61999C0251

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 25ης Οκτωβρίου 2001. - Enichem SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αναίρεση - Ανταγωνισμός - Χλωριούχο πολυβινύλιο (PVC) - .ρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) - Ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής - Νέα απόφαση - Πράξεις που προηγήθηκαν της εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως - Ισχύς του δεδικασμένου - Αρχή non bis in idem - Παραγραφή - Εύλογη προθεσμία - Αιτιολογία - Πρόσβαση στον φάκελο - Δίκαιη δίκη - Επαγγελματικό απόρρητο - Αρχή ουδείς εαυτόν ένοχον ποιεί - Ιδιωτική ζωή - Πρόστιμα. - Υπόθεση C-251/99 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-08375


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Εισαγωγή

Α - Ιστορικό της διαφοράς

1. Κατόπιν ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν στον τομέα του πολυπροπυλενίου στις 13 και 14 Οκτωβρίου 1983 βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης , η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άνοιξε φάκελο όσον αφορά το χλωριούχο πολυβινύλιο (στο εξής: PVC)· διενήργησε τότε διαφόρους ελέγχους στα γραφεία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και τους ζήτησε επανειλημμένως πληροφορίες.

2. Στις 24 Μαρτίου 1988, η Επιτροπή κίνησε αυτεπαγγέλτως, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, διαδικασία κατά δεκατεσσάρων παραγωγών PVC. Στις 5 Απριλίου 1988, απηύθυνε σε κάθε μία από τις επιχειρήσεις αυτές την ανακοίνωση των αιτιάσεων που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 . Όλες οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθυνόταν η ανακοίνωση των αιτιάσεων υπέβαλαν παρατηρήσεις τον Ιούνιο του 1988. Με εξαίρεση τη Shell International Chemical Company Ltd, η οποία δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα, ανέπτυξαν προφορικά τις απόψεις τους στη διάρκεια του Σεπτεμβρίου 1988.

3. Την 1η Δεκεμβρίου 1988, η συμβουλευτική επιτροπή για τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις (στο εξής: συμβουλευτική επιτροπή) διατύπωσε τη γνώμη της επί του προσχεδίου αποφάσεως της Επιτροπής.

4. Κατά το πέρας της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 89/190/ΕΟΚ, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.865, PVC) (στο εξής: απόφαση PVC Ι). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις, λόγω παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ), στους εξής παραγωγούς PVC: Atochem SA, BASF AG, DSM NV, Enichem SpA, Hoechst AG (στο εξής: Hoechst), Hüls AG, Imperial Chemical Industries plc (στο εξής: ICI), Limburgse Vinyl Maatschappij NV, Montedison SpA, Norsk Hydro AS, Société artésienne de vinyl SA, Shell International Chemical Company Ltd, Solvay et Cie (στο εξής: Solvay) και Wacker-Chemie GmbH.

5. Όλες αυτές οι επιχειρήσεις, πλην της Solvay, προσέφυγαν κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή και ζήτησαν την ακύρωσή της.

6. Με διάταξη της 19ης Ιουνίου 1990, Norsk Hydro κατά Επιτροπής , το Πρωτοδικείο έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή της επιχειρήσεως αυτής.

7. Προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των λοιπών υποθέσεων.

8. Με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1992, BASF κ.λπ. κατά Επιτροπής , το Πρωτοδικείο κήρυξε ανυπόστατη την απόφαση PVC Ι.

9. Κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής, το Δικαστήριο, με απόφαση της 15ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ. , αναίρεσε την απόφαση του Πρωτοδικείου και ακύρωσε την απόφαση PVC Ι.

10. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής του Δικαστηρίου, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 27 Ιουλίου 1994, νέα απόφαση κατά των παραγωγών τους οποίους αφορούσε η απόφαση PVC Ι, εξαιρουμένων, ωστόσο, των Solvay και Norsk Hydro AS [απόφαση 94/599/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (IV/31.865 - PVC) (ΕΕ L 239, σ. 14, στο εξής: απόφαση PVC ΙΙ)]. Με την απόφαση αυτή επιβλήθηκαν στις επιχειρήσεις-αποδέκτες της αποφάσεως πρόστιμα του ίδιου ύψους με εκείνα που τους είχαν επιβληθεί με την απόφαση PVC Ι.

11. Η απόφαση PVC ΙΙ περιέχει τις ακόλουθες διατάξεις:

«Άρθρο 1

Οι επιχειρήσεις BASF AG, DSM NV, Elf Atochem SA, Enichem SpA, Hoechst AG, Hüls AG, Imperial Chemical Industries plc, Limburgse Vinyl Maasschappij NV, Montedison SpA, Société artésienne de vinyle SA, Shell International Chemical [Company] Ltd και Wacker Chemie GmbH παρέβησαν το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ συμμετέχοντας [μαζί με τη Norsk Hydro (...) και τη Solvay (...)] για τις περιόδους που προσδιορίζονται στην παρούσα απόφαση σε συμφωνία ή/και εναρμονισμένη πρακτική που ανάγεται στον Αύγουστο του 1980 περίπου και σύμφωνα με την οποία οι παραγωγοί που προμηθεύουν PVC στην Κοινότητα έλαβαν μέρος σε τακτικές συναντήσεις για να καθορίσουν τιμές-στόχους και ποσοστώσεις-στόχους, να σχεδιάσουν συντονισμένες πρωτοβουλίες για την αύξηση των τιμών και να ελέγξουν τη λειτουργία αυτών των συμπαιγνιών διακανονισμών.

Άρθρο 2

Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, οι οποίες συνεχίζουν να δρουν στον τομέα του PVC στην Κοινότητα (πλην των Norsk Hydro και Solvay προς τις οποίες υφίσταται ήδη έγκυρη διαταγή παύσης της παράβασης), παύουν αμέσως τις εν λόγω παραβάσεις (αν δεν το έχουν ήδη πράξει) και απέχουν στο εξής, όσον αφορά τις δραστηριότητές τους στον τομέα του PVC, από κάθε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική που ενδέχεται να έχει το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο ή αποτέλεσμα, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών σε θέματα που καλύπτονται, συνήθως, από το επαγγελματικό απόρρητο, με τις οποίες οι συμμετέχοντες ενημερώνονται άμεσα ή έμμεσα σχετικά με την παραγωγή, τις παραδόσεις, τις ποσότητες αποθεμάτων, τις τιμές πωλήσεων, το κόστος ή τα επενδυτικά σχέδια άλλων μεμονωμένων παραγωγών, ή με τις οποίες έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν την εκτέλεση κάθε ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής που αφορά τις τιμές ή την κατανομή των αγορών στην Κοινότητα. Κάθε σύστημα για την ανταλλαγή γενικών πληροφοριών στο οποίο συμμετέχουν οι παραγωγοί σχετικά με τον τομέα PVC πρέπει να λειτουργεί με τρόπο ώστε να αποκλείεται κάθε πληροφορία από την οποία να μπορεί να διαπιστωθεί η συμπεριφορά μεμονωμένων παραγωγών, ειδικότερα δε οι επιχειρήσεις απέχουν από την ανταλλαγή μεταξύ τους κάθε πρόσθετης πληροφορίας που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ανταγωνισμό και δεν καλύπτεται από τέτοιο σύστημα.

Άρθρο 3

Τα ακόλουθα πρόστιμα επιβάλλονται στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παρούσα απόφαση, όσον αφορά την παράβαση που διαπιστώνεται στο άρθρο 1:

i) BASF AG: πρόστιμο 1 500 000 ECU,

ii) DSM NV: πρόστιμο 600 000 ECU,

iii) Elf Atochem SA: πρόστιμο 3 200 000 ECU,

iv) Enichem SpA: πρόστιμο 2 500 000 ECU,

ν) Hoechst AG: πρόστιμο 1 500 000 ECU,

vi) Hüls AG: πρόστιμο 2 200 000 ECU,

vii) Imperial Chemical Industries plc: πρόστιμο 2 500 000 ECU,

viii) Limburgse Vinyl Maatschappij NV: πρόστιμο 750 000 ECU,

ix) Montedison SpA: πρόστιμο 1 750 000 ECU,

x) Société artésienne de vinyl SA: πρόστιμο 400 000 ECU,

xi) Shell International Chemical Company Ltd: πρόστιμο 850 000 ECU,

xii) Wacker-Chemie GmbH: πρόστιμο 1 500 000 ECU.»

B - Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου

12. Με διάφορα δικόγραφα προσφυγής που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου κατά το χρονικό διάστημα από 5 έως 14 Οκτωβρίου 1994, οι επιχειρήσεις Limburgse Vinyl Maatschappij NV, Elf Atochem (στο εξής: Elf Atochem, BASF AG, Shell International Chemical Company Ltd, DSM NV και DSM Kunststoffen BV, Wacker-Chemie GmbH, Hoechst, Société artésienne de vinyl SA, Montedison SpA, ICI, Hüls AG και Enichem SpA άσκησαν προσφυγές ενώπιον του Πρωτοδικείου.

13. Κάθε προσφεύγουσα ζήτησε την πλήρη ή τη μερική ακύρωση της αποφάσεως PVC ΙΙ και, επικουρικώς, την ακύρωση του επιβληθέντος προστίμου ή τη μείωση του ύψους του. Επιπλέον, η Montedison SpA ζήτησε να υποχρεωθεί η Επιτροπή να την αποζημιώσει, λόγω των εξόδων που συνδέονταν με τη σύσταση εγγυήσεως και για όλα τα άλλα έξοδα που προέκυψαν από την απόφαση PVC ΙΙ.

Γ - Η απόφαση του Πρωτοδικείου

14. Με απόφαση της 20ής Απριλίου 1999, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), το Πρωτοδικείο:

- συνεκδίκασε τις υποθέσεις προς έκδοση κοινής αποφάσεως·

- ακύρωσε το άρθρο 1 της αποφάσεως PVC ΙΙ στο μέτρο που με το άρθρο αυτό γινόταν δεκτή η συμμετοχή της Société artésienne de vinyle SA στην προσαπτόμενη παράβαση μετά το πρώτο εξάμηνο του 1981·

- μείωσε τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις Elf Atochem, Société artésienne de vinyle SA και ICI, αντιστοίχως, σε 2 600 000, 135 000 και 1 550 000 ευρώ·

- απέρριψε τις προσφυγές κατά τα λοιπά·

- αποφάνθηκε επί των δικαστικών εξόδων.

Δ - Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 1999, η Enichem SpA (στο εξής: Enichem) άσκησε αναίρεση κατ' εφαρμογήν του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου.

16. Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

- να αναιρέσει τα μέρη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που η αναιρεσείουσα προσβάλλει, ακυρώνοντας κατά συνέπεια την απόφαση PVC ΙΙ·

- επικουρικώς, να αναιρέσει τα μέρη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που βλάπτουν την αναιρεσείουσα, ακυρώνοντας ή μειώνοντας αναλόγως το επιβληθέν πρόστιμο·

- να ακυρώσει το πρόστιμο, μειωθέν σε 1 550 000 ευρώ από το Πρωτοδικείο, ή να μειώσει περαιτέρω το ποσό του προστίμου·

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα για τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και στα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

17. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

- να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

- να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα για τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και στα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

ΙΙ - Ανάλυση

18. Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεώς της, η Enichem αναπτύσσει δέκα τρεις λόγους που πρέπει να αναλυθούν κατά τη σειρά που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής.

