61998J0458

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 3ης Οκτωßρίου 2000. - Industrie des poudres sphériques κατά Συμßουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Péchiney électrométallurgie και Chambre syndicale de l'électrométallurgie et de l'électrochimie. - Αίτηση αναιρέσεως - Αντιντάμπινγκ - Κανονισμός (ΕΟΚ) 2423/88 - Μεταλλικό ασßέστιο - Παραδεκτό - Επανάληψη διαδικασίας αντιντάμπινγκ κατόπιν ακυρώσεως του κανονισμού για την επιßολή δασμού αντιντάμπινγκ - Δικαιώματα άμυνας. - Υπόθεση C-458/98 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-08147


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Αναίρεση Λόγοι αραδεκτό ροϋποθέσεις Λόγος αναιρέσεως που δεν αφορά το σύνολο της συλλογιστικής του ρωτοδικείου Δεν ασκεί επιρροή

(Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51, εδ. 1, Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχ. γ_)

2. Αναίρεση Λόγοι Λόγος που προβάλλεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αναιρέσεως Απαράδεκτος

(Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51)

3. ροσφυγή ακυρώσεως Ακυρωτική δικαστική απόφαση Αποτελέσματα Υποχρέωση λήψεως εκτελεστικών μέτρων εριεχόμενο Ακύρωση κανονισμού που επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ Επανάληψη της έρευνας ερίοδος αναφοράς

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 174 και 176 (νυν άρθρα 231 ΕΚ και 233 ΕΚ)· κανονισμός 2423/88 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 1, στοιχ. γ_, και 13]

Περίληψη


1. Από το άρθρο 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει με ακρίβεια τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως του ρωτοδικείου καθώς και τα νομικά επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται το αίτημα της ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής.

Το γεγονός ότι αίτηση αναιρέσεως ή λόγος αναιρέσεως δεν αφορά όλους τους λόγους που οδήγησαν το ρωτοδικείο να λάβει θέση επί ενός ζητήματος δεν οδηγεί σε απαράδεκτο αυτού του λόγου αναιρέσεως.

( βλ. σκέψεις 65-67 )

2. Αν επιτρεπόταν στον διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν είχε προβάλει ενώπιον του ρωτοδικείου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το ρωτοδικείο. Συνεπώς, όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της εκτιμήσεως του ρωτοδικείου επί των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιόν του.

( βλ. σκέψη 74 )

3. Δυνάμει των άρθρων 174 και 176 της Συνθήκης (νυν άρθρων 231 ΕΚ και 233 ΕΚ), το κοινοτικό όργανο ή τα όργανα των οποίων η πράξη κηρύχθηκε άκυρη οφείλουν να λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

ροκειμένου να συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση και να την εκτελέσουν πλήρως, τα κοινοτικά όργανα υποχρεούνται να σεβαστούν όχι μόνο το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και το οποίο αποτελεί το αναγκαίο του στήριγμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό. ράγματι, με το σκεπτικό αυτό, αφενός, εντοπίζεται η ακριβής διάταξη που θεωρείται παράνομη και, αφετέρου, σ' αυτό εμφαίνονται οι ακριβείς λόγοι της παρανομίας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και τους οποίους πρέπει να λάβει υπόψη το οικείο κοινοτικό όργανο κατά την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως.

Η διαδικασία αντικαταστάσεως της πράξεως αυτής μπορεί έτσι να επαναληφθεί από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο συνέβη η παρανομία.

Όσον αφορά την ακύρωση κανονισμού που επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ, στηριζόμενη σε περιστατικά σχετιζόμενα με τον προσδιορισμό της ζημίας που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και τα οποία δεν αφορούν ούτε επηρεάζουν την έναρξη της διαδικασίας, η Επιτροπή μπορεί να εμβαθύνει στο ζήτημα του προσδιορισμού της ζημίας στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ που είναι πάντοτε δυνατή.

Όσον αφορά την επιλογή της περιόδου αναφοράς, η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του βασικού κανονισμού 2423/88 περί αντιντάμπινγκ είναι ενδεικτική και όχι δεσμευτική. Εξάλλου, τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εκτίμηση του καθορισμού της περιόδου που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την αποτίμηση της ζημίας στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Τέλος, από την οικονομία του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η ζημία πρέπει να αποδεικνύεται σε σχέση με τον χρόνο εκδόσεως ενδεχομένης πράξεως με την οποία θεσπίζονται μέτρα άμυνας. ράγματι, η θέσπιση των δασμών αντιντάμπινγκ δεν συνιστά κύρωση για παλαιότερη συμπεριφορά, αλλά μέτρο άμυνας και προστασίας κατά του αθεμίτου ανταγωνισμού ο οποίος προκύπτει από την πρακτική του ντάμπινγκ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, κατά κανόνα, δυνάμει του άρθρου 13 του εν λόγω βασικού κανονισμού περί αντιντάμπινγκ, οι δασμοί αντιντάμπινγκ δεν μπορούν να επιβάλλονται ούτε να αυξάνονται με αναδρομική ισχύ.

Για να είναι δυνατόν να ορισθούν οι κατάλληλοι δασμοί αντιντάμπινγκ προς προστασία της κοινοτικής βιομηχανίας από την πρακτική του ντάμπινγκ, είναι απαραίτητο να διεξαχθεί η έρευνα με βάση τις πλέον πρόσφατες, κατά το δυνατόν, πληροφορίες. Η έναρξη έρευνας, υπό την έννοια του άρθρου 7 του βασικού κανονισμού 2423/889 περί αντιντάμπινγκ, είτε πρόκειται για κίνηση διαδικασίας αντιντάμπινγκ είτε πρόκειται για επανεξέταση κανονισμού που επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ, εξαρτάται πάντοτε από την ύπαρξη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη ντάμπινγκ και της εντεύθεν ζημίας. Το ίδιο ισχύει για την εκ νέου έρευνα στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ που είναι πάντοτε δυνατή, κατόπιν δικαστικής αποφάσεως η οποία ακυρώνει κανονισμό που θέσπισε δασμούς αντιντάμπινγκ.

( βλ. σκέψεις 80-82, 84-85, 88-92, 94 )

4. Κατά την εκπλήρωση του καθήκοντός τους πληροφορήσεως, τα κοινοτικά όργανα πρέπει να ενεργούν με κάθε επιβαλλόμενη επιμέλεια, επιζητώντας να δίνουν στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, στον βαθμό που η τήρηση του επιχειρηματικού απορρήτου διασφαλίζεται, πληροφορίες χρήσιμες για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους και επιλέγοντας, ενδεχομένως οίκοθεν, τους ενδεδειγμένους για την ανακοίνωση αυτή τρόπους. Οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να είναι ήδη σε θέση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να γνωστοποιούν επωφελώς την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και το λυσιτελές των αναφερομένων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και με τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της για την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας που απορρέει από αυτήν.

