61998J0443

Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμßρίου 2000. - Unilever Italia SpA κατά Central Food SpA. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretore di Milano - Ιταλία. - Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Πρόσßαση σε απασχόληση και συνθήκες εργασίας - Ίση μεταχείριση - Όροι απολύσεως. - Υπόθεση C-443/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-07535


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. ροσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασία ενημερώσεως στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών - Τεχνικοί κανόνες και προδιαγραφές - Εθνική κανονιστική ρύθμιση σχετικά με την επισήμανση - εριλαμβάνεται

(Οδηγία 83/189 του Συμβουλίου, άρθρο 1, σημ. 2)

2. ροσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασία ενημερώσεως στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών - Υποχρέωση των κρατών μελών να τηρούν τις περιόδους κατά τις οποίες πρέπει να αναβάλουν την έγκριση ενός τεχνικού κανόνα - Δικαίωμα των ιδιωτών να επικαλούνται τις αντίστοιχες διατάξεις - αράβαση της υποχρεώσεως - Συνέπεια - Μη εφαρμογή τεχνικού κανόνα που εκδόθηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως αυτής

(Οδηγία 83/189 του Συμβουλίου, άρθρα 8 και 9)

Περίληψη


1. Εθνικές ρυθμίσεις σχετικά με προδιαγραφές που περιλαμβάνονται σε έγγραφο με το οποίο ορίζονται τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, καθώς και οι προδιαγραφές που ισχύουν για το προϊόν όσον αφορά την επισήμανση, αποτελούν τεχνικές προδιαγραφές κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 2, της οδηγίας 83/189, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομεά των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών, ανεξαρτήτως των λόγων που δικαιολόγησαν τη θέσπισή τους.

( βλ. σκέψη 25 )

2. Η μη εφαρμογή ενός τεχνικού κανόνα ως έννομη συνέπεια της παραβάσεως της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 83/189, που προβλέπει διαδικασία ενημερώσεως στους τομείς των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών, μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως σχετικά με την τήρηση των περιόδων κατά τις οποίες αναβάλλεται η έγκριση ενός σχεδίου τεχνικού κανόνα σύμφωνα με το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας. Μολονότι είναι αληθές ότι μία οδηγία, αυτή καθ' εαυτήν, δεν γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της κατ' αυτού, η νομολογία αυτή δεν εφαρμόζεται στις διαφορές μεταξύ ιδιωτών, στις οποίες η παράβαση του άρθρου 8 ή του άρθρου 9 της οδηγίας 83/189, η οποία συνιστά ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια, συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του τεχνικού κανόνα που εκδόθηκε κατά παράβαση ενός εκ των άρθρων αυτών.

ράγματι, στο πλαίσιο μίας τέτοιας διαφοράς, η οδηγία 83/189, που δεν γεννά ούτε δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις για τους ιδιώτες, ουδόλως προσδιορίζει το ουσιαστικό περιεχόμενο του κανόνα δικαίου βάσει του οποίου ο εθνικός δικαστής οφείλει να κρίνει την εκκρεμούσα ενώπιόν του διαφορά. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή, στο πλαίσιο αστικής δίκης μεταξύ ιδιωτών σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις εκ συμβάσεως, να μην εφαρμόσει εθνικό τεχνικό κανόνα που εκδόθηκε κατά την περίοδο αναβολής που προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189.

( βλ. σκέψεις 49-52 και διατακτ. )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-443/98,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Pretore di Milano (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Unilever Italia SpA

και

Central Food SpA,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ L 109, σ. 8), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1994, που τροποποιεί σημαντικά για δεύτερη φορά την οδηγία 83/189 (ΕΕ L 100, σ. 30),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, ρόεδρο, L. Sevón και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, P. J. G. Kapteyn, C. Gulmann (εισηγητή), J.-P. Puissochet, H. Ragnemalm, Μ. Wathelet και Β. Σκουρή, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Unilever Italia SpA, εκπροσωπούμενη από τους F. Capelli και G. Votta, δικηγόρους Μιλάνου,

- η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή U. Leanza, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Ι. Μ. Braguglia, avvocato dello Stato,

- η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Snoecx, αναπληρώτρια σύμβουλο στη γενική διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας με τις Αναπτυσσόμενες Χώρες,

- η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Molde, προϊστάμενο τμήματος στο Υπουργείο Εξωτερικών,

- η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Α. Fierstra, προϊστάμενο της υπηρεσίας ευρωπαϊκού δικαίου στο Υπουργείο Εξωτερικών,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους P. Stancanelli, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και τον Μ. Shotter, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην ίδια υπηρεσία,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Unilever Italia SpA, της Ιταλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 16ης Νοεμβρίου 1999,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Ιανουαρίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 6ης Νοεμβρίου 1998, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Δεκεμβρίου 1998, ο Pretore di Milano υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ L 109, σ. 8), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1994, που τροποποιεί σημαντικά για δεύτερη φορά την οδηγία 83/189 (ΕΕ L 100, σ. 30, στο εξής: οδηγία 83/189).

