61998J0027

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 16ης Σεπτεμßρίου 1999. - Metalmeccanica Fracasso SpA και Leitschutz Handels- und Montage GmbH κατά Amt der Salzburger Landesregierung für den Bundesminister für wirtschaftliche Angelegenheiten. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesvergabeamt - Αυστρία. - Συμßάσεις δημοσίων έργων - Ανάθεση του έργου στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό. - Υπόθεση C-27/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-05697


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων - Οδηγία 93/37 - Ανάθεση του έργου - Υποχρέωση αναθέσεως του έργου στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό - Δεν υφίσταται

(Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 1)

2 Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων - Οδηγία 93/37 - Άρθρο 18, παράγραφος 1 - Άμεσο αποτέλεσμα

(Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 1)

Περίληψη


1 Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό.

Όχι μόνον δεν αμφισβητείται ότι η οδηγία δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη επιβάλλουσα ρητώς στην αναθέτουσα αρχή, η οποία προέβη στην προκήρυξη περί υποβολής προσφορών, να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό, αλλά επίσης η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να ολοκληρώσει μια διαδικασία αναθέσεως της εκτελέσεως δημοσίου έργου.

2 Εφόσον δεν απαιτείται η εφαρμογή κανενός ειδικού μέτρου για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, οι υποχρεώσεις που απορρέουν για τα κράτη μέλη είναι απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς, ώστε να μπορεί ένας ιδιώτης να επικαλείται το άρθρο αυτό ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-27/98,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesvergabeamt (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Metalmeccanica Fracasso SpA,

Leitschutz Handels- und Montage GmbH

και

Amt der Salzburger Landesregierung fόr den Bundesminister fόr wirtschaftliche Angelegenheiten,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199, σ. 54), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως (ΕΕ L 328, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. J. G. Kapteyn (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J. L. Murray και H. Ragnemalm, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. Saggio

γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- οι Metalmeccanica Fracasso SpA και Leitschutz Handels- und Montage GmbH, εκπροσωπούμενες από τον Andreas Schmid, δικηγόρος Βιένης,

- το Amt der Salzburger Landesregierung fόr den Bundesminister fόr wirtschaftliche Angelegenheiten, εκπροσωπούμενο από τον Kurt Klima, σύμβουλο στη Finanzprokuratur Wien,

- η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τον Worlf Okresek, Sectionschef στην Καγκελλαρία,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Hendrik van Lier, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον Bertrand Wδgenbaur, δικηγόρο Βρυξελλών,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Amt der Salzburger Landesregierung fόr den Bundesminister fόr wirtschaftliche Angelegenheiten, εκπροσωπούμενου από τον Kurt Klima, της Αυστριακής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον Michael Fruhmann, της Καγκελλαρίας, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από την Anne Brιville-Viιville, chargι de mission στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Hendrik van Lier, επικουρούμενο από τον Bertrand Wδgenbaur, κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιανουαρίου 1999,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 1998, το Bundesvergabeamt υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199, σ. 54), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως (ΕΕ L 328, σ. 1),

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των εταιριών Metalmeccanica Fracasso SpA και Leitschutz Handels- und Montage GmbH (στο εξής: Fracasso και Leitschutz) και του Amt der Salzburger Landesregierung fόr den Bundesminister fόr wirtschaftliche Angelegenheiten (στο εξής: Amt), σχετικά με την εκ μέρους του τελευταίου ανάκληση προκηρύξεως προς υποβολή προσφορών για την ανάθεση της εκτελέσεως δημοσίου έργου, βάσει της οποίας είχαν υποβάλει προσφορά οι Fracasso και Leitschutz.

Το νομικό πλαίσιο

3 Η οδηγία 93/37 κωδικοποίησε την οδηγία 71/305/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 1971, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ ειδ. έκδ. 17/001, σ. 7). Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52 (στο εξής: οδηγία 93/37):

«Η ανάθεση του έργου γίνεται βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στο κεφάλαιο 3 του παρόντος τίτλου, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 19, μετά από έλεγχο της επάρκειας των εργοληπτών που δεν αποκλείστηκαν δυνάμει του άρθρου 24, τον οποίο διεξάγουν οι αναθέτουσες αρχές σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας που αναφέρονται στα άρθρα 26 έως 29.»

4 Κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, του Bundesvergabegesetz (ομοσπονδιακού νόμου περί διαγωνισμών δημοσίων έργων, στο εξής: BVergG), η διαδικασία αναθέσεως του έργου περατώνεται με τη σύναψη συμβάσεως ή με την ανάκληση της προκηρύξεως. Ο BVergG δεν προβλέπει άλλο τρόπο περατώσεως της διαδικασίας αναθέσεως της εκτελέσεως έργου.

