61999C0340

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 1ης Φεβρουαρίου 2001. - TNT Traco SpA κατά Poste Italiane SpA και λοιπών. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale civile di Genova - Ιταλία. - Αρθρα 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 82 ΕΚ και 86 ΕΚ) - Ταχυδρομικές υπηρεσίες - Εθνική νομοθεσία που προβλέπει ότι η παροχή υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας από φορείς που δεν έχουν τη διαχείριση των καθολικών υπηρεσιών υπόκειται στην καταβολή του συνήθους ταχυδρομικού τέλους που ισχύει για τις καθολικές υπηρεσίες - Χορήγηση των εσόδων από την καταβολή του εν λόγω τέλους στον φορέα στον οποίο έχει ανατεθεί κατ' αποκλειστικότητα η διαχείριση των καθολικών υπηρεσιών. - Υπόθεση C-340/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-04109


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Εισαγωγή

1. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 82 EK και 86 ΕΚ) σε σχέση με την ιταλική νομοθεσία που ρύθμιζε το 1997 - κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση της κύριας δίκης χρόνο - τη σχέση μεταξύ των Ιταλικών Ταχυδρομείων, τα οποία παρείχαν την καθολική υπηρεσία, και μιας ιδιωτικής επιχειρήσεως, η οποία επίσης παρέχει ταχυδρομικές υπηρεσίες. Η ιδιωτική αυτή επιχείρηση ήταν καταρχήν υποχρεωμένη να καταβάλλει στα Ιταλικά Ταχυδρομεία, για κάθε επίδοση ταχείας αλληλογραφίας, τέλος ίσο με το τέλος που ίσχυε για την απλή υπηρεσία επιδόσεως επιστολικής αλληλογραφίας από τα ταχυδρομεία, η οποία θεωρούνταν αντίστοιχη προς τη δική της. Η καταβολή αυτή είχε τη μορφή είτε της γραμματοσημάνσεως είτε της σφραγίσεως από συσκευή προπληρωμής ταχυδρομικού τέλους.

ΙΙ - Κανονιστικό πλαίσιο

A - Το κοινοτικό δίκαιο

2. Κατά τον χρόνο της υποβολής της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν ίσχυαν διατάξεις του παράγωγου κοινοτικού δικαίου που να εφαρμόζονται στη διαφορά της κύριας δίκης. Οι πρώτες βασικές διατάξεις για τη ρύθμιση της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας και των λοιπών ταχυδρομικών υπηρεσιών θεσπίστηκαν με την οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών . Δεδομένου ότι το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης ανάγεται στο 1997 και η μεταφορά της οδηγίας στα εσωτερικά δίκαια έπρεπε να πραγματοποιηθεί μέχρι τον Φεβρουάριο 1999, η οδηγία δεν μπορεί να έχει άμεση εφαρμογή επί της παρούσας διαφοράς. Εντούτοις, θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ορισμένες από τις ρυθμίσεις της οδηγίας αυτής. Θα πρέπει τουλάχιστον να γίνει δεκτό ότι οι ρυθμίσεις αυτές συγκεκριμενοποιούν ορισμένες γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

3. Το άρθρο 1 οροθετεί το ρυθμιστικό περιεχόμενο της οδηγίας 97/67:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινούς κανόνες που αφορούν:

- την παροχή καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας εντός της Κοινότητας,

- τα κριτήρια καθορισμού των υπηρεσιών που μπορούν να ανατίθενται κατ' αποκλειστικότητα στους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας και τους όρους τους σχετικούς με την παροχή μη αποκλειστικών υπηρεσιών,

- τις αρχές τιμολόγησης και τη διαφάνεια των λογαριασμών για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας,

- τον καθορισμό προδιαγραφών ποιότητας για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας και την εγκαθίδρυση συστήματος που θα διασφαλίζει την τήρηση αυτών,

- την εναρμόνιση των τεχνικών προδιαγραφών,

- τη σύσταση εθνικών ανεξάρτητων κανονιστικών αρχών.»

4. Όσον αφορά την οροθέτηση μεταξύ του μονοπωλίου της επιχειρήσεως που παρέχει την καθολική υπηρεσία και το πεδίο στο οποίο ισχύει ο ανταγωνισμός, το άρθρο 7 της οδηγίας 97/67 προβλέπει τα εξής:

«1. Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της καθολικής υπηρεσίας, οι υπηρεσίες που μπορούν να ανατίθενται αποκλειστικά από κάθε κράτος μέλος στον φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας είναι η συλλογή, η διαλογή, η μεταφορά και η διανομή των αντικειμένων αλληλογραφίας εσωτερικού, είτε με ταχύτερη διανομή είτε όχι, των οποίων η τιμή είναι μικρότερη από το πενταπλάσιο του δημοσίου τέλους ενός αντικειμένου αλληλογραφίας της πρώτης βαθμίδας βάρους της ταχύτερης τυποποιημένης κατηγορίας, αν υπάρχει, εφόσον το βάρος τους δεν υπερβαίνει τα 350 g. [...]

2. Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της καθολικής υπηρεσίας, η διασυνοριακή αλληλογραφία και το διαφημιστικό ταχυδρομείο μπορούν να συνεχίσουν να ανατίθενται κατ' αποκλειστικότητα εντός των ορίων τιμής και βάρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

3. [...]»

5. Το άρθρο 9, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67 ρυθμίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να ιδρύουν ένα ταμείο αποζημιώσεων προς αντιστάθμιση των δαπανών που ενέχει η παροχή της καθολικής υπηρεσίας:

«ροκειμένου να διασφαλισθεί η παροχή της καθολικής υπηρεσίας, όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει ότι οι υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας, όπως προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, συνιστούν δυσανάλογο οικονομικό βάρος για τον φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας, μπορεί να ιδρύει ένα ταμείο αποζημιώσεων, το οποίο διαχειρίζεται, ειδικά για τον σκοπό αυτό, φορέας ανεξάρτητος από τον ή τους δικαιούχους. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος μπορεί να θέτει ως προϋπόθεση χορήγησης των αδειών την οικονομική συνεισφορά σ' αυτό το ταμείο. Το κράτος μέλος πρέπει να εξασφαλίζει ότι κατά τη σύσταση του ταμείου αποζημιώσεων και τον καθορισμό τους ύψους των χρηματικών συνεισφορών τηρούνται οι αρχές της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας. Μόνο οι υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 3 της παρούσας οδηγίας μπορούν να χρηματοδοτηθούν με τον τρόπο αυτό.»

6. Αυτή η δυνατότητα χρηματοδοτήσεως πρέπει πάντως να εξετάζεται σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 14 της οδηγίας 97/67. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, οι φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας πρέπει να τηρούν στην εσωτερική τους λογιστική χωριστούς λογαριασμούς για τον κατ' αποκλειστικότητα ανατιθέμενο τομέα αφενός και για τις μη αποκλειστικές υπηρεσίες αφετέρου και να κάνουν διάκριση μεταξύ υπηρεσιών που ανάγονται στην καθολική υπηρεσία και των λοιπών υπηρεσιών.

7. Η Επιτροπή είχε ταχθεί από παλιά υπέρ του διαχωρισμού μεταξύ της καθολικής υπηρεσίας, που θα προστατευόταν από μονοπώλιο, και του τομέα των υπηρεσιών στον οποίο θα ίσχυε ο ανταγωνισμός .

8. Λίγο πριν από την έναρξη της ισχύος της οδηγίας 97/67, η Επιτροπή διαπίστωσε, με την ανακοίνωσή της σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στον ταχυδρομικό τομέα και σχετικά με την εκτίμηση ορισμένων κρατικών μέτρων στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών, ότι η αγορά επείγουσας επιδόσεως αλληλογραφίας πρέπει να θεωρηθεί, λόγω της εγγενούς υπεραξίας της, ως χωριστή αγορά έναντι της γενικής ταχυδρομικής υπηρεσίας .

9. Στην ανωτέρω ανακοίνωση της Επιτροπής περιέχεται επίσης ο ακόλουθος ορισμός:

«"υπηρεσία κατεπειγόντων": υπηρεσία που χαρακτηρίζεται, εκτός από την ταχύτερη και πιο αξιόπιστη συλλογή, διανομή και παράδοση των αντικειμένων, από την παροχή ορισμένων ή όλων των ακόλουθων συμπληρωματικών διευκολύνσεων: εγγύηση της παράδοσης σε ορισμένη ημερομηνία, παραλαβή από το σημείο προέλευσης, παράδοση προσωπικά στον παραλήπτη, δυνατότητα μεταβολής του προορισμού και του παραλήπτη κατά τη διαμετακόμιση, επιβεβαίωση στον αποστολέα της παραλαβής του αντικειμένου αποστολής, έλεγχος και παρακολούθηση των αντικειμένων αποστολής, εξατομικευμένη παροχή υπηρεσιών στους πελάτες και προσφορά υπηρεσιών ανάλογα με τις απαιτήσεις τους. Οι πελάτες είναι κατ' αρχήν διατεθειμένοι να πληρώσουν υψηλότερη τιμή για την εν λόγω υπηρεσία».

10. Στις 30 Μα_ου 2000 η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/67 με στόχο το περαιτέρω άνοιγμα των κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών στον ανταγωνισμό . Η Επιτροπή προτείνει, μεταξύ άλλων, την αυστηρότερη οροθέτηση του τομέα των αποκλειστικών υπηρεσιών κατά το άρθρο 7 της οδηγίας 97/67 και την επιβολή ρητής απαγορεύσεως των σταυροειδών επιδοτήσεων για τις υπηρεσίες για τις οποίες ισχύει ο ανταγωνισμός.

B - Το ιταλικό δίκαιο

11. Οι βασικές διατάξεις για τη ρύθμιση των ταχυδρομικών υπηρεσιών περιέχονται στο διάταγμα του ροέδρου της Δημοκρατίας 156, της 29ης Μαρτίου 1973 (το λεγόμενο codice postale, στο εξής: ταχυδρομικός κώδικας). Το άρθρο 1 του ταχυδρομικού κώδικα επιγράφεται «Αποκλειστικότητα των ταχυδρομικών υπηρεσιών και των τηλεπικοινωνιών» και ορίζει τα εξής:

«Avήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δημοσίου, εντός των ορίων που προβλέπονται στο παρόν διάταγμα:

οι υπηρεσίες συλλογής, μεταφοράς και διανομής αντικειμένων επιστολικού ταχυδρομείου,

[...]».

12. To άρθρο 7 του ταχυδρομικού κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας του Υπουργού Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο, τα τέλη για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες ταχυδρομικού ταμιευτηρίου και τηλεπικοινωνιών εσωτερικού ορίζονται με διάταγμα του ροέδρου της Δημοκρατίας, κατόπιν κοινής προτάσεως του εν λόγω υπουργού και του Υπουργού Θησαυροφυλακίου, αφού έχει διατυπώσει την άποψή του το Υπουργικό Συμβούλιο.»

13. Το άρθρο 39 («αραβάσεις της αποκλειστικότητας των Ταχυδρομείων») προβλέπει το σύστημα κυρώσεων που καθιερώνεται προς προστασία της αποκλειστικότητας και ορίζει τα εξής:

«Οποιοσδήποτε συλλέγει, μεταφέρει ή διανέμει, άμεσα ή μέσω τρίτων, ταχυδρομικά αντικείμενα κατά παράβαση του άρθρου 1 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με πρόστιμο ίσο με το εικοσαπλάσιο του τέλους γραμματοσημάνσεως, με ελάχιστο όριο τις 800 ITL. [...]

Στην ίδια ποινή υπόκειται όποιος κατά σύστημα παραδίδει σε τρίτους αντικείμενα επιστολικού ταχυδρομείου προς μεταφορά ή προς διανομή. [...]

Τα ταχυδρομικά αντικείμενα που μεταφέρονται παρανόμως υπόκεινται σε κατάσχεση και παραδίδονται αμέσως σε ταχυδρομικό κατάστημα, ενώ συγχρόνως καταρτίζεται έκθεση για την παράβαση.»

