μέλος μπορεί να επιβάλει όρους στην εγκατάσταση ή/και λειτουργία των τηλεπικοινωνιακών δικτύων ή στην παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών [...]», ειδικότερα δε «η αποτελεσματική χρήση του φάσματος συχνοτήτων και η αποφυγή επιζήμιας παρεμβολής μεταξύ ραδιοτηλεπικοινωνιακών συστημάτων και άλλων διαστημικών ή επίγειων τεχνικών συστημάτων».
ΙΙ - Ιστορικό της διαφοράς
8. Δυνάμει του διατάγματος 437/1995 του ροέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, χορηγήθηκαν στον εθνικό τηλεπικοινωνιακό οργανισμό ΟΤΕ (στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος ΑΕ) δύο άδειες: μία για την παροχή ψηφιακών κινητών υπηρεσιών ραδιοεπικοινωνίας σύμφωνα με το πρότυπο DCS 1800 και μια γενική άδεια για την παροχή υπηρεσιών μέσω τηλεσταθμών τεχνολογίας CT2 και DECT . Αμφότερες οι άδειες χορηγήθηκαν απευθείας στον αναφερθέντα οργανισμό, χωρίς καμία ανακοίνωση ή δημόσια πρόσκληση υποβολής προσφορών και, κατά συνέπεια, χωρίς να δοθεί η ευκαιρία σε άλλες εταιρίες να υποβάλουν υποψηφιότητα. Ο φορέας στον οποίο χορηγήθηκαν οι άδειες εκχώρησε την πρώτη από τις δύο άδειες στη θυγατρική του CosmOTE.
9. Στις 29 Ιουλίου 1997 η Επιτροπή έλαβε δύο χωριστές καταγγελίες σχετικά με τους όρους χορηγήσεως αμφότερων των αδειών και, στις 5 Σεπτεμβρίου 1997, τις διαβίβασε στις ελληνικές αρχές προκειμένου να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί του περιεχομένου των καταγγελιών.
10. Η Ελληνική Κυβέρνηση απάντησε γραπτώς στις 28 Νοεμβρίου. Όσον αφορά την άδεια DCS 1800, η Ελληνική Κυβέρνηση πληροφόρησε την Επιτροπή ότι μόνο το ένα τρίτο του φάσματος συχνοτήτων χορηγήθηκε στον εθνικό οργανισμό τηλεπικοινωνιών και ότι παρέμεναν διαθέσιμα 2 x 50 MHz, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από άλλους φορείς. Ανέφερε ότι, προτού χορηγήσει άλλες άδειες DCS 1800, θα μεριμνούσε ώστε η χορήγηση αυτή να μην εμποδίζει τον ελεύθερο ανταγωνισμό στην αγορά της κινητής τηλεφωνίας. Σχετικά με τις άδειες DECT, η Ελληνική Κυβέρνηση κατέστησε γνωστό ότι δεν είχε αρνηθεί να χορηγήσει άδεια στον καταγγέλλοντα και ότι η αίτηση που της είχε υποβληθεί εξεταζόταν.
11. Μετά τη λήψη και την εξέταση των απαντήσεων της Ελληνικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή τής απηύθυνε δύο έγγραφα οχλήσεως, στις 28 Απριλίου 1998 για τις άδειες DCS 1800 και στις 12 Μα_ου 1998 για τις άδειες DECT.