( βλ. σκέψη 99 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-458/98 P,

Industrie des poudres sphériques, με έδρα το Annemasse (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τη C. Momège, δικηγόρο αρισίων, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο A. May, 398, route d'Esch,

αναιρεσείουσα,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του ρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο πενταμελές τμήμα) της 15ης Οκτωβρίου 1998 στην υπόθεση T-2/95, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-3939), και με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τον S. Marquardt, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον P. Bentley, barrister, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον A. Morbilli, γενικό διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,

καθού πρωτοδίκως,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους N. Khan και X. Lewis, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

η Péchiney électrométallurgie, με έδρα το Courbevoie (Γαλλία),

και

η Chambre syndicale de l'électrométallurgie et de l'électrochimie, με έδρα το αρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενες από τους O. d'Ormesson και O. Prost, δικηγόρους αρισίων,

παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους D. A. O. Edward, πρόεδρο τμήματος, P. J. G. Kapteyn, A. La Pergola, P. Jann και H. Ragnemalm (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Γ. Κοσμάς

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Δεκεμβρίου 1998, η εταιρία Industrie des poudres sphériques, πρώην Extramet Industrie (στο εξής: IPS), άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του ρωτοδικείου της 15ης Οκτωβρίου 1998 στην υπόθεση T-2/95, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-3939, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το ρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της περί ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 2557/94 του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1994, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μεταλλικού ασβεστίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσίας (ΕΕ L 270, σ. 27, στο εξής: επίδικος κανονισμός).

Το κανονιστικό πλαίσιο

2 Από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2423/88 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 1988, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 209, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός), προκύπτει ότι η διαδικασία αντιντάμπινγκ περιλαμβάνει πολλές φάσεις, μεταξύ των οποίων τη φάση της έρευνας.

3 Το άρθρο 7 του βασικού κανονισμού φέρει τον τίτλο «Έναρξη και διεξαγωγή της έρευνας».

4 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προβλέπει:

«Όταν, μετά τις διαβουλεύσεις, φαίνεται ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να δικαιολογείται η έναρξη διαδικασίας, η Επιτροπή οφείλει αμέσως:

α) να αναγγέλλει την έναρξη διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων· η αναγγελία αυτή αναφέρει το προϊόν και τις ενδιαφερόμενες χώρες, περιέχει περίληψη των ληφθεισών πληροφοριών και διευκρινίζει ότι κάθε χρήσιμη πληροφορία πρέπει να γνωστοποιείται στην Επιτροπή· καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να γνωστοποιήσουν γραπτά τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 5·

β) να ειδοποιεί επίσημα τους εξαγωγείς και εισαγωγείς που γνωρίζει ότι είναι ενδιαφερόμενοι, καθώς και τους αντιπροσώπους της χώρας εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες·

γ) να αρχίζει την έρευνα σε κοινοτικό επίπεδο σε συνεργασία με τα κράτη μέλη· η έρευνα αυτή αφορά ταυτόχρονα το ντάμπινγκ ή την επιδότηση και τη ζημία που προκύπτει από αυτά και διεξάγεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 8· η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ ή για επιδότηση καλύπτει τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της διαδικασίας.»

5 Το άρθρο 7, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού ορίζει:

«α) Ο καταγγέλλων και οι γνωστοί ως ενδιαφερόμενοι εισαγωγείς και εξαγωγείς, καθώς και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής μπορούν να λαμβάνουν γνώση όλων των πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί στην Επιτροπή από τα συμμετέχοντα στην έρευνα μέρη, εκτός από τα εσωτερικά έγγραφα που έχουν συνταχθεί από τις αρχές της Κοινότητας ή των κρατών μελών της, εφόσον οι πληροφορίες αυτές έχουν σχέση με την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, δεν είναι εμπιστευτικές κατά την έννοια του άρθρου 8 και χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή στην έρευνα. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα απευθύνουν για το σκοπό αυτό έγγραφη αίτηση προς την Επιτροπή αναφέροντας τις ζητούμενες πληροφορίες.

β) Οι εξαγωγείς και εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας και, σε περίπτωση επιδοτήσεων, οι εκπρόσωποι της χώρας καταγωγής μπορούν να ζητούν να ενημερώνονται για τα κύρια γεγονότα και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων προβλέπεται να διατυπωθεί σύσταση για την επιβολή οριστικών δασμών ή την οριστική είσπραξη των ποσών που δόθηκαν ως εγγύηση με τη μορφή προσωρινών δασμών.

γ) i) Οι προβλεπόμενες στο στοιχείο β_ αιτήσεις ενημερώσεως πρέπει:

αα) να απευθύνονται γραπτά στην Επιτροπή,

(...)

(...)».

6 Το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις ως προς τους δασμούς», προβλέπει στην παράγραφο 4, στοιχείο α_:

«Οι δασμοί αντιντάμπινγκ και οι αντισταθμιστικοί δασμοί δεν μπορούν να επιβάλλονται ούτε να αυξάνονται με αναδρομική ισχύ. (...)»

ραγματικά περιστατικά και διαδικασία ενώπιον του ρωτοδικείου

7 H IPS είναι επιχείρηση ειδικευμένη στην παραγωγή, με πρώτη ύλη το ακατέργαστο μεταλλικό ασβέστιο, μεταλλικού ασβεστίου διηρημένου σε κόκκους ενεργών μετάλλων. Το ακατέργαστο μεταλλικό ασβέστιο παράγεται σε πέντε χώρες: τη Γαλλία (από την εταιρία Péchiney électrométallurgie, στο εξής: PEM), την Κίνα, τη Ρωσία, τον Καναδά και τις Ηνωμένες ολιτείες της Αμερικής.

8 Για τον εφοδιασμό της σε μεταλλικό ασβέστιο, η IPS αποτεινόταν ανέκαθεν στον κοινοτικό παραγωγό που είναι η ΡΕΜ. Εισήγε επίσης ακατέργαστο μεταλλικό ασβέστιο από την Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση.

9 Κατόπιν της υποβολής, το 1987, καταγγελίας από τη Chambre syndicale de l'électrométallurgie et de l'électrochimie (στο εξής: Chambre syndicale), ενεργούσας για λογαριασμό της ΡΕΜ, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ κατ' εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 201, σ. 1).

10 Ακολούθως, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 707/89, της 17ης Μαρτίου 1989, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μεταλλικού ασβεστίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Σοβιετικής Ένωσης (ΕΕ L 78, σ. 10), η Επιτροπή επέβαλε προσωρινό δασμό αντιντάμπιγκ 10,7 % στις εν λόγω εισαγωγές.

11 Κατόπιν παρατάσεως του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2808/89, της 18ης Σεπτεμβρίου 1989, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μεταλλικού ασβεστίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Σοβιετικής Ένωσης και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές αυτές (ΕΕ L 271, σ. 1), επέβαλε οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ 21,8 % και 22 %.

12 Στις 27 Νοεμβρίου 1989, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά του κανονισμού αυτού ενώπιον του Δικαστηρίου.

13 Η προσφυγή κηρύχθηκε παραδεκτή με την απόφαση της 16ης Μα_ου 1991, C-358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1991, σ. Ι-2501, στο εξής: απόφαση Extramet Ι).