5 Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του BVergG προβλέπει ότι:

«1) Πριν προβεί στην επιλογή της προσφοράς βάσει της οποίας θα ανατεθεί η εκτέλεση του έργου, η αναθέτουσα αρχή, στηριζόμενη στα αποτελέσματα της εξετάσεως, απορρίπτει πάραυτα τις ακόλουθες προσφορές:

1. τις προσφορές διαγωνιζομένων που δεν έχουν την έγκριση ή την οικονομική και τεχνική δυνατότητα, ή την απαιτούμενη αξιοπιστία·

2. τις προσφορές διαγωνιζομένων οι οποίοι αποκλείονται από τον ανταγωνισμό, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 3 ή 4·

3. τις προσφορές των οποίων το συνολικό τίμημα δεν είναι αξιόπιστο·

(...).»

6 Το άρθρο 55, παράγραφος 2, του BVergG ορίζει ότι:

«Η προκήρυξη μπορεί να ανακληθεί αν μετά την εκκαθάριση των προσφορών κατά το άρθρο 52, απομείνει μία μόνον προσφορά.»

7 Το άρθρο 16, παράγραφος 5, του BVergG ορίζει ότι:

«Διαδικασίες διαγωνισμού διεξάγονται μόνον εφόσον υπάρχει πράγματι πρόθεση αναθέσεως του έργου».

Η διαφορά της κύριας δίκης

8 Την άνοιξη του 1996 το Amt προκήρυξε διαγωνισμό για την εκτέλεση εργασιών ασφαλτοστρώσεως, περιλαμβανομένης της τοποθετήσεως στηθαίων ασφαλείας από οπλισμένο σκυρόδεμα σε τμήμα του δυτικού αυτοκινητόδρομου Α1. Το έργο ανατέθηκε στην εταιρία ARGE Betondecke-Salzburg West.

9 Τον Νοέμβριο του 1996, το Amt αποφάσισε, για τεχνικούς λόγους, ότι το κεντρικό στηθαίο του εν λόγω τμήματος του αυτοκινητοδρόμου έπρεπε να είναι από χάλυβα και όχι από οπλισμένο σκυρόδεμα, όπως αναφερόταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Προέβη, κατά συνέπεια, με ανοιχτή διαδικασία, σε νέα προκήρυξη περί υποβολής προσφορών για την τοποθέτηση χαλύβδινου κεντρικού στηθαίου ασφαλείας. Η διαδικασία του διαγωνισμού άρχισε τον Απρίλιο του 1997.

10 Προσφορές υπέβαλαν τέσσερις επιχειρήσεις ή όμιλοι επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων ο όμιλος επιχειρήσεων που συνιστούσαν η Fracasso και η Leitschutz.

11 Μετά την εκ μέρους του Amt εξέταση όλων των προσφορών και τον αποκλεισμό τριών άλλων διαγωνιζομένων βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του BVergG, απέμεινε μόνον η προσφορά των Fracasso και Leitschutz.

12 Τελικώς, το Amt αποφάσισε να μη τοποθετήσει προστατευτικό κεντρικό στηθαίο από χάλυβα, αλλά από οπλισμένο σκυρόδεμα, και να ανακαλέσει την αντίστοιχη προκήρυξη διαγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 55, παράγραφος 2, του BVergG. Ενημέρωσε τον όμιλο Fracasso και Leitschutz με επιστολή ως προς τα δύο αυτά θέματα.

13 Οι εν λόγω επιχειρήσεις ζήτησαν από την Bundes-Vergabekontrollkomission (ομοσπονδιακη επιτροπή ελέγχου των διαγωνισμών) να κινήσει, κατά το άρθρο 109, παράγραφος 1, σημείο 1, του BVergG, διαδικασία φιλικού διακανονισμού σχετικά με το αν η απόφαση του Amt να ανακαλέσει την προκήρυξη περί υποβολής προσφορών και η πρόθεσή του να προβεί σε νέα προκήρυξη, όσον αφορά το προστατευτικό στηθαίο, ήταν σύμφωνες με τις διατάξεις του BVergG.

14 Στις 19 Αυγούστου 1997 οι διάδικοι κατέληξαν σε φιλικό διακανονισμό ως προς τη νέα προκήρυξη του διαγωνισμού που πρότεινε ο μεσολαβητής, αναφορικά με την τοποθέτηση χαλύβδινου στηθαίου ασφαλείας στα πλευρικά όρια του αυτοκινητοδρόμου. Το έργο αυτό επρόκειτο να αποτελέσει αντικείμενο κλειστής διαδικασίας, η οποία θα συμπεριελάμβανε, κατ' αρχήν, όλους τους διαγωνιζομένους που είχαν υποβάλει προσφορές βάσει της ανακληθείσας προκηρύξεως.

