61998J0432

Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωßρίου 2000. - Συμßούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως κατά Christiane Chvatal κ.λπ., Antoinette Losch και Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αναίρεση - Υπάλληλοι - Οριστική έξοδος από την υπηρεσία με την ευκαιρία προσχωρήσεως νέων κρατών μελών - Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2688/95 - Απαράδεκτο της ενστάσεως. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-432/98 P και C-433/98 P..

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-08535


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Αναίρεση αραδεκτό Εκτίμηση σε σχέση με τη διαφορά που αποτελεί αντικείμενο της δίκης Θεσμικό όργανο το οποίο παρενέβη πρωτοδίκως και ηττήθηκε εν μέρει ή εν όλω Επαρκής προϋπόθεση

(Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 49)

2. Υπάλληλοι Οριστική έξοδος από την υπηρεσία Εθελουσία έξοδος Μέτρο χρήζον επαρκή νομική βάση Κανονισμός 2688/95 του Συμβουλίου εξουσιοδοτών το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να λάβει μέτρα περί εθελουσίας εξόδου υπέρ του προσωπικού του ροσφυγή υπαλλήλων του Δικαστηρίου που προβάλλουν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 2688/95 Απαράδεκτο

(Κανονισμός 2688/95 του Συμβουλίου)

Περίληψη


1. Οι προϋποθέσεις παραδεκτού των αιτήσεων αναιρέσεως που καθορίζονται στο άρθρο 49 του Οργανισμού ΕΚ και στις αντίστοιχες διατάξεις των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου εκτιμώνται σε σχέση με τη διαφορά που αποτελεί αντικείμενο της δίκης και μόνο με αυτή. Το γεγονός ότι το σκεπτικό αποφάσεως του ρωτοδικείου, η οποία κατέστη απρόσβλητη, δέχεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, προβληθείσα κατά κανονιστικής πράξεως, δεν απαγορεύει στον ασκούντα παραδεκτώς αναίρεση να αμφισβητήσει, σε άλλη διαφορά, την έλλειψη νομιμότητας του ιδίου κανονισμού.

Εξάλλου, από το άρθρο 49, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ένα θεσμικό όργανο, το οποίο παρενέβη πρωτοδίκως, αρκεί να έχει εν μέρει ή εν όλω ηττηθεί για να μπορεί να ασκεί παραδεκτώς αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου.

( βλ. σκέψεις 22-23 )

2. Τα μέτρα περί οριστικής εξόδου από την υπηρεσία, όπως αυτά που επιτρέπονται από τον κανονισμό 2688/95 του Συμβουλίου, δεν βρίσκουν το νομικό τους έρεισμα στον ΚΥΚ και επομένως δεν αποτελούν σύνηθες στοιχείο της σταδιοδρομίας των ενδιαφερομένων προσώπων. Τέτοια μέτρα, τα οποία ονομάζονται μέτρα «εθελουσίας εξόδου των υπαλλήλων» πρέπει, αντιθέτως, να αναλύονται ως πρακτική την οποία χρησιμοποιεί η Κοινότητα συγκεκριμένα προς το συμφέρον της εύρυθμης λειτουργίας των θεσμικών της οργάνων.

Εξ αυτών προκύπτει, αφενός, ότι αίτηση εγγραφής σε πίνακα προσώπων που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για τέτοιο μέτρο προϋποθέτει την ύπαρξη συγκεκριμένης και νόμιμης κανονιστικής διατάξεως παρέχουσας νομική βάση στο μέτρο αυτό και, αφετέρου, ότι, ακόμη και ενόψει τέτοιας διάταξεως, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν υποχρεούται ούτε να δέχεται τις αιτήσεις που του υποβάλλονται ούτε να κάνει χρήση, έστω και μερικώς, της ευχέρειας που του παρέχεται να αποφασίσει περί της οριστικής εξόδου από την υπηρεσία μέρους των υπαλλήλων του.