12. Σε αμφότερα τα έγγραφα δόθηκε απάντηση στις 31 Ιουλίου 1998. Με τις απαντήσεις του, το καθού κράτος μέλος πληροφόρησε την Επιτροπή ότι η μεταφορά στο ελληνικό δίκαιο του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 96/2 πραγματοποιήθηκε με το προεδρικό διάταγμα 124/1998, του οποίου τα άρθρα 3 και 7 επιτρέπουν τον περιορισμό της χορηγήσεως αδειών κινητής και προσωπικής επικοινωνίας στην περίπτωση που ο περιορισμός αυτός οφείλεται στην έλλειψη διαθεσίμου φάσματος συχνοτήτων και δικαιολογείται από την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, ενώ λαμβάνονται υπόψη η ανάγκη αποφυγής επιζήμιων παρεμβολών, προωθήσεως των επενδύσεων και προστασίας του ανταγωνισμού. Οι ελληνικές αρχές καθιστούσαν επίσης γνωστό ότι επεξεργάζονταν κανονισμό σχετικά με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις εκδόσεως αδειών DCS 1800 και DECT, ο οποίος αναμενόταν να εγκριθεί σύντομα.
13. Με δύο μεταγενέστερα έγγραφα, αμφότερα της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, η Ελληνική Κυβέρνηση προέβαλε ότι δεν ήταν σε θέση να δημοσιεύσει πρόσκληση υποβολής προσφορών για τη χορήγηση νέων αδειών κινητής τηλεφωνίας DCS 1800 και DECT, διότι, παρά την ύπαρξη ελεύθερων συχνοτήτων, αυτές δεν μπορούσαν να διατεθούν λόγω ελλείψεως του κατάλληλου συστήματος ελέγχου της ενδεχόμενης παράνομης χρήσεώς τους.
14. Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι τα ανωτέρω οφείλονταν στο γεγονός ότι η ίδια η Ελληνική Κυβέρνηση είχε καθυστερήσει να δημιουργήσει σύστημα παρακολουθήσεως των συχνοτήτων, της απηύθυνε στις 17 Δεκεμβρίου 1998 δύο αιτιολογημένες γνώμες, τάσσοντας σ' αυτήν προθεσμία δύο μηνών, υπολογιζόμενη από της λήψεως αυτών, προς εξάλειψη της παραβάσεως.
15. Η καθής, η Ελληνική Δημοκρατία, απάντησε σε αμφότερες τις αιτιολογημένες γνώμες με δύο χωριστά έγγραφα της 23ης Φεβρουαρίου 1999. Όσον αφορά τις άδειες DCS 1800, πληροφόρησε την Επιτροπή ότι είχε αρχίσει συνομιλίες με τους τρεις φορείς κινητής τηλεφωνίας σχετικά με την τροποποίηση, την επέκταση ή την εναρμόνιση των υφισταμένων αδειών τους και την αξιοποίηση του διαθεσίμου φάσματος στα συστήματα GSM-900 και DCS 1800. ροσέθεσε ότι, στο μεταξύ, επεξεργαζόταν τις απαιτούμενες κανονιστικές διατάξεις και προέβαλε ως νέο επιχείρημα το ότι η εφαρμογή της πολιτικής που απαιτούσαν τα κοινοτικά όργανα προϋπέθετε τη διαθεσιμότητα φάσματος με τα πρόσφορα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Εξέθεσε επίσης ότι προωθούσε τη δημιουργία ενός συστήματος διαχειρίσεως των ραδιοσυχνοτήτων. Ως προς τις άδειες DECT, επανέλαβε το επιχείρημά της σύμφωνα με το οποίο, ελλείψει συστήματος ελέγχου που θα καθιστούσε τη χρήση του φάσματος αποτελεσματική για οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, το φάσμα δεν ήταν διαθέσιμο.
16. Κατόπιν αυτού, στις 13 Οκτωβρίου 1999 η Επιτροπή άσκησε δύο προσφυγές, οι οποίες συνεκδικάζονται κατά την παρούσα διαδικασία.
ΙΙΙ - Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων
17. Δεδομένου ότι οι δύο υποθέσεις είναι συναφείς, ο ρόεδρος του Δικαστηρίου, με διάταξη της 1ης Δεκεμβρίου 1999, διέταξε τη συνεκδίκασή τους.
18. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφοι 1 (υπόθεση C-396/99) και 2 (υπόθεση C-397/99), της οδηγίας 96/2, σε συνδυασμό με το άρθρο 3α, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 90/388, και να την καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα.
19. Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί να απορριφθούν οι προσφυγές και να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
20. Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε, με ρητή συναίνεση των διαδίκων και κατ' εφαρμογήν του άρθρου 44α του Κανονισμού Διαδικασίας, τη μη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.
21. Κατά τη σύσκεψη επί γενικών θεμάτων της 13ης Μαρτίου 2001, το Δικαστήριο αποφάσισε να ζητήσει από τις αρμόδιες υπηρεσίες τη μετάφραση στα γαλλικά της αποφάσεως του Έλληνα Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών 78574/99, η οποία μου διαβιβάστηκε στις 30 Απριλίου 2001.
IV - Ανάλυση των προσφυγών
1. Αντικείμενο της οδηγίας 96/2
22. Στόχος της οδηγίας 96/2 είναι να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 90/388 στις κινητές και προσωπικές επικοινωνίες. Δεδομένου ότι με την οδηγία 90/388 επιδιώκεται η εγκαθίδρυση μιας ανοικτής αγοράς στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, η οδηγία 96/2 επιδιώκει τον ίδιο σκοπό στον ειδικό τομέα που αποτελεί το αντικείμενό της, τροποποιώντας ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 90/388 και ενσωματώνοντας στο κείμενό της ορισμένες νέες διατάξεις.
23. Σκοπός της, επομένως, είναι ο ελεύθερος ανταγωνισμός στην αγορά των κινητών και προσωπικών επικοινωνιών. Σύμφωνα μ' αυτόν τον σκοπό, το άρθρο 2 απαγορεύει από 1ης Ιανουαρίου 1998 στα κράτη μέλη να αρνούνται τη χορήγηση αδειών για κινητά συστήματα DCS 1800 (παράγραφος 1) και, από τις 15 Φεβρουαρίου 1996 , αδειών DECT (παράγραφος 2).
24. Μετά τις προαναφερθείσες ημερομηνίες, η αγορά κινητών και προσωπικών επικοινωνιών που διοχετεύονται μέσω των δύο προαναφερθέντων συστημάτων πρέπει να είναι ανοικτή, πράγμα που έχει τρεις συνέπειες:
1) Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίζουν τον αριθμό των αδειών, εκτός αν τούτο οφείλεται στην έλλειψη διαθέσιμων συχνοτήτων. Εξάλλου, ο περιορισμός πρέπει να δικαιολογείται από μη οικονομικού χαρακτήρα λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως, για παράδειγμα, η αποτελεσματική χρήση του φάσματος συχνοτήτων και η αποφυγή επιζήμιων παρεμβολών. Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση περιορισμού των αδειών πρέπει να δικαιολογείται βάσει της αρχής της αναλογικότητας .
2) Οι χορηγούμενες άδειες δεν πρέπει να υπόκεινται σε αδικαιολόγητους τεχνικούς ή άλλους περιορισμούς ούτε να περιλαμβάνουν αποκλειστικά δικαιώματα .
3) Οι διαδικασίες για τη χορήγηση των αδειών πρέπει να είναι διαφανείς και δημόσιες και να διενεργούνται σύμφωνα με κριτήρια αντικειμενικά που να μη δημιουργούν διακρίσεις .
2. Οι προσαπτόμενες παραβάσεις
25. Η τελευταία αυτή συνέπεια είναι αυτή που έχει σημασία στις υποθέσεις στις οποίες επικεντρώνω τώρα την προσοχή μου. Η Επιτροπή ισχυρίζεται με τις προσφυγές της ότι το προεδρικό διάταγμα 124/1998 δεν επαρκεί για να θεωρηθεί ότι η οδηγία 96/2 έχει μεταφερθεί δεόντως στην ελληνική νομοθεσία, αφού δεν ορίζει ούτε τις προϋποθέσεις ούτε τη διαδικασία χορηγήσεως των αδειών. Οι ενδιαφερόμενοι για τη λήψη αδείας κινητών και προσωπικών επικοινωνιών δεν μπορούν να υποβάλουν την υποψηφιότητά τους ή την προσφορά τους, αφού αγνοούν τις προϋποθέσεις εκμεταλλεύσεως και τα κριτήρια επιλογής. Κατ' αυτόν τον τρόπο, παρεμποδίζεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός στην εν λόγω αγορά.
