61998B0173

Διάταξη του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 23ης Νοεμßρίου 1999. - Unión de Pequeños Agricultores (UPA) κατά Συμßουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Προδήλως απαράδεκτη προσφυγή. - Υπόθεση T-173/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα II-03357


Περίληψη

Λέξεις κλειδιά


Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά - Κανονισμός για την τροποποίηση της κοινής οργανώσεως των αγορών ελαιολάδου - Προσφυγή ενώσεως επιχειρηματιών του οικείου τομέα - Απαράδεκτο

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173, εδ. 4 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)· κανονισμός 1638/98 του Συμβουλίου]

Περίληψη


$$Είναι απαράδεκτη η προσφυγή ακυρώσεως που ασκείται από ένωση επιχειρηματιών του οικείου τομέα κατά του κανονισμού 1638/98 περί τροποποιήσεως της κοινής οργανώσεως των αγορών ελαιολάδου.

Κατ' αρχάς, πράγματι, ο κανονισμός αυτός, ο οποίος αποσκοπεί στην τροποποίηση των μηχανισμών της κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών που δημιούργησε ο κανονισμός 136/66 και του οποίου οι διατάξεις παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στην αγορά αυτή, έχει, από τη φύση και το περιεχόμενό του, κανονιστικό χαρακτήρα και δεν συνιστά απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 189 της Συνθήκης (νυν άρθρου 249 ΕΚ). Το γεγονός ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός μπορεί να έχει, μεταξύ άλλων, ως συνέπεια τον περιορισμό του αριθμού των επιχειρηματιών που μπορούν να λάβουν ορισμένες ενισχύσεις για την παραγωγή, θέτοντας ως προϋπόθεση ότι το ελαιόλαδο παράγεται από φυτεύσεις που υφίστανται σε προγενέστερη ημερομηνία της ημερομηνίας εκδόσεώς του και ενάρξεως της ισχύος του, δεν μπορεί να στερήσει αυτομάτως τον εν λόγω κανονισμό της γενικής ισχύος του, εφόσον είναι σαφές ότι έχει εφαρμογή σε όλους τους οικείους επιχειρηματίες που βρίσκονται στην ίδια πραγματική ή νομική κατάσταση η οποία καθορίζεται αντικειμενικά και συνίσταται στη συμμετοχή τους στις αγορές του τομέα των λιπαρών ουσιών, κατάσταση η οποία καθορίζεται σε σχέση με τον ίδιο τον σκοπό του κανονισμού, δηλαδή την τροποποίηση της εν λόγω κοινής οργανώσεως αγοράς.

Περαιτέρω, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν θίγει την επίμαχη ένωση λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που της προσιδιάζουν ή μιας πραγματικής καταστάσεως που την εξατομικεύει σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ούτως ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός την αφορά ατομικά υπό την έννοια του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ). Πρώτον, δεν διεκδικεί κανένα δικαίωμα διαδικαστικής φύσεως το οποίο θα της αναγνώριζε η κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών, διευκρινιζομένου ότι μια ένωση δεν μπορεί να επικαλεστεί, συναφώς, την αποστολή και τις ειδικές λειτουργίες που της αναγνωρίζει η εσωτερική έννομη τάξη. Δεύτερον, παρά το γεγονός ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός έθιξε τα μέλη της ενώσεως που ασκούσαν δραστηριότητες στις αγορές ελαιολάδου, προκαλώντας την παύση ασκήσεως της δραστηριότητας ορισμένων από αυτά, τα μέλη αυτά βρίσκονται σε κατάσταση αντικειμενικώς καθοριζόμενη, παρόμοια με εκείνη οποιουδήποτε άλλου επιχειρηματία που θα μπορούσε σήμερα ή στο μέλλον να εισέλθει στις αγορές αυτές. Τρίτον, ο κανονισμός αυτός δεν θίγει τα ίδια συμφέροντα της προσφεύγουσας, θεωρουμένης ως οργανισμού επιφορτισμένου με την προάσπιση των συμφερόντων των εκμεταλλευομένων παραδοσιακούς ελαιώνες.

Τέλος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικά την προσφεύγουσα λόγω ελλείψεως αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που οφείλεται στην έλλειψη εσωτερικών ενδίκων βοηθημάτων που παρέχουν, ενδεχομένως, τη δυνατότητα ελέγχου του κύρους του προσβαλλομένου κανονισμού με την προδικαστική παραπομπή που στηρίζεται στο άρθρο 177 της Συνθήκης (νυν άρθρο 234 ΕΚ). Πράγματι, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όλων των υποκειμένων δικαίου όσον αφορά τις προϋποθέσεις προσβάσεως στον κοινοτικό δικαστή μέσω προσφυγής ακυρώσεως απαιτεί να μην εξαρτώνται οι προϋποθέσεις αυτές από τις περιστάσεις που αντιστοιχούν στο σύστημα δικαιοδοτικού ελέγχου εκάστου κράτους μέλους.