14. Με το άρθρο 41 του ταχυδρομικού κώδικα ο Ιταλός νομοθέτης προέβλεψε, στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, μια εξαίρεση από τον κανόνα, κατά την οποία ορισμένες σαφώς προσδιοριζόμενες περιπτώσεις και δραστηριότητες δεν υπόκεινται στην εφαρμογή του καθεστώτος κυρώσεων του άρθρου 39 του ταχυδρομικού κώδικα.

«Η διάταξη του άρθρου 39 δεν εφαρμόζεται:

a) [...]

b) στη συλλογή, μεταφορά και επίδοση αντικειμένων επιστολικού ταχυδρομείου για τα οποία έχει καταβληθεί το ταχυδρομικό τέλος με σφράγιση από το ειδικό προς τούτο μηχάνημα ή με την επικόλληση γραμματοσήμων που έχουν σφραγιστεί προσηκόντως από ταχυδρομικό κατάστημα ή απευθείας από τον ίδιο τον αποστέλλοντα, εφόσον έχει αναγραφεί με ανεξίτηλη μελάνη η ημερομηνία ενάρξεως της μεταφοράς,

c) - e) [...]».

15. Η Επιτροπή παραπέμπει, εκτός από τις ρυθμίσεις αυτές, σε μια εγκύκλιο του ιταλικού Υπουργείου Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών υπ' αριθ. 4 DCSP1/1/35466/100/89, της 4ης Μαρτίου 1989 . Η εγκύκλιος αυτή προβλέπει τα εξής:

«Κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 86 και 90 της Συνθήκης της Ρώμης, η οποία κυρώθηκε με τον νόμο 1203 της 14ης Οκτωβρίου 1957, η υπηρεσία συλλογής, μεταφοράς και διανομής του επιστολικού ταχυδρομείου από ιδιωτικές διεθνείς επιχειρήσεις ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας δεν υπόκειται πλέον, από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας ανακοινώσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας, στο καθεστώς αποκλειστικότητας που προβλέπει το άρθρο 1 του διατάγματος του ροέδρου της Δημοκρατίας 156, της 29ης Μαρτίου 1973, υπό την προϋπόθεση ότι:

- οι εν λόγω πράξεις πραγματοποιούνται από φορείς που αναπτύσσουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους διεθνώς,

- οι πράξεις αυτές αφορούν ταχυδρομικά αντικείμενα για τα οποία διασφαλίζεται η ταχεία επίδοση.»

16. Όπως υποστήριξαν τα Ιταλικά Ταχυδρομεία κατά την προφορική διαδικασία, τα ταχυδρομικά τέλη έπαυσαν, κατ' εφαρμογή της εγκυκλίου της 4ης Μαρτίου 1989, να επιβάλλονται στις διεθνείς αποστολές ταχυδρομικών αντικειμένων προς ταχεία επίδοση και στις αντίστοιχες εγχώριες αποστολές που αποτελούν απλώς τμήμα διασυνοριακής μεταφοράς αλληλογραφίας.

17. Με το νομοθετικό διάταγμα 261, της 22ας Ιουλίου 1999, το οποίο δεν έχει εφαρμογή στο ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης, η Ιταλία μετέφερε την οδηγία 97/67 στο εσωτερικό δίκαιο και κατάργησε συναφώς το άρθρο 41 του ταχυδρομικού κώδικα.

18. Τα Ιταλικά Ταχυδρομεία ήσαν καταρχάς ένας κλάδος της δημόσιας διοίκησης, αλλά στη συνέχεια μετατράπηκαν, με νόμο του 1994, σε οργανισμό δημοσίου δικαίου - τον Ente Poste Italiane - και τέλος, μετά τα περιστατικά από τα οποία ανέκυψε η παρούσα διαφορά, μετατράπηκαν από τις 28 Φεβρουαρίου 1998 σε ανώνυμη εταιρία, την Poste Italiane SpΑ.

ΙΙΙ - εριστατικά

19. Η ενάγουσα, η TNT Traco SpA, παρέχει ταχυδρομικές υπηρεσίες εντός της Ιταλίας. Η εταιρία αυτή παρέχει εντός ολόκληρης της εθνικής επικράτειας υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει το αιτούν δικαστήριο, οι υπηρεσίες αυτές χαρακτηρίζονταν, κατά τον χρόνο των περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, από ταχύτητα, ασφάλεια και ατομική επίδοση στον παραλήπτη, δηλαδή από στοιχεία που τις διαφοροποιούσαν από τη συνήθη επίδοση αλληλογραφίας από τα Ιταλικά Ταχυδρομεία.

20. Η ενάγουσα διευκρινίζει περαιτέρω τα στοιχεία αυτά. Κατά την ενάγουσα, διένεμε την αλληλογραφία σε ένα μεγάλο τμήμα της χώρας (6 000 δήμους) εντός 24 ωρών, ενώ για τους τόπους προορισμού στους οποίους η πρόσβαση ήταν δυσκολότερη (κυρίως για τόπους ευρισκόμενους στα ιταλικά νησιά) ο χρόνος επιδόσεως δεν υπερέβαινε τις 72 ώρες. Οι τιμές της υπερέβαιναν σαφώς τα τέλη που ζητούσαν τα Ιταλικά Ταχυδρομεία, ορισμένες μάλιστα φορές υπερέβαιναν σαφώς το πενταπλάσιο του βασικού τιμολογίου, το οποίο αποτελεί, κατά την οδηγία 97/67, το κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ αποκλειστικών και μη αποκλειστικών υπηρεσιών. Επιπλέον, η ενάγουσα προσέφερε ασφάλιση, την επίδοση έναντι αποδείξεως, τη διαφύλαξη της μη επιδοθείσας αλληλογραφίας και, αντί επιπλέον τιμήματος, την παραλαβή της αλληλογραφίας από την κατοικία του αποστολέα, εφόσον ο αποστολέας το επιθυμούσε.

21. Η ενάγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας παρέχουν επίσης τα Ιταλικά Ταχυδρομεία, τα οποία επομένως τελούν σε άμεση σχέση ανταγωνισμού προς την ίδια και προς τους άλλους ιδιωτικούς φορείς ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Τα Ιταλικά Ταχυδρομεία ομολογούν μόνο ότι παρείχαν, βάσει του διατάγματος 564 της 28ης Ιουλίου 1987 , υπηρεσίες επείγουσας αλληλογραφίας εντός της εθνικής επικράτειας («Postacelere interna»), οι οποίες όμως, κατά τους ισχυρισμούς των Ταχυδρομείων, πληρούσαν λίγα μόνο από τα κριτήρια της ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Συναφώς επισημαίνουν ότι με ένα άλλο διάταγμα της ίδιας ημέρας προβλέφθηκε η εντός του ίδου δήμου επείγουσα επίδοση της αλληλογραφίας («Postacelere urbana») .

22. Στις 27 Φεβρουαρίου 1997 ορισμένοι υπάλληλοι των Ιταλικών Ταχυδρομείων προέβησαν, εντός των χώρων του υποκαταστήματος της ενάγουσας στη Γένουα, σε έλεγχο του επιστολικού ταχυδρομείου που συλλεγόταν, μεταφερόταν και διανεμόταν από την εν λόγω εταιρία. Οι υπάλληλοι αυτοί διαπίστωσαν ότι ορισμένα από τα αντικείμενα επιστολικού ταχυδρομείου είχαν συλλεγεί, μεταφερθεί και επιδοθεί κατά παράβαση του ταχυδρομικού κώδικα. Κατόπιν αυτού επέβαλαν στην ενάγουσα πρόστιμο 46 331 000 ιταλικών λιρών (ITL).

23. Το πρόστιμο αυτό αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς στην κύρια δίκη. Η ενάγουσα ζήτησε μεταξύ άλλων, εκτός από την ακύρωση της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου, να της επιδικαστεί αποζημίωση ύψους 500 τουλάχιστον εκατομμυρίων ITL και να αναγνωριστεί ότι τα άρθρα 1, 39 και 41 του ταχυδρομικού κώδικα είναι ασυμβίβαστα με τη Συνθήκη ΕΚ, και συγκεκριμένα με τα άρθρα 86 και 90.

IV - Εκτιμήσεις του αιτούντος δικαστηρίου και προδικαστικά ερωτήματα

24. Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει καταρχάς αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της επιβολής επί των ταχυδρομικών αντικειμένων ενός τέλους το οποίο καταβάλλεται απευθείας στα Ιταλικά Ταχυδρομεία, μολονότι ο φορέας αυτός δραστηριοποιείται στην αγορά υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού.

25. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες για τη νομιμότητα του τέλους αυτού με το κοινοτικό δίκαιο ή τουλάχιστον για τη νομιμότητα της καταβολής του στα Ιταλικά Ταχυδρομεία. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η επιβολή στα ταχυδρομικά αντικείμενα τέλους ίσου με το ταχυδρομικό τέλος ενδέχεται να αποτελεί κατάλληλο μέσο για τη διασφάλιση της παροχής της καθολικής υπηρεσίας. αραπέμποντας στην ράσινη Βίβλο για την Ανάπτυξη της Ενιαίας Αγοράς των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και στην οδηγία 97/67, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει πάντως ότι οι σταυροειδείς επιδοτήσεις μεταξύ των διαφόρων ταχυδρομικών υπηρεσιών επιτρέπονται μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις και ότι ακόμα και η καθολική υπηρεσία πρέπει καταρχήν να παρέχεται κατά τρόπο ώστε να καλύπτονται οι σχετικές δαπάνες.

26. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η Ιταλική Κυβέρνηση παρέχει εντούτοις στα Ιταλικά Ταχυδρομεία, πέρα από τα επίμαχα τέλη, ακόμα και άμεσες επιδοτήσεις, σκοπός των οποίων είναι η κάλυψη των εξόδων που απορρέουν από την υποχρέωση παροχής της καθολικής υπηρεσίας. Επιπλέον, τα Ιταλικά Ταχυδρομεία είναι ελεύθερα να χρησιμοποιούν κατά την κρίση τους τα επίμαχα τέλη. Δεν υπάρχει καμία ρύθμιση που να διασφαλίζει ότι τα έσοδα από τα τέλη αυτά θα χρησιμοποιούνται μόνο προς αντιστάθμιση των εξόδων της καθολικής υπηρεσίας και όχι για τη χορήγηση σταυροειδών επιδοτήσεων για υπηρεσίες ως προς τις οποίες τα Ιταλικά Ταχυδρομεία τελούν σε ανταγωνισμό με ιδιωτικές επιχειρήσεις.

27. Οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας 97/67 δεν έχουν μεν εφαρμογή επί της παρούσας διαφοράς, το αιτούν δικαστήριο όμως θεωρεί ότι οι σχετικές υποχρεώσεις απέρρεαν ήδη άμεσα από τις Συνθήκες.

28. Κατόπιν αυτών το Tribunale civile di Genova υπέβαλε, με διάταξη της 21ης Ιουνίου 1999, αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:

«Απαγορεύουν οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ, και συγκεκριμένα τα άρθρα 86 και 90, στα κράτη μέλη, κατά την οργάνωση των ταχυδρομικών υπηρεσιών τους, να διατηρούν σε ισχύ μια ρύθμιση η οποία, μολονότι κάνει διάκριση μεταξύ των λεγόμενων "καθολικών" υπηρεσιών, οι οποίες ανατίθενται κατ' αποκλειστικότητα σε φορέα ιδιωτικού δικαίου, και των "μη καθολικών" υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού:

α) προβλέπει, ακόμη και για τις "μη καθολικές" υπηρεσίες ή τις υπηρεσίες με προστιθέμενη αξία που παρέχουν άλλοι επιχειρηματίες εκτός από τον παρέχοντα κατ' αποκλειστικότητα την "καθολική" υπηρεσία, την καταβολή των ταχυδρομικών τελών που οφείλονται για τη "βασική" υπηρεσία συνήθους ταχυδρομείου, η οποία στην ουσία δεν παρέχεται από τον έχοντα την αποκλειστικότητα φορέα,

β) προβλέπει ότι τα έσοδα από την καταβολή των τελών αυτών περιέρχονται απευθείας στον οικονομικό φορέα που παρέχει την καθολική υπηρεσία, χωρίς να εφαρμόζεται κανείς μηχανισμός αντισταθμίσεως και ελέγχου για την αποφυγή της χορηγήσεως σταυροειδών επιδοτήσεων για μη καθολικές υπηρεσίες;»

V - Η άποψή μου επί της υποθέσεως

A - Επί του παραδεκτού του προδικαστικού ερωτήματος

Ισχυρισμοί των μετεχόντων στη διαδικασία

29. Η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη για δύο διαφορετικούς λόγους. ρώτον, στην αίτηση αυτή δεν περιγράφονται τα κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου αναγκαία περιστατικά, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να εξετάσει τον ισχυρισμό περί παραβάσεως των άρθρων 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ. Δεύτερον, δεν είναι κατανοητό για ποιο λόγο είναι αναγκαία η υποβολή της αιτήσεως, αφού το αιτούν δικαστήριο έχει ήδη υποχρεώσει τα Ιταλικά Ταχυδρομεία να επιστρέψουν το καταβληθέν πρόστιμο.

