61998C0382

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 23ης Σεπτεμβρίου 1999. - The Queen κατά Secretary of State for Social Security, ex parte John Henry Taylor. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: High Court of Justice, Queen's Bench Division - Ηνωμένο Βασίλειο. - Οδηγία 79/7/ΕΟΚ - Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως - Χορήγηση επιδόματος θερμάνσεως - Σχέση με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως. - Υπόθεση C-382/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-08955


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Με την παρούσα προσφυγή, που στηρίζεται στο άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ), η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο την ακύρωση της αποφάσεως 98/617/ΕΚ (1), με την οποία η Επιτροπή δεν της επιτρέπει να αρνείται τη χορήγηση απαλλαγής από τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως σε ορισμένα αλκοολούχα προϋόντα.

Ι - Η κοινοτική νομοθεσία

Α - Οι κανόνες περί ειδικών φόρων καταναλώσεως

2 Σύμφωνα με την οδηγία 92/83/ΕΟΚ (2), τα κράτη μέλη επιβάλλουν στην αιθυλική αλκοόλη ειδικό φόρο καταναλώσεως (άρθρο 19, παράγραφος 1), ο οποίος ορίζεται ανά εκατόλιτρο καθαρής αλκοόλης θερμοκρασίας 20_C και υπολογίζεται με βάση τον αριθμό εκατολίτρων καθαρής αλκοόλης, με συντελεστή ο οποίος, κατά κανόνα, είναι ο ίδιος για όλα τα προϋόντα που υπόκεινται στον ειδικό αυτό φόρο καταναλώσεως (άρθρο 21).

3 Η οδηγία προβλέπει όμως ορισμένες εξαιρέσεις. Συγκεκριμένα, το άρθρο 27, ορίζει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τα προϋόντα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο καταναλώσεως σύμφωνα με τους όρους τους οποίους καθορίζουν με σκοπό την ορθή και απλή εφαρμογή των απαλλαγών αυτών και την πρόληψη φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής ή καταχρήσεως:

α) όταν διανέμονται με τη μορφή αλκοόλης η οποία έχει υποστεί πλήρη μετουσίωση σύμφωνα με τις απαιτήσεις κάθε κράτους μέλους, εφόσον οι απαιτήσεις αυτές έχουν δεόντως κοινοποιηθεί και γίνει δεκτές σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 (3). Προϋπόθεση της απαλλαγής αυτής είναι η εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (4) στις ενδοκοινοτικές μεταφορές πλήρως μετουσιωμένης αλκοόλης για εμπορικό σκοπό·

β) όταν έχουν υποστεί μετουσίωση σύμφωνα με τις σχετικές προδιαγραφές οποιουδήποτε κράτους μέλους και χρησιμοποιούνται για την παρασκευή οποιουδήποτε προϋόντος [μη] προοριζομένου για κατανάλωση από τον άνθρωπο·

[...]

5. Όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί ή διαπιστώνει ότι ένα προϋόν που έχει απαλλαγεί βάσει των ανωτέρω παραγράφων 1α ή 1β, μπορεί να προκαλέσει φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή ή κατάχρηση, μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει απαλλαγή ή να αποσύρει την ήδη χορηγηθείσα. Το οικείο κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Η Επιτροπή κοινοποιεί τη σχετική ανακοίνωση στα λοιπά κράτη μέλη εντός μηνός από την παραλαβή [της]. Η τελική απόφαση λαμβάνεται κατόπιν αυτών σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ. Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να δώσουν στην απόφαση αυτή αναδρομικά αποτελέσματα.

[...]».

4 Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/12, που αναφέρεται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 92/83, τα προϋόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους καταναλώσεως και έχουν ήδη διατεθεί στην κατανάλωση σε ένα κράτος μέλος, κυκλοφορούν στα εδάφη των διαφόρων κρατών μελών υπό την κάλυψη συνοδευτικού εγγράφου στο οποίο αναγράφονται τα κυριότερα στοιχεία του προβλεπόμενου από το άρθρο 18, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, εγγράφου (5).

5 Η διάταξη αυτή εφαρμόστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3649/92 (6). Κατά το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού

«το απλουστευμένο συνοδευτικό έγγραφο προορίζεται επίσης να συνοδεύει τις εμπορικές ενδοκοινοτικές διακινήσεις της πλήρως μετουσιωμένης αλκοόλης που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 27, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 92/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου».

6 Η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει η διακίνηση πλήρως μετουσιωμένης αλκοόλης να υπόκειται στην υποχρέωση χρησιμοποιήσεως του διοικητικού συνοδευτικού εγγράφου για την κυκλοφορία υπό καθεστώς αναστολής προϋόντων βαρυνομένων με ειδικούς φόρους καταναλώσεως (δηλαδή προϋόντων για τα οποία δεν έχει ακόμη εκπληρωθεί η υποχρέωση φορολογήσεως), που αναφέρονται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/12. Το έγγραφο αυτό προσδιορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 2719/92 (7).

Β - Οι σχετικοί με τα καλλυντικά κανόνες

7 Σύμφωνα με το άρθρο 5, η οδηγία 80/232/ΕΟΚ (8) αποβλέπει να αφαιρέσει από τα κράτη μέλη τη δυνατότητα «να αρνηθούν, απαγορεύσουν ή περιορίσουν την διάθεση στην αγορά των προσυσκευασιών που πληρούν τις προδιαγραφές της παρούσας οδηγίας, για λόγους που αφορούν την τιμή της ονομαστικής χωρητικότητας των περιεκτών στην περίπτωση προσυσκευασιών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι [...]».

8 Το παράρτημα Ι ορίζει, για τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 προϋόντα, τις σειρές των τιμών των ονομαστικών ποσοτήτων του περιεχομένου των προσυσκευασιών. Στο σημείο 7 («Καλλυντικά: προϋόντα αρωματοποιίας και καλωπισμού») του παραρτήματος αυτού περιλαμβάνεται το σημείο 7.4, το οποίο αφορά τα «Προϋόντα με βάση την αλκοόλη, περιέχοντα λιγότερο του 3 % κατ' όγκο φυσικό ή συνθετικό αιθέριο έλαιο και λιγότερο του 70 % κατ' όγκο καθαρή αιθυλική αλκοόλη: αρωματικά ύδατα, λοσιόν για τα μαλλιά, λοσιόν για πριν και μετά το ξύρισμα».

9 Τέλος, πρέπει να αναφερθεί η οδηγία 76/768/ΕΟΚ (9). Ως «καλλυντικό προϋόν» ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας οποιαδήποτε ουσία ή οποιοδήποτε παρασκεύασμα, το οποίο προορίζεται να έλθει σε επαφή με τα διάφορα εξωτερικά μέρη του ανθρωπίνου σώματος (επιδερμίδα, τριχωτά μέρη, όνυχες, χείλη και εξωτερικά γεννητικά όργανα) ή με τους οδόντες και το βλεννογόνο της στοματικής κοιλότητος με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό τον καθαρισμό τους, τον αρωματισμό τους, ή την προστασία τους, για να διατηρηθούν σε καλή κατάσταση, να μεταβληθεί η εμφάνισή τους ή να διορθωθούν οι οσμές του σώματος.

ΙΙ - Το ιστορικό της διαφοράς

Α - Η αίτηση της Ιταλικής Δημοκρατίας

10 Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1997 οι ιταλικές φορολογικές υπηρεσίες κοινοποίησαν στην Επιτροπή ότι, με την υπουργική απόφαση 524, της 9ης Ιουλίου 1996 (10), η χορήγηση της απαλλαγής που προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 92/83 εξαρτήθηκε από ορισμένες προϋποθέσεις στην Ιταλία.

Σύμφωνα με δύο από τις προϋποθέσεις αυτές, συγκεκριμένα:

- για την παραγωγή αρωμάτων και άλλων καλλυντικών μπορούσε να μετουσιωθεί μόνον καθαρή αλκοόλη και όχι μη καθαρή αλκοόλη και

- η περιεκτικότητα σε αλκοόλη ορισμένων οικιακών προϋόντων δεν έπρεπε να υπερβαίνει το 40 %.