14 Με απόφαση της 11ης Ιουνίου 1992, C-358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1992, σ. Ι-3813, στο εξής: απόφαση Extramet ΙΙ), το Δικαστήριο ακύρωσε τον κανονισμό 2808/89, με το σκεπτικό, αφενός, ότι τα κοινοτικά όργανα όντως δεν εξέτασαν το ζήτημα αν ο κοινοτικός παραγωγός του προϊόντος που αφορούσε ο επίμαχος κανονισμός, δηλαδή η ΡΕΜ, είχε ο ίδιος συντελέσει, με την άρνησή του να πωλήσει, στην προκληθείσα ζημία και, αφετέρου, ότι τα κοινοτικά όργανα δεν απέδειξαν ότι η ζημία που έλαβαν υπόψη δεν απέρρεε από τους παράγοντες που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, με αποτέλεσμα να μη προσδιορίσουν ορθώς την επελθούσα ζημία.

15 Κατόπιν της αποφάσεως Extramet ΙΙ, η ΡΕΜ απηύθυνε στην Επιτροπή, την 1η Ιουλίου 1992, υπόμνημα για εκ νέου έρευνα καθώς και σημείωμα τεχνικής φύσεως σχετικά με την εκτίμηση της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής (στο εξής: σημείωμα της 1ης Ιουλίου 1992 επί της εκτιμήσεως της ζημίας).

16 Θεωρώντας ότι η έρευνα «επαναλαμβάνεται de jure», η Επιτροπή κάλεσε την IPS, με έγγραφο της 17ης Ιουλίου 1992, να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί της εκτιμήσεως της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Με την επιστολή αυτή, διευκρίνισε ότι έχει ζητήσει από την ΡΕΜ να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του αυτού ζητήματος.

17 Με έγγραφο της 14ης Αυγούστου 1992, η IPS αμφισβήτησε το βάσιμο της ερμηνείας που δέχθηκε η Επιτροπή ως προς τη νομική δυνατότητα επαναλήψεως της έρευνας. Ζήτησε να της απευθυνθεί, νομοτύπως, απόφαση δεκτική προσφυγής.

18 Με έγγραφο της 21ης Αυγούστου 1992, η IPS επανέλαβε την τελευταία αυτή αίτηση.

19 Στις 14 Οκτωβρίου 1992, η IPS έλαβε από την Επιτροπή το από 1 Ιουλίου 1992 σημείωμα επί της εκτιμήσεως της ζημίας.

20 Στις 14 Νοεμβρίου 1992, η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για τη διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές μεταλλικού ασβεστίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσίας (ΕΕ C 298, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση για τη διαδικασία αντιντάμπινγκ).

21 Με έγγραφο της 18ης Νοεμβρίου 1992, η Επιτροπή πληροφόρησε την IPS για τη δημοσίευση της ανακοινώσεως και της ζήτησε να της επιστρέψει τα σχετικά ερωτηματολόγια εντός 30 ημερών. Σημείωσε ότι η νέα περίοδος έρευνας αφορούσε το διάστημα από 1ης Ιουλίου 1991 μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1992.

22 Με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 1992, η IPS υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της ως προς το από 1 Ιουλίου 1992 σημείωμα επί της εκτιμήσεως της ζημίας.

23 Με έγγραφο της 29ης Ιουλίου 1993, η Επιτροπή ζήτησε από την IPS να της γνωστοποιήσει όλα τα πραγματικά περιστατικά που μπορούν να τη διαφωτίσουν, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα της ζημίας. Με έγγραφο της 12ης Αυγούστου 1993, η IPS απάντησε ότι δεν έχει να προσκομίσει νέα πληροφοριακά στοιχεία επί του ζητήματος αυτού, δεδομένου ότι η κατάσταση ουδόλως μεταβλήθηκε μετά το από 23 Δεκεμβρίου 1992 έγγραφό της.

24 Στις 21 Απριλίου 1994 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 892/94, περί επιβολής προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μεταλλικού ασβεστίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσίας (ΕΕ L 104, σ. 5, στο εξής: προσωρινός κανονισμός).

25 Στις 31 Μα_ου 1994, η IPS κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί του προσωρινού κανονισμού, διατυπώνοντας πολλές επιφυλάξεις σχετικά μ' αυτόν. Η Επιτροπή απάντησε στις παρατηρήσεις αυτές με έγγραφο της 14ης Ιουνίου 1994.

26 Στις 11 Αυγούστου 1994, η Επιτροπή ανακοίνωσε στην IPS τα κύρια πραγματικά περιστατικά και σκέψεις βάσει των οποίων εξέταζε το ενδεχόμενο να προτείνει την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μεταλλικού ασβεστίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσίας.

27 Στις 19 Οκτωβρίου 1994, το Συμβούλιο εξέδωσε, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, τον επίδικο κανονισμό.

28 Στις 9 Ιανουαρίου 1995, η IPS άσκησε προσφυγή ενώπιον του ρωτοδικείου, με αντικείμενο την ακύρωση του επιδίκου κανονισμού ή, επικουρικώς, την αναγνώριση της αδυναμίας αντιτάξεώς του κατά της IPS. Εξάλλου, η IPS ζήτησε την καταδίκη του Συμβουλίου στα δικαστικά έξοδα.

29 Το Συμβούλιο ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής και την καταδίκη της IPS στα δικαστικά έξοδα. Η Επιτροπή, η ΡΕΜ και η chambre syndicale, παρεμβαίνουσες υπέρ του Συμβουλίου, ζήτησαν την απόρριψη της προσφυγής και την καταδίκη της προσφεύγουσας στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων που προκλήθηκαν από τις παρεμβάσεις της ΡΕΜ και της Chambre syndicale.

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Επί του παραδεκτού

30 Ενώπιον του ρωτοδικείου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστήριξαν ότι η προσφυγή της IPS ήταν απαράδεκτη.

31 Η Επιτροπή ισχυρίσθηκε ότι τα συστατικά στοιχεία μιας ειδικής καταστάσεως που να χαρακτηρίζει την προσφεύγουσα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον επιχειρηματία, όπως αυτά επισημάνθηκαν με την απόφαση Extramet Ι, δεν υφίσταντο εν προκειμένω. ράγματι, το στοιχείο που διαφοροποίησε την κατάσταση της προσφεύγουσας από την κατάσταση των ανεξαρτήτων εισαγωγέων που άσκησαν προσφυγή σε άλλες υποθέσεις, δηλαδή οι δυσχέρειες που συναντούσε ως προς τον εφοδιασμό της από την ΡΕΜ, τον μόνο παραγωγό της Κοινότητας, δεν συνέτρεχε εν προκειμένω.

32 Το ρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι το Δικαστήριο, στην υπόθεση Extramet Ι, δεν στήριξε το παραδεκτό της προσφυγής αποκλειστικώς στις δυσκολίες που συναντούσε η προσφεύγουσα για τον εφοδιασμό της από τον μοναδικό παραγωγό της Κοινότητας. Στην πραγματικότητα, το Δικαστήριο στηρίχθηκε σε διάφορα στοιχεία τα οποία συνιστούσαν την ειδική κατάσταση που χαρακτήριζε την προσφεύγουσα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον επιχειρηματία (σκέψη 52).