30. Τα Ιταλικά Ταχυδρομεία επίσης θεωρούν απαράδεκτο το προδικαστικό ερώτημα. Η διαφορά έχει ήδη επιλυθεί, εκτός από το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 41 του ταχυδρομικού κώδικα, αλλά και το ζήτημα αυτό έχει επίσης διασαφηνιστεί, κατόπιν της μεταφοράς της οδηγίας 97/67 στο ιταλικό δίκαιο. Κατά το άρθρο 92, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου (στο εξής: Κανονισμός Διαδικασίας), το Δικαστήριο μπορεί, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί ότι η διαφορά έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

31. Κατά τα λοιπά, τα Ιταλικά Ταχυδρομεία υποστηρίζουν, επικαλούμενα τη θεωρία της λεγόμενης acte clair, ότι δεν είναι αναγκαία η υποβολή προδικαστικής αιτήσεως. Το κοινοτικό δίκαιο είναι, κατόπιν της αποφάσεως Corbeau , αρκετά σαφές, οπότε δεν χρειάζεται η υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, επιτρέπεται η ύπαρξη ταχυδρομικού μονοπωλίου για τις βασικές υπηρεσίες. Ο ανταγωνισμός ως προς την παροχή ορισμένων ειδικών ταχυδρομικών υπηρεσιών μπορεί επίσης να περιορίζεται ή να αποκλείεται, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για την οικονομική ισορροπία της επιχειρήσεως που διασφαλίζει τη βασική υπηρεσία. Όπως έγινε δεκτό με την απόφαση Corbeau, η εκτίμηση της αναγκαιότητας αυτής επαφίεται στο εθνικό δικαστήριο, πράγμα που πρέπει να ισχύσει και εν προκειμένω. Κατά τα λοιπά, η απόφαση του Δικαστηρίου θα πρέπει να περιοριστεί να επαναλάβει το περιεχόμενο της αποφάσεως Corbeau.

32. Η ενάγουσα ομολογεί ότι η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα δεν είναι πλέον αναγκαία μετά από τη μεταφορά της οδηγίας 97/67 στην ιταλική νομοθεσία.

Εκτίμηση

1) Επί της αναγκαιότητας της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

33. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμά την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως . Αν επομένως το εθνικό δικαστήριο θεωρεί την υποβολή αιτήσεως αναγκαία, το Δικαστήριο δεν μπορεί καταρχήν να εξετάζει την αναγκαιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Επιτρέπεται εξαίρεση από τον γενικό αυτό κανόνα, μόνον εφόσον είναι προφανές ότι τα υποβαλλόμενα ερωτήματα είναι υποθετικά .

34. Η σχέση συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια, η οποία υλοποιείται με τη διαδικασία υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων, στηρίζεται στην κατανομή του δικαιοδοτικού έργου, η οποία σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις επιτρέπει στο Δικαστήριο να κρίνει ότι η υποβολή της αιτήσεως δεν είναι αναγκαία. Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν το ζήτημα του κοινοτικού δικαίου έχει εν τω μεταξύ επιλυθεί ή όταν το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί, σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, να παραιτηθεί από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, μολονότι είναι προφανές ότι το ζήτημα έχει εν τω μεταξύ επιλυθεί .

35. Από το περιεχόμενο της διατάξεως περί παραπομπής και από τα εκτιθέμενα από το αιτούν δικαστήριο στοιχεία συνάγεται ότι η διαφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ήδη επιλυθεί. Τα Ιταλικά Ταχυδρομεία υποχρεώθηκαν μεν, με μη οριστική απόφαση, να επιστρέψουν το καταβληθέν πρόστιμο, η οριστική απόφαση όμως δεν έχει ακόμα εκδοθεί. Μεταξύ άλλων, εκκρεμεί ακόμα, σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, το αίτημα της ενάγουσας για την επιδίκαση αποζημιώσεως 500 τουλάχιστον εκατομμυρίων ITL.

36. Μολονότι η πραγματοποιηθείσα εν τω μεταξύ τροποποίηση της ιταλικής νομοθεσίας μειώνει το γενικότερο ενδιαφέρον που παρουσιάζει η διασαφήνηση των προδικαστικών ζητημάτων, εντούτοις δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η τροποποίηση αυτή κατέστησε τη διαφορά άνευ αντικειμένου.

37. Τέλος, ούτε η θεωρία περί acte clair μπορεί να θεμελιώσει το απαράδεκτο της αγωγής. Η θεωρία αυτή μπορεί να βοηθήσει το αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της υποβολής προδικαστικής αιτήσεως. Το εθνικό δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο, κατά το κοινοτικό δίκαιο, να υποβάλει τα ερωτήματα των οποίων η απάντηση προκύπτει σαφώς από τα νομοθετικά κείμενα ή τη νομολογία . Αν όμως το εθνικό δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, είναι θεμιτό να αναμένει ότι το Δικαστήριο θα το βοηθήσει στη διασαφήνιση των αμφισβητούμενων ζητημάτων. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξηγεί στο αιτούν δικαστήριο ότι οι σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου έπρεπε να θεωρηθούν σαφείς.

38. Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού όχι μόνο δεν αναιρείται από το άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως ίσχυε παλαιότερα ή όπως ισχύει σήμερα , αλλ' αντίθετα επιβεβαιώνεται. Κατ' εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, όταν η απάντηση σε υποβληθέν ερώτημα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία ή από το γράμμα των επίμαχων διατάξεων, το προδικαστικό ερώτημα δεν καθίσταται απαράδεκτο, αλλά απλώς επιτρέπεται να εκδοθεί διάταξη με την οποία να δίδεται απλουστευμένη απάντηση. Οι σκέψεις που παρατίθενται κατωτέρω ως προς την απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα δείχνουν όμως ότι οι αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου είναι απόλυτα δικαιολογημένες.

2) Επί των αποδειχθέντων περιστατικών

39. Με την απόφαση που εξέδωσε στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Telemarsicabruzzo κ.λπ. , το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μπορεί να προβαίνει σε ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που να είναι χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο μόνον εφόσον το δικαστήριο αυτό «καθορίζει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή τουλάχιστον εξηγεί τις πραγματικές υποθέσεις στις οποίες βασίζονται τα ερωτήματα αυτά». Οι σχετικές απαιτήσεις είναι ακόμα αυστηρότερες όσον αφορά το δίκαιο του ανταγωνισμού. Η δυνατότητα του Δικαστηρίου να συναγάγει στη συνέχεια τα σχετικά στοιχεία από τη διαβιβασθείσα δικογραφία, τις γραπτές παρατηρήσεις και τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά την προφορική διαδικασία δεν απαλλάσσει συνεπώς το αιτούν δικαστήριο από την υποχρέωση να εκθέτει στην απόφασή του περί παραπομπής τα αναγκαία για το Δικαστήριο στοιχεία, προκειμένου το Δικαστήριο να μπορεί, γνωρίζοντας επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία ανέκυψε η διαφορά της κύριας δίκης, να δίδει χρήσιμες απαντήσεις στα υποβαλλόμενα ερωτήματα.

40. Με τη διάταξη που εξέδωσε στην υπόθεση Saddik το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι το περιεχόμενο της διατάξεως περί παραπομπής δεν χρησιμεύει μόνο στην πληροφόρησή του, αλλά παρέχει επίσης τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να υποβάλλουν, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Οργανισμού, παρατηρήσεις σχετικά με τα νομικά ζητήματα τα οποία αφορά το προδικαστικό ερώτημα. Συναφώς επισημαίνεται ότι στα κράτη μέλη αποστέλλεται μόνο η απόφαση περί υποβολής της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

41. Το Δικαστήριο πάντως έχει εν τω μεταξύ περιορίσει την έκταση των ανωτέρω παρατηρήσεών του, καθόσον έχει αποφανθεί ότι ενδέχεται επίσης να αρκεί το γεγονός ότι από τους ισχυρισμούς των μετεχόντων στη διαδικασία και την παράθεση των ισχυρισμών αυτών στην έκθεση ακροατηρίου προκύπτουν επαρκή στοιχεία, τα οποία δίδουν σε όλους τους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους, τουλάχιστον κατά την προφορική διαδικασία, σχετικά με όλα τα κρίσιμα σημεία .

42. Η διάταξη περί υποβολής της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως περιείχε μόνο επουσιώδη στοιχεία σχετικά με τις υπηρεσίες που παρέχει η ενάγουσα και σχετικά με το ζήτημα αν τα Ιταλικά Ταχυδρομεία παρέχουν υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Τα σχετικά στοιχεία όμως προέκυπταν από τις γραπτές παρατηρήσεις της ενάγουσας και περιελήφθησαν συνεπώς στην έκθεση ακροατηρίου. Οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν τα στοιχεία αυτά υπόψη τους κατά την προφορική διαδικασία - και μάλιστα το Δικαστήριο τους κάλεσε ρητά να διατυπώσουν την άποψή τους σχετικά με τις πιθανές παροχές υπηρεσιών των Ιταλικών Ταχυδρομείων εντός της αγοράς της ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Η οριστική διαπίστωση των σχετικών περιστατικών απόκειται στο αιτούν δικαστήριο. Κατά συνέπεια, το προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

B - Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

43. Με τα προδικαστικά ερωτήματα τίθεται για δύο λόγους ζήτημα συμβατού του ιταλικού ταχυδρομικού τέλους για τις παροχές υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας από ιδιώτες με τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ. ρώτον, η ίδια η επιβολή του τέλους αυτού θα μπορούσε να είναι ασυμβίβαστη με τις διατάξεις αυτές. Δεύτερον, ο τρόπος της επιβολής του και της χρησιμοποιήσεώς του - και συγκεκριμένα το γεγονός ότι το τέλος αυτό καρπώνονται άμεσα τα Ιταλικά Ταχυδρομεία υπό μορφή εσόδων από την πώληση γραμματοσήμων ή από τη χρησιμοποίηση των αυτόματων μηχανών σφραγίσεως - μπορούσε να αντιβαίνει προς τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ.

1) Επί του ζητήματος αν το ταχυδρομικό τέλος συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης

44. Κατ' αρχάς πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον υφίσταται δεσπόζουσα θέση. Τούτο προϋποθέτει την οροθέτηση της σχετικής αγοράς.

α) Οροθέτηση της αγοράς

45. Ως προς την οροθέτηση της αγοράς το Δικαστήριο έχει δεχθεί τα εξής:

«Κατά πάγια νομολογία, για την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης, η αγορά του οικείου προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που, λόγω των χαρακτηριστικών τους, προσφέρονται ιδιαιτέρως για την κάλυψη παγίων αναγκών και παρουσιάζουν μικρές μόνο δυνατότητες υποκαταστάσεως με άλλα προϊόντα ή άλλες υπηρεσίες.»