15 Οι Fracasso και Leitschutz ζήτησαν, κατόπιν αυτού, από την Bundes-Vergabekontrollkomission να συμπληρώσει τη διαδικασία φιλικού διακανονισμού, ισχυριζόμενες ότι η διαφορά σχετικά με τη νομιμότητα της ανακλήσεως της προκηρύξεως σχετικά με το κεντρικό στηθαίο ασφαλείας δεν είχε ρυθμιστεί.

16 Επειδή η Bundes-Vergabekontrollkomission έκρινε ότι είναι αναρμόδια, οι Fracasso και Leitschutz κατέθεσαν ενώπιον του Bundesvergabeamt αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως περί ανακλήσεως της προκηρύξεως υποβολής προσφορών που έλαβε το Amt.

17 Έχοντας αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο συμβιβάζεται το άρθρο 55, παράγραφος 2, του BVergG με το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, το Bundesvergabeamt αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει η διάταξη του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, κατά την οποία η ανάθεση του έργου γίνεται βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στο κεφάλαιο 3 του παρόντος τίτλου, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 19, μετά από έλεγχο της επάρκειας των εργοληπτών που δεν αποκλείστηκαν δυνάμει του άρθρου 24, τον οποίο διεξάγουν οι αναθέτουσες αρχές σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας που αναφέρονται στα άρθρα 26 έως 29, την έννοια ότι ο κύριος του έργου υποχρεούται να αναθέσει το έργο σε υποβαλόντα προσφορά έστω και όταν η προσφορά αυτή είναι η μόνη που απέμεινε στον διαγωνισμό; Είναι η διάταξη του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ αρκούντως επαρκής και ακριβής ώστε να μπορούν να την επικαλούνται οι ιδιώτες στο πλαίσιο μιας κατά την εθνική νομοθεσία διαδικασίας και να μπορεί η εν λόγω διάταξη, ως αναπόσπαστο τμήμα του κοινοτικού δικαίου, να υπερισχύει των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας;»

Επί του πρώτου σκέλους του ερωτήματος

18 Με το πρώτο σκέλος του ερωτήματος το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν η οδηγία 93/37 έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή η οποία προέβη στην προκήρυξη περί υποβολής προσφορών υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό.

19 Κατά τις Fracasso και Leitschutz, από τα άρθρα 7, 8, 18 και 30 της οδηγίας 93/37, όπως αυτά ερμηνεύθηκαν, κατά την άποψή τους, από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι η εξουσία της αναθέτουσας αρχής να αρνηθεί την ανάθεση ενός έργου ή να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και να ασκείται μόνον όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι.

20 Αντιθέτως, το Amt, η Αυστριακή και η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν, κατ' ουσίαν, ότι η οδηγία 93/37 δεν απαγορεύει στην αναθέτουσα αρχή να μη δώσει συνέχεια σε μια προκήρυξη περί υποβολής προσφορών.

21 Δεν αμφισβητείται ότι η οδηγία 93/37 δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη επιβάλλουσα ρητώς στην αναθέτουσα αρχή, η οποία προέβη στην προκήρυξη περί υποβολής προσφορών, να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό.

22 Παρά την έλλειψη μιας τέτοιας διατάξεως, επιβάλλεται να εξεταστεί αν, δυνάμει της οδηγίας 93/37, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να ολοκληρώσει μια διαδικασία αναθέσεως της εκτελέσεως δημοσίου έργου.

23 Πρώτον, όσον αφορά τις διατάξεις της οδηγίας 93/37 που επικαλέστηκαν οι Fracasso και Leitschutz, επιβάλλεται να τονισθεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, το οποίο επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή να ενημερώνει το συντομότερο δυνατό τους υποψηφίους και τους προσφέροντες για τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μη συνάψει τελικά τη σύμβαση, ως προς την οποία υπήρχε ανταγωνισμός, ή να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία, δεν προβλέπει ότι μια τέτοια άρνηση πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή να στηρίζεται οπωσδήποτε σε σοβαρούς λόγους.

24 Ομοίως, όσον αφορά τα άρθρα 7, 18 και 30 της οδηγίας 93/37, που ρυθμίζουν τις διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να γίνεται η σύναψη των συμβάσεων δημοσίων έργων και καθορίζουν τα κριτήρια που εφαρμόζονται για την ανάθεση του έργου, αρκεί η διαπίστωση ότι από τις διατάξεις αυτές δεν προκύπτει καμία υποχρέωση συνάψεως της συμβάσεως στην περίπτωση που μία μόνο επιχείρηση έχει την απαιτούμενη ικανότητα.

