61998J0389

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Ιανουαρίου 2001. - Hans Gevaert κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλοι - Αίτηση βαθμολογικής ανακατατάξεως - Προσφυγή - Λήξη των προθεσμιών - Νέο περιστατικό - Ισότητα μεταχειρίσεως. - Υπόθεση C-389/98 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-00065


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Υπάλληλοι - ροσφυγή - ροηγούμενη διοικητική ένσταση - ροθεσμία - Λήξη - Επανέναρξη - ροϋπόθεση - Νέο περιστατικό - Απόφαση για την τροποποίηση των κριτηρίων κατατάξεως σε βαθμό κατά την πρόσληψη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 31 § 2, 90, και 91)

2. Υπάλληλοι - Ισότητα μεταχειρίσεως - ρόσληψη - Βαθμολογική κατάταξη - Επανεξέταση - Δικαίωμα αιτήσεως επανεξετάσεως περιοριζόμενο στους υπαλλήλους που προσλήφθηκαν μετά την έκδοση της αποφάσεως της 5ης Οκτωβρίου 1995, Τ-17/95 - Έλλειψη αντικειμενικής δικαιολογήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 5 § 3)

Περίληψη


1. Η απόφαση από 7 Φεβρουαρίου 1996 απόφαση της Επιτροπής για την τροποποίηση των κριτηρίων κατατάξεως των υπαλλήλων που προσλήφθηκαν μετά τις 5 Οκτωβρίου 1995 πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι απόφαση γενικής εφαρμογής θέτουσα υπό αμισβήτηση το κύρος ορισμένων αποφάσεων της διοικήσεως που έχουν καταστεί απρόσβλητες, και ότι συνιστά, κατά τούτο, νέο περιστατικό ικανό, εν προκειμένω, να βλάψει τους υπαλλήλους που προσλήφθηκαν πριν από τις 5 Οκτωβρίου 1995 και τους παρέχει τη δυνατότητα υποβολής, εντός των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, αιτήσεως ανακατατάξεως.

( βλ. σκέψη 49 )

2. Η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996 που εκδόθηκε μετά την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1995, Τ-17/95, Αλεξοπούλου, για την τροποποίηση των κριτηρίων κατατάξεως των υπαλλήλων που προσλήφθηκαν μετά τις 5 Οκτωβρίου 1995 παραβιάζει τη γενική αρχή της ισότητας μεταχειρίσεως που θέτει το άρθρο 5, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, εφόσον η διαφοροποίηση μεταχειρίσεως που προκύπτει από το γεγονός ότι οι υπάλληλοι της Επιτροπής που είχαν διοριστεί μετά τις 5 Οκτωβρίου 1995 μπορούσαν να ζητήσουν την επανεξέταση της βαθμολογικής τους κατατάξεως, ενώ εκείνοι που είχαν διοριστεί πριν από την ημερομηνία αυτή δεν μπορούσαν, δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς από το γεγονός ότι η 5η Οκτωβρίου 1995 αποτελεί την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως.

ράγματι, η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής δεν επιβάλλει τη λήψη υπόψη της ημερομηνίας αυτής για τη θέση σε ισχύ της αποφάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 1996 όσον αφορά τους υπαλλήλους που δεν ήσαν διάδικοι στη δίκη αυτή. Επιπλέον, αν και η Επιτροπή παρέσχε, με την έκδοση της αποφάσεως αυτής, δείγματα αρωγής προς τους υπαλλήλους που είχαν διοριστεί μετά τις 5 Οκτωβρίου 1995 και δεν είχαν αμφισβητήσει το κύρος της αποφάσεως περί κατατάξεώς τους εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο που να αποτελεί δικαιολόγηση ή εξήγηση του γεγονότος ότι η Επιτροπή δεν επεξέτεινε την αρωγή αυτή στους υπαλλήλους που διορίστηκαν μεταξύ του 1983 και της 5ης Οκτωβρίου 1995 και βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση.

( βλ. σκέψεις 55-57 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-389/98 P,

Hans Gevaert, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Merelbeke (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον N. Lhoëst, avocat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείων,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 19 Αυγούστου 1998 το ρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πρώτο τμήμα) στην υπόθεση T-160/97, Gevaert κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-A-465 και ΙΙ-1363), και με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. Valsesia και τις C. Berardis-Kayser και F. Duvieusart-Clotuche, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους D. A. O. Edward, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, P. Jann και L. Sevón (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Léger

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου 1999,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Μαρτίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Νοεμβρίου 1998, ο H. Gevaert άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της διατάξεως του ρωτοδικείου της 19ης Αυγούστου 1998 στην υπόθεση Τ-160/97, Gevaert κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. Ι-Α-465 και ΙΙ-1363, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη διάταξη), καθόσον αυτή απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή του που είχε ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 26ης Αυγούστου 1996, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση βαθμολογικής ανακατατάξεως που είχε υποβάλει.

Νομικό και πραγματικό πλαίσιο

2 Το άρθρο 5, παράγραφος 3, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει:

«Οι υπάλληλοι που ανήκουν στην ίδια κατηγορία ή στον ίδιο κλάδο υπόκεινται αντίστοιχα στις ίδιες προϋποθέσεις προσλήψεως και εξελίξεως της σταδιοδρομίας.»