46. Δεδομένου ότι ο ταχυδρομικός κώδικας παραχωρεί στα Ιταλικά Ταχυδρομεία το αποκλειστικό δικαίωμα διανομής αντικειμένων επιστολικού ταχυδρομείου, θα μπορούσε να θεωρηθεί, όσον αφορά την εκτίμηση της ρυθμίσεως που ισχύει ειδικά για το ταχυδρομικό τέλος, ότι η αγορά για τα αντικείμενα επιστολικού ταχυδρομείου είναι ενιαία. Υπέρ του συμπεράσματος αυτού συνηγορεί επίσης το γεγονός ότι οι διάφορες υπηρεσίες οι σχετικές με το επιστολικό ταχυδρομείο αποτελούν απλώς διαφορετικές ποιοτικές βαθμίδες μιας κατ' ουσία ενιαίας παροχής υπηρεσιών, και συγκεκριμένα της μεταφοράς επιστολών. Συνεπώς, οι παροχές υπηρεσιών τις οποίες προσφέρει η ενάγουσα θα μπορούσαν να αντικατασταθούν, τουλάχιστον εν μέρει, από τις συνηθισμένες ταχυδρομικές υπηρεσίες. Θα πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι η πλειονότητα των πελατών της ενάγουσας θα έκανε χρήση των υπηρεσιών των Ιταλικών Ταχυδρομείων, αν καμία άλλη επιχείρηση δεν πρόσφερε ποιοτικά καλύτερες υπηρεσίες.

47. Ήδη το 1989 η Επιτροπή δεχόταν πάντως ότι η γενική υπηρεσία επιστολικού ταχυδρομείου και η αγορά της ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας αποτελούν, από άποψη περιεχομένου, χωριστές αγορές και συνέχισε να υποστηρίζει την άποψη αυτή . Το Δικαστήριο δεν έχει ακόμα αποφανθεί ρητά σχετικά με την οροθέτηση της αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών από άποψη περιεχομένου, αλλά από την απόφαση Corbeau προκύπτει τουλάχιστον ότι οι υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας διακρίνονται σαφώς από τις γενικές ταχυδρομικές υπηρεσίες, «καλύπτουν ειδικές ανάγκες επιχειρηματιών και προϋποθέτουν ορισμένες πρόσθετες παροχές τις οποίες δεν προσφέρει η παραδοσιακή ταχυδρομική υπηρεσία, όπως η κατ' οίκον συλλογή της αλληλογραφίας, η μεγαλύτερη ταχύτητα μεταφοράς ή η αξιοπιστία στη διανομή ή, ακόμη, η δυνατότητα αλλαγής του προορισμού καθ' οδόν» .

48. αρά την ενιαία ρύθμιση των ταχυδρομικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας, την οποία προβλέπει ο ταχυδρομικός κώδικας, πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι οι γενικές ταχυδρομικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας διαφέρουν σε αρκετά μεγάλο βαθμό μεταξύ τους, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν δύο χωριστές από άποψη ουσίας αγορές. Η διάκριση αυτή ισχύει και σε σχέση με τις επίμαχες εν προκειμένω υπηρεσίες επιστολικού ταχυδρομείου, καθόσον οι υπηρεσίες αυτές αποτελούν μέρος τόσο των γενικών ταχυδρομικών υπηρεσιών όσο και των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας.

β) Επί της δεσπόζουσας θέσης των Ιταλικών Ταχυδρομείων

49. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι τα Ιταλικά Ταχυδρομεία έχουν δεσπόζουσα θέση στην ιταλική αγορά των γενικών υπηρεσιών επιστολικού ταχυδρομείου - άρα, σε σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς. Η θέση αυτή οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στα ταχυδρομικά τέλη που καταβάλλονται για τις υπηρεσίες επιστολικού ταχυδρομείου και έχουν ως αποτέλεσμα ότι καμία άλλη επιχείρηση δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τα Ιταλικά Ταχυδρομεία ως προς τις απλές υπηρεσίες επιστολικού ταχυδρομείου.

50. Αντίθετα, η ενάγουσα δεν δραστηριοποιούνταν στην αγορά των γενικών υπηρεσιών επιστολικού ταχυδρμείου, αλλά μόνο στην αγορά των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Οι πελάτες είναι διατεθειμένοι να καταβάλλουν για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες υψηλότερο τίμημα μόνον εντός μιας αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών υψηλής ποιότητας.

51. Κανείς από τους μετέχοντες στη διαδικασία δεν ισχυρίζεται ότι τα Ιταλικά Ταχυδρομεία δέσποζαν στην αγορά των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Οι διάδικοι μάλιστα διαφωνούν κατά πόσον τα Ιταλικά Ταχυδρομεία δραστηριοποιούνταν πράγματι εντός της αγοράς ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας . Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, εφόσον είναι αναγκαίο, κατά πόσον οι υπηρεσίες επείγουσας αλληλογραφίας που πρόσφεραν τα Ιταλικά Ταχυδρομεία ανήκουν στην αγορά υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας, στις γενικές υπηρεσίες επιστολικού ταχυδρομείου ή σε κάποια άλλη ιδιαίτερη αγορά.

γ) Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης

52. Κατά πάγια νομολογία, «καίτοι το γεγονός και μόνο ότι ένα κράτος μέλος δημιουργεί δεσπόζουσα θέση με τη χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων δεν είναι αυτό καθαυτό ασυμβίβαστο προς το άρθρο 86, ωστόσο η Συνθήκη επιβάλλει στα κράτη μέλη να μη λαμβάνουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα δυνάμενα να αναιρέσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της διατάξεως αυτής» .

53. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον η υποχρέωση των ιδιωτικών φορέων παροχής υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας να καταβάλλουν στα Ιταλικά Ταχυδρομεία, κατά τη μεταφορά των αντικειμένων επιστολικού ταχυδρομείου, τέλος ίσο με το ταχυδρομικό τέλος που επιβάλλεται για την αντίστοιχη βασική ταχυδρομική υπηρεσία πρέπει να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης των Ιταλικών Ταχυδρομείων εντός της αγοράς των γενικών υπηρεσιών επιστολικού ταχυδρομείου.

Ισχυρισμοί των μετεχόντων στη διαδικασία

54. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι τα Ιταλικά Ταχυδρομεία έχουν προβεί σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης τους στην αγορά. Αφού οι πελάτες των φορέων παροχής υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας καταβάλλουν, πέραν των εξόδων για την παροχή αυτών των υπηρεσιών, το ταχυδρομικό τέλος, επηρεάζεται η απόφασή τους για το αν θα κάνουν χρήση των υπηρεσιών αυτών και επομένως νοθεύεται ο ανταγωνισμός. Η επιβολή τέλους για παροχή υπηρεσιών που δεν παρασχέθηκε συνιστά επιπλέον περίπτωση εμπίπτουσα στο άρθρο 86, στοιχείο γ_, της Συνθήκης ΕΚ. Η ενάγουσα τονίζει ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση Merci convenzionali porto di Genova, έχει ήδη αποφανθεί ότι οι εθνικές ρυθμίσεις που οδηγούν στην επιβολή τέλους για παροχή υπηρεσιών την οποία δεν ζήτησε ο ενδιαφερόμενος δεν είναι σύμφωνες με τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ .

55. Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ υποστηρίζει επίσης ότι η επιβολή τέλους για υπηρεσία που δεν παρασχέθηκε αποτελεί κατά κανόνα κατάχρηση δικαιώματος. Εν προκειμένω δεν φαίνεται να πρόκειται για εξαίρεση από τον κανόνα αυτό. Κατά συνέπεια, τα Ιταλικά Ταχυδρομεία προβαίνουν σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης τους, όταν επιβάλλουν το επίμαχο τέλος.

56. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση και τα Ιταλικά Ταχυδρομεία όμως, το επίμαχο τέλος εξυπηρετεί απλώς την αντιστάθμιση των δαπανών που είναι εγγενείς με την παροχή της καθολικής υπηρεσίας. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, δεν είναι δυνατό να διαχωριστεί η υπηρεσία ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας σε δύο χωριστές παροχές υπηρεσιών, από τις οποίες η βασική υπηρεσία θα πρέπει να παρέχεται από την καθολική υπηρεσία έναντι καταβολής του ταχυδρομικού τέλους και η άλλη υπηρεσία από τον ιδιώτη έναντι της καταβολής ενός επιπλέον τιμήματος.

57. Η Επιτροπή θεωρεί πιθανό ότι το τέλος που επιβάλλεται στους ιδιώτες που παρέχουν υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας εμβάλλει τα Ιταλικά Ταχυδρομεία στον πειρασμό να επεκτείνουν τη δεσπόζουσα θέση που κατέχουν εντός της αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών της καθολικής υπηρεσίας στην παρακείμενη αγορά των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Τούτο θα αποτελούσε, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης .

Η εκτίμησή μου

58. Η καταχρηστική εκμετάλλευση ορίζεται από το Δικαστήριο πολύ γενικά ως εξής:

«[...] το άρθρο 86 αφορά [...] όχι μόνο τις πρακτικές που μπορούν να προκαλέσουν άμεση ζημία στους καταναλωτές, αλλά και αυτές που τους προκαλούν έμμεση ζημία, προσβάλλοντας αποτελεσματικές δομές ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο στ_, της Συνθήκης.»

59. Κατά συνέπεια, υπάρχουν δύο κατηγορίες καταχρηστικών εκμεταλλεύσεων. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι περιπτώσεις στις οποίες σκοπός της εκμεταλλεύσεως της δεσπόζουσας θέσης είναι η επίτευξη αποτελέσματος που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων είναι τα αναφερόμενα στο άρθρο 86, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ. Στις περιπτώσεις αυτές η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση εκμεταλλεύεται κατά κανόνα τη θέση της στην αγορά για να επιβάλει στους καταναλωτές ή στους πελάτες που δραστηριοποιούνται σε άλλες αγορές απαράδεκτους συναλλακτικούς όρους (τιμές, συναφείς πωλήσεις κ.λπ.).

60. Στην άλλη κατηγορία ανήκουν όλες οι περιπτώσεις στις οποίες σκοπός της εκμεταλλεύσεως της δεσπόζουσας θέσης είναι ο περαιτέρω περιορισμός του ανταγωνισμού. Η δεσπόζουσα επιχείρηση χρησιμοποιεί συναφώς τη δεσπόζουσα θέση της για να βλάψει όχι τους αντισυμβαλλόμενούς της, αλλά τους ανταγωνιστές της εντός της αγοράς στην οποία δεσπόζει ή εντός παρακειμένων αγορών. Ως τέτοια παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν η πώληση κάτω του κόστους ή οι συμφωνίες περί αποκλειστικότητας με πελάτες, με τις οποίες απαγορεύεται στους πελάτες αυτούς να συναλλάσσονται με ανταγωνιστές της δεσπόζουσας επιχειρήσεως. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση προϋποθέτει συνεπώς τον επηρεασμό της ανταγωνιστικής σχέσεως. Στην περίπτωση αυτή η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση δεν ανταποκρίνεται στην ιδιαίτερη ευθύνη που έχει ως προς τον ανταγωνισμό .

61. Εν προκειμένω θα μπορούσε να υπάρχει καταχρηστική εκμετάλλευση ανήκουσα στην πρώτη κατηγορία, επειδή οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας υποχρεούνται να καταβάλλουν το ταχυδρομικό τέλος για τις επιστολές, χωρίς να είναι αποδέκτες ανάλογων υπηρεσιών των Ιταλικών Ταχυδρομείων (i). Αντίθετα, θα μπορούσε να πρόκειται για καταχρηστική εκμετάλλευση της δεύτερης κατηγορίας, εφόσον οι παρέχοντες υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας επιβαρύνονται όχι μόνο με τα έξοδά τους, αλλά και με το ταχυδρομικό τέλος για τις επιστολές, ενώ οι υπηρεσίες των Ιταλικών Ταχυδρομείων δεν επιβαρύνονται ανάλογα (ii).

i) Καταχρηστική εκμετάλλευση υπό μορφή καταβολής τέλους για μη παρασχεθείσες υπηρεσίες

62. Η ενάγουσα και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ υποστηρίζουν ότι το ταχυδρομικό τέλος αποτελεί καταχρηστική εκμετάλλευση, διότι αποτελεί τέλος για μη παρασχεθείσες υπηρεσίες.