33 Εκτιμώντας ότι οι συνθήκες αυτές εξακολουθούσαν να υφίστανται, το ρωτοδικείο έκρινε παραδεκτή την προσφυγή, θεωρώντας ότι ο επίδικος κανονισμός επηρεάζει άμεσα και ατομικά την IPS (σκέψη 54).

Επί της ουσίας

34 ρος στήριξη της προσφυγής της ενώπιον του ρωτοδικείου, η προσφεύγουσα επικαλέσθηκε επτά λόγους ακυρώσεως, με τους οποίους προέβαλε, πρώτον, παράβαση των άρθρων 5 και 7, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού και παραγνώριση του δεδικασμένου και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες άκυρη διοικητική πράξη δύναται να αποκτήσει νομική ισχύ, δεύτερον, παράβαση των άρθρων 7 και 8 του βασικού κανονισμού καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, τρίτον, παράβαση των άρθρων 4, παράγραφος 4, και 2, παράγραφος 12, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το ομοειδές των προϊόντων, τέταρτον, παράβαση του άρθρου 4 του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, πέμπτον, παράβαση του άρθρου 12 του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, έκτον, παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 253 ΕΚ) και, έβδομον, κατάχρηση εξουσίας.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

35 Η IPS άρθρωσε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως σε τρία σκέλη. ρώτον, η επανάληψη της έρευνας δεν στηρίχθηκε σε καμία νομική βάση, καθόσον δεν προβλεπόταν στον βασικό κανονισμό. Δεύτερον, έθιξε το δεδικασμένο καταλήγοντας, σε αντίθεση με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, στο να καταστήσει έγκυρη μια διαδικασία που ακυρώθηκε από το Δικαστήριο. Τρίτον, αν υποτεθεί ότι το κοινοτικό δίκαιο δέχεται την αρχή ότι άκυρη πράξη δύναται να αποκτήσει νομική ισχύ, οι προϋποθέσεις για την επανάληψη της έρευνας, δηλαδή για την απόκτηση νομικής ισχύος, δεν πληρούνταν εν προκειμένω.

36 Το ρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η έλλειψη, στον βασικό κανονισμό, συγκεκριμένων διατάξεων περί των εννόμων συνεπειών ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αποκλείουσα κάθε δυνατότητα των κοινοτικών οργάνων να επαναλάβουν τόσο την έρευνα όσο και τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας θεσπίστηκαν τα ακυρωθέντα οριστικά μέτρα. ράγματι, κατά το άρθρο 176 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 233 ΕΚ), στο οικείο κοινοτικό όργανο απόκειται να συναγάγει τις δέουσες συνέπειες της ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ακύρωση πράξεως που περατώνει διοικητική διαδικασία περιλαμβάνουσα διάφορα στάδια δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη την ακύρωση ολόκληρης της διαδικασίας που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβληθείσας πράξεως, ανεξαρτήτως του αν η αιτιολογία της ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως αφορά ουσιαστικούς ή διαδικαστικούς λόγους (σκέψη 91).

37 Το ρωτοδικείο υπογράμμισε ότι, με την απόφαση Extramet ΙΙ, το Δικαστήριο ακύρωσε τον κανονισμό 2808/89 με το σκεπτικό ότι τα κοινοτικά όργανα δεν προσδιόρισαν ορθά τη ζημία. Συνεπώς, τα προηγηθέντα της έρευνας προπαρασκευαστικά μέτρα, και ιδίως η κίνηση της διαδικασίας βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, δεν επηρεάστηκαν από την έλλειψη νομιμότητας που διαπίστωσε το Δικαστήριο (σκέψη 94). Κατά το ρωτοδικείο, η Επιτροπή εγκύρως θα μπορούσε να επαναλάβει τη διαδικασία στηριζόμενη σε όλες τις πράξεις της διαδικασίας που δεν επηρεάστηκαν από την ακυρότητα που απήγγειλε το Δικαστήριο. Όμως, εφόσον η Επιτροπή αποφάσισε να προβεί σε νέα έρευνα, που αφορούσε άλλη περίοδο αναφοράς, τίθεται το ζήτημα αν τηρήθηκαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που απορρέουν από τον βασικό κανονισμό (σκέψη 95).

38 Το ρωτοδικείο τόνισε ότι από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η ύπαρξη στοιχείων τα οποία αποδεικνύουν πρακτική ντάμπινγκ που προκαλεί ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής αποτελεί αναγκαία και επαρκή ουσιαστική προϋπόθεση για τη δράση της Επιτροπής στον τομέα του ντάμπινγκ (σκέψη 97) και ότι τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για να καθορίσουν την περίοδο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να διαπιστωθεί η ζημία (σκέψη 96).

39 Εν προκειμένω, το ρωτοδικείο διαπίστωσε ότι κανένα στοιχείο δεν έδωσε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να υποθέσει ότι έχει παύσει η πρακτική ντάμπινγκ ή ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν υφίσταται πλέον ζημίες. Αντιθέτως, η Επιτροπή έλαβε υπόμνημα της ΡΕΜ υπέρ της εκ νέου έρευνας, καθώς και σημείωμα της 1ης Ιουλίου 1992 για εκτίμηση της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής (σκέψη 98). Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει, όταν αποφάσισε να συνεχίσει τη διαδικασία που είχε ήδη κινήσει το 1989 και όταν προέβη σε νέα έρευνα με βάση άλλη περίοδο αναφοράς (σκέψη 99). Συνεπώς, το ρωτοδικείο έκρινε ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα ήταν αβάσιμος (σκέψη 100).

40 Το ρωτοδικείο προσέθεσε ότι η μεταβολή της περιόδου που αφορά η έρευνα δεν έθιξε τα δικαιώματα που άντλησε ή IPS από την κίνηση της διαδικασίας το 1989 (σκέψη 101).

Επί του δευτέρου και των επομένων λόγων ακυρώσεως

41 Ως δεύτερο λόγο ακυρώσεως, που αρθρώθηκε επίσης σε τρία σκέλη, η IPS προέβαλε παράβαση των άρθρων 7 και 8 του βασικού κανονισμού καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

42 Το πρώτο σκέλος στηριζόταν σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, κατά το μέτρο που το από 1 Ιουλίου 1992 σημείωμα επί της εκτιμήσεως της ζημίας κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα μόλις στις 14 Οκτωβρίου 1992.

43 Το ρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η IPS ομολόγησε ότι η γνώση του περιεχομένου του από 1 Ιουλίου 1992 σημειώματος επί της εκτιμήσεως της ζημίας δεν ήταν απαραίτητη και δεν την εμπόδισε να προβάλει την άποψή της επί του ζητήματος αν η Επιτροπή εδικαιούτο να επαναλάβει την έρευνα (σκέψη 110) και ότι, εν πάση περιπτώσει, η IPS ήταν από τις 14 Οκτωβρίου 1992 σε θέση να προβάλει την άποψή της ως προς τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων που δικαιολογούσαν την επανάληψη της έρευνας (σκέψη 111). Κατά συνέπεια, η διαβίβαση, στις 14 Οκτωβρίου 1992, του από 1 Ιουλίου 1992 σημειώματος επί της εκτιμήσεως της ζημίας δεν συνιστούσε προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της IPS (σκέψη 112).