3 Το άρθρο 31 του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«1. Οι υποψήφιοι που έχουν επιλεγεί κατά τον τρόπο αυτό διορίζονται:

- υπάλληλοι της κατηγορίας Α ή του γλωσσικού κλάδου:

στον εισαγωγικό βαθμό της κατηγορίας ή του κλάδου τους,

- υπάλληλοι των άλλων κατηγοριών:

στον εισαγωγικό βαθμό που αντιστοιχεί στη θέση στην οποία έχουν προσληφθεί.

2. Εντούτοις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να παρεκκλίνει από τις ανωτέρω διατάξεις μέσα στα ακόλουθα όρια:

α) για τους βαθμούς Α 1, Α 2, Α 3 και LΑ 3:

- μέχρι το ήμισυ, αν πρόκειται για κενωθείσες θέσεις,

- κατά τα δύο τρίτα, αν πρόκειται για θέσεις που έχουν πρόσφατα δημιουργηθεί·

β) για τους άλλους βαθμούς:

- κατά το ένα τρίτο, αν πρόκειται για κενωθείσες θέσεις,

- κατά το ήμισυ, αν πρόκειται για θέσεις που έχουν πρόσφατα δημιουργηθεί.

Με εξαίρεση τον βαθμό LA 3, η διάταξη αυτή ισχύει για κάθε σύνολο έξι θέσεων προς πλήρωση σε κάθε βαθμό.»

4 Κατόπιν προσφυγής υπαλλήλου, το ρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση περί κατατάξεως που την αφορούσε (απόφαση του ρωτοδικείου της 5ης Οκτωβρίου 1995, Τ-17/95, Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ., σ. Ι-Α-227 και ΙΙ-683).

5 Η υπάλληλος αυτή είχε καταταγεί στον εισαγωγικό βαθμό της κατηγορίας της κατ' εφαρμογήν εσωτερικής αποφάσεως της 1ης Σεπτεμβρίου 1983 περί των εφαρμοστέων κριτηρίων στον διορισμό και στην κατάταξη σε κλιμάκιο κατά την πρόσληψη (στο εξής: απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 1983), με την οποία η Επιτροπή είχε παραιτηθεί της διακριτικής εξουσίας που της απονέμει το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Το ρωτοδικείο έκρινε ωστόσο, σε σχέση με την απόφαση αυτή, ότι, αν και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ απονέμει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) μπορεί, κατά τη νομολογία, να ρυθμίζεται με εσωτερικές αποφάσεις όπως η απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 1983, εντούτοις η Επιτροπή δεν μπορεί να μειώσει ή να περιορίσει, με απλή απόφαση, τα έννομα αποτελέσματα των διατάξεων του ΚΥΚ. Το ρωτοδικείο κατέληξε ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να παραιτηθεί πλήρως της εξουσίας που της απονέμει το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, αρνούμενη κατά τρόπο απόλυτο τη δυνατότητα διορισμού ενός νεοπροσληφθέντος υπαλλήλου σε βαθμό εκτός του εισαγωγικού βαθμού της σταδιοδρομίας και ότι, κατά συνέπεια, η απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 1983 παραβίαζε τον ΚΥΚ.

6 Το ρωτοδικείο υπογράμμισε με την ευκαιρία αυτή, μεταξύ άλλων, ότι, προκειμένου το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ να μην αποστερηθεί πάσης νομικής σημασίας, η ΑΔΑ υποχρεούται, εφόσον συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, όπως τα εξαιρετικά προσόντα ενός υποψηφίου, να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση της ενδεχόμενης εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται ιδίως οσάκις οι συγκεκριμένες ανάγκες της υπηρεσίες απαιτούν την πρόσληψη υπαλλήλου με ιδιαίτερα προσόντα και, ως εκ τούτου, δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ή οσάκις ο διοριζόμενος διαθέτει εξαιρετικά προσόντα και ζητεί να τύχει των ευεργετημάτων των εν λόγω διατάξεων. Το ρωτοδικείο διευκρίνισε, ωστόσο, ότι, ενόψει της ποικίλης επαγγελματικής πείρας που διαθέτουν οι υποψήφιοι για την ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση, η ΑΔΑ απολαύει διακριτικής ευχέρειας, εντός του πλαισίου που ορίζουν τα άρθρα 31 και 32, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, ή οι εσωτερικές αποφάσεις για την εφαρμογή αυτών, προκειμένου να εκτιμά την προηγούμενη επαγγελματική πείρα του προσλαμβανομένου ως υπαλλήλου, όσον αφορά τόσο τη φύση και τη διάρκεια αυτής όσο και τη μάλλον ή ήττον στενή σχέση που μπορεί να έχει με τις απαιτήσεις της πληρωτέας θέσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, σκέψη 21).