63. Η άποψη αυτή στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι το ταχυδρομικό τέλος οδηγεί σε αποτέλεσμα που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Η εν λόγω άποψη στηρίζεται στο άρθρο 86, παράγραφος 2, στοιχείο δ_, της Συνθήκης ΕΚ. Κατά τη διάταξη αυτή, υφίσταται κατάχρηση ιδίως όταν η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση εξαρτά τη σύναψη συμβάσεων από την αποδοχή εκ μέρους των αντισυμβαλλομένων προσθέτων παροχών που ούτε εκ φύσεως ούτε σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων περιπτώσεων αποτελούν οι συναφείς συμβάσεις. Μια επιχείρηση παρέχει υπηρεσία, την οποία χρειάζεται ο ενδιαφερόμενος και η οποία δεν θα μπορούσε να παρασχεθεί από άλλον, σε συνδυασμό μόνο με υπηρεσίες που δεν χρειάζεται ο ενδιαφερόμενος και τις οποίες επομένως δεν έχει ζητήσει. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Merci Convenzionali Porto di Genova προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι η εταιρία που διαχειριζόταν τον λιμένα, εκμεταλλευόμενη το μονοπώλιό της για την παροχή λιμενικών υπηρεσιών, χρέωνε όχι μόνο τις υπηρεσίες που είχε ζητήσει ο ενδιαφερόμενος, αλλ' επιπλέον και υπηρεσίες τις οποίες δεν είχε ζητήσει . Αν επομένως ο εξαναγκασμός του ενδιαφερομένου να αποδεχθεί υπηρεσίες που δεν είχε ζητήσει συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση, αποτελεί κατά μείζονα λόγο καταχρηστική εκμετάλλευση η απαίτηση καταβολής τελών για υπηρεσίες που ουδέποτε παρασχέθηκαν.

64. Στην παρούσα περίπτωση δεν πρόκειται πάντως για συναφή συναλλαγή. Με την παρούσα μορφή, ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με καταχρηστική εκμετάλλευση εκ μέρους επιχειρήσεως της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά των ταχυδρομικών υπηρεσιών των σχετικών με το γενικό επιστολικό ταχυδρομείο ούτε με άλλη μορφή. Τα Ιταλικά Ταχυδρομεία δεν είχαν τη δυνατότητα να λάβουν μέτρα που θα ανάγκαζαν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας να καταβάλλουν το εν λόγω τέλος. Το μέσο πιέσεως που οδήγησε στην καταβολή του τέλους αυτού ήταν απλώς και μόνο η άσκηση δημόσιας εξουσίας. Είναι αμφίβολο κατά πόσον το κρατικό αυτό μέτρο μπορεί καθεαυτό να εξομοιωθεί προς καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης.

65. Από τον συνδυασμό των άρθρων 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ προκύπτει ότι η δεσπόζουσα επιχείρηση δεν χρειάζεται να πληροί όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ. Υφίσταται καταχρηστική εκμετάλλευση, μεταξύ άλλων, όταν ένα κρατικό μέτρο - ιδίως η παραχώρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων - δημιουργεί συνθήκες ανταγωνισμού που συνιστούν, από διαρθρωτική άποψη, καταχρηστική εκμετάλλευση . Τέτοια διάρθρωση μπορεί να υπάρχει π.χ. όταν μια επιχείρηση διαμεσολαβήσεως στην αγορά εργασίας που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην εν λόγω αγορά λόγω αποκλειστικού δικαιώματος «δεν είναι προφανώς σε θέση να ικανοποιήσει, για όλα τα είδη δραστηριοτήτων, τη ζήτηση της αγοράς εργασίας.»

66. Κατά συνέπεια, το οικείο κρατικό μέτρο μπορεί να αντικαθιστά την πλήρωση των προϋποθέσεων της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως εκ μέρους της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως. Κατά συνέπεια πρέπει να γίνεται δεκτό ότι υφίσταται καταχρηστική εκμετάλλευση, όταν το κρατικό μέτρο οδηγεί σε αποτέλεσμα που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Συναφώς πάντως πρέπει να λαμβάνεται παράλληλα υπόψη ότι τα μέτρα κρατικού καταναγκασμού οδηγούν εκ φύσεως σε αποτελέσματα που δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις καταβάλλουν στο Δημόσιο φόρους επί των κερδών τους δεν θα μπορούσε βέβαια να επιτευχθεί υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Καμία δεσπόζουσα επιχείρηση δεν θα μπορούσε να επιτύχει το αποτέλεσμα αυτό, ακόμα και επιδεικνύοντας συμπεριφορά που θα απέρρεε από εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης της. Κατά συνέπεια, ως καταχρηστική εκμετάλλευση θα πρέπει να χαρακτηρίζονται μόνο τα αποτελέσματα που δεν μπορούν να επιτυγχάνονται υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, των οποίων όμως η επίτευξη θα ήταν δυνατή λόγω της συμπεριφοράς της δεσπόζουσας επιχειρήσεως.

67. Δεδομένου ότι η επιβάρυνση με το ταχυδρομικό τέλος δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί από κατέχουσα δεσπόζουσα θέση στην αγορά επιχείρηση, η επιβάρυνση αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με καταχρηστική εκμετάλλευση υπό μορφή εξαναγκασμού καταβολής αμοιβής για μη παρασχεθείσες υπηρεσίες.

ii) Καταχρηστική εκμετάλλευση λόγω νοθεύσεως του ανταγωνισμού υπέρ των δραστηριοτήτων των Ιταλικών Ταχυδρομείων

68. Το ταχυδρομικό τέλος που επιβάλλεται στις υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας που παρέχουν άλλες επιχειρήσεις θα μπορούσε να συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση της δεύτερης κατηγορίας, υπό μορφή νοθεύσεως του ανταγωνισμού υπέρ των Ιταλικών Ταχυδρομείων.

69. Είναι βέβαιο ότι τα Ιταλικά Ταχυδρομεία, εκτός από τις απλές υπηρεσίες επιστολικού ταχυδρομείου, παρείχαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο και υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Δεδομένου ότι όλες οι επιχειρήσεις ήσαν υποχρεωμένες, σε περίπτωση μεταφοράς επιστολών, να καταβάλλουν το ταχυδρομικό τέλος στα Ιταλικά Ταχυδρομεία, οι υπηρεσίες τους μειονεκτούσαν, από άποψη ανταγωνισμού, έναντι των υπηρεσιών των Ιταλικών Ταχυδρομείων. Η ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσεως θα πρέπει να εξεταστεί ιδίως ως προς τις υπηρεσίες επείγουσας αλληλογραφίας που παρείχαν τα Ιταλικά Ταχυδρομεία.

70. Είναι αμφίβολο κατά πόσον οι εν λόγω υπηρεσίες των Ιταλικών Ταχυδρομείων περιλαμβάνονται στην αγορά των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Αν τούτο όντως συμβαίνει, τότε μεταξύ των υπηρεσιών αυτών και των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας για τις οποίες έπρεπε να καταβληθεί το ταχυδρομικό τέλος υπήρχε άμεση σχέση ανταγωνισμού. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το ταχυδρομικό τέλος στρέβλωνε άμεσα τον ανταγωνισμό εντός της αγοράς των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Επιπλέον, ότι συνέβαλε στην επέκταση της δεσπόζουσας θέσης των Ιταλικών Ταχυδρομείων από την αγορά των γενικών ταχυδρομικών υπηρεσιών επιστολικού ταχυδρομείου προς την παρακείμενη αγορά των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Αυτή η επέκταση δεσπόζουσας θέσης θα ήταν ασυμβίβαστη, σύμφωνα με την απόφαση GB-Inno-BM, με τα άρθρα 86 και 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ .

71. Αν αντίθετα οι υπηρεσίες επείγουσας αλληλογραφίας περιλαμβάνονται στην αγορά των γενικών ταχυδρομικών υπηρεσιών επιστολικού ταχυδρομείου ή σε ιδιαίτερη αγορά, τότε αποκλείεται εξ ορισμού η ύπαρξη άμεσης ανταγωνιστικής σχέσεως.

72. Η διαπίστωση καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως στην περίπτωση αυτή δυσχεραίνεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι εδώ πρόκειται για δύο αγορές που έχουν μεν στενή σχέση μεταξύ τους, αλλά διαφέρουν σε τελική ανάλυση. Το ταχυδρομικό τέλος ίσχυε μεν καταρχήν τόσο εντός της αγοράς των γενικών υπηρεσιών επιστολικού ταχυδρομείου, εντός της οποίας υφίστατο η δεσπόζουσα θέση, όσο και εντός της παρακείμενης αγοράς των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Εν προκειμένω όμως πρέπει να εξεταστεί μόνο το ταχυδρομικό τέλος που επιβάλλεται στις υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Κατά συνέπεια, μόνον από τα αποτελέσματα που έχει το ταχυδρομικό τέλος εντός της αγοράς των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας θα μπορούσε να συναχθεί η ύπαρξη καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως. Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να υπάρχει καταχρηστική εκμετάλλευση εντός άλλης αγοράς και όχι εντός της αγοράς στην οποία υπάρχει δεσπόζουσα θέση είναι καταρχήν αυστηρότατες.

73. Συναφώς, το Δικαστήριο, με την απόφαση Tetra Pak κατά Επιτροπής, δέχθηκε τα εξής: «Η εφαρμογή του άρθρου 86 προϋποθέτει την ύπαρξη δεσμού μεταξύ της δεσπόζουσας θέσεως και της φερομένης ως καταχρηστικής συμπεριφοράς, ο οποίος συνήθως δεν υπάρχει όταν μια συμπεριφορά σε διαφορετική αγορά από την αγορά στην οποία υπάρχει δεσπόζουσα θέση παράγει αποτελέσματα στην ίδια αυτήν αγορά. Όταν πρόκειται για αγορές διακεκριμένες μεν, αλλά συναφείς [...], μόνο ειδικές περιστάσεις μπορούν να δικαιολογήσουν εφαρμογή του άρθρου 86 σε συμπεριφορά διαπιστωθείσα στη συναφή αγορά, στην οποία δεν υφίσταται δεσπόζουσα θέση, και παράγουσα αποτελέσματα στην ίδια αυτή αγορά.»

74. Τέτοιες ειδικές περιστάσεις συντρέχουν λόγω της στενής σχέσεως μεταξύ των δύο αγορών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα ότι οι σχετικές παροχές είναι, τουλάχιστον εν μέρει, αμοιβαία αντικαταστατές. Συγκεκριμένα, δεν θα είχε σχέση με την πραγματικότητα το συμπέρασμα ότι αποκλείεται κάθε δυνατότητα ανταγωνισμού μεταξύ των υπηρεσιών επείγουσας αλληλογραφίας και των υπηρεσιών που παρέχονται εντός της αγοράς ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Στην πράξη, ένα μέρος τουλάχιστον των αποδεκτών των πρώτων υπηρεσιών θα επέλεγε τις άλλες υπηρεσίες, και αντίστροφα, αν η τιμή τους ήταν συμφερότερη, εφόσον η ποιοτική διαφορά των υπηρεσιών αυτών ήταν ασήμαντη. Οι υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας δεν αποτελούν τυποποιημένο προϊόν με σταθερά χαρακτηριστικά, αλλά χαρακτηρίζονται από την ελαστικότητα με την οποία συνδυάζονται διάφορες παροχές υπηρεσιών. Αν ληφθεί υπόψη τουλάχιστον η απλή μορφή τους, δηλαδή αν δεν ληφθούν ιδίως υπόψη οι επιπλέον παροχές της συλλογής της αλληλογραφίας κατ' οίκον ή της αλλαγής προορισμού της αλληλογραφίας κατά τη μεταφορά, οι υπηρεσίες αυτές είναι απόλυτα συγκρίσιμες με τις τυποποιημένες υπηρεσίες επείγουσας αλληλογραφίας. Κατά συνέπεια, το ταχυδρομικό τέλος συμβάλλει, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία οι υπηρεσίες επείγουσας αλληλογραφίας που παρέχουν τα Ιταλικά Ταχυδρομεία δεν ανήκουν στις υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας, στην επέκταση του μεριδίου που έχουν οι υπηρεσίες επείγουσας αλληλογραφίας εντός της αγοράς, σε βάρος των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας, οι οποίες επιβαρύνονται επιπροσθέτως με το ταχυδρομικό τέλος. Κατά συνέπεια, ακόμα και από την άποψη αυτή θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για επέκταση της δεσπόζουσας θέσης των Ιταλικών Ταχυδρομείων, είτε λόγω επεκτάσεως της αγοράς των γενικών υπηρεσιών επιστολικού ταχυδρομείου είτε λόγω επεκτάσεως της ιδιαίτερης αγοράς των υπηρεσιών επείγουσας αλληλογραφίας των Ιταλικών Ταχυδρομείων, εντός της οποίας τα Ιταλικά Ταχυδρομεία θα κατείχαν οπωσδήποτε δεσπόζουσα θέση. Η επέκταση της δεσπόζουσας θέσης σε βάρος του τομέα εντός του οποίου επικρατεί ανταγωνισμός αντιβαίνει επίσης στην αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού. Επιπλέον, η οροθέτηση της αγοράς των γενικών υπηρεσιών επιστολικού ταχυδρομείου έναντι της αγοράς των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας δικαιολογείται σαφώς από την προσπάθεια προστασίας του τομέα εντός του οποίου επικρατεί ανταγωνισμός από την επέκταση ενός τομέα εντός του οποίου ισχύει μονοπώλιο. Κατά συνέπεια, αυτή η μορφή της επεκτάσεως μιας δεσπόζουσας θέσης πρέπει να θεωρηθεί επίσης ως καταχρηστική εκμετάλλευση.

75. Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η επιβολή του ταχυδρομικού τέλους επί των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης υπό την έννοια των άρθρων 86 και 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ.

δ) Επί του επηρεασμού του εμπορίου

Ισχυρισμοί των μετεχόντων στη διαδικασία

76. Τα Ιταλικά Ταχυδρομεία και η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι, αν ληφθεί υπόψη η εγκύκλιος της 4ης Μαρτίου 1989 , αποκλείεται οποιοσδήποτε επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

77. Η Επιτροπή τονίζει ότι τα επιχειρήματα που αναπτύσσει ως προς την καταχρηστική εκμετάλλευση βασίζονται μόνο στην υπόθεση ότι είναι δυνατός ο επηρεασμός του εμπορίου, το ζήτημα όμως αν η υπόθεση αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα πρέπει να εξεταστεί από το εθνικό δικαστήριο.

Η εκτίμησή μου

78. Τα άρθρα 86 και 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ εφαρμόζονται, εν πάση περιπτώσει, μόνον εφόσον ο περιορισμός του ανταγωνισμού μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Η έννοια του εμπορίου δεν συμπίπτει μόνο με την έννοια της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αλλά πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως . Η έννοια αυτή καλύπτει ειδικότερα και τις διασυνοριακές παροχές υπηρεσιών. Αντίθετα, ο επηρεασμός του εμπορίου δεν μπορεί κατά κανόνα να προκύπτει μόνον από τον περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

79. Αν η εγκύκλιος της 4ης Μαρτίου 1989 έχει απαγορεύσει όντως την επιβολή του ταχυδρομικού τέλους στις διεθνείς αποστολές και στις μεταφορές που αποτελούν συνέχεια τέτοιων διεθνών αποστολών, τότε το ταχυδρομικό τέλος έχει φαινομενικά ως αποτέλεσμα τον περιορισμό μόνο της ελεύθερης εγκαταστάσεως ως προς την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών.

80. Εν πάση περιπτώσει, οι αγορές για τις διεθνείς αποστολές ταχυδρομικών αντικειμένων διαφέρουν από τις περισσότερες άλλες εμπορικές αγορές κατά το ότι η διασυνοριακή παροχή μαζικών ταχυδρομικών υπηρεσιών προϋποθέτει τη δημιουργία ενός δικτύου εγκαταστάσεων στο κράτος αποστολής και στο κράτος προορισμού. Επομένως, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως πλήττουν και το εμπόριο που έχει ως αντικείμενο τις παροχές υπηρεσιών.

81. Αφού τα Ιταλικά Ταχυδρομεία, χάρη στο πλεονέκτημα ως προς τα κόμιστρα που αποκομίζουν από το ταχυδρομικό τέλος, μεταφέρουν επιστολές που θα μεταφέρονταν σε άλλη περίπτωση από άλλες επιχειρήσεις, τα πάγια έξοδα των εταιριών αυτών κατανέμονται μεταξύ λιγότερων αποστολών, των οποίων η μεταφορά καθίσταται έτσι δαπανηρότερη. Τούτο πλήττει τις διεθνείς αποστολές ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία δεν τους επιβάλλεται το ταχυδρομικό τέλος. Θα πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι αισθητό.

82. Κατά συνέπεια, το ταχυδρομικό τέλος είναι ικανό να παρεμποδίσει το εμπόριο.

ε) Δικαιολόγηση

83. Τα άρθρα 86 και 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ απαγορεύουν μεν στα κράτη μέλη να «θεσπίζουν [ή] διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες της παρούσας Συνθήκης [...] ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα». Η απαγόρευση αυτή όμως πρέπει να εξεταστεί «σε συνδυασμό με τη διάταξη της παραγράφου 2 του [...] άρθρου [90] που ορίζει ότι οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος υπόκεινται στους κανόνες ανταγωνισμού κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί».

84. Αν ληφθούν υπόψη η υπόθεση Corbeau και η οδηγία 97/67, είναι αναμφισβήτητο ότι η απλή ταχυδρομική υπηρεσία - η λεγόμενη καθολική υπηρεσία - αποτελεί αποστολή γενικού οικονομικού συμφέροντος. Λόγω της αποστολής αυτής δικαιολογείται η αποκλειστική ανάθεση ορισμένων υπηρεσιών στην επιχείρηση που διασφαλίζει την παροχή της καθολικής υπηρεσίας, ώστε να καθίσταται δυνατός ο συμψηφισμός των αποτελεσμάτων των κερδοφόρων και των λιγότερο κερδοφόρων τομέων δραστηριοτήτων .

85. Δεν έχει όμως ακόμα διασαφηνιστεί αν η παρεμπόδιση του ανταγωνισμού την οποία συνεπάγεται το ταχυδρομικό τέλος μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ.

Ισχυρισμοί των μετεχόντων στη διαδικασία

86. Η ενάγουσα επικαλείται την απόφαση Corbeau, κατά την οποία το κοινοτικό δίκαιο έχει εφαρμογή εφόσον η υπηρεσία που προσφέρει ιδιωτική επιχείρηση διακρίνεται σαφώς από την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία και η εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού δεν ενέχει κινδύνους για την οικονομική ισορροπία της καθολικής υπηρεσίας.

87. Για τον λόγο αυτό η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι οι υπηρεσίες τις οποίες προσφέρει είναι διακριτές από την καθολική υπηρεσία. Η ενάγουσα υποστηρίζει περαιτέρω ότι ούτε η εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού ενέχει κινδύνους για την οικονομική ισορροπία της καθολικής υπηρεσίας. ρώτον, η επιβολή του ταχυδρομικού τέλους στα αντικείμενα ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας δεν είναι αναγκαία για την κάλυψη των ελλειμμάτων της καθολικής υπηρεσίας, διότι τα ελλείμματα αυτά έχουν καλυφθεί ήδη με τη χορήγηση άμεσων επιδοτήσεων, ύψους 150 δισεκατομμυρίων ITL το 1997 και 210 δισεκατομμυρίων ITL για τα επόμενα έτη μέχρι το 2002. Δεύτερον, το ταχυδρομικό τέλος αποτελεί επίσης δυσανάλογο μέσο για την κάλυψη του ελλείμματος, διότι τα έσοδα από το τέλος αυτό δεν τελούν σε καμία απολύτως σχέση προς το έλλειμμα αυτό, αλλά προκύπτουν απλώς και μόνον από τον κύκλο εργασιών των ιδιωτικών επιχειρήσεων ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Εξάλλου, η ίδρυση ταμείου αποζημιώσεων κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67 στηρίζεται επίσης στην αρχή της αναλογικότητας.

88. Κατά την άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως, το ταχυδρομικό τέλος αποτελεί απλώς αντιστάθμιση για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας, όπως προβλέπεται άλλωστε από την οδηγία 97/67. Το γεγονός ότι οι ιδιωτικές ταχυδρομικές υπηρεσίες επικεντρώνονται στις κερδοφόρες παροχές υπηρεσιών δεν πρέπει να παραβλάπτει την παροχή της καθολικής υπηρεσίας.

89. Με την άποψη αυτή συμφωνούν και τα Ιταλικά Ταχυδρομεία. Τα Ιταλικά Ταχυδρομεία ισχυρίζονται ότι η ιταλική ταχυδρομική αγορά αποτελεί, για διαφόρους λόγους που δεν μπορούν να εξεταστούν λεπτομερέστερα εν προκειμένω, δύσκολη αγορά για τον παρέχοντα την καθολική υπηρεσία, αν συγκριθεί με τις άλλες ευρωπαϊκές αγορές. Σε πολλές περιοχές η ζήτηση ταχυδρομικών υπηρεσιών είναι ελάχιστη, αφενός λόγω των τοπικών συνηθειών, αλλά και αφετέρου λόγω της μικρής πυκνότητας του πληθυσμού, ενώ η εξυπηρέτηση άλλων περιοχών είναι ιδιαίτερα κερδοφόρος. Τα Ιταλικά Ταχυδρομεία ισχυρίζονται ότι η έκταση του ταχυδρομικού μονοπωλίου περιορίζεται στην πράξη σε μεγάλο βαθμό, λόγω του ορισμού του «ταχυδρομείου» και των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 41 του ταχυδρομικού κώδικα. Κατά την εκτίμηση των Ιταλικών Ταχυδρομείων, η επιβάρυνσή τους από την παροχή της καθολικής υπηρεσίας ανέρχεται σε 2 500 δισεκατομμύρια ITL ετησίως. Η επιβάρυνση αυτή απορροφά πλήρως τις επιδοτήσεις στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο και δεν μπορεί να αντισταθμιστεί ούτε από τα ταχυδρομικά τέλη που καταβάλλουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις για τη μεταφορά ταχυδρομικών αντικειμένων.

90. Κατά τα Ιταλικά Ταχυδρομεία, σκοπός του τέλους είναι όχι μόνο η αντιστάθμιση, αλλά και η παρεμπόδιση των ιδιωτικών επιχειρήσεων να προσφέρουν τιμές κατώτερες από αυτές που προσφέρουν τα Ιταλικά Ταχυδρομεία. Από την άποψη αυτή το τέλος είναι πολύ χαμηλό και θα μπορούσε μάλιστα να θεωρηθεί ότι έχει καθαρά θεωρητικό χαρακτήρα.

91. Κατά συνέπεια, το ταχυδρομικό τέλος αποτελεί, σύμφωνα με τα Ιταλικά Ταχυδρομεία, αναπόσπαστο μέρος των μέσων που παρέχονται στον φορέα της καθολικής υπηρεσίας και που κρίνονται αναγκαία από τον νομοθέτη, «για να μπορεί η εν λόγω επιχείρηση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που υπέχει υπό συνθήκες οικονομικής ισορροπίας».

92. Κατά συνέπεια, το ταχυδρομικό τέλος δεν μπορεί, σύμφωνα με τα Ιταλικά Ταχυδρομεία, να οδηγεί σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού σε βάρος τρίτων επιχειρήσεων και η επιβολή του δικαιολογείται από το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ και από το άρθρο 16 ΕΚ, το οποίο προστέθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ.

93. Κατά την άποψη της Επιτροπής, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει κατά πόσον το ταχυδρομικό τέλος αντισταθμίζει τις ζημίες που προξενεί η παροχή της καθολικής υπηρεσίας. Η Επιτροπή δεν διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για να δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό. Αν το εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι το ταχυδρομικό τέλος δεν είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της παροχής της καθολικής υπηρεσίας, το τέλος αυτό δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί.

