61998J0352

Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000. - Laboratoires pharmaceutiques Bergaderm SA και Jean-Jacques Goupil κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως - Εξωσυμßατική ευθύνη της Κοινότητας - Έκδοση της οδηγίας 95/34/ΕΚ. - Υπόθεση C-352/98 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-05291


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Αναίρεση - Λόγοι - Απλή επανάληψη των λόγων και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του ρωτοδικείου - Έλλειψη προσδιορισμού της προβαλλομένης πλάνης περί το δίκαιο - Απαράδεκτο

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 168 Α (νυν άρθρο 225 ΕΚ)· Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 51, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχ. γ_]

2. Εξωσυμβατική ευθύνη - Ευθύνη της Κοινότητας βάσει του άρθρου 215 της Συνθήκης (νυν άρθρου 288 ΕΚ) - Ευθύνη των κρατών μελών λόγω παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου - ανομοιότυπες προϋποθέσεις θεμελιώσεως - Αρκούντως κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 215 (νυν άρθρο 288 ΕΚ)]

3. ροσέγγιση των νομοθεσιών - Καλλυντικά προϊόντα - Οδηγία 76/768 - Κατάλογος ουσιών η χρήση των οποίων απαγορεύεται - Διαδικασία τροποποιήσεως - Διαβούλευση της Επιτροπής με την επιτροπή προσαρμογής - Έλλειψη γνωμοδοτήσεως - Ανάκληση από την Επιτροπή της προτάσεώς της - Επιτρέπεται

(Οδηγία 76/768 του Συμβουλίου)

Περίληψη


1. Από τα άρθρα 168 A της Συνθήκης (νυν άρθρο 225 ΕΚ), 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς να περιέχει επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον προσδιορισμό της πλάνης περί το δίκαιο την οποία ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, περιορίζεται στην επανάληψη των λόγων και των επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του ρωτοδικείου. Συγκεκριμένα, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του ρωτοδικείου προσφυγής, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

( βλ. σκέψεις 34-35 )

2. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας για τις ζημίες που προκαλούν τα θεσμικά όργανά της ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν πρέπει, ελλείψει ειδικής δικαιολογίας, να διαφέρουν από εκείνες που διέπουν την ευθύνη του Δημοσίου για τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το αν τη ζημία την έχει προκαλέσει εθνική ή κοινοτική αρχή.

Το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει δικαίωμα αποζημιώσεως αν συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις, ότι δηλαδή ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, ότι η παράβαση είναι κατάφωρη και, τέλος, ότι υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εκ μέρους του κράτους παραβάσεως και της ζημίας που υπέστησαν τα βλαβέντα πρόσωπα.

Σχετικά με την αρκούντως κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, όσον αφορά τόσο την ευθύνη της Κοινότητας βάσει του άρθρου 215 της Συνθήκης (νυν άρθρου 288 ΕΚ) όσο και την ευθύνη των κρατών μελών για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παραβίαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είναι το αν υπήρξε, εκ μέρους κράτους μέλους ή κοινοτικού οργάνου, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία εκτιμήσεως. Οσάκις το οικείο κράτος μέλος ή το θεσμικό όργανο δεν διαθέτει παρά μόνο πολύ περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παράβαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως. Η γενική ή ατομική φύση μιας πράξεως θεσμικού οργάνου δεν αποτελεί, συναφώς, αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει το εν λόγω όργανο.

( βλ. σκέψεις 41-44, 46 )

3. Σε περίπτωση ελλείψεως γνωμοδοτήσεως της επιτροπής προσαρμογής, που θεσπίστηκε με την οδηγία 76/768, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα, σχετικά με μέτρα που αποσκοπούν στον περιορισμό της επιτρεπτής μέγιστης περιεκτικότητας μιας ουσίας που χρησιμοποιείται κατά την παρασκευή των καλλυντικών προϊόντων, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να υποβάλει στο Συμβούλιο τα ίδια αυτά μέτρα, χωρίς καμία τροποποίηση. Η Επιτροπή οφείλει, συγκεκριμένα, να διαθέτει, στην περίπτωση ευαίσθητων και αμφιλεγόμενων φακέλων, αρκετό περιθώριο εκτιμήσεως και αρκετή προθεσμία και συνεπώς δικαιούται να αποσύρει, κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής προσαρμογής, την πρότασή της σχετικά με τα προς λήψη μέτρα.

( βλ. σκέψεις 65-66 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-352/98 P,

Laboratoires pharmaceutiques Bergaderm SA, υπό δικαστική εκκαθάριση, με έδρα το Rungis (Γαλλία),

και

Jean-Jacques Goupil, κάτοικος Chevreuse (Γαλλία),

εκπροσωπούμενοι από τους J.-P. Spitzer και Y.-Μ. Moray, δικηγόρους αρισιού, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο A. May, 398, route d'Esch,

αναιρεσείοντες,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 16 Ιουλίου 1998 το ρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο τμήμα) στην υπόθεση T-199/96, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2805), και με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον P. van Nuffel, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον A. Barav, δικηγόρο αρισιού και barrister, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

εναγομένη πρωτοδίκως,

υποστηριζόμενη από την

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την K. Rispal-Bellanger, υποδιευθύντρια της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον R. Loosli-Surrans, chargé de mission στην ίδια διεύθυνση, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την ρεσβεία της Γαλλίας, 8 B, boulevard Joseph ΙΙ,