Εφόσον ο κανονισμός 2688/95 του Συμβουλίου επέτρεψε μόνον στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να λάβει μέτρα εθελουσίας εξόδου και επομένως δεν μπορεί να συνιστά νομική βάση για τις αιτήσεις υπαλλήλων άλλων θεσμικών οργάνων, εσφαλμένως το ρωτοδικείο έκρινε παραδεκτή ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού αυτού την οποία προέβαλαν υπάλληλοι του Δικαστηρίου στο πλαίσιο διαφοράς με αντικείμενο την ακύρωση αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους εγγραφής στον πίνακα προσώπων που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για τα μέτρα εθελουσίας εξόδου. ράγματι, η νομιμότητα των απαντήσεων που έδωσε η ΑΔΑ δεν μπορεί να πάσχει από τα ελαττώματα τα οποία έχει κανονισμός που δεν εφαρμόζεται στο Δικαστήριο.

( βλ. σκέψεις 28-34 )

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-432/98 P και C-433/98 P,

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τους J.-P. Jacqué, διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, D. Canga Fano και T. Blanchet, μέλη της ίδιας υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον A. Morbilli, γενικό διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,

αναιρεσείον,

υποστηριζόμενο από το

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την N. Díaz Abad, abogado del Estado, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την ρεσβεία της Ισπανίας, 4-6, boulevard Emmanuel Servais,

παρεμβαίνον κατ' αναίρεση,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων που εξέδωσε στις 30 Σεπτεμβρίου 1998 το ρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο τμήμα) στις υποθέσεις T-154/96, Chvatal κ.λπ. κατά Δικαστηρίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-527 και ΙΙ-1579), και T-13/97, Losch κατά Δικαστηρίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 1988, σ. Ι-Α-543 και ΙΙ-1633), με τις οποίες ζητείται η εξαφάνιση των αποφάσεων αυτών,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

Christiane Chvatal κ.λπ., υπάλληλοι του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενοι από τους J.-N. Louis και T. Demaseure, δικηγόρους Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη Société de gestion fiduciaire, boîte postale 585,

Antoinette Losch, υπάλληλος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J.-N. Louis και T. Demaseure, δικηγόρους Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη Société de gestion fiduciaire, boîte postale 585,

προσφεύγουσες πρωτοδίκως,

Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, L-2925 Λουξεμβούργο,

καθού πρωτοδίκως,

και

Βασίλειο των Κάτω Χωρών, Bezuidenhoutseweg, 67, Χάγη,

παρεμβαίνον πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, ρόεδρο, J. C. Moitinho de Almeida, D. A. O. Edward, L. Sevón και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, A. La Pergola, J.-P. Puissochet (εισηγητή), H. Ragnemalm, Μ. Wathelet και Β. Σκουρή, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: S. Alber

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 11ης Απριλίου 2000,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Ιουνίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δύο δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Δεκεμβρίου 1998, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου, αφενός, αναίρεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 30 Σεπτεμβρίου 1998 το ρωτοδικείο στην υπόθεση T-154/96, Chvatal κ.λπ. κατά Δικαστηρίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-527 και ΙΙ-1579), και, αφετέρου, αναίρεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 30 Σεπτεμβρίου 1998 το ρωτοδικείο στην υπόθεση T-13/97, Losch κατά Δικαστηρίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 1988, σ. Ι-Α-543 και ΙΙ-1633, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις), με τις οποίες το ρωτοδικείο ακύρωσε τις αποφάσεις του Δικαστηρίου περί απορρίψεως της αιτήσεως ορισμένων υπαλλήλων να περιληφθεί το όνομά τους στον πίνακα των προσώπων που εκδήλωσαν ενδιαφέρον για το μέτρο περί οριστικής εξόδου από την υπηρεσία όπως προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2688/95 του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 1995, για τη θέσπιση ειδικών μέτρων που αφορούν την οριστική έξοδο από την υπηρεσία υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την ευκαιρία της προσχωρήσεως της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας (ΕΕ L 280, σ. 1).