Α - Επί της παραβάσεως του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου

19. Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι διαπίστωσε, στη σκέψη 41 της αποφάσεώς του, ότι η Enichem, με το υπόμνημα απαντήσεώς της παρέπεμψε γενικώς στους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν από κοινού ορισμένες προσφεύγουσες κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και ότι έκρινε ότι η γενική αυτή παραπομπή σε έγγραφα, έστω συνημμένα στο υπόμνημα απαντήσεως, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, ισχυρισμών και επιχειρημάτων στο ίδιο το κείμενο του υπομνήματος.

20. Το Πρωτοδικείο συνήγαγε, επομένως, ότι το υπόμνημα απαντήσεως της Enichem, στο μέτρο που παραπέμπει στις κοινές αγορεύσεις, δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του Κανονισμού Διαδικασίας και, συνεπώς, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.

21. Υπενθυμίζω ότι, κατά τη διάταξη αυτή, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιλαμβάνει το «αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση».

22. Η Enichem προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεδομένου ότι:

- οι αιτιάσεις σχετικά με τη διαδικασία που διατυπώθηκαν στις κοινές αγορεύσεις περιλαμβάνονταν ήδη στο δικόγραφο της προσφυγής και απλώς διευκρινίστηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως·

- τα εκτεθέντα κατά την προφορική διαδικασία επιχειρήματα αποτελούσαν μέρος της διαδικασίας και ήσαν γνωστά στο Πρωτοδικείο, καθόσον είχαν εκτεθεί ενώπιόν του·

- οι αντιρρήσεις που αντιτάσσουν οι διάδικοι, ειδικότερα δε η Enichem, στα επιχειρήματα που ανέπτυξε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεώς της περιλαμβάνονταν ήδη στις αγορεύσεις αυτές·

- η παραπομπή, με το υπόμνημα απαντήσεως στα εκτεθέντα κοινά κείμενα συνεπαγόταν κατ' ανάγκην ότι η αναιρεσείουσα αποδεχόταν το σύνολο του περιεχομένου τους και, επομένως, δεν επέβαλε στο Πρωτοδικείο να ερευνήσει και να προσδιορίσει, στα παραρτήματα, τους ισχυρισμούς στους οποίους στηριζόταν η προσφυγή ή το υπόμνημα απαντήσεως.

23. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι ένας διάδικος παραπέμπει, με το υπόμνημά του απαντήσεως, στα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο κοινών αγορεύσεων κατά τη διάρκεια προφορικής διαδικασίας διαταχθείσας από το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο των ίδιων υποθέσεων, συνεκδικαζομένων προς τούτο, δεν μπορεί να επισύρει κριτική.

24. Τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται με την ευκαιρία αυτή θεωρούνται ότι είναι γνωστά στο Πρωτοδικείο και οι διάδικοι δεν υποχρεούνται να τα επαναλάβουν με το υπόμνημά τους απαντήσεως, άλλως αυτή η προφορική διαδικασία στερείται κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας.

25. Το γεγονός ότι ένας διάδικος επισυνάπτει το κείμενο των σημειώσεων των αγορεύσεων των πληρεξουσίων στο υπόμνημά του απαντήσεως μπορεί, επομένως, το πολύ να θεωρηθεί περιττό.

26. Τούτου λεχθέντος, το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούται να αναφερθεί σε αυτές τις σημειώσεις αγορεύσεων, οι οποίες μπορεί ενδεχομένως να μην αντιστοιχούν πλήρως σε ό,τι ελέχθη, αλλά μπορεί να περιορίσει την αναφορά του στα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

27. Επομένως, αν το Πρωτοδικείο αρνηθεί να λάβει υπόψη υπομνήματα στο μέτρο που αυτά περιλαμβάνουν επιχειρήματα αναπτυχθέντα κατά τις κοινές αγορεύσεις επικαλούμενο το γεγονός και μόνον ότι τα επιχειρήματα αυτά υπεμνήσθησαν, στα εν λόγω υπομνήματα, μόνον υπό μορφή απλής παραπομπής στις σημειώσεις αγορεύσεων που προσαρτήθηκαν στο υπόμνημα αυτό, θα διέπρατε νομική πλάνη.

28. Πάντως, από το άρθρο 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για να μπορεί να προβληθεί ως λόγος αναιρέσεως, μια διαδικαστική πλημμέλεια πρέπει να έχει θίξει τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος.

29. Συναφώς, η αναιρεσείουσα αρκείται να εξηγήσει ότι το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου είχε ως αποτέλεσμα ότι το μέρος του υπομνήματός της απαντήσεως σχετικά με τις διαδικαστικές πλημμέλειες δεν λήφθηκε υπόψη για τους σκοπούς της αποφάσεως ή ότι απογυμνώθηκε από όλα τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν στις κοινές αγορεύσεις. Τούτο δεν συνιστά παρά γενική περιγραφή των αποτελεσμάτων που είναι συναφή με την απόφαση του Πρωτοδικείου και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκές.

30. Πράγματι, η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει συγκεκριμένα κανένα επιχείρημα μνημονευθέν στο υπόμνημα απαντήσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου το οποίο δεν λήφθηκε υπόψη από το τελευταίο και, κατά μείζονα λόγο, ουδόλως αποδεικνύει ότι, αν είχε ληφθεί υπόψη, θα είχε επίπτωση στην απόφαση του Πρωτοδικείου.

31. Επομένως, δεν αναφέρει, αντίθετα από τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 51 του Οργανισμού, καμία ειδική ζημία που προκλήθηκε στα συμφέροντά της λόγω της προβαλλόμενης διαδικαστικής πλημμέλειας.

32. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

Β - Επί της παραβιάσεως της ισχύος του δεδικασμένου

33. Η Enichem θεωρεί, αντίθετα από το Πρωτοδικείο, ότι η προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά BASF κ.λπ. έκρινε οριστικά την υπόθεση PVC και ότι η Επιτροπή, επομένως, δεν μπορούσε να εκδώσει νέα απόφαση.

34. Στηρίζεται, πρώτον, στο άρθρο 54 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, κατ' εφαρμογήν του οποίου το τελευταίο, αν δεν επιθυμεί να επιλύσει μια ή περισσότερες πτυχές της διαφοράς που υποβλήθηκε στην κρίση του, μπορεί να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήμτος της παραβιάσεως ουσιωδών τύπων, διότι η παραβίαση αυτή, ως συνεπαγόμενη την ακύρωση της αποφάσεως PVC Ι, καθιστούσε περιττή την εξέταση των άλλων λόγων.

35. Η Enichem συνάγει από αυτό ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπόθεση PVC είχε περατωθεί κατόπιν της αποφάσεώς του και ότι με την ακύρωση της αποφάσεως PVC Ι κρίθηκαν όλες οι πτυχές της αποφάσεως αυτής.

36. Δεν συμμερίζομαι την ανάλυση αυτή.

37. Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από ακυρωτική απόφαση για το κοινοτικό όργανο, εκδότη της ακυρωθείσας πράξεως, συνάγονται από το διατακτικό, καθώς και από το σκεπτικό που συνιστά το αναγκαίο του στήριγμα .

38. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε με την απόφασή του PVC Ι ότι έπρεπε να ακυρωθεί η προσβληθείσα απόφαση λόγω παραβάσεως του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής και διευκρίνισε ρητά, στη σκέψη 78 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, συνεπώς, δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως των προσφευγουσών.

39. Εκ τούτου προκύπτει υποχρεωτικά ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε αυτούς τους τελευταίους λόγους και, επομένως, άφησε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εκπληρώσει την υποχρέωσή της, απορρέουσα από το άρθρο 176 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 233 ΕΚ), να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου εκδίδοντας νέα απόφαση σύμφωνη με τον εσωτερικό της κανονισμό.

40. Δεύτερον, κακώς η αναιρεσείουσα επικαλείται το άρθρο 17 του κανονισμού 17, το οποίο παρέχει στο Δικαστήριο πλήρη δικαιοδοσία επί των προσφυγών που ασκούνται κατά των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο.

41. Συναφώς, προβάλλει ότι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, το Δικαστήριο εξετάζει το σύνολο της υποθέσεως της οποίας επιλαμβάνεται. Αυτό έπραξε στην προκειμένη περίπτωση, όπως τούτο προκύπτει από την απαρίθμηση των τυπικών και ουσιαστικών λόγων που υποβλήθηκαν στην κρίση του, οι οποίοι περιλαμβάνονται στη σκέψη 56 της αποφάσεώς του. Εφόσον δεν παρέσχε καμιά ένδειξη ως προς τη συνέχεια της υποθέσεως, για παράδειγμα αναπέμποντάς την στο Πρωτοδικείο, η απόφασή του περιέλαβε όλες τις πτυχές που αναπτύχθηκαν ενώπιόν του.

42. Το επιχείρημα αυτό αποκαλύπτει μια εσφαλμένη αντίληψη της έννοιας της πλήρους δικαιοδοσίας. Πράγματι, αυτή συνεπάγεται το δικαίωμα του Δικαστηρίου να εκκαθαρίσει το σύνολο της διαφοράς, για παράδειγμα αντικαθιστώντας την απόφαση της Επιτροπής ως προς το ύψος των προστίμων με τη δική του απόφαση. Αντιθέτως, δεν συνεπάγεται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει υποχρεωτικά να θεωρηθεί ότι εξέτασε όλους τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο ρητά έκρινε ότι η εξέτασή τους δεν ήταν αναγκαία προκειμένου αυτό να λάβει απόφαση ως προς το αντικείμενο της διαφοράς, δηλαδή το κύρος της προσβληθείσας πράξεως.

43. Η έννοια της πλήρους δικαιοδοσίας δείχνει την έκταση των εξουσιών του Δικαστηρίου, όχι όμως την άσκηση στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο σε συγκεκριμένη περίπτωση.

44. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

Γ - Επί της ακυρότητας των διαδικαστικών πράξεων που προηγήθηκαν της εκδόσεως της αποφάσεως PVC Ι

45. Η Enichem προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε, στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το κύρος των προπαρασκευαστικών πράξεων που προηγήθηκαν της εκδόσεως της αποφάσεως PVC Ι δεν εθίγη με την ακύρωση της αποφάσεως αυτής από το Δικαστήριο.

46. Κατ' αυτήν, οι προπαρασκευαστικές πράξεις μιας τελικής αποφάσεως δεν έχουν αυτόνομη ζωή, αλλά εξακολουθούν να συνδέονται διανοητικά και οργανικα με την απόφαση που περατώνει τη διοικητική διαδικασία. Οι πράξεις αυτές έχουν ως σκοπό την εν λόγω απόφαση. Το γεγονός ότι η πλημμέλεια που έδωσε λαβή για την ακύρωση της αποφάσεως αφορούσε μόνο την τελική φάση της διαδικασίας δεν αποτελεί αποφασιστικό στοιχείο.

47. Στην πραγματικότητα, διαδικαστική πλημμέλεια που θίγει τη νομιμότητα της τελικής αποφάσεως υποχρεωτικά έχει επίπτωση στις προγενέστερες πράξεις της διοικητικής διαδικασίας.

48. Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το ζήτημα της τύχης των προπαρασκευστικών πράξεων μιας ακυρωθείσας τελικής αποφάσεως εμπίπτει στις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την ακυρωτική απόφαση. Όμως, όπως έχω αναφέρει ανωτέρω, οι συνέπειες αυτές απορρέουν από το σκεπτικό της ακυρωτικής αποφάσεως.

49. Από το σκεπτικό συνάγεται η έκταση των υποχρεώσεων του κοινοτικού οργάνου που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη και, ειδικότερα, επομένως, η απάντηση στο ερώτημα αν το κοινοτικό όργανο οφείλει ή όχι να θεσπίσει εκ νέου τις προπαρασκευαστικές πράξεις.

50. Δεν προκύπτει από καμία σκέψη της προπαρατεθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση PVC Ι, ότι η ακυρότητα εκτεινόταν στις προπαρασκευαστικές πράξεις.

51. Αντιθέτως, προκύπτει ότι η ακύρωση απέρρεε από μόνο το γεγονός της παραβάσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, των διαδικαστικών κανόνων που διέπουν αποκλειστικά τον τρόπο εκδόσεως της τελικής αποφάσεως. Επομένως, η ακυρότητα δεν μπορούσε να εκτείνεται στις φάσεις της διαδικασίας που προηγήθηκαν της επελεύσεως αυτού του διαδικαστικού ελαττώματος και για τις οποίες οι εν λόγω κανόνες δεν είχαν εφαρμογή.

52. Εξάλλου, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο ρητά διευκρίνισε με τη απόφασή του ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξεταστούν οι άλλοι προβαλλόμενοι λόγοι, επομένως, περιλαμβανομένων και εκείνων που αφορούσαν το κύρος των προπαρασκευαστικών πράξεων.

53. Επομένως, η κατάσταση ήταν ανάλογη, αντίθετα απ' ό,τι ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, προς εκείνην η οποία αποτέλεσε αντικείμενο της αποφάσεως Ισπανία κατά Επιτροπής , με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, μετά την ακύρωση μιας πράξεως, η διαδικασία αντικαταστάσεως της πράξεως αυτής πρέπει να επαναλαμβάνεται από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο συνέβη η παρανομία.

54. Πράγματι, οι διαφορές που επικαλείται η αναιρεσείουσα μεταξύ της παρούσας υποθέσεως και της αποφάσεως αυτής, την οποία παρέθεσε το Πρωτοδικείο, δεν ασκούν κατ' εμέ επιρροή.

55. Έτσι, το γεγονός ότι στην περίπτωση εκείνη επρόκειτο για μερική ακύρωση δεν έχει συνέπεια αφού, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή αποφάσισε επίσης και στην περίπτωση εκείνη να εκδώσει νέα πράξη προς αντικατάσταση της προγενέστερης.

56. Η αναιρεσείουσα προσθέτει ωστόσο ότι, στην προπαρατεθείσα υπόθεση Ισπανία κατά Επιτροπής, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, βάσει του άρθρου 176 της Συνθήκης, να λάβει τα μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της ακυρωθείσας αποφάσεως λαμβάνοντας υπόψη την παρανομία που διαπίστωσε το Δικαστήριο, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εκδώσει νέα απόφαση.

57. Ωστόσο, προέχει να υπογραμμιστεί ότι, στις δύο περιπτώσεις, η Επιτροπή υποχρεούται να συναγάγει τις συνέπειες της ακυρωτικής αποφάσεως. Επομένως, στις δύο περιπτώσεις, έπρεπε να την λάβει υπόψη κατά τη στιγμή οργανώσεως της διαδικασίας εκδόσεως και για το περιεχόμενο της νέας πράξεως. Το γεγονός ότι, στη μια περίπτωση, η Επιτροπή έπρεπε υποχρεωτικά να εκδώσει μια τέτοια πράξη ενώ, στην άλλη περίπτωση, είχε την επιλογή να μη το πράξει, δεν ασκεί συναφώς επιρροή.

58. Πράγματι, το ζήτημα που τίθεται στις δύο περιπτώσεις είναι εκείνο του αποτελέσματος της ακυρώσεως επί των λεπτομερειών εκδόσεως και επί του περιεχομένου της νέας πράξεως, και όχι εκείνο της ίδιας της αρχής της εκδόσεώς της.

59. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

Δ - Επί της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ως προς τα δικαιώματα άμυνας σε περίπτωση νέας εκδόσεως μιας ακυρωθείσας αποφάσεως κατά παραβάσεως

60. Η Enichem προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε, στις σκέψεις 246 έως 258, 260 έως 268 και 270 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν επιβαλλόταν νέα ακρόαση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, ακόμα και ως προς τη σκοπιμότητα εκδόσεως νέας αποφάσεως, διότι η απόφαση PVC ΙΙ δεν περιείχε νέες αιτιάσεις σε σχέση με την απόφαση PVC Ι.

61. Προβάλλει επίσης ότι κακώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, εφόσον δεν ήταν αναγκαία η ακρόαση των επιχειρήσεων, δεν συνέτρεχε λόγος να συνέλθει η συμβουλευτική επιτροπή συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων (στο εξής: συμβουλευτική επιτροπή). Έτσι, εμπόδισε την εν λόγω επιτροπή να ασκήσει το έργο της που συνίσταται στον έλεγχο και τον προσανατολισμό στην άσκηση των εξουσιών της Επιτροπής.

62. Τέλος, προσθέτει ότι, όσον αφορά τον σύμβουλο ακροάσεων, το Πρωτοδικείο κακώς έκρινε ότι η ακρόαση των επιχειρήσεων που πραγματοποιήθηκε το 1988 αρκούσε και ότι η απόφαση της Επιτροπής της 24ης Νοεμβρίου 1990, σχετικά με την εξέλιξη των ακροάσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών εφαρμογής των άρθρων άρθρos 85 και 86 της Συνθήκης ΕΟΚ και των άρθρων 65 και 66 της Συνθήκης ΕΚΑΧ , δεν είχε εφαρμογή κατά την ημερομηνία αυτή.

63. Η αποδοχή ενός τέτοιου πρόσκαιρου κριτηρίου σημαίνει ρητό κα υπαίτιο περιορισμό των δικαιωμάτων άμυνας, πολλώ μάλλον που η απόφαση PVC ΙΙ εκδόθηκε το 1994, χρόνο κατά τον οποίο η προπαρατεθείσα απόφαση της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 1990, ίσχυε ήδη από καιρό.

64. Επιβάλλεται η υπόμνηση, πρώτον, ότι αποδείχθηκε ήδη ότι οι προπαρασκευαστικές πράξεις μιας τελικής αποφάσεως, περιλαμβανομένων τόσο της ακροάσεως των επιχειρήσεων όσο και της παρεμβάσεως του συμβούλου ακροάσεων και της συνόδου της συμβουλευτικής επιτροπής, που πραγματοποιήθηκαν πριν την έκδοση της PVC Ι, διατήρησαν το κύρος τους.

65. Επομένως, οι επιχειρήσεις ακούστηκαν, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανονισμούς, καθόσον είχαν τη δυνατότητα να εκφραστούν επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν εναντίον τους.

66. Στην αλληλουχία αυτή, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 ορίζει ότι, πριν λάβει την απόφασή της, η Επιτροπή παρέχει στις επιχειρήσεις «την ευκαιρία να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους επί του αντικειμένου των αιτιάσεων που ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή».

67. Το άρθρο 4 του κανονισμού 99/63 διευκρινίζει, συναφώς, ότι στις αποφάσεις της η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη εκείνες μόνο τις αιτιάσεις για τις οποίες οι επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους.

68. Όμως, δεν προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η απόφαση PVC Ι περιείχε αιτιάσεις επί των οποίων οι επιχειρήσεις δεν ακούστηκαν ούτε ότι η απόφαση PVC ΙΙ περιείχε πρόσθετες αιτιάσεις σε σχέση με την απόφαση PVC Ι. Στην προκειμένη περίπτωση, επομένως, οι κανονισμοί δεν επέβαλλαν την πραγματοποίηση νέας ακροάσεως των επιχειρήσεων.

69. Ο ισχυρισμός της Enichem ότι η ακρόαση θα επέτρεπε στις επιχειρήσεις να εκφραστούν επίσης επί άλλων πτυχών της υποθέσεως πλην των αιτιάσεων ουδόλως μειώνει το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, δεν θα συναγόταν υποχρέωση της Επιτροπής να προβεί σε διαβουλεύσεις επί των άλλων πτυχών καθόσον, όπως έχω αναφέρει, οι κανονισμοί που έχουν εφαρμογή αφορούν δικαίωμα ακροάσεως ως προς τις αιτιάσεις, πράγμα που είναι πλήρως κατανοητό στο πλαίσιο προασπίσεως των δικαιωμάτων άμυνας, αφού, εξ ορισμού, οι επιχειρήσεις πρέπει να μπορούν να αμυνθούν κατά των αιτιάσεων που διατυπώνονται εναντίον τους.

70. Ως προς τη δυνατότητα της Επιτροπής να πραγματοποιήσει έγγραφη κατ' αντιδικία συζήτηση, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, εφόσον η Επιτροπή δεν είχε, όπως εν προκειμένω, την υποχρέωση να ακούσει εκ νέου τα μέρη, λίγο ενδιαφέρει η μορφή που θα μπορούσε να λάβει μια τέτοια διαβούλευση.

71. Η έλλειψη αναγκαιότητας μιας νέας ακροάσεως των μερών, η οποία απορρέει από τα προεκτεθέντα, συνεπάγεται ότι δεν συνέτρεχε ούτε η παρέμβαση του συμβούλου ακροάσεων, του οποίου ο ρόλος, εξ ορισμού, συνδέεται με την πραγματοποίηση ακροάσεως.

72. Ως προς την υποχρέωση υποβολής της προτάσεως στη συμβουλευτική επιτροπή, από το άρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 17 προκύπτει ότι η συμβουλευτική επιτροπή αποφαίνεται επί προσχεδίου αποφάσεως. Όμως, η αναιρεσείουσα δεν ισχυρίζεται ότι το κείμενο της αποφάσεως PVC ΙΙ διέφερε ουσιαστικά εκείνου που υπήρξε αντικείμενο εξετάσεως εκ μέρους της συμβουλευτικής επιτροπής, αφού περιορίζεται στο να κάνει νύξη στη διαπίστωση του Πρωτοδικείου, στη σκέψη 252 της αποφάσεώς του, ότι η νέα απόφαση εκδόθηκε υπό πραγματικές και νομικές περιστάσεις διαφορετικές από εκείνες που υπήρχαν κατά τον χρόνο της εκδόσεως της αρχικής αποφάσεως. Όμως, το Πρωτοδικείο διευκρίνισε, στην ίδια φράση ότι το γεγονός αυτό ουδόλως σήμαινε ότι η απόφαση περιείχε νέες αιτιάσεις.

73. Εφόσον δεν υπήρχε μια τέτοια σημαντική τροποποίηση, ο κανονισμός δεν επέβαλλε, κατ' εμέ, να επιληφθεί εκ νέου η συμβουλευτική επιτροπή ενός ουσιαστικά πανομοιότυπου κειμένου με εκείνο επί του οποίου είχε ήδη αποφανθεί.

74. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Ε - Επί της ελλείψεως αιτιολογίας προς έκδοση της αποφάσεως PVC ΙΙ μετά την ακύρωση της αποφάσεως PVC Ι

75. Η Enichem προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, στις σκέψεις 386 και 387 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 253 ΕΚ), καθόσον η Επιτροπή, ενόψει της διατάξεως αυτής, δεν ανέφερε τους λόγους που την οδήγησαν να επαναλάβει τις αιτιάσεις της και τα πρόστιμα δέκα πέντε έτη μετά τα προσαπτόμενα περιστατικά και έξι έτη μετά την απόφαση PVC Ι.

76. Το Πρωτοδικείο ερμήνευσε την υποχρέωση αιτιολογίας της Επιτροπής κατά τρόπο εντελώς περιοριστικό, δεχόμενο ότι η πρώτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως PVC ΙΙ, η οποία μνημονεύει απλώς τη Συνθήκη, αποτελούσε τυπική αναφορά στην αποστολή που έχει ανατεθεί στην Επιτροπή και πληροί έτσι την υποχρέωση αιτιολογίας του συμφέροντος του κοινοτικού οργάνου να διαπιστώσει μια παράβαση και να επιβάλει κυρώσεις στις επιχειρήσεις για την παράβαση αυτή. Όμως, αν ληφθεί υπόψη αυτό που η αναιρεσείουσα αποκαλεί διορθωτικό ρόλο της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής, που συνδέεται με την υποχρέωση αιτιολογίας, η υποχρέωση αυτή έπρεπε να ερμηνευθεί ευρέως ώστε οι επιλογές της Επιτροπής να μην εκφεύγουν του ελέγχου νομιμότητας.

77. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση, αφού η Επιτροπή άσκησε την αρμοδιότητά της κατά τρόπο πρωτοφανή, πέρα από την συνήθη πρακτική της, εκδίδοντας νέα απόφαση μετά την εκ μέρους του Δικαστηρίου ακύρωση προηγούμενης αποφάσεως.

78. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι καλώς το Πρωτοδικείο υπέμνησε ότι η Επιτροπή διαθέτει διακριτική αρμοδιότητα ως προς τη χρήση των εξουσιών που της απονέμει η Συνθήκη στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού και συνήγαγε ότι δεν υπήχε την υποχρέωση να εξηγήσει περισσότερο τους λόγους που την οδήγησαν να εκδώσει νέα απόφαση.

79. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογίας που βαρύνει τον εκδότη της πράξεως εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως. Ειδικότερα, αν η απόφαση εκδόσεως μιας πράξεως εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του εκδότη της πράξεως αυτής, δεν μπορεί συναφώς να απαιτείται ειδική αιτιολογία .

80. Ασφαλώς, προέχει να γίνει διάκριση, στο πλαίσιο αυτό, της υποχρεώσεως αιτιολογίας του ίδιου του γεγονότος της εκδόσεως της πράξεως, αντικείμενο του λόγου τον οποίο διατύπωσε η αναιρεσείουσα, από την υποχρέωση αιτιολογήσεως του περιεχομένου της αποφάσεως, της οποίας την παράβαση δεν επικαλείται εν προκειμένω η αναιρεσείουσα και που συνεπάγεται ότι η αιτιολογία αυτή πρέπει να διευκρινίζει, κατά τρόπο επαρκή, τη φύση της παραβάσεως που προσάπτεται στον αποδέκτη της αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή κρίνει ότι βρίσκεται ενώπιον μιας τέτοιας παραβάσεως και τις υποχρεώσεις που προτίθεται να επιβάλει στον αποδέκτη.

81. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

ΣΤ - Επί της νομικής πλάνης που διαπράχθηκε ως προς τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει συσχετισμός μεταξύ δύο εγγράφων στα οποία στηρίζεται η κατηγορία της Επιτροπής

82. Η Enichem παρατηρεί ότι το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 670 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η φρασεολογία των δύο εγγράφων σχεδιασμού με τίτλο αντιστοίχως «checklist» και «response to proposals», δεν επέτρεπε να θεωρηθεί, όπως έπραξε η Επιτροπή, ότι το δεύτερο αποτελούσε την απάντηση των άλλων παραγωγών στις προτάσεις της ICI οι οποίες περιλαμβάνονταν στο πρώτο έγγραφο.

83. Προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε ωστόσο, στη σκέψη 671 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το αποδεικτικό σύστημα της Επιτροπής δεν επηρεάστηκε από το γεγονός αυτό, δεδομένου ότι η Επιτροπή προσκόμισε πολυάριθμα έγγραφα αποδεικνύοντα την ύπαρξη των πρακτικών που περιγράφονται στην απόφαση PVC ΙΙ και ότι τα εν λόγω έγγραφα σχεδιασμού ανέφεραν σαφώς την ύπαρξη σχεδίου συμπράξεως όσον αφορά την ICI.

84. Εξάλλου, του προσάπτει ότι δέχθηκε ότι τα έγγραφα σχεδιασμού αποτελούσαν επίσης τη βάση επί της οποίας πραγματοποιήθηκαν οι διαβουλεύσεις και συζητήσεις μεταξύ παραγωγών και οδήγησαν στην πραγματική εφαρμογή των σχεδιασθέντων παρανόμων μέτρων και ότι η Επιτροπή, επομένως, ορθώς συνήγαγε ότι τα έγγραφα σχεδιασμού μπορούσαν να θεωρηθούν ως η απαρχή της συμπράξεως, η οποία υλοποιήθηκε κατά τις επόμενες εβδομάδες.

85. Έτσι, το Πρωτοδικείο μετέβαλε ουσιαστικά το περιεχόμενο της κατηγορίας. Η παράβαση που κατ' αυτόν τον τρόπο διέκρινε είναι σαφώς μικρότερης σοβαρότητας από εκείνη που προσάπτει η Επιτροπή, εφόσον δεν υπήρξε τυπική συναίνεση για τη σύμπραξη, και επίσης μικρότερης διάρκειας αφού η ημερομηνία των εγγράφων δεν μπορούσε πλέον να ορίζει τη στιγμή ενάρξεως της συμμετοχής στην παράβαση. Όμως, από το γεγονός αυτό δεν συνήγαγε καμία συνέπεια.

86. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, ουσιαστικά, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι θεώρησε, μαζί με την Επιτροπή, ότι τα έγγραφα σχεδιασμού μπορούσαν να θεωρηθούν ως η απαρχή της συμπράξεως, ενώ, αντίθετα απ' αυτήν, έκρινε ότι δεν προέκυπτε από τη φρασεολογία τους ότι το ένα αποτελούσε την απάντηση των παραγωγών στις προτάσεις που περιείχε το άλλο.

87. Το ζήτημα προσδιορισμού της αποδεικτικής αξίας τέτοιων εγγράφων εμπίπτει αδιαμφισβήτητα στην εκτίμηση των περιστατικών εκ μέρους του Πρωτοδικείου. Όμως, κατά πάγια νομολογία, η εκτίμηση αυτή δεν εμπίπτει στον έλεγχο του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεως αναιρέσεως, εκτός της περιπτώσεως αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών από το Πρωτοδικείο .

88. Επομένως, επιβάλλεται να εξακριβωθεί αν, στην προκειμένη περίπτωση, βρισκόμαστε ενώπιον μιας τέτοιας καταστάσεως. Από την ανάγνωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση.

89. Πράγματι, αντίθετα από τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, το Πρωτοδικείο δεν διαπίστωσε έλλειψη συσχετισμού μεταξύ των δύο εγγράφων. Ασφαλώς, δεν θεώρησε ότι αποδείχθηκε ότι το ένα έγγραφο αποτελούσε την απάντηση προς το άλλο, αλλά έκρινε αναμφισβήτητη την ύπαρξη σχέσεως μεταξύ των δύο εγγράφων σχεδιασμού.

90. Όντως, εκφράστηκε ως εξής στη σκέψη 668 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως:

«Το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο τα δύο έγγραφα σχεδιασμού δεν έχουν σχέση μεταξύ τους δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι τα έγγραφα αυτά ανακαλύφθηκαν, συνημμένα μεταξύ τους, στα γραφεία της ICI. Επιπλέον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο πίνακας ελέγχου περιλάμβανε απαρίθμηση ορισμένων ζητημάτων τα οποία, γενικώς, αφορούσαν μηχανισμούς ελέγχου του όγκου των πωλήσεων και ρυθμίσεως των τιμών. Τα ζητήματα αυτά αναπτύσσονται, με πιο συγκεκριμένο τρόπο, στην απάντηση στις προτάσεις. Επιπλέον, ορισμένα λεπτομερέστερα σημεία περιλαμβάνονται σε αμφότερα τα έγγραφα αυτά. Αυτό συμβαίνει με την αναφορά σε μια τρίμηνη περίοδο σταθεροποιήσεως, με τη δυνατότητα αυξήσεως των τιμών κατά το τελευταίο τρίμηνο του 1980, με την ανάγκη επιτεύξεως διακανονισμού έως να ληφθούν υπόψη οι νέες παραγωγικές ικανότητες, ή ακόμα με τη δυνατότητα διακυμάνσεως σε σχέση προς τα προκαθορισμένα μερίδια της αγοράς, με την ίδια αναφορά στο κατώτατο όριο 5 % και στις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν συναφώς. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα δύο αυτά έγγραφα δεν έχουν σχέση μεταξύ τους.»

91. Επιπροσθέτως, υπογράμμισε ότι τα έγγραφα αποκάλυπταν σαφώς την ύπαρξη σχεδίου συμπράξεως και η Επιτροπή προσκόμισε πολυάριθμα έγγραφα αποδεικνύοντα την ύπαρξη των πρακτικών που περιγράφονται στην απόφαση. Τέλος, σημείωσε ότι οι πρακτικές αυτές εμφάνιζαν στενό συσχετισμό με εκείνες που περιγράφονται στα έγγραφα αυτά.

92. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε τα περιστατικά κρίνοντας ότι τα έγγραφα σχεδιασμού αποτελούσαν τη βάση επί της οποίας πραγματοποιήθηκαν οι διαβουλεύσεις και συζητήσεις μεταξύ των παραγωγών και οδήγησαν στην πραγματική εφαρμογή των σχεδιασθέντων παρανόμων μέτρων.

93. Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα με εκείνο της Επιτροπής, δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί, όπως πράττει η αναιρεσείουσα, ότι προέβη σε ουσιαστική τροποποίηση της κατηγορίας, τόσο ως προς τη σοβαρότητα όσο και ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως, την οποία έπρεπε να λάβει υπόψη.

94. Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από το κείμενο της αποφάσεως της Επιτροπής δεν προκύπτει ότι αυτή, προκειμένου να καθορίσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, στηρίχθηκε στην υπόθεση ότι το έγγραφο «response to proposals» αποτελεί την τυπική συναίνεση των άλλων παραγωγών στην πρόταση δημιουργίας συμπράξεως.

95. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν προβαίνει σε καμία διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων οι οποίες συνέβαλαν στη δημιουργία της συμπράξεως εκφράζοντας τυπικά τη συμφωνία τους και εκείνων οι οποίες περιορίστηκαν να προσχωρήσουν σε μια σύμπραξη που τέθηκε σε εφαρμογή από άλλες .

