Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 14ης Μαρτίου 2002. - Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Κρατικές ενισχύσεις - Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis - Πρατήρια υγρών καυσίμων - Ειδικοί φόροι καταναλώσεως - Κίνδυνος σωρεύσεως των ενισχύσεων - Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη - Αρχή της ασφάλειας δικαίου - Υποχρέωση αιτιολογήσεως. - Υπόθεση C-382/99.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-05163
1. Με την υπό κρίση προσφυγή το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση 1999/705/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 1999 , στο μέτρο που ορίζει ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε ορισμένες κατηγορίες ολλανδικών πρατηρίων υγρών καυσίμων είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και τη λειτουργία της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΚ) και διατάσσει την ανάκτηση των καταβληθεισών ενισχύσεων.
Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών θεωρεί ότι κακώς η Επιτροπή χαρακτήρισε τις επιδοτήσεις αυτές ως κρατικές ενισχύσεις και ότι ο χαρακτηρισμός αυτός δεν λαμβάνει υπόψη το άρθρο 92, παράγραφοι 1 και 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87, παράγραφοι 1 και 3 ΕΚ), την ανακοίνωση 96/C 68/06 της Επιτροπής, σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis , καθώς και τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της ίσης μεταχειρίσεως και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών φρονεί, επιπλέον, ότι η απόφαση δεν πληροί την προϋπόθεση της «επαρκούς σαφήνειας» που απορρέει από το άρθρο 189 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 249 ΕΚ) και ότι η αιτιολογία της δεν είναι ορθή, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 253 ΕΚ).
Τέλος, η Ολλανδική Κυβέρνηση βάλλει κατά της υποχρεώσεώς της να ανακτήσει τις ήδη καταβληθείσες επιδοτήσεις.
Ι - Το νομικό πλαίσιο
A - Η Συνθήκη ΕΚ
2. Η Συνθήκη απαγορεύει, κατ' αρχήν, τις ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη μέλη στις επιχειρήσεις.
3. Το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ορίζει τα εξής:
«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς όρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως.»
4. Οι παρεκκλίσεις από την αρχή αυτή διατυπώνονται στις παραγράφους 2 και 3 του ιδίου άρθρου .
5. Το άρθρο 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88 ΕΚ) καθορίζει το καθεστώς που διέπει τη διαδικασία χορηγήσεως κρατικής ενισχύσεως.
6. Το άρθρο 93, παράγραφος 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκη προβλέπει τα εξής:
«Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 92, ή ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.
Αν το εν λόγω κράτος δεν συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή εντός της ταχθείσης προθεσμίας, η Επιτροπή ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο κράτος δύναται να προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο, κατά παρέκκλιση των άρθρων 169 και 170.»
7. Κατά το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, «[η] Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 92, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση.»
B - Η ανακοίνωση
8. Η Επιτροπή εξέδωσε κοινοποιήσεις που καθορίζουν την πολιτική της στον τομέα των ενισχύσεων de minimis. Η τελευταία από τις ανακοινώσεις αυτές εκδόθηκε το 1996. ρόκειται για την ανακοίνωση την οποία αφορά η υπό κρίση υπόθεση .
9. Με την ανακοίνωση σκοπείται η ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και ειδικότερα της έννοιας «του επηρεασμού των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών» . Κατά την ανακοίνωση, οι ενισχύσεις των οποίων το ποσό είναι χαμηλό δεν έχουν επιπτώσεις στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.
10. Η ανακοίνωση προβλέπει τα εξής:
«αρ' όλο που κάθε κρατική χρηματοδοτική παρέμβαση υπέρ μιας επιχείρησης στρεβλώνει ή μπορεί να στρεβλώσει, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, τον ανταγωνισμό μεταξύ της επιχείρησης αυτής και των ανταγωνιστών της που δεν τυγχάνουν παρόμοιας ενίσχυσης, κάθε ενίσχυση δεν έχει αισθητές επιπτώσεις στις συναλλαγές και τον ανταγωνισμό μεταξύ κρατών μελών. Αυτό ισχύει ιδίως για τις ενισχύσεις των οποίων το ποσό είναι πολύ χαμηλό [...]» .
«[...] η Επιτροπή εισήγαγε το 1992 τον ονομαζόμενο κανόνα de minimis, ο οποίος καθορίζει ένα κατώτατο όριο ενίσχυσης σε απόλυτες τιμές, κάτω του οποίου πρέπει να θεωρείται ότι το άρθρο 92, παράγραφος 1, δεν έχει εφαρμογή και η ενίσχυση δεν υπόκειται πλέον σε υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3» .
11. Η Επιτροπή δικαιολογεί επίσης την εξαίρεση των ενισχύσεων de minimis από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης επικαλούμενη αντικειμενικότερους λόγους .
12. Οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του κανόνα de minimis τροποποιήθηκαν με την ανακοίνωση .
13. Κατά την ανακοίνωση, το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν έχει εφαρμογή στις ενισχύσεις των οποίων το ανώτατο ποσό είναι 100 000 ευρώ για την τριετή περίοδο από την ημερομηνία χορηγήσεως της πρώτης ενισχύσεως de minimis . Το ποσό αυτό εφαρμόζεται σε όλες τις κατηγορίες ενισχύσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή και το στόχο τους, εκτός από τις ενισχύσεις για εξαγωγές, οι οποίες εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του μέτρου .
14. Οι εν λόγω ενισχύσεις de minimis, οι οποίες δεν υπόκεινται σε υποχρέωση κοινοποιήσεως στην Επιτροπή, μπορούν να προστεθούν σε άλλες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο καθεστώτων που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή .
15. Η ανακοίνωση υπενθυμίζει επίσης ότι η Επιτροπή οφείλει να εξασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη δεν χορηγούν στις επιχειρήσεις τους ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά και ότι επιφυλάσσεται του δικαιώματος να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα κατά ενισχύσεων που δεν παραβαίνουν τους όρους του κανόνα de minimis, αλλά αντιβαίνουν προς άλλες διατάξεις της Συνθήκης .
16. Η ανακοίνωση αναφέρει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διευκολύνουν την εκπλήρωση της αποστολής που έχει ανατεθεί στην Κοινότητα να ελέγχει τη συμβατότητα των χορηγουμένων ενισχύσεων προς την κοινή αγορά. Ζητείται, ειδικότερα, από τα κράτη μέλη να θέσουν σε εφαρμογή μηχανισμό ελέγχου που εξασφαλίζει ότι η σώρευση διαφόρων ενισχύσεων που χορηγούνται σε ένα δικαιούχο υπό μορφή ενισχύσεως de minimis δεν οδηγεί σε υπέρβαση του ορίου των 100 000 ευρώ που προβλέπεται για την εν λόγω κατηγορία ενισχύσεων για μια τριετή περίοδο. Επιπλέον, η χορήγηση ενισχύσεως ή οι όροι εφαρμογής ενός καθεστώτος που προβλέπει τη χορήγηση ενισχύσεων αυτού του είδους πρέπει να περιλαμβάνουν ρητά όρο που να διευκρινίζει ότι οποιαδήποτε περαιτέρω ενίσχυση που χορηγείται στην ίδια επιχείρηση δεν πρέπει να οδηγεί σε υπέρβαση του ορίου των 100 000 ευρώ κατά τη διάρκεια τριετούς περιόδου. Ο μηχανισμός αυτός πρέπει επίσης να επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαντούν στις ερωτήσεις που ενδεχομένως θα τους θέσει η Επιτροπή .
ΙΙ - Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία
17. Από την 1η Ιουλίου 1997 οι ειδικοί φόροι καταναλώσεως που επιβάλλονται στις Κάτω Χώρες επί της βενζίνης, του πετρελαίου diesel και επί του υγραερίου αυξήθηκαν κατά 0,11, 0,05 και 0,08 ολλανδικά φιορίνια (NLG) ανά λίτρο, αντιστοίχως. άντως, έχοντας επίγνωση του ότι η αύξηση αυτή, που υπαγορευόταν από τη μέριμνα για το περιβάλλον, θα είχε επιβλαβείς συνέπειες για τους Ολλανδούς επιχειρηματίες που εκμεταλλεύονται πρατήρια υγρών καυσίμων στην περιοχή των συνόρων, ιδίως κατά μήκος των γερμανικών συνόρων, ο Ολλανδός νομοθέτης θεώρησε ότι έπρεπε να θεσπίσει προσωρινά μέτρα. Σκοπός των μέτρων αυτών θα ήταν, πράγματι, η μείωση, εντός της συνοριακής ζώνης, της διαφοράς μεταξύ των τιμών του φόρου καταναλώσεως που προκύπτουν από την προαναφερθείσα αύξηση και του φόρου καταναλώσεως επί των ελαφρών ελαίων που ισχύει στη Γερμανία .
18. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών εξέδωσε, στις 21 Ιουλίου 1997, την Tijdelijke regeling subsidie tankstations grensstreek Duitsland .
19. Το προσωρινό πρόγραμμα, το οποίο τέθηκε αναδρομικώς σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1997, προβλέπει τη χορήγηση ενισχύσεως 0,10 NLG ανά λίτρο βενζίνης υπέρ των επιχειρηματιών που εκμεταλλεύονται πρατήρια καυσίμων τα οποία βρίσκονται σε ακτίνα 10 χλμ. από τα σύνορα μεταξύ των Κάτω Χωρών και της Γερμανίας· για τα πρατήρια που βρίσκονται μεταξύ 10 χλμ. και 20 χλμ. από τα σύνορα η ενίσχυση ανέρχεται σε 0,05 NLG ανά λίτρο . Στο πρόγραμμα διευκρινίζεται, επιπλέον, ότι, αν αυξηθεί ο γερμανικός φόρος καταναλώσεως, η διαφορά μεταξύ των φόρων καταναλώσεως, η οποία αποτελεί την αιτία του καθεστώτος ενισχύσεως, θα μειωθεί. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό των ενισχύσεων θα μειωθεί αντίστοιχα κατά τα 10/11 και τα 5/11 του ποσού, εκφρασμένου σε ολλανδικό νόμισμα, κατά το οποίο θα αυξηθεί ο γερμανικός ειδικός φόρος καταναλώσεως. Αν, κατόπιν της μειώσεως αυτής, το ποσό των ενισχύσεων που χορηγούνται στα πρατήρια τα οποία βρίσκονται σε ακτίνα 10 χλμ. από τα σύνορα εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο των 0,025 NLG ανά λίτρο, το προσωρινό πρόγραμμα θα καταστεί ανενεργό στο σύνολό του.
20. Για να ικανοποιήσει τα κριτήρια της ανακοινώσεως, το προσωρινό πρόγραμμα καθορίζει ένα ανώτατο όριο ενισχύσεων το οποίο αντιστοιχεί, για περίοδο τριών ετών (από την 1η Ιουλίου 1997 έως και τις 30 Ιουνίου 2000), σε 100 000 ευρώ. Ο όρος αυτός καλύπτει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για λογαριασμό και με κίνδυνο του οποίου λειτουργούν ένα ή περισσότερα πρατήρια καυσίμων, καθώς και τους δικαιούχους του .
21. ροβλέφθηκε τροποποίηση του προσωρινού προγράμματος με αντικείμενο τον καθορισμό της ενισχύσεως όχι πλέον ανά αιτούντα αλλά πρατήριο καυσίμων. Βάσει του σχεδίου αυτού ήταν η βούληση να καλυφθεί η έλλειψη ισορροπίας που δημιουργήθηκε μεταξύ των πρατηρίων καυσίμων όσον αφορά το ύψος των ενισχύσεων. ράγματι, ορισμένοι αιτούντες, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν πλείονα πρατήρια καυσίμων, εισέπρατταν μόνον 100 000 ευρώ συνολικά, ενώ άλλοι, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν ένα μόνον πρατήριο εισέπρατταν το ίδιο ποσό.
22. Η Ολλανδική Κυβέρνηση διερωτάται αν το σχέδιο αυτό συμβιβάζεται προς την ανακοίνωση, λόγω της σωρεύσεως των ενισχύσεων υπέρ των επιχειρήσεων που διαθέτουν πλείονα πρατήρια καυσίμων.