Οι προϋποθέσεις αυτές, που απλώς αντιστοιχούσαν στη συνήθη σύνθεση των εν λόγω προϋόντων, απέβλεπαν στην αποτροπή του ενδεχομένου εμπορεύματα τα οποία παρασκευάστηκαν κατά τρόπο διαφορετικό του συνήθους να επωφελούνται αδικαιολογήτως του τρόπου μετουσιώσεως και των διαδικασιών κυκλοφορίας και αποθήκευσης που προβλέπονται για ορισμένες κατηγορίες εμπορευμάτων. Ειδικότερα, όσον αφορά τα καλλυντικά προϋόντα, σκοπός ήταν να αποφευχθεί το ενδεχόμενο προϋόντα τα οποία διατέθηκαν στο εμπόριο ως αρώματα, χωρίς να έχουν τα χαρακτηριστικά των αρωμάτων, να μπορούν, στην πραγματικότητα, στο μέτρο που είναι ελαφρώς πιο μετουσιωμένα από τα τελευταία, να υποκαταστήσουν στην πράξη την πλήρως μετουσιωμένη αλκοόλη που προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 92/83. Οι ιταλικές φορολογικές υπηρεσίες υπογράμμισαν ότι ο τελευταίος αυτός τύπος αλκοόλης παρέχει καλύτερες εγγυήσεις όσον αφορά την πρόληψη της φοροδιαφυγής, τόσο λόγω της ισχυρότερης μετουσιώσεως, όσο και λόγω των αυστηρότερων διαδικασιών κυκλοφορίας και αποθηκεύσεως.

11 Όπως αναφέρει η Ιταλική Κυβέρνηση στην προσφυγή της, η εφαρμογή των προϋποθέσεων αυτών ανεστάλη λόγω της κινήσεως διαδικασίας λόγω παραβάσεως για έλλειψη προηγούμενης κοινοποιήσεως των τεχνικών κανόνων. Η ιταλική διοικητική αρχή επέμεινε όμως να της επιτραπεί να αρνείται τη χορήγηση απαλλαγής από τους σχετικούς φόρους καταναλώσεως για τα προϋόντα που μπορούν να οδηγήσουν σε φοροαποφυγή, φοροδιαφυγή ή κατάχρηση.

12 Στο υπόμνημα απαντήσεως, το προσφεύγον κράτος εξηγεί ως εξής την τεχνική της μετουσιώσεως και τους κινδύνους φοροδιαφυγής.

Η μετουσίωση αποσκοπεί στο να καταστήσει την αλκοόλη τοξική ώστε να είναι αδύνατη η κατάποσή της ή η μετατροπή της για τροφική χρήση. Οι μέθοδοι μετουσιώσεως επιβάλλουν, για την παραγωγή απορρυπαντικών, τη χρησιμοποίηση στοιχείου μετουσιώσεως εγκεκριμένου από το κράτος. Το στοιχείο αυτό είναι ένας ισχυρά τοξικός σταθεροποιητής του προϋόντος που εμποδίζει τη χημική μετατροπή της μετουσιωμένης αλκοόλης σε πόσιμη αλκοόλη.

Τα αρώματα, τα οποία απαλλάσσονται επίσης του ειδικού φόρου καταναλώσεως, θέτουν ένα ειδικό πρόβλημα. Μπορούν να παρασκευαστούν μόνο με αρωματισμένα, ειδικά και ήπια, στοιχεία μετουσιώσεως. Δεδομένου ότι η επεξεργασμένη αλκοόλη είναι δυσώδης, περιέχουσα κύρια και δευτερεύοντα προϋόντα αποστάξεως (όπως τοξικές για την ανθρώπινη υγεία αλδεδες, κετόνες και μεθανόλη) που δεν επιτρέπονται για χρήση επί του προσώπου, της επιδερμίδας και των βλεννογόνων, είναι αναγκαία για την παρασκευή αρωμάτων η χρησιμοποίηση αλκοόλης καλής ποιότητας.

Καίτοι ελαφρώς μετουσιωμένη και, επομένως, δυνάμενη ευκόλως να μετατραπεί, η χρησιμοποιούμενη στην παρασκευή αρωμάτων αλκοόλη δεν μπορεί, εντούτοις, να μετατραπεί, δεδομένου ότι μια τέτοια ενέργεια δεν είναι συμφέρουσα αν ληφθεί υπόψη το κόστος της καθαρής αλκοόλης. Αντιθέτως, η πράξη αυτή θα ήταν συμφέρουσα αν η νομοθεσία επέτρεπε τη χρησιμοποίηση «μη καθαρής» αλκοόλης για την παραγωγή «αρώματος».

Για τον λόγο αυτό η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η υποχρέωση χρησιμοποιήσεως καθαρής αλκοόλης για την παραγωγή αρωμάτων και καλλυντικών προϋόντων αποτελεί μέσο καταστολής του λαθρεμπορίου και της φοροδιαφυγής. Υποστηρίζει ότι υπήρξε στην Ιταλία περίπτωση προϋόντος, το οποίο παρασκευάστηκε με μη καθαρή αλκοόλη και ήταν ελαφρώς αρωματισμένο, το οποίο δηλώθηκε από τον παραγωγό ως καλλυντικό προϋόν, διατέθηκε όμως στο εμπόριο ως οικιακό προϋόν, και, συνεπώς, ως υποκατάστατο της πλήρως μετουσιωμένης αλκοόλης, εμπίπτον στο άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο αα, χωρίς να υπόκειται στους αυστηρότερους κανόνες μετουσιώσεως, κυκλοφορίας και αποθηκεύσεως που προβλέπονται για το τελευταίο.

Β - Η απόφαση 98/617

13 Στις 21 Οκτωβρίου 1998, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα της Ιταλικής Δημοκρατίας (11). Η Επιτροπή έκρινε:

«(11) Όσον αφορά τους λόγους που εξέθεσε η Ιταλία σχετικά με την άρνηση απαλλαγής των προϋόντων καλλωπισμού (αρώματα) που περιέχουν μη καθαρή αλκοόλη, η χρησιμοποίηση φθηνής, μη καθαρής αλκοόλης για την παραγωγή αγαθών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 27, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής ή καταχρήσεως, κυρίως διότι, αφενός, η μη καθαρή αλκοόλη παρουσιάζει μικρότερο κίνδυνο ακατάλληλης χρήσης και, αφετέρου το γεγονός ότι τα προϋόντα καλλωπισμού που παρασκευάζονται με μη καθαρή αλκοόλη είναι φθηνότερα ή όχι δεν έχει καμία σημασία, δεδομένου ότι το άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο ββ δεν περιορίζεται μόνο στα ακριβά προϋόντα, εφόσον οι τιμές του μεγάλου αριθμού προϋόντων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά την τιμή. Εξάλλου, στην οδηγία δεν προβλέπεται ότι τα προϋόντα που απαλλάσσονται δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 1, στοιχείο ββ (τα οποία δεν προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση) πρέπει να παρασκευάζονται από καθαρή αλκοόλη.

(12) Επιπλέον, δεδομένου ότι το άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο ββ δεν καλύπτει μόνο, ούτε κατά κύριο λόγο, τα προϋόντα καλλωπισμού αλλά και τα προϋόντα που προορίζονται, μεταξύ άλλων, για τον καθαρισμό, η χρησιμοποίηση προϋόντων που περιγράφονται ως προϋόντα καλλωπισμού για σκοπούς καθαρισμού δεν επηρεάζει την ταξινόμησή τους στο άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο ββ και δεν μπορεί να θεωρηθεί περίπτωση φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής ή καταχρήσεως. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα σαφές λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι σε ορισμένα κράτη μέλη δεν είναι ασυνήθιστη η χρησιμοποίηση κολώνιας και παρομοίων προϋόντων για άλλους σκοπούς εκτός του καλλωπισμού, όπως, για παράδειγμα, ο καθαρισμός. Το γεγονός ότι οι "πλήρως μετουσιωμένες" αλκοόλες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 27, παράγραφος 1, στοιχείο αα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για άλλους σκοπούς δεν έχει καμία σημασία.

[...]

(16) Επιπλέον, η Ιταλία δεν απέδειξε ότι κάποιο από τα προϋόντα στα οποία αρνείται να χορηγήσει απαλλαγή έχουν πράγματι αποτελέσει αντικείμενο φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής ή καταχρήσεως. Κανένα άλλο κράτος μέλος - η πλειοψηφία των οποίων επιβάλλει πολύ υψηλότερους ειδικούς φόρους καταναλώσεως απ' ό,τι η Ιταλία - δεν έχει επισημάνει προβλήματα φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής ή καταχρήσεως που να οφείλονται στην απαλλαγή των προϋόντων αυτών.»

ΙΙΙ - Τα αιτήματα των διαδίκων

14 Η Ιταλική Κυβέρνση ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής και να της την αναπέμψει για επανεξέταση, καθώς και να καταδικάσει το καθού όργανο στα δικαστικά έξοδα.

15 Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της προσφυγής και την καταδίκη της Ιταλικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα.