26. Κατά την άποψή μου, πρέπει να συμφωνήσουμε με την Επιτροπή. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός στην αγορά κινητών και προσωπικών επικοινωνιών επιβάλλει να μην περιορίζεται η δυνατότητα προσβάσεως στην αγορά αυτή. Όταν η πρόσβαση εξαρτάται από τη λήψη αδείας, για να μην περιορίζεται η δυνατότητα αυτή προσβάσεως, επιβάλλεται οι υποψήφιοι να γνωρίζουν τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσουν και τα κριτήρια βάσει των οποίων θα χορηγηθεί η άδεια και, εν πάση περιπτώσει, όλοι οι υποβάλλοντες προσφορές πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως, χωρίς ίχνος δυσμενούς διακρίσεως. Όμως, η χειρότερη άρνηση ελεύθερης εισόδου στην αγορά είναι η έλλειψη θύρας από την οποία μπορεί κανείς να εισέλθει καθώς και παραθύρου από το οποίο μπορεί κανείς να παρατηρήσει πώς και σε ποιον χορηγούνται οι άδειες.
27. Αυτή είναι η κατάσταση όπως εμφανίζεται στην παρούσα υπόθεση, στην οποία, μετά τις αναφερθείσες ανωτέρω ημερομηνίες , δεν έχει δοθεί η δυνατότητα αποκτήσεως, με δημόσιες και διαφανείς διαδικασίες, νέων αδειών για τις κινητές και προσωπικές επικοινωνίες που να χρησιμοποιούν τις τεχνολογίες DCS 1800 και DECT. Και δεν μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα αυτή, διότι δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη καμιά ρύθμιση που να διέπει τη διαδικασία και τα κριτήρια χορηγήσεως των εν λόγω αδειών.
28. Το προαναφερθέν προεδρικό διάταγμα 124/1998 αρκείται στην εξέταση της δυνατότητας περιορισμού των αδειών για τα συστήματα προσωπικών και κινητών επικοινωνιών όταν το φάσμα των συχνοτήτων έχει εξαντληθεί , στην απαγόρευση επιβολής αδικαιολόγητων τεχνικών περιορισμών όταν υπάρχουν διαθέσιμες συχνότητες και στον καθορισμό γενικών και κατευθυντήριων κριτηρίων σύμφωνα με τα οποία πρέπει να χορηγούνται οι άδειες για τα συστήματα DCS 1800 και DECT , ουδόλως όμως ορίζει τους κανόνες και τις ακριβείς διαδικασίες προς τούτο.
3. Οι προβληθέντες από την Ελληνική Κυβέρνηση δικαιολογητικοί λόγοι
29. Το καθού κράτος μέλος, εγκαταλείποντας τη γραμμή άμυνας που ακολούθησε κατά την πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασία , επαναφέρει τη συζήτηση σε πεδίο προφανώς περισσότερο ασφαλές για τα συμφέροντά του και μεγαλύτερης δυσχέρειας για το Δικαστήριο, καθόσον βασίζεται σε ορισμένα περιστατικά δυσχερούς εκτιμήσεως. Η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται τώρα ότι, όταν εκδόθηκε η οδηγία 96/2, επικρατούσε ελεύθερος ανταγωνισμός στην εθνική αγορά των κινητών και προσωπικών επικοινωνιών , αυτή δε η πραγματικότητα έπρεπε να ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή των οδηγιών 90/388 και 96/2. ροσθέτει ότι η προσφυγή της Επιτροπής είναι άνευ αντικειμένου αφότου δημοσιεύθηκε η υπουργική απόφαση 78574, της 24ης Νοεμβρίου 1999, η οποία, συμπληρώνοντας το κανονιστικό πλαίσιο που θεσπίστηκε με το προεδρικό διάταγμα 124/1998, ορίζει τις διαδικασίες και τα κριτήρια για τη χορήγηση των αδειών.