παρεμβαίνουσα στην αναιρετική διαδικασία,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, ρόεδρο, J. C. Moitinho de Almeida, L. Sevón (εισηγητή) και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, P. J. G. Kapteyn, J.-P. Puissochet, P. Jann, H. Ragnemalm, Μ. Wathelet, Β. Σκουρή και την F. Macken, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Fennelly

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 30ής Νοεμβρίου 1999,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Ιανουαρίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Σεπτεμβρίου 1998, η εταιρία Laboratoires pharmaceutiques Bergaderm SA (στο εξής: Bergaderm), υπό δικαστική εκκαθάριση, και ο κ. Goupil, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της, άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του ρωτοδικείου της 16ης Ιουλίου 1998, T-199/96, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2805, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το ρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή τους με την οποία ζήτησαν την αποκατάσταση της ζημίας που φέρονται ότι υπέστησαν λόγω της προετοιμασίας και της εκδόσεως της δεκάτης ογδόης οδηγίας 95/34/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Ιουλίου 1995, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων ΙΙ, ΙΙΙ, VI και VII της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα (ΕΕ L 167, σ. 19, στο εξής: οδηγία προσαρμογής).

2 Με διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 12 Φεβρουαρίου 1999, επετράπη στη Γαλλική Δημοκρατία να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

Το κανονιστικό πλαίσιο

3 Στις σκέψεις 1 έως 5 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο περιέγραψε ως εξής το κανονιστικό πλαίσιο:

«1 Το άρθρο 4 της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/004, σ. 145, στο εξής: οδηγία περί καλλυντικών), η οποία τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, με την οδηγία 93/35/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 151, σ. 32), επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να απαγορεύουν τη διάθεση στην αγορά καλλυντικών προϊόντων τα οποία περιέχουν ουσίες απαριθμούμενες στον "κατάλογο ουσιών οι οποίες δεν πρέπει να περιέχονται στα καλλυντικά προϊόντα" (παράρτημα ΙΙ της οδηγίας), καθώς και καλλυντικών προϊόντων τα οποία περιέχουν ουσίες απαριθμούμενες στον "κατάλογο των ουσιών τις οποίες δεν δύνανται να περιέχουν τα καλλυντικά προϊόντα πέραν των προβλεπομένων όρων και περιορισμών" (παράρτημα ΙΙΙ, πρώτο μέρος), υπερβαίνουσες τα όρια και χωρίς να τηρούνται οι αναγραφόμενες προϋποθέσεις.

2 Το άρθρο 9 της οδηγίας περί καλλυντικών προβλέπει τη σύσταση επιτροπής για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των οδηγιών που αποσκοπούν στην εξάλειψη των τεχνικών εμποδίων στο εμπόριο των καλλυντικών προϊόντων (στο εξής: επιτροπή προσαρμογής). Η ίδια διάταξη διευκρινίζει ότι η επιτροπή προσαρμογής αποτελείται από εκπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από εκπρόσωπο της Επιτροπής.

3 Με την απόφαση 78/45/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί συστάσεως μιας επιστημονικής επιτροπής σχετικώς με τα καλλυντικά (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/007, σ. 36, στο εξής: απόφαση 78/45), συστάθηκε επιστημονική επιτροπή καλλυντικών (στο εξής: επιστημονική επιτροπή), παρά τη Επιτροπή. Κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής, τα καθήκοντα της επιστημονικής επιτροπής συνίστανται στην παροχή γνώμης προς την Επιτροπή επί κάθε προβλήματος επιστημονικού και τεχνικού χαρακτήρα στον τομέα των καλλυντικών προϊόντων, ιδίως δε επί των ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των καλλυντικών προϊόντων και επί των όρων χρησιμοποιήσεως των προϊόντων αυτών. Η ίδια απόφαση ορίζει ότι τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής διορίζονται από την Επιτροπή μεταξύ "των λίαν εξειδικευμένων επιστημονικών προσωπικοτήτων που έχουν εξειδικευθεί στους τομείς [των καλλυντικών προϊόντων]" (άρθρο 4), ότι οι αντιπρόσωποι των ενδιαφερομένων υπηρεσιών της Επιτροπής μετέχουν στις συνεδριάσεις της επιστημονικής επιτροπής, ότι η Επιτροπή μπορεί να προσκαλεί "προσωπικότητες που έχουν ειδικές [ικανότητες] στα προς μελέτη θέματα" να μετέχουν και στις συνεδριάσεις της επιστημονικής επιτροπής (άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3) και ότι η επιστημονική επιτροπή μπορεί επίσης να συστήσει εντός του πλαισίου της ομάδες εργασίας, οι οποίες συνέρχονται κατόπιν προσκλήσεως από την Επιτροπή (άρθρα 7 και 8).

4 Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας περί καλλυντικών ορίζει ότι οι τροποποιήσεις που είναι αναγκαίες για τις προσαρμογές του παραρτήματος ΙΙ στην τεχνική πρόοδο θεσπίζονται κατά τη διαδικασία του άρθρου 10.