Το ιστορικό των διαφορών

2 Η Επιτροπή, με την ευκαιρία της προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας, αφού έλαβε στις 21 Ιουνίου 1995 την ευνοϊκή γνώμη της επιτροπής του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), υπέβαλε, στις 7 Ιουλίου 1995, πρόταση κανονισμού περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων περί οριστικής εξόδου από την υπηρεσία υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: αρχική πρόταση). Η πρόταση αυτή, η οποία καθόριζε τον αριθμό των υπαλλήλων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μέτρου «εθελουσίας εξόδου υπαλλήλων» στο Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Δικαστήριο, το Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, υποβλήθηκε προς έκδοση γνώμης στα εν λόγω κοινοτικά όργανα και έλαβε ευνοϊκή γνώμη από το Κοινοβούλιο, το Δικαστήριο και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

3 Επειδή η Επιτροπή διχοτόμησε την αρχική της πρόταση, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 17 Νοεμβρίου 1995, τον κανονισμό 2688/95, ο οποίος επέτρεπε στο Κοινοβούλιο, μέχρι τις 30 Ιουνίου 2000, να λάβει μέτρα περί οριστικής εξόδου από την υπηρεσία των υπαλλήλων του που είχαν φθάσει στην ηλικία των 55 ετών, εξαιρουμένων αυτών που ήσαν καταταγμένοι στους βαθμούς Α 1 και Α 2.

4 Οι C. Chvatal κ.λπ. και η A. Losch, υπάλληλοι του Δικαστηρίου, ζήτησαν χωριστά, με επιστολές που απηύθυναν μεταξύ 6 Φεβρουαρίου και 16 Ιουλίου 1996 στον Γραμματέα του Δικαστηρίου ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ), να περιληφθεί το όνομά τους στον πίνακα των προσώπων που εκδήλωσαν ενδιαφέρον για το μέτρο οριστικής εξόδου από την υπηρεσία με την ευκαιρία της προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας.

5 Ο Γραμματέας του Δικαστηρίου τούς απάντησε, με έγγραφα που εστάλησαν μεταξύ 28 Φεβρουαρίου και 22 Ιουλίου 1996 (στο εξής: επίδικα έγγραφα), ότι δεν μπορούσε να δεχθεί τις αιτήσεις τους, διότι η ισχύουσα κανονιστική ρύθμιση δεν επέτρεπε στα θεσμικά όργανα πλην του Κοινοβουλίου να λάβουν μέτρα περί οριστικής εξόδου από την υπηρεσία, το ενδιαφέρον όμως που είχαν εκδηλώσει θα λαμβανόταν υπόψη στην περίπτωση που το Συμβούλιο δεχόταν την αρχική πρόταση της Επιτροπής, καθόσον η πρόταση αυτή αφορά και τους υπαλλήλους των άλλων θεσμικών οργάνων.

6 Οι C. Chvatal κ.λπ. και η A. Losch υπέβαλαν χωριστά, μεταξύ 21 Μα_ου και 24 Σεπτεμβρίου 1996, διοικητικές ενστάσεις κατά των αποφάσεων τις οποίες, κατά την άποψή τους, περιείχαν τα επίδικα έγγραφα. Οι διοικητικές αυτές ενστάσεις απορρίφθηκαν από την αρμόδια για τις διοικητικές ενστάσεις επιτροπή του Δικαστηρίου για τον λόγο ότι σκοπούσαν αποκλειστικά να αμφισβητήσουν το κύρος του κανονισμού 2688/95, καθόσον ιδίως ο κανονισμός αυτός δεν εφαρμοζόταν στους υπαλλήλους του Δικαστηρίου, ενώ δεν εναπόκειται στην ΑΔΑ του οργάνου αυτού να εκτιμά το κύρος κανονισμού του Συμβουλίου.

7 Κατόπιν των απορρίψεων αυτών, οι οποίες κοινοποιήθηκαν μεταξύ 11 Ιουλίου και 23 Οκτωβρίου 1996, οι C. Chvatal κ.λπ. και η A. Losch, με δύο δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 8 Οκτωβρίου 1996 και στις 20 Ιανουαρίου 1997, αντιστοίχως, άσκησαν προσφυγές με σκοπό να διαπιστωθεί η έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού 2688/95 και να επιτύχουν κατά συνέπεια την ακύρωση των περιλαμβανομένων στα επίδικα έγγραφα αποφάσεων της ΑΔΑ με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις τους.

Οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις

8 Το ρωτοδικείο απέρριψε κατ' αρχάς τις ενστάσεις απαραδέκτου κατά των προσφυγών που προέβαλαν το Δικαστήριο, καθού πρωτοδίκως, και το Συμβούλιο και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, που παρενέβησαν πρωτοδίκως υπέρ των αιτημάτων του Δικαστηρίου.