Η εκτίμησή μου

94. Κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος υπόκεινται στους κανόνες της Συνθήκης κατά το μέτρο μόνο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Με το νέο άρθρο 16 ΕΚ και το άρθρο 36 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υπογραμμίζεται η σημασία της εξαιρέσεως αυτής, η οποία αποτελεί έκφραση βασικής αξιολογικής κρίσεως του κοινοτικού δικαίου.

95. Με την απόφαση Corbeau το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι επιτρέπεται ο περιορισμός του ανταγωνισμού ως προς ορισμένη παροχή υπηρεσιών που δεν αποτελεί μέρος της καθολικής υπηρεσίας, εφόσον ο ανταγωνισμός αυτός θα ανέτρεπε την οικονομική ισορροπία της καθολικής υπηρεσίας . Στην ανατροπή αυτής της ισορροπίας αναφέρονται ιδιαίτερα τα Ιταλικά Ταχυδρομεία, όταν τονίζουν ότι τα έσοδα από το ταχυδρομικό τέλος είναι αναγκαία για την κάλυψη του ελλείμματος της καθολικής υπηρεσίας.

96. ρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον ο κίνδυνος απώλειας των εσόδων αυτών αρκεί για να υπάρξει ανατροπή της οικονομικής ισορροπίας της καθολικής υπηρεσίας, υπό την έννοια της αποφάσεως Corbeau. Από την εν λόγω απόφαση δεν προκύπτει σαφώς πώς πρέπει να διαπιστώνεται αυτός ο κίνδυνος ανατροπής. Αν όμως ληφθεί υπόψη το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης, τότε καθίσταται σαφές ότι ο κίνδυνος αυτός πρέπει να οφείλεται στην εγγύτητα της οικείας παροχής υπηρεσιών προς την καθολική υπηρεσία. Συγκεκριμένα, ο Corbeau μετέφερε ταχυδρομικά αντικείμενα στην πόλη της Λιέγης και στις παρακείμενες περιοχές έναντι αμοιβής που υπολειπόταν ελαφρώς των τελών που επέβαλλαν τα Βελγικά Ταχυδρομεία . Λόγω των επιχειρηματικών αυτών δραστηριοτήτων υπήρχε ο κίνδυνος να μην αποτελούν οι υπηρεσίες του πραγματικές υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την υπεραξία που ενέχουν έναντι της καθολικής υπηρεσίας, αλλά για γεωγραφικά περιορισμένο ανταγωνισμό προς την καθολική υπηρεσία, ο οποίος ήταν δυνατός μόνο χάρη στην επιλογή ενός ιδιαίτερα κερδοφόρου γεωγραφικού πεδίου δραστηριοτήτων. Οι υπηρεσίες αυτές ενέχουν κινδύνους για την οικονομική ισορροπία της καθολικής υπηρεσίας. Η ισορροπία αυτή συνίσταται, σύμφωνα με την απόφαση Corbeau, στη δυνατότητα οικονομικού συμψηφισμού «των αποτελεσμάτων των κερδοφόρων τομέων δραστηριοτήτων και των λιγότερο κερδοφόρων τομέων δραστηριοτήτων» .

97. Αντίθετα, μια υπηρεσία που ενέχει όντως υπεραξία και προσφέρεται σε σημαντικά υψηλότερες τιμές δεν είναι, κατά κανόνα, ανταγωνιστική προς την καθολική υπηρεσία, αν η καθολική υπηρεσία δεν ορισθεί τόσο ευρέως, ώστε να περιλαμβάνει τις μορφές ταχείας μεταφοράς που ομοιάζουν με τις απλούστερες μορφές της υπηρεσίας ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Είναι όμως σαφές ότι η επιβάρυνση με το τέλος της απλής ταχυδρομικής αποστολής δεν αποσκοπεί στην παρεμπόδιση του ανταγωνισμού της ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας προς τις υψηλότερου επιπέδου καθολικές υπηρεσίες. Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να επιλυθεί το ζήτημα κατά πόσον - πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 97/67 - επιτρεπόταν η υπαγωγή των υπηρεσιών αυτών στο πεδίο των αποκλειστικών δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως που διασφάλιζε την παροχή της καθολικής υπηρεσίας. Η άποψη επομένως των Ιταλικών Ταχυδρομείων ότι το ταχυδρομικό τέλος είναι αναγκαίο για την παρεμπόδιση του ανταγωνισμού εκ μέρους μη καθολικών υπηρεσιών εντός των ιδιαίτερα ελκυστικών γεωγραφικών περιοχών δεν ευσταθεί, όσον αφορά τουλάχιστον την επιβάρυνση των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας .

98. Αντίθετα, με την απόφαση Corbeau δεν εξετάστηκε το ζήτημα κατά πόσον οι υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας μπορούν να επιβαρύνονται με ένα μέρος των δαπανών της καθολικής υπηρεσίας. Η παροχή υπηρεσιών γενικού συμφέροντος πρέπει καταρχήν να χρηματοδοτείται επίσης από το κοινωνικό σύνολο. Από την απόφαση Corbeau προκύπτει απλώς και μόνο ότι επιβάρυνση ορισμένων κατηγοριών πελατών στους οποίους οι υπηρεσίες μπορούν να παρέχονται με μικρότερο κόστος επιτρέπεται εντός ενός συγκεκριμένου πεδίου αποκλειστικών δραστηριοτήτων, προκειμένου να βοηθείται η παροχή των υπηρεσιών αυτών σε κατηγορίες πελατών για τις οποίες η παροχή αυτή συνδέεται με υψηλότερο κόστος. Ειδικότερα, ακόμα και η καθολική υπηρεσία πρέπει καταρχήν να απαιτεί τιμές που να αντικατοπτρίζουν το κόστος .

99. Ο κοινοτικός νομοθέτης πάντως δέχεται επίσης ότι επιτρέπεται καταρχήν, προς τον σκοπό της χρηματοδοτήσεως της καθολικής υπηρεσίας, ακόμα και η επιβάρυνση των παρακείμενων αγορών. Το πρότυπο ενός ταμείου αποζημιώσεων, υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67, το οποίο θα χρηματοδοτείται από τις μη καθολικές ταχυδρομικές υπηρεσίες, βασίζεται στην ανωτέρω αντίληψη.

100. Εν προκειμένω δεν χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσον η οδηγία συμβιβάζεται από την άποψη αυτή με τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ. ρέπει όμως να γίνει δεκτό ότι η ρύθμιση του ταμείου αποζημιώσεων στηρίζεται σε νομική αντίληψη που μπορεί να γενικευθεί και μπορεί επομένως να εφαρμόζεται από άποψη περιεχομένου - δηλαδή σε σχέση με την παροχή αποζημιώσεως - ακόμα και σε περιπτώσεις που ανέκυψαν πριν από την έναρξη της ισχύος της οδηγίας. Οι υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας και οι παρεμφερείς ταχυδρομικές υπηρεσίες υψηλού ποιοτικού επιπέδου βαρύνονται πράγματι με ιδιαίτερη ευθύνη ως προς τη χρηματοδότηση της ταχυδρομικής καθολικής υπηρεσίας. Μέχρις αποδείξεως του εναντίου πρέπει δηλαδή να γίνει δεκτό ότι (σχεδόν) όλες οι αποστολές ταχείας αλληλογραφίας θα πραγματοποιούνταν από την καθολική υπηρεσία, αν δεν υπήρχε καμία υπηρεσία ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας.

101. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 9, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67 τονίζει ορθώς ότι η συνεισφορά των άλλων υπηρεσιών στη χρηματόδοτηση της καθολικής υπηρεσίας πρέπει να είναι ανάλογη. Η αρχή της αναλογικότητας συνιστά γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, η οποία πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση περιορισμού της εκτάσεως δικαιωμάτων που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, κάθε συνεισφορά στη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας πρέπει να είναι κατάλληλη και αναγκαία και να μην είναι υπέρμετρη . Επομένως, το ύψος της συνεισφοράς αυτής περιορίζεται για τρεις λόγους.

102. ρώτον, από τον σκοπό διασφαλίσεως της χρηματοδοτήσεως της καθολικής υπηρεσίας προκύπτει ότι η συνεισφορά στη χρηματοδότηση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος του ελλείμματος της καθολικής υπηρεσίας που πρέπει να καλυφθεί. Οποιαδήποτε συνεισφορά υπερέβαινε το ύψος αυτό δεν θα ήταν αναγκαία και θα ήταν συνεπώς δυσανάλογη. Το ζήτημα αν πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση αυτή πρέπει να επιλυθεί από το εθνικό δικαστήριο.

103. Δεύτερον, η υποχρέωση των παρεχόντων υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που θα αποκόμιζε ο παρέχων την καθολική υπηρεσία, αν προωθούσε ο ίδιος τις αποστολές ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας στο πλαίσιο της παροχής της καθολικής υπηρεσίας. Η συλλογική ευθύνη των παρεχόντων υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας δεν βαίνει συνεπώς πέραν του ποσού αυτού. Οποιαδήποτε επιπλέον επιβάρυνση θα ήταν δυσανάλογη. Στην προκειμένη περίπτωση, στα Ιταλικά Ταχυδρομεία καταβάλλεται μόνο το τέλος για τη συνήθη υπηρεσία επιστολικού ταχυδρομείου. Εντούτοις, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συνεισφορά αυτή των παρεχόντων υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας υπερβαίνει τα καθαρά έσοδα τα οποία δεν πραγματοποιούν τα Ιταλικά Ταχυδρομεία. Για να εξευρεθεί το ενδεδειγμένο ύψος της συνεισφοράς, πρέπει καταρχάς να αφαιρεθούν τα έξοδα τα οποία εξοικονομεί η καθολική υπηρεσία για τον λόγο ότι δεν προωθεί τα ταχυδρομικά αντικείμενα . Ο τρόπος υπολογισμού των εξοικονομηθέντων εξόδων δεν είναι της παρούσας . Ο προσδιορισμός της μεθόδου υπολογισμού απόκειται, ενδεχομένως, στο εθνικό δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, είναι προφανές ότι το συνολικό τέλος για τη μεταφορά ταχυδρομικών αντικειμένων δεν μπορεί οπωσδήποτε να θεωρηθεί ως το κέρδος που θα αποκόμιζαν τα Ιταλικά Ταχυδρομεία, αν είχαν προωθήσει τα ταχυδρομικά αντικείμενα που επιβαρύνθηκαν με το τέλος.

104. Τέλος, την ίδια ευθύνη υπέχουν καταρχήν και οι υπηρεσίες των Ιταλικών Ταχυδρομείων που δεν περιλαμβάνονται στην καθολική υπηρεσία. Οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να συνεισφέρουν όπως ακριβώς και οι υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Το ποσό τουλάχιστον το οποίο καταβάλλουν επιπλέον οι υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας λόγω της μη συνεισφοράς των υπηρεσιών των Ιταλικών Ταχυδρομείων στη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας δεν θα ήταν πλέον αναγκαίο. Το ζήτημα αν η υπηρεσία επείγουσας αλληλογραφίας που παρείχαν τα Ιταλικά Ταχυδρομεία κατά τον χρόνο των επίμαχων στην κύρια δίκη περιστατικών περιλαμβανόταν στην καθολική υπηρεσία δεν μπορεί να επιλυθεί εν προκειμένω. Η επίλυση του ζητήματος αυτού απόκειται επίσης στο εθνικό δικαστήριο.

105. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί το ταχυδρομικό τέλος, αν τα Ιταλικά Ταχυδρομεία είχαν δικές τους υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας που δεν θα επιβαρύνονταν με το ταχυδρομικό τέλος. Ναι μεν οι σταυροειδείς επιδοτήσεις της καθολικής υπηρεσίας από τις υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας των ίδιων των Ταχυδρομείων μπορεί να είναι αναγκαίες, εν όψει του συγκεκριμένου προτύπου χρηματοδοτήσεως, προκειμένου να αντισταθμίζονται οι ζημίες από την παροχή της καθολικής υπηρεσίας, δεν υπάρχει όμως κανείς λόγος να αποκτούν εξ αυτού τα Ιταλικά Ταχυδρομεία πλεονεκτήματα ως προς τον ανταγωνισμό εντός της αγοράς παροχής υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Το αποτέλεσμα αυτό αφενός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με την εφαρμογή νόμιμων φορολογικών συστημάτων και αφετέρου δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με βάση την ενδεχομένως υπάρχουσα συλλογική ευθύνη των ιδιωτικών φορέων παροχής υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας. Οι υπηρεσίες αυτές θα επιβαρύνονταν στην πράξη διπλά, μία φορά με την επιβολή του τέλους και μία δεύτερη λόγω των πλεονεκτημάτων που θα είχαν ως προς τον ανταγωνισμό οι ανταγωνιστές τους. Οι κανόνες χρηματοδοτήσεως πρέπει επίσης να είναι σύμφωνοι με το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού. Το ζήτημα όμως αν η υπηρεσία επείγουσας αλληλογραφίας ανήκει στην αγορά των υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας ή στην καθολική υπηρεσία απόκειται επίσης στο εθνικό δικαστήριο και μόνο.

106. Η συνεισφορά των ταχυδρομικών υπηρεσιών στη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας, υπό μορφή τέλους που καταβάλλεται για κάθε ταχυδρομικό αντικείμενο, συνεισφορά που βαρύνει τους φορείς παροχής υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας, των οποίων οι παροχές υπηρεσιών έχουν ιδιαιτερότητα και διακρίνονται από την ταχυδρομική καθολική υπηρεσία, συμβιβάζεται συνεπώς με τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ, μόνον εάν

- τα συνολικά έσοδα από το τέλος δεν υπερβαίνουν το έλλειμμα από την παροχή της καθολικής υπηρεσίας,

- το τέλος δεν υπερβαίνει τα έσοδα που θα είχε η καθολική υπηρεσία από την αποστολή των ταχυδρομικών αντικειμένων στο πλαίσιο της καθολικής υπηρεσίας, μείον τα ειδικά έξοδα αποστολής, και

- το τέλος αυτό επιβαρύνει και τις ταχυδρομικές υπηρεσίες της επιχειρήσεως που παρέχει την καθολική υπηρεσία, οι οποίες δεν καλύπτονται από την καθολική υπηρεσία.

Το ζήτημα αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές στη συγκεκριμένη περίπτωση απόκειται στην κρίση του εθνικού δικαστηρίου.

2) Επί του ζητήματος της ελλείψεως μηχανισμών ελέγχου

107. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το γεγονός ότι τα έσοδα από το ταχυδρομικό τέλος περιέρχονται στα Ιταλικά Ταχυδρομεία αντιβαίνει προς τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ για τον λόγο ότι δεν υφίστανται μηχανισμοί αντισταθμίσεως ή ελέγχου που να εμποδίζουν τη χρησιμοποίηση των πόρων αυτών για μη καθολικές υπηρεσίες.

108. Νομίζω βέβαια ότι το αιτούν δικαστήριο μπορεί καταρχήν να επιλύσει την ενώπιόν του εκκρεμή διαφορά βάσει όσων έχω εκθέσει μέχρι εδώ. Εντούτοις, θα ήθελα να διατυπώσω στη συνέχεια ορισμένες σκέψεις επί του ζητήματος αυτού.

Ισχυρισμοί των μετεχόντων στη διαδικασία

109. Η ενάγουσα τονίζει κυρίως ότι ο σημερινός τρόπος χρησιμοποιήσεως δεν έχει τα χαρακτηριστικά που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67 για τις ρυθμίσεις περί αντισταθμίσεως.

110. Τα Ιταλικά Ταχυδρομεία και η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητούν τη διαπίστωση του αιτούντος δικαστηρίου ότι δεν υφίσταται κανένας μηχανισμός αντισταθμίσεως ή ελέγχου που να εμποδίζει τη χορήγηση σταυροειδών επιδοτήσεων προς τις μη καθολικές υπηρεσίες. Αντίθετα, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχουν κατά την εθνική νομοθεσία, τα Ιταλικά Ταχυδρομεία τηρούν - από το 1997 - χωριστά λογιστικά στοιχεία αφενός για την καθολική υπηρεσία και αφετέρου για τις λοιπές υπηρεσίες.

111. Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ διαπιστώνει καταρχάς ότι, για να μπορούν να υπάρχουν σταυροειδείς επιδοτήσεις από την καθολική υπηρεσία προς μη καθολικές υπηρεσίες των Ιταλικών Ταχυδρομείων, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει πλεόνασμα στην καθολική υπηρεσία. Αν όντως υπάρχουν τέτοιες σταυροειδείς επιδοτήσεις - δηλαδή αν η καθολική υπηρεσία πραγματοποιεί, αν ληφθούν επίσης υπόψη τα έσοδα από το ταχυδρομικό τέλος, κέρδη - τότε το τέλος αυτό δεν θα ήταν πλήρως αναγκαίο, διότι σκοπός του είναι μόνο η διασφάλιση της καθολικής υπηρεσίας και όχι η πραγματοποίηση πλεονάσματος. Οι σταυροειδείς αυτές επιδοτήσεις θα ήσαν ασυμβίβαστες με τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ, αν συνέτρεχαν οι λοιπές προϋποθέσεις - πράγμα που φαίνεται να συμβαίνει εν προκειμένω. Αν όμως η παροχή της καθολικής υπηρεσίας δημιουργεί στα Ιταλικά Ταχυδρομεία ελλείμματα μόνο, δεν θα ήταν δυνατόν, στην πράξη, να εισρέουν από την καθολική υπηρεσία σταυροειδείς επιδοτήσεις στον τομέα του ανταγωνισμού, χάρη στην ύπαρξη του ταχυδρομικού τέλους. Θεωρητικά πάντως θα μπορούσε να αμφισβητηθεί ακόμα και η διαπίστωση αυτή, αν τα ελλείμματα οφείλονταν σε μη ορθολογική λειτουργία.

112. Κατά την άποψη της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, τα προβλήματα έγκεινται στην πρακτική εφαρμογή της διαπιστώσεως αυτής, διότι είναι αναγκαίο να εξακριβωθούν επακριβώς τα μη πραγματοποιούμενα έσοδα και τα δημιουργούμενα έξοδα. Η υποχρέωση τηρήσεως ανάλογων λογιστικών στοιχείων θα μπορούσε μεν να θεωρηθεί ως άλλη μία υποχρέωση απορρέουσα από τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ, η Εποπτεύουσα Αρχή όμως αποκρούει τη λύση αυτή. ρώτον, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να αποδεικνύουν, με τα μέσα που επιλέγουν τα ίδια, ότι ένα μέτρο είναι δικαιολογημένο βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ. Δεύτερον, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται η εκτίμηση των αναγκαίων πραγματικών ζητημάτων. Τέλος, έργο του νομοθέτη είναι η καθιέρωση τέτοιων υποχρεώσεων περί λογιστικών εγγραφών.

113. Κατά την άποψη της Επιτροπής, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν το ταχυδρομικό τέλος που επιβάλλεται στις ιδιωτικές υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας είναι αναγκαίο για την κάλυψη των ζημιών που υφίστανται τα Ιταλικά Ταχυδρομεία από την παροχή της καθολικής υπηρεσίας. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν γνωρίζει ούτε το ύψος των εν λόγω ζημιών ούτε το ύψος των εσόδων από το ταχυδρομικό τέλος.

Η εκτίμησή μου

114. Διαπιστώνεται καταρχάς ότι η πρακτική των Ιταλικών Ταχυδρομείων σχετικά με την τήρηση των λογιστικών στοιχείων κατά τον επίμαχο χρόνο αποτελεί αντικείμενο αμφισβητήσεων μεταξύ των διαδίκων. Κατά συνέπεια, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις. Το Δικαστήριο μπορεί απλώς να παράσχει ορισμένα στοιχεία ως προς τα κριτήρια στα οποία έπρεπε να ανταποκρίνεται η λογιστική των Ιταλικών Ταχυδρομείων σχετικά με τη χρησιμοποίηση των πόρων από το ταχυδρομικό τέλος που επιβαλλόταν στις ιδιωτικές υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας.

115. Επιπλέον, πριν από την έναρξη της εφαρμογής της οδηγίας 97/67 το κοινοτικό δίκαιο δεν φαίνεται να επέβαλλε υποχρεώσεις ως προς την εφαρμογή ορισμένων μηχανισμών αντισταθμίσεως ή ελέγχου που θα διασφάλιζαν την αναλογικότητα των συνεισφορών στη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας.

116. Εν πάση περιπτώσει, οι πληττόμενες επιχειρήσεις πρέπει ενδεχομένως να έχουν τη δυνατότητα να προασπίζουν τα συμφέροντά τους έναντι επιβαρύνσεων που δεν πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Οι κατά πάγια νομολογία υφιστάμενες επιταγές του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την εντός των κρατών μελών νομική προστασία συνοψίστηκαν πρόσφατα από το Δικαστήριο ως εξής:

«Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ελλείψει σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους απόκειται να ρυθμίζει τους διαδικαστικούς κανόνες για την άσκηση των προσφυγών που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το άμεσο αποτέλεσμα του κοινοτικού δικαίου. Εντούτοις, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη.» Οι αρχές αυτές ισχύουν και για την επίκληση των άρθρων 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ .

117. Κατά συνέπεια, το βάρος αποδείξεως του ότι ολόκληρο το ποσό του τέλους είναι δικαιολογημένο, αν ληφθούν υπόψη τα ανωτέρω κριτήρια, φέρουν καταρχήν η επιχείρηση που αποκομίζει όφελος από το εν λόγω τέλος ή το κράτος μέλος που έχει προβλέψει την επιβολή του τέλους αυτού. Αντίθετα, το βάρος αποδείξεως της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως φέρει η επιχείρηση που βάλλει κατά του τέλους αυτού. Κατά το παρόν στάδιο της εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, ο τρόπος της αποδείξεως αυτής ρυθμίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο.

118. Εν πάση περιπτώσει, η επιβολή του ταχυδρομικού τέλους υπό τη συγκεκριμένη μορφή δυσχεραίνει, αν μη τι άλλο, την ακριβή κατανομή των ζημιών από την καθολική υπηρεσία και των εσόδων από το ταχυδρομικό τέλος, διότι τα έσοδα αυτά καταχωρίζονται, χωρίς καμία χωριστή εγγραφή, στα γενικά έσοδα από την καθολική υπηρεσία.

VI - ρόταση

119. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την εξής απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Η συνεισφορά των ταχυδρομικών υπηρεσιών στη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας, υπό μορφή τέλους που καταβάλλεται για κάθε ταχυδρομικό αντικείμενο, συνεισφορά που βαρύνει τους φορείς παροχής υπηρεσιών ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας, των οποίων οι παροχές υπηρεσιών έχουν ιδιαιτερότητα και διακρίνονται από την ταχυδρομική καθολική υπηρεσία, συμβιβάζεται με τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 82 EK και 86 ΕΚ), μόνον εάν

- τα συνολικά έσοδα από το τέλος δεν υπερβαίνουν το έλλειμμα από την παροχή της καθολικής υπηρεσίας,

- το τέλος δεν υπερβαίνει τα έσοδα που θα είχε η καθολική υπηρεσία από την αποστολή των ταχυδρομικών αντικειμένων στο πλαίσιο της καθολικής υπηρεσίας, μείον τα ειδικά έξοδα αποστολής, και

- το τέλος αυτό επιβαρύνει και τις ταχυδρομικές υπηρεσίες της επιχειρήσεως που παρέχει την καθολική υπηρεσία, οι οποίες δεν καλύπτονται από την καθολική υπηρεσία.

2) Το ζήτημα αν το επίμαχο στην κύρια δίκη τέλος ανταποκρίνεται στις ανωτέρω προϋποθέσεις απόκειται, ελλείψει εφαρμοστέων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, στην κρίση του εθνικού δικαστηρίου, το οποίο θα εφαρμόσει τους κανόνες του εθνικού δικονομικού δικαίου. Εντούτοις, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη.»