IV - Οι λόγοι ακυρώσεως

16 Η Ιταλική Δημοκρατία στηρίζει την προσφυγή της σε παράβαση και εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 27, παράγραφοι 1, στοιχεία αα και ββ, και 5, καθώς και του άρθρου 1 της οδηγίας 76/768 και του παραρτήματος Ι, σημείο 7.4, της οδηγίας 80/232. Προβάλλει επίσης σφάλμα όσον αφορά τις προϋποθέσεις, έλλειψη λογικής και ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα κυβέρνηση θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη και πρέπει να ακυρωθεί:

- διότι δέχεται, κατά τρόπο γενικό και παρά τα οριζόμενα στο παράρτημα Ι, σημείο 7.4, της οδηγίας 80/232, ότι μη καθαρή αλκοόλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή καλλυντικών προϋόντων·

- διότι δέχεται, αντίθετα προς το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/768, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/35, ότι τα καλλυντικά προϋόντα μπορούν να προορίζονται για άλλες χρήσεις πλην της εφαρμογής στο ανθρώπινο σώμα και μπορούν, κατά συνέπεια, να παρασκευάζονται ειδικά με προορισμό αυτές τις διαφορετικές χρήσεις·

- διότι η Επιτροπή, μη διακρίνοντας τις έννοιες της φοροαποφυγής, φοροδιαφυγής ή καταχρήσεως, που αναφέρονται στο άρθρο 27, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 92/83, και εξομοιώνοντάς τες όλες προς την έννοια της φοροαποφυγής, δεν θεωρεί ως κατάχρηση την απόπειρα αντλήσεως αδικαιολογήτου οφέλους από ευνοϋκότερο σύστημα φορολογικού ελέγχου·

και

- διότι η Επιτροπή, καταργώντας όλα τα όρια όσον αφορά την περιεκτικότητα σε αλκοόλη και επιτρέποντας έτσι την παρασκευή προϋόντων που προσομοιάζουν ουσιωδώς, όσον αφορά τη σύνθεση και τις δυνατότητες χρησιμοποιήσεώς τους, προς την πλήρως μετουσιωμένη αλκοόλη που πρέπει να υποβάλλεται σε ευνοϋκότερο καθεστώς, δημιουργεί, μεταξύ των προϋόντων που παρουσιάζουν τον ίδιο κίνδυνο φοροαποφυγής, διάκριση φορολογικού χαρακτήρα και επηρεάζει επίσης την αγορά και, συνεπώς, τις ανταγωνιστικές δυνατότητες των προϋόντων αυτών.

V - Νομική ανάλυση

Α - Τα προϋόντα που υπόκεινται στον ειδικό φόρο καταναλώσεως επί της αιθυλικής αλκοόλης

17 Κατά την άποψη της Επιτροπής, από τα άρθρα 20, 25 και 27 της οδηγίας 92/83 προκύπτει ότι τα μόνα προϋόντα που υπόκεινται στον ειδικό φόρο καταναλώσεως επί της αιθυλικής αλκοόλης είναι τα αλκοολούχα ποτά. Δεδομένου ότι όλες οι άλλες αιθυλικές αλκοόλες απαλλάσσονται υποχρεωτικώς από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως δεν θα ήταν λογική η άρνηση της απαλλαγής για μια αιθυλική αλκοόλη που δεν περιέχεται σε αλκοολούχο ποτό λόγω του ότι κατετάγη εσφαλμένα στις αλκοόλες που απαλλάσσονται δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, και όχι στοιχείο αα, της ίδιας παραγράφου.

18 Είναι αλήθεια ότι, κατά την πρώτη φάση των μακροχρόνιων διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν της εκδόσεως της οδηγίας 92/12 (12), η Επιτροπή πρότεινε οι ειδικοί φόροι καταναλώσεως να επιβάλλονται μόνο στις αλκοόλες που προορίζονται για την ανθρώπινη κατανάλωση (13). Εντούτοις, δεν φαίνεται ότι το Συμβούλιο υιοθέτησε την πρωτοβουλία αυτή.

19 Πράγματι, μετά το άρθρο 19, παράγραφος 1, που ορίζει ότι τα «κράτη μέλη επιβάλλουν ειδικό φόρο καταναλώσεως στην αιθυλική αλκοόλη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία», το άρθρο 20 της οδηγίας 92/83 έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ο όρος "αιθυλική αλκοόλη" περιλαμβάνει:

- όλα τα προϋόντα με αποκτημένο ογκομετρικό αλκοολικό τίτλο άνω του 1,2 % vol, τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 2207 και 2208, ακόμη και όταν τα εν λόγω προϋόντα αποτελούν μέρος προϋόντος υπαγομένου σε άλλο κεφάλαιο της ΣΟ,

- τα προϋόντα των κωδικών ΣΟ 2204, 2205 και 2206 με αποκτημένο ογκομετρικό αλκοολικό τίτλο άνω του 22 % vol,

- τα οινοπνευματώδη ποτά που περιέχουν προϋόντα σε διάλυμα ή όχι.»

20 Σύμφωνα με το άρθρο 26 της οδηγίας 92/83, οι παραπομπές σε κλάσεις και κωδικούς της συνδυασμένης ονοματολογίας αναφέρονται στην συνδυασμένη ονοματολογία όπως είχε κατά την ημερομηνία έκδοσης της οδηγίας (14). Όμως, έστω και αν το σύνολο σχεδόν των προϋόντων που εμπίπτουν στους κωδικούς που αναφέρονται στο άρθρο 20 είναι αλκοολούχα ποτά, ο κωδικός ΣΟ 2207 περιέχει και τα προϋόντα «αιθυλική αλκοόλη και αποστάγματα μετουσιωμένα, οποιουδήποτε τίτλου» που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως αλκοολούχα ποτά.

21 Έτσι, η οδηγία 92/83 καθιερώνει την αρχή σύμφωνα με την οποία οι αιθυλικές αλκοόλες που δεν προορίζονται την ανθρώπινη κατανάλωση υπόκεινται στον ειδικό φόρο καταναλώσεως, χωρίς να θίγεται η δυνατότητα να απαλλάσσονται αν πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 27 της οδηγίας.

22 Δεν νομίζω ότι το άρθρο 25 της οδηγίας 92/83, που επικαλείται η Επιτροπή, μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, τα «κράτη μέλη μπορούν να επιστρέψουν τον ειδικό φόρο καταναλώσεως που έχει επιβληθεί σε αλκοολούχα ποτά τα οποία αποσύρονται από την αγορά επειδή η κατάσταση ή η παλαιότητά τους τα καθιστά ακατάλληλα προς ανθρώπινη κατανάλωση». Κατά την άποψή μου, το γεγονός ότι γίνεται αναφορά μόνο στα αλκοολούχα ποτά δεν επιτρέπει το συμπέρασμα ότι ο ειδικός φόρος καταναλώσεως επιβάλλεται αποκλειστικά στα προϋόντα που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση. Όπως επεσήμανα, το πεδίο εφαρμογής του ειδικού αυτού φόρου καταναλώσεως καθορίζεται στο άρθρο 20, ενώ το άρθρο 25 αποτελεί απλώς μια ειδική διάταξη εφαρμοστέα σε συγκεκριμένο τύπο των προϋόντων που υπόκεινται στον φόρο.

23 Στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, η Επιτροπή θεωρεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού μεθόδων μετουσιώσεως που μπορούν να επιλέξουν οι επιχειρηματίες (μέθοδοι εγκεκριμένες σε κοινοτικό επίπεδο και εθνικές μέθοδοι που απολαύουν της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως), είναι αδιανόητο, πέραν της περιπτώσεως λαθραίας εισαγωγής στην αγορά, ένας φυσιολογικός επιχειρηματίας να μην προσφύγει σε μία από αυτές τις μεθόδους.

Προτού θέσει στην αγορά μια μετουσιωμένη αλκοόλη, ένας κατασκευαστής ή διανομέας, που δεν είναι μόνον έντιμος αλλά και συνετός, θα βεβαιωθεί ότι η αλκοόλη αυτή τηρεί τις κοινοτικές ή εθνικές προϋποθέσεις μετουσιώσεως που απαιτούνται για να επιτύχει απαλλαγή, δεδομένου ότι η μετουσιωμένη αλκοόλη που επιβαρύνεται με τον υψηλό ειδικό φόρο καταναλώσεως που προβλέπεται για την αιθυλική αλκοόλη είναι απλώς υπερβολικά ακριβή και συνεπώς δεν μπορεί να πωληθεί.