9 ράγματι, το ρωτοδικείο έκρινε, αφενός, ότι η εκ μέρους ενός υπαλλήλου άσκηση του δικαιώματος να ζητήσει από την ΑΔΑ να λάβει απόφαση ως προς τον υπάλληλο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, δεν εξαρτάται από καμία προϋπόθεση και, αφετέρου, ότι οι ληφθείσες από την ΑΔΑ αποφάσεις, με τις οποίες η ΑΔΑ αρνήθηκε οριστικώς να λάβει υπόψη τις υποβληθείσες αιτήσεις, θίγουν απευθείας και άμεσα τη νομική θέση των C. Chvatal κ.λπ. και της A. Losch και αποτελούν, κατ' αυτόν τον τρόπο, βλαπτικές γι' αυτούς πράξεις.

10 Στη συνέχεια, το ρωτοδικείο έκρινε ότι ήταν επίσης παραδεκτή η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 2688/95.

11 ράγματι, το ρωτοδικείο, αφού έκρινε ότι ο κανονισμός 2688/95 συνιστά την άμεση νομική βάση των αποφάσεων της ΑΔΑ, καθόσον ο κανονισμός αυτός αποκλείει, σιωπηρά αλλά υποχρεωτικά, από το πεδίο εφαρμογής του τους υπαλλήλους των θεσμικών οργάνων πλην του Κοινοβουλίου, έκρινε ότι η προβληθείσα ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του εν λόγω κανονισμού δεν ήταν ούτε πρόωρη εφόσον δεν είχε ληφθεί κανένα μέτρο «εθελουσίας εξόδου», κατόπιν του κανονισμού 2688/95, για τα άλλα θεσμικά όργανα και η αρχική πρόταση της Επιτροπής είχε καταστεί μερικώς ανίσχυρη ούτε καταχρηστική, τούτο δε μολονότι η ΑΔΑ δεν μπορούσε παρά να απορρίψει τις υποβληθείσες ενώπιόν της αιτήσεις.

12 Επί της ουσίας, τέλος, το ρωτοδικείο, αφού εξέτασε την προβληθείσα ενώπιόν του ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 2688/95, δέχθηκε δύο λόγους για την έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού αυτού.

13 ρώτον, το ρωτοδικείο, ασκώντας έναν περιορισμένο έλεγχο όσον αφορά την πρόδηλη πλάνη και την κατάχρηση εξουσίας, έκρινε ότι ο κανονισμός 2688/95, καθόσον χορηγούσε μόνο στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα χρησιμοποιήσεως μέτρων «εθελουσίας εξόδου», θέσπιζε μια αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη διαφοροποίηση όσον αφορά τον επιδιωκόμενο σκοπό μεταξύ πανομοιοτύπων καταστάσεων και ήταν, ως εκ τούτου, αντίθετος προς την αρχή της ισότητας, θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου. ράγματι, η κατάσταση του Δικαστηρίου δεν διέφερε από την κατάσταση του Κοινοβουλίου όσον αφορά την αναγκαιότητα αναδιαρθρώσεως του προσωπικού τους με την ευκαιρία της προσχωρήσεως των νέων κρατών μελών.

14 Δεύτερον, το ρωτοδικείο έκρινε ότι ο κανονισμός 2688/95 παρέβαινε ουσιώδεις τύπους εφόσον δεν είχε προηγηθεί νέα διαβούλευση του Κοινοβουλίου και της επιτροπής ΚΥΚ με την ευκαιρία της τροποποιήσεως εκ μέρους της Επιτροπής της αρχικής της προτάσεως.

15 ράγματι, το ρωτοδικείο έκρινε ότι η τροποποίηση της αρχικής προτάσεως ήταν ουσιώδης, εφόσον περιόριζε σημαντικά το περιεχόμενό της και έπρεπε, ως εκ τούτου, να υποβληθεί, αφενός, στο Κοινοβούλιο, δυνάμει του άρθρου 24 της Συνθήκης περί ιδρύσεως ενός Συμβουλίου και μιας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και, αφετέρου, στην επιτροπή ΚΥΚ, δυνάμει του άρθρου 10, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ. Τούτο όμως δεν συνέβη εν προκειμένω.