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Unilever Italia SpA (στο εξής: Unilever) και της εταιρίας Central Food SpA (στο εξής: Central Food) σε σχέση με τον κανονισμό της Central Food για παράδοση ελαιολάδου που πραγματοποίησε η Unilever.

Το κοινοτικό δίκαιο

3 Το άρθρο 1, σημεία 1, 2 και 9, της οδηγίας 83/189 ορίζει:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1) "προϊόν" κάθε βιομηχανικό ή γεωργικό προϊόν.

2) "τεχνική προδιαγραφή": η προδιαγραφή που περιέχεται σε έγγραφο στο οποίο ορίζονται τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, όπως τα επίπεδα ποιότητας ή ιδιοτήτων χρήσης, η ασφάλεια, οι διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που ισχύουν για το προϊόν όσον αφορά την ονομασία πώλησης, την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμές και μεθόδους δοκιμής, τη συσκευασία, τη σήμανση και το ετικετάρισμα, καθώς και τις διαδικασίες αξιολόγησης της πιστότητας.

Ο όρος "τεχνική προδιαγραφή" καλύπτει επίσης τις μεθόδους και διαδικασίες παραγωγής γεωργικών προϊόντων δυνάμει του άρθρου 38, παράγραφος 1, της Συνθήκης, προϊόντων που προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή και διατροφή των ζώων, καθώς και φαρμάκων όπως ορίζονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 65/65/ΕΟΚ, καθώς και τις μεθόδους και διαδικασίες παραγωγής άλλων προϊόντων, εφόσον αυτές έχουν επιπτώσεις στα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα·

(...)

9) "τεχνικός κανόνας": τεχνική προδιαγραφή ή άλλη απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των οικείων διοικητικών διατάξεων, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική, de jure ή de facto, για την εμπορία ή τη χρήση ενός προϊόντος σε κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα του κράτους αυτού, όπως επίσης, με την επιφύλαξη των όσων ορίζει το άρθρο 10, οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος.

(...)»

4 Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 83/189 προβλέπει:

«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα, εκτός εάν πρόκειται απλώς για αυτούσια μεταφορά ενός διεθνούς ή ευρωπαϊκού προτύπου, οπότε αρκεί μια απλή πληροφόρηση ως προς το συγκεκριμένο πρότυπο. Επίσης, απευθύνουν στην Επιτροπή κοινοποίηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η θέσπιση ενός τέτοιου τεχνικού κανόνα, εκτός εάν οι λόγοι αυτοί συνάγονται ήδη από το ίδιο το σχέδιο.

(...)

Η Επιτροπή, μόλις της γνωστοποιηθούν τα σχέδια τεχνικού κανόνα και όλα τα σχετικά έγγραφα, τα θέτει υπόψη των λοιπών κρατών μελών. Μπορεί επίσης να τα υποβάλει προς γνωμοδότηση στην επιτροπή του άρθρου 5 και, ενδεχομένως, στην επιτροπή που είναι αρμόδια για τον εν λόγω τομέα.

(...)

2. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη μπορούν να απευθύνουν προς το κράτος μέλος που γνωστοποίησε σχέδιο τεχνικού κανόνα παρατηρήσεις που το εν λόγω κράτος μέλος θα λάβει υπόψη στο μέτρο του δυνατού, αργότερα, κατά την τελική διατύπωση του τεχνικού κανόνα.

3. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν το ταχύτερο στην Επιτροπή το οριστικό κείμενο ενός τεχνικού κανόνα.»

5 Το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189 ορίζει:

«1. Τα κράτη μέλη αναβάλλουν την έγκριση ενός σχεδίου τεχνικού κανόνα για τρεις μήνες από την ημερομηνία παραλαβής από την Επιτροπή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1.

2. Τα κράτη μέλη αναβάλλουν:

- την έγκριση ενός σχεδίου τεχνικού κανόνα υπό μορφή εκούσιας συμφωνίας κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 9, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, για τέσσερις μήνες,

- με την επιφύλαξη των παραγράφων 3, 4 και 5, την έγκριση οιουδήποτε άλλου σχεδίου τεχνικού κανόνα, για έξι μήνες,

από την ημερομηνία παραλαβής από την Επιτροπή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, εφόσον η Επιτροπή ή ένα άλλο κράτος μέλος διατυπώσει, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία αυτή, εμπεριστατωμένη γνώμη σύμφωνα με την οποία το προτεινόμενο μέτρο παρουσιάζει πτυχές που μπορούν να δημιουργήσουν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στα πλαίσια της εσωτερικής αγοράς.

Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αναφέρει στην Επιτροπή τη συνέχεια που προτίθεται να δώσει στις εν λόγω εμπεριστατωμένες γνώμες. Η Επιτροπή σχολιάζει την αντίδραση αυτή.

3. Τα κράτη μέλη αναβάλλουν την έκδοση ενός σχεδίου τεχνικού κανόνα για δώδεκα μήνες από την ημερομηνία παραλαβής από την Επιτροπή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, εφόσον, εντός τριών τριών μηνών μετά την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή γνωστοποιήσει την πρόθεσή της να προτείνει ή να εκδώσει για το εν λόγω θέμα οδηγία, κανονισμό ή απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 189 της Συνθήκης.

