61998C0015

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly της 13/04/2000. - Ιταλική Δημοκρατία (C-15/98) και Sardegna Lines - Servizi Marittimi della Sardegna SpA (C-105/99) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Κρατικές ενισχύσεις - Ενισχύσεις της Περιφέρειας της Σαρδηνίας προς τον ναυτιλιακό κλάδο στη Σαρδηνία - Νόθευση του ανταγωνισμού και επίπτωση στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών - Αιτιολογία. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-15/98 και C-105/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-08855


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Στις συνεκδικαζόμενες αυτές υποθέσεις, η Ιταλική Δημοκρατία και η Sardegna Lines ζητούν την ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία αυτή κήρυξε ασύμβατες προς την κοινή αγορά ορισμένες ενισχύσεις χορηγούμενες από την περιφέρεια της Σαρδηνίας στις τοπικές ναυτιλιακές εταιρίες. Οι προσφυγές αυτές αφορούν, ειδικότερα, τη διάκριση μεταξύ υφισταμένων ενισχύσεων και νέων ή τροποποιημένων ενισχύσεων υπό την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ), την έκταση της υποχρεώσεως της Επιτροπής να αιτιολογεί τις αποφάσεις της περί κρατικών ενισχύσεων και τη σημασία για την ανάλυσή της των προβαλλομένων παραβάσεων άλλων διατάξεων της Συνθήκης εκτός αυτών που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις.

I - Το πραγματικό και νομικό πλαίσιο

Α - Το νομικό καθεστώς της Σαρδηνίας

i) Το αρχικό καθεστώς

2 Το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων χρονολογείται από το 1951. Επομένως, είναι αναγκαίο να συγκριθούν οι αρχικές διατάξεις της Σαρδηνίας με τα μεταγενέστερα κείμενα.

3 Το αρχικό καθεστώς της Σαρδηνίας, ο περιφερειακός νόμος της Σαρδηνίας αριθ. 20, της 15ης Μαου 1951 (1) (στο εξής: περιφερειακός νόμος του 1951), όπως τροποποιήθηκε με τον περιφερειακό νόμο αριθ. 15, της 11ης Ιουλίου 1954 (2) (στο εξής: περιφερειακός νόμος του 1954), καθιέρωσε σύστημα οικονομικών ενισχίσεων υπέρ των ναυτιλιακών εταιριών (στο εξής: αρχικό καθεστώς). Προέβλεπε τα εξής:

i) την ίδρυση ταμείου για τη χορήγηση δανείων στις ναυτιλιακές εταιρίες για τη ναυπήγηση, αγορά, μετατροπή ή επισκευή πλοίων (άρθρο 1) (3)·

ii) μόνον οι εταιρίες με έδρα, φορολογική κατοικία καθώς και λιμένα νηολογήσεως στην περιφέρεια της Σαρδηνίας μπορούσαν να τύχουν των δανείων αυτών (άρθρο 2) (4)·

iii) τα δάνεια δεν μπορούσαν να υπερβαίνουν το 60 % του κόστους σε περίπτωση δε (άρθρο 5) χορηγήσεως άλλων εθνικών ενισχύσεων κατ' εφαρμογή του (ιταλικού) νόμου αριθ. 75, της 8ης Μαρτίου 1949, δεν μπορούσαν να υπερβαίνουν το 20 %·

iv) ο τόκος περιοριζόταν στο 3,5 % ετησίως, φθάνοντας κατ' ανώτατο όριο το 4,5 % σε περίπτωση χορηγήσεως στον δικαιούχο άλλων εθνικών ενισχύσεων (άρθρο 6)·

v) η αποπληρωμή των δανείων αυτών έπρεπε να γίνει σε δώδεκα κατ' ανώτατο όριο ετήσιες δόσεις, αρχής γενομένης από το τρίτο έτος μετά την έναρξη λειτουργίας του πλοίου για το οποίο χορηγήθηκε το δάνειο (άρθρο 9).

ii) Οι τροποποιήσεις που έγιναν στο αρχικό καθεστώς το 1988

4 Το αρχικό καθεστώς τροποποιήθηκε με τα άρθρα 99 και 100 του νόμου αριθ. 11 του 1988 (στο εξής: περιφερειακός νόμος του 1988) με τα οποία εισήχθησαν νέα άρθρα 2 και 13 στον περιφερειακό νόμο του 1959 και προστέθηκε ένα δεύτερο εδάφιο στο υπάρχον άρθρο 9 (5). Το άρθρο 2 του τροποποιηθέντος καθεστώτος (στο εξής: καθεστώς του 1988) προέβλεπε τα εξής:

«α) η επιχείρηση πρέπει να έχει την κύρια και πραγματική έδρα της, τα διοικητικά της γραφεία και τις δραστηριότητές της θαλασσίων μεταφορών καθώς και, κατά περίπτωση, τις κύριες αποθήκες και τον βοηθητικό εξοπλισμό της σε ένα από τα λιμάνια της περιφέρειας·

β) όλα τα πλοία της εταιρίας πρέπει να είναι νηολογημένα σε λιμάνια της περιφέρειας·

γ) η επιχείρηση πρέπει να χρησιμοποιεί τα λιμάνια της περιφέρειας ως κέντρο των ναυτιλιακών της δραστηριοτήτων χρησιμοποιώντας τα συνήθως ως ενδιάμεσο σταθμό και, σε περίπτωση παροχής τακτικών υπηρεσιών, αυτές πρέπει να έχουν την αφετηρία τους ή να συνεπάγονται ένα ή περισσότερους τακτικούς σταθμούς σε ένα ή περισσότερα από τα λιμάνια αυτά·

δ) η εταιρία δεσμεύεται να επισκευάζει τα πλοία της στα λιμάνια της περιφέρειας εφόσον τα ναυπηγεία της Σαρδηνίας διαθέτουν την αναγκαία υποδομή και δεν συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας, αναπόφευκτες απαιτήσεις ναυλώσεως ή προφανείς οικονομικοί λόγοι ή λόγοι χρονικού περιορισμού·

ε) για τα πλοία ολικής χωρητικότητας άνω των 250 τόνων, η εταιρία συγκροτεί ειδικό πλήρωμα με όλες τις κατηγορίες ναυτικών που απαιτούνται για την καλή λειτουργία του πλοίου καλώντας μόνο ναυτικούς εγγεγραμμένους στον γενικό πίνακα υπηρεσίας του λιμένα νηολογήσεως· επιλέγει το προσωπικό του πληρώματος, τόσο γενικών όσο και ειδικών καθηκόντων, από τον εν λόγω πίνακα, με μοναδικούς περιορισμούς συναφώς αυτούς που προβλέπουν οι εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις περί απασχολήσεως των ναυτικών (...).»

5 Το νέο άρθρο 13 θέσπισε νέα μορφή ενισχύσεως. Η περιφέρεια της Σαρδηνίας είχε το δικαίωμα να χορηγεί ενίσχυση στις επιχειρήσεις που πληρούσαν τις προϋποθέσεις για τη λήψη δανείου βάσει του καθεστώτος του 1988 αλλά που επιθυμούσαν να αποκτήσουν τα πλοία τους μάλλον μέσω μισθώσεως παρά με τη λήψη δανείου. Η επιδότηση μπορούσε να είναι ίση με τη διαφορά μεταξύ του τρέχοντος κόστους του δανείου υπολογιζομένου με επιτόκιο 5 % και του κόστους του υπολογιζομένου με το επιτόκιο αναφοράς για τη ναυτιλιακή πίστωση στην Ιταλία. Με τη λήξη της συμβάσεως, τα οικεία πλοία μπορούσαν να αγορασθούν από τον μισθωτή για ποσό ίσο προς το 1 % της τιμής αγοράς τους (6).

iii) Οι λοιπές τροποποιήσεις του 1996

6 Ο νόμος αριθ. 9, της 15ης Φεβρουαρίου 1996 (στο εξής: περιφερειακός νόμος του 1996), κατάργησε ταυτόχρονα το άρθρο 2 του περιφερειακού νόμου του 1951 και το άρθρο 99 του περιφερειακού νόμου του 1988 αποσκοπώντας ρητώς να τους καταστήσει συμβατούς προς το κοινοτικό δίκαιο (7). Το καθεστώς, όπως τροποποιήθηκε με τον περιφερειακό νόμο του 1996 (στο εξής: καθεστώς του 1996), εισήγαγε δύο σημαντικές καινοτομίες. Πρώτον, το άρθρο 36, παράγραφος 5, του περιφερειακού νόμου του 1996 ορίζει τον σκοπό του συσταθέντος με τον περιφερειακό νόμο του 1951 ταμείου ως συνιστάμενο «στην επιδότηση των τόκων που πρέπει να πληρωθούν επί των μεσοπροθέσμων δανείων και των συνήθων πράξεων μισθώσεως που συνδέονται με την αγορά, τη ναυπήγηση και τη μετατροπή πλοίων για τη μεταφορά επιβατών και/ή εμπορευμάτων με προορισμό ή προέλευση τη Σαρδηνία και τις πιο μικρές νήσους της». Δεύτερον, το άρθρο 36, παράγραφος 3, ευνοεί κατά προτεραιότητα τη χορήγηση ενισχύσεων στους δικαιούχους που εισάγουν καινοτόμους και υψηλής τεχνολογίας τρόπους μεταφοράς. Μπορεί να χορηγηθεί ενίσχυση έως 70 % του κόστους της αγοράς ενός πλοίου, με ανώτατο όριο πάντως 40 000 εκατομμυρίων λιρών Ιταλίας.

Β - Η ληφθείσα από τη Sardegna Lines ενίσχυση

7 Με σύμβαση δανείου, συναφθείσα στις 22 Ιουλίου 1992, το Credito Industriale Sardo (πιστοποιητικό ίδρυμα της Σαρδηνίας, στο εξής: Credito) δέχθηκε να χορηγήσει στη Sardegna Lines - Servizi Marittimi della Sardegna SpA, εταιρία εγγεγραμμένη στο Cagliari στη Σαρδηνία (στο εξής: SL) - δάνειο 9 600 000 000 ITL για την απόκτηση επιβατηγού πλοίου, με το όνομα Moby Dream, αξίας 16 000 000 000 ITL. Το ποσό του δανείου αντιπροσώπευε το 60 % του συνολικού ποσού που έπρεπε να επενδυθεί δεδομένου ότι η SL δεν είχε προηγουμένως τύχει εθνικής ενισχύσεως. Το ποσό του δανείου έπρεπε να καταβληθεί σε μία δόση μετά από την πληρωμή εκ μέρους της SL της διαφοράς μεταξύ του δανείου και του συνολικού κόστους του πλοίου. Οι επιστροφές έπρεπε να αρχίσουν μόλις από το τρίτο έτος από της θέσεως σε λειτουργία του Moby Dream και έπρεπε να κατανεμηθούν σε δώδεκα ετήσιες δόσεις 993 445 913 ITL, που αντιπροσώπευαν το σύνολο του δανεισθέντος ποσού πλέον των τόκων με επιτόκιο 3,5 %.