5 Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:

- η επιτροπή προσαρμογής συγκαλείται από τον πρόεδρό της·

- ο εκπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει σχέδιο των προς λήψη μέτρων·

- η επιτροπή προσαρμογής διατυπώνει, με ειδική πλειοψηφία, τη γνώμη της επί του σχεδίου, ο δε πρόεδρος δεν μετέχει στη ψηφοφορία·

- σε περίπτωση που η γνώμη της επιτροπής προσαρμογής είναι σύμφωνη με τα μέτρα που σχεδιάζει η Επιτροπή, η τελευταία θεσπίζει τα εν λόγω μέτρα·

- σε περίπτωση που η γνώμη της επιτροπής προσαρμογής δεν είναι σύμφωνη με τα μέτρα που σχεδιάζει η Επιτροπή ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει αμελλητί πρόταση στο Συμβούλιο, το οποίο αποφαίνεται με την ειδική πλειοψηφία· αν, ωστόσο, το Συμβούλιο δεν έχει αποφανθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών αφότου του υποβλήθηκε η πρόταση, η Επιτροπή θεσπίζει τα προταθέντα μέτρα.»

Τα πραγματικά περιστατικά και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

4 Η Bergaderm εδραστηριοποιείτο στην αγορά των παραφαρμακευτικών και καλλυντικών προϊόντων. αρήγε μεταξύ άλλων το Bergasol, ένα αντηλιακό λάδι το οποίο, εκτός από φυτικό έλαιο και φίλτρα, περιέχει περγαμέλαιο. Μεταξύ των μορίων που συνθέτουν το περγαμέλαιο περιλαμβάνονται τα ψωραλένια, τα οποία καλούνται επίσης φουροκουμαρίνες. Μια απ' αυτές είναι το περγκαπτένιο, το οποίο είναι γνωστό στον επιστημονικό κόσμο και με το όνομα 5-μεθοξυψωραλένιο (στο εξής: 5-MOP).

5 Υπάρχουν υποψίες ότι το 5-MOP σε χημικώς αμιγή μορφή είναι εν εν δυνάμει καρκινογόνο. Τέθηκε το ζήτημα αν το μόριο αυτό είναι επίσης εν δυνάμει καρκινογόνο ως συστατικό του περγαμελαίου, χρησιμοποιημένου σε συνδυασμό με φίλτρα σε προϊόν μαυρίσματος.

6 Για το ζήτημα αυτό υπήρξε επιστημονική διαμάχη. Τον Μάρτιο του 1987, η Γερμανική Κυβέρνηση ζήτησε από την Επιτροπή να υποβάλει στην επιτροπή προσαρμογής πρόταση περιορισμού στο 1 mg/kg της μέγιστης περιεκτικότητας ψωραλενίων φυσικής προελεύσεως στα αντηλιακά λάδια.

7 Η Επιτροπή ζήτησε τη γνώμη της επιστημονικής επιτροπής. Η επιτροπή αυτή, κατά την από 2 Οκτωβρίου 1990 συνεδρίασή της, συνέστησε τον περιορισμό σε 1 mg/kg της μέγιστης συγκεντρώσεως του 5-MOP στα αντηλιακά λάδια. Μετά την ακρόαση πολλών εμπειρογνωμόνων, η επιστημονική επιτροπή επιβεβαίωσε την αρχική γνωμοδότησή της στις 4 Νοεμβρίου 1991, 2 Ιουνίου 1992 και 24 Ιουνίου 1994.

8 Η επιτροπή προσαρμογής συνεδρίασε για πρώτη φορά στις 17 Δεκεμβρίου 1991, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει καταλήξει σε συμπέρασμα. Κατά την από 1 Ιουνίου 1992 συνεδρίασή της, οι γνώμες των μελών της διχάστηκαν επί του ζητήματος. Τελικώς, στις 28 Απριλίου 1995, η επιτροπή προσαρμογής συνέστησε περιορισμό σε 1 mg/kg, καθόσον όλες οι αντιπροσωπείες είχαν ψηφίσει υπέρ της εν λόγω γνωμοδοτήσεως, με εξαίρεση τη γαλλική αντιπροσωπεία και τη φινλανδική αντιπροσωπεία η οποία απουσίαζε.

9 Στις 10 Ιουλίου 1995, η Επιτροπή εξέδωσε την οδηγία προσαρμογής. Με το σημείο 1, στοιχείο α_, του παραρτήματός της, η οδηγία αυτή αντικατέστησε τον αύξοντα αριθμό 358 του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας περί καλλυντικών, της οποίας το αρχικό κείμενο ήταν ως εξής:

«Φούρο (3,2-g ) χρωμεν-7-όνη και τα αλκυλο-υποκατεστημένα παράγωγά της (π.χ. trioxysalan και 8-methoxypsoralen) εκτός από τα κανονικώς περιεχόμενα σε χρησιμοποιούμενα φυσικά αιθέρια έλαια»,

με το ακόλουθο κείμενο:

«Φουροκουμαρίνες (π.χ. τριοξυσαλάνη, 8-μεθοξυψωραλένιο και 5-μεθοξυψωραλένιο) εκτός από τα κανονικώς περιεχόμενα σε χρησιμοποιούμενα φυσικά αιθέρια έλαια.

Η περιεκτικότητα σε φουροκουμαρίνες των αντηλιακών και των προϊόντων για μαύρισμα χωρίς ήλιο πρέπει να είναι μικρότερη από 1 mg/kg.»

10 Με απόφαση του tribunal de commerce de Créteil της 6ης Ιουλίου 1995, κινήθηκε διαδικασία εξυγιάνσεως διά δικαστικής αποφάσεως κατά της Bergaderm. Η δικαστική εκκαθάρισή της αποφασίστηκε στις 10 Οκτωβρίου 1995.