A. Ο τομέας των κινητών και προσωπικών επικοινωνιών στην Ελλάδα
30. Η δομή της ελληνικής αγοράς των κινητών και προσωπικών επικοινωνιών κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 96/2 και κατά τις ημερομηνίες κατά τις οποίες τα κράτη μέλη ήδη δεν μπορούσαν να αρνηθούν τη χορήγηση αδειών DCS 1800 και DECT δεν ασκεί επιρροή για την απόφαση στην παρούσα διαφορά, η οποία έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν χορήγησε νέες άδειες σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις.
31. Έχω τονίσει ότι η οδηγία 96/2 αποβλέπει στη δημιουργία μιας ανοικτής αγοράς στον τομέα των κινητών και προσωπικών επικοινωνιών· για την επίτευξη του σκοπού αυτού, απαγορεύει στα κράτη μέλη να αρνούνται, από συγκεκριμένες ημερομηνίες, τη χορήγηση αδειών για τα συστήματα DCS 1800 και DECT· προϋπόθεση ισχύος της απαγορεύσεως αυτής είναι η ύπαρξη διαδικασιών για τη χορήγηση των αδειών.
Μόνο κατ' εξαίρεση τα κράτη μέλη μπορούν να μην εκπληρώσουν την υποχρέωση χορηγήσεως των αδειών που τους ζητούνται, και συγκεκριμένα όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμες συχνότητες και όταν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, τηρουμένης πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας .
32. Η οδηγία 96/2 αποβλέπει στη δημιουργία ελεύθερου ανταγωνισμού στον τομέα των κινητών και προσωπικών επικοινωνιών καθώς και, εκεί όπου υπάρχει, στη διατήρηση της καταστάσεως. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν στην Ελλάδα η αγορά για τις επικοινωνίες αυτές ήταν ανοικτή, το καθού κράτος μέλος όφειλε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία 96/2. Όπως διευκρίνισε η Επιτροπή με το υπόμνημα απαντήσεως, η ύπαρξη ανταγωνισμού στην αγορά δεν συνιστά λόγο που να δικαιολογεί τον περιορισμό του αριθμού των αδειών. Άλλως, υπάρχει ο κίνδυνος ένας οικονομικός τομέας ο οποίος, σύμφωνα με τους προβληθέντες ισχυρισμούς, ανταποκρινόταν στον στόχο που έθεσε ο κοινοτικός νομοθέτης να παραμείνει, με το πέρασμα του χρόνου και λόγω της μη εισόδου νέων ανταγωνιστών, κλειστός και στα χέρια ορισμένων μόνο επιχειρηματιών: αυτών που ήσαν κάτοχοι αδείας όταν η οδηγία 96/2 τέθηκε σε ισχύ.
33. Είναι βέβαιο ότι η υποχρέωση χορηγήσεως νέων αδειών εξαφανίζεται αν δεν υφίστανται διαθέσιμες συχνότητες, πράγμα όμως που δεν συμβαίνει στην εξεταζόμενη περίπτωση. Η ίδια η Ελληνική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι υπήρχε διαθέσιμο φάσμα για τα δύο συστήματα , χωρίς ωστόσο να προβάλει μη οικονομικού χαρακτήρα λόγους δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογούν και να νομιμοποιούν τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που επιβάλλει η οδηγία 96/2.