4. Τα κράτη μέλη αναβάλλουν την έκδοση ενός σχεδίου τεχνικού κανόνα για δώδεκα μήνες από την ημερομηνία παραλαβής από την Επιτροπή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, εφόσον, εντός τριών μηνών μετά την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή γνωστοποιήσει τη διαπίστωσή της ότι το σχέδιο τεχνικού κανόνα αφορά θέμα καλυπτόμενο από πρόταση οδηγίας, κανονισμού ή απόφασης που έχει υποβληθεί στο Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 189 της Συνθήκης.

5. Εάν το Συμβούλιο εγκρίνει κοινή θέση κατά τη διάρκεια της περιόδου status quo που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4, η περίοδος αυτή θα επεκταθεί, με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, στους δεκαοκτώ μήνες.

6. Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4 και 5 παύουν να υφίστανται είτε:

- όταν η Επιτροπή ενημερώσει τα κράτη μέλη ότι δεν προτίθεται πλέον να προτείνει ή να εκδώσει κοινοτική πράξη αναγκαστικού χαρακτήρος,

- όταν η Επιτροπή ενημερώσει τα κράτη μέλη ότι αποσύρει την πρόταση ή το σχέδιό της,

ή

- με την έκδοση κοινοτικής πράξης αναγκαστικού χαρακτήρα από το Συμβούλιο ή από την Επιτροπή.

7. Οι παράγραφοι 1 έως 5 δεν ισχύουν όταν ένα κράτος μέλος, για λόγους έκτακτης ανάγκης, που επιβάλλονται από σοβαρή και απρόβλεπτη κατάσταση συνδεόμενη με την προστασία της υγείας των προσώπων και των ζώων, με τη διατήρηση της χλωρίδας ή με την ασφάλεια, πρέπει να εκπονήσει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα τεχνικούς κανόνες, προκειμένου να τους εκδώσει και να τους θέσει σε ισχύ αμέσως, χωρίς να είναι δυνατή η διενέργεια διαβουλεύσεων. Το κράτος μέλος παραθέτει στη γνωστοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 8 την αιτιολογία του επείγοντα χαρακτήρα των μέτρων. Η Επιτροπή αποφαίνεται το συντομότερο δυνατόν σχετικά με τη γνωστοποίηση αυτή. Σε περίπτωση καταχρηστικής προσφυγής στην ως άνω διαδικασία, η Επιτροπή λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τηρείται ενήμερο από την Επιτροπή.»

6 Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 83/189:

«Τα άρθρα 8 και 9 δεν εφαρμόζονται στις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών ή στις εκούσιες συμφωνίες με τις οποίες τα κράτη μέλη:

- συμμορφώνονται προς τις κοινοτικές πράξεις αναγκαστικού χαρακτήρα που έχουν ως αποτέλεσμα την έκδοση τεχνικών προδιαγραφών».

7 Στις σκέψεις 54 και 55 της αποφάσεως της 30ής Απριλίου 1996, C-194/94, CIA Security International (Συλλογή 1996, σ. Ι-2201, στο εξής: απόφαση CIA Security International), το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 83/189 έχει την έννοια ότι η παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως συνεπάγεται τη μη εφαρμογή των οικείων τεχνικών κανόνων, οπότε αυτοί δεν είναι αντιτάξιμοι έναντι των ιδιωτών, και ότι οι ιδιώτες μπορούν έτσι να επικαλούνται τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 83/189 ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία οφείλουν να αρνούνται την εφαρμογή εθνικού τεχνικού κανόνα ο οποίος δεν κοινοποιήθηκε σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία.

8 Όπως το Δικαστήριο διευκρίνισε στη σκέψη 35 της αποφάσεως της 16ης Ιουνίου 1998, C-226/97, Lemmens (Συλλογή 1998, σ. Ι-3711), η έλλειψη κοινοποιήσεως των τεχνικών κανόνων, που συνιστά μια διαδικαστική πλημμέλεια κατά τη θέσπισή τους, καθιστά τους κανόνες αυτούς ανεφάρμοστους καθόσον εμποδίζουν τη χρησιμοποίηση ή τη διάθεση στο εμπόριο ενός προϊόντος που δεν ανταποκρίνεται σ' αυτούς τους κανόνες.

Η ιταλική ρύθμιση και η διαδικασία κοινοποιήσεως

9 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι στις 27 Ιανουαρίου 1998 κατατέθηκε στο ιταλικό Κοινοβούλιο νομοσχέδιο για τη ρύθμιση της επισημάνσεως της γεωγραφικής προελεύσεως των διαφόρων τύπων ελαιολάδου. Η Γερουσία επεξεργάσθηκε το νομοσχέδιο τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του ιδίου αυτού έτους και η Βουλή τον Απρίλιο και τον Ιούνιο.