44 Επί πλέον, το ρωτοδικείο διαπίστωσε ότι, ελλείψει αιτήσεως της προσφεύγουσας, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο α_, του βασικού κανονισμού, περί κοινοποιήσεως του από 1 Ιουλίου 1992 σημειώματος επί της εκτιμήσεως της ζημίας, η Επιτροπή δεν είχε καμία υποχρέωση να γνωστοποιήσει στην IPS το περιεχόμενο του εγγράφου (σκέψη 113).

45 Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση των άρθρων 7, παράγραφος 4, και 8 του βασικού κανονισμού, η IPS προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν διαβίβασε ορισμένα έγγραφα που κατέθεσε η ΡΕΜ, δηλαδή, μεταξύ άλλων, σημείωμα της 5ης Αυγούστου 1993, σχετικά με τις τεχνικές εργασίες στο εργοστάσιο της ΡΕΜ στο La Roche-de-Rame (στο εξής: τεχνικό σημείωμα της 5ης Αυγούστου 1993).

46 Αφού διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της στον τομέα της προσβάσεως στον φάκελο, όσον αφορά το τεχνικό σημείωμα της 5ης Αυγούστου 1993 (σκέψη 142), το ρωτοδικείο τόνισε ότι η IPS θα μπορούσε να είχε υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του σημειώματος αυτού, εκτός των τριών εμπιστευτικών στοιχείων που δεν ανακοινώθηκαν στην IPS ούτε συνοψίστηκαν για χάρη της, εγκαίρως πριν από την έκδοση του επιδίκου κανονισμού. άντως, η IPS δεν αμφισβήτησε την αδυναμία συντάξεως μη εμπιστευτικής περιλήψεως των τριών αυτών εμπιστευτικών στοιχείων που επικαλέσθηκε η Επιτροπή. Εν πάση περιπτώσει, η IPS δεν ισχυρίσθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να εκφράσει την άποψή της επί του τεχνικού σημειώματος της 5ης Αυγούστου 1993 λόγω της μη ανακοινώσεως των τριών αυτών στοιχείων (σκέψεις 143 και 144). Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως απορρίφθηκε.

47 Το ρωτοδικείο απέρριψε επίσης το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως καθώς και τους άλλους λόγους ακυρώσεως που επικαλέσθηκε η IPS. Δεδομένου ότι η προσφυγή απορρίφθηκε στο σύνολό της, η IPS καταδικάσθηκε στα δικαστικά έξοδα.

Η αίτηση αναιρέσεως

48 Η IPS ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς και να καταδικάσει το Συμβούλιο, την Επιτροπή και όλες τις παρεμβαίνουσες στα έξοδα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και της διαδικασίας επί της ουσίας ενώπιον του ρωτοδικείου καθώς και στα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

49 ρώτον, η IPS ισχυρίζεται ότι το ρωτοδικείο, διαπιστώνοντας ότι η Επιτροπή εγκύρως μπορούσε να επαναλάβει τη διαδικασία με βάση άλλη περίοδο αναφοράς, παρέβη τα άρθρα 174 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 231 ΕΚ) και 176 της Συνθήκης καθώς και τον βασικό κανονισμό. Εξάλλου, κατά την IPS, το ρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη τις αρχές της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά την εφαρμογή του άρθρου 176 της Συνθήκης.

50 Δεύτερον, η IPS ισχυρίζεται ότι το ρωτοδικείο, θεωρώντας ότι οι παρατυπίες στη διεξαγωγή της διαδικασίας δεν επηρέασαν τα δικαιώματα άμυνας της IPS, δεν έλαβε υπόψη τη θεμελιώδη αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και, ιδίως, το άρθρο 7, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού. Η IPS ισχυρίζεται, ιδίως, ότι η καθυστερημένη κοινοποίηση του από 1 Ιουλίου 1992 σημειώματος επί της εκτιμήσεως της ζημίας και του από 5 Αυγούστου 1993 τεχνικού σημειώματος προσέβαλε τα διαδικαστικά της δικαιώματα.

51 Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την IPS στα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

52 Η Επιτροπή υποβάλλει στο Δικαστήριο το αυτοτελές αίτημα να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη δικαστική απόφαση και να κηρύξει απαράδεκτη την προσφυγή της IPS ενώπιον του ρωτοδικείου. Επικουρικώς, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί του παραδεκτού της προσφυγής της IPS ενώπιον του ρωτοδικείου

53 Η Επιτροπή υποστηρίζει, με αυτοτελές αίτημα, ότι η προσφυγή της IPS ενώπιον του ρωτοδικείου θα έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη. Ισχυρίζεται ότι το τμήμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αφορά το παραδεκτό πάσχει νομική πλάνη ως προς την εφαρμογή της αποφάσεως Extramet Ι και στηρίζεται σε αντιφατική ή ανεπαρκή αιτιολογία.

54 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η διαπίστωση που περιέχει η σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία «η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η ΡΕΜ δεν είναι σε θέση να προμηθεύει κοινής ποιότητας ακατέργαστο μεταλλικό ασβέστιο που να έχει τα χαρακτηριστικά που επιθυμεί η προσφεύγουσα, πράγμα που δείχνει σαφώς ότι η προσφεύγουσα όντως συνεχίζει να συναντά δυσκολίες για τον εφοδιασμό της από την ΡΕΜ», αντιφάσκει προς άλλες λεπτομερέστερες διαπιστώσεις περί των πραγματικών περιστατικών σχετικά με την ομοιότητα των προϊόντων και τη βούληση της ΡΕΜ να εφοδιάζει την IPS, οι οποίες υπάρχουν στις σκέψεις 219, 235, 249 έως 256 και 308 της ίδιας αποφάσεως.

55 Συγκεκριμένα, οι διαπιστώσεις του ρωτοδικείου στην αναιρεσιβαλλόμενη δικαστική απόφαση όσον αφορά την ουσία της υποθέσεως ταυτίζονται απολύτως με τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή προέβαλε ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, με εξαίρεση το ζήτημα του τιμήματος, η IPS θα μπορούσε πράγματι να εφοδιάζεται από την ΡΕΜ, όπως έχουν πράξει άλλες επιχειρήσεις. Δεδομένου ότι τίποτε δεν διακρίνει την IPS από τις άλλες αυτές επιχειρήσεις, η προσφυγή ενώπιον του ρωτοδικείου θα έπρεπε, κατ' ορθήν εφαρμογή της αποφάσεως Extramet Ι, να κηρυχθεί απαράδεκτη.

56 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επισήμανση που περιέχει η σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η IPS συναντούσε ανέκαθεν δυσκολίες για τον εφοδιασμό της από την ΡΕΜ, δεν αντιφάσκει προς τα άλλα μέρη της ίδιας αποφάσεως τα οποία αναφέρει η Επιτροπή. Η επισήμανση που γίνεται στη σκέψη 53 επιβεβαιώνεται ιδίως από τις σκέψεις 249 έως 256 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από τις οποίες προκύπτει ότι η ΡΕΜ δεν πέτυχε να ικανοποιήσει τις τεχνικές ανάγκες της IPS όσον αφορά το οικείο προϊόν. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ουδεμία αντίφαση απέδειξε μεταξύ της σκέψεως 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και των άλλων μερών της ίδιας αποφάσεως.