Γ - Η απόφαση της Επιτροπής

8 Η Επιτροπή πληροφορήθηκε με καταγγελία την ύπαρξη του περιφερειακού καθεστώτος ενισχύσεως που εισήχθη με τον περιφερειακό νόμο του 1951. Κατ' εφαρμογή του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, ζήτησε από τις ιταλικές αρχές, με έγγραφα της 10ης και 23ης Νοεμβρίου 1993, να της παράσχουν πληροφορίες ως προς το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεως. Ορισμένες πληροφορίες περιήλθαν σ' αυτήν με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 1993. Σε διμερή συνάντηση που έλαβε χώρα στη Ρώμη στις 18 Ιανουαρίου 1994 μεταξύ των υπαλλήλων της Επιτροπής και των Ιταλών ομολόγων τους, η Επιτροπή ενημερώθηκε ότι ο φάκελος υπαγόταν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Μεταφορών και θαλάσσιας ναυσιπλοας στο οποίο θα διαβιβαζόταν για την εξέταση των ερωτημάτων της Επιτροπής. Παρά τα πολυάριθμα έγγραφα υπομνήσεως που έστειλε η Επιτροπή το 1994 και το 1995, δεν ελήφθη απάντηση των ιταλικών αρχών.

9 Συνεπώς, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ιταλική Κυβέρνηση, με έγγραφο της 24ης Ιουνίου 1996 (στο εξής: έγγραφο κινήσεως της διαδικασίας I) για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης όσον αφορά τις χορηγηθείσες ενισχύσεις κατ' εφαρμογή του καθεστώτος του 1988 (8). Στο έγγραφο κινήσεως της διαδικασίας I, η Επιτροπή χαρακτήριζε τις εν λόγω ενισχύσεις ως «νέες ενισχύσεις». Δεν αμφισβητείται ότι ούτε η Ιταλική Δημοκρατία ούτε η περιφέρεια της Σαρδηνίας αμφισβήτησαν τον χαρακτηρισμό αυτό κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατ' αντιπαράθεση εξετάσεως (9). Πάντως, η SL δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία αυτή.

10 Μετά από ένα χρόνο και κάτι, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 98/95/ΕΟΚ, της 21ης Οκτωβρίου 1997, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγούνται από την περιφέρεια της Σαρδηνίας (Ιταλία) προς τον ναυτιλιακό κλάδο στη Σαρδηνία (10) (στο εξής: απόφαση του 1997). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή κατέληγε στο συμπέρασμα, μεταξύ άλλων, ότι: i) η οικονομική ενίσχυση που χορηγήθηκε δυνάμει του καθεστώτος του 1988 συνιστούσε κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ)· ii) χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης· iii) δεν πληρούσε τα κριτήρια για να εφαρμοστούν ως προς αυτήν οι εξαιρέσεις από το άρθρο 92, παράγραφος 1, που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 2 ή 3 (άρθρο 1). Η Επιτροπή διέταξε επίσης την Ιταλική Δημοκρατία να προβεί στην ανάκτηση των παράνομων ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατ' εφαρμογή του καθεστώτος του 1988 (άρθρο 2). οΟσον αφορά τον χαρακτηρισμό της ενισχύσεως ως κρατικής ενισχύσεως, η Επιτροπή δήλωσε, στο μέρος IV των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως του 1997 (στο εξής: μέρος IV της αποφάσεως) ότι:

«Το καθεστώς ενισχύσεων συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, αφού: α) οι δικαιούχοι εταιρίες ανακουφίζονται από ένα χρηματοδοτικό βάρος που κανονικά επωμίζονται οι ίδιες (συνήθη επιτόκια εμπορικών χρεών και άλλες επιβαρύνσεις δανείων/εκμισθώσεων)· β) η επιβάρυνση αυτή μεταφέρεται σε κρατικούς πόρους (στις αρχές της Σαρδηνίας)· γ) η ενίσχυση έχει επιλεκτικό χαρακτήρα (προβλέπεται για το ναυτιλιακό κλάδο)· δ) η ενίσχυση θίγει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Αναφορικά με το στοιχείο δ), στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας σημειώνεται ότι 90 % του εμπορίου από τα κράτη μέλη προς τη Σαρδηνία διεξάγεται διά θαλάσσης και ότι πλέον του 90 % του εμπορίου από τη Σαρδηνία προς τα κράτη μέλη διεξάγεται επίσης διά θαλάσσης. Επιπλέον, σημειώνεται ότι 65 % της τουριστικής κίνησης (επιβάτες με οχήματα) μεταξύ της Κοινότητας και της Σαρδηνίας ελέγχεται από ναυτιλιακές εταιρίες. Οι ιταλικές αρχές δεν αμφισβήτησαν τις παραπάνω στατιστικές, ούτε άλλωστε το χαρακτηρισμό των ενισχύσεων στο πλαίσιο του καθεστώτος ως κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 1.»

11 Στις 14 Νοεμβρίου 1997, η Επιτροπή ανακοίνωσε με έγγραφο (στο εξής: έγγραφο κινήσεως της διαδικασίας II) στην Ιταλική Δημοκρατία την απόφασή της να κινήσει χωριστή διαδικασία κατ' αντιπαράθεση εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης όσον αφορά το εισαχθέν με τον περιφερειακό νόμο του 1996 καθεστώς (11). Στο εν λόγω έγγραφο κινήσεως της διαδικασίας II, η Επιτροπή δήλωσε ρητώς ότι η εκτίμησή της του καθεστώτος του 1996 δεν αφορούσε το καθεστώς του 1988. Ενώ σημείωσε ότι το καθεστώς του 1996 «δεν περιέχει πλέον διατάξεις που συνιστούν δυσμενή διάκριση λόγω της ιθαγενείας (...)», η Επιτροπή βάσισε την απόφασή της σε «σοβαρές αμφιβολίες» τις οποίες απαρίθμησε και οι οποίες αφορούν το συμβατό του καθεστώτος (12).

II - Αντικείμενο των προσφυγών

12 Με προσφυγή που κατέθεσε στο Δικαστήριο στις 22 Ιανουαρίου 1998 (υπόθεση C-15/98), κατ' εφαρμογή του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ), η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του 1997 και αυτής που φέρεται να περιλαμβάνεται στο έγγραφο κινήσεως της διαδικασίας II καθώς και την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα. Στην προσφυγή της (υπόθεση C-105/99), η οποία παραπέμφθηκε στο Διακστήριο, η SL ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του 1997 και την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα (13).

13 Η Επιτροπή εγείρει ορισμένες αντιρρήσεις όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής της Ιταλικής Δημοκρατίας. Οι προβαλλόμενοι από τις προσφεύγουσες λόγοι ακυρώσεως επικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό. Πάντως, η Ιταλική Δημοκρατία κατηγορεί επίσης την Επιτροπή ότι κακώς κίνησε δύο τυπικές διαδικασίες εξετάσεως αντί μιας και ότι με τον τρόπο αυτό άλλαξε τη φύση της διοικητικής διαδικασίας η οποία οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως του 1997, ότι παρέβη επίσης το άρθρο 92, παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης κρίνοντας το καθεστώς του 1988 ασύμβατο προς το κοινοτικό δίκαιο διότι οι όροι που διέπουν τη χορηγηθείσα στο πλαίσιο αυτό ενίσχυση παραβίαζαν άλλες θεμελιώδεις διατάξεις της Συνθήκης. Η SL ισχυρίζεται ότι η απόφαση του 1997 είναι άκυρη διότι αγνοεί την εφαρμογή της οδηγίας 90/684/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1990, σχετικά με τις ενισχύσεις στις ναυπηγικές εργασίες (14).

14 Καθώς οι δύο προσφυγές επικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό, θα εξετάσω χωριστά μόνο τους κεχωρισμένους λόγους που προβάλλουν οι προσφεύγουσες, καθώς και τα επιχειρήματα της Επιτροπής όσον αφορά το παραδεκτό.

III - Παραδεκτό

A - Η προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας (υπόθεση C-15/98)

i) Η έκταση του αιτήματος

15 Η Επιτροπή δέχεται ότι μία μόνον προσφυγή μπορεί να περιέχει αιτήματα ακυρώσεως περισσοτέρων πράξεων αλλ' ότι: i) η γενική αρχή θα πρέπει να είναι ότι μόνο μία πράξη μπορεί να καλύπτεται: το άρθρο 174 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 231 ΕΚ) και το άρθρο 19 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου αναφέρουν μια «πράξη» στον ενικό· ii) όταν η συνάφεια είναι τέτοια ώστε μία μόνο προσφυγή να αρκεί, οι λόγοι προσφυγής θα πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια· iii) το Δικαστήριο αναγνώρισε, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ότι μία προσφυγή μπορεί να αφορά περισσότερες αποφάσεις, αλλά μόνο αν αυτές είναι παράλληλες από διαδικαστικής, χρονικής και ουσιαστικής απόψεως, ή όταν μία από αυτές αποτελεί τη λογική συνέπεια της άλλης ή συνιστά προκαταρκτικό στάδιο σε σχέση με την άλλη, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω (15).

16 Κατά τη γνώμη μου, το πρώτο σημείο δεν είναι βάσιμο. Η χρησιμοποίηση μιας «πράξεως» στον ενικό στο άρθρο 174 της Συνθήκης δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία λαμβάνοντας υπόψη τον πληθυντικό των «πράξεων» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 173 της Συνθήκης. Μια ουσιαστική προσέγγιση ενδείκνυται περισσότερο.

17 Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί «τη δυνατότητα μία μόνο προσφυγή να περιβάλλει» περισσότερες αποφάσεις (16)Συμμερίζομαι τη γνώμη της σύμφωνα με την οποία πρέπει, εντούτοις, να υπάρχει επαρκής συνάφεια μεταξύ των εν λόγω πράξεων για να δικαιολογηθεί η εκ μέρους του Δικαστηρίου εξέτασή τους στο πλαίσιο μιας μόνο διαδικασίας περιλαμβάνουσας τις παρατηρήσεις ή τα υπομνήματα των διαδίκων, γραπτώς ή προφορικώς, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα και την απόφαση του Δικαστηρίου.

18 Αντιθέτως, δεν θεωρώ ότι ενδείκνυται η καθιέρωση τυπικών κατηγοριών συνάφειας, όπως αυτές που προτείνει η Επιτροπή. Θα πρέπει να αρκεί ότι οι πράξεις και οι λόγοι προσφυγής συνδέονται επαρκώς στενά για να διασφαλιστεί η εξέτασή τους στο πλαίσιο μιας μόνο προσφυγής. Στην παρούσα υπόθεση, συμφωνώ με την Ιταλική Κυβέρνηση ότι ο σύνδεσμος είναι επαρκής. Το αντικείμενο της αποφάσεως του 1997 και αυτό του εγγράφου κινήσεως της διαδικασίας II συνδέονται στενά. Οι προβληθέντες από την Ιταλική Δημοκρατία λόγοι σε κάθε μια από τις δύο υποθέσεις είναι σχεδόν ταυτόσημοι, όποια και αν είναι η αντίστοιχη αξία τους από απόψεως βασίμου.