23. Επιθυμώντας να βεβαιωθούν για την εγκυρότητα, ενόψει της ανακοινώσεως, του σχεδίου τροποποιήσεως του προσωρινού προγράμματος, οι ολλανδικές αρχές ενημέρωσαν, με έγγραφο της 14ης Αυγούστου 1997, την Επιτροπή για το εν λόγω σχέδιο τροποποιήσεως, διευκρινίζοντας τα εξής:
«στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή θεωρήσει ότι το [προτεινόμενο] καθεστώς πρέπει, πάντως, να κοινοποιηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ, η Ολλανδική Κυβέρνηση ζητεί να θεωρηθεί το παρόν έγγραφο ως κοινοποίηση» .
24. Η Επιτροπή προέβη, βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, σε προκαταρκτική εξέταση του προσωρινού προγράμματος και του σχεδίου τροποποιήσεως του προγράμματος, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι το πρόγραμμα αυτό δεν μπορούσε να ευνοήσει τους τύπους σωρεύσεως ενισχύσεων που απαγορεύουν τα κριτήρια της ανακοινώσεως. Η Επιτροπή ανησύχησε μήπως το επίμαχο πρόγραμμα παρέχει στις μεγάλες εταιρίες πετρελαίου τη δυνατότητα να επωφεληθούν άμεσα από την ενίσχυση που χορηγείται στους διαφόρους επιχειρηματίες οι οποίοι εκμεταλλεύονται πρατήρια καυσίμων και συνδέονται με τις εταιρίες αυτές. Δικαιολόγησε την ανησυχία της επικαλούμενη την ύπαρξη «ρητρών διαχειρίσεως των τιμών» σε ορισμένες συμβάσεις αποκλειστικής προμήθειας που συνάπτονται μεταξύ των εταιριών πετρελαίου και των διανομέων τους. Η Επιτροπή ορίζει τις ρήτρες αυτές ως εξής:
«Ο στόχος της ρήτρας που προβλέπει σύστημα διαχείρισης τιμών είναι να προστατεύσει τον συνολικό κύκλο εργασιών του αντιπροσώπου έναντι πωλήσεων ανταγωνιστών σε άμεση γειτνίαση με το πρατήριο καυσίμων του. Η ρήτρα συνήθως προβλέπει ότι η εταιρία πετρελαίου μπορεί να καλύψει τμήμα του κόστους της έκπτωσης που θα χορηγηθεί από τον ασκούντα την εκμετάλλευση στον βαθμό που οι όροι της εγχώριας ή/και διεθνούς αγοράς καθιστούν επιθυμητή ή απαραίτητη τη χορήγηση των εκπτώσεων αυτών είτε σε βραχυπρόθεσμη είτε σε μακροπρόθεσμη βάση. Συχνά απαιτούνται διαβουλεύσεις μεταξύ των μερών προτού να εισαχθούν τέτοιες εκπτώσεις. Η τρέχουσα ενίσχυση που παρέχεται από τον προμηθευτή καθορίστηκε μέσω πίνακα κατανομής ή συμφωνιών συμμετοχής. Τα ποσά αυτά κατά κανόνα αναφέρονται στα τιμολόγια» .
25. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι ενισχύσεις που χορηγεί το ολλανδικό δημόσιο στα πρατήρια καυσίμων που βρίσκονται στα σύνορα με τη Γερμανία αποσκοπούν στην προστασία του συνολικού κύκλου εργασιών των διανομέων αυτών έναντι πωλήσεων ανταγωνιστών σε άμεση γειτνίαση με τα πρατήρια καυσίμων τους. Φρονεί ότι η εφαρμογή του προσωρινού προγράμματος καθιστά ανενεργή την υποχρέωση που περιλαμβάνεται στις ρήτρες διαχειρίσεως των τιμών. ράγματι, ελλείψει περιστάσεων που δικαιολογούν την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής, οι εταιρίες πετρελαίου θα απαλλάσσονταν ευχερώς από την υποχρέωσή τους. Με άλλους λόγους, εφόσον η μείωση στην τιμή που συνομολογήθηκε από τον ασκούντα την εκμετάλλευση για να διατηρήσει το τμήμα της αγοράς που κατέχει χρηματοδοτήθηκε από την ενίσχυση που χορήγησε το ολλανδικό κράτος, οι εταιρίες πετρελαίου κρίνουν αλυσιτελή οποιαδήποτε επέμβαση στηριζόμενη σε ρήτρα διαχειρίσεως των τιμών. Επιπλέον, η Επιτροπή φρονεί ότι δεν αποκλείεται το κοινοποιηθέν πρόγραμμα να έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών (δηλαδή να έχει δυσμενείς συνέπειες για τον τομέα της βενζίνης εντός άλλων κρατών μελών, ειδικότερα εντός του Βασιλείου του Βελγίου και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας).
26. Για να εκτιμήσει αν η ενίσχυση μπορούσε, επιπλέον, να έχει σωρευτικό αποτέλεσμα, η Επιτροπή ζήτησε από τις ολλανδικές αρχές να της παράσχουν σειρά στοιχείων που αφορούν:
- το ιδιοκτησιακό καθεστώς των 633 πρατηρίων καυσίμων που μπορούν να λάβουν την ενίσχυση·
- τον κατάλογο των συμφωνιών διανομής μεταξύ των πρατηρίων καυσίμων και των προμηθευτών τους και ενδείξεις για τον συνολικό αριθμό των πρατηρίων καυσίμων στις Κάτω Χώρες·
- το συνολικό τμήμα της αγοράς που κατέχουν τα 633 πρατήρια καυσίμων που βρίσκονται πλησίον των συνόρων της Γερμανίας με τις Κάτω Χώρες.
27. Επειδή οι απαντήσεις των ολλανδικών αρχών δεν ικανοποίησαν την Επιτροπή, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει, εντός του Ιουνίου του 1988, τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης . Κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής εξέδωσε την απόφαση κατά την οποία ένα τμήμα των επιδίκων ενισχύσεων είναι ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά και ένα άλλο τμήμα καλύπτεται από την ανακοίνωση.
ΙΙΙ - Η απόφαση, η προσφυγή και τα αιτήματα των διαδίκων
A - Η προσβαλλόμενη απόφαση
28. Κατά την Επιτροπή, δύο λόγοι μπορούν να δικαιολογήσουν την κίνηση της διαδικασίας ελέγχου του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης.
29. Κατ' αρχάς, η Επιτροπή φοβήθηκε ότι το προσωρινό πρόγραμμα και το σχέδιο τροποποιήσεως του προγράμματος αυτού δεν ήσαν σε θέση να εμποδίσουν τη δημιουργία απαγορευόμενων από την κοινοποίηση καταστάσεων σωρεύσεως ενισχύσεων. Συναφώς, περιέγραψε τις διάφορες περιπτώσεις σωρεύσεως στις οποίες επικεντρώθηκε η προσοχή της.
30. Επιπλέον, η Επιτροπή διερωτήθηκε ως προς τη σημασία που έπρεπε να αποδοθεί στον κανόνα de minimis. Στο σημείο 22 της αποφάσεως, διευκρίνισε τα εξής:
«[...] σε ειδικές περιπτώσεις, ο κανόνας de minimis δύναται να ερμηνευθεί ως μαχητό τεκμήριο. Συγκεκριμένα, έστω και αν το ποσό της ενίσχυσης είναι χαμηλό και, επομένως, βρίσκεται κάτω από το ελάχιστο όριο του κανόνα de minimis, ο κανόνας δεν ισχύει αν η ενίσχυση έχει επιπτώσεις στο εμπόριο και τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών.»
31. Η Επιτροπή δεν θέλησε να στηρίξει την αξιολόγηση των επίδικων μέτρων στη δεύτερη σκέψη. ράγματι, κατά την Επιτροπή:
«(68) [...] ένα τέτοιο μαχητό τεκμήριο θα μπορούσε να υπονομεύσει τον απόλυτο χαρακτήρα του κανόνα de minimis. Ο βασικός στόχος του κανόνα είναι ότι, εφόσον τηρείται το όριο της ενίσχυσης, θεωρείται ότι η ενίσχυση δεν έχει αισθητές επιπτώσεις στο εμπόριο και τον ανταγωνισμό και, κατά συνέπεια, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου [92, παράγραφος ]. Η παρέκκλιση από την αρχή αυτή, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, θα οδηγούσε σε έλλειψη ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τον στόχο και την εφαρμογή του κανόνα de minimis εν γένει.
(69) Κατά συνέπεια, η εκτίμηση της Επιτροπής δεν μπορεί να βασιστεί σε μια πιθανή κατάχρηση του κανόνα de minimis, αλλά μπορεί να γίνει βάσει του πρώτου λόγου για την κίνηση της διαδικασίας, ήτοι του κινδύνου σώρευσης ενισχύσεων που απορρέουν από την εφαρμογή του κανόνα de minimis, είτε διότι ένας ιδιοκτήτης κατέχει πολλά πρατήρια καυσίμων, είτε διότι ο προμηθευτής έχει de facto έλεγχο στον μεταπωλητή μέσω μιας συμφωνίας αποκλειστικής αγοράς .»
32. Με την απόφαση, η Επιτροπή ταξινόμισε τα οικεία πρατήρια καυσίμων σε έξι κατηγορίες:
- στην κατηγορία του μεταπωλητή/ιδιοκτήτη «dealer owned/dealer operated» - Do/Do), όπου ο μεταπωλητής είναι ιδιοκτήτης του πρατηρίου υγρών καυσίμων, το οποίο εκμεταλλεύεται αναλαμβάνοντας ο ίδιος τον επιχειρηματικό κίνδυνο, ενώ συνδέεται με την εταιρία πετρελαίου με συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας ·
- στην κατηγορία του μεταπωλητή-μισθωτή (company owned/dealer operated - Co/Do), όπου ο μεταπωλητής μισθώνει το πρατήριο καυσίμων, το οποίο εκμεταλλεύεται αναλαμβάνοντας ο ίδιος τον επιχειρηματικό κίνδυνο, ενώ συνδέεται με την εταιρία πετρελαίου με συμφωνίες αποκλειστικής προμήθειας ·
- στην κατηγορία των πρατηρίων υγρών καυσίμων για τα οποία η Επιτροπή δεν έλαβε πληροφορίες ή έλαβε ανεπαρκείς μόνον πληροφορίες ·
- στην κατηγορία των μεταπωλητών μισθωτών υπαλλήλων (company owned/company operated - Co/Co), όπου την εκμετάλλευση του πρατηρίου υγρών καυσίμων αναλαμβάνουν οι μισθωτοί οι οποίοι δεν εργάζονται με δικό τους επιχειρηματικό κίνδυνο και δεν μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα τον προμηθευτή τους· η Επιτροπή υποδιαιρεί την κατηγορία αυτή σε δύο: «καθαρά» Co/Coo, όπου η εταιρία πετελαίου είναι ιδιοκτήτρια του πρατηρίου καυσίμων και το εκμεταλλεύεται η ίδια · de facto Co/Co, όπου ο ίδιος ο ασκών την εκμετάλλευση υποβάλλει αίτηση για ενίσχυση πάνω από μια φορά και περιλαμβάνεται πολλές φορές στον κατάλογο των επιλέξιμων αποδεκτών ·
- στην κατηγορία των πρατηρίων καυσίμων Do/Do που συνδέονται με σύστημα διαχειρίσεως των τιμών, κατά το οποίο η εταιρία πετρελαίου αναλαμβάνει, ενδεχομένως, να καλύψει ένα μέρος της εκπτώσεως που προσφέρει ο πρατηριούχος επί της υποδειχθείσας τιμής ·
- και, τέλος, στην κατηγορία των πρατηρίων καυσμίων Co/Do που συνδέονται με σύστημα διαχειρίσεως των τιμών .
33. Όσον αφορά τις δύο πρώτες κατηγορίες, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος σωρεύσεως και θεώρησε ότι έχει εφαρμογή η εξαίρεση de minimis .
34. Όσον αφορά την τρίτη κατηγορία, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη απαγορευμένης σωρεύσεως ενισχύσεων: η ενίσχυση που χορηγήθηκε στα επίμαχα πρατήρια καυσίμων είναι ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά και τη λειτουργία της συμφωνίας ΕΟΧ, στο μέτρο που υπερβαίνει τις 100 000 ευρώ ανά αποδέκτη της ενισχύσεως για περίοδο τριών ετών .