7 Κατόπιν της προπαρατεθείσας αποφάσεως Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996 (στο εξής: απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996), που δημοσιεύθηκε στις Διοικητικές ληροφορίες της 27ης Μαρτίου 1996,

με την οποία τροποποίησε την απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 1983. Κατόπιν της τροποποιήσεως αυτής, το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της τελευταίας αυτής αποφάσεως πρέπει να νοηθεί ως εξής:

«[Η ΑΔΑ] διορίζει τον δόκιμο υπάλληλο στον βασικό βαθμό της σταδιοδρομίας για την οποία προσλαμβάνεται. Κατ' εξαίρεση από την αρχή αυτή, η ΑΔΑ μπορεί να αποφασίσει να διορίσει τον δόκιμο υπάλληλο στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας, όταν οι ειδικές ανάγκες της υπηρεσίας απαιτούν την πρόσληψη υπαλλήλου με ιδιαίτερα προσόντα ή όταν ο προσλαμβανόμενος διαθέτει εξαιρετικά προσόντα.»

8 Η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996 ορίζει ότι αρχίζει να ισχύει από 5ης Οκτωβρίου 1995, ημερομηνίας εκδόσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής.

9 Σημαντικός αριθμός υπαλλήλων ζήτησαν την ανακατάταξή τους στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Ασκήθηκαν περισσότερες από 80 προσφυγές ενώπιον του ρωτοδικείου, με τις οποίες οι προσφεύγοντες ζήτησαν την ακύρωση αποφάσεως περί διορισμού ή την ακύρωση αποφάσεως απορριπτικής της αιτήσεως βαθμολογικής ανακατατάξεως.

10 Το χρονικό της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου H. Gavaert, καθώς και των σημαντικών, στην ένδικη διαφορά του με την Επιτροπή, αποφάσεων μπορεί να εκτεθεί ως εξής:

- 18 Ιανουαρίου 1995: διορισμός του ως δοκίμου υπαλλήλου υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή βοηθού διοικήσεως στην Επιτροπή και κατάταξη στον βαθμό Β 5, κλιμάκιο 3, με ισχύ από 1ης Σεπτεμβρίου 1994·

- 6 Ιουνίου 1995: μονιμοποίηση από 1ης Ιουνίου 1995·

- 5 Οκτωβρίου 1995: έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής και θέση σε ισχύ της αποφάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 1996·

- 7 Φεβρουαρίου 1996: γενική απόφαση της Επιτροπής για τροποποίηση της αποφάσεως της 1ης Σεπτεμβρίου 1983·

- 27 Μαρτίου 1996: δημοσίευση της αποφάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 1996 στις Διοικητικές ληροφορίες·

- 24 Ιουνίου 1996: αίτηση βαθμολογικής ανακατατάξεως·

- 26 Αυγούστου 1996: απόρριψη της αιτήσεως·

- 25 Νοεμβρίου 1996: υποβολή διοικητικής ενστάσεως·

- 3 Φεβρουαρίου 1997: ρητή απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση, που κοινοποιήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1997·

- 23 Μα_ου 1997: άσκηση της προσφυγής ενώπιον του ρωτοδικείου.

Η αναιρεσιβαλλομένη διάταξη

11 Κατόπιν ενστάσεως της Επιτροπής, η αναιρεσιβαλλομένη διάταξη απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996 δεν συνιστά νέο περιστατικό επιτρέπον την επανέναρξη των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ για την άσκηση προσφυγής κατά της από 18 Ιανουαρίου 1995 αποφάσεως περί κατατάξεως του H. Gevaert.

12 Το ρωτοδικείο διαπίστωσε, με τη σκέψη 33 της διατάξεως αυτής, ότι η διοικητική ένσταση του H. Gevaert κατά της από 18 Ιανουαρίου 1995 αποφάσεως της ΑΔΑ περί κατατάξεώς του κατά την πρόσληψη δεν είχε υποβληθεί εντός της προθεσμίας τριών μηνών που προβλέπει το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Το ρωτοδικείο υπενθύμισε, συναφώς, με τη σκέψη 34, ότι ένας υπάλληλος δεν μπορεί να αμφισβητήσει τους όρους της αρχικής προσλήψεώς του εφόσον η απόφαση περί προσλήψεώς του έχει καταστεί απρόσβλητη.

13 Το ρωτοδικείο έκρινε, με τις σκέψεις 35 και 36 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως και σχετικά με την αίτηση βαθμολογικής ανακατατάξεως, όπως είχε διατυπωθεί από τον H. Gevaert, ότι, ακόμη και αν η αίτηση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σκοπεί στην αναθεώρηση της τωρινής του κατατάξεως και όχι εκείνης κατά την ημερομηνία προσλήψεώς του, εντούτοις η εν λόγω αίτηση, που βασίζεται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, σκοπεί κατ' ανάγκην στην αμφισβήτηση των όρων της αρχικής προσλήψεώς του ή, τουλάχιστον, μπορεί να αμφισβητήσει το κύρος της από 18 Ιανουαρίου 1995 αποφάσεως της ΑΔΑ, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη.

14 Το ρωτοδικείο, αφού υπενθύμισε, με τη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, την αρχή κατά την οποία μόνον η ύπαρξη νέου ουσιώδους περιστατικού μπορεί να δικαιολογήσει την υποβολή αιτήσεως επανεξετάσεως μιας αποφάσεως η οποία δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως, έκρινε, στη σκέψη 39, ότι η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996 δεν μπορεί, από την ίδια της τη φύση και από τη νομική της ισχύ, να συνιστά νέο περιστατικό, καθόσον δεν έχει ως αντικείμενο ούτε συνεπάγεται την αμφισβήτηση του κύρους των διοικητικών αποφάσεων που κατέστησαν απρόσβλητες πριν από τη θέση της σε ισχύ.