57 Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως και στην απόφαση Extramet Ι, το παραδεκτό της προσφυγής δεν στηριζόταν αποκλειστικά στις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η προσφεύγουσα για εφοδιασμό από τον μοναδικό κοινοτικό παραγωγό, αλλά σε διάφορα στοιχεία, τα οποία συνιστούν την ιδιαίτερη κατάσταση που χαρακτηρίζει την IPS, όσον αφορά το εν λόγω μέτρο, σε σχέση με κάθε άλλον επιχειρηματία.

58 Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το ρωτοδικείο έσφαλε κηρύσσοντας παραδεκτή την προσφυγή.

59 Επομένως, το αυτοτελές αίτημα της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

60 Κατά την άποψη της Επιτροπής, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, διότι αφορά μόνον τις σκέψεις 91, 95, 97 και 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εάν έπασχον νομική πλάνη, ενώ οι σκέψεις αυτές δεν περιλαμβάνουν αναλυτική έκθεση των λόγων για τους οποίους το ρωτοδικείο απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διατυπώνεται ένας πρόσθετος λόγος, το γεγονός δηλαδή ότι η διαδικασία που ακολούθησε η Επιτροπή με την επανάληψη της έρευνας παρέσχε στην IPS κάθε διαδικαστική εγγύηση από την οποία θα επωφελούνταν η IPS αν η Επιτροπή είχε κινήσει νέα έρευνα κατόπιν νέας καταγγελίας εκ μέρους της ΡΕΜ. Η Επιτροπή θεωρεί ότι από την αίτηση αναιρέσεως δεν προκύπτει με την απαιτούμενη σαφήνεια ότι αυτή αφορά τη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ούτε, εν πάση περιπτώσει, προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους η αίτηση αναιρέσεως αφορά τη σκέψη αυτή.

61 Δεδομένου ότι η IPS αναφέρθηκε επί αυτού του σημείου με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο αλλοίωσε τα πραγματικά περιστατικά προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως. Η Επιτροπή καταλήγει επομένως ότι το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο, διότι δεν είναι δυνατή η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης.

62 Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επιχείρημα που προβάλλει η IPS στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, κατά το οποίο το ρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη τις αρχές της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά την εφαρμογή του άρθρου 176 της Συνθήκης αποτελεί στην πραγματικότητα νέο ισχυρισμό, ο οποίος απαραδέκτως προβάλλεται κατ' αναίρεση.

63 Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται, αφενός, ότι είναι απαράδεκτος ως προς το μέρος που αφορά την παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, καθόσον το ρωτοδικείο έκρινε ότι η καθυστερημένη διαβίβαση του από 1 Ιουλίου 1992 σημειώματος επί της εκτιμήσεως της ζημίας δεν έθιξε τα διαδικαστικά δικαιώματα της IPS, διότι στο δικόγραφο της προσφυγής της IPS ενώπιον του ρωτοδικείου δεν έγινε μνεία του άρθρου αυτού σε σχέση με τη διαβίβαση του εν λόγω σημειώματος.

64 Όσον αφορά, αφετέρου, το από 5 Αυγούστου 1993 τεχνικό σημείωμα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η IPS επιδιώκει να εγείρει το πραγματικό ζήτημα της βουλήσεως της ΡΕΜ να προμηθεύει την IPS, το οποίο επέλυσε το ρωτοδικείο και απαραδέκτως προβάλλεται κατ' αναίρεση.

65 Εκ προοιμίου, πρέπει να τονισθεί ότι, κατά το άρθρο 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και ως λόγοι αναιρέσεως επιτρέπεται να προβληθούν αναρμοδιότητα του ρωτοδικείου, πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος ή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από το ρωτοδικείο. Το άρθρο 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του Κανονισμού Διαδικασίας προσδιορίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να περιέχει τους προβαλλόμενους νομικούς λόγους και επιχειρήματα.

66 Από τις δύο αυτές διατάξεις προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει ακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως του ρωτοδικείου καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του αναιρετικού αιτήματος της αποφάσεως.

67 Επιβάλλεται πάντως η διαπίστωση ότι δεν οδηγεί σε απαράδεκτο αυτού του λόγου αναιρέσεως το γεγονός ότι αίτηση αναιρέσεως ή λόγος αναιρέσεως δεν αφορά όλους τους λόγους που οδήγησαν το ρωτοδικείο να λάβει θέση επί ενός ζητήματος.

68 Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτος διότι δεν αναφέρεται με την απαιτούμενη σαφήνεια στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει, εξ αυτού μόνον του λόγου, να απορριφθεί.

69 Επιπλέον, επιβάλλεται να τονισθεί, όπως σημειώνει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών του, ότι η IPS επικαλείται τη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με τη δέουσα ακρίβεια, κατά το μέτρο που, αφενός, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αναφέρεται στη συλλογιστική των σκέψεων 87 έως 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως για την εκτίμηση του ότι το ρωτοδικείο παραβίασε το κοινοτικό δίκαιο και, αφετέρου, η κρίση του ρωτοδικείου, που περιέχει η σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβολή της περιόδου που αφορούσε η έρευνα δεν έθιξε τα δικαιώματα της IPS, βάλλεται στο σημείο 98 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως.

70 Όσον αφορά το επιχείρημα της IPS ότι το ρωτοδικείο αλλοίωσε τα πραγματικά περιστατικά στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως αναφέρει η Επιτροπή, κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της δίκης η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

71 Συναφώς, αρκεί να τονισθεί ότι η προβαλλόμενη αλλοίωση των πραγματικών περιστατικών από το ρωτοδικείο, την οποία επικαλείται η IPS στο υπόμνημα απαντήσεως, δεν στηρίζεται σε νομικά ή πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν μεταξύ της ασκήσεως της αναιρέσεως και της καταθέσεως του υπομνήματος απαντήσεως. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος καθόσον αφορά φερόμενη αλλοίωση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το ρωτοδικείο στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

72 Εξάλλου, όσον αφορά το προβαλλόμενο απαράδεκτο των επιχειρημάτων της IPS που στηρίζονται στις αρχές της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επιβάλλονται οι ακόλουθες διαπιστώσεις.

73 Μολονότι η IPS επέκρινε ενώπιον του ρωτοδικείου τη μεταβολή της περιόδου που αφορούσε η έρευνα, δεν ισχυρίσθηκε ότι η μεταβολή αυτή αντίκειται στις αρχές της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Καίτοι στην αίτηση αναιρέσεως προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το ρωτοδικείο παραβίασε τις αρχές αυτές κατά την ερμηνεία του άρθρου 176 της Συνθήκης, στην πραγματικότητα, όπως τόνισε η Επιτροπή, με την αίτηση αναιρέσεως υποστηρίχθηκε απλώς ότι ο επίδικος κανονισμός απλώς και μόνον τις παραβίασε.

