ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 23ης Νοεμβρίου 1999

Υπόθεση Τ-129/98

Enrico Sabbioni

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι — Αυτεπάγγελτη μετάθεση — Βλαπτική πράξη — Αιτιολογία — Κατάχρηση εξουσίας»

Πλήρες κείμενο στην ιταλική γλώσσα   II-1139

Αντικείμενο:

Προσφυγή που έχει ως αντικείμενο, αφενός, την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής βάσει των οποίων ο προσφεύγων μετατέθηκε αυτεπαγγέλτως σε άλλη υπηρεσία και απαλλάχθηκε των αρχικών του καθηκόντων και, αφετέρου, αίτημα αποζημιώσεως.

Απόφαση:

Το Πρωτοδικείο απορρίπτει την προσφυγή. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

  1. Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ισχυρισμοί – Ανεπάρκεια αιτιολογίας – Διαπιστώνεται αυτεπαγγέλτως

  2. Υπάλληλοι – Βλαπτική πράξη – Υποχρέωση αιτιολογίας – Περιεχόμενο

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

  3. Υπάλληλοι – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Μέτρο εσωτερικής οργανώσεως – Αποκλείεται – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Όρια – Υπηρεσιακή κατάσταση του ενδιαφερομένου – Αντιστοιχία μεταξύ βαθμού και θέσεως

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25)

  4. Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Τοποθέτηση του προσωπικού – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Όρια – Συμφέρον της υπηρεσίας – Τήρηση της ισοτιμίας των θέσεων

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)

  5. Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ισχυρισμοί – Κατάχρηση εξουσίας – Έννοια – Απόφαση σύμφωνη προς το συμφέρον της υπηρεσίας – Κατάχρηση εξουσίας – Δεν υφίσταται

  6. Διαδικασία – Εισαγωγικό της δίκης έγγραφο – Απαιτήσεις ως προς τον τύπο – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχ. γ')

  1.  Ο κοινοτικός δικαστής υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν ένα κοινοτικό όργανο εκπλήρωσε την υποχρέωση που υπέχει να αιτιολογεί τις αποφάσεις του. Δεδομένου ότι η εξέταση αυτή μπορεί να γίνει σε κάθε στάδιο της δίκης, δεν είναι δυνατόν να απολέσει ο προσφεύγων το δικαίωμά του να επικαλεστεί αυτόν τον ισχυρισμό για τον λόγο και μόνο ότι δεν τον προέβαλε με τη διοικητική του ένσταση.

    (βλ. σκέψεις 25 και 26)

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 14 Ιουλίου 1994, Τ-534/93, Grynberg και Hall κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-595, σκέψη 59· ΔΕΚ, 20 Φεβρουαρίου 1997, C-166/95 Ρ, Επιτροπή κατά Daffix, Συλλογή 1997, σ. Ι-983, σκέψεις 23 έως 25 ΠΕΚ, 9 Ιουλίου 1997, Τ-4/96, S κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. ΙΙ-1125, σκέψεις 52 και 53

  2.  Η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας βλαπτικής αποφάσεως, που προβλέπει το άρθρο 25 του ΚΥΚ, έχει ως σκοπό να παρέχει τη δυνατότητα στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχο του επί της νομιμότητας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις προκειμένου αυτός να γνωρίζει αν η απόφαση είναι βάσιμη ή είναι πλημμελής ώστε να χωρεί αμφισβήτηση της νομιμότητάς της. Η απαίτηση αυτή πληρούται όταν η προσβαλλόμενη με προσφυγή πράξη εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του μέτρου που τον αφορά ατομικά.

    Έτσι, προκειμένου να κριθεί αν πληρούται η απαίτηση αιτιολογίας που προβλέπει ο ΚΥΚ, πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνον τα έγγραφα με τα οποία κοινοποιήθηκε η απόφαση, αλλά και οι περιστάσεις υπό τις οποίες ελήφθη και γνωστοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο. Επίσης, μπορεί να αρκεί το ότι ο ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει, κυρίως με τα υπηρεσιακά σημειώματα και τις λοιπές ανακοινώσεις, τα ουσιώδη στοιχεία που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της.