15 Εξετάζοντας την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της από 7ης Φεβρουαρίου 1996 αποφάσως, η οποία ορίστηκε στις 5 Οκτωβρίου 1995, δηλαδή την ημερομηνία εκδόσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, το ρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι αυτό σημαίνει ότι η απόφαση εφαρμόζεται μόνον επί των υπαλλήλων που προσλήφθηκαν μετά τις 5 Οκτωβρίου 1995. Το ρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 42, ότι η Επιτροπή περιορίστηκε, κατά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, σε μια αναγκαία τροποποίηση της αποφάσεως της 1ης Σεπτεμβρίου 1983, προκειμένου να συμμορφωθεί με την προπαρατεθείσα απόφαση Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής.

16 Το ρωτοδικείο υπογράμμισε επιπλέον, με τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ δεν περιέχει κανόνα εφαρμοστέο επί όλων των υπαλλήλων αλλά ότι, αντιθέτως, η διάταξη αυτή απονέμει στην ΑΔΑ τη διακριτική εξουσία να διορίζει - κατ' εξαίρεση - τον προσλαμβανόμενο υπάλληλο σε βαθμό της σταδιοδρομίας του ανώτερο του εισαγωγικού. Υπενθύμισε, επίσης, ότι από την προπαρατεθείσα απόφαση Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής προκύπτει ότι η ΑΔΑ δεν είναι, κατ' αρχήν, υποχρεωμένη να εξετάζει σε κάθε περίπτωση αν χωρεί εφαρμογή του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ούτε να αιτιολογεί την απόφασή της να μην κάνει χρήση της εν λόγω διατάξεως.

17 Δεδομένου ότι η δυνατότητα της διοικήσεως να διορίσει τον προσλαμβανόμενο υπάλληλο σε βαθμό ανώτερο του εισαγωγικού και του ενδιάμεσου της σταδιοδρομίας πρέπει να νοηθεί ως εξαίρεση των γενικών κανόνων περί κατατάξεως, το ρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η έκδοση της αποφάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 1996 δεν είναι ικανή να βλάψει τον H. Gevaert και δεν μπορεί, επομένως, να συνιστά νέο περιστατικό.

18 Λαμβάνοντας υπόψη τις σκέψεις αυτές και, μεταξύ άλλων, τον εξαιρετικό χαρακτήρα του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, το ρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η απόρριψη από την Επιτροπή μιας αιτήσεως ανακατατάξεως που υποβλήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας προς υποβολή διοικητικής ενστάσεως δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση της αρχής της ισότητας μεταχειρίσεως.

19 Το ρωτοδικείο απέρριψε επίσης, με τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το επιχείρημα του H. Gevaert ότι η Επιτροπή παρέβη το καθήκον της αρωγής, υπενθυμίζοντας ότι το καθήκον αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει τη διοίκηση να προσδώσει σε κοινοτική διάταξη ερμηνεία που αντιβαίνει στην ακριβή της διατύπωση. Εν προκειμένω, το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι είναι εφαρμοστέο επί όλων των υπαλλήλων.

20 Το ρωτοδικείο απέρριψε επίσης, με τις σκέψεις 47 και 48 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι είναι παράδοξο η Επιτροπή να έχει απορρίψει, εν προκειμένω, την αίτηση επανεξετάσεως της κατατάξεως του αναιρεσείοντος ενώ είχε παράσχει, με την έκδοση της αποφάσεως της 1ης Σεπτεμβρίου 1983, τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως ανακατατάξεως σε όλους τους υπαλλήλους που είχαν καταταγεί σύμφωνα με τα παλαιά κριτήρια κατατάξεως. Κατά το ρωτοδικείο, η δυνατότητα που παρασχέθηκε το 1983 αφορά μόνον την επανεξέταση σύμφωνα με τα κριτήρια κατατάξεως που ίσχυαν κατά τον χρόνο της αρχικής προσλήψεως των υπαλλήλων, ενώ ο H. Gevaert ζητούσε την επανεξέταση της κατατάξεώς του σύμφωνα με τα νέα κριτήρια που προβλέπει η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996.

21 Κρίνοντας ότι ο H. Gevaert δεν μπόρεσε να αποδείξει την ύπαρξη νέων περιστατικών που να επιτρέπουν την επανέναρξη των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, το ρωτοδικείο διαπίστωσε, με τη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η προσφυγή κατά της αποφάσεως της 18ης Ιανουαρίου 1995 ασκήθηκε εκπροθέσμως και ως εκ τούτου απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.