24 Ούτε αυτό το επιχείρημα μου φαίνεται πειστικό. Ο μεγάλος αριθμός μεθόδων μετουσιώσεως που, σύμφωνα με την Επιτροπή, είναι αποδεκτές σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο, συνεπάγεται μόνον ότι οι επιχειρηματίες θα λάβουν εύκολα απαλλαγή. Αυτό που είναι, όμως, βέβαιο είναι ότι το άρθρο 27, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/83 εξαρτά την απαλλαγή από τη χρήση μιας από τις μεθόδους μετουσιώσεως που έχουν εγκριθεί βάσει κοινοτικού [στοιχείο αα] ή εθνικού κανόνα [στοιχείο ββ]. Εάν, για οποιοδήποτε λόγο, η χρησιμοποιηθείσα μέθοδος μετουσιώσεως δεν αντιστοχεί σε καμία από αυτές τις δύο κατηγορίες, η παραγόμενη αλκοόλη δεν θα μπορεί να λάβει την απαλλαγή που προβλέπεται στις δύο αυτές διατάξεις, ασχέτως του πως μπορεί να χαρακτηριστεί ο επιχειρηματίες που ενήργησε με τον τρόπο αυτό.

25 Θεωρώ συνεπώς ότι δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός της Επιτροπής, σύμφωνα με τον οποίο σε κάθε περίπτωση οι μετουσιωμένες αιθυλικές αλκοόλες απαλλάσσονται του ειδικού φόρου καταναλώσεως χωρίς να έχει σημασία, από φορολογική άποψη, αν η αλκοόλη εμπίπτει στο στοιχείο αα ή στο στοιχείο ββ του άρθρου 27, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/83. Όπως κατέδειξα, δεν είναι ορθό ότι οι αλκοόλες αυτές απαλλάσσονται πάντοτε, διότι, για να απαλλαγούν πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσουν οι διατάξεις αυτές.

Β - Οι ισχυρισμοί που αφορούν την προβαλλόμενη παράβαση της οδηγίας 80/232 και των οδηγιών 76/768 και 93/35

26 Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα διαφορετικά καθεστώτα που θεσπίζονται με τα στοιχεία αα και ββ του άρθρου 27 της οδηγίας 92/83 συνδέονται στενά με τους διαφόρους τύπους προϋόντων, στο μέτρο που οι τύποι μετουσιώσεως μελετήθηκαν λαμβανομένου υπόψη του ειδικού προορισμού κάθε είδους προϋόντος. Είναι συνεπώς απαραίτητο κάθε προϋόν να αποτελέσει αντικείμενο ακριβούς κατατάξεως, σύμφωνης με τη σύνθεση και τη χρήση του, ώστε να αποφευχθεί η δυνατότητα να υπαχθεί καταχρηστικά σε πιο ευνοϋκό καθεστώς από αυτό που πρέπει, προκαλώντας όχι μόνον κίνδυνο για το δημόσιο ταμείο, αλλά και στρέβλωση του ανταγωνισμού εις βάρος των εντίμων επιχειρηματιών.

Η Ιταλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η Επιτροπή, αρνούμενη να της επιτρέψει να απαγορεύσει την προβλεπόμενη στο στοιχείο ββ της προαναφερθείσας διατάξεως απαλλαγή των προϋόντων που εμφανίζονται ως «αρώματα», αλλά έχουν παρασκευαστεί με μη καθαρή αλκοόλη, παρέβλεψε το γεγονός ότι η οδηγία 80/232 επιβάλλει τη χρήση καθαρής αλκοόλης, τουλάχιστον για την παρασκευή ορισμένων κατηγοριών καλλυντικών.

Η προσφεύγουσα κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή, θεωρώντας ότι δεν είναι κρίσιμο, από φορολογική άποψη, το αν τα «καλλυντικά» προϋόντα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για οικιακή χρήση, αγνοεί τις διατάξεις των οδηγιών 76/768 και 93/35.

27 Κατά την άποψή μου, η διατύπωση του άρθρου 27, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/83 δεν επιτρέπει τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι ορισμένοι τύποι προϋόντων, όπως τα απορρυπαντικά, εμπίπτουν αναγκαστικά στο στοιχείο αα, όπως φαίνεται να υπαινίσσεται το προσφεύγον κράτος. Φρονώ, αντίθετα, όπως και η Επιτροπή, ότι το αποφασιστικό κριτήριο για τη χορήγηση ή την άρνηση της απαλλαγής είναι η μέθοδος μετουσιώσεως. Εάν πρόκειται για μέθοδο από τις εγκεκριμένες στο κοινοτικό πλαίσιο, η αλκοόλη απαλλάσσεται του ειδικού φόρου καταναλώσεως κατ' εφαρμογήν του στοιχείο αα. Εάν, αντιθέτως, η αλκοόλη που περιέχεται σε προϋόν μη προοριζόμενο για την ανθρώπινη κατανάλωση μετουσιώθηκε σύμφωνα με μέθοδο εγκεκριμένη σε ένα κράτος μέλος, πρέπει να εφαρμοστεί η απαλλαγή που προβλέπεται στο στοιχείο ββ. Τέλος, αν η μέθοδος μετουσιώσεως δεν αντιστοιχεί σε καμία από τις εγκεκριμένες μεθόδους βάσει των κοινοτικών κανόνων ή των εθνικών νομικών συστημάτων, το προϋόν δεν μπορεί να τύχει απαλλαγής.

28 Κατά συνέπεια, θα ήταν αντίθετο προς την οδηγία 92/83 να μην επιτραπεί η απαλλαγή ενός προϋόντος που πληροί τις προβλεπόμενες στο άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, προϋποθέσεις, για τον μοναδικό λόγο ότι διαπιστώθηκε ότι ο πραγματικός προορισμός του δεν ανταποκρίνεται στον χαρακτηρισμό που του έδωσε ο επιχειρηματίας. Όπως ορθά υποστηρίζει η Επιτροπή, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν θεώρησε ούτε τη χρήση καθαρής αλκοόλης ούτε τη μέγιστη περιεκτικότητα σε αλκοόλη ως κριτήρια για την εφαρμογή της απαλλαγής.

29 Για τον ίδιο λόγο, το γεγονός ότι οι επιβαλλόμενες προϋποθέσεις αντικατοπτρίζουν τη συνήθη σύνθεση των προϋόντων δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως δικαιολογητικός λόγος. Είναι αλήθεια ότι, για τα καλλυντικά, η οδηγία 80/232 αναφέρεται αποκλειστικά στην καθαρή αλκοόλη στο σημείο 7.4 του παραρτήματος Ι, ένα προϋόν όμως που παρουσιάζεται ως καλλυντικό και περιέχει μη καθαρή αλκοόλη δεν μπορεί ούτε πρέπει να υποστεί την κύρωση της απώλειας της απαλλαγής εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/83. Αντίθετα, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν, σύμφωνα με τις κοινοτικές οδηγίες, να απαγορεύσουν την εμπορία του και, ενδεχομένως, να επιβάλουν τις οικονομικές ή ακόμη και ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στα αντίστοιχα εσωτερικά δίκαια. Το ίδιο ισχύει για την άλλη προϋπόθεση που θέσπισε η Ιταλική Κυβέρνηση, όσον αφορά τη μέγιστη περιεκτικότητα σε αλκοόλη των προϋόντων οικιακής χρήσεως.

30 Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός που στηρίζεται σε προβαλλόμενη παράβαση της οδηγίας 80/232 σχετικά με τα καλλυντικά προϋόντα. Στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή ουδόλως υποστηρίζει ότι τα προϋόντα αυτά μπορούν να παραχθούν με μη καθαρή αλκοόλη. Αυτό που υποστηρίζει, ορθώς κατά την άποψή μου, είναι ότι η χρήση αυτού του τύπου αλκοόλης στα προϋόντα που παρουσιάζονται ως καλλυντικά δεν εμποδίζει την απαλλαγή εάν η αλκοόλη μετουσιώθηκε σύμφωνα με μία από τις μεθόδους που αναφέρονται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/83.

31 Ο ισχυρισμός που αφορά την προβαλλόμενη παράβαση της οδηγίας 76/768, που τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/35, πρέπει να έχει την ίδια τύχη. Είναι αλήθεια ότι σύμφωνα με την οδηγία αυτή ως «καλλυντικά προϋόντα» μπορούν να χαρακτηριστούν μόνον οι ουσίες ή τα παρασκευάσματα που προορίζονται να έλθουν σε επαφή με το ανθρώπινο σώμα (άρθρο 1, παράγραφος 1) και τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε πρόσφορο μέτρο ώστε η επισήμανση, η προσφορά προς πώληση και η διαφήμιση των καλλυντικών προϋόντων να μην αποδίδουν σε αυτά τα προϋόντα χαρακτηριστικά τα οποία δεν έχουν (άρθρο 6, παράγραφος 3). Έτσι, ένα προϋόν οικιακής χρήσεως, όπως το απορρυπαντικό, δεν μπορεί να παρουσιαστεί με την ονομασία «καλλυντικό προϋόν».