19 Κατά τη γνώμη μου, η προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας είναι επομένως παραδεκτή τόσον ως προς την απόφαση του 1997 όσον και ως προς την απόφαση που περιλαμβάνεται στο έγγραφο κινήσεως διαδικασίας II.

ii) Ο χαρακτηρισμός του καθεστώτος του νόμου του 1988

20 Η Επιτροπή αμφισβητεί επίσης το παραδεκτό της προσφυγής της Ιταλικής Δημοκρατίας στο μέτρο που αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό του καθεστώτος του νόμου του 1988 που εγκρίθηκε με την απόφαση του 1997. Καθώς ο χαρακτηρισμός της τροποποιηθείσας ενισχύσεως, που δόθηκε στο καθεστώς του 1988 από την Επιτροπή με το έγγραφό της κινήσεως της διαδικασίας I, είχε δεσμευτικές έννομες συνέπειες σύμφωνα με τη νομολογία Cenemesa (17) και Italgrani (18), το έγγραφο αυτό θα μπορούσε, συνεπώς, να έχει προσβληθεί από την Ιταλική Δημοκρατία. Πρόκειται για συνέπειες erga omnes απορρέουσες από το έγγραφο που δεν απορροφούνται από την τελική απόφαση. Μη έχοντας προσβάλει το έγγραφο κινήσεως της διαδικασίας I, η Ιταλική Κυβέρνηση είναι επομένως εκπρόθεσμη για να αμφισβητήσει την απόφαση του 1997 στο μέτρο που αυτή επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό αυτό. Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αμφισβήτηση του χαρακτηρισμού που εγκρίθηκε με το έγγραφο κινήσεως της διαδικασίας II είναι επίσης εκπρόθεσμη, διότι αυτή ουδέποτε ενέκρινε το καθεστώς του 1988.

21 Στις αποφάσεις Cenemesa και Italgrani, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής που βασιζόταν στη μη ύπαρξη δικαιώματος προσβολής αποφάσεως περί κινήσεως διαδικασίας εξετάσεως κατ' αντιπαράθεση. Εν προκειμένω, η Επιτροπή αναπτύσσει επιχείρημα a contrario· όχι μόνο ένα κράτος μέλος μπορεί να αμφισβητήσει τον χαρακτηρισμό μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως που έγινε δεκτός με απόφαση περί κινήσεως μιας τέτοιας διαδικασίας, αλλά στην πραγματικότητα πρέπει να το πράξει ή να χάσει το δικαίωμα προσβολής του χαρακτηρισμού αυτού αν αυτός διατηρείται στην τελική απόφαση της Επιτροπής.

22 Κατά τη γνώμη μου, το σημείο αυτό δεν έχει κανένα έρεισμα στην αιτιολογία του Δικαστηρίου στις υποθέσεις αυτές. Οσάκις η Επιτροπή, κινώντας διαδικασία εξετάσεως κατ' αντιπαράθεση, σκέπτεται ότι η ενίσχυση συνιστά νέα ή τροποποιηθείσα ενίσχυση, ο χαρακτηρισμός αυτός έχει σημαντικές έννομες συνέπειες. Το οικείο κράτος μέλος δεν μπορεί, επομένως, να χορηγήσει την ενίσχυση ενόσω η Επιτροπή δεν έχει αποφασίσει ότι είναι συμβατή προς την κοινή αγορά - ή ότι τελικά δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Το Δικαστήριο ενδιαφέρθηκε να εξασφαλίσει ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αμφισβητήσουν «την εκ μέρους της Επιτροπής επιλογή των εφαρμοστέων κανόνων διαδικασίας (...) που είχαν έννομα αποτελέσματα» (19).

23 Συμφωνώ με την Ιταλική Κυβέρνηση ότι δεν συνάγεται από αυτό, από την άλλη πλευρά, ότι το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως βάλλουσα κατά του εγγράφου κινήσεως της διαδικασίας το στερεί του δικαιώματος προσβολής της τελικής αποφάσεως. Δεν θα ήταν ούτε δίκαιο ούτε προς το συμφέρον της οικονομίας της δίκης να ενθαρρύνονται και/ή να υποχρεώνονται τα κράτη μέλη και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη που επιθυμούν να διατηρήσουν όλα τους τα δικαιώματα, να ασκούν προσφυγές ακυρώσεως κατά της επιλογής της Επιτροπής κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' αντιπαράθεση εξετάσεως.

24 Δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι η προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας ασκήθηκε τόσο κατά της αποφάσεως του 1997 όσο και κατά της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο έγγραφο κινήσεως της διαδικασίας II εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που απαιτεί το άρθρο 173, πέμπτο εδάφιο, της Συνθήκης, παρεκτεινομένης κατά τον εφαρμοζόμενο λόγω αποστάσεως χρόνο, το δικαίωμα της Ιταλικής Δημοκρατίας να προσβάλει τον εκ μέρους της Επιτροπής χαρακτηρισμό του καθεστώτος του 1988 ή εκείνου του 1996 δεν περιορίζεται χρονικώς (20).

Β - Η προσφυγή της Sardegna Lines (υπόθεση C-105/99)

25 Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής της SL. Η SL αναφέρει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε σιωπηρώς με την απόφαση Γερμανία και Pleuger Worthington κατά Επιτροπής (21) ότι οι δικαιούχοι της ενισχύσεως μπορούν να προσβάλλουν τις αποφάσεις της Επιτροπής που κηρύττουν τη συγκεκριμένη ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά. Είναι αδύνατον να ισχυριστώ ότι η προσφυγή της SL είναι απαράδεκτη· πράγματι, η συγκεκριμένη απόφαση αφορά την SL άμεσα και ατομικά όπως απαιτεί το άρθρο 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης. Με άλλα λόγια, αν και απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία, η απόφαση του 1997 θίγει κατ' ουσίαν τα συμφέροντα της SL ως δικαιούχου της προσβαλλομένης ενισχύσεως. Το δικαίωμα του αποδέκτη ενισχύσεως να προσβάλλει απόφαση που κηρύσσει την ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά έχει τώρα παγιωθεί (22). Μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις το δικαίωμα αυτό ασκήσεως προσφυγής μπορεί να ελλείπει (23).

IV - Εξέταση των προσφυγών

26 Δεδομένου ότι μεταξύ των επιχειρημάτων που αφορούν την φερομένη ανεπάρκεια της αιτιολογίας στην απόφαση του 1997 και τον φερόμενο αδικαιολόγητο χαρακτηρισμό της ενισχύσεως ως τροποποιηθείσας ενισχύσεως υπάρχουν σημαντικές επικαλύψεις, θα εξετάσω πρώτα δύο κεχωρισμένα γενικά επιχειρήματα, έκαστο των οποίων προβλήθηκε από μια προσφεύγουσα, αλλά που αμφότερα θέτουν υπό αμφισβήτηση το κύρος της αποφάσεως του 1997 στο σύνολό της.

A - Τα προβαλλόμενα τυπικά ελαττώματα στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας

27 Η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας χωρίζοντας εσφαλμένως σε δύο διαδικασίες την εξέταση αυτού που συνιστά κατ' ουσίαν το αυτό καθεστώς ενισχύσεως. Ισχυρίζεται ότι η εξέταση των τροποποιήσεων ενός καθεστώτος ενισχύσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξετάσεως του καθεστώτος αυτού συνιστά συνήθη νομική πρακτική (24). Ο διαχωρισμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί η αρχική κατ' αντιπαράθεση διαδικασία που άρχισε με το έγγραφο κινήσεως I από διαδικασία αφορώσα το συμβατό του καθεστώτος στο σύνολό του σε διαδικασία σχετικά με ατομικές καταβολές ενισχύσεως κατά τη διάρκεια της περιόδου από το 1988 έως το 1996. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, η εξουσία της Επιτροπής να εκτιμά τα καθεστώτα ενισχύσεων περιορίζεται σ' αυτά που εξακολουθούν να ισχύουν και κατ' εφαρμογή των οποίων μια ενίσχυση θα μπορούσε να καταβληθεί στο μέλλον. Αυτό δεν συνέβαινε με το καθεστώς του 1988 κατά την έκδοση της αποφάσεως του 1997. Επί πλέον, τροποποιώντας την πραγματική φύση της εν εξελίξει εξετάσεως, η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας όχι μόνο της Ιταλικής Δημοκρατίας αλλά επίσης των άλλων ενδιαφερομένων μερών τα οποία, όπως η Ιταλική Κυβέρνηση, είχαν το δικαίωμα να συνάγουν από την αρχική εξέταση ότι η Επιτροπή ενδιαφερόταν μόνο να εκτιμήσει το συμβατό των γενικών χαρακτηριστικών του καθεστώτος ενισχύσεως της Σαρδηνίας.

28 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, κατ' εφαρμογή του άρθρου 93 της Συνθήκης, αυτή οφείλει να κινήσει μια κατ' αντιπαράθεση διαδικασία αφ ής κρίνει ότι σχέδιο χορηγήσεως ή τροποποιήσεως κρατικής ενισχύσεως δεν είναι συμβατό με την κοινή αγορά (25). Η υποχρέωση αυτή εφαρμόζεται τόσο στη θέσπιση όσο και στην τροποποίηση ενισχύσεως. Δεδομένου ότι κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό ως προς τις τροπολογίες που εισήχθησαν με τον περιφερειακό νόμο του 1996, ήταν υποχρεωμένη να λάβει την απόφαση που αναφέρεται στο έγγραφο κινήσεως II. Εξάλλου, η απόφαση αυτή ήταν δικαιολογημένη χάριν οικονομίας της διαδικασίας. Ενόψει της υποχρεώσεως εξετάσεως των τροποποιήσεων ενός καθεστώτος ενισχύσεως στο πλαίσιο της υφισταμένης έρευνας, ένα κράτος μέλος θα μπορούσε πάντοτε να παρατείνει τη διαδικασία με συνεχείς τροποποιήσεις του καθεστώτος υπό εξέταση. Από το έγγραφο κινήσεως I προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή δεν είχε την πρόθεση να εξετάσει ένα αόριστο καθεστώς, αλλά ακριβώς τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν κατ' εφαρμογή του καθεστώτος του 1988.

29 Είμαι πεπεισμένος, για τους λόγους που εξέθεσε η Επιτροπή, ότι δε ήταν εσφαλμένος ο εκ μέρους της διαχωρισμός της εξετάσεως των καθεστώτων του 1988 και του 1996. Από το γράμμα του άρθρου 93 της Συνθήκης σαφώς προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει ταυτόχρονα το δικαίωμα και το καθήκον να εξετάζει τα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων σε όλα τα στάδια της εξελίξεώς τους. Το άρθρο 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης επιβάλλει στην Επιτροπή να εξετάζει διαρκώς τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται και το άρθρο 93, παράγραφος 3, την υποχρεώνει να εξετάζει όλα τα σχέδια που αποβλέπουν να τροποποιήσουν τις υφιστάμενες ενισχύσεις ή να θεσπίσουν νέες ενισχύσεις.

30 Εξάλλου, κατά τη γνώμη μου, η άποψη αυτή είναι απολύτως σύμφωνη με την απόφαση στην υπόθεση Heineken, κατά την οποία είχαν επέλθει τροποποιήσεις σε σχέδιο ενισχύσεως κατά τη διάρκεια της εγκρίσεώς του από την Ολλανδική Βουλή (26). Η δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο στόχος του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης «δεν θα μπορούσε να εκπληρωθεί αν η Επιτροπή ενημερωνόταν μόνο για τα αρχικά σχέδια και όχι για τις τροποποιήσεις που επέρχονται μεταγενεστέρως» και ότι «οι πληροφορίες αυτές μπορούν να παρασχεθούν στην Επιτροπή στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων που γίνονται μεταξύ αυτής και του ενδιαφερομένου κράτους μέλους και που προκλήθηκαν από την αρχική γνωστοποίηση» (27) δεν απαιτεί, όπως η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται, η Επιτροπή να εξετάζει πάντοτε ταυτόχρονα το αρχικό καθεστώς ενισχύσεων και τις τροποποιήσεις που επήλθαν σ' αυτό μεταγενεστέρως. Είναι σαφές ότι μια τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται «στην περίπτωση που η υποτιθέμενη τροποποίηση αποτελεί στην πραγματικότητα αυτοτελές μέτρο ενίσχυσης που πρέπει να εκτιμηθεί χωριστά και δεν είναι επομένως ικανό να επηρεάσει την κρίση, την οποία η Επιτροπή έχει ήδη εκφέρει ως προς το αρχικό σχέδιο» (28).