96. Ως προς την εκτίμηση της διάρκειας της παραβάσεως, η Επιτροπή θεωρεί ασφαλώς ως κρίσιμη την ημερομηνία των προτάσεων της ICI, χωρίς όμως να κάνει νύξη στις απαντήσεις στις προτάσεις αυτές. Εξάλλου, και προπαντός, δέχεται επίσης την ημερομηνία θεσπίσεως του νέου συστήματος συνεδριάσεων.

97. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι αυτός ο λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Ζ - Επί του καταλογισμού της συλλογικής ευθύνης

98. Η Enichem προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, στις σκέψεις 768 έως 780 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καταλόγισε συλλογική ευθύνη, παραβιάζοντας τη γενική αρχή της εξατομικεύσεως της ευθύνης.

99. Συναφώς, υπενθυμίζει ότι, στο μέτρο που το ίδιο το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ότι τα έγγραφα σχεδιασμού δεν στοιχειοθετούσαν τον χρόνο δημιουργίας της κοινής βουλήσεως, αλλά εκπροσωπούσαν μάλλον σχέδιο της ICI, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η ίδια η αναιρεσείουσα είχε γνώση του κοινού σχεδίου.

100. Κατ' αυτήν, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε επίσης να κρίνει εγκύρως ότι η γνώση αυτή υποχρεωτικά αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των συναντήσεων. Πράγματι, δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο της τακτικής συμμετοχής της στις συναντήσεις. Δεν αποδείχθηκε σε ποιες ειδικές συναντήσεις συμμετείχε και, επιπλέον, έγινε δεκτό ότι δεν συμμετείχε σε όλες τις συναντήσεις.

101. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε εγκύρως να καταλογίσει στην Enichem το σύνολο των παραβάσεων εκκινώντας από το τεκμήριο ότι αυτή είχε γνώση όλων των εκδηλώσεων της συμπράξεως.

102. Στο μέτρο που θα πρέπει να ερμηνευθεί ο λόγος αυτός ότι δεν αποτελεί μόνον αμφισβήτηση της αποτιμήσεως, εκ μέρους του Πρωτοδικείου, των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη συμμετοχή της Enichem στις συναντήσεις της συμπράξεως, που είναι προδήλως απαράδεκτος, ενόψει της προπαρατεθείσας νομολογίας Hilti κατά Επιτροπής, επιδέχεται τα εξής σχόλια.

103. Στα επικρινόμενα από την αναιρεσείουσα σημεία, το Πρωτοδικείο παραθέτει αρκετά αποσπάσματα της αποφάσεως PVC ΙΙ από τα οποία προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι μια επιχείρηση είχε ευθύνη όχι μόνο για τη συμμετοχή της σε συγκεκριμένη εκδήλωση της συμπράξεως, αλλά επίσης στη σύμπραξη λαμβανόμενη ως σύνολο. Με άλλα λόγια, η ατομική ευθύνη περιλαμβάνει επίσης το γεγονός της συμμετοχής στη σύμπραξη με την παρουσία στις συναντήσεις σχεδιασμού εφαρμογής της σύμπραξης, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η συμμετέχουσα στις συναντήσεις αυτές επιχείρηση συνεργάστηκε επίσης συγκεκριμένα σε κάθε μέτρο εφαρμογής.

104. Έτσι, στη σκέψη 768 της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο παραθέτει το σημείο 25, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως PVC ΙΙ, όπου η Επιτροπή αναφέρει ότι «όσον αφορά την πρακτική χρησιμοποίηση των αποδείξεων, η Επιτροπή θεωρεί ότι, εκτός από την ανάγκη να αποδειχθεί η ύπαρξη καρτέλ, είναι επίσης απαραίτητο να αποδειχθεί ότι καθένας από τους συμμετέχοντες προσχώρησε στο κοινό σχέδιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν αποδεικτικά έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι καθένας από τους συμμετέχοντες έλαβε μέρος σε κάθε εκδήλωση της παράβασης».

105. Στη επόμενη σκέψη, το Πρωτοδικείο παραθέτει το σημείο 31 in fine, της αποφάσεως PVC ΙΙ, που αναφέρει ότι «Η ουσία της παρούσας υπόθεσης είναι η ένωση των παραγωγών για μεγάλο χρονικό διάστημα για να επιτύχουν κοινό παράνομο αποτέλεσμα και καθένας από τους συμμετέχοντες πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνος, όχι μόνο για το δικό του άμεσο ρόλο ως ατόμου, αλλά επίσης να μοιραστεί την ευθύνη για τη λειτουργία του καρτέλ ως συνόλου».

106. Η θέση της Επιτροπής, εγκριθείσα από το Πρωτοδικείο, ισοδυναμεί με αποδοχή του ότι υπάρχει ευθύνη της επιχειρήσεως για τη συμμετοχή στις συναντήσεις της συμπράξεως, αυτής καθεαυτής, επιπλέον της ευθύνης που υπέχει από το γεγονός της συμμετοχής σε συγκεκριμένη εκδήλωση της συμπράξεως.

107. Εδώ μπορεί κανείς να διακρίνει τον απόηχο των όρων του άρθρου 85 της Συνθήκης, βάσει του οποίου η συμμετοχή σε συμφωνία που έχει ως αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού συνιστά παράβαση, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδειχθεί η ύπαρξη αποτελέσματος που νοθεύει τον ανταγωνισμό.

108. Πρέπει να θεωρηθεί, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, ότι το Πρωτοδικείο προέβη έτσι στη διαπίστωση μιας συλλογικής ευθύνης;

109. Δεν το νομίζω.

110. Πράγματι, η ανωτέρω περιγραφείσα ανάλυση ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι η ατομική ευθύνη της επιχειρήσεως δεν περιορίζεται στη συμμετοχή της σε ειδικές εκδηλώσεις της συμπράξεως, αλλά περιλαμβάνει επίσης τη συμβολή της σε ό,τι μπορεί να αποκληθεί γενική διαχείριση αυτής.

111. Η χρήση αυτή δεν έχει τίποτα το άηθες και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνεπαγόμενη την αναγνώριση μιας οποιασδήποτε συλλογικής ευθύνης. Αντιθέτως, δεν υπάρχει τίποτα το παράτυπο στο να θεωρηθεί, για παράδειγμα, ότι η ευθύνη μιας επιχειρήσεως η οποία συμμετείχε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα στις συναντήσεις που διαχειρίζονταν τη σύμπραξη δεν είναι ίδια με εκείνην μιας επιχειρήσεως η οποία συμμετείχε τακτικά, έστω και αν η Επιτροπή επιτυγχάνει να αποδείξει, για τις δύο αυτές επιχειρήσεις, την ίδια συμμετοχή σε ειδικές εκδηλώσεις της συμπράξεως.

112. Επομένως, η ατομική ευθύνη μπορεί πλήρως να απορρέει τόσο από τη συμμετοχή σε ειδικές εκδηλώσεις της συμπράξεως όσο και από τη γενικότερη συμβολή στην εφαρμογή της - αυτό που η Επιτροπή αποκαλεί ευθύνη για τη λειτουργία της συμπράξεως στο σύνολό της - χωρίς από το γεγονός αυτό να μεταβληθεί σε συλλογική ευθύνη.

113. Ωστόσο, η Enichem επικαλείται τη νομολογία του Πρωτοδικείου , κατά την οποία είναι δυνατό να αποκλειστεί η ευθύνη μιας επιχειρήσεως για τα ειδικά περιστατικά, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων συμμετοχής στις συναντήσεις κατά τις οποίες συζητήθηκαν ορισμένες ιδιαίτερες πρωτοβουλίες.

114. Πάντως, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι η δυνατότητα αποκλεισμού της ευθύνης για ειδικά περιστατικά ουδόλως συνεπάγεται την ανυπαρξία ευθύνης για τη συμβολή στη συνολική διαδικασία, δηλαδή τη συμμετοχή σε συναντήσεις που είχαν ως αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού, ήτοι τη διαχείριση μιας συμπράξεως, δεν επιδέχεται καμιά αμφιβολία.

115. Είναι αυτονόητο ότι η ατομική ευθύνη που περιγράφεται στο σημέιο 112 προϋποθέτει την απόδειξη της συμμετοχής της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως τόσο στις εν λόγω συναντήσεις όσο και στις ειδικές εκδηλώσεις και η επιβληθείσα κύρωση να είναι ανάλογη προς την έκταση των αποδειχθέντων.

116. Το Πρωτοδικείο υιοθέτησε την επιταγή αυτή αφού, σε γενικό επίπεδο, υπογράμμισε, στις σκέψεις 774 και 777 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η η Επιτροπή θεώρησε ότι απέδειξε τη συμμετοχή κάθε παραγωγού στις συναντήσεις που είχαν ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τον από από κοινού καθορισμό των τιμών και, σε ειδικότερο επίπεδο, εξακρίβωσε αν, για κάθε προσφεύγουσα, συνέβαινε κάτι τέτοιο. Έτσι, στις σκέψεις 931 έως 941 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσαπτόμενη στην Enichem ατομική συμμετοχή, είτε στις συναντήσεις ή στις ειδικές εκδηλώσεις της συμπράξεως, είχε αποδειχθεί, χωρίς να γίνεται επίκληση αλλοιώσεως των αποδεικτικών στοιχείων.

117. Επομένως, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι δεν είναι δυνατό, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, να αμφισβητηθεί η αποτίμηση αυτή, εκ μέρους του Πρωτοδικείου, των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην παράβαση.

118. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

Η - Επί της ανεπαρκούς προσβάσεως στον φάκελο

119. Η Enichem προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε ότι η εκ μέρους της Επιτροπής διαπραχθείσα παρανομία στο πλαίσιο προσβάσεως των επιχειρήσεων στον φάκελο δεν μπορεί, καθεαυτή, να οδηγήσει στην ακύρωση της αποφάσεως PVC ΙΙ και ότι προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας υπάρχει μόνον όταν οι δυνατότητες των ενδιαφερομένων να αμυνθούν επηρεάστηκαν πραγματικά.

120. Αμφισβητεί τη μέθοδο που χρησιμοποίησε το Πρωτοδικείο για να προσδιορίσει την κρισιμότητα των μη ανακοινωθέντων από την Επιτροπή εγγράφων και του προσάπτει, ειδικότερα, ότι απέκλεισε, χωρίς καν να τα εξετάσει, μεγάλο αριθμό εγγράφων, για τον λόγο ότι έφεραν ημερομηνία προγενέστερη ή μεταγενέστερη της περιόδου έρευνας.

121. Εξάλλου, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι η μη ανακοίνωση όλων των εγγράφων του φακέλου, με εξαίρεση των εμπιστευτικών ή εσωτερικών εγγράφων, συνιστά αφ' εαυτής προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

122. Προβάλλει ότι η μέθοδος που έγινε δεκτή από το Πρωτοδικείο στην προκειμένη περίπτωση ανατρέπει το βάρος αποδείξεως υποχρεώνοντας τις επιχειρήσεις να αποδείξουν εκ των υστέρων ότι ορισμένα έγγραφα μπορούσαν να τους είναι χρήσιμα και επιτρέπει στην Επιτροπή να αρνηθεί την πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο χωρίς πρακτικές συνέπειες.

123. Επομένως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η απλή διαπίστωση της μη πλήρους προσβάσεως στον φάκελο, υπό την επιφύλαξη των εμπιστευτικών εγγράφων και των εσωτερικών σημειώσεων της Επιτροπής, πρέπει να συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεώς της.