Σύμφωνα με όσα προανέφερα, το γεγονός ότι ένα προϋόν οικιακής χρήσεως δεν μπορεί να παρουσιαστεί με την ονομασία καλλυντικό προϋόν δεν σημαίνει ότι η μετουσιωμένη αλκοόλη που χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή του πρέπει να μη τύχει απαλλαγής από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως, που καθιερώνει η οδηγία 92/83, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχεία αα και ββ, της οδηγίας. Και στην περίπτωση αυτή, αυτό που μπορούν - και οφείλουν - να πράξουν τα κράτη μέλη είναι να απαγορεύσουν την εμπορία του ως καλλυντικού προϋόντος και, ενδεχομένως, να επιβάλουν στους υπευθύνους οικονομικές ή ακόμη και ποινικές κυρώσεις σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν σε κάθε κράτος.

Γ - Ο ισχυρισμός που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της «καταχρήσεως»

32 Η Ιταλική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι σε κάθε περίπτωση το άρθρο 27, παράγραφοι 1 και 5, επιτρέπει στα κράτη μέλη να ορίσουν προϋποθέσεις για την πρόληψη φοροαποφυγής, φοροδιαφυγής ή καταχρήσεως στο πλαίσιο εφαρμογής των απαλλαγών. Κατά την άποψή της, αν προϋόντα που έχουν μετουσιωθεί σύμφωνα με το στοιχείο ββ και, επομένως, δεν είναι σύμφωνα προς τις προδιαγραφές που ορίζονται στο στοιχείο αα, χρησιμοποιούνται στην πράξη ως υποκατάστατα των προϋόντων που εμπίπτουν στο στοιχείο αα, με σκοπό να υπαχθούν σε ευνοϋκότερο φορολογικό καθεστώς, υφίσταται κατάχρηση, κατά της οποίας πρέπει να αναγνωριστεί ότι τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να δράσουν. Για τον λόγο αυτό η Ιταλική Δημοκρατία θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη, διότι ταυτίζει τις έννοιες της φοροαποφυγής, της φοροδιαφυγής ή της καταχρήσεως και δεν δέχεται ότι μια τέτοια προσπάθεια υπαγωγής σε ευνοϋότερο φορολογικό καθεστώς είναι καταχρηστική.

33 Στο σημείο αυτό η Επιτροπή επισημαίνει κατ' αρχάς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας 92/83, για να μπορεί η φοροαποφυγή, φοροδιαφυγή ή κατάχρηση να δικαιολογήσει την απόφαση αρνήσεως ή ανακλήσεως της απαλλαγής, είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί το υποστατό αυτής της παράνομης συμπεριφοράς. Υποστηρίζει ότι, όπως αναφέρεται στη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι κάποιο από τα προϋόντα στα οποία αρνείται να χορηγήσει απαλλαγή έχει πράγματι αποτελέσει αντικείμενο φοροαποφυγής, φοροδιαφυγής ή καταχρήσεως.

34 Η προσφεύγουσα κυβέρνηση διευκρινίζει σχετικά ότι, στο ιταλικό κείμενο, το άρθρο 27, παράγραφος 1, της οδηγίας κάνει λόγο για την ανάγκη «prevenire» (πρόληψης) φοροαποφυγής, φοροδιαφυγής ή καταχρήσεως και αναφέρεται, στην επόμενη παράγραφο 5, καθώς και στην εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη, σε «eventuale» (ενδεχόμενες) φοροαποφυγές, φοροδιαφυγές ή καταχρήσεις: από αυτό συνάγει ότι δεν είναι απαραίτητο να διαπραχθεί φοροαποφυγή, φοροδιαφυγή ή κατάχρηση, αλλ' αρκεί ο κίνδυνος της δυνατότητας διάπραξής τους.

35 Η Επιτροπή απαντά ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, «[...] η ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας των κοινοτικών κανονισμών αποκλείει, σε περίπτωση αμφιβολίας, να λαμβάνεται μεμονωμένα υπόψη το κείμενο μιας διατάξεως, αλλά αντιθέτως να απαιτεί να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται υπό το πρίσμα των κειμένων στις άλλες επίσημες γλώσσες [...]» (15). Υπό την έννοια αυτή το καθού η προσφυγή όργανο υπογραμμίζει ότι το επίθετο «eventuale» του ιταλικού κειμένου του άρθρου 27, παράγραφος 5, δεν έχει αντίστοιχο στις άλλες γλώσσες. Προσθέτει ότι υπάρχει προφανής αντίφαση μεταξύ του επιθέτου αυτού και του ρήματος που προηγείται αυτού, που βρίσκεται στην οριστική έγκλιση («dΰ luogo») και δεν έπεται, όπως θα επέβαλλε η λογική του ρήματος «potere» σε δυνητική έγκλιση («potrebbe dar luogo»). Οι λοιπές γλωσσικές αποδόσεις επιβεβαιώνουν ότι η φράση είναι σε οριστική έγκλιση. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι η Ιταλική Κυβέρνηση δεν μπορεί να στηριχθεί στο επίθετο «eventuale» του ιταλικού κειμένου του άρθρου 27, παράγραφος 5, για να υποστηρίξει ότι η απλή δυνατότητα να λάβει χώρα φοροαποφυγή, φοροδιαφυγή ή κατάχρηση αρκεί για να επιτραπεί σε ένα κράτος μέλος να θεσπίσει όρους για να τύχει απαλλαγής ένα προϋόν.

36 Η ερμηνεία του άρθρου 27, παράγραφος 5, δεν διευκολύνεται από τις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις. Ορισμένες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, είναι απαραίτητο να έλαβε χώρα φοροαποφυγή, φοροδιαφυγή ή κατάχρηση για να μπορεί το κράτος μέλος να θεσπίσει προϋποθέσεις για την εφαρμογή της απαλλαγής (16). Αντιθέτως, άλλες γλωσσικές αποδόσεις φαίνεται να υπαινίσσονται ότι η απλή δυνατότητα να συμβεί κάτι τέτοιο αρκεί προκειμένου να προβούν τα κράτη μέλη στις κατάλληλες ενέργειες (17).

37 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι παράγραφοι 1 και 5 του άρθρου 27 ρυθμίζουν δύο διαφορετικές περιπτώσεις. Ενώ η παράγραφος 1 επιτρέπει στα κράτη μέλη να καθορίσουν γενικούς όρους προκειμένου να εξασφαλίσουν, προληπτικώς, την ορθή εφαρμογή της απαλλαγής, η παράγραφος 5 αφορά την a posteriori ανάκληση της απαλλαγής σε περίπτωση φοροαποφυγής, φοροδιαφυγής ή καταχρήσεως.

38 Η διάκριση αυτή μου φαίνεται τεχνητή. Κατ' αρχάς, η παράγραφος 5 δεν αφορά μόνον την ανάκληση, αλλά και την άρνηση χορηγήσεως απαλλαγής. Κυρίως όμως θα ήταν παράλογο να επιτρέπει η οδηγία στα κράτη μέλη να καθορίζουν γενικούς όρους σύμφωνα με την παράγραφο 1, χωρίς άλλο έλεγχο εκτός από την ενδεχόμενη προσφυγή λόγω παραβάσεως, επιβάλλοντάς τους αντίθετα να χρησιμοποιούν τη διαδικασία που καθιερώνει η παράγραφος 5 για την απλή άρνηση ή ανάκληση απαλλαγής σε συγκεκριμένη περίπτωση. Επιπλέον, εάν η τελευταία αυτή παράγραφος αφορούσε μόνο συγκεκριμένες περιπτώσεις διαπιστωμένης φοροαποφυγής, φοροδιαφυγής ή καταχρήσεως, θα καθίστατο κενή περιεχομένου η τελευταία φράση της παραγράφου, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να δώσουν αναδρομικά αποτελέσματα στην απόφαση της Επιτροπής, που ελήφθη έπειτα από γνώμη της επιτροπής ειδικών φόρων καταναλώσεως.

39 Κατά την άποψή μου, το άρθρο 27, παράγραφοι 1 και 5, έχει ως σκοπό να επιτρέψει στα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα για την αποφυγή της φοροαποφυγής, φοροδιαφυγής ή καταχρήσεως, ανεξάρτητα από το αν έχει διαπιστωθεί ή όχι η ύπαρξη πρακτικών φοροδιαφυγής (18). Για να είναι ισχυρά τα μέτρα αυτά, δεν πρέπει να περιορίζουν ανεπίτρεπτα την εφαρμογή της απαλλαγής που καθιερώνει η οδηγία, στοιχείο που πρέπει να εξακριβωθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει η παράγραφος 5. Εάν, βάσει της γνώμης της επιτροπής ειδικών φόρων καταναλώσεως, η Επιτροπή διαπιστώσει ότι τα μέτρα αυτά σέβονται την έκταση της απαλλαγής, θα τα εγκρίνει. Στην αντίθετη περίπτωση, μπορεί να αρνηθεί την έγκρισή της.