31 Επομένως δεν απαγορεύεται στην Επιτροπή να σκεφθεί ότι η τροποποίηση, ειδικότερα μετά από μεγάλη χρονική περίοδο (οκτώ έτη εν προκειμένω), προγενέστερων τροποποιήσεων υφισταμένου καθεστώτος ενισχύσεως πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής εξετάσεως. Πράγματι, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία, αφ' ής κρίνει ότι μια νέα ή τροποποιηθείσα ενίσχυση χορηγήθηκε χωρίς να έχει ανακοινωθεί, πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία Rover, να κινήσει νέα κατ' αντιπαράθεση εξέταση της υποτιθεμένης αυτής ενισχύσεως (29). Αυτό συμβαίνει επίσης οσάκις οι προγενέστερες τροποποιήσεις αποτέλεσαν, όπως εν προκειμένω, αντικείμενο εξετάσεως - ακόμη και αν αυτό δεν συμβαίνει κατ' εφαρμογή διαδικασίας κατ' αντιπαράθεση δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης - κατά τη διάρκεια ορισμένων ετών πριν από την έγκριση εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους μεταγενεστέρων τροποποιήσεων.

32 Επί πλέον, δεν έχω καμία αμφιβολία ως προς τον αβάσιμο χαρακτήρα του επιχειρήματος της Ιταλικής Δημοκρατίας σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή μπορεί να εξετάζει μόνο τις χορηγηθείσες ενισχύσεις στο πλαίσιο καθεστώτων που μπορούν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται στο μέλλον. Το Δικαστήριο κατ' επανάληψη τόνισε ότι οι παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις πρέπει κατ' αρχήν να ανακτώνται ώστε να αποκαθίσταται το status quo ante (30). Η στρέβλωση ανταγωνισμού που προκλήθηκε από ειδικές κρατικές ενισχύσεις που είναι ασύμβατες προς τη Συνθήκη παύει όχι μόνο επειδή έπαυσε να υφίσταται το καθεστώς ενισχύσεως κατ' εφαρμογήν του οποίου οι εν λόγω ενισχύσεις χορηγήθηκαν. Αν γινόταν αποδεκτό το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας θα μειωνόταν σημαντικά η εξουσία της Επιτροπής να ελέγχει τις κρατικές ενισχύσεις και, επομένως, θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση η αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (31).

33 Είμαι πεπεισμένος ότι το επιχείρημα της Ιταλικής Κυβερνήσεως που αφορά τον αδικαιολόγητο διαχωρισμό των εξετάσεων των καθεστώτων του 1988 και του 1996 θα πρέπει να απορριφθεί. Δεδομένου ότι η Ιταλική Κυβέρνηση δεν προβάλλει κανένα άλλο αυτοτελές επιχείρημα που να μπορεί να επηρεάσει το κύρος της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο έγγραφο κινήσεως II, το δε κύρος του δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, κατ' ανάγκη να θιγεί από κανένα βάσιμο επιχείρημα σχετικά με την απόφαση του 1997, μου φαίνεται σαφές ότι, αν και παραδεκτή, η προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας είναι αβάσιμη στο μέτρο που βάλλει κατά του εγγράφου κινήσεως ΙΙ.

B - Η παράβαση της εβδόμης οδηγίας

34 Η SL ισχυρίζεται ότι η απόφαση του 1997 είναι άκυρη επειδή δεν λαμβάνει υπόψη την εφαρμογή της εβδόμης οδηγίας (32). Υποστηρίζει ότι η τελευταία καλύπτει την ενίσχυση στους εφοπλιστές και ότι η Επιτροπή όφειλε, επομένως, να έχει εκτιμήσει το συμβατό του καθεστώτος του 1988 μόνο εν αναφορά προς τα καθοριζόμενα στην εν λόγω οδηγία κριτήρια. Επί πλέον, με το υπόμνημά της απαντήσεως, η SL ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξηγήσει με την απόφαση του 1997 γιατί θεωρούσε την εβδόμη οδηγία ως μη έχουσα εφαρμογή.

35 Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή τονίζει ότι, αν και στις κατευθυντήριες γραμμές της για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών, του 1997, δέχθηκε ότι αυτές δεν εφαρμόζονται στις ενισχύσεις στις ναυπηγικές εργασίες, πρέπει εντούτοις να βεβαιωθεί ότι οι ναυπηγικές εργασίες πράγματι δεν οφελούνται από την ενίσχυση στους εφοπλιστές αντίθετα προς τις διατάξεις της εβδόμης οδηγίας (33). σΟπως εξηγεί η Επιτροπή, αυτή είναι η έννοια της νύξεως στο πλαίσιο της αποφάσεως του 1997 (μέρος VI της αποφάσεως) για την απουσία οποιουδήποτε «μηχανισμού» που εγγυάται την τήρηση των κανόνων που έχουν εφαρμογή στις ναυπηγικές εργασίες από το καθεστώς του νόμου του 1998. υΟπως αυτό δεν αμφισβητήθηκε από την SL, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το επιχείρημα της SL δεν είναι βάσιμο. Με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως, η Επιτροπή αμφισβητεί επί πλέον τον ισχυρισμό της SL σύμφωνα με τον οποίο, δεδομένου ότι η εβδόμη οδηγία θα μπορούσε να είναι λυσιτελής, οι διατάξεις της οδηγίας αυτής είναι οι μόνες που έχουν εφαρμογή στην οικεία ενίσχυση αποκλειομένων όλων των άλλων κοινοτικών κανόνων.

36 Αν και προκύπτει σαφώς από το γράμμα της εβδόμης οδηγίας ότι αφορά κυρίως τις «ενισχύσεις στις ναυπηγικές εργασίες», από το άρθρο 3, διαβάζοντάς το υπό το φως της δωδεκάτης αιτιολογικής σκέψεως, προκύπτει ότι μπορεί επίσης να περιλαμβάνει την ενίσχυση στους εφοπλιστές. Οι διατάξεις αυτές είναι, αντιστοίχως, οι ακόλουθες:

«ςΟλες οι μορφές ενίσχυσης που παρέχονται στους εφοπλιστές ή σε τρίτους και είναι διαθέσιμες ως ενίσχυση για τη ναυπήγηση ή μετατροπή πλοίων υπάγονται στους κανόνες κοινοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 11.»

«ότι, δικαιολογείται απόλυτα για λόγους διαφάνειας και δίκαιας μεταχείρισης, να εξακολουθήσουν να συμπεριλαμβάνονται στην παρούσα πολιτική χορήγησης ενισχύσεων οι έμμεσες ενισχύσεις που χορηγούνται στις ναυπηγικές εργασίες, μέσω των επενδυτικών ενισχύσεων που παρέχονται στους εφοπλιστές για την κατασκευή και μετατροπή σκαφών».

Συνεπώς, μπορεί μεν η SL ορθώς να ισχυρίζεται ότι η εβδόμη οδηγία έχει εφαρμογή, το επιχείρημα όμως αυτό δεν μπορεί να τη βοηθήσει, αλλά αντιθέτως ζημιώνει την υπόθεσή της. Αυτό συμβαίνει διότι η κρατική ενίσχυση στους εφοπλιστές, στο μέτρο που μπορεί να θεωρηθεί «διαθέσιμη ως ενίσχυση για τη ναυπήγηση ή μετατροπή πλοίων» (η υπογράμμιση είναι δική μου), υπόκειται σε άλλη υποχρεωτική «ειδική» προϋπόθεση κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 11 της εβδόμης οδηγίας. Το άρθρο 11, παράγραφος 2, στοιχείο αα, προβλέπει ειδικώς ότι κοινοποιείται οποιοδήποτε «καθεστώς ενισχύσεων - νέο ή ήδη υφιστάμενο - ή οποιαδήποτε τροποποίηση ήδη ισχύοντος καθεστώτος ενισχύσεων που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία». Ο ισχυρισμός ότι μόνον η εβδόμη οδηγία εφαρμόζεται στην παρασχεθείσα ενίσχυση δυνάμει του καθεστώτος του 1988 θα ισοδυναμούσε, επομένως, με την αποδοχή επί πλέον παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους των ιταλικών αρχών, δηλαδή ότι παρέλειψαν ακόμη και να κοινοποιήσουν το αρχικό καθεστώς στην Επιτροπή. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν αναφέρεται σε μια τέτοια παραβίαση στο πλαίσιο του εγγράφου κινήσεως Ι, σαφώς αντιμετώπισε ορθώς το καθεστώς του 1988 ως ενίσχυση στους εφοπλιστές η οποία έπρεπε να εξεταστεί μόνο ως προς την λιγότερο βαριά υποχρέωση κοινοποιήσεως που επιβάλλει η Συνθήκη.

37 Το γεγονός ότι από ενίσχυση χορηγηθείσα σε εφοπλιστή μπορεί εν τέλει να οφεληθεί κατασκευαστής πλοίου δεν καθιστά αυτομάτως ανεφάρμοστες τις γενικές διατάξεις της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων. Πρέπει να υπομνησθεί ότι η εβδόμη οδηγία, βασιζομένη κατ' αρχήν στο (τότε) άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο δδ, της Συνθήκης, το οποίο «επιτρέπει στο Συμβούλιο, αποφασίζον με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής, να αυξήσει τις κατηγορίες ενισχύσεων που μπορούν να θεωρούνται ότι συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά, πέραν των [άλλων] κατηγοριών» της διατάξεως αυτής, «εισάγει τη δυνατότητα παρεκκλίσεων, σε ειδικές περιπτώσεις, από την απαγόρευση ενισχύσεων, οι οποίες διαφορετικά θα ήταν ασυμβίβαστες» (34). Η εβδόμη οδηγία, επομένως, θα μπορούσε να έχει βοηθήσει την SL μόνον αν αυτή είχε προσφέρει πρόσθετη βάση επί της οποίας το καθεστώς του 1988 θα μπορούσε να κριθεί συμβατό προς την κοινή αγορά. άΟμως η SL δεν αναφέρει τίποτε τέτοιο. Το επιχείρημά της, επομένως, δεν έχει αντικείμενο στο μέτρο που αυτή ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη την οδηγία περιορίζοντας την ανάλυσή της στην απόφαση του 1997 στους λόγους ενδεχομένου συμβατού που παρατίθενται στο άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

38 Επομένως, είμαι πεπεισμένος ότι ο λόγος που στηρίζεται στην εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση της εβδόμης οδηγίας θα πρέπει να απορριφθεί.