35. Όσον αφορά την τέταρτη κατηγορία, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπάρχουν ενισχύσεις υπέρ επιχειρήσεων που κατέχουν και εκμεταλλεύονται περισσότερα από ένα πρατήρια καυσίμων, στο μέτρο που, λαμβανομένης υπόψη της σωρεύσεως, οι ενισχύσεις υπερβαίνουν τις 100 000 ευρώ ανά αποδέκτη για περίοδο τριών ετών .
36. Τέλος, όσον αφορά τις δύο τελευταίες κατηγορίες, η Επιτροπή θεώρησε ότι είναι πιθανόν να υφίσταται κίνδυνος σωρεύσεως ενισχύσεων υπέρ των οικείων εταιριών πετρελαίου: ο προμηθευτής επωφελείται εν όλω ή εν μέρει της ενισχύσεως που χορηγείται στους πρατηριούχους, εφόσον οι πρατηριούχοι δεν μπορούν να επικαλεστούν τη ρήτρα διαχειρίσεως των τιμών ή μπορούσαν να το κάνουν σε ελάχιστο μόνο βαθμό .
37. Η Επιτροπή θεώρησε ότι τα μέτρα της Ολλανδικής Κυβερνήσεως τα οποία δεν καλύπτονται από τον κανόνα de minimis συνιστούν ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και ότι οι ενισχύσεις αυτές δεν ήσαν δικαιολογημένες από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 92, παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης . Κατά συνέπεια, έκρινε ότι οι ενισχύσεις αυτές είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά και ζήτησε την ανάκτησή τους .
Β - Η προσφυγή και τα αιτήματα των διαδίκων
38. Η προσφυγή της Ολλανδικής Κυβερνήσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Οκτωβρίου 1999.
39. Η Ολλανδική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο:
«1) να ακυρώσει τα άρθρα 2 και 3 της αποφάσεως της Επιτροπής, της 20ης Ιουλίου 1999, που κοινοποιήθηκε στις 5 Αυγούστου 1999, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία εφάρμοσαν οι Κάτω Χώρες υπέρ 633 ολλανδικών πρατηρίων υγρών καυσίμων ευρισκομένων πλησίον των γερμανικών συνόρων [κοινοποιηθείσας υπό τον αριθμό Ε(1999) 2539 final]·
2) να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.»
40. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
«1) να απορρίψει την παρούσα προσφυγή ακυρώσεως·
2) να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.»
IV - Συζήτηση
A - Οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει γενικώς η Ολλανδική Κυβέρνηση
41. Η Ολλανδική Κυβέρνηση προβάλλει, γενικώς, λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται στην παραβίαση του απόλυτου χαρακτήρα του κανόνα de minimis που διατυπώνει η ανακοίνωση και στις συνέπειες που απορρέουν από την παραβίαση αυτή. Κατά την Κυβέρνηση αυτή, η εν λόγω παραβίαση έχει ως συνέπεια να στερεί από τις γενικές αρχές της ασφαλείας δικαίου, της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα.
Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση του απόλυτου χαρακτήρα του κανόνα de minimis
Ισχυρισμοί των διαδίκων
42. Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεσμεύεται από την ανακοίνωση σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis. Τούτο προκύπτει όχι μόνον από τη νομολογία του Δικαστηρίου, αλλά και από την προσβαλλόμενη απόφαση. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι ο κανόνας de minimis έχει απόλυτο χαρακτήρα ή ότι αποτελεί αμάχητο τεκμήριο .
43. Η Ολλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, αρνούμενη να θεωρήσει ότι το προσωρινό πρόγραμμα και το σχέδιο τροποποιήσεως του προγράμματος αυτού συνάδουν προς την ανακοίνωση, εισήγαγε περίπτωση παρεκκλίσεως από τον κανόνα de minimis η οποία δεν προβλέπεται από την εν λόγω ανακοίνωση. ράγματι, κατά την Κυβέρνηση αυτή, καθόσον το ποσό των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στα συνοριακά πρατήρια καυσίμων δεν υπερβαίνει το κατώτατο όριο των 100 000 ευρώ, πρέπει να εφαρμοστεί η ανακοίνωση. Κατά την ανακοίνωση, οι ενισχύσεις de minimis δεν υπόκεινται σε υποχρέωση κοινοποιήσεως και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, διότι δεν έχουν καμία επίπτωση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Δεδομένου ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση τήρησε τους όρους εφαρμογής του κανόνα de minimis, η Επιτροπή δεν μπορούσε να κηρύξει τα επίμαχα ολλανδικά μέτρα ασυμβίβαστα προς την κοινή αγορά χωρίς να παραβιάσει τον αμάχητο (ή απόλυτο) χαρακτήρα του κανόνα αυτού.
44. Η Επιτροπή δεν δέχεται ότι παραβίασε τον αμάχητο χαρακτήρα του τεκμηρίου που προσδίδεται στον κανόνα de minimis. Υπενθυμίζει ότι ο κανόνας αυτός συνιστά παρέκκλιση από το καθεστώς της κατ' αρχήν απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Η εφαρμογή της παρεκκλίσεως αυτής προϋποθέτει, κατά συνέπεια, την τήρηση των αυστηρών όρων που θέτει η ανακοίνωση. Η Επιτροπή ισχυρίζεται, όμως, ότι δεν τηρήθηκε ο όρος της απαγορεύσεως της σωρεύσεως. Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή απέκλεισε την εφαρμογή του κανόνα de minimis στις διατάξεις του προσωρινού προγράμματος οι οποίες μπορούσαν να έχουν τα απαγορευόμενα σωρευτικά αποτελέσματα.
Εκτίμηση
45. Τονίζεται εκ προοιμίου ότι η προσφυγή της Ολλανδικής Κυβερνήσεως που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής στηρίζεται, κατ' ουσίαν, στον δεσμευτικό χαρακτήρα του περιεχομένου και της σημασίας του κανόνα de minimis, όπως αυτός διατυπώνεται στην ανακοίνωση. Το ζήτημα της νομιμότητας της ανακοινώσεως σε σχέση με τους κανόνες της Συνθήκης δεν στερείται ενδιαφέροντος, λαμβανομένης υπόψη της πρόσφατης νομολογίας σας, η οποία, προφανώς, καταδικάζει την καθαρώς «ποσοτική» προσέγγιση που υιοθετεί η ανακοίνωση . Εντούτοις, επειδή το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από την ουσιαστική νομιμότητα μιας πράξεως που εξέδωσε θεσμικό όργανο , το ζήτημα αυτό δεν θα θιγεί εν προκειμένω.
46. Η απάντηση στον λόγο ακυρώσεως που η Ολλανδική Κυβέρνηση αντλεί από την παράβαση του απόλυτου χαρακτήρα του κανόνα de minimis εξαρτάται από το κατά πόσον, εν προκειμένω, η Επιτροπή παραβίασε τον αμάχητο ή «απόλυτο» χαρακτήρα του κανόνα αυτού.
47. ρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει παγίως ότι η επίσημη θέση της Επιτροπής ως προς τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να εφαρμόσει το άρθρο 92 της Συνθήκης τη δεσμεύει. Κατά το Δικαστήριο, πράγματι, η αντικειμενική έννοια και το δεσμευτικό αποτέλεσμα των «κατευθυντηρίων γραμμών», των «ρυθμίσεων», των «κωδίκων συμπεριφοράς» ή των «ανακοινώσεων» στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων απορρέουν από την υποχρέωση νομότυπης και περιοδικής συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης . Η εν λόγω υποχρέωση νομότυπης συνεργασίας επιβάλλει στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε συνεχή έλεγχο των υφισταμένων καθεστώτων ενισχύσεων. Βάσει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, αναγνωρίζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει, κατά το πέρας μιας κατ' αντιμωλία διαδικασίας, τις κατευθυντήριες γραμμές με τις οποίες αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να ασκήσει την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει στα πλαίσια της εποπτείας των ενισχύσεων. Τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν υπόψη τη θέση της Επιτροπής στα πλαίσια της πολιτικής ενισχύσεων που εφαρμόζουν και να προλάβουν κατά τον τρόπο αυτό ενδεχόμενες συγκρούσεις .
48. Όπως προαναφέρθηκε, η ανακοίνωση ερμηνεύει το ένα από τα κριτήρια εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, διευκρινίζει τα εξής:
«αρ' όλο που κάθε κρατική χρηματοδοτική παρέμβαση υπέρ μιας επιχείρησης στρεβλώνει ή μπορεί να στρεβλώσει, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, τον ανταγωνισμό μεταξύ της επιχείρησης αυτής και των ανταγωνιστών της που δεν τυγχάνουν παρόμοιας ενίσχυσης, κάθε ενίσχυση δεν έχει αισθητές επιπτώσεις στις συναλλαγές και τον ανταγωνισμό μεταξύ κρατών μελών. Αυτό ισχύει ιδίως για τις ενισχύσεις των οποίων το ποσό είναι πολύ χαμηλό [...]» .
«[...] η Επιτροπή εισήγαγε το 1992 τον ονομαζόμενο κανόνα de minimis, ο οποίος καθορίζει ένα κατώτατο όριο ενίσχυσης σε απόλυτες τιμές, κάτω του οποίου πρέπει να θεωρείται ότι το άρθρο 92, παράγραφος 1, δεν έχει εφαρμογή και η ενίσχυση δεν υπόκειται πλέον σε υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3» .
49. Η ανακοίνωση καθιερώνει την αρχή ότι κάθε ενίσχυση της οποίας το ποσό είναι χαμηλό δεν έχει αισθητές επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Διευκρινίζει, επιπλέον, ότι ενίσχυση χαμηλού ποσού είναι η ενίσχυση η οποία δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 100 000 ευρώ.
50. Η Επιτροπή διατυπώνει, κατά συνέπεια, σαφή και ανεπιφύλακτο κανόνα, κατά τον οποίο δεσμεύεται να μην επεμβαίνει όταν οι αρχές που χορηγούν τις ενισχύσεις τηρούν το ανώτατο αυτό όριο. Κατ' εφαρμογή της προπαρατεθείσας νομολογίας , η Επιτροπή δεσμεύεται από τον κανόνα που έθεσε.
51. Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί τον απόλυτο χαρακτήρα του κανόνα de minimis .
52. Επομένως, η Επιτροπή δεν στηρίζει πλέον την απόφαση στον χαρακτήρα αμάχητου τεκμηρίου που προσδίδεται στον κανόνα de minimis, αλλά στην παράβαση των όρων εφαρμογής του κανόνα de minimis.
53. Κατά την Επιτροπή, η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλεστεί εν προκειμένω τον κανόνα de minimis, διότι το προσωρινό πρόγραμμά της και το σχέδιο τροποποιήσεως του προγράμματος αυτού συνιστούν παράβαση του όρου περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως των ενισχύσεων υπέρ του ιδίου δικαιούχου.
54. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο κανόνας de minimis συνιστά παρέκκλιση από το καθεστώς του κοινού δικαίου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων που καθιερώνει η Συνθήκη. Κατά συνέπεια, ο κανόνας αυτός πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά και οι προϋποθέσεις που θέτει να τηρούνται αυστηρά.
55. Συμφωνώ απολύτως με την ανάλυση αυτή. ράγματι, είναι προφανές ότι ο κανόνας de minimis καθιερώνει εξαιρετικό καθεστώς το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να χορηγούν ενισχύσεις χωρίς να υποχρεούνται να τις κοινοποιήσουν προηγουμένως στην Επιτροπή. Τεκμαίρεται ότι οι ενισχύσεις αυτές δεν έχουν καμία επίπτωση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 100 000 ευρώ. Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου όμως προκύπτει ότι κάθε καθεστώς παρεκκλίσεων πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά . Κατά συνέπεια, οι προϋποθέσεις που θέτει η ανακοίνωση πρέπει να τηρούνται αυστηρά.
56. Η πρώτη υποχρέωση προς την οποία πρέπει να συμμορφώνονται τα κράτη μέλη είναι η χορήγηση ενισχύσεως της οποίας το ποσό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τις 100 000 ευρώ για την τριετή περίοδο από την ημερομηνία χορηγήσεως της πρώτης ενισχύσεως de minimis .
57. Η δεύτερη υποχρέωση που βαρύνει τα κράτη μέλη είναι να διευκολύνουν την εκπλήρωση της αποστολής ελέγχου που έχει ανατεθεί στην Επιτροπή .