16 Για τους λόγους αυτούς, το ρωτοδικείο ακύρωσε τις αποφάσεις που απηύθυνε το Δικαστήριο στους C. Chvatal κ.λπ. και στην A. Losch με τις οποίες αρνήθηκε να εγγράψει το όνομά τους στον πίνακα των προσώπων που εκδήλωσαν ενδιαφέρον για το μέτρο περί οριστικής εξόδου από την υπηρεσία όπως προβλέπεται με τον κανονισμό 2688/95.

Οι αιτήσεις αναιρέσεως

17 Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να εξαφανίσει τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις. ρος στήριξη των αιτήσεών του αναιρέσεως, το Συμβούλιο προβάλλει έξι λόγους, εκ των οποίων τρεις σχετίζονται με το παραδεκτό είτε των ενώπιον του ρωτοδικείου ασκηθεισών προσφυγών, είτε της ενστάσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες περί ελλείψεως νομιμότητας, και τρεις λόγοι αφορούν τη νομιμότητα του κανονισμού 2688/95.

18 Οι C. Chvatal κ.λπ. και η A. Losch ζητούν από το Δικαστήριο να κρίνει απαράδεκτες τις αιτήσεις αναιρέσεως· επικουρικώς να τις κρίνει αβάσιμες και να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

19 Με διατάξεις του ροέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Απριλίου 1999, επετράπη η παρέμβαση του Βασιλείου της Ισπανίας στις υποθέσεις C-432/98 P και C-433/98 P προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου. Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Δικαστήριο να εξαφανίσει τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις.

20 Με διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2000, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-432/98 P και C-433/98 P για την προφορική διαδικασία και την έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί του παραδεκτού των αιτήσεων αναιρέσεως

21 Οι C. Chvatal κ.λπ. και η A. Losch ζητούν από το Δικαστήριο να κρίνει τις αιτήσεις αναιρέσεως απαράδεκτες. ρος τούτο, εκθέτουν ότι το σκεπτικό και το διατακτικό των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων είναι ανάλογα της αποφάσεως του ρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, Τ-164/97, Busacca κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. Ι-Α-565 και ΙΙ-1699). Επειδή όμως το Συμβούλιο δεν παρενέβη στην υπόθεση Τ-164/97, η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε κατά της εν λόγω αποφάσεως είναι προδήλως απαράδεκτη. Επειδή οι διάδικοι στη διαδικασία Τ-164/97 δεν άσκησαν αναίρεση, η προαναφερθείσα απόφαση του ρωτοδικείου Busacca κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, έχει ισχύ δεδικασμένου. Αν κριθεί ότι το Συμβούλιο παραδεκτώς ασκεί αναίρεση κατά των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων ισοδυναμεί συνεπώς με το ότι το Συμβούλιο μπορεί να αμφισβητήσει το δεδικασμένο της προαναφερθείσας αποφάσεως Busacca κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ το Συμβούλιο, εν επιγνώσει, δεν παρενέβη στην υπόθεση αυτή και εναπόκειται στο εξής στο εν λόγω θεσμικό όργανο να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής.

22 Συναφώς, αρκεί η υπενθύμιση ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού των αιτήσεων αναιρέσεως που καθορίζονται στο άρθρο 49 του Οργανισμού ΕΚ και στις αντίστοιχες διατάξεις των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου εκτιμώνται σε σχέση με τη διαφορά που αποτελεί αντικείμενο της δίκης και μόνο με αυτή. Το γεγονός ότι το σκεπτικό αποφάσεως του ρωτοδικείου, η οποία κατέστη απρόσβλητη, δέχεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, προβληθείσα κατά κανονιστικής πράξεως, δεν απαγορεύει στον ασκούντα παραδεκτώς αναίρεση να αμφισβητήσει, σε άλλη διαφορά, την έλλειψη νομιμότητας του ιδίου κανονισμού.

23 Εξάλλου, από το άρθρο 49, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ένα θεσμικό όργανο, το οποίο παρενέβη πρωτοδίκως, αρκεί να έχει εν μέρει ή εν όλω ηττηθεί για να μπορεί να ασκεί παραδεκτώς αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου.

24 Επειδή αυτή ήταν η θέση του Συμβουλίου στις υποθέσεις όπου εκδόθηκαν οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το θεσμικό αυτό όργανο παραδεκτώς ασκεί αναίρεση κατά των εν λόγω αποφάσεων, χωρίς το παραδεκτό αυτό να μπορεί να θιγεί από την εξέλιξη της διαδικασίας σε άλλες υποθέσεις, ακόμη και αν στις υποθέσεις αυτές ανακύπτουν παρεμφερή νομικά ζητήματα.