Η αίτηση αναιρέσεως

22 Η αίτηση αναιρέσεως στηρίζεται σε τρεις λόγους αντλούμενους από παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Ο πρώτος λόγος αντλείται από σφάλμα νομικού χαρακτηρισμού της αιτήσεως του H. Gevaert. Ο δεύτερος βασίζεται σε σφάλμα νομικού χαρακτηρισμού σε σχέση με την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996 όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της ισότητας μεταχειρίσεως καθώς και όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 3, του ΚΥΚ. Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι υφίσταται αντίφαση στην αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

23 Με τον πρώτο λόγο, που αφορά τις σκέψεις 35 έως 37 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο H. Gevaert θεωρεί ότι το ρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, καθόσον θεώρησε ότι η αίτησή του ανακατατάξεως ενείχε τον κίνδυνο αμφισβητήσεως της αρχικής του κατατάξεως, ενώ εκείνο που ζητούσε ήταν ανακατάταξη με ισχύ από 5ης Οκτωβρίου 1995.

24 Το σφάλμα αυτό είχε νομικές συνέπειες, καθόσον το ρωτοδικείο εξέτασε το ενδεχόμενο υπάρξεως νέου περιστατικού ικανού να προκαλέσει την επανεξέταση της αποφάσεως περί αρχικής κατατάξεως του H. Gevaert και την επανέναρξη των προθεσμιών για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως, ενώ το ρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει μόνον το ενδεχόμενο μεσολαβήσεως ουσιώδους μεταβολής των συνθηκών από την έκδοση της αρχικής αποφάσεως περί κατατάξεως από την Επιτροπή, η οποία να δικαιολογεί αίτηση επανεξετάσεως της παρούσας κατατάξεως.

25 Ο δεύτερος λόγος, που αφορά τις σκέψεις 39 έως 45 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, προβάλλεται από τον H. Gevaert μόνο για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η αίτησή του περί ανακατατάξεως μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το κύρος της αποφάσεως περί αρχικής του κατατάξεως.

26 Ο H. Gevaert εκτιμά ότι η απόφαση της Επιτροπής της 7ης Φεβρουαρίου 1996 δικαιολογεί την υποβολή αιτήσεως ανακατατάξεως, καθόσον συνιστά νέο περιστατικό ή, τουλάχιστον, ουσιώδη μεταβολή των συνθηκών σε σχέση με τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί αρχικής κατατάξεως. Ως εκ τούτου, η απορριπτική της αιτήσεως ανακατατάξεως απόφαση αποτελεί προσβλητέα πράξη και όχι επικύρωση της αποφάσεως περί αρχικής κατατάξεως.

27 Ο H. Gevaert θεωρεί ότι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το ρωτοδικείο, το νέο αυτό περιστατικό ή, τουλάχιστον, η ουσιώδης αυτή μεταβολή των συνθηκών μπορεί να δημιουργήσει δυσμενή διάκριση μεταξύ των υπαλλήλων που προσλήφθηκαν πριν από τις 5 Οκτωβρίου 1995 και εκείνων που προσλήφθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή και παραβιάζει έτσι την αρχή της ισότητας μεταχειρίσεως, που συνιστά υπέρτερο κανόνα δικαίου. Η αρχή αυτή διατυπώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 5, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, κατά το οποίο «οι υπάλληλοι που ανήκουν στην ίδια κατηγορία ή στον ίδιο κλάδο υπόκεινται αντίστοιχα στις ίδιες προϋποθέσεις προσλήψεως και εξελίξεως της σταδιοδρομίας».

28 Ο H. Gevaert αναγνωρίζει ότι η απόφαση της Επιτροπής της 7ης Φεβρουαρίου 1996 δεν του απονέμει αυτομάτως δικαίωμα κατατάξεως στον ανώτερο βαθμό σταδιοδρομίας, δεδομένης της διακριτικής ευχέρειας της ΑΔΑ. Θεωρεί, ωστόσο, ότι η απόφαση αυτή του χορηγεί απόλυτο δικαίωμα εξετάσεως των προσόντων του και των ιδιαίτερων αναγκών της υπηρεσίας, ενόψει, εν προκειμένω, της κατατάξεώς του σε βαθμό διαφορετικό από τον εισαγωγικό της σταδιοδρομίας, άλλως το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ θα καθίστατο άνευ περιεχομένου.

29 Επομένως, ο αναιρεσείων εκτιμά ότι το γεγονός ότι το ρωτοδικείο έκρινε ότι η ΑΔΑ μπορούσε, δυνάμει της διακριτικής της ευχέρειας, να αρνηθεί να προβεί σε αντικειμενική εξέταση των προσόντων του, με την αιτιολογία ότι το άρθρο 31, παράγραφος 2, δεν εφαρμόζεται επί όλων των υπαλλήλων, συνιστά παραβίαση της αρχής της ισότητας μεταχειρίσεως και του άρθρου 5, παράγραφος 3, του ΚΥΚ.

30 Με τον τρίτο λόγο, ο H. Gevaert προσάπτει στο ρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε αντίφαση, καθόσον έκρινε ότι η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996 δεν έχει ως αντικείμενο ούτε συνεπάγεται την αμφισβήτηση του κύρους των αποφάσεων περί κατατάξεως που έχουν καταστεί απρόσβλητες, δηλαδή εκείνων που εκδόθηκαν πριν από διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών ενώ, από την άλλη πλευρά, αναγνωρίζει ότι η απόφαση εφαρμόζεται επί όλων των υπαλλήλων που προσλήφθηκαν μετά τις 5 Οκτωβρίου 1995, δηλαδή ακόμη και εκείνων των οποίων η απόφαση περί κατατάξεως εκδόθηκε πριν από διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και ως εκ τούτου έχει καταστεί απρόσβλητη.