58. Τέλος, η ανακοίνωση εξαρτά την εφαρμογή του κανόνα de minimis από την τήρηση της υποχρεώσεως περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως . Επιπλέον, η Επιτροπή οφείλει, κατά την ανακοίνωση, να ελέγχει την τήρηση της υποχρεώσεως αυτής.
59. Η Επιτροπή προσάπτει ακριβώς στην Ολλανδική Κυβέρνηση ότι δεν τήρησε την εν λόγω υποχρέωση περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως . Επομένως, δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι θέσπισε νέους όρους εφαρμογής του κανόνα de minimis. Κατά συνέπεια, η αιτίαση που αντλείται από την παραβίαση του απόλυτου χαρακτήρα του κανόνα αυτού πρέπει να απορριφθεί.
Επι της αιτιάσεως που αντλείται από την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως
60. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, η Επιτροπή παραβίασε τον απόλυτο χαρακτήρα του κανόνα de minimis θεσπίζοντας πρόσθετο όρο για την εφαρμογή του. Με τον τρόπο αυτό παραβίασε θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου, όπως οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως.
61. Εφόσον κατέληξα ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση του απόλυτου χαρακτήρα του κανόνα de minimis δεν είναι βάσιμος, προτείνω να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από την παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως που διατυπώθηκαν, γενικώς από την Ολλανδική Κυβέρνηση.
B - Επί των ειδικών λόγων ακυρώσεως που ανέπτυξε η Ολλανδική Κυβέρνηση
62. Η Ολλανδική Κυβέρνηση προσάπτει, ειδικότερα, στην Επιτροπή, με έξι λόγους ακυρώσεως, ότι:
- θεώρησε ότι η χορήγηση μιας ενισχύσεως de minimis ανά πρατήριο καυσίμων, στην περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος αιτών εκμεταλλεύεται πλείονα πρατήρια καυσίμων, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και όχι στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως περί των ενισχύσεων de minimis·
- προέβη σε διάκριση μεταξύ των κατηγοριών πρατηρίων καυσίμων καθαρών Co/Co και de facto Co/Co·
- τεκμαίρει την ύπαρξη έμμεσης ενισχύσεως υπέρ των εταιριών πετρελαίου που συνδέονται με τα πρατήρια καυσίμων με συμφωνία αποκλειστικής αγοράς που περιλαμβάνει ρήτρα διαχειρίσεως των τιμών·
- θεώρησε ότι η χορήγηση των ενισχύσεων υπέρ των πρατηρίων καυσίμων για τα οποία οι ολλανδικές αρχές δεν παρέσχον πληροφορίες ή διαβίβασαν μερικά μόνον πληροφοριακά στοιχεία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και όχι στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως περί των ενισχύσεων de minimis·
- δεν έλαβε υπόψη, κατά την εκτίμηση της συμβατότητας των επιδίκων μέτρων, τον σκοπό προστασίας του περιβάλλοντος που επιδιώκει η Ολλανδική Κυβέρνηση·
- επέβαλε την ανάκτηση των ενισχύσεων.
63. Η Ολλανδική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι, προβάλλουσα την παράβαση του κανόνα de minimis με τους έξι λόγους ακυρώσεως που αναπτύσσει ειδικά, επικαλείται την παράβαση αυτή πάντοτε σε συνδυασμό με την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
64. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Ολλανδική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι θεώρησε ότι το σχέδιο τροποποιήσεως του προσωρινού προγράμματος δεν εμπίπτει στον κανόνα de minimis λόγω του κινδύνου σωρεύσεως ενισχύσεων υπέρ του ιδίου δικαιούχου.
65. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, το σχέδιο τροποποιήσεως του προσωρινού προγράμματος δεν παραβιάζει τον όρο απαγορεύσεως της σωρεύσεως των ενισχύσεων de minimis, εφόσον, στην περίπτωση χορηγήσεως μιας επιδοτήσεως ανά πρατήριο καυσίμων, το ίδιο πρατήριο καυσίμων δεν θα μπορέσει ποτέ να λάβει πάνω από μία φορά την ενίσχυση de minimis. Υποστηρίζει, επιπλέον, ότι η επίπτωση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και στον ανταγωνισμό, υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεν εξαρτάται από τη νομική δομή των οικείων επιχειρήσεων. Με άλλους λόγους, από αυστηρώς οικονομική άποψη, δεν έχει καμία σημασία αν τα 633 πρατήρια καυσίμων που επιδοτούνται θεωρούνται πάντοτε ως χωριστές επιχειρήσεις ή αποτελούν τμήμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, ευρύτερων οικονομικών μονάδων.
66. Επομένως, η Ολλανδική Κυβέρνηση θεωρεί ότι κακώς η Επιτροπή αποφάσισε ότι η τήρηση της υποχρεώσεως απαγορεύσεως της σωρεύσεως επέβαλε να λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικός δικαιούχος της ενισχύσεως de minimis. Κατά τον τρόπο αυτό, η απόφαση παραβίασε το καθεστώς που καθιέρωσε η ανακοίνωση καθώς και τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
67. άντως, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, η απόφαση είναι αντίθετη προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως του άρθρου 190 της Συνθήκης, στο μέτρο που δεν αναφέρει τους λόγους, ή τουλάχιστον τους σαφείς λόγους, για τους οποίους ο κανόνας de minimis δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί ανά πρατήριο καυσίμων στην περίπτωση κατά την οποία ένα πρατήριο καυσίμων αποτελεί τμήμα ευρύτερης οικονομικής μονάδας.
68. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η άποψη της Ολλανδικής Κυβερνήσεως δεν λαμβάνει υπόψη την υποχρέωση απαγορεύσεως της σωρεύσεως που περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση.
69. Υπενθυμίζει, πράγματι, ότι το αμάχητο τεκμήριο της συμβατότητας προς το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, το οποίο ισχύει για τις ενισχύσεις de minimis, έχει εφαρμογή μόνον εφόσον τα κράτη μέλη τηρούν τις αυστηρές υποχρεώσεις που επιβάλλει η ανακοίνωση. Εάν διαπιστωθεί παράβαση των υποχρεώσεων αυτών, το αμάχητο τεκμήριο δεν έχει εφαρμογή και η επίπτωση του οικείου μέτρου στο εμπόριο και στον ανταγωνισμό πρέπει να αξιολογηθεί πλήρως.
70. Κατά την Επιτροπή, στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να καθοριστεί συγκεκριμένα ποιος επωφελείται τελικώς από την ενίσχυση. Το σχέδιο τροποποιήσεως του προσωρινού προγράμματος δεν παρέχει τη δυνατότητα αποτροπής της δημιουργίας καταστάσεων σωρεύσεως ενισχύσεων de minimis, τις οποίες απαγορεύει η ανακοίνωση. Ο ίδιος ιδιοκτήτης μπορεί να λάβει περισσότερες από μία ενισχύσεις βάσει των διαφορετικών πρατηρίων καυσίμων που εκμεταλλεύεται με δικό του επιχειρηματικό κίνδυνο.
71. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι το σχέδιο τροποποιήσεως του κοινοποιηθέντος προσωρινού προγράμματος, το οποίο προβλέπει τη χορήγηση των ενισχύσεων ανά πρατήριο καυσίμων, δεν ήταν δυνατό να εμπίπτει στην εξαίρεση de minimis. Τήρησε, πράγματι, τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
72. Η Επιτροπή αμφισβητεί επίσης την ορθότητα του ισχυρισμού ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως. ράγματι, η απόφαση διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους αμφιβάλλει ότι τηρήθηκε το ανώτατο όριο de minimis.
Εκτίμηση
Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως
73. Όσον αφορά την αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 190 της Συνθήκης, το Δικαστήριο έχει θέσει τις ακόλουθες αρχές .
74. Η αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της οικείας πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του εκδόντος την πράξη κοινοτικού οργάνου, κατά τρόπο που να παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως, ιδίως, του περιεχομένου της πράξεως και του συμφέροντος που ενδέχεται να έχουν προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να εξειδικεύει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 190 της Συνθήκης πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.
75. Η Ολλανδική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν συμμορφώθηκε στις τυπικές απαιτήσεις περί αιτιολογίας. Κατά την Κυβέρνηση αυτή, η απόφαση δεν της παρείχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι το σχέδιο τροποποιήσεως του προσωρινού προγράμματος ήταν ασυμβίβαστο προς τον κανόνα de minimis.
76. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέθεσε γενικώς τα στοιχεία που είχε την πρόθεση να λάβει υπόψη για να καθορίσει αν το προσωρινό πρόγραμμα και το σχέδιο τροποποιήσεως του προγράμματος αυτού τήρησαν τους όρους εφαρμογής του κανόνα de minimis.
77. ράγματι, στο σημείο 74 in fine της αποφάσεως, η Επιτροπή εκθέτει τα εξής:
«άντως, ο κανόνας de minimis εφαρμόζεται σε τελευταία ανάλυση για τον καθορισμό της αποδέκτριας επιχείρησης της τρέχουσας ενίσχυσης και για το κατά πόσον πληρούται το όριο de minimis για κάθε αποδέκτρια επιχείρηση [...]».
78. Στο σημείο 82 της αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι εντόπισε περιπτώσεις σωρεύσεως ενισχύσεως de minimis που απαγορεύονται από την ανακοίνωση όταν ο ίδιος ασκών την εκμετάλλευση υπέβαλε αίτηση για ενίσχυση πάνω από μία φορά και, κατά συνέπεια, περιλαμβάνεται πολλές φορές στον κατάλογο των επιλέξιμων αποδεκτών.
79. Επομένως, η Επιτροπή εξηγεί κατά τρόπο σαφή και όχι διφορούμενο ότι, όταν εντοπίσει περιπτώσεις σωρεύσεως ενισχύσεων, δηλαδή όταν ο ίδιος αιτών μπορεί να λάβει ενίσχυση de minimis πάνω από μία φορά, θα θεωρήσει ότι η ανακοίνωση δεν έχει εφαρμογή.
80. Έστω και αν η Επιτροπή δεν εξέθεσε ρητώς τους λόγους για τους οποίους το σχέδιο τροποποιήσεως του προσωρινού προγράμματος δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις de minimis, από τα σημεία 74 και 82 της αποφάσεως προκύπτει ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση ήταν σε θέση να γνωρίσει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι το σχέδιο αυτό δεν τηρούσε την ανακοίνωση.
81. ράγματι, το σχέδιο τροποποιήσεως του προγράμματος αποσκοπεί ακριβώς να παράσχει τη δυνατότητα στον ιδιοκτήτη πλειόνων πρατηρίων καυσίμων να λαμβάνει ενίσχυση για κάθε πρατήριο καυσίμων που του ανήκει. Επομένως, ο ιδιοκτήτης αυτός μπορεί να λάβει ενίσχυση de minimis πάνω από μία φορά κατά παράβαση του όρου περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως. Η κατάσταση αυτή εμπίπτει οπωσδήποτε στις περιπτώσεις που εκθέτει γενικώς η Επιτροπή στο σημείο 74 της αποφάσεως.
82. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η απόφαση είναι σύμφωνη προς τις επιταγές του άρθρου 190 της Συνθήκης, εφόσον περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία παρέχουν στην Ολλανδική Κυβέρνηση τη δυνατότητα να αντιληφθεί τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους η Επιτροπή στηρίζει την απόφαση με την οποία θεωρεί ότι το σχέδιο τροποποιήσεως του προσωρινού προγράμματος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως.
83. Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν είναι βάσιμος.
Επί της πλάνης εκτιμήσεως του όρου περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως
84. Υπενθυμίζω ότι το σχέδιο τροποποιήσεως του προσωρινού προγράμματος αποσκοπεί στην κάλυψη της ελλείψεως ισορροπίας που παρουσιάστηκε μεταξύ των πρατηρίων καυσίμων όσον αφορά το ύψος των χορηγουμένων ενισχύσεων. Θεσπίζει την αρχή της χορηγήσεως μίας ενισχύσεως ανά πρατήριο καυσίμων. Με άλλα λόγια, παρέχει τη δυνατότητα στον ιδιοκτήτη πλειόνων πρατηρίων καυσίμων να λάβει τόσες ενισχύσεις όσα είναι τα πρατήρια καυσίμων που κατέχει. Επομένως, υφίσταται πράγματι ο κίνδυνος υπερβάσεως του ανωτάτου ορίου de minimis από τον αιτούντα, πράγμα το οποίο απαγορεύει η ανακοίνωση.
85. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει, καθόσον θεώρησε ότι, λόγω της παραβάσεως της υποχρεώσεως περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως την οποία υπέχει, το σχέδιο τροποποιήσεως του προσωρινού προγράμματος δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως.
86. Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση του κανόνα de minimis πρέπει να απορριφθεί.
Επί της παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης
87. Εφόσον καταλήγω ότι δεν είναι βάσιμη η αιτίαση που αντλείται από την πλάνη εκτιμήσεως του όρου περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως, δεν μπορώ παρά να καταλήξω στην απόρριψη των αιτιάσεων που αντλούνται από την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όπως αυτές προβλήθηκαν από την Ολλανδική Κυβέρνηση .
Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
88. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, διακρίνοντας μεταξύ των κατηγοριών πρατηρίων καυσίμων που είναι «καθαρά» Co/Co και σε «de facto» Co/Co , η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και τον κανόνα de minimis, τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, την απαίτηση επαρκούς ακρίβειας της αποφάσεως που απορρέει από το άρθρο 189 της Συνθήκης, καθώς και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που θέτει το άρθρο 190 της Συνθήκης.
89. Η Ολλανδική Κυβέρνηση υπενθυμίζει, πρωτίστως, ότι, όπως υποστήριξε σε σχέση με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το γεγονός ότι ορισμένα πρατήρια καυσίμων τα οποία υπάγονται σε καθεστώς ενισχύσεων ανά πρατήριο καυσίμων συνιστούν ενιαία επιχείρηση ή ανήκουν στην κυριότητα του ιδίου προσώπου δεν θα πρέπει να ασκεί καμία επιρροή στο ζήτημα της εφαρμογής του κανόνα de minimis. ράγματι, και στις δύο περιπτώσεις ένα πρατήριο καυσίμων δεν λαμβάνει ποτέ πάνω από μια ενίσχυση. Επομένως, οι περιπτώσεις σωρεύσεως που απαγορεύει η ανακοίνωση αποκλείονται.
90. Η Ολλανδική Κυβέρνηση παρατηρεί, επικουρικώς, ότι, στο σημείο 82, στοιχείο α_, της αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι 28 αιτούντες αντιστοιχούν στον ορισμό των πρατηρίων καυσίμων που είναι «καθαρά» Co/Co. άντως, δεν διευκρίνισε τα πραγματικά και νομικά στοιχεία βάσει των οποίων κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό. Ακριβέστερα, η Ολλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, στην απαρίθμηση των πρατηρίων καυσίμων που εμπίπτουν στην τυπολογία αυτή, η Επιτροπή δεν εντόπισε τις εταιρίες πετρελαίου οι οποίες, κατ' αυτήν, κατείχαν πλείονα πρατήρια καυσίμων και ελάμβαναν πλείονες ενισχύσεις de minimis.
91. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, η μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως την εμποδίζει να εκτελέσει πλήρως την απόφαση. ράγματι, δεν έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει το ύψος των ποσών τα οποία θα πρέπει να ανακτήσει και τα πρόσωπα από τα οποία θα πρέπει να τα ανακτήσει.
92. Η Ολλανδική Κυβέρνηση διατυπώνει τις ίδιες αιτιάσεις όσον αφορά τους 21 αιτούντες που πληρούν τα κριτήρια του ορισμού των de facto Co/Co πρατηρίων καυσίμων. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε σε ποιες περιπτώσεις πρόκειται για τους ίδιους αιτούντες ούτε τα πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, παρέβη τις υποχρεώσεις των άρθρων 189 και 190 της Συνθήκης.
93. Η Επιτροπή επαναλαμβάνει τις παρατηρήσεις που διατύπωσε στα πλαίσια του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Υπενθυμίζει ότι, όταν ο ίδιος ιδιοκτήτης κατέχει πλείονα πρατήρια καυσίμων και λαμβάνει μία ενίσχυση de minimis ανά πρατήριο καυσίμων, υπάρχει υπέρβαση του ανωτάτου ορίου των 100 000 ευρώ. Επομένως, η περίπτωση αυτή δεν εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως, αλλά του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.
94. Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, δεδομένου ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν απάντησε στις πολυάριμες αιτήσεις της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών καθώς σε εντολή της Επιτροπής που αφορούσε, ιδίως, τη δομή της ιδιοκτησίας των πρατηρίων καυσίμων, δεν μπόρεσε να στηρίξει την απόφασή της παρά στις πληροφορίες τις οποίες διέθετε. Η Επιτροπή ανέφερε ρητώς ότι ως προς ορισμένα ζητήματα της χορηγήθηκαν ανεπαρκή στοιχεία, ενώ ως προς άλλα ζητήματα δεν της χορηγήθηκε κανένα απολύτως στοιχείο (σημεία 76 έως 81 της αποφάσεως), οπότε βάσει των στοιχείων αυτών μπόρεσε να προβεί στην ταξινόμηση που παρατίθεται στο σημείο 82 της αποφάσεως.
95. Η Επιτροπή φρονεί ότι συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της υπό κρίση περιπτώσεως.
Εκτίμηση
96. Εξέθεσα ήδη τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι η ανακοίνωση δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ίδιος αιτών μπορεί να λάβει πάνω από μία φορά ενίσχυση de minimis . Δεν θα επανέλθω στο ζήτημα αυτό.
97. Όσον αφορά το επιχείρημα που η Ολλανδική Κυβέρνηση αντλεί από την ανεπάρκεια αιτιολογίας της αποφάσεως , επιβάλλονται δύο παρατηρήσεις.
98. ρώτον, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή εξέθεσε, χωρίς η Ολλανδική Κυβέρνηση να τη διαψεύσει, ότι δεν έλαβε τα πλήρη στοιχεία που θα της παρείχαν τη δυνατότητα να εντοπίσει με ακρίβεια τα πρατήρια καυσίμων που εμπίπτουν σε μία από τις τρεις κατηγορίες Do/Do, Co/Do και Co/Co. ράγματι, στο σημείο 64 της αποφάσεως, εξήγησε ότι οι ολλανδικές αρχές περιορίστηκαν να διαβιβάσουν τα ερωτηματολόγια που συμπλήρωσαν τα πρατήρια καυσίμων, χωρίς τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα έντυπα αυτά να τεκμηριώνονται με αποδεικτικά στοιχεία. Διευκρινίζεται, μεταξύ άλλων, ότι τα πρατήρια καυσίμων κατέταξαν εαυτά σε μία από τις κατηγορίες αυτές, χωρίς να παράσχουν αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την εν λόγω κατάταξη. Η Επιτροπή επισημαίνει, χωρίς οι ολλανδικές αρχές να τη διαψεύδουν ούτε ως προς το σημείο αυτό, ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση κατάρτισε τον κατάλογό της στηριζόμενη στις απαντήσεις που έδωσαν οι αιτούντες, χωρίς άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Αναφέρει ότι η ίδια προέβη, αντιθέτως, στην ταξινόμησή της βάσει των συμφωνιών που συνδέουν τις εταιρίες πετρελαίου με τους διανομείς τους και τις οποίες η Ολλανδική Κυβέρνηση τις διεβίβασε και βάσει των δικών της στατιστικών δεδομένων.
99. Ομοίως, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, απαντώντας στο επιχείρημα ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε την απόφασή της βάσει των ανεπαρκών στοιχείων που της παρασχέθηκαν, η Ολλανδική Κυβέρνηση δικαιολόγησε την ολιγωρία της επικαλούμενη μια θέση αρχής. Κατά την Κυβέρνηση αυτή, η υποχρέωση ενημερώσεως την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη είναι, κατ' ανάγκην, λιγότερο εκτεταμένη στην περίπτωση της ενισχύσεως de minimis, την οποία προβλέπει η ανακοίνωση, απ' ό,τι βάσει των διατάξεων των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης. Η Κυβέρνηση αυτή φρονεί, πράγματι, ότι η ανακοίνωση εκδόθηκε στα πλαίσια μέριμνας απλοποιήσεως της διοικητικής διαδικασίας τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, θα ήταν αντίθετο προς τον εν λόγω σκοπό της απλοποιήσεως της διοικητικής διαδικασίας να επιβαρυνθούν τα κράτη μέλη όσον αφορά την παροχή πληροφοριακών στοιχείων. Εφόσον το προσωρινό πρόγραμμα και το σχέδιο τροποποιήσεως του προγράμματος αυτού στηρίζονται ακριβώς στην ανακοίνωση, η Ολλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανόνα de minimis, η υποχρέωση παροχής πληροφοριών την οποία υπέχει έχει μικρότερη σημασία απ' ό,τι στο πλαίσιο του καθεστώτος του κοινού δικαίου των κρατικών ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, υποστηρίζει ότι μπορούσε δικαιολογημένα να σχηματίσει την πεποίθηση ότι η χορηγηθείσα στους αιτούντες ενίσχυση δεν χρειαζόταν να κοινοποιηθεί.
100. Όπως ακριβώς η Επιτροπή, φρονώ ότι η εν λόγω υποχρέωση συνεργασίας επιβάλλεται με ακόμη μεγαλύτερη ένταση στο πλαίσιο του κανόνα de minimis. Υπενθυμίζω ότι ο κανόνας de minimis συνιστά παρέκκλιση από το καθεστώς του κοινού δικαίου των κρατικών ενισχύσεων. Η εφαρμογή του κανόνα αυτού απαλλάσσει, πράγματι, την ενίσχυση που χορηγεί το κράτος μέλος από την κοινοποιήση, επομένως, από την εξουσία ελέγχου της Επιτροπής του άρθρου 93, παράγραφοι 1 και 3 της Συνθήκης. αρέχει επίσης στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να καταβάλουν τις ενισχύσεις αυτές χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή. Όπως όμως προαναφέρθηκε, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κάθε παρέκκλιση από μια αρχή πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά. Εάν γινόταν δεκτή η ανάλυση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, θα έπρεπε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αρχή της συσταλτικής ερμηνείας των παρεκκλίσεων πρέπει να τεθεί εκ ποδών ακριβώς κατά την εφαρμογή ενός κανόνα που εισάγει παρέκκλιση. Κατά συνέπεια, δεν θα εξασφαλιζόταν η τήρηση της αρχής της συσταλτικής ερμηνείας της παρεκκλίσεως από έναν κανόνα εάν γινόταν δεκτή η ανάλυση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως.
101. Η ανακοίνωση επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να μεριμνά ώστε να τηρούνται οι αυστηροί όροι εφαρμογής του κανόνα de minimis. Η αποδοχή της δυνατότητας κράτους μέλους το οποίο επικαλείται την εφαρμογή του κανόνα de minimis να μη συμμορφώνεται πλήρως και αυστηρώς στην υποχρέωση ενημερώσεως που υπέχει θα καθιστούσε δυσχερή, αν όχι αδύνατη, την εκπλήρωση της αποστολής ελέγχου που έχει ανατεθεί στην Επιτροπή.
102. Κατά συνέπεια, καταλήγω ότι, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 10 ΕΚ), τα κράτη μέλη έχουν καθήκον συνεργασίας στο πλαίσιο της εφαρμογής της ανακοινώσεως . Το εν λόγω καθήκον συνεργασίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να παρέχουν στην Επιτροπή όλα τα στοιχεία που θα της δώσουν τη δυνατότητα να εκπληρώσει την αποστολή της και, κυρίως, να εκτιμήσει τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως προς το κοινοτικό δίκαιο . Το κράτος μέλος το οποίο δεν τηρεί το καθήκον συνεργασίας κατά τη διάρκεια του διοικητικού σταδίου δεν μπορεί, στη συνέχεια, να κατηγορήσει την Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως ή αιτιολόγησε ανεπαρκώς την απόφασή της .
103. Στο μέτρο που η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν τήρησε το καθήκον συνεργασίας κατά το διοικητικό στάδιο, δεν μπορεί, στη συνέχεια, να προσάψει στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως ή ότι αιτιολόγησε ανεπαρκώς την απόφασή της.