11 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 4 Δεκεμβρίου 1996, η Bergaderm και ο κ. Goupil άσκησαν κατά της Επιτροπής αγωγή βάσει των άρθρων 178 και 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρων 235 ΕΚ και 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ), υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και την έκδοση της οδηγίας προσαρμογής, διέπραξε πταίσματα που τους προκάλεσαν σημαντική οικονομική ζημία και τα οποία οδήγησαν την Bergaderm σε κατάσταση παύσεως των πληρωμών.

12 Κατά τους αναιρεσείοντες, η οδηγία προσαρμογής, καθόσον αφορούσε αποκλειστικά το προϊόν Bergasol, έπρεπε να θεωρηθεί διοικητική πράξη. Τα πταίσματα που προσάπτονταν στην Επιτροπή ήσαν διαδικαστικές πλημμέλειες (παραβίαση της διαδικασίας εκδόσεως της οδηγίας προσαρμογής και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των αναιρεσειόντων), πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και, τέλος, κατάχρηση εξουσίας.

13 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ρωτοδικείο υπενθύμισε ότι, όσον αφορά την ευθύνη από πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα, η προσαπτόμενη στην Κοινότητα ενέργεια πρέπει να συνιστά παράβαση υπέρτερου κανόνα δικαίου προστατεύοντος τους ιδιώτες (σκέψη 48). Το ρωτοδικείο θεώρησε ότι η οδηγία προσαρμογής αποτελούσε πράξη γενικής ισχύος (σκέψη 50) και κατέληξε ότι έπρεπε συνεπώς να εξετασθεί αν η Επιτροπή είχε παραβεί υπέρτερο κανόνα δικαίου προστατεύοντα τους ιδιώτες (σκέψη 51).

14 Χωρίς να θεωρήσει ότι ήταν αναγκαίο να καθοριστεί αν οι διατάξεις που ρύθμιζαν τη διαδικασία εκδόσεως της οδηγίας προσαρμογής περιείχαν υπέρτερους κανόνες δικαίου προστατεύοντες τους ιδιώτες, το ρωτοδικείο κατέληξε ότι η Επιτροπή δεν είχε παραβεί τις διατάξεις αυτές (σκέψη 56). Το ρωτοδικείο διαπίστωσε ότι οι διατάξεις αυτές δεν προέβλεπαν την προστασία ορισμένων δικαιωμάτων άμυνας (σκέψη 59) και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι αναιρεσείοντες είχαν την ευκαιρία να εκθέσουν την άποψή τους πριν από την έκδοση της οδηγίας προσαρμογής (σκέψη 60).

15 Όσον αφορά την αιτίαση που αφορούσε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, το ρωτοδικείο θεώρησε ότι, ενόψει των στοιχείων της δικογραφίας, οι ενέργειες της Επιτροπής και το μέτρο που αυτή έλαβε δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι συνιστούσαν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή ότι ήσαν δυσανάλογα (σκέψη 67).

16 Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση περί καταχρήσεως εξουσίας, το ρωτοδικείο διαπίστωσε ότι οι αναιρεσείοντες δεν προέβαλαν ενδείξεις από τις οποίες θα μπορούσε να συναχθεί ότι η οδηγία προσαρμογής είχε εκδοθεί με αποκλειστικό, ή τουλάχιστον καθοριστικό, σκοπό διαφορετικό από τον προβαλλόμενο (σκέψεις 69 και 70).

17 Κατά συνέπεια, το ρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή.

Η αίτηση αναιρέσεως

18 Με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

- να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να εκδώσει νέα απόφαση,

- να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην Bergaderm το ποσό των 152 867 090 FRF και στον κ. Goupil προσωπικώς το ποσό των 161 309 995,33 FRF, ως αποζημίωση, και

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

19 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη και να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

20 Η αίτηση αναιρέσεως στηρίζεται σε τρεις λόγους. Ο πρώτος αφορά πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το ρωτοδικείο έκρινε ότι η οδηγία προσαρμογής αποτελούσε κανονιστική πράξη. Ο δεύτερος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως του ρωτοδικείου, όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση των εξουσιών της. Ο τρίτος, ο οποίος είναι επικουρικός, αφορά παράβαση υπέρτερων κανόνων δικαίου.

21 ρέπει να εξετασθούν ομού ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος.

Επί των δύο πρώτων λόγων που αφορούν, ο μεν πρώτος, πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τη νομική φύση της οδηγίας προσαρμογής, ο δε δεύτερος, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση των εξουσιών της

22 Με τον πρώτο λόγο, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο ρωτοδικείο ότι πλανήθηκε περί το δίκαιο θεωρώντας ότι η οδηγία προσαρμογής αποτελούσε πράξη κανονιστικής φύσεως. Επικρίνουν συναφώς τη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και υποστηρίζουν ότι το ρωτοδικείο πλανήθηκε αρκούμενο στην επίσημη ονομασία της πράξεως, ενώ έπρεπε να τη χαρακτηρίσει λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και το περιεχόμενό της και, επομένως, να θεωρήσει ότι επρόκειτο για ατομική απόφαση.