124. Ο ισχυρισμός αυτός δεν βρίσκει καμία στήριξη στη νομολογία . Αντιθέτως, από αυτήν προκύπτει ότι μόνον όταν η μη ανακοίνωση ενός εγγράφου έβλαψε την άμυνα της προσφεύγουσας μπορεί να συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής. Αντιθέτως, η μη ανακοίνωση ενός εγγράφου το οποίο δεν είναι χρήσιμο για την άμυνα της επιχειρήσεως δεν έχει συνέπεια, βάσει της νομολογίας αυτής, επί του κύρους της αποφάσεως.

125. Συναφώς, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι η πρόσβαση στον φάκελο δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά αποβλέπει στο να επιτρέψει στις επιχειρήσεις να ασκήσουν, πραγματικά, τα δικαιώματά τους άμυνας. Τούτο έχει ως λογική συνέπεια ότι, όταν μια πλημμέλεια σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο δεν είχε επίπτωση στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων, δεν μπορεί να συνεπάγεται την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

126. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι καλώς το Πρωτοδικείο, στηριζόμενο στην υφιστάμενη νομολογία του, έκρινε ότι μόνον αν η μη ανακοίνωση εγγράφων είχε αρνητική επίπτωση επί των δυνατοτήτων της προσφεύγουσας να αμυνθεί έπρεπε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση.

127. Επομένως, ήταν καθ' όλα λογικό εκ μέρους του να εξακριβώσει αν πληρούνταν η προϋπόθέση στη συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν βλέπω πως θα μπορούσε να εφαρμόσει διαφορετικά τη νομολογία αυτή, χωρίς να καταστήσει την εν λόγω προϋπόθεση κενή περιεχομένου. Επομένως, κακώς η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο το γεγονός ότι προέβη σε μια τέτοια εξέταση.

128. Εξάλλου, η Enichem φρονεί ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη ανάλυση.

129. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ζήτημα αν ένα δεδομένο έγγραφο μπορεί ή όχι να είναι χρήσιμο για την άμυνα της προσφεύγουσας είναι πραγματικό ζήτημα το οποίο, ως τέτοιο, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξετάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται αιτήσεως αναιρέσεως.

130. Ωστόσο, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η ίδια η μέθοδος εξετάσεως που εφάρμοσε το Πρωτοδικείο είναι εσφαλμένη, στο μέτρο που αυτό συστηματικά απέκλεισε τα έγγραφα που είχαν προγενέστερη ή μεταγενέστερη ημερομηνία από την περίοδο έρευνας. Όμως, είναι καθ' όλα κατανοητό ότι τέτοια έγγραφα περιέχουν στοιχεία σχετικά με την περίοδο έρευνας και, επομένως, είναι ενδεχομένως χρήσιμα για την άμυνα της προσφεύγουσας.

131. Χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το παραδεκτό του επιχειρήματος αυτού, πρέπει να διαπιστωθεί ότι δεν ασκεί επιρροή. Πράγματι, έστω και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμο, εναπόκειται ακόμη στην αναιρεσείουσα να αποδείξει την ύπαρξη συγκεκριμένων εγγράφων για τα οποία το Πρωτοδικείο κακώς έκρινε ότι η μη ανακοίνωσή τους δεν μπορούσε να διακυβεύσει τα δικαιώματα άμυνας.

132. Πράγματι, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να περιορίζεται στο να προβάλλει αφηρημένα ότι το Πρωτοδικείο χρησιμοποίησε εσφαλμένο κριτήριο. Θα πρέπει ακόμα να αποδείξει ότι το σφάλμα αυτό είχε ως συνέπεια ότι ένα έγγραφο, το οποίο κρίθηκε από το Πρωτοδικείο, λόγω της ημερομηνίας του, ότι δεν μπορούσε να είναι χρήσιμο για την άμυνα της αναιρεσείουσας, αντιθέτως περιείχε στοιχεία τα οποία η αναιρεσείουσα μπορούσε να είχε επικαλεστεί.

133. Τούτο επιβάλλεται ακόμα περισσότερο αφού ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι το Πρωτοδικείο απέκλεισε έγγραφα μόνον λόγω της ημερομηνίας τους είναι σε ευθεία αντίφαση με τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου, στη σκέψη 1040 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «πρέπει να αποκλειστούν και τα έγγραφα και αποσπάσματα εγγράφων τα οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες, όταν αυτά αφορούν περίοδο προγενέστερη της απαρχής της συμπράξεως ή μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία έπαυσε η παράβαση που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου. Στο πλαίσιο αυτό, σημασία δεν έχει η ημερομηνία του εγγράφου, αλλά το κατά πόσον το απόσπασμα που επικαλούνται οι προσφεύγουσες αφορά το χρονικό διάστημα της παραβάσεως».

134. Όμως, η Enichem δεν εξακριβώνει κανένα έγγραφο το οποίο περιείχε χρήσιμα στοιχεία για την άμυνά της και, επομένως, το Πρωτοδικείο κακώς έκρινε ότι η μη ανακοίνωσή του δεν συνεπαγόταν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

135. Επομένως, η αναιρεσείουσα δεν αποδεικνύει ότι η διαπραχθείσα πλημμέλεια ως προς την πρόσβαση στον φάκελο είχε την ελάχιστη συνέπεια επί των δυνατοτήτων της να αμυνθεί.

136. Επομένως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

Θ - Επί του εσφαλμένου καταλογισμού της παραβάσεως στην αναιρεσείουσα, ως εταιρίας χαρτοφυλακίου άλλου ομίλου, προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο κύκλος εργασιών της για τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου

137. Η Enichem προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, στις σκέψεις 978 έως 992 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δέχθηκε ότι αυτή ήταν αποδέκτης της αποφάσεως PVC ΙΙ, ως εταιρία χαρτοφυλακίου του ομίλου ENI που φέρει την ευθύνη της παραβάσεως, αντί της εταιρίας Enichem Anic, μια από τις εταιρίες εκμεταλλεύσεως του PVC εντός του ομίλου αυτού. Ισχυρίζεται ότι η επιλογή του αποδέκτη είχε ως σκοπό να ληφθεί υπόψη ο κύκλος εργασιών της εταιρίας χαρτοφυλακίου, κατά πολύ υψηλότερος εκείνου της εταιρίας εκμεταλλεύσεως. Ζητεί η επιλογή αυτή να ελεγχθεί και, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί η απόφαση PVC ΙΙ.

138. Ειδικότερα, επικρίνει τη διαπίστωση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο στη σκέψη 986 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που έχει ως εξής:

«Όμως, εν προκειμένω, φαίνεται ότι η Επιτροπή, όπως έχει το δικαίωμα (βλ., μεταξύ άλλων, προμνησθείσα απόφαση της 15ης Ιουλίου 1970, Boehringer κατά Επιτροπής, σκέψη 55, και απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 1983, 96/82 έως 102/82, 104/82, 105/82, 108/82 και 110/82, ΙΑΖ κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3369, σκέψεις 51 έως 53), καθόρισε εκ των προτέρων ένα συνολικό ποσό προστίμου, το οποίο στη συνέχεια κατανεμήθηκε μεταξύ των επιχειρήσεων αναλόγως του μέσου μεριδίου αγοράς που κατέχει η καθεμία και των τυχόν ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων καθεμίας από τις επιχειρήσεις. Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, το οποίο καθορίζει ένα ανώτατο όριο προστίμου που μπορεί να επιβληθεί από την Επιτροπή, ο κύκλος εργασιών της holding δεν ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα [...]».

139. Προέχει να υπογραμμιστεί ότι η Enichem δεν εγείρει, στο πλαίσιο του λόγου αυτού, το ζήτημα αν ο τρόπος υπολογισμού που εφάρμοσε η Επιτροπή έφερε το στίγμα νομικής πλάνης, ζήτημα το οποίο αποτελεί αναμφισβήτητα νομικό λόγο, που μπορεί, ως τέτοιος, να αποτελέσει αντικείμενο εξετάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου. Πράγματι, περιορίζεται να αμφισβητήσει τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι η Επιτροπή, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, δεν έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.

140. Όμως, η διαπίστωση του Πρωτοδικείου σχετικά με τον τρόπο που η Επιτροπή υπολόγισε το ποσό αυτό είναι πραγματική εκτίμηση που δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξετάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται αιτήσεως αναιρέσεως, εκτός αλλοιώσεως των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Πρωτοδικείου.

141. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε την ελάχιστη αρχή αποδείξεως μιας τέτοιας αλλοιώσεως. Περιορίζεται να επαναλάβει με επιμονή την έκταση των αμφιβολιών της ως προς την αλήθεια της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου.

142. Η νύξη της αναιρεσείουσας στο ότι ο κύκλος εργασιών έπρεπε υποχρεωτικά να ασκεί επιρροή αφού το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 επέβαλλε στην Επιτροπή να μην επιβάλει πρόστιμο μεγαλύτερο του 10 % του κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως - δράστη της παραβάσεως - ουδόλως μειώνει τη διαπίστωση αυτή.

143. Πράγματι, το γεγονός ότι ο κύκλος εργασιών λήφθηκε υπόψη προκειμένου να τηρηθεί η διάταξη αυτή δεν αποδεικνύει ωστόσο, αντίθετα απ' ό,τι ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, ότι θα ασκούσε επιρροή για άλλο πράγμα πλην του καθορισμού του ανωτάτου ορίου, για το οποίο δεν προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι υπήρξε υπέρβασή του. Η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί, εξάλλου, τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι το πρόστιμο δεν υπερέβη το 10 % του κύκλου εργασιών της εταιρίας εκμεταλλεύσεως ούτε, κατά μείζονα λόγο, εκείνο της εταιρίας χαρτοφυλακίου.

144. Επιπροσθέτως, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι το ίδιο το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως ήταν ένα από τα στοιχεία που δέχθηκε η Επιτροπή για τον προσδιορισμό του συνολικού προστίμου πριν την κατανομή μεταξύ των καταδικασθεισών επιχειρήσεων είναι εσφαλμένος. Πράγματι, η ανάγνωση των σκέψεων 1174 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αποκαλύπτει αποκλειστικά ότι, κατά το Πρωτοδικείο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το «συνολικό μέγεθος των εμπλεκομένων επιχειρήσεων» .

145. Όμως, από την αλληλουχία προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο παρέπεμπε στα σημεία 51 έως 53 της αποφάσεως PVC ΙΙ, όπου η Επιτροπή παραθέτει, μεταξύ των κριτηρίων που έλαβε υπόψη, το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις «αντιπροσωπεύουν σχεδόν το σύνολο» της αγοράς PVC. Επομένως, δεν έκανε αναφορά στον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων, πράγμα που δεν εκπλήσσει, αφού ούτε τα μέρη της αποφάσεως PVC ΙΙ στα οποία παραπέμπει δεν κάνουν λόγο.

146. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αφού η Επιτροπή, αντίθετα από την άποψη της αναιρεσείουσας, δεν χρησιμοποίησε τον κύκλο εργασιών των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων στον προσδιορισμού του ύψους του προστίμου, το ζήτημα αν η παράβαση έπρεπε να καταλογιστεί, προς τούτο, στην εταιρία εκμεταλλεύσεως μάλλον παρά στην εταιρία χαρτοφυλακίου προδήλως δεν ασκεί επιρροή.