31 Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο πρώτος λόγος που αντλείται από τον κακό χαρακτηρισμό της αιτήσεως του H. Gevaert είναι αβάσιμος. Θυμίζει, μεταξύ άλλων, το χωρίο της σκέψεως 36 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, από το οποίο προκύπτει ότι, ακόμη και κατά τον αναιρεσείοντα, «εντούτοις, το αίτημα αυτό μπορεί να αμφισβητήσει άμεσα το κύρος της από 18ης Ιανουαρίου 1995 αποφάσεως της ΑΔΑ, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη».

32 Σχετικά με τον δεύτερο λόγο, η Επιτροπή προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996 είχε ως μοναδικό σκοπό να περιλάβει, χάριν διαφάνειας, στην απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 1983, τις επιβαλλόμενες σε αυτήν αρχές που είχε θέσει η προπαρατεθείσα απόφαση Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής. Μια τέτοια απόφαση αποτελεί εσωτερική οδηγία που πρέπει να θεωρηθεί ενδεικτικός κανόνας συμπεριφοράς που η διοίκηση επιβάλλει στον εαυτό της στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που της αναγνωρίζεται.

33 Εφόσον η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996 αρκείται στην επανάληψη της καταστατικής αρχής που υπενθυμίζει η προπαρατεθείσα απόφαση Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής και εφόσον η απόφαση δεν μπορεί να συνιστά, αυτή καθεαυτή, νέο περιστατικό έναντι τρίτων, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο H. Gevaert δεν μπορεί να επικαλεστεί την απόφαση αυτή ως νέο περιστατικό που δικαιολογεί την υποβολή αιτήσεως ανακατατάξεως.

34 Όσο για τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της ισότητας μεταχειρίσεως, η Επιτροπή τονίζει ότι η νομολογία που επικαλείται ο H. Gevaert με την προσφυγή του δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, εφόσον προβλέπει την περίπτωση νέου κανόνα που προορίζεται να εφαρμοστεί, χωρίς διάκριση, επί παντός υπαλλήλου δυναμένου να ισχυριστεί ότι βρίσκεται σε μια καθορισμένη κατάσταση, ενώ η περίπτωση του αναιρεσείοντος αφορά, αντιθέτως, το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, που παρέχει στην ΑΔΑ τη δυνατότητα να διορίσει, στο πλαίσιο διακριτικής ευχέρειας εκτιμήσεως, τον προσλαμβανόμενο υπάλληλο σε βαθμό της σταδιοδρομίας του ανώτερο του εισαγωγικού.

35 ρος απάντηση στον τρίτο λόγο, η Επιτροπή θυμίζει ότι με την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996 απλώς πληροφόρησε τους υπαλλήλους σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, όπως υπενθυμίστηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, χωρίς, ωστόσο, να δημιουργήσει νέα δικαιώματα. Αμφισβητεί, επομένως, την ύπαρξη αντιφάσεως στην αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του πρώτου λόγου

36 ροκειμένου να κριθεί αν το ρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένο χαρακτηρισμό, καθόσον αποφάνθηκε ότι η αίτηση του H. Gevaert σκοπούσε στην αμφισβήτηση των συνθηκών της αρχικής προσλήψεώς του, επιβάλλεται, κατ' αρχάς, η διαπίστωση ότι η αίτηση που ο αναιρεσείων υπέγραψε στις 24 Ιουνίου 1996 φέρει τον τίτλο «Αίτηση ανακατατάξεως βάσει του άρθρου 31, παράγραφος 2» («Aanvrag tot herklassering op basis van art. 31 par. 2») και αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι εκτιμά ότι διαθέτει την εμπειρία και τα κατάλληλα προσόντα προκειμένου να ζητήσει την επανεξέταση της παρούσας κατατάξεώς του [«(...) Ι believe I have the sufficient experience and skills to demand a review of my actual grade»].

37 Η διοικητική ένσταση που ο H. Gevaert υπέβαλε στις 25 Νοεμβρίου 1996 ορίζει το αντικείμενό της με τον όρο «ανακατάταξη». ροβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο ενιστάμενος ζητεί «επανεξέταση της υπηρεσιακής καταστάσεως και κατάλληλη προσαρμογή της κατατάξεώς του» και ότι η Επιτροπή «παραγνωρίζει, επομένως, το περιεχόμενο της αιτήσεως εκτιμώντας ότι αυτή συνιστά αμφισβήτηση της αρχικής αποφάσεως περί κατατάξεως».

38 ροκειμένου περί αιτήσεως του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή αφορά την κατάταξη σε βαθμό, κατά τον χρόνο προσλήψεως, των υπαλλήλων που πέτυχαν σε διαγωνισμό για είσοδο στην ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση.

39 Μια αίτηση ανακατατάξεως σκοπεί, επομένως, στην αναθεώρηση της αρχικής κατατάξεως σε βαθμό που έγινε κατά την πρόσληψη του υπαλλήλου. Η περίπτωση αυτή πρέπει να διακρίνεται από την προαγωγή κατά βαθμό η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, συνεπάγεται την απονομή στον υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ανώτερου βαθμού της κατηγορίας στην οποία ανήκει.