23 Με τον δεύτερο λόγο, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο ρωτοδικείο ότι, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συνήγαγε από το κείμενο της οδηγίας προσαρμογής, ιδίως από την πρώτη αιτιολογική σκέψη της, ότι η Επιτροπή είχε εκτιμήσει ορθώς το επιστημονικό ζήτημα. Κατά τους αναιρεσείοντες, αντίθετα προς το γράμμα της αιτιολογικής αυτής σκέψεως, σύμφωνα με την οποία «με βάση τις μελέτες και τα σχετικά επιστημονικά, τεχνικά και επιδημιολογικά στοιχεία που υπάρχουν, η επιστημονική επιτροπή καλλυντικών δεν μπορεί να συνάγει ότι η σύνδεση των προστατευτικών φίλτρων με τις φουροκουμαρίνες εξασφαλίζει το αβλαβές των αντηλιακών κρεμών και των προϊόντων για μαύρισμα χωρίς ήλιο των οποίων η περιεκτικότητα σε φουροκουμαρίνες υπερβαίνει κάποια ελάχιστη τιμή», από όλες τις διαθέσιμες επιστημονικές μελέτες σχετικά με το προϊόν Bergasol μπορούσε απολύτως να συναχθεί το αβλαβές και η αποτελεσματικότητά του.

24 Οι αναιρεσείοντες φρονούν επίσης ότι δεν είναι λυσιτελής η νομολογία που επικαλέστηκε το ρωτοδικείο στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τη δυνατότητα που έχουν τα κοινοτικά όργανα να λαμβάνουν μέτρα προστασίας, χωρίς να οφείλουν να αναμένουν να αποδειχθεί πλήρως η ύπαρξη και η σοβαρότητα των κινδύνων αυτών (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μα_ου 1998, C-157/96, National Farmers' Union κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. Ι-2211, σκέψη 63).

25 Οι αναιρεσείοντες καταλήγουν ότι το ρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση τόσο των πραγματικών περιστατικών όσο και των κανόνων δικαίου και ότι η επίδικη διάταξη της οδηγίας προσαρμογής αποτελεί πράγματι απόφαση την οποία έλαβε η Επιτροπή περιφρονώντας τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της Bergaderm και του κ. Goupil και χωρίς να μπορεί αυτή να δικαιολογηθεί από τις απαιτήσεις που σχετίζονται με την προστασία της δημόσιας υγείας.

26 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αναιρεσείοντες απλώς αναπαράγουν τα επιχειρήματα που προέβαλαν ήδη ενώπιον του ρωτοδικείου και ότι, ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα αυτά είναι προδήλως απαράδεκτα.

27 Επικουρικώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται, όσον αφορά τον πρώτο λόγο, ότι η οδηγία προσαρμογής έχει γενικό κανονιστικό περιεχόμενο και αφορά τους αναιρεσείοντες ως παραγωγούς αντηλιακής κρέμας, ήτοι λόγω εμπορικής δραστηριότητας που μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε από τον οποιονδήποτε.

28 Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, η Επιτροπή τονίζει ότι, στον βαθμό που οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το ρωτοδικείο, το επιχείρημά τους είναι προδήλως απαράδεκτο στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

29 Για την περίπτωση όμως που το Δικαστήριο θα ελάμβανε παρ' όλ' αυτά υπόψη το επιχείρημα αυτό, η Επιτροπή τονίζει ότι οι αναιρεσείοντες δεν απέδειξαν ότι το 5-MOP που περιέχεται στις αντηλιακές κρέμες και στα προϊόντα μαυρίσματος δεν παρουσιάζει κανέναν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και δεν αντέκρουσαν τις γνωμοδοτήσεις της επιστημονικής επιτροπής και της επιτροπής προσαρμογής, σύμφωνα με τις οποίες η σύνδεση του 5-MOP με αντηλιακά φίλτρα δεν επιτρέπει τον αποκλεισμό κάθε κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία όταν αυτά χρησιμοποιούνται στα αντηλιακά προϊόντα και επαλείφονται στο δέρμα που εκτίθεται στις υπεριώδεις ακτίνες.

30 Η Επιτροπή φρονεί ότι ορθώς το ρωτοδικείο θεώρησε, στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κακώς η Επιτροπή υπέβαλε, εν προκειμένω, την υπόθεση στην κρίση της επιστημονικής επιτροπής και ακολούθησε τη γνώμη της, η οποία διατυπώθηκε κατόπιν πληθώρας συνεδριάσεων, επισκέψεων και μελετών εμπειρογνωμόνων», αφού, στη σκέψη 64, τόνισε ότι «η λειτουργία της επιστημονικής επιτροπής έγκειται ακριβώς στην παροχή βοηθείας στις κοινοτικές αρχές σε σχέση με τα ζητήματα επιστημονικής και τεχνικής φύσεως, ώστε οι αρχές αυτές να μπορούν να προσδιορίζουν, έχοντας πλήρη γνώση των πραγμάτων, ποια είναι τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής».

31 Η Γαλλική Κυβέρνηση, που διατυπώνει ενιαία επιχειρηματολογία όσον αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, φρονεί επίσης ότι οι λόγοι αυτοί, στον βαθμό που απλώς αναπαράγουν την αναπτυχθείσα ενώπιον του ρωτοδικείου επιχειρηματολογία, πρέπει να κριθούν προδήλως απαράδεκτοι.

32 Η Γαλλική Κυβέρνηση τονίζει περαιτέρω ότι υφίσταντο αμφιβολίες σχετικά με το προστατευτικό της δημόσιας υγείας αποτέλεσμα της συνδέσεως φίλτρων και φουροκουμαρίνων και σχετικά με το αβλαβές, εν γένει, για την ανθρώπινη υγεία, των περιεχόντων 5-MOP αντηλιακών προϊόντων. Λαμβανομένου υπόψη του σοβαρού κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία, ήτοι του καρκίνου του δέρματος, υποστηρίζει ότι ορθώς το ρωτοδικείο αναφέρθηκε στην αρχή της προλήψεως, όπως τη διατυπώνει το Δικαστήριο στη νομολογία του.