40 Έτσι, δεν έχει σημασία αν τα μέτρα, την έγκριση των οποίων ζήτησε η Ιταλική Δημοκρατία σύμφωνα με την παράγραφο 5, ανταποκρίνονται στην ανάγκη ελέγχου των διαπιστωμένων πρακτικών φοροδιαφυγής ή τείνουν απλώς στην πρόληψή τους. Η προβλεπόμενη διαδικασία τηρήθηκε και η Επιτροπή πρέπει συνεπώς να εξακριβώσει όχι κατά πόσον οι πρακτικές αυτές εφαρμόστηκαν ήδη, αλλά κατά πόσον τα εν λόγω μέτρα περιορίζουν ανεπίτρεπτα και αδικαιολόγητα την έκταση της απαλλαγής που προβλέπουν οι κοινοτικοί κανόνες. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή έκρινε ότι τα σκοπούμενα μέτρα περιόριζαν κατά τρόπο δυσανάλογο το πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής. Αυτή ακριβώς η εκτίμηση αποτελεί αντικείμενο ελέγχου στην παρούσα διαφορά.

41 Οι διάδικοι στη συνέχεια διαφωνούν σχετικά με την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην έννοια της «καταχρήσεως» για την εφαρμογή του άρθρου 27, παράγραφοι 1 και 5.

42 Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η έννοια της «καταχρήσεως» δεν επιδέχεται τη συσταλτική ερμηνεία που προτείνει η Επιτροπή, η οποία ισοδυναμεί με αυτή της φοροαποφυγής, αλλά πρέπει αντίθετα να νοείται υπό την κοινή εκδοχή κάθε αθέμιτης συμπεριφοράς, διάφορης από τη φοροαποφυγή ή τη φοροδιαφυγή.

43 Η Επιτροπή απαντά ότι οι τρεις προαναφερθείσες έννοιες χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στο να απαλλάσσεται ανεπίτρεπτα από τη φορολογική υποχρέωση ένα προϋόν που υπόκειται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η μόνη διάκριση που επιτρέπει η νομολογία του Δικαστηρίου αφορά την έννοια της φοροδιαφυγής και αυτή της φοροαποφυγής. Έτσι, στην απόφαση Direct Cosmetics και Laughtons Photographs (19), το Δικαστήριο διευκρίνισε, σε σχέση με αυτούς τους δύο όρους του άρθρου 27 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ (20):

«Η διάκριση αυτή επιβεβαιώνεται από το ιστορικό γενέσεως της εν λόγω διατάξεως: ενώ η δεύτερη οδηγία ΦΠΑ [...] αναφέρεται αποκλειστικά στην έννοια της φοροδιαφυγής, η έκτη οδηγία αναφέρεται επίσης και στην έννοια της φοροαποφυγής. Αυτό σημαίνει ότι ο νομοθέτης θέλησε να περιλάβει ένα [νέο] στοιχείο σε σχέση με την προϋφιστάμενη έννοια της φοροδιαφυγής. Το στοιχείο αυτό συνίσταται στον αντικειμενικό χαρακτήρα που είναι συμφυής στην έννοια της φοροαποφυγής, δεδομένου ότι η πρόθεση του φορολογουμένου, η οποία συνιστά το ουσιώδες στοιχείο της έννοιας της φοροδιαφυγής, δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την ύπαρξη φοροαποφυγής.»

Κατά την άποψη της Επιτροπής, εάν ο κοινοτικός νομοθέτης είχε θελήσει να περιλάβει στην έννοια της καταχρήσεως τη συμπεριφορά ενός επιχειρηματία που συνίστατο στην απόλαυση, ως μη έδει, ενός ευνοϋκότερου συστήματος ελέγχου και κυκλοφορίας, θα έπρεπε να έχει προβλέψει ρητώς την παράβαση αυτή, διακρίνοντας την έννοια αυτή από τις παράλληλες έννοιες της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής. Ελλείψει κάθε διακρίσεως στο άρθρο 27, παράγραφος 5, η Επιτροπή καταλήγει ότι ως «κατάχρηση» πρέπει να νοείται μια τυπικά νόμιμη συμπεριφορά, την οποία υιοθετεί εκ προθέσεως ο φορολογούμενος με μοναδικό σκοπό να αποφύγει την καταβολή του ειδικού φόρου καταναλώσεως.

44 Όποια και αν είναι η ερμηνεία του όρου «κατάχρηση», που δεν ορίζεται στο κοινοτικό δίκαιο, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι η περίπτωση που αναφέρει η Ιταλική Κυβέρνηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάχρηση για τους σκοπούς του άρθρου 27, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/83.

45 Κατά την άποψή μου, η προσφεύγουσα κυβέρνηση ξεκινά από εσφαλμένη αφετηρία. Όπως ανέφερα ήδη, δεν είναι ορθό ότι τα προϋόντα οικιακής χρήσεως δεν μπορούν να τύχουν απαλλαγής παρά μόνον κατ' εφαρμογήν του στοιχείο αα της παραγράφου αυτής, ούτε ότι το στοιχείο ββ αφορά αποκλειστικώς ή κυρίως τα καλλυντικά προϋόντα. Αντίθετα, η απαλλαγή χορηγείται ανάλογα με τη μέθοδο μετουσιώσεως που χρησιμοποιήθηκε κατά την παρασκευή του προϋόντος. Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο προϋόντος οικιακής χρήσεως ένα προϋόν που πληροί τους όρους μετουσιώσεως που προβλέπονται στο στοιχείο ββ και που παρουσιάστηκε ως καλλυντικό προϋόν αντιστοιχεί σε πρόθεση απόλαυσης ευνοϋκότερου φορολογικού καθεστώτος ούτε, επομένως, ότι αποτελεί «κατάχρηση» δικαιολογούσα την άρνηση ή ανάκληση της απαλλαγής.

46 Εν ανάγκη θα έπρεπε να επικαλεστεί κανείς, όπως έπραξε η Επιτροπή, τη νομολογία του Δικαστηρίου επί του άρθρου 13, Β, στοιχείο ηη της έκτης οδηγίας του Συμβουλίου, που έχει ανάλογη διατύπωση με αυτή του άρθρου 27 της οδηγίας 92/83. Στην απόφαση Gemeente Emmer (21), το Δικαστήριο έκρινε:

«[...] ότι, κατά την εισαγωγική διατύπωση του άρθρου 13, Β, της έκτης οδηγίας, ναι μεν τα κράτη μέλη ορίζουν τις προϋποθέσεις των φοροαπαλλαγών ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή τους και να αποτρέπεται κάθε ενδεχόμενη φοροαποφυγή, φοροδιαφυγή και κατάχρηση, οι προϋποθέσεις αυτές όμως δεν μπορούν να αφορούν το περιεχόμενο των προβλεπόμενων απαλλαγών [...]».

47 Η νομολογία αυτή επιβεβαιώθηκε πρόσφατα όσον αφορά τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως. Στην απόφαση Braathens (22), σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ (23), το Δικαστήριο αποφάνθηκε:

«Αφετέρου, η διακριτική ευχέρεια που παρέχει στα κράτη μέλη το εισαγωγικό κείμενο του εν λόγω άρθρου 8, παράγραφος 1, κατά το οποίο οι απαλλαγές από τον φόρο χορηγούνται από τα κράτη μέλη "υπό τους όρους τους οποίους αυτά καθορίζουν, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ορθή και καθαρή εφαρμογή των απαλλαγών αυτών και να προλάβουν τη φοροδιαφυγή, τη φοροαποφυγή ή τις καταχρήσεις", δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το ότι η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση απαλλαγής από τον φόρο δεν περιέχει αιρέσεις [...]».

48 Κατά την άποψή μου, η Ιταλική Κυβέρνηση, εξαρτώντας τη χορήγηση της απαλλαγής από την πλήρωση των απαιτήσεων που αφορούν τον τύπο της χρησιμοποιούμενης αλκοόλης για την παραγωγή των καλλυντικών και τη μέγιστη περιεκτικότητα σε αλκοόλη των προϋόντων οικιακής χρήσεως, θέσπισε όρους που δεν προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία και δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με αναφορά στη δυνατότητα των κρατών μελών να λαμβάνουν μέτρα με σκοπό την αποφυγή ενδεχομένων καταχρήσεων.