147. Επομένως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

Ι - Επί της παραβάσεως του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17

148. Η Enichem ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 1146 έως 1148 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διέπραξε σφάλμα κατά την ανάλυση της σχέσεως που υπήρχε μεταξύ του κύκλου εργασιών της χρήσεως που προηγήθηκε της αποφάσεως της Επιτροπής, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, και του ύψους του προστίμου.

149. Το Πρωτοδικείο κακώς απέρριψε την αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι η Επιτροπή, με την απόφαση PVC ΙΙ, επέβαλε πρόστιμο ίδιου ποσού, σε απόλυτη αξία, με εκείνο του προστίμου που καθορίστηκε με την απόφαση PVC Ι, χωρίς να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η σχέση μεταξύ του ληφθέντος υπόψη κύκλου εργασιών και του ύψους του προστίμου που καθορίστηκε με την απόφαση PVC ΙΙ διέφερε υποχρεωτικά από τη σχέση μεταξύ του ληφθέντος υπόψη κύκλου εργασιών και του προστίμου που καθορίστηκε με την απόφαση PVC Ι.

150. Συμμερίζομαι την ανάλυση του Πρωτοδικείου κατά την οποία οι επιταγές του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 πληρούνται, εφόσον το ύψος του επιβληθέντος από την Επιτροπή προστίμου δεν υπερβαίνει το 10 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση.

151. Πράγματι, αυτό προκύπτει από τη σαφή φρασεολογία της διατάξεως αυτής.

152. Το γεγονός που προβάλλει συναφώς η Enichem, ότι η σχέση μεταξύ του κύκλου εργασιών και του προστίμου υποχρεωτικά μεταβλήθηκε μεταξύ των δύο αποφάσεων, δεν ασκεί συνεπώς επιρροή ενόψει της διατάξεως αυτής, αφού, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπήρξε υπέρβαση του ανωτάτου ορίου του 10 %.

153. Πράγματι, η διάταξη αποβλέπει αποκλειστικά στο να επιβάλει ένα ανώτατο όριο στην εξουσία επιβολής κυρώσεων της Επιτροπής. Αντιθέτως, δεν έχει ως αντικείμενο να προσδιορίζει ειδικότερα τη σχέση που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του ύψους του προστίμου και του κύκλου εργασιών της καταδικαζόμενης επιχειρήσεως.

154. Συναφώς, η αναιρεσείουσα μνημονεύει την ανάγκη η κύρωση να μην είναι ούτε υπερβολική ούτε ανεπαρκής. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η αρχή της αναλογικότητας έχει εφαρμογή στον τομέα αυτό. Όμως, για να διασφαλιστεί η τήρησή της, επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη άλλα κριτήρια πλην του κύκλου εργασιών, όπως εξάλλου προκύπτει στην προκειμένη περίπτωση, όπου η Επιτροπή έλαβε υπόψη ένα σύνολο κριτηρίων, όπως η σοβαρότητα της επίδικης συμπεριφοράς, η σημασία του προϊόντος ή ακόμα το μερίδιο αγοράς των επιχειρήσεων.

155. Επομένως, το πρόσφορο ύψος του προστίμου δεν προκύπτει από την απλή μαθηματική σχέση μεταξύ του κύκλου εργασιών της προηγούμενης οικονομικής χρήσεως, αλλά προκύπτει από ένα σύνολο παραγόντων.

156. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι καλώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν υπήρξε παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

Κ - Επί της ανεπάρκειας της αιτιολογίας των κριτηρίων υπολογισμού του προστίμου

157. Η Enichem υποστηρίζει ότι στις σκέψεις 1172 έως 1184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Πρωτοδικείο εξέτασε τον λόγο που αντλήθηκε από την ανεπάρκεια της αιτιολογίας των κριτηρίων που υιοθέτησε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του προστίμου, αντιφάσκουν προς τις σκέψεις 986 και 1191 της αποφάσεως και είναι ασυμβίβαστες με την πλέον πρόσφατη νομολογία σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή.

158. Παρατηρεί ότι, για να απορρίψει τον προβληθέντα λόγο, το Πρωτοδικείο ανέλυσε τα σημεία 51 έως 54 της αποφάσεως PVC ΙΙ και κατέληξε ότι περιείχαν επαρκή και κατάλληλη μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως τα οποία ελήφθησαν υπόψη, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν, στη σκέψη 53 της αποφάσεως, η «σημαντική θέση [των επιχειρήσεων] στην αγορά του PVC».

159. Όμως, η σημασία ενός παραγωγού μπορεί επίσης να συναχθεί από το μερίδιό του στην αγορά όπως και από τον κύκλο εργασιών του. Επομένως, η φράση αυτή είναι αμφίσημη.

160. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο θα αντέφασκε εκθέτοντας συγχρόνως ότι το κριτήριο των μεριδίων αγοράς ήταν καθοριστικό και η αιτιολογία ήταν πρόσφορη, αφού αυτή, το πολύ, έκανε μνεία στην αμφίσημη έννοια των μεριδίων αγοράς.

161. Η Enichem προσθέτει ότι η Επιτροπή έπρεπε να υποχρεούται να μνημονεύει τους υπολογισμούς της στο σώμα της αποφάσεως, ώστε οι επιχειρήσεις και ο κοινοτικος δικαστής να μην υποχρεούνται να μαντεύουν τη μετάφραση σε αριθμητικά στοιχεία των εκτεθέντων γενικών κριτηρίων και για να καθιστούν δυνατές τις παρατηρήσεις των μερών, καθώς και τον έλεγχο νομιμότητας εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή.

162. Επομένως, κακώς το Πρωτοδικείο αρκέστηκε στο να αναφέρει, στη σκέψη 1180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι είναι «ευκταίο» οι επιχειρήσεις να γνωρίζουν λεπτομερώς τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου που τους έχει επιβληθεί, χωρίς να είναι υποχρεωμένες προς τούτο να ασκήσουν δικαστική προσφυγή κατά της αποφάσεως.

163. Το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο.

164. Πράγματι, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, στη σκέψη 1183 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε όντως ότι η αναιρεσείουσα γνώριζε ήδη τον λεπτομερή τρόπο υπολογισμού του επιβληθέντος προστίμου εφόσον, κατά τις προσφυγές που ασκήθηκαν κατά της αποφάσεως PVC Ι, έλαβε σχετικές διευκρινίσεις, από έναν πίνακα που προσκόμισε η Επιτροπή, αφού το Πρωτοδικείο ζήτησε εξηγήσεις, και ο οποίος επισυνάφθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως PVC ΙΙ. Εξάλλου, η ίδια η αναιρεσείουσα κάνει σχετική νύξη.

165. Όμως, κατά τη νομολογία , οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληροί η αιτιολογία μιας αποφάσεως εξαρτώνται από το πλαίσιο το οποίο, στην προκειμένη περίπτωση, περιλαμβάνει τις προηγούμενες γνώσεις της αναιρεσείουσας, κατόπιν της διαδικασίας PVC Ι.

166. Δεδομένου ότι, επί του σημείου αυτού, δεν αμφισβητείται το ταυτόσημο των δύο αποφάσεων, το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου ως προς τον επαρκή χαρακτήρα, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, της αιτιολογίας της αποφάσεως PVC ΙΙ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

167. Εξάλλου, όσον αφορά ειδικότερα το ζήτημα του αν η αιτιολογία πρέπει να περιληφθεί στο σώμα της αποφάσεως μάλλον παρά σε πίνακα που θα παρασχεθεί αργότερα, το Δικαστήριο έκρινε , σε πλαίσιο παρόμοιο με αυτό της προκειμένης υποθέσεως, ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως τηρείται, άπαξ η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Ελλείψει αυτών των στοιχείων, η απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας.

168. Εν προκειμένω, όμως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε , χωρίς να αντικρουσθεί από την αναιρεσείουσα, ότι, στη σημείο 52 της προσβληθείσας αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε τη συλλογιστική της ως προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως και, στο σημείο 54 της ίδιας αποφάσεως, εξέτασε τη διάρκεια της παραβάσεως.

169. Επομένως, γι' αυτόν επίσης τον λόγο, ορθώς το Πρωτοδικείο απέρριψε τον λόγο που αντλείται από την ανεπάρκεια της αιτιολογίας της αποφάσεως PVC ΙΙ, τούτο δε ανεξάρτητα από την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο σημείο 53 της αποφάσεως της Επιτροπής.

170. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

Λ - Επί της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, καθώς και της ανεπαρκούς εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του επιβληθέντος στην αναιρεσείουσα προστίμου και του μεριδίου της στην αγορά

171. Η Enichem προβάλλει ότι ενώπιον του Πρωτοδικείου υποστήριξε ότι, για τους σκοπούς προσδιορισμού του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή διέπραξε σφάλμα ως προς το μερίδιό της στην αγορά εκτιμώντας το στο 6 % κατά μέσο όρο για την περίοδο 1980-1982 και σε 15 % για τα έτη 1983-1984. Υπογραμμίζει ότι, σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας, η ίδια είχε επικαλεστεί κατά μέσο όρο μερίδιο μικρότερο του 4 % για την πρώτη περίοδο, μερίδιο 12,8 % για το 1983 και 12,3 % για το 1984.

172. Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε, στις σκέψεις 615 και 616 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα στοιχεία που αυτή η ίδια προέβαλε δεν ήσαν αξιόπιστα και, εν πάση περιπτώσει, απατηλά, αφού δεν είχε διευκρινίσει τις βάσεις επί των οποίων στήριξε το μερίδιό της στην αγορά για το 1984 και ότι είχε «διασκορπίσει» αυτό το μερίδιο με αναγωγή των πωλήσεών της όχι στις πωλήσεις των ευρωπαίων παραγωγών, αλλά στην ευρωπαϊκή κατανάλωση, η οποία υποχρεωτικά είναι υψηλότερη αφού περιλαμβάνει τις εισαγωγές.

173. Κατά την Enichem, οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου δεν είναι ακριβείς και αποκαλύπτουν ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα στοιχεία που αυτή είχε υποβάλει. Υπογραμμίζει ειδικότερα ότι, ακόμη και με αναγωγή των πωλήσεών της σε εκείνες των ευρωπαίων παραγωγών, απομένει σημαντική διαφορά μεταξύ των δικών της στοιχείων και εκείνων που δέχθηκε η Επιτροπή.

174. Εξάλλου, προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι ανέφερε, στις σκέψεις 1201 έως 1204 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αντίθετα από τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, η Επιτροπή δέχθηκε, καθόσον την αφορά, μερίδιο αγοράς μικρότερο του 10 %, και όχι του 15 %, κατά την περίοδο 1980 έως 1984.

175. Η αναιρεσείουσα υπογραμμίζει, συναφώς, ότι ο μέσος όρος του 10 % λήφθηκε με βάση το 6 και το 15 % που δέχθηκε η Επιτροπή, αντιστοίχως, για τα έτη 1980-1982 και 1983-1984, η ίδια δε ουδέποτε δέχθηκε αυτό το μερίδιο που της αποδιδόταν. Υποστηρίζει ότι το μέσο μερίδιό της στην αγορά κατά τα τέσσερα επίδικα έτη ανερχόταν στο 7,2, ή 7,7 % με αναγωγή στις πωλήσεις των ευρωπαίων παραγωγών, και, επομένως, αισθητά μικρότερο του 9,6 % που δέχθηκε η Επιτροπή. Όμως, με βάση ένα τέτοιο μερίδιο αγοράς, το επιβληθέν στην Enichem πρόστιμο έπρεπε να είναι μικρότερο των 2 000 000 ECU, αντί των 2 500 000 ECU στα οποία καταδικάστηκε.