10 Στο μεταξύ, η Επιτροπή, που πληροφορήθηκε την ύπαρξη του νομοσχεδίου, κάλεσε τις ιταλικές αρχές να της το κοινοποιήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/189, πράγμα που έπραξαν στις 4 Μα_ου 1998. Η Επιτροπή έφερε τότε το νομοσχέδιο σε γνώση των κρατών μελών και, στις 10 Ιουνίου 1998, δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση με την οποία τονιζόταν ότι η τρίμηνη αναβολή, που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/189, ίσχυε έως τις 5 Αυγούστου 1998 και ότι, σύμφωνα με την απόφαση CIA Security International, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να αρνούνται την εφαρμογή εθνικού τεχνικού κανόνα ο οποίος δεν κοινοποιήθηκε σύμφωνα με την οδηγία 83/189 καθώς και ότι οι οικείοι τεχνικοί κανόνες δεν είναι αντιτάξιμοι έναντι των ιδιωτών (ΕΕ 1998, C 177, σ. 2).

11 Στις 23 Ιουλίου 1998, η Επιτροπή ενημέρωσε τις ιταλικές αρχές σχετικά με την πρόθεσή της να νομοθετήσει στον τομέα που ρύθμιζε το νομοσχέδιο και τις κάλεσε να αναβάλουν την ψήφισή του κατά δώδεκα μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησής του, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 83/189.

12 Αφού εγκρίθηκε οριστικά από τις δύο Βουλές του ιταλικού Κοινοβουλίου, ο υπ' αριθ. 313 νόμος, που περιείχε διατάξεις σχετικά με την επισήμανση της προελεύσεως του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου, του παρθένου ελαιολάδου και του ελαιολάδου (στο εξής: επίδικος νόμος), υπογράφηκε στις 3 Αυγούστου 1998 από τον ρόεδρο της Δημοκρατίας, τον ρωθυπουργό και τον Υπουργό Γεωργίας.

13 Την επόμενη μέρα, η Επιτροπή ανακοίνωσε στον Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι θα κινούσε τη διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ) εάν ο νόμος δημοσιευόταν στην Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana (Επίσημη Εφημερίδα της Ιταλικής Δημοκρατίας) και δήλωσε ότι ο νόμος αυτός δεν θα ήταν αντιτάξιμος στους ιδιώτες εάν δημοσιευόταν πριν από τις 4 Μα_ου 1999.

14 Στις 4 Αυγούστου 1998, η Επιτροπή έλαβε τις αιτιολογημένες γνώμες της Ισπανικής και της ορτογαλικής Κυβερνήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 83/189, σύμφωνα με τις οποίες το νομοσχέδιο έπρεπε να τροποποιηθεί και, στις 5 Αυγούστου, τις παρατηρήσεις της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2.

15 Στις 29 Αυγούστου 1998, ο επίδικος νόμος δημοσιεύθηκε στην Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana αριθ. 201 και άρχισε να ισχύει από την επομένη.

16 Το άρθρο 1 του νόμου αυτού προβλέπει κατ' ουσίαν ότι τα ελαιόλαδα στα οποία αναφέρεται δεν μπορούν να διατεθούν στην αγορά με την ένδειξη ότι «παρήχθησαν» ή «παρασκευάσθησαν» στην Ιταλία παρά μόνον εάν το σύνολο του κύκλου συγκομιδής, παραγωγής, μεταποίησης και συσκευασίας έχει πραγματοποιηθεί στην Ιταλία. Η επισήμανση του ελαιολάδου που λαμβάνεται στην Ιταλία, εν όλω ή εν μέρει, με βάση ελαιόλαδα που προέρχονται από άλλες χώρες πρέπει να αναφέρει το γεγονός αυτό αναγράφοντας τα οικεία ποσοστά καθώς και την ή τις χώρες προελεύσεως· οποιοδήποτε ελαιόλαδο του τύπου αυτού δεν φέρει τις εν λόγω ενδείξεις πρέπει να διατεθεί εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του νόμου ή, μετά την ημερομηνία αυτή, να αποσυρθεί από την αγορά.

17 Στις 22 Δεκεμβρίου 1998, η Επιτροπή εξέδωσε την κανονιστική ρύθμιση που είχε ανακοινώσει στις ιταλικές αρχές, υπό τη μορφή του κανονισμού (ΕΚ) 2815/98, σχετικά με τα εμπορικά πρότυπα για το ελαιόλαδο (ΕΕ L 349, σ. 56), ο οποίος, μεταξύ άλλων, καθορίζει τα πρότυπα που διέπουν τον προσδιορισμό της καταγωγής του προϊόντος στις ετικέτες ή στις συσκευασίες του παρθένου ελαιολάδου και του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου.

Η διαφορά στην κύρια δίκη και το προδικαστικό ερώτημα

18 Στις 29 Σεπτεμβρίου 1998, σε εκτέλεση παραγγελίας της Central Food, η Unilever της παρέδωσε 648 λίτρα εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου έναντι τιμήματος 5 330 708 ιταλικών λιρών (ITL).

19 Με επιστολή της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, η Central Food ενημέρωσε την Unilever ότι η επισήμανση του ελαιολάδου με το οποίο την είχε προμηθεύσει αντέβαινε στον επίδικο νόμο. Ως εκ τούτου, αρνήθηκε να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και κάλεσε την Unilever να πάρει πίσω το εμπόρευμα που είχε εναποτεθεί στην αποθήκη της.