25 Συνεπώς, η ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής να μη συνάπτει σύμβαση για την οποία υπήρξε ανταγωνισμός ή να παραιτείται από τη διαδικασία του διαγωνισμού, την οποία σιωπηρώς δέχεται η οδηγία 93/37, δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση της συνδρομής σοβαρών ή εξαιρετικών περιστάσεων.

26 Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι κατά τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/37, σκοπός της είναι η ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων (βλ. επίσης, όσον αφορά την οδηγία 71/305, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 31/87, Beentjes, Συλλογή 1987, σ. 4635, σκέψη 21).

27 Επιβάλλεται σχετικώς να τονισθεί, όπως ορθώς έπραξε η Επιτροπή, ότι το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37 ρητώς επιδιώκει την επίτευξη αυτού του σκοπού ορίζοντας ότι, όταν οι αναθέτουσες αρχές προσφεύγουν στην κλειστή διαδικασία για τη σύναψη μιας συμβάσεως, ο αριθμός των υποψηφίων που γίνονται δεκτοί για να υποβάλουν προσφορά πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να επαρκεί προς εξασφάλιση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού.

28 Επίσης, το άρθρο 22, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/37 προβλέπει ότι, όταν οι αναθέτουσες αρχές προσφεύγουν στη διαδικασία με διαπραγμάτευση για τη σύναψη μιας συμβάσεως στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, οι υποψήφιοι που γίνονται δεκτοί για διαπραγμάτευση δεν μπορεί να είναι λιγότεροι από τρεις, εφόσον υπάρχει επαρκής αριθμός κατάλληλων υποψηφίων.

29 Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37 προβλέπει ότι η ανάθεση του έργου γίνεται βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στον τίτλο IV, κεφάλαιο 3, της οδηγίας.

30 Μεταξύ των διατάξεων του κεφαλαίου 3 περιλαμβάνεται το άρθρο 30, το οποίο προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τα δημόσια έργα και τα οποία είναι είτε αποκλειστικά η χαμηλότερη τιμή είτε, αν η ανάθεση γίνεται στον υποβαλόντα την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, διάφορα κριτήρια, ανάλογα με το αντικείμενο της οικείας συμβάσεως, όπως είναι η τιμή, η προθεσμία εκτελέσεως, τα έξοδα λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η τεχνική αξία.

31 Συνεπώς, προς επίτευξη του σκοπού της αναπτύξεως πραγματικού ανταγωνισμού στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, η οδηγία 93/37 επιδιώκει να οργανώσει τη σύναψη των συμβάσεων κατά τέτοιο τρόπο ώστε η αναθέτουσα αρχή να είναι σε θέση να συγκρίνει διάφορες προσφορές και να επιλέξει την πλέον συμφέρουσα, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως αυτά που απαριθμούνται χάριν παραδείγματος στο άρθρο 30, παράγραφος 1 της οδηγίας (βλ. σχετικώς, αναφορικά με την οδηγία 71/305, προαναφερθείσα απόφαση Beentjes, σκέψη 27).

32 Όταν όμως, μετά το πέρας μιας από τις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεως δημοσίου έργου που καθορίζει η οδηγία 93/37, απομένει μία μόνον προσφορά, η αναθέτουσα αρχή δεν είναι σε θέση να συγκρίνει μεταξύ των τιμών ή μεταξύ των λοιπών χαρακτηριστικών διαφόρων προσφορών ώστε να προβεί στην ανάθεση του έργου σύμφωνα με τα κριτήρια του τίτλου IV, κεφάλαιο 3, της οδηγίας 93/37.

33 Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό.

34 Συνεπώς, στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37 έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό.

Επί του δευτέρου σκέλους του ερωτήματος

35 Με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν μπορεί να γίνει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων επίκληση του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37.

36 Σχετικώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, εφόσον δεν απαιτείται η εφαρμογή κανενός ειδικού μέτρου για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, οι υποχρεώσεις που απορρέουν για τα κράτη μέλη είναι, κατά συνέπεια, απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς (βλ. σχετικώς, αναφορικά με το άρθρο 20, της οδηγίας 71/305, του οποίου συνιστά ουσιαστικώς επανάληψη το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, την προαναφερθείσα απόφαση Beentjes, σκέψη 43).

37 Επομένως, στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι ένας ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

38 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(τέταρτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Bundesvergabeamt με διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 1998 , αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως, έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό.

2) Ένας ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52.