104. Δεύτερον, η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί ότι, μεταξύ των συνοριακών πρατηρίων καυσίμων που ζήτησαν ενισχύσεις de minimis, υπάρχουν πρατήρια καυσίμων που εμπίπτουν στην κατηγορία Co/Co και, ακριβέστερα, στις υποκατηγορίες των «καθαρώvs» Co/Co και των «de facto» Co/Co.
105. Οι αιτιάσεις αφορούν αποκλειστικά τις ανακρίβειες της αποφάσεως, εξ αιτίας των οποίων η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν μπόρεσε να καθορίσει την ακριβή ταυτότητα των πρατηρίων καυσίμων που εμπίπτουν στις δύο αυτές υποκατηγορίες και το ποσό της ενισχύσεως που θα πρέπει να αναζητηθεί από αυτά.
106. ρέπει να υπομνηστεί ότι η νομιμότητα των αποφάσεων της Επιτροπής δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με επιχειρήματα τα οποία αναφέρονται στους τρόπους εκτελέσεως της αποφάσεως, όπως ο ισχυρισμός ότι η απόφαση αυτή δεν μπορεί να εκτελεστεί λόγω των δυσχερειών που συνδέονται με τον εντοπισμό των αποδεκτών της εντολής ανακτήσεως.
107. Το Δικαστήριο έχει κρίνει παγίως ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, το κράτος μέλος «το οποίο, κατά την εκτέλεση διαταγής επιστροφής, αντιμετωπίζει απρόβλεπτες δυσχέρειες, [μπορεί] να υποβάλει τα προβλήματα αυτά στην εκτίμηση της Επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος οφείλουν, πράγματι, σύμφωνα με το καθήκον έντιμης συνεργασίας που διατυπώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 5 της Συνθήκης, να συνεργασθούν καλόπιστα με σκοπό την υπέρβαση των δυσχερειών, τηρώντας απαρεγκλίτως τις διατάξεις της Συνθήκης και, ιδίως, τις σχετικές με τις ενισχύσεις» .
108. Κατά συνέπεια, αν η Ολλανδική Κυβέρνηση αντιμετώπιζε δυσχέρειες κατά την εκτέλεση της αποφάσεως, όφειλε να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή, η οποία ήταν υποχρεωμένη να τη βοηθήσει να υπερβεί τις δυσχέρειες αυτές, σύμφωνα με το καθήκον αγαστής συνεργασίας του άρθρου 5 της Συνθήκης.
109. Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως της Ολλανδικής Κυβερνήσεως δεν είναι βάσιμος. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί.
Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως
110. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Ολλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, τεκμαίροντας την ύπαρξη έμμεσης ενισχύσεως στις εταιρίες πετρελαίου, οι οποίες συνδέονται με τα πρατήρια καυσίμων με συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας που περιλαμβάνει ρήτρα διαχειρίσεως των τιμών, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, τον κανόνα de minimis, παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και την υποχρέωση αιτιολογήσεως του άρθρου 190 της Συνθήκης.
111. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, μια έμμεση ενίσχυση δεν εμπίπτει στο άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης εάν ο δικαιούχος της δεν μπορεί να εντοπιστεί άμεσα ή έμμεσα, βάσει του περιεχομένου ή του σκοπού του επίδικου εθνικού μέτρου.
112. Η Κυβέρνηση αυτή ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή αποδίδει σε μια συμβατική σχέση του ιδιωτικού δικαίου μεταξύ μιας εταιρίας πετρελαίου και του πελάτη της σημασία την οποία δεν έχει ούτε από νομικής ούτε από πραγματικής απόψεως.
113. ράγματι, η Ολλανδική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι ρήτρες αυτές διαφέρουν ως προς το περιεχόμενό τους και δεν δημιουργούν άνευ όρων υποχρέωση σε βάρος των εταιριών πετρελαίου να συμβάλουν στη μείωση των τιμών που εφαρμόζουν τα πρατήρια καυσίμων. Η πρωτοβουλία των μειώσεων αυτών και της εφαρμογής των εν λόγω ρητρών ανήκει, ως επί το πλείστον, στις εταιρίες πετρελαίου, οι οποίες θα δέχονταν να τις εφαρμόσουν μόνον εάν απειλούνταν το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν. Όμως, η ανταγωνιστική θέση εκάστης των εταιριών πετρελαίου στην ολλανδική αγορά δεν επηρεάστηκε από τις διαφορές τιμών σε σχέση με τη Γερμανία, εφόσον το ίδιο μέτρο αφορούσε όλες τις εταιρίες.
114. Εν πάση περιπτώσει, η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν μπορούσε να προβλέψει ότι οι εταιρίες πετρελαίου θα επωφελούνταν έμμεσα από την ενίσχυση που χορηγήθηκε δυνάμει του προσωρινού προγράμματος μέσω των συμβατικών ρητρών διαχειρίσεως των τιμών, οι οποίες είναι εμπιστευτικές. Το εν λόγω έμμεσο και ενδεχόμενο πλεονέκτημα υπέρ των εταιριών πετρελαίου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση. ράγματι, το πλεονέκτημα αυτό προκύπτει από συμβατικές σχέσεις από τις οποίες οι εθνικές αρχές αποκλείονται παντελώς και των οποίων την ύπαρξη αγνοούν. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τις αρχές αυτές να βεβαιώνονται διαρκώς, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς τους, ότι υπάρχουν τέτοια έμμεσα αποτελέσματα τα οποία δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά από αυτές και ακόμη λιγότερο να αποκλείουν σε κάθε περίπτωση την παραγωγή τέτοιων αποτελεσμάτων.
Εκτίμηση
115. Το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ορίζει ότι είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών εμπορικές συναλλαγές, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής.
116. Θεωρούνται, κυρίως, ως ενισχύσεις οι επεμβάσεις οι οποίες, υπό διαφορετικές μορφές, ελαφρύνουν τα βάρη του προϋπολογισμού μιας επιχειρήσεως και, κατά τον τρόπο αυτόν, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις υπό την αυστηρή έννοια του όρου, είναι της ίδιας φύσεως και έχουν πανομοιότυπα αποτελέσματα .
117. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει παγίως ότι η Επιτροπή πρέπει να τηρεί τους κανόνες της Συνθήκης και να εξετάζει το πραγματικό αποτέλεσμα των μέτρων, ενώ ο σκοπός και η μορφή των ενισχύσεων δεν ασκούν, συναφώς, καμία επιρροή .
118. Ο καθορισμός του δικαιούχου κρατικής ενισχύσεως έχει κεφαλαιώδη σημασία. Από τον καθορισμό αυτόν εξαρτάται, σε περίπτωση υποχρεώσεως ανακτήσεως της ενισχύσεως, το ζήτημα από ποιον αυτή πρέπει να αναζητηθεί. Επιπλέον, ο καθορισμός αυτός καθιστά δυνατό να αξιολογηθεί αν η ενίσχυση επηρεάζει τον ανταγωνισμό ή τις συναλλαγές και να εκτιμηθεί η συμβατότητά της με την κοινή αγορά.
119. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αποδέκτες της ενισχύσεως είναι τα πρόσωπα τα οποία επωφελούνται πράγματι από την ενίσχυση .
120. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι εταιρίες πετρελαίου είναι οι έμμεσοι αποδέκτες των ενισχύσεων de minimis που χορηγεί η Ολλανδική Κυβέρνηση στα πρατήρια καυσίμων που βρίσκονται πλησίον των γερμανικών συνόρων. Κατά την Επιτροπή, λόγω της ενισχύσεως αυτής που χορηγεί το ολλανδικό δημόσιο, οι εταιρίες απαλλάσσονται από την εφαρμογή των ρητρών διαχειρίσεως των τιμών που τις συνδέουν με τους διανομείς τους. Η απόφαση ορίζει τα εξής:
«(84) Ο στόχος της ρήτρας που προβλέπει σύστημα διαχείρισης τιμών είναι να προστατεύσει τον συνολικό κύκλο εργασιών του αντιπροσώπου έναντι πωλήσεων ανταγωνιστών σε άμεση γειτνίαση με το πρατήριο καυσίμων του. Η ρήτρα συνήθως προβλέπει ότι η εταιρία πετρελαίου μπορεί να καλύψει τμήμα του κόστους της έκπτωσης που θα χορηγηθεί από τον ασκούντα την εκμετάλλευση στον βαθμό που οι όροι της εγχώριας ή/και διεθνούς αγοράς καθιστούν επιθυμητή ή απαραίτητη τη χορήγηση των εκπτώσεων αυτών είτε σε βραχυπρόθεσμη είτε σε μακροπρόθεσμη βάση. Συχνά απαιτούνται διαβουλεύσεις μεταξύ των μερών προτού να εισαχθούν τέτοιες εκπτώσεις. Η τρέχουσα ενίσχυση που παρέχεται από τον προμηθευτή καθορίστηκε μέσω πίνακα κατανομής ή συμφωνιών συμμετοχής. Τα ποσά αυτά κατά κανόνα αναφέρονται στα τιμολόγια.»
121. Κατά την Επιτροπή, οι ενισχύσεις που χορηγεί το ολλανδικό δημόσιο στα πρατήρια καυσίμων που βρίσκονται πλησίον των γερμανικών συνόρων αποσκοπούν στην προστασία του συνολικού κύκλου εργασιών των προσώπων που ασκούν την εκμετάλλευση των πρατηρίων έναντι πωλήσεων ανταγωνιστών σε άμεση γειτνίαση με τα πρατήριά τους καυσίμων. Εκτιμά ότι η εφαρμογή του προσωρινού προγράμματος καθιστά ανενεργή την υποχρέωση που περιλαμβάνεται στις ρήτρες διαχειρίσεως τιμών. ράγματι, ελλείψει περιστάσεων που δικαιολογούν την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής, οι εταιρίες πετρελαίου απαλλάσσονται από την υποχρέωσή τους. Με άλλα λόγια, εφόσον η μείωση της τιμής στο πρατήριο καυσίμων που συνομολογήθηκε από τον αντιπρόσωπο, προκειμένου να διατηρήσει το μέριδιο της αγοράς που κατέχει, χρηματοδοτήθηκε από την ενίσχυση που χορήγησε το ολλανδικό δημόσιο, η αίτηση παρεμβάσεως προς την εταιρία πετρελαίου η οποία στηρίζεται σε ρήτρα διαχειρίσεως τιμών κρίνεται, κατ' ανάγκην, από την εταιρία αλυσιτελής .
122. Η ανάλυση αυτή είναι πειστική. Νομίζω ότι το έμμεσο πλεονέκτημα που αντλούν οι εταιρίες πετρελαίου απορρέει, πράγματι, άμεσα από την ενίσχυση που χορήγησε το ολλανδικό δημόσιο .
123. Η σύγκριση μεταξύ των διατάξεων του προσωρινού προγράμματος και των ρητρών διαχειρίσεως τιμών καταδεικνύει ότι αυτές συμπίπτουν - ίδιες προϋποθέσεις εφαρμογής, ίδια φύση, ίδια αποτελέσματα. Η εφαρμογή του προσωρινού προγράμματος καθιστά de facto αλυσιτελή την εκπλήρωση της συμβατικής υποχρεώσεως. ράγματι, εάν τα συστήματα αυτά εφαρμόζονταν από κοινού θα επικαλύπτονταν.
124. Όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής του προσωρινού προγράμματος, υπενθυμίζεται ότι σκοπός της ενισχύσεως που κατέβαλε η Ολλανδική Κυβέρνηση είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο μειώσεως του κύκλου εργασιών των πρατηρίων καυσίμων που βρίσκονται πλησίον των γερμανικών συνόρων, κατόπιν της αυξήσεως της τιμής των καυσίμων που προκάλεσε η αύξηση των φόρων καταναλώσεως που αποφάσισαν να επιβάλουν οι Κάτω Χώρες. ράγματι, η διαφορά μεταξύ των τιμών των χωρών καταναλώσεως κατόπιν της σχεδιαζομένης αυξήσεως και των τιμών που ισχύουν στη Γερμανία προκάλεσε τον φόβο μήπως η πελατεία των εν λόγω πρατηρίων καυσίμων απευθυνθεί στα πρατήρια καυσίμων που βρίσκονται στη Γερμανία, λόγω των πλέον ανταγωνιστικών τιμών που ισχύουν στη γειτονική αυτή χώρα.