40 Όπως το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει, η δυνατότητα που αναγνωρίζει το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου και κατ' εξαίρεση, να προσλάβει υπάλληλο σε ανώτερο και όχι στον εισαγωγικό βαθμό της σταδιοδρομίας, με τις συνέπειες που η πρόσληψη αυτή θα έχει επί του προϋπολογισμού, πρέπει να παρέχει στην ΑΔΑ τη δυνατότητα να λάβει υπόψη τις ειδικές ανάγκες της υπηρεσίες, καθώς και την επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου κατά τον χρόνο της προσλήψεώς του (βλ., υπό αυτή την έννοια, απόφαση της 29ης Ιουνίου 1994, C-298/93 Ρ, Klinke κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-3009, σκέψεις 14 και 15).

41 Επομένως, ακόμη και αν η ανακατάταξη που ζητεί ο H. Gevaert ισχύει μόλις από 5ης Οκτωβρίου 1995, πρέπει να βασίζεται στην εκτίμηση των ιδιαίτερων προσόντων του και της επαγγελματικής του πείρας κατά τον χρόνο της αρχικής προσλήψεώς του.

42 Επομένως, το ρωτοδικείο ορθώς έκρινε, με τη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το αίτημα του H. Gevaert, που βασίζεται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, σκοπεί αναγκαστικώς στην αμφισβήτηση των συνθηκών της αρχικής προσλήψεώς του.

43 Επομένως, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου

44 Επιβάλλεται, εκ προοιμίου, να καθοριστεί το πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 1996. Η απόφαση αυτή, που δημοσιεύθηκε στις 27 Μαρτίου 1996, διευκρινίζει ότι ισχύει από 5ης Οκτωβρίου 1995, ημερομηνίας εκδόσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής.

45 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση αυτή, που εκδόθηκε προς εκτέλεση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, τροποποίησε τα κριτήρια κατατάξεως των προσλαμβανομένων υπαλλήλων, που η Επιτροπή εφαρμόζει από της εκδόσεως της αποφάσεως της 1ης Σεπτεμβρίου 1983, και δέχθηκε τη δυνατότητα ανακατατάξεως για ορισμένη κατηγορία υπαλλήλων, συγκεκριμένα για εκείνους που προσλήφθηκαν μετά τις 5 Οκτωβρίου 1995.

46 Κατ' αυτόν τον τρόπο, η απόφαση αυτή οδηγεί στην αμφισβήτηση του κύρους των διοικητικών αποφάσεων που έχουν καταστεί απρόσβλητες, αντιθέτως προς ό,τι βεβαιώνει το ρωτοδικείο με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, εφόσον ορισμένοι υπάλληλοι είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν την ανακατάταξή τους, ενώ δεν είχαν ασκήσει εμπροθέσμως προσφυγή κατά της αποφάσεως περί κατατάξεως κατά την πρόσληψή τους.

47 Σχετικά με το επιχείρημα ότι το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ δεν περιέχει κανόνα εφαρμοστέο επί παντός υπαλλήλου, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως έκρινε το ρωτοδικείο, «προκειμένου το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ να μην αποστερηθεί πάσης νομικής σημασίας (...), η ΑΔΑ υποχρεούται, εφόσον συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, όπως τα εξαιρετικά προσόντα ενός υποψηφίου, να προβαίνει σε συγκεκριμένη εκτίμηση της ενδεχόμενης εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, οσάκις οι συγκεκριμένες ανάγκες της υπηρεσίας απαιτούν την πρόσληψη υπαλλήλου με ιδιαίτερα προσόντα και δικαιολογούν ως εκ τούτου την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ (...) ή οσάκις ο προσλαμβανόμενος διαθέτει εξαιρετικά προσόντα και επικαλείται τις διατάξεις αυτές» (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, σκέψη 21).

48 Επομένως, αν και η ΑΔΑ διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως των αναγκών της υπηρεσίας και της επαγγελματικής πείρας ενός υποψηφίου, ωστόσο η εξουσία αυτή δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση να εξετάσει αίτηση με την οποία γίνεται επίκληση των διατάξεων του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, όταν αυτό υποβάλλεται από υποψήφιο υπάλληλο που φρονεί ότι διαθέτει εξαιρετικά προσόντα.

49 Συνεπώς, η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996 για την τροποποίηση των κριτηρίων κατατάξεως είναι απόφαση γενικής εφαρμογής θέτουσα υπό αμισβήτηση το κύρος ορισμένων αποφάσεων της διοικήσεως που έχουν καταστεί απρόσβλητες. Αντιθέτως προς ό,τι βεβαιώνει το ρωτοδικείο με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, η απόφαση αυτή συνιστά, κατά τούτο, νέο περιστατικό ικανό, εν προκειμένω, να βλάψει τους υπαλλήλους που προσλήφθηκαν πριν από τις 5 Οκτωβρίου 1995. Συνεπώς, οι τελευταίοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα υποβολής στην Επιτροπή, εντός των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, αιτήσεως ανακατατάξεως.