B. Η υπουργική απόφαση 78574
34. Ως δεύτερο λόγο αντικρούσεως των προσφυγών, η καθής Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι το αίτημα της Επιτροπής έχει καταστεί άνευ αντικειμένου από της εκδόσεως της υπουργικής αποφάσεως 78574, της 24ης Νοεμβρίου 1999, με την οποία εγκρίθηκε ο κανονισμός κριτηρίων και διαδικασίας χορήγησης, ανανέωσης, τροποποίησης, αναστολής και ανάκλησης των ειδικών αδειών.
35. Θα ήθελα να τονίσω εκ προοιμίου ότι, ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η αναφερθείσα κανονιστική ρύθμιση πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας 96/2, η καταγγελλόμενη παράβαση θα εξακολουθούσε να υπάρχει. Κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως κράτους μέλους πρέπει να εκτιμάται βάσει της καταστάσεως του οικείου κράτους μέλους, όπως αυτή εμφανίζεται κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, οι δε μεταβολές που επέρχονται εν συνεχεία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο . Στην παρούσα υπόθεση είναι πασίδηλο ότι η υπουργική απόφαση, η οποία φέρει ημερομηνία 24 Νοεμβρίου 1999, τέθηκε σε ισχύ μετά τη λήξη της προθεσμίας των δύο μηνών που είχε ταχθεί με τις αιτιολογημένες γνώμες .
36. Η συζήτηση θα μπορούσε να περατωθεί στο σημείο αυτό· όμως η ίδια η Επιτροπή προχώρησε περαιτέρω και ανέλυσε το περιεχόμενο του κανονισμού, δηλώνοντας ότι με την έναρξη της ισχύος του δεν εξαλείφεται η κατάσταση παραβάσεως την οποία καταγγέλλει. Έχω και εγώ την ίδια άποψη.
37. Οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία 96/2 και των οποίων την τήρηση εκ μέρους της Ελλάδος αξιώνει η Επιτροπή είναι πολύ ακριβείς. Η διατύπωσή τους στο κείμενο του άρθρου 2 είναι αρνητική (τα κράτη μέλη «δεν αρνούνται» να χορηγήσουν άδειες για συστήματα DCS 1800 και DECT), στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για υποχρεώσεις θετικού περιεχομένου: τα κράτη οφείλουν να είναι σε θέση να επιτρέπουν τις υπηρεσίες DCS 1800 και DECT που τους ζητούν, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες συχνότητες και δεν συντρέχει κανένας από τους λόγους που, σύμφωνα με την οδηγία 90/388 , δικαιολογούν περιορισμό του αριθμού αδειών.
38. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίζονται στο να «μην αρνούνται» τη χορήγηση των αδειών που τους ζητούν, αλλά, 12
επιπλέον, οφείλουν να δημιουργήσουν πλήρες νομικό πλαίσιο που να επιτρέπει τη χορήγησή τους, «εφαρμόζοντας ανοικτές, αμερόληπτες και διαφανείς διαδικασίες» . Κατά τη γνώμη μου, ο εν λόγω ελληνικός κανονισμός δεν περιέχει πλήρη ρύθμιση και, για την πλήρη αποτελεσματικότητα και εφαρμογή του, χρειάζεται να συμπληρωθεί. Με άλλα λόγια, η ισχύουσα στην καθής Ελληνική Δημοκρατία ρύθμιση δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται με την οδηγία 96/2 και συνίστανται στο ότι μετά από συγκεκριμένες ημερομηνίες δεν μπορεί να προβάλλεται άρνηση χορηγήσεως των αδειών DCS 1800 και DECT που ζητούν οι επιχειρηματίες, πράγμα για το οποίο είναι απαραίτητο να είναι το κράτος μέλος σε θέση να τις χορηγήσει.