20 Στις 2 Οκτωβρίου 1998, η Unilever αμφισβήτησε την άποψη της Central Food. ροβάλλοντας ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας κοινοποιήσεως και ελέγχου των σχεδίων τεχνικών κανόνων που καθιέρωσε η οδηγία 83/189, η Επιτροπή είχε καλέσει την Ιταλική Δημοκρατία να μη νομοθετήσει στον τομέα της επισημάνσεως του ελαιολάδου έως τις 5 Μα_ου 1999 και υπενθυμίζοντας την απόφαση CIA Security International, η Unilever υποστήριξε ότι ο επίδικος νόμος δεν έπρεπε να εφαρμοστεί. Δηλώνοντας ότι το παρασχεθέν ελαιόλαδο ήταν ως εκ τούτου απολύτως σύμφωνο με την ισχύουσα ιταλική ρύθμιση, κάλεσε τη Central Food να δεχθεί την παράδοση και να καταβάλει το τίμημα.

21 Κατόπιν της νέας αρνήσεως της Central Food, η Unilever υπέβαλε στις 21 Οκτωβρίου 1998 ενώπιον του Pretore di Milano αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για ποσό αντίστοιχο προς το τίμημα του παραδοθέντος εμπορεύματος.

22 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Pretore di Milano αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Μπορεί το εθνικό δικαστήριο που καλείται να εκδώσει διαταγή πληρωμής σχετικά με την παράδοση εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου, του οποίου η επισήμανση δεν ήταν σύμφωνη προς τις διατάξεις του εθνικού νόμου που θεσπίστηκε και τέθηκε σε εφαρμογή εντός κράτους μέλους (νόμος 313 της 3ης Αυγούστου 1998), να μην εφαρμόσει τον εν λόγω νόμο, αν ληφθεί υπόψη ότι, κατόπιν της κοινοποιήσεως και της συνακόλουθης εξετάσεως ενός εθνικού νομοσχεδίου σχετικά με την επισήμανση της προελεύσεως του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου, του παρθένου ελαιολάδου και του ελαιολάδου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε ρητά το κοινοποιήσαν κράτος, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών, να απόσχει για ορισμένο χρονικό διάστημα (μέχρι τις 14 Σεπτεμβρίου 1999) από τη θέσπιση κανόνων για την εμπορία του ελαιολάδου, εν αναμονή της εκδόσεως κοινοτικής ρυθμίσεως στον σχετικό τομέα;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Ο τεχνικός χαρακτήρας των κανόνων για την επισήμανση που περιλαμβάνονται στον επίδικο νόμο

23 Ευθύς εξαρχής, πρέπει να εξετασθεί αν, όπως προβάλλει η Ιταλική Κυβέρνηση, το προδικαστικό ερώτημα είναι άνευ αντικειμένου για τον λόγο ότι το ρυθμιστικό πεδίο του επίδικου νόμου δεν εμπίπτει στην οδηγία 83/189.

24 ρώτον, η εν λόγω κυβέρνηση παρατηρεί ότι ο επίδικος νόμος δεν περιέχει κανόνες δυνάμενους να χαρακτηρισθούν τεχνικοί κανόνες κατά την έννοια της οδηγίας 83/189. αραπέμπει στον σκοπό του επίδικου νόμου που συνίσταται στην προστασία του καταναλωτή χάρη στη σωστή πληροφόρηση σε σχέση με την καταγωγή ή την προέλευση του ελαιολάδου, στο γεγονός ότι πρόκειται για γεωργικά προϊόντα και στο γεγονός ότι οι κανόνες που καθιερώνει ο επίδικος νόμος δεν αφορούν και δεν έχουν επιπτώσεις στα χαρακτηριστικά των προϊόντων αυτών.

25 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 83/189, ως «προϊόν» νοούνται τόσο τα βιομηχανικά όσο και τα γεωργικά προϊόντα και ότι, σύμφωνα με το σημείο 2 του ιδίου άρθρου, της οδηγίας 83/189, ως «τεχνικές προδιαγραφές» νοούνται οι προδιαγραφές που περιέχει έγγραφο το οποίο ορίζει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος καθώς και οι προδιαγραφές που ισχύουν για το προϊόν όσον αφορά την επισήμανση. Οι εθνικές ρυθμίσεις που περιέχουν παρόμοιες προδιαγραφές συνιστούν τεχνικές προδιαγραφές κατά την έννοια της οδηγίας 83/189 ανεξαρτήτως των λόγων που δικαιολόγησαν τη θέσπισή τους (βλ., στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 20ής Μαρτίου 1997, C-13/96, Bic Benelux, Συλλογή 1997, σ. Ι-1753, σκέψη 19).

26 Έτσι, ο επίδικος νόμος, που ρυθμίζει την επισήμανση της καταγωγής του ελαιολάδου, περιέχει κανόνες που πρέπει να χαρακτηρισθούν «τεχνικές προδιαγραφές» κατά την έννοια της οδηγίας 83/189.

27 Δεδομένου ότι η τήρηση των κανόνων αυτών είναι υποχρεωτική de jure για την εμπορία του ελαιολάδου στην Ιταλία, πρόκειται σαφώς για τεχνικούς κανόνες κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 9, της οδηγίας 83/189.