176. Τί πρέπει να σκεφθεί κανείς για την επιχειρηματολογία αυτή;

177. A priori, η αναιρεσείουσα φαίνεται να εγείρει έναν λόγο καθαρά πραγματικό αφού υποβάλλει στην εκτίμηση του Δικαστηρίου τα στοιχεία τα οποία αποτέλεσαν ήδη αντικείμενο εξετάσεως εκ μέρους του Πρωτοδικείου.

178. Το γεγονός ότι χαρακτηρίζει αυτόν τον λόγο ως ανεπαρκή εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων δεν αλλάζει τίποτα συναφώς. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανεπαρκή εξέταση, αφού το Πρωτοδικείο όχι μόνον υπέβαλε ερωτήσεις ως προς ζήτημα αυτό, αλλά και αφιέρωσε σημαντικά αποσπάσματα στην απόφασή του.

179. Στην πραγματικότητα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μόνη ανεπάρκεια που η αναιρεσείουσα προσάπτει πραγματικά στο Πρωτοδικείο είναι ότι αυτό δεν κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα με την ίδια όσον αφορά την εκτίμηση των στοιχείων που προσκόμισε αυτή η ίδια και η Επιτροπή. Διαφωνεί με το αποτέλεσμα της εξετάσεως, στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο, των στοιχείων που προσκόμισε, και ζητεί από το Δικαστήριο να τα εξετάσει εκ νέου.

180. Επομένως, βρισκόμεθα ενώπιον αυτού που μπορεί να περιγραφεί ως το τυπικό παράδειγμα του πραγματικού λόγου, που αποκλείεται από την εξέταση του Δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται αιτήσεως αναιρέσεως.

181. Επομένως, το απαράδεκτο του λόγου αναιρέσεως είναι προφανές, εκτός αν προβάλλεται αλλοίωση των περιστατικών εκ μέρους του Πρωτοδικείου.

182. Η αναιρεσείουσα την επικαλείται ωστόσο μόνο για να αμφισβητήσει τη διαπίστωση, που περιλαμβάνεται στη σκέψη 1204 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν αμφισβήτησε τον καθορισμό στο 10 % του μέσου όρου του μεριδίου της στην αγορά.

183. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ματαίως γίνεται μια τέτοια επίκληση, αφού το Πρωτοδικείο δεν είπε ότι ο αριθμός αυτός ήταν αδιαμφισβήτητος, αλλά έκρινε ότι δεν υπήρξαν σοβαρές αμφισβητήσεις εκ μέρους της αναιρεσείουσας.

184. Επομένως, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κύρια αιτίαση που διατύπωσε η αναιρεσείουσα, δηλαδή την εκ μέρους του Πρωτοδικείου απόρριψη των στοιχείων που αυτή προσκόμισε. Άρα πρέπει να εξεταστεί αν η αιτίαση αυτή είχε αλλοιωθεί.

185. Το Πρωτοδικείο βασίστηκε στο γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δεν έδωσε τη βάση των στοιχείων της, στα οποία επομένως δεν έκρινε ότι έπρεπε να προσδώσει επαρκή αξιοπιστία.

186. Όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ενόψει των παραρτημάτων του εισαγωγικού δικογράφου στα οποία η αναιρεσείουσα στηρίζει την άποψή της, η εκτίμηση του Πρωτοδικείου δεν είναι αμφισβητήσιμη. Πράγματι, τα εν λόγω έγγραφα είτε περιλαμβάνουν αριθμητικά στοιχεία χωρίς καμία εξήγηση είτε, σε μια περίπτωση, περιλαμβάνουν εξηγήσεις, παρασχεθείσες από την αναιρεσείουσα, οι οποίες τείνουν να υπογραμμίσουν την αβεβαιότητα που περιβάλλουν τα στοιχεία τα οποία χρησίμευσαν ως αναφορά για την εξαγωγή των εν λόγω αριθμητικών στοιχείων.

187. Η αναιρεσείουσα επικρίνει επίσης τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι, εφόσον η αναγωγή των αριθμητικών στοιχείων ως προς τις πωλήσεις που προσκόμισε η Enichem γίνεται σε σχέση με την ευρωπαϊκή κατανάλωση και όχι με τις πωλήσεις των ευρωπαίων παραγωγών, το μερίδιο αγοράς που επικαλείται η αναιρεσείουσα μειώνεται σημαντικά.

188. Ωστόσο, δεν αμφισβητεί την ύπαρξη της μειώσεως αυτής, αλλά προβάλλει ότι δεν υπήρξε καμία πρόθεση αποκρύψεως εκ μέρους της. Η αγορά ενός προϊόντος δεν καθορίζεται με βάση τις πωλήσεις των παραγωγών που κατηγορεί η Επιτροπή, αλλά από το σύνολο των πωλήσεων στη γεωγραφική αγορά αναφοράς. Επιπλέον, η Enichem δεν γνώριζε τη χρησιμοποιούμενη από τις άλλες επιχειρήσεις αναφορά για να υπολογίσουν το μερίδιό τους στην αγορά.

189. Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, εν πάση περιπτώσει, εναπέκειτο στο Πρωτοδικείο να συγκρίνει τα αριθμητικά στοιχεία της αναιρεσείουσας με εκείνα της Επιτροπής. Επομένως, ήταν λογικό εκ μέρους του να υπογραμμίσει την ύπαρξη διαφοράς στη μεθοδολογία και το αναπόφευκτο και αναμφισβήτητο αριθμητικό αποτέλεσμα της μεθοδολογίας αυτής.

190. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε σε τι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε τα περιστατικά στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως που προβάλλει πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Μ - Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου

191. Η Enichem υπενθυμίζει ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε με την απόφαση PVC ΙΙ είναι το ίδιο με το επιβληθέν με την απόφαση PVC Ι. Όμως, η πραγματική αξία του προστίμου αυτού, εκτιμώμενη κατά την ημερομηνία καθεμιάς από τις δύο αποφάσεις, είναι πολύ διαφορετική και αποτελεί ποινή επιβαλλόμενη αδίκως. Πράγματι, τα 2 500 000 ECU μετατρεπόμενα το 1988 αντιστοιχούν σε 3 842 000 000 ιταλικές λίρες (ITL), ενώ, στην τιμή μετατροπής του 1994, αντιπροσωπεύουν 4 835 000 000 ITL. Σε πραγματικούς όρους, αυτό μεταφράζεται σε αύξηση του προστίμου κατά 20 %, ενώ τα στοιχεία βάσει των οποίων προσδιορίστηκε, ειδικότερα η σοβαρότητα και η διάρκεια της παραβάσεως, παρέμειναν τα ίδια.

192. Η Enichem αμφισβητεί τους λόγους για τους οποίους το Πρωτοδικείο απέρριψε την αιτίαση αυτή με τις σκέψεις 1215 έως 1224 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

193. Παρατηρεί ότι το «δικαίωμα» της Επιτροπής να εκφράσει το ποσό του προστίμου σε ECU, επιβεβαιωθέν από το Πρωτοδικείο, αποτελεί ευχέρεια που απόκειται στην Επιτροπή να ασκήσει με τήρηση των θεμελιωδών αρχών, περιλαμβανομένης και της αρχής της αναλογικότητας.

194. Προκειμένου να τηρήσει την αρχή αυτή, η Επιτροπή μπορούσε πολύ ευχερώς να υιοθετήσει μια μέθοδο που να επιτρέπει να διατηρηθεί η αξία του επιβληθέντος αρχικά προστίμου.

195. Η Enichem προσάπτει εν συνεχεία στο Πρωτοδικείο ότι θεώρησε ότι οι κίνδυνοι μεταβολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών ήσαν αναπόφευκτοι και ότι η αναιρεσείουσα έπρεπε να προστατευθεί έναντι του κινδύνου αυτού εφόσον χρόνο η υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιον του Πρωτοδικείου και εν συνεχεία ενώπιον του Δικαστηρίου.

196. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι η διακύμανση των νομισματικών ισοτιμιών αποτελεί αστάθμιτο παράγοντα που χαρακτηρίζει τις εμπορικές συναλλαγές, αλλά άσχετο με την εφαρμογή του δικαίου. Η στενή σχέση μεταξύ του ύψους του προστίμου και της σοβαρότητας της διαπραχθείσας παραβάσεως δεν μπορεί να αλλοιώνεται από εντελώς εξωτερικούς παράγοντες.

197. Εξάλλου, είναι ανακριβές το να υποστηρίζεται ότι η Enichem έπρεπε να προστατευθεί έναντι του συναλλαγματικού κινδύνου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Πράγματι, κατά την αντίστοιχη περίοδο, κάθε υποχρέωση πληρωμής του προστίμου είχε εκλείψει, αφού η απόφαση PVC Ι είχε κηρυχθεί ανυπόστατη.

198. Συναφώς, επιβάλλεται ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι, αφού κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου είχε ασκηθεί αναίρεση, η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να συμπεριφέρεται ως αν αυτή η κήρυξη του ανυποστάτου ήταν οριστική.

199. Τέλος, η Enichem προσθέτει ότι η Επιτροπή έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη αφού σ' αυτήν οφείλεται η ακυρότητα της αποφάσεως PVC Ι και δεν έπρεπε η Enichem να υποστεί την επιπρόσθετη επιβάρυνση που προκλήθηκε από σφάλμα τρίτου.

200. Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να εξετάσει το πρόβλημα που θέτει η αναιρεσείουσα. Πράγματι, παρόμοια επιχειρηματολογία αποτέλεσε το αντικείμενο εξετάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου στις αποφάσεις Sarrió κατά Επιτροπής και Enso Española κατά Επιτροπής .

201. Έκρινε ότι οι νομισματικές διακυμάνσεις αποτελούν «αστάθμητο παράγοντα δυνάμενο να δημιουργήσει πλεονεκτήματα όπως και μειονεκτήματα, με τον οποίο βρίσκονται συνήθως αντιμέτωπες, στο πλαίσιο της εμπορικής τους δραστηριότητας, οι επιχειρήσεις και η ύπαρξη του οποίου δεν επηρεάζει, αυτή καθαυτή, το κύρος του ποσού ενός προστίμου που έχει καθοριστεί νομίμως».

202. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι, «εν πάση περιπτώσει, το ανώτατο ύψος του προστίμου - που, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, καθορίζεται σε συνάρτηση προς τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά την διαχειριστική περίοδο που προηγείται της εκδόσεως της αποφάσεως - αποτελεί ένα όριο για τις ενδεχομένως βλαπτικές συνέπειες των νομισματικών διακυμάνσεων».

203. Υπενθυμίζω ότι δεν προβάλλεται, στην προκειμένη περίπτωση, ότι υπήρξε υπέρβαση του ορίου αυτού.

204. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Πρόταση

205. Για τους προεκτεθέντες λόγους προτείνω στο Δικαστήριο:

- να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

- να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.