Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Εξωσυμβατική ευθύνη - ροϋποθέσεις - Νόμιμη πράξη - Υποστατό της ζημίας, αιτιώδης συνάφεια και ασυνήθης και ειδική ζημία - Σωρευτική εφαρμογή

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 215 (νυν άρθρο 288 ΕΚ)]

2. Εξωσυμβατική ευθύνη - ροϋποθέσεις - Ζημία - Απαιτήσεις μη δυνάμενες προσωρινώς να εισπραχθούν κατόπιν εκδόσεως κοινοτικής πράξεως - Βάρος της αποδείξεως

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 215 (νυν άρθρο 288 ΕΚ)]

3. Αναίρεση - Λόγοι - Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών - Απαράδεκτο - Εξαίρεση - Ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεων προκύπτουσα από τα στοιχεία της δικογραφίας ή αλλοίωση των αποδεικτικών στοιχείων

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 168 Α (νυν άρθρο 225 ΕΚ)· Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51, εδ. 1]

4. Αναίρεση - Λόγοι - Εσφαλμένη εκτίμηση των νομοτύπως προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων - Απαράδεκτο - Απόρριψη - Υποχρέωση του ρωτοδικείου να αιτιολογεί την εκ μέρους του εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων - Έκταση της υποχρεώσεως

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 168 Α (νυν άρθρο 225 ΕΚ)· Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51, εδ. 1]

Περίληψη

1. Η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας λόγω νόμιμης ή παράνομης πράξεως προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, την απόδειξη του υποστατού της φερομένης ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συναφείας μεταξύ της εν λόγω ζημίας και της πράξεως αυτής. Σε περίπτωση αποδοχής, στο κοινοτικό δίκαιο, της αρχής της ευθύνης της Κοινότητας λόγω νόμιμης πράξεως, η στοιχειοθέτηση μιας τέτοιας ευθύνης προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, την ύπαρξη ασυνήθους και ειδικής ζημίας. Συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας λόγω νόμιμης πράξεως παρά μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικώς οι τρεις προμνησθείσες προϋποθέσεις, ήτοι το υποστατό της φερομένης ζημίας, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εν λόγω ζημίας και της πράξεως που προσάπτεται στα όργανα της Κοινότητας, καθώς και ο ασυνήθης και ειδικός χαρακτήρας της ζημίας αυτής.

( βλ. σκέψεις 17-19 )

2. Στο πλαίσιο αγωγής στηριζόμενης στην εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, εναπόκειται στον ενάγοντα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία στον κοινοτικό δικαστή για να αποδείξει την ύπαρξη της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη. Επιπλέον, η ύπαρξη πραγματικής και βεβαίας ζημίας δεν μπορεί να εξετάζεται κατά τρόπο αφηρημένο από τον κοινοτικό δικαστή, αλλά πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των συγκεκριμένων πραγματικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε περίπτωση που υποβάλλεται στην κρίση του.

Στην περίπτωση που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι υπέστη πραγματική και βεβαία ζημία λόγω του ότι οι απαιτήσεις του δεν μπορούν προσωρινώς να εισπραχθούν κατόπιν εκδόσεως μιας κοινοτικής πράξεως, το ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν έχουν ακόμα εξοφληθεί κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής αποζημιώσεως δεν αρκεί προς απόδειξη του ότι οι εν λόγω απαιτήσεις δεν μπορούν πλέον να εισπραχθούν και να συναχθεί εξ αυτού η ύπαρξη πραγματικής και βεβαίας ζημίας κατά την έννοια της σχετικής νομολογίας. Συναφώς, στον ενάγοντα εναπόκειται τουλάχιστον να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς απόδειξη του ότι έχει κάνει χρήση όλων των μέσων και εξαντλήσει όλα τα ένδικα βοηθήματα που μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την είσπραξη των απαιτήσεών του.

( βλ. σκέψεις 23, 25-27 )

3. Το ρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ' αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των στοιχείων που έχουν υποβληθεί ενώπιόν του, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως εκ της φύσεώς του, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου. Συνεπώς, μόνον αν ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το ρωτοδικείο προέβη σε διαπιστώσεις των οποίων η ανακρίβεια του περιεχομένου προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ή ότι αλλοίωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που του υποβλήθηκαν είναι παραδεκτές οι αιτιάσεις που αντλούνται από τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και την εκτίμησή τους που περιέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

( βλ. σκέψεις 35-36 )

4. Στο ρωτοδικείο και μόνον εναπόκειται να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Όμως, το ρωτοδικείο δεν μπορεί, υπό την επιφύλαξη της υποχρεώσεως τηρήσεως των γενικών αρχών και των δικονομικών κανόνων περί του βάρους και της διεξαγωγής των αποδείξεων και της υποχρεώσεως μη αλλοιώσεως των αποδεικτικών στοιχείων, να θεωρηθεί ότι υποχρεούται να αιτιολογεί ρητώς τις εκτιμήσεις του όσον αφορά την αποδεικτική αξία κάθε αποδεικτικού στοιχείου που του έχει υποβληθεί, ιδίως όταν θεωρεί ότι τα στοιχεία αυτά δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον ή είναι απρόσφορα για την επίλυση της διαφοράς.

( βλ. σκέψεις 50-51 )