28 Δεύτερον, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο επίδικος νόμος εξαιρείται της κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 10 της οδηγίας 83/189, δεδομένου ότι εκδόθηκε σύμφωνα με την οδηγία 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμισή τους (ΕΕ ειδ. έκδ. 003/24, σ. 33), η οποία, με το άρθρο της 3, παράγραφος 1, σημείο 7, επιβάλλει την υποχρέωση αναγραφής στην επισήμανση του τόπου καταγωγής ή προελεύσεως στις περιπτώσεις που η παράλειψη της ενδείξεως αυτής θα ήταν δυνατό να δημιουργήσει στον καταναλωτή εσφαλμένη εντύπωση σχετικά με τον πραγματικό τόπο καταγωγής ή προελεύσεως του τροφίμου.

29 Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Όπως επισήμανε η Επιτροπή, η διάταξη αυτή της οδηγίας 79/112, που έχει γενικόλογη διατύπωση, αφήνει στα κράτη μέλη ένα περιθώριο κινήσεων αρκετά σημαντικό ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο χαρακτηρισμού ορισμένων εθνικών κανόνων για την επισήμανση σε σχέση με την καταγωγή, όπως αυτοί που καθιερώνει ο επίδικος νόμος, ως εθνικών διατάξεων που συμμορφώνονται προς κοινοτική πράξη αναγκαστικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 83/189.

30 Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι κανόνες όπως οι κανόνες για την επισήμανση που περιέχονται στον επίδικο νόμο αποτελούν τεχνικούς κανόνες που εμπίπτουν στην οδηγία 83/189.

Οι συνέπειες της παραβάσεως του άρθρου 9 της οδηγίας 83/189

31 Με το προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν εναπόκειται στον εθνικό δικαστή, στο πλαίσιο αστικής δίκης μεταξύ ιδιωτών που αφορά συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, να μην εφαρμόσει εθνικό τεχνικό κανόνα που εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου αναβολής που προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189.

32 Συναφώς, η Unilever υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, με την απόφασή του CIA Security International, ότι ο εθνικός τεχνικός κανόνας που εκδόθηκε κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 83/189 δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντιταχθεί στους ιδιώτες.

33 Η Επιτροπή υποστηρίζει, αφενός, ότι η απόφαση CIA Security International, σχετικά με διαφορές μεταξύ ιδιωτών, διαπίστωσε ότι τεχνική ρύθμιση που εκδόθηκε κατά παράβαση της οδηγίας 83/189 δεν μπορεί να εφαρμοστεί και ότι από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η μη εφαρμογή της μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών. ροσθέτει ότι δεν υπάρχουν λόγοι που να εμποδίζουν την παραγωγή των συνεπειών αυτών από την παράβαση της οδηγίας 83/189 και στην περίπτωση διαδικασίας για την έκδοση διαταγής πληρωμής όπως είναι αυτή της κύριας δίκης.

34 Αφετέρου, κατά την Επιτροπή, η μη εφαρμογή είναι υποχρεωτική τόσο στην περίπτωση που παραβιάζεται η υποχρέωση κοινοποιήσεως που καθιερώνει το άρθρο 8 της οδηγίας 83/189 όσο και στην περίπτωση που δεν τηρούνται οι περίοδοι αναβολής που προβλέπει το άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας. Συγκεκριμένα, η έκδοση εθνικού τεχνικού κανόνα μετά την κοινοποίηση του σχεδίου, πλην όμως κατά τη διάρκεια της περιόδου αναβολής, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι παρατηρήσεις ή οι λοιπές αντιδράσεις της Επιτροπής και των λοιπών κρατών μελών, θα συνεπαγόταν εκ των πραγμάτων τον κίνδυνο να δημιουργηθούν νέα εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο απολύτως ταυτόσημο με τον κίνδυνο που απορρέει από την έκδοση εθνικού τεχνικού κανόνα κατά παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως.

35 Η Ιταλική Κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από τη Δανική Κυβέρνηση, επισημαίνει ότι το Δικαστήριο έχει βεβαίως αναγνωρίσει ότι ορισμένες διατάξεις οδηγιών έχουν άμεσο αποτέλεσμα υπό την έννοια ότι οι ιδιώτες, στην περίπτωση μη ορθής μεταφοράς τους, μπορούν να επικαλούνται τις διατάξεις αυτές έναντι του κράτους μέλους παραβάτη, αλλά ότι έχει επίσης κρίνει ότι η επέκταση της νομολογίας αυτής στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών θα σήμαινε ότι αναγνωρίζεται στην Κοινότητα η εξουσία να θεσπίζει υποχρεώσεις με άμεσο αποτέλεσμα εις βάρος των ιδιωτών, ενώ δεν διαθέτει την αρμοδιότητα αυτή παρά μόνον όπου της απονέμεται η εξουσία να εκδίδει κανονισμούς. Έτσι, από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια οδηγία δεν μπορεί να παράγει αφ' εαυτής υποχρεώσεις για τους ιδιώτες και συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται επίκλησή της ως τοιαύτης εις βάρος τους. Απόκλιση από το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να υπάρξει βάσει της αποφάσεως CIA Security International. Το διατακτικό της αποφάσεως αυτής δεν φαίνεται να αποβλέπει στην ανατροπή της αρχής ότι μια οδηγία δεν μπορεί να παράγει άμεσα αποτελέσματα στις οριζόντιες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών.