125. Η υποχρέωση που απορρέει από τις ρήτρες διαχειρίσεως τιμών επιδιώκει ακριβώς τον ίδιο σκοπό και ισχύει εφόσον συντρέχουν οι ίδιες περιστάσεις. ράγματι, η ρήτρα αυτή συνίσταται στην προστασία του κύκλου εργασιών των ασκούντων την εκμετάλλευση έναντι των πωλήσεων ανταγωνιστών που έχουν άμεση γειτνίαση με το πρατήριο καυσίμων τους, εφόσον οι συνθήκες της εσωτερικής ή της διεθνούς αγοράς καθιστούν επιθυμητή ή αναγκαία την προσωρινή ή διαρκή προσαρμογή των εκπτώσεων αυτών .
126. Επιπλέον, η ενίσχυση που χορηγήθηκε κατ' εφαρμογήν του προσωρινού προγράμματος παράγει τα ίδια αποτελέσματα με την ενίσχυση που χορηγήθηκε δυνάμει της ρήτρας διαχειρίσεως τιμών.
127. Σύμφωνα με το προσωρινό πρόγραμμα, μια ενίσχυση χορηγείται υπέρ των Ολλανδών διανομένων καυσίμων βάσει πίνακα τιμών που λαμβάνει υπόψη την εγγύτητα των πρατηρίων καυσίμων προς τους Γερμανούς ανταγωνιστές. Στο προσωρινό πρόγραμμα διευκρινίζεται ότι, σε περίπτωση αυξήσεως των γερμανικών φόρων καταναλώσεως, επομένως όταν οι συνθήκες της διεθνούς αγοράς δεν δικαιολογούν πλέον την καταβολή της ενισχύσεως, το ποσό των ενισχύσεων θα μειωθεί αντιστοίχως.
128. Το σύστημα που καθιερώνουν οι ρήτρες διαχειρίσεως τιμών είναι πανομοιότυπο. ράγματι, οι ρήτρες αυτές προβλέπουν ότι «η εταιρία πετρελαίου μπορεί να καλύψει τμήμα του κόστους της έκπτωσης που θα χορηγηθεί από τον ασκούντα την εκμετάλλευση στον βαθμό που οι όροι της εγχώριας ή/και διεθνούς αγοράς καθιστούν επιθυμητή ή απαραίτητη τη χορήγηση των εκπτώσεων αυτών είτε σε βραχυπρόθεσμη είτε μακροπρόθεσμη βάση» . Επιπλέον ορίζεται ότι «η τρέχουσα ενίσχυση που παρέχεται από τον προμηθευτή καθορίστηκε μέσω πίνακα κατανομής ή συμφωνιών συμμετοχής» . Ο εν λόγω πίνακας κατανομής ή η συμφωνία συμμετοχής εξομοιώνεται, κατά συνέπεια, με προκαθορισμένο πίνακα τιμών ο οποίος εφαρμόζεται όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ρήτρας.
129. Είναι αυτονόητο ότι το ζήτημα αν το ολλανδικό δημόσιο καταβάλλει ή όχι ενίσχυση στα πρατήρια καυσίμων τα οποία δεσμεύονται με ρήτρα διαχειρίσεως τιμών έχει καθοριστικές οικονομικές συνέπειες για τις εταιρίες πετρελαίου. ράγματι, η ενίσχυση που καταβάλλεται στις περιπτώσεις αυτές απαλλάσσει την εταιρία πετρελαίου από την υποχρέωση συμμετοχής στο κόστος της εκπτώσεως που εφαρμόζει ο διανομέας της στο πρατήριο καυσίμων. Τούτο καθίσταται σαφές με ένα επιχείρημα a contrario. Αν το ολλανδικό δημόσιο δεν χορηγούσε καμία ενίσχυση στα πρατήρια καυσίμων που συνδέονται, με τις ρήτρες αυτές, με τις εταιρίες πετρελαίου, οι εταιρίες αυτές θα έπρεπε, λόγω της καταστάσεως της εγχώριας και της διεθνούς αγοράς, να εκπληρώσουν την υποχρέωση που υπέχουν από τη ρήτρα διαχειρίσεως τιμών. ράγματι, αν δεν το έπρατταν, οι διανομείς τους, ελλείψει κρατικής ενισχύσεως, θα στερούνταν της δυνατότητας να εφαρμόσουν εκπτώσεις στην τιμή των καυσίμων στα πρατήρια για να διατηρήσουν την πελατεία τους. Επομένως, ο φόβος ότι η πελατεία αυτή θα αγοράζει καύσιμα από τους ανταγωνιστές σε άμεση γειτνίαση με το πρατήριο καυσίμων της εταιρίας πετρελαίου, οι οποίοι εφαρμόζουν πλέον ελκυστικές τιμές, θα ήταν απολύτως δικαιολογημένος. Τέτοιοι ανταγωνιστές θα μπορούσαν, μεταξύ άλλων, να είναι οι ασκούντες την εκμετάλλευση γερμανικών πρατηρίων καυσίμων, οι οποίοι καταβάλλουν χαμηλότερους φόρους καταναλώσεως απ' αυτούς που ισχύουν στις Κάτω Χώρες και τα ολλανδικά πρατήρια βενζίνης στα οποία έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του προσωρινού προγράμματος. Στην περίπτωση αυτή, θεωρώ ότι είναι πολύ πιθανόν ότι οι εταιρίες θα εφαρμόσουν τη ρήτρα διαχειρίσεως τιμών, κατόπιν αιτήσεως των διανομέων τους, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο απωλείας μεριδίων της αγοράς. Επομένως, η εφαρμογή της ενισχύσεως de minimis στην περίπτωση των πρατηρίων καυσίμων που συνδέονται με συμφωνίες αποκλειστικής αγοράς οι οποίες περιέχουν ρήτρες διαχειρίσεως τιμών παρέχει τη δυνατότητα συναγωγής του συμπεράσματος ότι οι εταιρίες πετρελαίου είναι οι έμμεσοι, πλήν όμως πραγματικοί, αποδέκτες της ενισχύσεως. Επομένως, είναι δυνατό να δημιουργηθούν καταστάσεις σωρεύσεως ενισχύσεων.
130. Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγω ότι αποδεικνύεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενισχύσεως που χορηγείται με κρατικούς πόρους και του πλουτισμού των εταιριών πετρελαίου.
131. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει τεκμαίροντας την ύπαρξη έμμεσης ενισχύσεως στις εταιρίες πετρελαίου που συνδέονται με τα πρατήρια βενζίνης με σύμβαση αποκλειστικής αγοράς η οποία περιλαμβάνει ρήτρα διαχειρίσεως τιμών, από το γεγονός και μόνον της υπάρξεως των ρητρών αυτών.
132. Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως της Ολλανδικής Κυβερνήσεως δεν είναι βάσιμος. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί.
Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως
133. Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως η Ολλανδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι, καθόσον θεώρησε ότι η χορήγηση ενισχύσεως υπέρ των πρατηρίων καυσίμων για τα οποία οι ολλανδικές αρχές δεν παρέσχον πληροφορίες ή παρέσχον ανεπαρκείς πληροφορίες εμπίπτει στο άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και όχι στην οδηγία, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, τον κανόνα de minimis, παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, την επιταγή επαρκούς ακρίβειας της αποφάσεως που απορρέει από το άρθρο 189 της Συνθήκης, καθώς και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που διατυπώνεται στο άρθρο 190 της Συνθήκης.
134. Γενικώς, η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κυρίως, ότι η έλλειψη των στοιχείων που ζήτησε η Επιτροπή δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον φόβο της Επιτροπής ότι συντρέχει περίπτωση σωρεύσεως ενισχύσεων υπέρ των οικείων πρατηρίων καυσίμων. Η Ολλανδική Κυβέρνηση υπενθυμίζει, όπως ήδη υπογράμμισε με την ευκαιρία του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι, όποια περίπτωση και αν ληφθεί υπόψη - δηλαδή η περίπτωση του αιτούντος που κατέχει ένα ή πλείονα πρατήρια καυσίμων -,το πρατήριο καυσίμων που λαμβάνει την ενίσχυση δεν θα μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να λάβει την ενίσχυση αυτή πάνω από μία φορά. Εφόσον τηρήθηκε ο όρος της μη σωρεύσεως, η Επιτροπή όφειλε να αποκλείσει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.
135. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον θεώρησε ότι τα στοιχεία που της χορηγήθηκαν πρέπει να θεωρηθούν ανεπαρκή για τον λόγο και μόνον της παραλείψεως κοινοποιήσεως των συμβάσεων αποκλειστικής αγοράς. ράγματι, κατά την Κυβέρνηση αυτή, η εξέταση συμφωνιών της κατηγορίας αυτής στερείται σημασίας όταν πρόκειται να εκτιμηθεί μία ενίσχυση στους ασκούντες την εκμετάλλευση πρατηρίων καυσίμων βάσει των κριτηρίων της ανακοινώσεως. Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται, λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων παρατηρήσεων, όταν η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι συμφωνίες αποκλειστικής αγοράς της είναι απαραίτητες για να εντοπίσει την ύπαρξη εμμέσων ενισχύσεων προς τις εταιρίες πετρελαίου.
136. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι δεν της κοινοποιήθηκε κανένα στοιχείο είναι ανακριβής όσον αφορά τα πρατήρια καυσίμων 297, 372 και 433.
137. Η Επιτροπή εμμένει στον ισχυρισμό της ότι δεν έλαβε πληροφορίες όσον αφορά τα πρατήρια καυσίμων 297, 372 και 433. Επιπλέον, διατείνεται ότι, αν η απόφαση περιέχει ανακρίβειες, αυτές πρέπει να καταλογιστούν στα ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία που παρέσχε η Ολλανδική Κυβέρνηση.
138. Κατά την Επιτροπή, δεν εναπόκειται στα κράτη μέλη να εκτιμήσουν αν τα στοιχεία που ζητήθηκαν έχουν σχέση ή όχι με την υπόθεση, αλλά στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει. Εν πάση περιπτώσει, ισχυρίζεται ότι το περιεχόμενο των συμβάσεων αποκλειστικής αγοράς είχε εν προκειμένω σημασία, προκειμένου να είναι σε θέση να ελέγξει αν η εφρμογή τους μπορούσε να καταλήξει σε σώρευση.
Εκτίμηση
139. Όπως εξέθεσα, κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου, η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν εξέδωσε τη σχετική απόφαση . Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, να επικαλεστεί στοιχεία τα οποία δεν γνωστοποίησε στην Επιτροπή κατά το διοικητικό στάδιο που προηγείται της ασκήσεως ένδικης προσφυγής . Τούτο συμβαίνει προφανώς όταν το κράτος μέλος αρνήθηκε να απαντήσει σε ρητή αίτηση παροχής πληροφοριών εκ μέρους της Επιτροπής .
140. Στην απόφαση διευκινίζεται ότι δεν διαβιβάστηκε στην Επιτροπή κανένα στοιχείο όσον αφορά 59 πρατήρια καυσίμων, ενώ της παρασχέθηκαν ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με 191 πρατήρια καυσίμων .
141. Η Επιτροπή διευκρινίζει πως αντιλαμβάνεται τον όρο «ελλιπείς πληροφορίες». Στο σημείο 64 της αποφάσεως εκτίθενται τα εξής:
«[...] οι πληροφορίες είναι ελλιπείς όταν ένα πρατήριο καυσίμων έχει απλώς συμπληρώσει το ερωτηματολόγιο του οργανισμού Senter χωρίς να διαβιβάσει αντίγραφο των συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας τις οποίες έχει συνάψει. Έτσι, οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο δεν τεκμηριώνονται με αποδεικτικά στοιχεία. Ορισμένα πρατήρια καυσίμων κατατάσσουν, λόγου χάρη, εαυτά σε μία από τις τρεις κατηγορίες Do/Do, Co/Do ή Co/Co, χωρίς να παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την εν λόγω κατάταξη. Άλλα πρατήρια ισχυρίζονται ότι είναι ανεξάρτητα χωρίς να το τεκμηριώνουν».