    (βλ. σκέψεις 29 και 30)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 28 Μαΐου 1980, 33/79 και 75/79, Kuhner κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/11, σ. 221· ΔΕΚ, 12 Νοεμβρίου 1996, C-294/95 Ρ, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-5863, σκέψη 35· ΠΕΚ, 17 Ιουλίου 1998, Τ-28/97, Hubert κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 1998, σ. ΙΙ-1255, σκέψη 93

  3.  Δεν συνιστά βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 25 του ΚΥΚ η γνήσια διαχειριστική πράξη η οποία δεν μπορεί να θίγει την υπηρεσιακή κατάσταση του ενδιαφερομένου ή να παραβιάζει την αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού του υπαλλήλου και της θέσεως στην οποία έχει τοποθετηθεί. Τέτοια πράξη εμπίπτει στην εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτει κάθε διοίκηση για την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών του προσωπικού. Επομένως, η διοίκηση δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφαση της.

    Στο πλαίσιο αυτό, ωστόσο, ορισμένες πράξεις, έστω και αν δεν θίγουν τα υλικά συμφέροντα και την ιεραρχική θέση ενός υπαλλήλου, μπορούν να θεωρηθούν ως βλαπτικές πράξεις εφόσον θίγουν τα ηθικά συμφέροντα ή τις μελλοντικές προοπτικές του ενδιαφερομένου.

    (βλ. σκέψεις 45 και 46)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 27 Ιουνίου 1973, 35/72, Kley κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 593· σκέψη 4· ΔΕΚ, 14 Δεκεμβρίου 1988, 280/87, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 6433, σκέψεις 9 έως 11· ΠΕΚ, 19 Ιουνίου 1997, Τ-73/96, Forcat Icardo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. ΙΙ-485, σκέψη 16

  4.  Τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στην οργάνωση των υπηρεσιών τους σε συνάρτηση με τα έργα που τους έχουν ανατεθεί και στην τοποθέτηση, ενόψει των έργων αυτών, του προσωπικού που τελεί στη διάθεση τους, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι η τοποθέτηση αυτή γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και τηρείται η ισοτιμία των θέσεων.

    Οι δυσχέρειες που αφορούν εσωτερικές σχέσεις, όταν αποτελούν αιτία εντάσεων που βλάπτουν την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, δικαιολογούν μετάθεση του υπαλλήλου προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Ένα τέτοιο μέτρο μπορεί μάλιστα να ληφθεί ανεξάρτητα από το ζήτημα της ευθύνης για τα σχετικά συμβάντα.

    (βλ. σκέψεις 65 και 78)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 12 Ιουλίου 1979, 124/78, List κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 217, σκέψη 13· ΔΕΚ, 7 Μαρτίου 1990, C-116/88 και C-149/88, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-599, σκέψη 11· Ojha κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 41

  5.  Υφίσταται κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν από αντικειμενικές, κρίσιμες και συγκλίνουσες ενδείξεις προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από αυτόν τον οποίο της αποδίδεται δυνάμει των εφαρμοστέων διατάξεων του ΚΥΚ και, εφόσον η απόφαση περί μετατάξεως δεν κρίθηκε αντίθετη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κατάχρηση εξουσίας.

    (βλ. σκέψη 67)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 14 Ιουλίου 1983, 176/82, Nebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2475, σκέψη 25· ΠΕΚ, 28 Μαΐου 1998, Τ-78/96 και Τ-170/96, W κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. ΙΙ-745, σκέψη 129

  6.  Από το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση, αυτή δε η αναφορά πρέπει να είναι επαρκώς σαφής και ακριβής ώστε να επιτρέπει στον καθού να προετοιμάζει την άμυνά του και στο Πρωτοδικείο να αποφαίνεται επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς άλλες πρόσθετες πληροφορίες. Προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου και η καλή απονομή της δικαιοσύνης, πρέπει, για να είναι παραδεκτή μια προσφυγή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η προσφυγή να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής.

    Δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή λόγος ακυρώσεως του οποίου η επιχειρηματολογία αποτελείται μόνον από απλή απαρίθμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία δεν επιτρέπει ούτε στον καθού να προβάλει τα μέσα άμυνας του επί του σημείου αυτού ούτε στον δικαστή να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο.

    (βλ. σκέψεις 92 και 94)