Επί του βασίμου των αιτήσεων αναιρέσεως

Επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 2688/95

25 Το Συμβούλιο εκθέτει ότι το ρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 184 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 241 ΕΚ) κρίνοντας παραδεκτή την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 2688/95.

26 Δεν αμφισβητείται ότι ο μοναδικός λόγος που έγινε δεκτός από το ρωτοδικείο για να ακυρώσει τις επικρινόμενες αποφάσεις είναι η έλλειψη νομιμότητας της κανονιστικής πράξεως που αποτελεί τη νομική βάση των αποφάσεων αυτών. Επομένως, αν εσφαλμένως το ρωτοδικείο έκρινε ότι παραδεκτώς έχει υποβληθεί παρεμπιπτόντως ενώπιόν του ένσταση νομιμότητας του κανονισμού 2688/95, τέτοια νομική πλάνη πρέπει οπωσδήποτε να συνεπάγεται την ακύρωση των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων.

27 Από τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις προκύπτει ότι οι C. Chvatal κ.λπ. και η A. Losch ζήτησαν από την ΑΔΑ να περιληφθεί το όνομά τους στον πίνακα των προσώπων που εκδήλωσαν ενδιαφέρον για το μέτρο περί οριστικής εξόδου από την υπηρεσία. Με τα επίδικα έγγραφα, που διαβιβάστηκαν στο ρωτοδικείο, η ΑΔΑ απάντησε στους υπαλλήλους αυτούς ότι, στο παρόν στάδιο του φακέλου της υποθέσεως, δεν μπορούσε να δεχθεί τις αιτήσεις τους, εφόσον ο κανονισμός 2688/95 είχε εφαρμογή μόνο στους υπαλλήλους του Κοινοβουλίου και η κανονιστική ρύθμιση δεν επέτρεπε, επομένως, στα άλλα θεσμικά όργανα να θεσπίσουν ως προς το προσωπικό τους μέτρα οριστικής εξόδου από την υπηρεσία.

28 Εκ προοιμίου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα μέτρα περί οριστικής εξόδου από την υπηρεσία, όπως αυτά που επιτρέπονται από τον κανονισμό 2688/95, δεν βρίσκουν το νομικό τους έρεισμα στον ΚΥΚ και επομένως δεν αποτελούν σύνηθες στοιχείο της σταδιοδρομίας των ενδιαφερομένων προσώπων. Τέτοια μέτρα, τα οποία ονομάζονται μέτρα «εθελουσίας εξόδου των υπαλλήλων» πρέπει, αντιθέτως, να αναλύονται ως πρακτική την οποία χρησιμοποιεί η Κοινότητα συγκεκριμένα προς το συμφέρον της εύρυθμης λειτουργίας των θεσμικών της οργάνων.

29 Εξ αυτών προκύπτει, αφενός, ότι αίτηση εγγραφής σε πίνακα προσώπων που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για τέτοιο μέτρο προϋποθέτει την ύπαρξη συγκεκριμένης και νόμιμης κανονιστικής διατάξεως παρέχουσας νομική βάση στο μέτρο αυτό και, αφετέρου, ότι, ακόμη και ενόψει τέτοιας διάταξεως, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν υποχρεούται ούτε να δέχεται τις αιτήσεις που του υποβάλλονται ούτε να κάνει χρήση, έστω και μερικώς, της ευχέρειας που του παρέχεται να αποφασίσει περί της οριστικής εξόδου από την υπηρεσία μέρους των υπαλλήλων του.

30 Εν προκειμένω, η μόνη νομική βάση που μπορούν να επικαλεστούν οι υπάλληλοι για να τύχουν του ευεργετήματος των μέτρων εθελουσίας εξόδου είναι ο κανονισμός 2688/95, ο οποίος επέτρεπε μόνο στο Κοινοβούλιο να λάβει τέτοια μέτρα.