36 Επιπλέον, η Ιταλική, η Δανική και η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι, στην απόφαση CIA Security International, το Δικαστήριο έκρινε αποκλειστικά ότι η μη τήρηση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως που θεσπίζει το άρθρο 8 της οδηγίας 83/189 συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του οικείου τεχνικού κανόνα. Το άρθρο 9 όμως της οδηγίας 83/189 διαφέρει ουσιωδώς από το άρθρο 8. Η αποτελεσματικότητα του προληπτικού ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 83/189 ήταν προσδιοριστική της ερμηνείας αυτής. Αντιθέτως, η μη εφαρμογή σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως αναβολής που προβλέπει το άρθρο 9 δεν συμβάλλει στον σκοπό της αποτελεσματικότητας του ελέγχου της Επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος δεν τήρησε ένα διαδικαστικό κανόνα όπως αυτόν που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 83/189 δεν μπορεί να έχει άλλο αποτέλεσμα από το να παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά του κράτους παραβάτη.

37 Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί αν η έννομη συνέπεια από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων της οδηγίας 83/189 είναι η ίδια όσον αφορά τόσο την υποχρέωση να τηρούνται οι περίοδοι αναβολής της εκδόσεως, σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189, όσο και την υποχρέωση κοινοποιήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 83/189.

38 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απόφαση CIA Security International αφορούσε έναν τεχνικό κανόνα που δεν είχε κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 83/189, γεγονός που εξηγεί γιατί η απόφαση αυτή, στο διατακτικό της, περιορίστηκε να διαπιστώσει ότι οι τεχνικοί κανόνες που δεν είχαν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο αυτό δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν.

39 άντως, εκθέτοντας το σκεπτικό που το οδήγησε στη διαπίστωση αυτή, το Δικαστήριο εξέτασε επίσης τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189. Από το σκεπτικό όμως αυτό προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας 83/189 καθώς και της διατυπώσεως του άρθρου της 9, οι εν λόγω υποχρεώσεις έπρεπε να αντιμετωπισθούν με τον ίδιο τρόπο όπως και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας.

40 Έτσι, στη σκέψη 40 της αποφάσεως CIA Security International υπογραμμίζεται ότι η οδηγία 83/189 σκοπεί στη μέσω προληπτικού ελέγχου προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η οποία αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας και ότι ο έλεγχος αυτός είναι αποτελεσματικός κατά το μέτρο που όλα τα σχέδια τεχνικών κανόνων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της πρέπει να κοινοποιούνται και που η έγκριση και η θέση σε ισχύ των κανόνων αυτών - πλην των κανόνων για τους οποίους το επείγον των μέτρων δικαιολογεί εξαίρεση - πρέπει να αναστέλλονται για τα χρονικά διαστήματα που ορίζει το άρθρο 9.

41 Ακολούθως, στη σκέψη 41 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κοινοποίηση και η περίοδος αναβολής παρέχουν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την ευκαιρία, αφενός, να εξετάσουν εάν το επίμαχο σχέδιο δημιουργεί εμπόδια στο εμπόριο που αντιβαίνουν στη Συνθήκη ΕΚ ή εμπόδια που πρέπει να αποφευχθούν με τη θέσπιση κοινών ή εναρμονισμένων μέτρων και, αφετέρου, να προτείνουν τροποποιήσεις στα μελετώμενα εθνικά μέτρα. Εξάλλου, η διαδικασία αυτή επιτρέπει στην Επιτροπή να προτείνει ή να θεσπίζει κοινοτικούς κανόνες διέποντες τον τομέα που αποτελεί το αντικείμενο του μελετώμενου μέτρου.

42 Στη σκέψη 50 της αποφάσεως CIA Security International το Δικαστήριο τόνισε ότι ο σκοπός της οδηγίας 83/189 δεν είναι απλώς να ενημερώνεται η Επιτροπή, αλλά, σε γενικότερο πλαίσιο, η εξάλειψη ή ο περιορισμός των εμποδίων στο εμπόριο, η ενημέρωση των λοιπών κρατών περί των τεχνικών κανονιστικών ρυθμίσεων που μελετώνται από ένα κράτος, η παροχή προς την Επιτροπή και προς τα λοιπά κράτη μέλη του αναγκαίου χρόνου προκειμένου να ενεργήσουν και να προτείνουν τροποποιήσεις που επιτρέπουν την ελαχιστοποίηση των περιορισμών στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που απορρέουν από το μελετώμενο μέτρο και η παροχή στην Επιτροπή του αναγκαίου χρόνου προκειμένου να προτείνει οδηγία εναρμονίσεως.

43 Το Δικαστήριο συνεχίζει διαπιστώνοντας ότι το γράμμα των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 83/189 είναι σαφές, δεδομένου ότι αυτά προβλέπουν διαδικασία κοινοτικού ελέγχου των σχεδίων των εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων και την εξάρτηση της ημερομηνίας που θα τεθούν σε ισχύ από τη συμφωνία ή από τη μη αντίθεση της Επιτροπής.