74 Αν επιτρεπόταν στον διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν είχε προβάλει ενώπιον του ρωτοδικείου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το ρωτοδικείο. Συνεπώς, όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της εκτιμήσεως του ρωτοδικείου επί των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιόν του (υπ' αυτήν την έννοια, βλ. τις αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-1981, σκέψη 59, και της 28ης Μα_ου 1998, C-7/95 P, Deere κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-3111, σκέψη 62).

75 Επιβάλλεται επομένως το συμπέρασμα ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι επίσης απαράδεκτος, καθόσον στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

76 Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι, καίτοι η IPS δεν ανέφερε ρητώς το άρθρο 7, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού στην επιχειρηματολογία της ενώπιον του ρωτοδικείου, προκειμένου περί της διαβιβάσεως του από 1 Ιουλίου 1992 σημειώματος επί της εκτιμήσεως της ζημίας, το ρωτοδικείο θεώρησε ότι η επιχειρηματολογία της αφορούσε την εν λόγω διάταξη.

77 Όσον αφορά το από 5 Αυγούστου 1993 τεχνικό σημείωμα, αρκεί η διαπίστωση ότι η IPS επικαλέσθηκε παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από το ρωτοδικείο συγκεκριμένα την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας η οποία παραδεκτώς προβάλλεται κατ' αναίρεση.

78 Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της IPS είναι παραδεκτός με εξαίρεση τα επιχειρήματα που αφορούν τη φερόμενη παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και την προβαλλόμενη αλλοίωση των πραγματικών περιστατικών από το ρωτοδικείο στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός στο σύνολό του.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

79 Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η IPS ισχυρίζεται ότι το ρωτοδικείο, δεχόμενο ότι η Επιτροπή μπορούσε, παρά την απόφαση Extramet ΙΙ, να αρχίσει εκ νέου την έρευνα με βάση άλλη περίοδο αναφοράς χωρίς όμως να κινήσει νέα διαδικασία αντιντάμπινγκ, παρέβη τα άρθρα 174 και 176 της Συνθήκης καθώς και τον βασικό κανονισμό.

80 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει των άρθρων 174 και 176 της Συνθήκης, το κοινοτικό όργανο ή τα όργανα των οποίων η πράξη κηρύχθηκε άκυρη οφείλουν να λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

81 ροκειμένου να συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση και να την εκτελέσουν πλήρως, τα κοινοτικά όργανα υποχρεούνται να σεβαστούν όχι μόνο το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και το οποίο αποτελεί το αναγκαίο του στήριγμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό. ράγματι, με το σκεπτικό αυτό, αφενός, εντοπίζεται η ακριβής διάταξη που θεωρείται παράνομη και, αφετέρου, σ' αυτό εμφαίνονται οι ακριβείς λόγοι της παρανομίας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και τους οποίους πρέπει να λάβει υπόψη το οικείο κοινοτικό όργανο κατά την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως (απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, 97/86, 193/86, 99/86 και 215/86, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψη 27).

82 Η διαδικασία αντικαταστάσεως της πράξεως αυτής μπορεί έτσι να επαναληφθεί από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο συνέβη η παρανομία (απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1998, C-415/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-6993, σκέψη 31).

83 Με την απόφαση Extramet ΙΙ, το Δικαστήριο ακύρωσε τον κανονισμό 2808/89 αφού έκρινε, στη σκέψη 19 της αποφάσεως αυτής, ότι τα κοινοτικά όργανα δεν προέβησαν ορθώς στον προσδιορισμό της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινοτική παραγωγή. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν προέκυψε ότι τα κοινοτικά όργανα εξέτασαν πράγματι το ζήτημα μήπως η ίδια η ΡΕΜ συνετέλεσε, με την άρνησή της πωλήσεως, στην προκληθείσα ζημία ούτε ότι απέδειξαν ότι η ληφθείσα υπόψη ζημία δεν απέρρεε από τους παράγοντες που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα.

84 Η ακύρωση του κανονισμού 2808/89 στηρίχθηκε επομένως σε περιστατικά που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, ακριβέστερα δε κατά τη διάρκεια της έρευνας. Τα περιστατικά αυτά δεν αφορούσαν ούτε επηρέαζαν την έναρξη της διαδικασίας.

85 Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς να παραβεί το διατακτικό ή το σκεπτικό της αποφάσεως Extramet ΙΙ, να εμβαθύνει στο ζήτημα του προσδιορισμού της ζημίας στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ που ήταν πάντοτε δυνατή.

86 Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα αν η Επιτροπή τήρησε τις διατάξεις του βασικού κανονισμού ως προς τη διαδικασία αντιντάμπινγκ, δεδομένου ότι μεταξύ άλλων διεξήγαγε την έρευνα με βάση άλλη περίοδο αναφοράς από αυτή που επελέγη για την αρχική έρευνα.

87 Η IPS υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η μεταβολή της περιόδου αναφοράς αντίκειται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του βασικού κανονισμού, που προβλέπει ότι η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ καλύπτει συνήθως τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της διαδικασίας.

88 Συναφώς, πρέπει κατ' αρχάς να σημειωθεί ότι η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του βασικού κανονισμού είναι ενδεικτική και όχι δεσμευτική (βλ., mutatis mutandis, την απόφαση της 12ης Μα_ου 1989, 246/87, Continentale Produkten-Gesellschaft Erhardt-Renken, Συλλογή 1989, σ. 1151, σκέψη 8).

89 Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εκτίμηση του καθορισμού της περιόδου που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την αποτίμηση της ζημίας στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ (βλ. ιδίως την απόφαση της 7ης Μα_ου 1991, C-69/89, Nakajima κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. Ι-2069, σκέψη 86).

90 Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι από την οικονομία του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η ζημία πρέπει να αποδεικνύεται σε σχέση με τον χρόνο εκδόσεως ενδεχομένης πράξεως με την οποία θεσπίζονται μέτρα άμυνας (βλ. την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 1989, 121/86, Ανώνυμος Εταιρία Επιχειρήσεων Μεταλλευτικών, Βιομηχανικών και Ναυτιλιακών κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 3919, σκέψη 35).

91 ράγματι, η θέσπιση των δασμών αντιντάμπινγκ δεν συνιστά κύρωση για παλαιότερη συμπεριφορά, αλλά μέτρο άμυνας και προστασίας κατά του αθεμίτου ανταγωνισμού ο οποίος προκύπτει από την πρακτική του ντάμπινγκ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, κατά κανόνα, δυνάμει του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού, οι δασμοί αντιντάμπινγκ δεν μπορούν να επιβάλλονται ούτε να αυξάνονται με αναδρομική ισχύ.

92 Για να είναι δυνατόν να ορισθούν οι κατάλληλοι δασμοί αντιντάμπινγκ προς προστασία της κοινοτικής βιομηχανίας από την πρακτική του ντάμπινγκ, είναι απαραίτητο να διεξαχθεί η έρευνα με βάση τις πλέον πρόσφατες, κατά το δυνατόν, πληροφορίες.