Γ - Ο επαρκής χαρακτήρας της αιτιολογίας της Επιτροπής

39 Από τις προφορικές παρατηρήσεις των προσφευγουσών, ειδικότερα, προκύπτει σαφώς ότι ο κύριος λόγος της προσφυγής τους είναι ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε ορθώς την απόφασή της στο μέτρο που έκρινε ότι η χορηγηθείσα ενίσχυση δυνάμει του καθεστώτος του 1988 μπορούσε να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

i) Σύνθεση των παρατηρήσεων

40 Η Ιταλική Δημοκρατία, υποστηριζομένη από την SL, ισχυρίζεται ότι, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να προκύπτει από τις ίδιες τις περιστάσεις υπό τις οποίες η ενίσχυση χορηγήθηκε, ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται, η Επιτροπή, εντούτοις, πρέπει να αναφέρει τις περιστάσεις αυτές στην απόφασή της. ςΟμως, η απόφαση του 1997 δεν περιέχει καμία ανάλυση των πιθανών αρνητικών αποτελεσμάτων επί του ανταγωνισμού και καμία εξέταση των φερομένων αποτελεσμάτων της επί των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών. Η προϋπόθεση αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 253 ΕΚ) για δευτερογενή κοινοτική πράξη, όπως ορίζεται από το Δικαστήριο, ιδίως στο πλαίσιο της αποφάσεως Leeuwarder, δεν πληρούται (35). Η αναφορά στις στατιστικές μεταφοράς αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ της Σαρδηνίας και των κρατών μελών στο μέρος IV της αποφάσεως (παρατέθηκε στην παράγραφο 10 πιο πάνω) δεν αποδεικνύει ότι η ενίσχυση επηρέαζε το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Μία τέτοια ισχυρή εξάρτηση σε σχέση με τις θαλάσσιες μεταφορές είναι φυσική λαμβάνοντας υπόψη το καθεστώς της νήσου που έχει η Σαρδηνία. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν η Επιτροπή είχε εξετάσει στην απόφαση του 1997 το μέτρο στο οποίο οι ναυτιλιακές εταιρίες, που ασκούν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα από τη Γαλλία και την Ισπανία, παρείχαν υπηρεσίες στη Σαρδηνία, θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μέγεθος των συναλλαγών αυτών ήταν ελάχιστο (36).

41 Η SL σημειώνει ότι το μόνο ουσιαστικό σημείο για τα ενδεχόμενα αρνητικά αποτελέσματα της ενισχύσεως επί του ανταγωνισμού και επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου, στα οποία η Επιτροπή αναφερόταν στο πλαίσιο του εγγράφου της κινήσως I, ήταν ότι «δεδομένου ότι οι συναλλαγές μεταξύ της Ιταλικής χερσονήσου, της Σαρδηνίας και της Κορσικής έχουν κοινοτικό χαρακτήρα, οποιαδήποτε ενίσχυση χορηγηθείσα σε εταιρία ασκούσα την επιχειρηματική της δραστηριότητα στην εν λόγω αγορά μπορεί να θεωρηθεί από την Επιτροπή ως νοθεύουσα ή απειλούσα να νοθεύσει τον ανταγωνισμό» (37). Πάντως αυτό δεν επαναλήφθηκε στην απόφαση του 1997. Δεν είναι δυνατόν να συναχθεί μόνον από το γεγονός ότι η Σαρδηνία είναι νησί, όπως η Επιτροπή φαίνεται να έπραξε, ότι η ενίσχυση στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σ' αυτήν επηρεάζει αναπόφευκτα το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Η SL ισχυρίζεται ότι η απόφαση του 1997 δεν περιέχει ούτε ανάλυση της αγοράς, ούτε αναφορά στα μερίδια αγοράς των δικαιούχων ούτε συναφή εξέταση των αποτελεσμάτων της ενισχύσεως επί των συναλλαγών.

42 Η απουσία αιτιολογίας όσον αφορά τη συναφή αγορά είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή αν υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92 του Συμβουλίου, της 7ης Δεκεμβρίου 1992, για την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στις θαλάσσιες μεταφορές στο εσωτερικό των κρατών μελών (θαλάσσιες ενδομεταφορές-καμποτάζ) (38), «οι θαλάσσιες ενδομεταφορές μεταξύ λιμένων σε νησιά της Μεσογείου» ελευθερώθηκαν μόλις από την 1η Ιανουαρίου 1999. Ελλείψει ανταγωνισμού κατά τον επίδικο χρόνο (1988-1996) μεταξύ των ιταλικών ναυτιλιακών εταιριών και εκείνων που ήταν εγκατεστημένες στην υπόλοιπη κοινότητα, η ενίσχυση δεν μπορούσε, εξ ορισμού, να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

43 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η απόφαση του 1997 έχει αιτιολογηθεί ορθώς, δεδομένου ότι η κατά τρόπο επιλεκτικό χορηγηθείσα στις επιχειρήσεις ενίσχυση τους επιτρέπει να βελτιώσουν την κατάστασή τους έναντι των ανταγωνιστών τους και νοθεύει, επομένως, σαφώς τον ανταγωνισμό και επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών (39). Η ανάλυση επαναλαμβάνει αυτήν που περιλαμβάνεται στο έγγραφο κινήσεως I και δεν αμφισβητήθηκε από την Ιταλική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ελέγχου. Υπό τις συνθήκες αυτές, ούτε λεπτομερής ανάλυση της αγοράς ούτε εξέταση των αποτελεσμάτων της ενισχύσεως επί των συναλλαγών ήσαν κατά την Επιτροπή αναγκαίες (40). Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος του δικαιούχου της δεν αποκλείουν τον χαρακτηρισμό της ως κρατικής ενισχύσεως (41). Η Επιτροπή αρνείται επίσης ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ του εγγράφου κινήσεως I και της αποφάσεως του 1997· αμφότερα αναφέρονται στις ίδιες στατιστικές μεταφορών, όπου το πρώτο αναφέρεται ειδικώς στην κοινοτική φύση των συναλλαγών μεταξύ της ηπειρωτικής Ιταλίας, της Σαρδηνίας και της Κορσικής, αναφορά που δεν επαναλαμβάνεται στη δεύτερη διότι ήταν προφανής. Επί πλέον, το γεγονός ότι οι δικαιούχοι της ενισχύσεως παρεμβαίνουν μόνο στο εσωτερικό εμπόριο ενός κράτους δεν αρκεί για να εμποδίσει οποιοδήποτε αρνητικό αποτέλεσμα της ενισχύσεως επί των ενδοκοινοτικών συναλλαγών διότι μπορεί να τους βοηθήσει να ενισχυθεί η ανταγωνιστική τους θέση (42). Η παραπομπή της SL στον κανονισμό 3577/92 δεν είναι λυσιτελής διότι η προσωρινή εξαίρεση στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών που προβλέπει δεν απαγορεύει την παροχή διεθνών ναυτιλιακών υπηρεσιών μεταξύ της Σαρδηνίας και των άλλων κρατών μελών ούτε τις θαλάσσιες ενδομεταφορές από ναυτιλιακές εταιρίες μεταξύ της Σαρδηνίας και της ηπειρωτικής Ιταλίας. Στο υπόμνημά της απαντήσεως στο πλαίσιο της προσφυγής που άσκησε η SL, η Επιτροπή προσθέτει ότι ο κανονισμός επί πλέον δεν απαγόρευε στους μη Ιταλούς να νηολογούν τα πλοία τους στην Ιταλία και, επομένως, να διεξάγουν θαλάσσιες μεταφορές με την Σαρδηνία, σημείο που επαναλήφθηκε απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου.

ii) Ανάλυση

44 Αν και η αιτιολογία της αποφάσεως του 1997 είναι (στην καλύτερη περίπτωση) λακωνική, η Επιτροπή ισχυρίζεται πράγματι ότι οι προσφεύγουσες γνώριζαν καλά τους λόγους της αποφάσεως, οι οποίοι εν πάση περιπτώσει, κατ' αυτήν, είναι προφανείς. Ο φερόμενος προφανής χαρακτήρας είναι, επομένως, ένα στοιχείο που πρέπει να διατηρείται στη σκέψη κατά την εξέταση της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών.

45 Η κλασσική επιβεβαίωση της υποχρεώσεως των κοινοτικών θεσμικών οργάνων να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους εξακολουθεί να είναι αυτή που διατύπωσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αποφάσεως Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής (43).

«(...) καίτοι, δυνάμει του άρθρου 190 της Συνθήκης η Επιτροπή υποχρεούται να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία στηρίζουν την αιτιολογία της απόφασης καθώς και τη νομική συλλογιστική που την οδήγησαν να λάβει την εν λόγω απόφαση, η διάταξη αυτή δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να πραγματεύεται όλα τα πραγματικά και νομικά σημεία που συζητήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία. Η αιτιολογία μιας βλαπτικής απόφασης πρέπει να επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του ως προς τη νομιμότητα και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τα αναγκαία στοιχεία για να γνωρίζει κατά πόσο η απόφαση είναι αιτιολογημένη.»

Σε μεταγενέστερες αποφάσεις, το Δικαστήριο τόνισε ότι η έκταση της απαιτήσεως εξαρτάται εκ «των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή αλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά» (44). Επομένως «το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα» (45).

46 Στο πλαίσιο της αποφάσεως Philip Morris, το κατάλληλο σημείο εκκινήσεως όσον αφορά την απαίτηση αιτιολογίας στις υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων, το Δικαστήριο αντιμετώπιζε ένα λόγο προσφυγής κατά τον οποίο η προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής (46) ήταν αιτιολογημένη «κατά τρόπο ανεπαρκή ή, τουλάχιστον, ακατανόητο και/ή αντιφατικό» όσον αφορά την προϋπόθεση η σχεδιαζομένη ενίσχυση (αποσκοπούσα στην αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας ενός από τους Ολλανδούς παραγωγούς τσιγάρων της προσφεύγουσας) να επηρεάζει τις συναλλαγές και να νοθεύει τον ανταγωνισμό (47). Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ισχυριζόταν ότι η εξέταση δεν περιείχε ανάλυση αγοράς και ότι δεν είχε ληφθεί υπόψη το αμελητέο αποτέλεσμα της σχεδιαζομένης ενισχύσεως επί των μελλοντικών εξόδων παραγωγής του εργοστασίου. Το Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αυτό. Ανέφερε το δεδομένο σύμφωνα με το οποίο, μετά την πραγματοποίηση των σχεδιαζομένων επενδύσεων, η προσφεύγουσα «θα καλύπτει περί το 50 % της ολλανδικής παραγωγής τσιγάρων» προβλέποντας «εξαγωγή πλέον του 80 % της παραγωγής της προς τα άλλα κράτη μέλη» και ότι η σχεδιαζομένη ενίσχυση αντιπροσώπευε «3,8 % της αξίας των επενδύσεων» (48). Το Δικαστήριο προσέθεσε (49):

«ιΟταν μία κρατική ενίσχυση οικονομικού χαρακτήρα ενισχύει τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, οι τελευταίες πρέπει να θεωρούνται ότι επηρεάζονται από την ενίσχυση. Εν προκειμένω, η ενίσχυση την οποία σχεδίαζε να χορηγήσει η Ολλανδική Κυβέρνηση αφορούσε μια επιχείρηση που προσανατολίζεται προς το διεθνές εμπόριο, όπως αποδεικνύει το αυξημένο ποσοστό της παραγωγής της που σκοπεύει να εξαγάγει σε άλλα κράτη μέλη. Η εν λόγω ενίσχυση θα συνέβαλε στην αύξηση της παραγωγικής της δυναμικότητας και, κατά συνέπεια, στην αύξηση της ικανότητάς της να τροφοδοτεί τα εμπορικά ρεύματα, συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ κρατών μελών υφισταμένων εμπορικών ρευμάτων. Αφετέρου, η ενίσχυση θα μείωνε το κόστος της μετατροπής των εγκαταστάσεων παραγωγής και έτσι θα παρείχε στην προσφεύγουσα ένα πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό με παραγωγούς που έχουν πραγματοποιήσει ή έχουν την πρόθεση να πραγματοποιήσουν με δικά τους έξοδα ανάλογη αύξηση της ικανότητας αποδόσεως των εγκαταστάσεών τους.