31 Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, για οποιονδήποτε λόγο, ο κανονισμός αυτός δεν είναι σύννομος και, ως εκ τούτου, δεν τυγχάνει εφαρμογής, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να συνιστά νομική βάση των αιτήσεων των υπαλλήλων που ανήκουν σε άλλα θεσμικά όργανα, τα οποία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του.

32 Η νομιμότητα των απαντήσεων που έδωσε η ΑΔΑ στους C. Chvatal κ.λπ. και στην A. Losch δεν μπορεί επομένως να πάσχει από τα ελαττώματα τα οποία έχει κανονισμός που δεν εφαρμόζεται στο Δικαστήριο.

33 Επομένως, οι εν λόγω υπάλληλοι δεν μπορούν παραδεκτώς να αμφισβητήσουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα κανονισμού, μέτρα εφαρμογής του οποίου δεν αποτελούν οι επικρινόμενες αποφάσεις. Επομένως, με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, εσφαλμένως το ρωτοδικείο δέχθηκε να κρίνει επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 2688/95 που είχαν προβάλει οι προσφεύγοντες.

34 Συνεπώς, ο λόγος που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 184 της Συνθήκης είναι βάσιμος και οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει, βάσει αυτού, να ακυρωθούν χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι άλλοι προβληθέντες από το Συμβούλιο λόγοι.

Επί του λόγου που αντλείται από την έλλειψη νέας διαβουλεύσεως της επιτροπής ΚΥΚ

35 αρ' όλ' αυτά, το Συμβούλιο καλεί το Δικαστήριο, στην περίπτωση που δεν αποφανθεί επί της νομιμότητας του κανονισμού 2688/95, να εξετάσει, μεταξύ των λόγων ουσίας που δέχθηκε το ρωτοδικείο, τον σχετικό με την παράβαση ουσιωδών τύπων λόγο που αποτελεί η έλλειψη νέας διαβουλεύσεως της επιτροπής ΚΥΚ μετά τη διχοτόμηση της αρχικής προτάσεως της Επιτροπής.

36 άντως, εφόσον δεν είναι παραδεκτή η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του κανονισμού 2688/95, που προέβαλαν ενώπιον του ρωτοδικείου οι C. Chvatal κ.λπ. και η A. Losch, το Δικαστήριο, αφού έχει διαπιστώσει αυτό το απαράδεκτο, δεν μπορεί να αποφανθεί επί του βασίμου των κρίσεων του ρωτοδικείου επί της ουσίας της υποθέσεως.

Επί των ασκηθεισών ενώπιον του ρωτοδικείου προσφυγών

37 Σύμφωνα με το άρθρο 54 του Οργανισμού ΕΚ και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του ρωτοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί το ίδιο να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.

38 Από τις σκέψεις 26 έως 34 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι οι ασκηθείσες ενώπιον του ρωτοδικείου από τους C. Chvatal κ.λπ. και την A. Losch, αντιστοίχως, προσφυγές πρέπει να απορριφθούν.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

39 Κατά το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων.

Επί των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας

40 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά το άρθρο 88, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν, κατ' αρχήν, τα έξοδά τους.

41 Επειδή οι C. Chvatal κ.λπ. και η A. Losch ηττήθηκαν, κάθε διάδικος, καθώς και κάθε παρεμβαίνων, φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Επί των εξόδων της αναιρετικής διαδικασίας

42 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, που έχει επίσης εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά το άρθρο 70, που έχει εφαρμογή στις αναιρέσεις που ασκούν τα όργανα δυνάμει των άρθρων 118 και 122, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους υπό την επιφύλαξη άλλων διατάξεων.

43 Επειδή οι C. Chvatal κ.λπ. και η A. Losch ηττήθηκαν, κάθε διάδικος, καθώς και το Βασίλειο της Ισπανίας, παρεμβαίνον στην αναιρετική διαδικασία, φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Αναιρεί τις αποφάσεις που εξέδωσε το ρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 30 Σεπτεμβρίου 1998 στις υποθέσεις T-154/96, Chvatal κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, και T-13/97, Losch κατά Δικαστηρίου.

2) Απορρίπτει τις προσφυγές που ασκήθηκαν ενώπιον του ρωτοδικείου στις υποθέσεις T-154/96 και T-13/97.

3) Οι C. Chvatal κ.λπ. και η A. Losch, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, στα οποία υποβλήθηκαν τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' αναίρεση.