33 Η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί συνεπώς ότι ορθώς το ρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ενέργειες της Επιτροπής και το μέτρο που έλαβε ενέχουν πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ή είναι δυσανάλογα».

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

34 Όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλαν η Επιτροπή και η Γαλλική Κυβέρνηση, από τα άρθρα 168 A της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 225 ΕΚ), 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό (απόφαση της 28ης Μα_ου 1998, C-7/95 Ρ, Συλλογή 1998, σ. Ι-3111, σκέψεις 34 και 35· διάταξη της 16ης Δεκεμβρίου 1999, C-170/99 P, Clauni κ.λπ., η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 15).

35 Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς να περιέχει επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον προσδιορισμό της πλάνης περί το δίκαιο την οποία ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, περιορίζεται στην επανάληψη των λόγων και των επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του ρωτοδικείου. Συγκεκριμένα, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του ρωτοδικείου προσφυγής, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

36 Εν προκειμένω, ωστόσο, με τον πρώτο λόγο των αναιρεσειόντων αμφισβητείται ακριβώς η σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και η επιχειρηματολογία που περιέχει με την οποία σκοπεί να αποδειχθεί ότι το ρωτοδικείο πλανήθηκε περί το δίκαιο θεωρώντας την οδηγία προσαρμογής ως πράξη κανονιστικής φύσεως. Ο δεύτερος λόγος διαλαμβάνει επίσης επακριβώς τα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τα οποία επικρίνει και περιέχει νομική επιχειρηματολογία με την οποία σκοπείται να αποδειχθεί ότι το ρωτοδικείο πλανήθηκε κατά την εκτίμηση του τρόπου κατά τον οποίο η Επιτροπή άσκησε τις εξουσίες της.

37 Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που αφορά την εκ μέρους των αναιρεσειόντων επανάληψη επιχειρημάτων ήδη προβληθέντων ενώπιον του ρωτοδικείου.

38 Με τους δύο πρώτους λόγους αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν κατ' ουσίαν ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της πράξεως που εξέδωσε η Επιτροπή, το ρωτοδικείο πλανήθηκε περί το δίκαιο καταλήγοντας, με τη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ενέργειες της Επιτροπής και το ληφθέν από αυτή μέτρο να περιορίσει σε 1 mg/kg την περιεκτικότητα ψωρολενίων στα αντηλιακά προϊόντα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ενέχουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή ότι είναι δυσανάλογα.

39 Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης προβλέπει ότι, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Κοινότητα υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

40 Το καθεστώς το οποίο έχει καθιερώσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της διατάξεως αυτής λαμβάνει ιδίως υπόψη την πολυπλοκότητα των προς ρύθμιση καταστάσεων, τις δυσχέρειες εφαρμογής ή ερμηνείας των διατάξεων και, ειδικότερα, τα περιθώρια εκτιμήσεως που διαθέτει η εκδίδουσα την αμφισβητουμένη πράξη αρχή (απόφαση της 5ης Μαρτίου 1996, C-46/93 και C-48/93, Brasserie du pêcheur και Factortame, Συλλογή 1996, σ. Ι-1029, σκέψη 43).

41 Το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ευθύνης του Δημοσίου για τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου δεν πρέπει, ελλείψει ειδικής δικαιολογίας, να διαφέρουν από τις προϋποθέσεις που διέπουν την ευθύνη της Κοινότητας υπό ανάλογες συνθήκες. Συγκεκριμένα, η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το αν τη ζημία την έχει προκαλέσει εθνική ή κοινοτική αρχή (προπαρατεθείσα απόφαση Brasserie du pêcheur και Factortame, σκέψη 42).

42 Αποφαινόμενο όμως σχετικά με την ευθύνη των κρατών μελών για ζημία προκληθείσα σε ιδιώτες, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει δικαίωμα αποζημιώσεως αν συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις, ότι δηλαδή ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, ότι η παράβαση είναι κατάφωρη και, τέλος, ότι υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εκ μέρους του κράτους παραβάσεως και της ζημίας που υπέστησαν τα βλαβέντα πρόσωπα (προπαρατεθείσα απόφαση Brasserie du pêcheur και Factortame, σκέψη 51).

43 Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, όσον αφορά τόσο την ευθύνη της Κοινότητας βάσει του άρθρου 215 της Συνθήκης όσο και την ευθύνη των κρατών μελών για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είναι το αν υπήρξε, εκ μέρους κράτους μέλους ή κοινοτικού οργάνου, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία εκτιμήσεως (αποφάσεις Brasserie du pêcheur και Factortame, όπ.π., σκέψη 55, και της 8ης Οκτωβρίου 1996, C-178/94, C-179/94 και C-188/94 έως C-190/94, Dillenkofer κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-4845, σκέψη 25).

44 Οσάκις το οικείο κράτος μέλος ή το θεσμικό όργανο δεν διαθέτει παρά μόνο πολύ περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παράβαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως (βλ., στο πνεύμα αυτό, απόφαση της 23ης Μα_ου 1996, C-5/94, Hedley Lomas, Συλλογή 1996, σ. Ι-2553, σκέψη 28).