Οι περιστάσεις αυτές, οι οποίες αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν αμφισβητούνται από την προσφεύγουσα, συνιστούν επαρκή αιτιολογία, ώστε η Επιτροπή να μπορεί να κρίνει ότι η σχεδιαζόμενη ενίσχυση ήταν ικανή να επηρεάσει τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές και θα απειλούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη μέλη» (η υπογραμμίση είναι δική μου).

47 Επομένως, το Δικαστήριο απέκτησε την πεποίθηση ότι οι αναφερόμενες στην προσβαλλομένη απόφαση πληροφορίες στήριζαν το συμπέρασμα της Επιτροπής. Συμμερίζομαι την άποψη της SL, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο δεν διατύπωσε αρχή κατά την οποία η απλή χορήγηση ενισχύσεως σε ορισμένες ειδικές εθνικές επιχειρήσεις, η οποία είναι εκ των πραγμάτων σύμφυής με τη φύση της κρατικής ενισχύσεως, δικαιολογεί κατ' ανάγκη το συμπέρασμα ότι πληροί όλα τα κριτήρια για να συνιστά κρατική ενίσχυση για τους σκοπούς της Συνθήκης (50). Η Επιτροπή δεν μπορεί απλώς να εικάζει ότι μία ενίσχυση σε ορισμένες ειδικές επιχειρήσεις επηρεάζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο και νοθεύει τον ανταγωνισμό. Αυτό προκύπτει στην πραγματικότητα από την απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, την πρώτη όσον αφορά την αιτιολογία, με την οποία το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν είχε αιτιολογήσει ορθώς την απόφασή της να αρνηθεί αίτημα περί χορηγήσεως ποσοστώσεως ύψους 450 000 εκτολίτρων οίνου αλλά να χορηγήσει ποσόστωση ύψους 100 000 εκτολίτρων (51). Ειδικότερα, το Δικαστήριο ανέφερε ότι «η Επιτροπή περιορίστηκε να επικαλεσθεί, εκτός από γενικές σκέψεις που μπορούν να εφαρμοστούν αδιακρίτως σε άλλες περιπτώσεις ή που περιορίζονται σε επανάληψη διατάξεων της Συνθήκης, `τις συλλεγείσες πληροφορίες', χωρίς να διευκρινίσει καμιά από αυτές, για να διαπιστώσει `ότι η παραγωγή των εν λόγω οίνων [δηλαδή εντός της Κοινότητας] είναι υπερεπαρκής'» (52).

48 Από την απόφαση Leeuwarder προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να στηρίζεται σε υποθέσεις για να σχηματίζει την βάση της αιτιολογίας της στις υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων (53). Στην υπόθεση αυτή, η οποία αφορούσε την εκ μέρους δημοσίου οργανισμού αναπτύξεως αγορά μεριδίου εργοστασίου κατασκευής χαρτοκιβωτίων, το Βασίλειο των Κάτω Ξωρών και η Leeuwarder αμφισβήτησαν την επάρκεια της αιτιολογίας της Επιτροπής στην προσβαλλομένη απόφαση ενόψει τόσον του χαρακτηρισμού της αγοράς ως ενισχύσεως όσο και ως προς το συμπέρασμά της ότι μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Οι προσφεύγοντες δικαιώθηκαν μόνον ως προς τη δεύτερη πτυχή της ανεπαρκούς αιτιολογίας. Η προσέγγιση του Δικαστηρίου είναι εξαιρετικά σημαντική για την εκτίμηση του κύρους της αποφάσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως (54):

«Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι μεν δυνατόν να προκύπτει, από τις ίδιες τις συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε η ενίσχυση, ότι είναι ικανή να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, πλην όμως η Επιτροπή οφείλει τουλάχιστον να αναφέρει τις συνθήκες αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της (η υποσημείωση δική μου). Εν προκειμένω δεν το έπραξε, δεδομένου ότι η επίδικη απόφαση δεν περιέχει κανένα στοιχείο όσον αφορά την κατάσταση της συγκεκριμένης αγοράς, το μερίδιο που κατέχει η LPF 'σ' αυτή την αγορά, το εμπόριο των εν λόγω προϋόντων μεταξύ των κρατών μελών και τις εξαγωγές της επιχείρησης.»

49 Η απόφαση Bremer Vulkan είναι επίσης χρήσιμη. Το Δικαστήριο έκρινε στην υπόθεση αυτή ότι: «οι εκτιμήσεις και τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη πράξη δεν συνιστούν επαρκείς λόγους προς στήριξη των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η Επιτροπή», δηλαδή ότι μία εγγύηση που χορηγήθηκε σε επιχείρηση (BV) για να τη βοηθήσει να αποκτήσει μια άλλη (KAE) μπορούσε να νοθεύει τον ανταγωνισμό και να επηρεάζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο (55). Η αιτιολογία βάσει των κριτηρίων αυτών κρίθηκε ανεπαρκής διότι (56):

«(...) η προσβαλλόμενη πράξη δεν περιέχει την παραμικρή ένδειξη σχετικά με την κατάσταση της οικείας αγοράς, το μερίδιο της ΚΑΕ στην αγορά αυτή και τη θέση των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων. νΟσον αφορά τα ρεύματα του εμπορίου για τα οικεία προϋόντα μεταξύ των κρατών μελών, η Επιτροπή αρκείται στο να παραθέσει τις εισαγωγές των κρατών μελών σχετικά με τα προϋόντα που εμπίπτουν στις τρεις δασμολογικές κλάσεις, χωρίς να προσδιορίζει το μερίδιο της KAE στις εισαγωγές αυτές.»

50 Κατά τη γνώμη μου, το μέρος IV της αποφάσεως (παρατεθείσας στην παράγραφο 10 πιο πάνω) δεν τηρεί το κριτήριο που εφαρμόζει η προπαρατεθείσα νομολογία. Εκτός του γεγονότος ότι αρκείται πράγματι στη διαπίστωση ότι οι τέσσερις κύριες προϋποθέσεις, που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί μια ενίσχυση ως κρατική ενίσχυση υπό την έννοια της Συνθήκης, πληρούνται από την κατ' εφαρμογήν του καθεστώτος του 1988 χορηγηθείσα ενίσχυση, η Επιτροπή επικαλέσθηκε - αλλά και αυτό μόνο προς στήριξη του συμπεράσματός της σύμφωνα με το οποίο το ενδοκοινοτικό εμπόριο επηρεάστηκε - πολύ γενικές στατιστικές ως προς τις θαλάσσιες μεταφορές εμπορευμάτων και στη διακίνηση τουριστών μεταξύ, αντιστοίχως, των «κρατών μελών» και της «Σαρδηνίας» και «της Κοινότητας» («Stati membri» σύμφωνα με το αυθεντικό ιταλικό κείμενο) και της «Σαρδηνίας». Αν και ο εκπρόσωπος της Επιτροπής δέχθηκε, απαντώντας σε ερώτηση που υποβλήθηκε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι η αναφορά αυτή ήταν εσφαλμένη και έπρεπε - όπως προκύπτει κάπως σαφέστερα από το γαλλικό κείμενο της αποφάσεως του 1997 - να έχει γίνει αναφορά στο εμπόριο μεταξύ της Ιταλίας και της Σαρδηνίας, αφενός, και μεταξύ της Σαρδηνίας και των λοιπών κρατών μελών, αφετέρου, οι δικαιούχοι της ενισχύσεως - και άλλοι ενδιαφερόμενοι που θα μπορούσαν να την έχουν αμφισβητήσει - είχαν το δικαίωμα να επικαλεσθούν το αυθεντικό ιταλικό κείμενο και, επομένως, να σκεφθούν ότι η Επιτροπή είχε βασίσει την αιτιολογία της σε συνολικούς αριθμούς του εμπορίου μεταξύ της Σαρδηνίας και των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας (57).

51 Δεδομένου ότι η αιτιολογία αυτή, στην καλύτερη περίπτωση, είναι διφορούμενη, στηρίζει ελάχιστα ή και καθόλου τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενισχύσεως, στον οποίο προέβη η Επιτροπή. Εξάλλου, κατά τη γνώμη μου, σαφώς προκύπτει από τη διευκρίνιση «ηΟσον αφορά το σημείο d)» [«Per quanto riguardo la lettera d)»], που προηγείται της αναφοράς στους αριθμούς αυτούς, ότι αποσκοπούσαν μόνο να στηρίξουν το συμπέρασμα της Επιτροπής ως προς το σημείο αυτό, δηλαδή ότι «η ενίσχυση έχει επίπτωση επί των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών» («l'aiuto incide sugli scambi tra Stati membri»). Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα κριτήρια της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και του επηρεασμού των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών συνδέονται τόσο στενά ώστε το φυσικό αποτέλεσμα του «εκλεκτικού» χαρακτήρα [«selettivo», που αναφέρεται στο σημείο c] της ενισχύσεως ήταν η ενίσχυση της καταστάσεως των δικαιούχων σε σχέση με εκείνη των ανταγωνιστών τους. Ακόμη και αν ο ισχυρισμός αυτός ήταν ορθός από στατιστικής απόψεως, δεν εμφανίζεται στην απόφαση του 1997 ως αιτιολόγηση του συμπεράσματος ότι η ενίσχυση νόθευε τον ανταγωνισμό. Αντιθέτως, είναι ταυτόχρονα και πραγματικός ισχυρισμός και συμπέρασμα το οποίο, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, απαιτεί αιτιολόγηση, αλλ' έναντι των οποίων καμία δεν παρασχέθηκε από την Επιτροπή με την απόφαση του 1997. Κατά τη γνώμη μου, είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός της Επιτροπής, βασιζόμενος στις αποφάσεις Philip Morris και Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, κατά τον οποίο, εφόσον οι κρατικοί ή περιφερειακοί πόροι χορηγήθηκαν επιλεκτικώς σε ορισμένες επιχειρήσεις, το μόνιμο αποτέλεσμα είναι ότι ο ανταγωνισμός νοθεύθηκε και το ενδοκοινοτικό εμπόριο επηρεάστηκε (58). Στην Επιτροπή απόκειται να εκθέσει, τουλάχιστον εν συντομία, τους λόγους για τους οποίους σε κάθε περίπτωση έχει τη γνώμη ότι η οικεία ενίσχυση έχει τέτοια αποτελέσματα. Η Επιτροπή προδήλως δεν αναφέρθηκε στους λόγους αυτούς στην απόφαση του 1997.