50 Επομένως, η αίτηση ανακατατάξεως του H. Gevaert που υποβλήθηκε στις 24 Ιουνίου 1996 υποβλήθηκε εγκύρως και η προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον του ρωτοδικείου κατά της απορριπτικής της αιτήσεως αυτής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

51 Εφόσον ο δεύτερος λόγος είναι βάσιμος, πρέπει να ακυρωθεί η αναιρεσιβαλλομένη διάταξη, χωρίς να είναι απαραίτητη η εξέταση του τρίτου λόγου.

Επί της ουσίας της προσφυγής

52 Κατά το άρθρο 54 του κανονισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και τις αντίστοιχες διατάξεις των κανονισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου, εφόσον η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, επιβάλλεται η κρίση επί της ουσίας σχετικά με το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 26ης Αυγούστου 1996, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του H. Gevaert με αντικείμενο τη βαθμολογική του ανακατάταξη.

53 Κατά τον H. Gevaert, η απόφαση αυτή βασίζεται σε γενική απόφαση που στερείται νομιμότητας. ράγματι, η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996 παραβιάζει την αρχή της ισότητας μεταχειρίσεως διότι δεν εφαρμόζεται επί των υπαλλήλων που προσλήφθηκαν πριν από τις 5 Οκτωβρίου 1995.

54 Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι η αρχή της ισότητας μεταχειρίσεως που θέτει το άρθρο 5, παράγραφος 3, του ΚΥΚ είναι κανόνας γενικού χαρακτήρα ισχύων στο δίκαιο της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης. Υφίσταται δυσμενής διάκριση που παραβιάζει τον κανόνα αυτόν όταν άνιση μεταχείριση εφαρμόζεται σε καταστάσεις ταυτόσημες ή συγκρίσιμες και η διαφοροποίηση αυτή δεν αιτιολογείται αντικειμενικώς (βλ., υπό αυτή την έννοια, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1982, 198/81 έως 202/81, Micheli κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 4145, σκέψεις 5 και 6· για τις συνθήκες προσλήψεως, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, 66/83 έως 68/83 και 136/83 έως 140/83, Hattet κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2459, σκέψη 24, και 119/83, Appelbaum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2423, σκέψη 25).

55 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η απόφαση της 7ης Φεβρουρίου 1996 επιφυλάσσει ευνοϊκότερη μεταχείριση στους υπαλλήλους που διορίστηκαν μετά τις 5 Οκτωβρίου 1995 απ' ό,τι σε όσους διορίστηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή, εφόσον οι διορισθέντες μετά τις 5 Οκτωβρίου 1995 μπορούσαν να ζητήσουν επανεξέταση της κατατάξεώς τους, ενώ όσοι προσλήφθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή δεν είχαν πλέον αυτή τη δυνατότητα.

56 Αυτή η διαφοροποίηση μεταχειρίσεως δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς από το γεγονός ότι η 5η Οκτωβρίου 1995 αποτελεί την ημερομηνία εκδόσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής. ράγματι, η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής δεν επιβάλλει να λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία αυτή για τη θέση σε ισχύ της αποφάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 1996 όσον αφορά τους υπαλλήλους που δεν ήσαν διάδικοι στη δίκη αυτή. Επιπλέον, αν και η Επιτροπή παρέσχε, με την έκδοση της αποφάσεως αυτής, δείγματα αρωγής προς τους υπαλλήλους που είχαν διοριστεί μετά τις 5 Οκτωβρίου 1995 και δεν είχαν αμφισβητήσει το κύρος της αποφάσεως περί κατατάξεώς τους εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο που να αποτελεί δικαιολόγηση ή εξήγηση του γεγονότος ότι η Επιτροπή δεν επεξέτεινε την αρωγή αυτή στους υπαλλήλους που διορίστηκαν μεταξύ του 1983 και της 5ης Οκτωβρίου 1995 και βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση.

57 Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996 παραβιάζει τη γενική αρχή της ισότητας μεταχειρίσεως που θέτει το άρθρο 5, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, καθόσον επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση σε καταστάσεις συγκρίσιμες χωρίς καν να εκθέτει τους λόγους που δικαιολογούν αντικειμενικώς τη διαφοροποίηση αυτή.

58 Επομένως, η απόφαση της 26ης Αυγούστου 1996, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του H. Gevaert περί βαθμολογικής του ανακατατάξεως πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον στηρίζεται στη γενική αυτή απόφαση που παραβιάζει την αρχή της ισότητας μεταχειρίσεως.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

59 Κατά το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται επί της διαδικασίας αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, πέραν των δικών της εξόδων, το σύνολο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο H. Gevaert, τόσο ενώπιον του ρωτοδικείου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Ακυρώνει τη διάταξη του ρωτοδικείου της 19ης Αυγούστου 1998, Τ-160/97, Gevaert κατά Επιτροπής.

2) Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 26ης Αυγούστου 1996, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του H. Gevaert περί βαθμολογικής του ανακατατάξεως.

3) Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτ_ήτων στο σύνολο των δικαστικών εξόδων ενώπιον του ρωτοδικείου και του Δικαστηρίου.