45 ρέπει συνεπώς να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, και όπως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες, το ρωτοδικείο πλανήθηκε περί το δίκαιο εξετάζοντας τον τρόπο κατά τον οποίο η Επιτροπή άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως εκδίδοντας την οδηγία προσαρμογής.

46 Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η γενική ή η ατομική φύση μιας πράξεως θεσμικού οργάνου δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει το εν λόγω όργανο.

47 Επομένως, ο πρώτος λόγος, ο οποίος στηρίζεται αποκλειστικά στον χαρακτηρισμό της οδηγίας προσαρμογής ως ατομικής πράξεως, είναι εν πάση περιπτώσει αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί.

48 Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου, οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν την εκ μέρους του ρωτοδικείου διαπίστωση της υπάρξεως αμφισβητούμενων επιστημονικών μελετών και στοιχείων όσον αφορά τον κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία που προκαλεί η χρησιμοποίηση φουροκουμαρίνων περιεχομένων σε αιθέρια έλαια, έστω και αν συνδέονται με αντηλιακά φίλτρα.

49 ρέπει συναφώς να υπενθυμιστεί ότι από τα άρθρα 168 Α της Συνθήκης και 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα και ότι, επομένως, το ρωτοδικείο είναι αποκλειστικά αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός της περιπτώσεως κατά την οποία η ανακρίβεια των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, και, αφετέρου, για την εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών (απόφαση της 28ης Μα_ου 1998, C-7/95 P, Deere κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-3111, σκέψεις 18 και 21).

50 Evώπιον του Δικαστηρίου, οι αναιρεσείοντες δεν απέδειξαν ούτε με την επιχειρηματολογία τους ούτε με τα στοιχεία της δικογραφίας τους ότι το ρωτοδικείο αλλοίωσε τα στοιχεία που του είχαν υποβληθεί διαπιστώνοντας, στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή αντελήφθη εσφαλμένως το επιστημονικό ζήτημα που ανέκυψε».

51 Επομένως, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου, καθόσον αφορά διαπίστωση πραγματικών περιστατικών χωρίς να αποδεικνύεται ότι υπήρξε αλλοίωση των περιστατικών αυτών, πρέπει να κριθεί απαράδεκτο.

52 Με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου, οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν την αναφορά στην αρχή της προλήψεως που περιέχει η σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

53 Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που αρχίζει με το επίρρημα «εξάλλου», αποτελεί πλεονάζουσα αιτιολογία, δεδομένου ότι το ρωτοδικείο είχε ήδη ολοκληρώσει τη συλλογιστική του στη σκέψη 65, τονίζοντας ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι κακώς η Επιτροπή είχε υποβάλει, εν προκειμένω, την υπόθεση στην κρίση της επιστημονικής επιτροπής και ότι είχε ακολουθήσει τη γνώμη της, η οποία διατυπώθηκε κατόπιν πληθώρας συνεδριάσεων, επισκέψεων και μελετών εμπειρογνωμόνων.

54 Επομένως, το σκέλος αυτό του λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές και πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά παράβαση υπέρτερων κανόνων δικαίου

55 Οι αναιρεσείοντες φρονούν ότι το ρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένα τα νομοθετήματα, θεωρώντας ότι η Επιτροπή δεν παρέβη υπέρτερο κανόνα δικαίου προστατεύοντα τους ιδιώτες.

56 Κατά τους αναιρεσείοντες, το ρωτοδικείο, πρώτον, παρέβη έναν τέτοιο κανόνα, μη επιβάλλοντας κυρώσεις για τα διαδικαστικά ελαττώματα και θεωρώντας, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επιτροπή προσαρμογής, κατά τη συνεδρίαση της 1ης Ιουνίου 1992, δεν εξέφερε αρνητική γνώμη επί της προτάσεως περιορισμού της μέγιστης περιεκτικότητας ψωραλενίων στα αντηλιακά προϊόντα, πράγμα το οποίο ήταν εσφαλμένο, δεδομένου ότι υπήρξε εξέταση και κατόπιν ψηφοφορίας απόρριψη των δύο προτάσεων.

57 Οι αναιρεσείοντες τονίζουν, δεύτερον, ότι το Δικαστήριο, ακόμη και αν ακολουθούσε την ερμηνεία του ρωτοδικείου, θα έπρεπε να διαπιστώσει ότι οι διατάξεις του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας περί καλλυντικών είχαν εφαρμογή και ότι, συνεπώς, ελλείψει γνωμοδοτήσεως, η Επιτροπή έπρεπε να υποβάλει πρόταση στο Συμβούλιο.

58 Τρίτον, το ρωτοδικείο δεν άντλησε τις έννομες συνέπειες μιας κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.

59 Τέλος, οι αναιρεσείοντες φρονούν, αφενός, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, αποκλείοντας το προϊόν Bergasol από την κοινοτική αγορά, μολονότι η δημόσια υγεία δεν δικαιολογούσε το μέτρο αυτό, καθόσον, αντιθέτως, το προϊόν Bergasol εξασφαλίζει πραγματική προστασία του δέρματος έναντι των υπεριωδών ακτίνων του ηλίου, και, αφετέρου, ότι η παραβίαση αυτή συνιστά επιπλέον παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Υφίσταται όμως κατάφωρη παράβαση υπέρτερου κανόνα δικαίου οσάκις τα κοινοτικά όργανα παραβαίνουν προδήλως και σοβαρώς τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν χωρίς να επικαλούνται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

60 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αναιρεσείοντες απλώς αναπαράγουν τα επιχειρήματα που προέβαλαν ήδη ενώπιον του ρωτοδικείου κατά της διαδικασίας που ακολούθησε η Επιτροπή κατά την έκδοση της οδηγίας προσαρμογής και ότι, ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα αυτά είναι προδήλως απαράδεκτα.