44 Μολονότι, στη σκέψη 48 της αποφάσεως CIA Security International, το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι ο σκοπός της οδηγίας 83/189 είναι η μέσω προληπτικού ελέγχου προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και ότι η υποχρέωση κοινοποιήσεως συνιστά ουσιώδες μέσο για την πραγματοποίηση του κοινοτικού αυτού ελέγχου, διαπίστωσε ότι η αποτελεσματικότητα του ελέγχου αυτού ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν η οδηγία ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε η παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως να συνιστά ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια ικανή να συνεπάγεται τη μη εφαρμογή των επίμαχων τεχνικών κανόνων στους ιδιώτες, από τις αναλύσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 40 έως 43 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η παράβαση των υποχρεώσεων αναβολής που προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189 συνιστά επίσης ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια ικανή να επιφέρει τη μη εφαρμογή των τεχνικών κανόνων.

45 Συνεπώς, επιβάλλεται να εξετασθεί, δεύτερον, αν η μη εφαρμογή των τεχνικών κανόνων που θεσπίστηκαν κατά παράβαση του άρθρου 9 της οδηγίας 83/189 μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο αστικής δίκης μεταξύ ιδιωτών με αντικείμενο δικαιώματα και υποχρεώσεις εκ συμβάσεως.

46 Κατ' αρχάς, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο μιας αστικής δίκης του είδους αυτού, η εφαρμογή τεχνικών κανόνων που θεσπίστηκαν κατά παράβαση του άρθρου 9 της οδηγίας 83/189 μπορεί να έχει ως συνέπεια την παρεμβολή εμποδίων στη χρήση ή τη διάθεση στο εμπόριο ενός προϊόντος που δεν είναι σύμφωνο με τους κανόνες αυτούς.

47 Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η εφαρμογή της ιταλικής κανονιστικής ρυθμίσεως είναι δυνατό να εμποδίσει τη διάθεση στο εμπόριο του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου που η Unilever είχε πωλήσει.

48 Ακολούθως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η μη εφαρμογή της σχετικής κανονιστικής ρυθμίσεως, ως έννομη συνέπεια της παραβάσεως της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως, διαπιστώθηκε, στην απόφαση CIA Security International, επ' ευκαιρία απαντήσεως στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δίκης μεταξύ ανταγωνιστριών επιχειρήσεων βάσει εθνικών διατάξεων που απαγόρευαν τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

49 Έτσι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η μη εφαρμογή ενός τεχνικού κανόνα που δεν κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 83/189 μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 40 έως 43 της παρούσας αποφάσεως. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπει το άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας και δεν συντρέχει λόγος, συναφώς, να τύχουν διαφορετικής αντιμετώπισης οι διαφορές μεταξύ ιδιωτών από ζητήματα αθέμιτου ανταγωνισμού, όπως στην υπόθεση CIA Security International, από τις διαφορές μεταξύ ιδιωτών για ζητήματα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εκ συμβάσεως, όπως στη διαφορά της κύριας δίκης.

50 Μολονότι είναι αληθές, όπως επισήμαναν η Ιταλική και η Δανική Κυβέρνηση, ότι μια οδηγία, αυτή καθ' εαυτήν, δεν γεννά υποχρεώσεις σε βάρος ιδιώτη και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της κατ' αυτού (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, C-91/92, Faccini Dori, Συλλογή 1994, σ. Ι-3325, σκέψη 20), η νομολογία αυτή δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση που η μη τήρηση του άρθρου 8 ή του άρθρου 9 της οδηγίας 83/189, που συνιστά ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια, συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του τεχνικού κανόνα που εκδόθηκε κατά παράβαση ενός εκ των άρθρων αυτών.

51 Στην περίπτωση αυτή, και αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση της μη μεταφοράς οδηγιών που καλύπτει η νομολογία την οποία επικαλέστηκαν οι δύο αυτές κυβερνήσεις, η οδηγία 83/189 ουδόλως προσδιορίζει το ουσιαστικό περιεχόμενο του κανόνα δικαίου βάσει του οποίου ο εθνικός δικαστής οφείλει να κρίνει την εκκρεμή ενώπιόν του διαφορά. Η οδηγία δεν γεννά ούτε δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις για τους ιδιώτες.

52 Ενόψει όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή, στο πλαίσιο αστικής δίκης μεταξύ ιδιωτών σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις εκ συμβάσεως, να μην εφαρμόσει εθνικό τεχνικό κανόνα που εκδόθηκε κατά την περίοδο αναβολής που προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιταλική, η Βελγική, η Δανική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 6ης Νοεμβρίου 1998 ο Pretore di Milano, αποφαίνεται:

Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή, στο πλαίσιο αστικής δίκης μεταξύ ιδιωτών σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις εκ συμβάσεως, να μην εφαρμόσει εθνικό τεχνικό κανόνα που εκδόθηκε κατά την περίοδο αναβολής που προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1994, που τροποποιεί σημαντικά για δεύτερη φορά την οδηγία 83/189.