142. Από το γράμμα της αιτιολογικής αυτής σκέψεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους οι πληροφορίες που της παρασχέθηκαν είναι ελλιπείς. Σε αντιδιαστολή προς τους ισχυρισμούς της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή δεν περιορίζει την έννοια αυτή - ελλιπής πληροφορία - στις απαντήσεις οι οποίες δεν περιλαμβάνουν το αντίγραφο των συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας, αλλά στις απαντήσεις που δεν τεκμηριώνονται με κανένα δικαιολογητικό έγγραφο ή με κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Τούτο συμβαίνει, κυρίως, όταν τα πρατήρια καυσίμων αποφασίζουν τα ίδια για την κατάταξή τους στη μία ή στην άλλη από τις κατηγορίες που έχει ευρυτηριάσει η Επιτροπή, χωρίς να παρέχουν κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να τεκμηριώνει την εν λόγω κατάταξη .
143. Η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν φαίνεται να αμφισβητεί ότι δεν απάντησε στις αιτήσεις της Επιτροπής, εκτός από την περίπτωση τριών πρατηρίων καυσίμων. Με τις αιτιάσεις που διατυπώνει αμφισβητεί, κατ' ουσίαν, τη σημασία των στοιχείων που ζήτησε η Επιτροπή για την παρούσα υπόθεση.
144. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσον αφορά τα τρία προαναφερθέντα πρατήρια καυσίμων για τα οποία η Επιτροπή ισχυρίζεται δεν έλαβε καμία πληροφορία, δεν αποδείχθηκε πλάνη εκτιμήσεως καταλογιστέα στην Επιτροπή.
145. Επιπλέον, οι πληροφορίες που ζητεί η Επιτροπή έχουν εν προκειμένω σημασία. ράγματι, είναι απαραίτητες προκειμένου να ελεγχθεί αν οι μεταπωλητές-διανομείς εμπίπτουν στις κατηγορίες Do/Do, Co/Do ή Co/Co . Η κατάταξη αυτή δεν είναι ουδέτερη, εφόσον απ' αυτήν εξαρτώνται ο καθορισμός του πραγματικού δικαιούχου της ενισχύσεως και η διαπίστωση ότι δεν συντρέχουν περιπτώσεις σωρεύσεως ενισχύσεων οι οποίες απαγορεύονται από την ανακοίνωση. Κατά συνέπεια, έχει σημασία, λόγου χάρη, να εξακριβωθεί ότι ο αιτούμενος ενίσχυση de minimis εκμεταλλεύεται το πρατήριο καυσίμων για το οποίο ζητεί τη χορήγηση της ενισχύσεως, αναλαμβάνοντας ο ίδιος των επιχειρηματικό κίνδυνο και δεν είναι έμμισθος υπάλληλος εταιρίας πετρελαίου. Ομοίως, η τήρηση του όρου περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως απαιτεί να εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχουν ρήτρες διαχειρίσεως τιμών στη σύμβαση αποκλειστικής προμήθειας.
146. Τέλος, από την ανακοίνωση προκύπτει, όπως ανέφερα, η υποχρέωση της Επιτροπής να προβαίνει στον έλεγχο της τηρήσεως των προϋποθέσεων εφαρμογής που επιβάλλει, ιδίως να εξασφαλίζει ότι δεν συντρέχει περίπτωση σωρεύσεως ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, αν η Επιτροπή αρκεστεί σε απαντήσεις οι οποίες δεν τεκμηριώνονται με κανένα αποδεικτικό στοιχείο, παραβαίνει την υποχρέωση που υπέχει σύμφωνα με τους όρους της ανακοινώσεως.
147. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν προσκόμισε τα στοιχεία που θα καθιστούσαν δυνατό το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει καθόσον κήρυξε ασυμβίβαστες προς τον κανόνα de minimis τις ενισχύσεις υπέρ των πρατηρίων καυσίμων για τα οποία οι ολλανδικές αρχές δεν διαβίβασαν κανένα στοιχείο ή παρέσχον ελλιπείς πληροφορίες.
148. Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή, κρίνοντας ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στα πρατήρια καυσίμων για τα οποία δεν έλαβε πληροφορίες ή έλαβε μόνον ελλιπείς πληροφορίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανόνα de minimis, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Επειδή ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως της Ολλανδικής Κυβερνήσεως δεν είναι βάσιμος, πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί.
Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως
149. Η Ολλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη, κατά την εκτίμηση της συμβατότητας των επιδίκων μέτρων με την κοινή αγορά, τον επιδιωκόμενο σκοπό προστασίας του περιβάλλοντος, παρέβη το άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης και την υποχρέωση αιτιολογήσεως.
Εκτίμηση
150. Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη στοιχεία τα οποία δεν διέθετε κατά τον χρόνο εκτελέσεως της αποστολής της. Εν προκειμένω η Ολλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι τα επίδικα μέτρα υπαγορεύθηκαν από τη μέριμνα προστασίας του περιβάλλοντος και ότι η απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός αυτό.
151. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν προσκόμισε καμία απόδειξη ή ένδειξη προς στήριξη του ισχυρισμού ότι η επίδικη εθνική νομοθεσία δικαιολογείται από λόγους προστασίας του περιβάλλοντος. Αντιθέτως, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Ολλανδική Κυβέρνηση δικαιολόγησε τη θέσπιση του προσωρινού προγράμματος επικαλούμενη λόγους οικονομικής φύσεως .
152. Άλλωστε, δηλώσεις οι οποίες δεν τεκμηριώνονται δεν αρκούν για να στηρίξουν τους ισχυρισμούς αυτούς. Εντούτοις, η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν διευκρινίζει σε ποιους λόγους οικολογικής φύσεως στηρίχθηκε το πρόγραμμα .
153. Δεδομένου ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν παρέσχε στην Επιτροπή τις πληροφορίες αυτές και, επομένως, παρέβη το καθήκον συνεργασίας που υπέχει κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, δεν μπορεί, στη συνέχεια, να προσάπτει στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως ή ότι αιτιολόγησε ανεπαρκώς την απόφασή της .
154. Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν προσκόμισε στοιχεία που να καθιστούν δυνατό το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, καθόσον παρέλειψε να εξετάσει τον σκοπό προστασίας του περιβάλλοντος, τον οποίο ισχυρίζονται ότι έλαβαν υπόψη οι αρμόδιες ολλανδικές αρχές.
155. Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως. Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως της Ολλανδικής Κυβερνήσεως δεν είναι βάσιμος, οπότε πρέπει να απορριφθεί.
Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως
156. Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η υποχρέωση ανακτήσεως των χορηγηθεισών ενισχύσεων είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, τον κανόνα de minimis, τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της ίσης μεταχειρίσεως και της επαρκούς σαφήνειας της αποφάσεως που απορρέει από το άρθρο 189 της Συνθήκης, καθώς και προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως που διατυπώνεται στο άρθρο 190.
157. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, η απόφαση δεν της παρέχει τη δυνατότητα να καθορίσει με βεβαιότητα τα ποσά τα οποία πρέπει να ανακτηθούν ούτε τα πρόσωπα από τα οποία πρέπει να αναζητηθεί η επιστροφή των ποσών αυτών.
158. Η Ολλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή είχε πληροφορηθεί από τις 18 Αυγούστου 1997 - ημερομηνία πρωτοκολλήσεως του εγγράφου της υπό όρους κοινοποιήσεως - την ύπαρξη του προσωρινού προγράμματος και της καταβολής της ενισχύσεως de minimis που είχε καταβληθεί στο πλαίσιο αυτό στα πρατήρια καυσίμων που εμπίπτουν στις ισχύουσες εθνικές διατάξεις. Φρονεί, επομένως, ότι, εφόσον η Επιτροπή δεν εξέφρασε σαφώς την αντίθεσή της στην εφαρμογή του προσωρινού προγράμματος, παραβίασε την αρχή της αγαστής συνεργασίας του άρθρου 5 της Συνθήκης.
Εκτίμηση
159. Όπως εξέθεσα, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που διέθετε η Επιτροπή κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως. Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, να επικαλεστεί στοιχεία τα οποία παρέλειψε να διαβιβάσει στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία. Αυτό συμβαίνει προφανώς όταν το κράτος αρνήθηκε να απαντήσει σε ρητή αίτηση της Επιτροπής για την παροχή πληροφοριών.
160. Επιπλέον, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η νομιμότητα των αποφάσεων της Επιτροπής δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με επιχειρήματα που αφορούν τις λεπτομέρειες εκτελέσεως της αποφάσεως, όπως ο ισχυρισμός ότι η απόφαση αυτή δεν μπορεί να εκτελεστεί λόγω δυσχερειών σχετικών με τον εντοπισμό των αποδεκτών της εντολής ανακτήσεως.
161. Από πάγια νομολογία συνάγεται επίσης ότι, όταν μια κρατική ενίσχυση κηρύσσεται ασυμβίβαστη προς τη Συνθήκη, πρέπει να διατάσσεται η ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής .
162. Επομένως, οι αιτιάσεις που αφορούν τις ανακρίβειες της αποφάσεως, εξ αιτίας των οποίων οι ολλανδικές αρχές δεν μπόρεσαν να καθορίσουν με βεβαιότητα τα ποσά που πρέπει να αναζητηθούν και τα πρόσωπα από τα οποία πρέπει να ζητηθεί η επιστροφή των ποσών αυτών, δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα της αποφάσεως.
163. Όπως προανέφερα , σύμφωνα με την αρχή της αγαστής συνεργασίας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή οφείλουν να συνεργάζονται καλόπιστα. Αν η Ολλανδική Κυβέρνηση αντιμετωπίζει δυσχέρειες κατά την εκτέλεση της αποφάσεως, οφείλει να της γνωστοποιήσει στην Επιτροπή, η οποία είναι υποχρεωμένη να της παράσχει αρωγή ώστε να υπερβεί τις δυσχέρειες αυτές, όπως επιβάλλει το άρθρο 5 της Συνθήκης.
164. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η Επιτροπή, ήδη από τις 22 Σεπτεμβρίου 1997, δηλαδή ένα μήνα μετά την υπό όρους κοινοποίηση, ζήτησε από τις αρμόδιες αρχές περαιτέρω πληροφορίες, προκειμένου να καταστεί δυνατό να εκτιμήσει αν το προσωρινό πρόγραμμα και το σχέδιο τροποποιήσεως του προγράμματος αυτού τηρούσαν τις επιταγές της ανακοινώσεως . Μετά από πολλαπλές υπενθυμίσεις της Επιτροπής και αιτήσεις παρατάσεως της προθεσμίας εκ μέρους της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή αποφάσισε, ελλείψει ικανοποιητικών απαντήσεων, να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης .
165. Δεδομένου ότι η καθυστέρηση στην έναρξη της διαδικασίας έρευνας καταλογίζεται στην Ολλανδική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση αυτή δεν νομιμοποιείται να προσάπτει ολιγωρία στην Επιτροπή.
166. Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία έρευνας στηριζόταν στις αμφιβολίες που είχε όσον αφορά τη συμβατότητα του προσωρινού προγράμματος προς τη Συνθήκη και προς τον κανόνα de minimis . Δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε σαφή θέση πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας έρευνας. Αντιθέτως, ακολουθώντας τη μέθοδο αυτή, η Επιτροπή τήρησε τη διοικητική διαδικασία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων και ενήργησε συνετά και νόμιμα.
167. ρέπει επίσης να τονιστεί ότι η Επιτροπή εξέφρασε με τρόπο σαφή και κατηγορηματικό τις αμφιβολίες της ως προς τη συμβατότητα του προσωρινού προγράμματος προς τη Συνθήκη και την ανακοίνωση, αφού έλαβε γνώση επαρκών πληροφοριακών στοιχείων ώστε να μπορεί να αποφανθεί. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν είναι βάσιμος.
168. Υπό τις συνθήκες αυτές, καταλήγω ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, καθόσον θεώρησε ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση όφειλε να ανακτήσει τις ενισχύσεις που χορήγησε επειδή είναι ασυμβίβαστες προς το άρθρο 92, παράγραφος 1, και προς τον κανόνα de minimis.
169. Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Επομένως, ο έκτος λόγος ακυρώσεως της Ολλανδικής Κυβερνήσεως δεν είναι βάσιμος, οπότε πρέπει να απορριφθεί.
V - Επί των δικαστικών εξόδων
170. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή υπήρξε σχετικό αίτημα της Επιτροπής, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.
ρόταση
171. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο:
1) να απορρίψει την προσφυγή του Βασιλείου των Κάτω Χωρών·
2) να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.