52 Εξάλλου, μια σύγκριση μεταξύ της αποφάσεως του 1997 και του εγγράφου κινήσεως I δεν παρέχει βοήθεια στην Επιτροπή. ήΟπως η SL τονίζει, το έγγραφο αυτό περιείχε σαφή ισχυρισμό σχετικά με την «κοινοτική άποψη» του εμπορίου μεταξύ της ηπειρωτικής Ιταλίας, της Σαρδηνίας και της Κορσικής. ςΕνας τέτοιος ισχυρισμός, ο οποίος συνοδευόταν από αριθμούς που διέφεραν περιθωριακώς μόνο από εκείνους που περιλαμβάνονταν στην απόφαση του 1997, μπορούσε εύκολα να δημιουργήσει στους δικαιούχους της ενισχύσεως την εντύπωση ότι η Επιτροπή θα συγκέντρωνε την έρευνά της στην ικανότητα της ενισχύσεως να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στο ειδικό αυτό τμήμα της αγοράς για την παροχή υπηρεσιών θαλασσίων μεταφορών. Πάντως, από το υπόμνημα ανταπαντήσεως της Επιτροπής στην προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας, από την απάντησή της στην γραπτή ερώτηση που υπέβαλε το Δικαστήριο και από τις προφορικές παρατηρήσεις της φαίνεται να προκύπτει ότι είχε πράγματι κατά νου τη λανθάνουσα ικανότητα της ενισχύσεως να αποκλείσει τον ανταγωνισμό όχι μόνο των ναυτιλιακών εταιριών με έδρα την Κορσική, αλλά, γενικότερα, των επιχειρήσεων που ασκούν τη δραστηριότητά τους από την ηπειρωτική Γαλλία και την ηπειρωτική Ισπανία. Αν και οι στατιστικές που η Ιταλική Δημοκρατία προσεκόμισε με το υπόμνημα απαντήσεώς της μπορούν να δικαιολογήσουν την ανησυχία της Επιτροπής, τίποτε στην απόφαση του 1997 δεν δείχνει κάτι τέτοιο.

53 οΕχω επίσης τη γνώμη ότι ο ισχυρισμός της SL σχετικά με το λυσιτελές του κανονισμού 3577/92 είναι απολύτως βάσιμος και ότι η απόφαση του 1997 είναι για τον λόγο αυτό επίσης ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός επέτρεπε στην Ιταλική Δημοκρατία να συνεχίσει να απαγορεύει τις θαλάσσιες ενδομεταφορές (59) κατά τον επίδικο χρόνο, οι δικαιούχοι της ενισχύσεως δυνάμει του καθεστώτος του 1988, όπως η SL, θα είχαν ακόμη περισσότερους λόγους, δεδομένου ότι αναφερόταν η Κορσική στο έγγραφο κινήσεως I, να σκεφθούν ότι η Επιτροπή θεωρούσε μόνο τις ναυτιλιακές εταιρίες με έδρα την Ιταλία που παρείχαν υπηρεσίες μεταξύ της ηπειρωτικής Ιταλίας, της Σαρδηνίας και της Κορσικής ως τους κύριους ανταγωνιστές τους (60). Πάντως, από τις προφορικές παρατηρήσεις της Επιτροπής και από την απάντησή της στην ερώτηση που υπέβαλε το Δικαστήριο προκύπτει σαφώς ότι αυτή δεν θεωρούσε τον κανονισμό 3577/92 λυσιτελή διότι δεν απαγόρευε στις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών - ειδικότερα (της ηπειρωτικής) Γαλλίας και Ισπανίας - να παρέχουν διεθνείς υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών ανταγωνιζόμενες αυτές που παρείχαν οι δικαιούχοι της ενισχύσεως δυνάμει του καθεστώτος του 1988 και επειδή το ευεργέτημα του καθεστώτος δεν επιφυλασσόταν στις επιχειρήσεις που παρείχαν υπηρεσίες θαλασσίων ενδομεταφορών. Κατά τη γνώμη μου, αν η Επιτροπή περιελάμβανε στην απόφαση του 1997 έστω μια σύντομη αναφορά σ' αυτές τις σκέψεις πιθανόν θα αρκούσε για να καταστεί αυτή συμβατή προς το άρθρο 190 της Συνθήκης.

54 Επί πλέον, μια τέτοια αναφορά θα είχε επίσης χρησιμεύσει για να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ της αποφάσεως αυτής και ορισμένου αριθμού σύγχρονων αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά με τις οδικές μεταφορές στην Ιταλία, στις οποίες η Επιτροπή παραπέμπει στον ενδεχόμενο λυσιτελή χαρακτήρα της αντίστοιχης κοινοτικής νομοθεσίας όσον αφορά την έναρξη των ενδομεταφορών εν σχέσει προς τις υπηρεσίες οδικών μεταφορών (61). Επομένως, είμαι πεπεισμένος ότι η απόφαση του 1997 πρέπει να ακυρωθεί.

55 Αντιθέτως, απορρίπτω πλήρως τη δικαιολογία της Ιταλικής Κυβερνήσεως για τη μη ορθή συνεργασία με την Επιτροπή τόσο πριν (βλ. το όγδοο εδάφιο του εγγράφου κινήσεως I) όσο και κατά τη διάρκεια της κατ' αντιπαράθεση εξετάσεως (η Ιταλική Δημοκρατία δέχεται στο υπόμνημά της αντικρούσεως ότι παρέλειψε να απαντήσει σε αίτημα της Επιτροπής, της 25ης Νοεμβρίου 1996, για τη λήψη διαφόρων πληροφοριών μεταξύ των οποίων «λεπτομερές σημείωμα» σχετικά με τη δομή της αγοράς των υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς). ςΕνα κράτος μέλος δεν μπορεί, απλώς επειδή θεωρεί ότι η Επιτροπή του ζήτησε άνευ αιτίας να παράσχει λεπτομερή ανάλυση της αγοράς για τις ανάγκες μιας κατ' αντιπαράθεση διαδικασίας, να αρνηθεί την προσκόμιση των στατιστικών που διαθέτει και που μπορούν να διευκολύνουν την έρευνα της Επιτροπής (62). Η συμπεριφορά των ιταλικών αρχών στην περίπτωση αυτή, κατά τη γνώμη μου, θα είχε επιτρέψει στην Επιτροπή να θεμελιώσει την αιτιολογία της αποφάσεώς της επί όλων των στατιστικών, σχετικά με τον ανταγωνισμό γαλλικών και ισπανικών εταιριών όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς προς και από τη Σαρδηνία, που αυτή διέθετε (63). Πάντως, δεν έκανε κάτι τέτοιο. Απλώς υπέθεσε ότι η ύπαρξη του ανταγωνισμού αυτού ήταν πρόδηλη.

Δ - Ο χαρακτηρισμός της προσβαλλομένης ενισχύσεως ως «τροποποιηθείσας» ενισχύσεως

56 Αν το Δικαστήριο ακολουθήσει την άποψή μου ως προς την ανεπαρκή αιτιολογία προς στήριξη του χαρακτηρισμού εκ μέρους της Επιτροπής του καθεστώτος του 1988 ως κρατικής ενισχύσεως, δεν θα χρειασθεί καθόλου να εκτιμήσει το συμβατό του χαρακτηρισμού των εισαχθεισών με τη νομοθεσία αυτή τροποποιήσεων ως τροποποιήσεων που υπόκεινται σε ανακοίνωση κατ' εφαρμογή του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Πάντως, δεδομένου ότι η ορθότητα της αναλύσεως που αποτελεί τη βάση του χαρακτηρισμού αυτού συνιστά ένα από τα πιο σημαντικά σημεία και ασφαλώς το πιο καινοφανές από τα ερωτήματα που ανέκυψαν με τις παρούσες προσφυγές, προτείνω να εξετασθούν τα διάφορα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από τις προσφεύγουσες.

i) Σύνθεση των παρατηρήσεων

57 Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η υποχρέωση ανακοινώσεως στην Επιτροπή των τροποποιήσεων υφισταμένου καθεστώτος ενισχύσεων δεν έχει καμία επίπτωση στο δικαίωμα κράτους μέλους να εξακολουθήσει να εφαρμόζει το εν λόγω καθεστώς. Η Επιτροπή δεν μπορεί να κινήσει μια κατ' αντιπαράθεση διαδικασία σχετικά με τις τροποποιήσεις αυτές. Επομένως, οποιαδήποτε κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε σύμφωνα με αυτές δεν μπορεί να θεωρηθεί παράνομη εκτός αν οι εν λόγω τροποποιήσεις συμβάλλουν σημαντικά στον ασύμβατο χαρακτήρα της ενισχύσεως.

58 Ο συνήγορος της Ιταλικής Κυβερνήσεως τόνισε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι καμία από τις προϋποθέσεις που εισήχθησαν με τον περιφερειακό νόμο του 1988, με εξαίρεση την επιλογή της αγοράς κατά τη λήξη της μισθώσεως (άρθρο 100), δεν αποτελούσε πραγματική ή ουσιαστική καινοτομία. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έγινε χρήση της διευκολύνσεως αυτής. Επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι τροποποιούσε τη φύση της ενισχύσεως. Η υποχρέωση του δικαιούχου να έχει την κύρια έδρα του και τον λιμένα του νηολογήσεως στη Σαρδηνία είχε ήδη επιβληθεί από το άρθρο 2 του αρχικού καθεστώτος, ενώ η υποχρέωση νηολογήσεως όλων των πλοίων του στα λιμάνια της Σαρδηνίας, χρησιμοποιήσεως αυτών ως του κέντρου της ναυτιλιακής δραστηριότητάς του και πραγματοποιήσεως των επιδιορθώσεων των πλοίων στη Σαρδηνία είχε πολύ περιορισμένο πρακτικό αποτέλεσμα, διότι οι προϋποθέσεις αυτές εφαρμόζονταν σε επιχειρήσεις που είχαν ήδη το λιμάνι τους νηολογήσεως στη Σαρδηνία. Η υποχρέωση ορισμένων δικαιούχων να χρησιμοποιούν πλήρωμα εγγεγραμμένο σε μητρώο του λιμένα νηολογήσεως απορρέει από την εθνική νομοθεσία που προβλέπει την υποχρεωτική απασχόληση ναυτικών εγγεγραμμένων στο μητρώο κάθε λιμανιού και, επομένως, έχει απλώς ως αποτέλεσμα να ευνοούνται τα λιμάνια της Σαρδηνίας σε σχέση με τα άλλα ιταλικά λιμάνια.

59 Η SL ισχυρίζεται ότι μόνον οι τροποποιήσεις που έχουν πραγματική - και όχι μόνο τυπική ή περιθωριακή - επίπτωση επί υφισταμένου καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων μπορούν να θεωρηθούν νέες ή τροποποιηθείσες. Δεδομένου ότι η απόφαση του 1997 δεν περιέχει καμία ένδειξη των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ουσιαστικές τις τροποποιήσεις που εισήχθησαν από το περιφερειακό καθεστώς του 1988, ενώ απλή σύγκριση με το αρχικό καθεστώς θα απέκλειε ένα τέτοιο συμπέρασμα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση. Προς στήριξη του συμπεράσματος αυτού, επικαλείται την απόφαση Namur-Les assurances du crιdit (64), στην οποία το Δικαστήριο τόνισε τη σημασία της λήψεως υπόψη των βασικών νομικών διατάξεων οσάκις εξετάζεται αν υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεως «τροποποιήθηκε» και ο γενικός εισαγγελέας Lenz εξομοίωσε «τροποποίηση μιας ενισχύσεως» με την «πραγματική μεταβολή ενός τέτοιου καθεστώτος» (65). Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο συνήγορος της SL ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή έπρεπε να προβεί σε εξονυχιστική εξέταση για να προσδιορίσει αν χορηγήθηκε νέα ή τροποποιηθείσα ενίσχυση, εξέταση η οποία, κατά τη γνώμη του, έλειπε στο πλαίσιο της αποφάσεως του 1997.