39. Το άρθρο 2 του κανονισμού ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι ο αριθμός των αδειών μπορεί να περιορίζεται στις περιπτώσεις που ορίζει η σχετική νομοθεσία. Εξάλλου, η διάταξη αυτή επαναλαμβάνεται στην αρχή της παραγράφου 5, όπου προστίθεται ότι ο περιορισμός πρέπει να αποφασίζεται, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών, από τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών με αιτιολογημένη απόφαση, με την οποία, εξάλλου, πρέπει να ορίζεται η διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών σύμφωνα με τις μεθόδους αξιολογήσεως που προβλέπονται στην ίδια παράγραφο 5. Οι μέθοδοι που μπορούν να εφαρμοστούν για τη χορήγηση των αδειών είναι η υψηλότερη βαθμολόγηση σε συνάρτηση με τα κριτήρια «της κειμένης νομοθεσίας», η ανωτέρω αξιολόγηση σε συνδυασμό με την υψηλότερη τιμή, σύμφωνα με υπολογισμό ο οποίος γίνεται με μαθηματικό τύπο που καθορίζεται από τον Υπουργό με την προπαρατεθείσα απόφαση, και η διαδικασία του πλειστηριασμού .
40. Φαινομενικά, η υπουργική απόφαση 78574 συνιστά πλήρη ρύθμιση, αυτό όμως δεν συμβαίνει. Για να γίνει τούτο κατανοητό, αρκεί η παρατήρηση ότι η εφαρμογή της δεν επιτρέπει τη χορήγηση των αδειών DCS 1800 και DECT, δηλαδή αυτό ακριβώς που επιβάλλει το άρθρο 2 της οδηγίας 96/2. Αν, την επομένη της ενάρξεως ισχύος της, κάποιος επιχειρηματίας στην αγορά των κινητών και προσωπικών επικοινωνιών είχε ζητήσει άδεια για συστήματα που λειτουργούν σύμφωνα με τα πρότυπα αυτά, θα είχε λάβει αρνητική απάντηση, διότι, παρά το ότι υπήρχαν ζώνες ελεύθερων συχνοτήτων σε αμφότερα τα συστήματα, δεν είχε εκδοθεί καμιά απόφαση για τον προσδιορισμό του αριθμού των διαθεσίμων αδειών, της διαδικασίας υποβολής προσφορών και των μεθόδων αξιολογήσεως των προσφορών.
41. Λίγο παραπάνω ανέφερα ότι η ελευθερία προσβάσεως στον τομέα των κινητών και προσωπικών επικοινωνιών επιβάλλει να γνωρίζουν οι επιθυμούντες να δραστηριοποιηθούν στον τομέα αυτόν τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσουν καθώς και τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα πραγματοποιηθεί ο πλειστηριασμός. Η ελληνική υπουργική απόφαση την οποία ανέλυσα τα σκιαγραφεί μόνο και το σκιαγραφούμενο πλαίσιο πρέπει να συμπληρωθεί για να λάβει την οριστική μορφή που θα επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να ανταγωνίζονται με ίσους όρους στην εν λόγω αγορά .
42. Συμπερασματικά, θεωρώ ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη καθορίζοντας τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες χορηγήσεως αδειών σύμφωνα με τα πρότυπα DCS 1800 και DECT, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2 της οδηγίας 96/2, σε συνδυασμό με το άρθρο 3α της οδηγίας 90/388, στον τομέα των προσωπικών και κινητών επικοινωνιών.
V - Επί των δικαστικών εξόδων
43. Η αποδοχή των αιτημάτων που προέβαλε η Επιτροπή με τις προσφυγές της επιβάλλει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα το καθού κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.
VI - ρόταση
44. ροτείνω στο Δικαστήριο, ενόψει όλων των προεκτεθέντων, να δεχθεί τις παρούσες συνεκδικαζόμενες προσφυγές και να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 96/2/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 1996, σε συνδυασμό με το άρθρο 3α, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, επειδή δεν καθόρισε εμπροθέσμως τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες για τη χορήγηση αδειών κινητών και προσωπικών επικοινωνιών σύμφωνα με τα πρότυπα DCS 1800 και DECT, και να καταδικάσει το καθού κράτος μέλος στα δικαστικά έξοδα.