49 Για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι η Επιτροπή δεν έσφαλε απορρίπτοντας αυτό το επιχείρημα της Ιταλικής Κυβερνήσεως και, κατά συνέπεια, ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να κριθεί αβάσιμος.

Δ - Ο ισχυρισμός που στηρίζεται σε δυσμενή φορολογική διάκριση μεταξύ των προϋόντων

50 Στο σημείο αυτό το προσφεύγον κράτος περιορίζεται να ισχυριστεί ότι η Επιτροπή, επιτρέποντας να τύχουν τα εν λόγω προϋόντα καταχρηστικά ενός καθεστώτος φορολογικού ελέγχου ευνοϋκοτέρου από αυτό στο οποίο υπάγονται, δημιουργεί στρέβλωση του ανταγωνισμού εις βάρος των εντίμων επιχειρηματιών.

51 Οι όροι χορηγήσεως της απαλλαγής, που καθορίζονται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχεία αα και ββ, της οδηγίας 92/83, καθώς και το εφαρμοστέο καθεστώς φορολογικού ελέγχου στηρίζονται σε ένα αντικειμενικό κριτήριο: στη μέθοδο παρασκευής κάθε προϋόντος και, συγκεκριμένα, στον τύπο μετουσιώσεως που χρησιμοποιήθηκε. Στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή απλώς επιβάλλει την ορθή εφαρμογή του κανόνα αυτού και δεν μπορεί, συνεπώς, να υποστηριχθεί ότι επέτρεψε την καταχρηστική εφαρμογή των προβλεπομένων φορολογικών καθεστώτων. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός αυτός.

Ε - Οι ισχυρισμοί που αφορούν τις λοιπές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι μετουσιωμένες αλκοόλες για να μπορούν να τύχουν απαλλαγής

52 Θεωρώ, τέλος, σκόπιμο να εκθέσω εν συντομία δύο ζητήματα που συζητήθηκαν από τους διαδίκους στα υπομνήματα που υπέβαλαν στο Δικαστήριο· και τα δύο αφορούν τις λοιπές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι μετουσιωμένες αλκοόλες για να μπορούν να τύχουν απαλλαγής κατ' εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 1, στοιχεία αα και ββ, και πρέπει, κατά την άποψή μου, να παραμείνουν εκτός της παρούσας διαδικασίας.

53 Το πρώτο ζήτημα που συζητήθηκε αφορά τις τυπικές απαιτήσεις, συγκεκριμένα την ανάγκη συνοδευτικού εγγράφου για την κυκλοφορία των αλκοολούχων προϋόντων.

Κατά την άποψη της προσφεύγουσας κυβέρνησης, οι πλήρως μετουσιωμένες αλκοόλες, στις οποίες αναφέρεται το στοιχείο αα, πρέπει να κυκλοφορούν με το απλουστευμένο συνοδευτικό έγγραφο που προβλέπει το άρθρο 5 του κανονισμού 3649/92 και οι αλκοόλες που μετουσιώθηκαν σύμφωνα με μέθοδο εγκεκριμένη από κράτος μέλος, στις οποίες αναφέρεται το στοιχείο ββ, πρέπει να κυκλοφορούν με το συνοδευτικό έγγραφο που προβλέπει ο κανονισμός 2719/92 για τα προϋόντα που κυκλοφορούν υπό το καθεστώς αναστολής. Κατά την άποψή της, η έλλειψη των εγγράφων αυτών οδηγεί σε απώλεια του δικαιώματος απαλλαγής.

Αντίθετα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η μόνη προϋπόθεση για να μπορεί μια μετουσιωμένη αλκοόλη να τύχει απαλλαγής είναι η μετουσίωση να έγινε σύμφωνα με μέθοδο εγκεκριμένη στο κοινοτικό πλαίσιο [στοιχείο αα] ή στο κράτος μέλος προέλευσης [στοιχείο ββ]. Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, οι αλκοόλες πρέπει βέβαια να κυκλοφορούν με το απλουστευμένο συνοδευτικό έγγραφο, η έλλειψη όμως του τελευταίου δεν μπορεί να επιφέρει παρά διοικητική κύρωση και σε καμία περίπτωση την απώλεια του δικαιώματος απαλλαγής, που θα αποτελούσε δυσανάλογη συνέπεια, μη προβλεπόμενη από τους κοινοτικούς κανόνες. Όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αλκοόλες μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα μεταξύ των κρατών μελών, χωρίς καμία τυπική υποχρέωση.

54 Θεωρώ, όπως και η Επιτροπή, ότι αυτό το ζήτημα είναι ξένο προς την παρούσα διαφορά. Στην πραγματικότητα, η Ιταλική Δημοκρατία δεν ζήτησε την έγκριση για να αρνηθεί την απαλλαγή των υποκειμένων στους ειδικούς φόρους καταναλώσεως προϋόντων που κυκλοφορούσαν χωρίς συνοδευτικό έγγραφο (24). Για τον λόγο αυτό, η επιτροπή ειδικών φόρων καταναλώσεως δεν εξέτασε το στοιχείο αυτό, που αναφέρεται παρεμπιπτόντως μόνο στο σημείο 13, υπό i, της προσβαλλομένης αποφάσεως σε σχέση με τη συγκεκριμένη περίπτωση «καταχρήσεως», την οποία επικαλέστηκε η Ιταλική Κυβέρνηση. Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να αποφανθεί συναφώς στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής ακυρώσεως (25).

55 Θεωρώ επίσης ότι δεν χρειάζεται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του άλλου ζητήματος που συζητήθηκε από τους διαδίκους, δηλαδή επί του κατά πόσον η προβλεπόμενη στο στοιχείο ββ απαλλαγή εφαρμόζεται μόνο στη μετουσιωμένη, σύμφωνα με τους κανόνες ενός κράτους μέλους, αλκοόλη που χρησιμοποιήθηκε ήδη για την παρασκευή προϋόντος που δεν προορίζεται για την ανθρώπινη κατανάλωση.

Η Ιταλική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι το στοιχείο ββ αφορά τη μετουσιωμένη αλκοόλη που χρησιμοποιήθηκε ήδη για την παρασκευή προϋόντος μη προοριζομένου για ανθρώπινη κατανάλωση. Αν δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη, η με τον τρόπο αυτό μετουσιωμένη αλκοόλη δεν μπορεί να τύχει απαλλαγής σύμφωνα με το στοιχείο ββ και πρέπει να θεωρηθεί προϋόν υποκείμενο στο καθεστώς αναστολής.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η οδηγία 92/83 χρησιμοποιεί τον όρο «προϋόντα» κατά τρόπο μη αυστηρό, εφόσον άλλοτε πρόκειται για τελικά προϋόντα, έτοιμα προς κατανάλωση (όπως στην τρίτη αιτιολογική σκέψη ή στο άρθρο 20, δεύτερη περίπτωση) και άλλοτε για πρώτες ύλες που προορίζονται για την παρασκευή τελικών προϋόντων (όπως το άρθρο 27, παράγραφος 2, στοιχεία δδ και εε), όπως είναι οι μετουσιωμένες αλκοόλες που εμπίπτουν στο άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο ββ. Η απαλλαγή δυνάμει του στοιχείου ββ πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται στο «προϋόν» που είναι η μετουσιωμένη αλκοόλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή προϋόντων μη προοριζομένων για ανθρώπινη κατανάλωση. Εναπόκειται στις εθνικές φορολογικές αρχές να εξακριβώσουν ότι το προϋόν αυτό προορίζεται πράγματι για χρήση άλλη από την κατανάλωση από τον άνθρωπο.

56 Όπως προανέφερα, θεωρώ, όπως και η Επιτροπή, ότι το ζήτημα αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαφοράς, διότι το στοιχείο αυτό δεν διαλαμβάνεται ούτε στην αρχική αίτηση της Ιταλικής Κυβερνήσεως ούτε στην προσβαλλόμενη απόφαση. Θεωρώ συνεπώς ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να αποφανθεί σχετικά.

VI - Πρόταση

57 Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει ως αβάσιμη την προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά της αποφάσεως 98/617/ΕΚ της Επιτροπής και να καταδικάσει το προσφεύγον κράτος στα δικαστικά έξοδα.

(1) - Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1998 (ΕΕ L 295, σ. 43).

(2) - Οδηγία του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά (ΕΕ L 316, σ. 21).