93 Εν προκειμένω, η επιλογή εκ μέρους της Επιτροπής περιόδου αναφοράς που εκτείνεται από 1ης Ιουλίου 1991 μέχρι 31 Οκτωβρίου 1992 και προηγείται της εκδόσεως, στις 14 Νοεμβρίου 1992, της ανακοινώσεως σχετικά με τη διαδικασία αντιντάμπινγκ φαίνεται δικαιολογημένη και σύμφωνη με τους στόχους του βασικού κανονισμού.

94 Όσον αφορά την επιλογή αυτή, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έναρξη έρευνας, υπό την έννοια του άρθρου 7 του βασικού κανονισμού, είτε πρόκειται για κίνηση διαδικασίας αντιντάμπινγκ είτε πρόκειται για επανεξέταση κανονισμού που επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ, εξαρτάται πάντοτε από την ύπαρξη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη ντάμπινγκ και της εντεύθεν ζημίας (απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1998, C-245/95 Ρ, Επιτροπή κατά NTN και Koyo Seiko, Συλλογή 1998, σ. Ι-401, σκέψη 38). Το ίδιο ισχύει για την εκ νέου έρευνα στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ που είναι πάντοτε δυνατή, κατόπιν δικαστικής αποφάσεως η οποία ακυρώνει κανονισμό που θέσπισε δασμούς αντιντάμπινγκ.

95 Συναφώς, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι το ρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, μετά την έκδοση της αποφάσεως Extramet ΙΙ, η ΡΕΜ κατέστησε επίκαιρα τα δεδομένα που περιέχονται στην καταγγελία που υπέβαλε τον Ιούλιο του 1987, προσκομίζοντας λεπτομερή ανάλυση των διαφόρων στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ, ήτοι της κανονικής αξίας, της τιμής εξαγωγής, της συγκρίσεως τιμών, του περιθωρίου ντάμπινγκ και της ζημίας, για την περίοδο από το 1987 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1991, δηλαδή για την πιο πρόσφατη περίοδο για την οποία υπήρχαν διαθέσιμα αριθμητικά στοιχεία.

96 Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το ρωτοδικείο, διαπιστώνοντας στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή μπορούσε να συνεχίσει τη διαδικασία που είχε ήδη κινηθεί, με βάση άλλη περίοδο αναφοράς, εφόσον η αρχική διαδικασία δεν είχε ακυρωθεί από τη απόφαση Extramet ΙΙ και εξακολουθούσε η πρακτική του ντάμπινγκ, δεν παρέβη τα άρθρα 174 και 176 της Συνθήκης και τις διατάξεις του βασικού κανονισμού.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

97 Η IPS ισχυρίζεται ότι το ρωτοδικείο, κρίνοντας ότι οι παρατυπίες στην εξέλιξη της διαδικασίας δεν έθιξαν τα δικαιώματα άμυνας της IPS, δεν έλαβε υπόψη τη θεμελιώδη αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και, ιδίως, το άρθρο 7, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

98 Η IPS υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι τα δικαιώματα άμυνάς της παραβιάσθηκαν από την καθυστερημένη κοινοποίηση του από 1 Ιουλίου 1992 σημειώματος περί εκτιμήσεως της ζημίας. Εξάλλου, η IPS ισχυρίζεται ότι το από 5 Αυγούστου 1993 τεχνικό σημείωμα της διαβιβάσθηκε μόλις στις 21 Μα_ου 1994, δηλαδή ένα μήνα μετά την έκδοση του προσωρινού κανονισμού.

99 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την εκπλήρωση του καθήκοντός τους πληροφορήσεως, τα κοινοτικά όργανα πρέπει να ενεργούν με κάθε επιβαλλόμενη επιμέλεια, επιζητώντας να δίνουν στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, στον βαθμό που η τήρηση του επιχειρηματικού απορρήτου διασφαλίζεται, πληροφορίες χρήσιμες για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους και επιλέγοντας, ενδεχομένως οίκοθεν, τους ενδεδειγμένους για την ανακοίνωση αυτή τρόπους. Οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να είναι ήδη σε θέση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να γνωστοποιούν επωφελώς την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και το λυσιτελές των αναφερομένων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και με τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της για την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας που απορρέει από αυτήν (απόφαση της 27ης Ιουνίου 1991, C-49/88, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. Ι-3187, σκέψη 17).

100 Όσον αφορά, κατ' αρχάς, το από 1 Ιουλίου 1992 σημείωμα επί της εκτιμήσεως της ζημίας, πρέπει να αναφερθεί ότι διαβιβάσθηκε στην IPS έναν μήνα προ της δημοσιεύσεως, στις 14 Νοεμβρίου 1992, της ανακοινώσεως σχετικά με τη διαδικασία αντιντάμπινγκ. Όπως αναφέρει το ρωτοδικείο στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η IPS ήταν σε θέση να προβάλει την άποψή της ως προς τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων που δικαιολογούσαν την εκ νέου έρευνα. Επομένως, ορθώς το ρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι συναφώς δεν υφίσταται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της IPS.

101 Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι, στη σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο δέχθηκε ότι η Επιτροπή δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της στον τομέα της προσβάσεως στον φάκελο όσον αφορά το από 5 Αυγούστου 1993 τεχνικό σημείωμα και, ιδίως, ότι το σημείωμα αυτό διαβιβάσθηκε στην IPS μόλις στις 21 Μα_ου 1994, μετά από την έκδοση του προσωρινού κανονισμού, η δε διαβίβαση αυτή πραγματοποιήθηκε από την ΡΕΜ.

102 Δεδομένου ότι η IPS ήταν σε θέση να γνωστοποιήσει εγκαίρως πριν από την έκδοση του επιδίκου κανονισμού την άποψή της όσον αφορά το υποστατό και το λυσιτελές των πραγματικών περιστατικών που περιλαμβάνει το από 5 Αυγούστου 1993 τεχνικό σημείωμα και δεν απέδειξε ότι η καθυστερημένη κοινοποίηση επηρέασε δυσμενώς την υπεράσπιση της IPS, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ορθώς το ρωτοδικείο κατέληξε, στις σκέψεις 143 και 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα διαδικαστικά δικαιώματα της IPS δεν υπέστησαν προσβολή ως προς αυτό το σημείο.

103 Τέλος, επιβάλλεται να τονισθεί ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα δικαιώματα άμυνας της IPS εθίγησαν από άλλες παρατυπίες σχετικές με την πρόσβαση στον φάκελο.

104 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

105 Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

106 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Το άρθρο 69, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

107 Δεδομένου ότι το Συμβούλιο είχε υποβάλει αίτημα για την καταδίκη της IPS στα δικαστικά έξοδα και η IPS ηττήθηκe, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα και στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου. Η PEM και η chambre syndicale, οι οποίες δεν υπέβαλαν σχετικό αίτημα, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2) Καταδικάζει την Industrie des poudres sphériques στα δικαστικά έξοδα.

3) Η Péchiney électrométallurgie, η Chambre syndicale de l'électrométallurgie et d'électrochimie και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.