61 Επικουρικώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε διαδικαστικό ελάττωμα και ότι οι αναιρεσείοντες είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ιδίως ενώπιον της επιστημονικής επιτροπής. Η Επιτροπή καταλήγει ότι ορθώς το ρωτοδικείο απέρριψε τα σχετικά επιχειρήματα των αναιρεσειόντων και θεώρησε ότι, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία, οι ενέργειες της Επιτροπής και το μέτρο που έλαβε δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ενέχουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή ότι είναι δυσανάλογα.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

62 Λαμβανομένων υπόψη των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της ευθύνης της Κοινότητας, που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 41 και 42 της παρούσας αποφάσεως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να ερμηνευθεί ως προσάπτων στο ρωτοδικείο ότι ερμήνευσε εσφαλμένα τα νομοθετήματα θεωρώντας ότι η Επιτροπή δεν παρέβη κανόνα δικαίου έχοντα ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

63 Όσον αφορά την εκ μέρους των αναιρεσειόντων επίκριση της σκέψεως 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να τονισθεί ότι αυτό το πρώτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο, εφόσον αφορά διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστικών, οι οποίες δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

64 Συγκεκριμένα, στη σκέψη 52, το ρωτοδικείο εξέτασε τα πρακτικά μιας συνεδριάσεως της επιτροπής προσαρμογής, προκειμένου να καθορίσει αν η επιτροπή αυτή διατύπωσε ή όχι γνωμοδότηση κατά την εν λόγω συνεδρίαση.

65 Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως και τη φερόμενη υποχρέωση της Επιτροπής να υποβάλει πρόταση στο Συμβούλιο σε περίπτωση ελλείψεως γνωμοδοτήσεως, πρέπει να τονισθεί ότι, αποφαινόμενο σε σχέση με κανονιστική διαδικασία ανάλογη με εκείνη που προβλέπει η οδηγία περί καλλυντικών, το Δικαστήριο έκρινε ότι, αν τα προτεινόμενα από την Επιτροπή μέτρα δεν είναι σύμφωνα προς τη γνώμη της επιτροπής για την προσαρμογή των οδηγιών περί κτηνιατρικών φαρμάκων στην τεχνική πρόοδο ή δεν εκδοθεί γνώμη, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να υποβάλει στο Συμβούλιο τα ίδια αυτά μέτρα, χωρίς καμία τροποποίηση (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-151/98 P, Pharos κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-8157, σκέψη 23).

66 Επομένως, ορθώς το ρωτοδικείο έκρινε, στις σκέψεις 54 και 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή έπρεπε να διαθέτει, στην περίπτωση ευαίσθητων και αμφιλεγόμενων φακέλων, αρκετό περιθώριο εκτιμήσεως και αρκετή προθεσμία και ότι συνεπώς εδικαιούτο να αποσύρει, κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής προσαρμογής, την πρότασή της σχετικά με τα προς λήψη μέτρα.

67 Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως δεν είναι βάσιμο.

68 Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, σύμφωνα με το οποίο το ρωτοδικείο δεν άντλησε τις έννομες συνέπειες μιας κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, πρέπει να τονισθεί ότι αυτό στηρίζεται στην προϋπόθεση της υπάρξεως μιας τέτοιας παραβιάσεως.

69 Στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όμως το ρωτοδικείο θέωρησε ότι η αιτίαση που αφορούσε παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως έπρεπε να απορριφθεί, αφού διαπίστωσε, στη σκέψη 60, ότι «από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι οι ενάγοντες εξέθεσαν μακροσκελώς την άποψή τους στα μέλη της επιστημονικής επιτροπής και στην Επιτροπή και ότι είχαν τη δυνατότητα να την αναπτύξουν προφορικά ενώπιον της ειδικώς συσταθείσας ομάδας εμπειρογνωμόνων».

70 Εφόσον πρόκειται για εκτίμηση πραγματικών περιστατικών μη υποκείμενη στον έλεγχο του Δικαστηρίου, το τρίτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως πρέπει να κριθεί απαράδεκτο, καθώς επικρίνει την εκτίμηση αυτή, και προδήλως αβάσιμο, καθόσον επικρίνει τις έννομες συνέπειες που αντλεί από την εκτίμηση αυτή το ρωτοδικείο.

71 Όσον αφορά το τέταρτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως που αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν πρόκειται για επίκριση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αλλά για επανάληψη λόγου προβληθέντος ενώπιον του ρωτοδικείου και ότι, ως εκ τούτου, το σκέλος αυτό του λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο.

72 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη και ότι πρέπει να απορριφθεί.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

73 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδιακασία της αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, η Γαλλική Δημοκρατία, παρεμβαίνουσα, θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2) Καταδικάζει τη Laboratoires pharmaceutiques Bergaderm SA, υπό εκκαθάριση, και τον Jean-Jacques Goupil στα δικαστικά έξοδα.

3) Η Γαλλική Δημοκρατία θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.