(3) - Οι παράγραφοι 3 και 4 προβλέπουν τη διαδικασία ανακοίνωσης και έγκρισης, στο κοινοτικό πλαίσιο, των εθνικών μεθόδων μετουσίωσης. Βάσει των κοινοποιήσεων των κρατών μελών, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 3199/93, της 22ας Νοεμβρίου 1993, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των διαδικασιών για την πλήρη μετουσίωση της αλκοόλης με σκοπό την απαλλαγή από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΕ L 288, σ. 12). Όσον αφορά την Ιταλική Δημοκρατία, η κοινοποίηση μεταβολής του τύπου του στοιχείου μετουσίωσης που επιτρέπεται στο κράτος αυτό υποχρέωσε την Επιτροπή να εκδώσει τον κανονισμό (ΕΚ) 2559/98, της 27ης Νοεμβρίου 1998 (ΕΕ L 320, σ. 27), που τροποποίησε τον βασικό κανονισμό.

(4) - Οδηγία του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϋόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΕ L 76, σ. 1).

(5) - Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/12: «Ανεξαρτήτως της τυχόν χρησιμοποίησης μηχανοργανωμένων διαδικασιών, κάθε προϋόν που υπόκειται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης και κυκλοφορεί υπό καθεστώς αναστολής μεταξύ των εδαφών διαφόρων κρατών μελών, συνοδεύεται από έγγραφο που συντάσσει ο αποστολέας. Το έγγραφο αυτό μπορεί να είναι είτε διοικητικό έγγραφο είτε εμπορικό έγγραφο. Η μορφή και το περιεχόμενο του ορίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 της παρούσας oδηγίας».

(6) - Κανονισμός της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1992, σχετικά με απλουστευμένο συνοδευτικό έγγραφο για την ενδοκοινοτική κυκλοφορία προϋόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, για τα οποία έχει καταβληθεί φόρος και τα οποία έχουν διατεθεί στην κατανάλωση στο κράτος μέλος αποστολής (EE L 369, σ. 17).

(7) - Κανονισμός της Επιτροπής, της 11ης Σεπτεμβρίου 1992, περί συνοδευτικού διοικητικού εγγράφου για την κυκλοφορία, βάσει καθεστώτος αναστολής προϋόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης (EE L 276, σ. 1).

(8) - Οδηγία του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στις σειρές των ονομαστικών ποσοτήτων και ονομαστικών χωρητικοτήτων που είναι αποδεκτές για ορισμένα προσυσκευασμένα προϋόντα (EE ειδ. έκδ. 13/009, σ. 101).

(9) - Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϋόντα (EE ειδ. έκδ. 13/004, σ. 145). Η οδηγία αυτή τροποποιήθηκε, ιδίως, με την οδηγία 93/35/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 151, σ. 32).

(10) - Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana αριθ. 237, της 9ης Οκτωβρίου 1996.

(11) - Σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 27, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 92/83, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφασή της αφού την υπέβαλε στην έγκριση της «επιτροπής ειδικών φόρων καταναλώσεως» που προβλέπεται στο άρθρο 24 της οδηγίας 92/12 και απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών. Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι ιταλικές αρχές ήταν τόσο λίγο πειστικά, ώστε τα μέλη της επιτροπής αυτής αποφάνθηκαν ομόφωνα (δεκατέσσερα κράτη μέλη κατά της θέσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας) υπέρ του σχεδίου απορριπτικής του αιτήματος αποφάσεως.

(12) - Οι πρώτες προτάσεις της Επιτροπής δημοσιεύθηκαν το 1972.

(13) - Το άρθρο 7 της προτάσεως οδηγίας του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των ειδικών φόρων καταναλώσεων επί της αλκοόλης, που υπέβαλε η Επιτροπή στις 7 Μαρτίου 1972, απήλλασσε από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως την αιθυλική αλκοόλη που εχρησιμοποιείτο, υπό καθεστώς φορολογικού ελέγχου, για την παρασκευή προϋόντων μη προοριζομένων για την ανθρώπινη κατανάλωση, και για την παρασκευή προϋόντων αρωματοποιας ή καλλυντικών προϋόντων. Το ίδιο συνέβαινε για την πλήρως μετουσιωμένη, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, αιθυλική αλκοόλη (ΕΕ C 43, σ. 25).

(14) - Πρόκειται για τον κανονισμός (ΕΟΚ) 2587/91 της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1991, που τροποποιεί το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 259, σ. 1).

(15) - Αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1997, C-219/95 P, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. Ι-4411, σκέψη 15), και της 2ας Απριλίου 1998, C-296/95, EMU Tabac κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. Ι-1605, σκέψη 36).

(16) - Αυτό συμβαίνει με το γαλλικό κείμενο («Si un Ιtat membre estime qu'un produit qui a fait l'objet d'une exonιration en vertu du paragraphe 1 points (a) ou (b) est ΰ l'origine d'une fraude, d'une evasion ou d'un abus, it peut refuser d'accorder l'exonιration ou retirer l'exonιration dιjΰ accordιe»), το αγγλικό κείμενο («If a Member State finds that a product which has been exempted under paragraphs 1 (a) or 1 (b) above gives rise to evasion, avoidance or abuse, it may refuse to grant exemption or withdraw the relief already granted»), το γερμανικό κείμενο («Stellt ein Mitgliedstaat fest, daί ein gemδss Absatz 1 Buchstabe (a) oder (b) befreites Erzeugnis zu Steuerflucht, Steuerhinterziehung oder Missbrauch fόhrt, so kann er die Befreiung versagen oder die bereits gewδhrte Befreiung zurόckziehen») ή το ισπανικό («Si un Estado miembro considera que un producto exento con arreglo a las letras (a) o (b) del apartado 1 del presente artνculo origina fraudes, evasiones o abusos, podrα negarse a conceder una exenciσn o anular la ya concedida e informarα inmediatamente de ello a la Comisiσn»).

(17) - Αυτό συμβαίνει με το πορτογαλικό κείμενο («Se um Estado-membro considerar que um produto isento ao abrigo das alνneas (a) e (b) do no 1 pode suscitar uma eventual fraude, evasγo ou utilizaηγo indevida, poderα recusar a isenηγo ou retirar a reduηγo jα concedida») και, σε ορισμένο μέτρο, με το ιταλικό κείμενο («Se uno Stato membro viene a sapere che un prodotto che θ stato esentato ai sensi del paragrafo 1, lettera (a) o (b) dΰ luogo ad eventuale evasione, frode o abuso, tale Stato puς rifiutare di concedere l'esenzione o revocare lo sgravio giΰ concesso. Lo Stato membro ne informa immediatamente la Commissione»), αν και, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, στη δεύτερη αυτή περίπτωση μπορούν να δημιουργηθούν αμφιβολίες λόγω της οριστικής εγκλίσεως του ρήματος («dΰ luogo»).

(18) - Αντίθετα, το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη τέτοιων παράνομων συμπεριφορών μπορεί να παίξει ρόλο κατά την εκτίμηση του κατά πόσον τα μέτρα που προτίθεται να λάβει ένα κράτος μέλος είναι αναγκαία και σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας. Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί, όσον αφορά την παρούσα διαφορά, ότι έπειτα από ερώτηση αυτού του γενικού εισαγγελέα, οι εκπρόσωποι των διαδίκων ανέφεραν ότι δεν είχαν διαπιστωθεί, ούτε στην Ιταλία ούτε στα άλλα κράτη μέλη, άλλες περιπτώσεις «καταχρήσεως» όπως αυτή που οδήγησε στην αρχική αίτηση της προσφεύγουσας κυβερνήσεως.

(19) - Απόφαση της 12ης Ιουλίου 1988, 138/86 και 139/86 (Συλλογή 1988, σ. 3937, σκέψη 22).

(20) - Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (EE ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).

(21) - Απόφαση της 28ης Μαρτίου 1996, C-68/93 (Συλλογή 1996, σ. Ι-1721, σκέψη 19). Βλ. επίσης τις αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 1982, 8/81, Becker (Συλλογή 1982, σ. 53, σκέψη 32)· της 13ης Ιουλίου 1989, 173/88, Henriksen (Συλλογή 1989, σ. 2763, σκέψη 20), και της 7ης Μαου 1998, C-124/96, Eπιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1998, σ. Ι-2501, σκέψη 11).

(22) - Απόφαση της 10ης Ιουνίου 1999, C-346/97 (Συλλογή 1999, σ. Ι-3419, σκέψη 31).

(23) - Οδηγία του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων καταναλώσεως που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 12).

(24) - Η υπουργική απόφαση 524, της 9ης Ιουλίου 1996, φαίνεται να επιβάλλει την προϋπόθεση αυτή, στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στις αλκοόλες που εμπίπτουν στο άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 92/83.

(25) - Στο υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι οι υπηρεσίες της θα εξέταζαν χωρίς καθυστέρηση τη συμφωνία του άρθρου 2, παράγραφος 7, της αποφάσεως 524 προς την οδηγία 92/83.