60 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν είναι αναγκαία η πραγματοποίηση συγκρίσεως σημείου προς σημείο υφισταμένης ενισχύσεως με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις αυτής, δεδομένου ότι το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης απαιτεί την ανακοίνωση όλων αυτών των τροποποιήσεων, είτε αφορούν το βασικό καθεστώς ενισχύσεως είτε τους όρους υπό τους οποίους οι ατομικές ενισχύσεις μπορούν να χορηγούνται. Κατ' αυτήν, στην Επιτροπή απόκειται και όχι στα κράτη μέλη, υπό την επιφύλαξη του ελέγχου του Δικαστηρίου, να προσδιορίζει αν τροποποιήσεις επηρεάζουν σημαντικά υφισταμένη ενίσχυση (66). Επικουρικώς, ισχυρίζεται ότι, εν προκειμένω, οι τροποποιήσεις, ακόμη και αν εξετασθούν χωριστά, αλλά κατά μείζονα λόγο αν εξετασθούν μαζί, συνιστούν προδήλως ουσιαστική τροποποίηση του αρχικού καθεστώτος. Ως προς το γεγονός ότι η SL επικαλείται την απόφαση Namur, η Επιτροπή παρατηρεί ότι όχι μόνο υπάρχει νέος νόμος εν προκειμένω, δηλαδή ο περιφερειακός νόμος του 1988, αλλ' ότι ο νόμος αυτός εισήγαγε ορισμένο αριθμό ουσιαστικών τροποποιήσεων, οι οποίες παρατίθενται όλες στο μέρος III των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως του 1997 (στο εξής: μέρος III της αποφάσεως) (67). Οι νέες προϋποθέσεις είναι αναπόσπαστες από το αρχικό καθεστώς και, μειώνοντας ακόμη τον κύκλο των δυνητικών δικαιούχων και επαυξάνοντας τον εισάγοντα διακρίσεις χαρακτήρα του καθεστώτος, καταλήγουν στην αύξηση της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που δημιουργήθηκε με τον τρόπο αυτό.

ii) Ανάλυση

61 Ουσιαστικά δύο σημαντικά ζητήματα ανέκυψαν από την εν λόγω πτυχή των προσφυγών. Το πρώτο είναι η ορθότητα της προσεγγίσεως που υιοθέτησε η Επιτροπή στην απόφαση του 1997· το δεύτερο είναι το ερώτημα αν η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς το συμπέρασμά της σύμφωνα με το οποίο το αρχικό καθεστώς τροποποιήθηκε με τον περιφερειακό νόμο του 1988, το οποίο συνδέεται στενά με το ερώτημα αν η εκτίμηση της Επιτροπής ήταν ορθή επί της ουσίας.

Η προσέγγιση που υιοθετήθηκε στην απόφαση του 1997

62 Από την απόφαση του 1997 προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή δεν έκρινε ότι η χορηγηθείσα βάσει του καθεστώτος του 1988 ενίσχυση συνιστούσε «τροποποιηθείσα» ενίσχυση απλώς επειδή χορηγήθηκε μάλλον κατ' εφαρμογή του καθεστώτος αυτού παρά βάσει του αρχικού καθεστώτος. Αντιθέτως, έκρινε ότι «[ο περιφερειακός νόμος του 1988] τροποποίησε σημαντικά το καθεστώς ενισχύσεων που είχε θεσπιστεί με [τον περιφερειακό νόμο του 1951]» (68). Η προσέγγιση αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι ορθή. Εντούτοις, στο μέτρο που η Επιτροπή υπαινίχθηκε, στις παρατηρήσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι μόνο το γεγονός ότι ο περιφερειακός νόμος του 1988 τροποποιούσε τους περιφερειακούς νόμους του 1951 και του 1954 αρκούσε για να αποτελέσει το καθεστώς του 1988 «τροποποίηση» του καθεστώτος για τους σκοπούς του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, το επιχείρημα αυτό είναι κατά τη γνώμη μου εσφαλμένο. Μόνο οι τροποποιήσεις που συνιστούν ουσιαστικές αλλαγές του υφισταμένου καθεστώτος πρέπει να θεωρούνται υποκείμενες σε ανακοίνωση για τους σκοπούς του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

63 Αυτό προκύπτει από προσεκτική ανάγνωση της αποφάσεως Namur. Οι περιστάσεις της υποθέσεως αυτής ήταν μάλλον ασυνήθιστες. Ο OND ήταν δημόσιος οργανισμός που είχε λάβει κρατική ενίσχυση, κατ' εφαρμογήν νόμου του 1939, υπό τη μορφή διαφόρων προνομίων, ο οποίος, «εκτός διαφόρων προσαρμογών οι οποίες δεν αφορούσαν την ουσία των εν λόγω προνομίων (...) παρέμεινε αμετάβλητ[ος] την 1η Φεβρουαρίου 1989» (69). Το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει αν το γεγονός ότι, από την ημερομηνία αυτή, ο OND μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε λάβει την άδεια από τους Βέλγους υπουργούς που τον ήλεγχαν, εν τελευταία αναλύσει, να διευρύνει το πεδίο των εμπορικών ασφαλιστικών δραστηριοτήτων του ισοδυναμούσε με τροποποίηση της υφισταμένης κρατικής ενισχύσεως. Το Δικαστήριο απέκλεισε τη δυνατότητα αυτή. ήΕκρινε ότι (70):

«όταν η ενίσχυση προκύπτει από προγενέστερες νομοθετικές διατάξεις οι οποίες δεν τροποποιούνται, η εμφάνιση μιας νέας ενισχύσεως ή η τροποποίηση υφισταμένης ενισχύσεως δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τη σημασία της και ιδίως με βάση τα εμπλεκόμενα χρηματικά ποσά σε κάθε στιγμή της πορείας της επιχειρήσεως. Ο χαρακτηρισμός μιας ενισχύσεως ως νέας ή ως υφισταμένης γίνεται σε συνάρτηση με τις διατάξεις που προβλέπουν τη θέσπισή της, τον τρόπο χορηγήσεώς της και τα όριά της».

64 Ακριβώς, επειδή καμία μεταβολή δεν είχε επέλθει στις αρχικές νομοθετικές διατάξεις και επειδή δεν περιόριζαν την έκταση των εμπορικών δραστηριοτήτων που ο OND μπορούσε να ασκήσει, το Δικαστήριο απέκτησε την πεποίθηση ότι μεταγενέστερη παραίτηση από αυτό, που πράγματι ήταν εκουσίως αναληφθείς περιορισμός, δεν ισοδυναμούσε με «τροποποίηση» του αρχικού καθεστώτος. Κατά τη γνώμη μου, η απόφαση Νamur δεν ενισχύει, επομένως, την άποψη ότι, οσάκις η νομοθεσία που υποστηρίζει υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων τροποποιείται, οι προσαρμογές πρέπει να θεωρούνται ως «μεταβολές» υποκείμενες σε ανακοίνωση. Αντιθέτως, το Δικαστήριο προδήλως θεώρησε τις αλλαγές εν σχέσει προς τον σκοπό της ενισχύσεως ως ενδεικτικές για το αν είχε τροποποιηθεί· αν το περιεχόμενό της επηρεάστηκε κατ' ουσίαν από την προβαλλομένη «τροποποίηση», πρέπει να ανακοινωθεί. Μόνο αυτή η κατά τον κοινό νου προσέγγιση καθιστά δυνατό ικανοποιητικό βαθμό ασφάλειας δικαίου για τους δικαιούχους των ενισχύσεων, τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερομένους τρίτους που πρέπει επίσης να προστατευθούν, παραμερίζοντας την ανάγκη «προηγουμένης γνωστοποιήσεως μέτρων πολύ διαφορετικής φύσεως, τα οποία δεν θα μπορούσαν να τίθενται σε εφαρμογή παρά το ότι τα μέτρα αυτά δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως νέες ενισχύσεις» (71).

65 Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται επίσης από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz στην υπόθεση Namur. Αυτός παρατήρησε ότι (72):

«Το ζήτημα αν υφίσταται θέσπιση ή τροποποίηση ενισχύσεως εξαρτάται μάλλον (...), από το αν υφίστανται, μεταξύ των μέτρων που λαμβάνει κράτος μέλος και με τα οποία χορηγούνται πλεονεκτήματα (που έχουν τον χαρακτήρα ενισχύσεως) σε ορισμένες επιχειρήσεις, ορισμένα που συνιστούν τροποποιήσεις οι οποίες επηρεάζουν το περιεχόμενο ή την έκταση των πλεονεκτημάτων αυτών. Στο πλαίσιο αυτό, από τη σύγκριση μεταξύ των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 93, προκύπτει ότι ο όρος "ενίσχυση", κατά την έννοια της παραγράφου 3, είναι συνώνυμος προς τον όρο "καθεστώς ενισχύσεων", κατά την έννοια της παραγράφου 1. Επομένως, συντρέχει θέσπιση ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, όταν δημιουργείται ένα νέο καθεστώς ενισχύσεων, ενώ η τροποποίηση μιας ενισχύσεως προϋποθέτει την [ουσιαστική] μεταβολή ενός τέτοιου καθεστώτος ενισχύσεων».

Επί πλέον, είναι σύμφωνη με τη σαφή γνώμη του γενικού εισαγγελέα Mancini στην υπόθεση Heineken, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης (73):

«δεν επιτρέπει να επιβληθεί στα κράτη απόλυτη και πλήρης υποχρέωση γνωστοποίησης. Με άλλες λέξεις, πρέπει να γνωστοποιούνται οι τροποποιήσεις, οι οποίες, λόγω των επιπτώσεων που έχουν στη ζωή των επιχειρήσεων ή τις σχέσεις ανταγωνισμού, μπορούν να επηρεάσουν τη γνώμη της Επιτροπής: και όχι οι άλλες, εκείνες δηλαδή που είναι καθαρά τυπικές ή δεν παρουσιάζουν κίνδυνο για τον ελεύθερο ανταγωνισμό».

Ο επαρκής χαρακτήρας της αιτιολογίας

66 Η SL ισχυρίζεται ότι οι λόγοι που αναφέρονται στην απόφαση του 1997, προς στήριξη του ισχυρισμού της Επιτροπής σύμφωνα με τον οποίο οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο αρχικό καθεστώς με τον περιφερειακό νόμο του 1988 ήσαν ουσιαστικές, ήσαν ανεπαρκείς. Λαμβάνοντας υπόψη τις εκτεθείσες πιο πάνω (παράγραφοι 44 έως 54) αρχές σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως, έχω τη γνώμη, με κάποιον ενδοιασμό, ότι οι λόγοι που αναφέρονται στο μέρος III της αποφάσεως πληρούν της προϋποθέσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης.

67 Ενώ ασκεί κριτική στην Ιταλική Δημοκρατία και την SL επειδή στα υπομνήματά τους προέβησαν σε σύγκριση σημείου προς σημείο των διατάξεων του περιφερειακού νόμου του 1988 με αυτές των περιφερειακών νόμων του 1951 και του 1954, η Επιτροπή αρκείται στην πραγματικότητα και η ίδια στο μέρος III της αποφάσεώς της σε μία όχι πολύ διαφορετική προσέγγιση. Συνοψίζει τις κύριες διατάξεις του αρχικού καθεστώτος προτού να δηλώσει, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, ότι ο περιφερειακός νόμος του 1988 επέφερε «ουσιαστικές τροποποιήσεις» στο καθεστώς αυτό και να εκθέσει στη συνέχεια τις νέες συναφείς διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου. Πάντως, δεν επιδιώκει κατά κανένα τρόπο να στηρίξει τον ισχυρισμό της σύμφωνα με τον οποίο οι τροποποιήσεις ήσαν ουσιαστικές. Αντιθέτως, πιο κάτω στο μέρος V των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως του 1997 (στο εξής: μέρος V της αποφάεως), ισχυρίζεται απλώς ότι ο περιφερειακός νόμος του 1951 «τροποποιήθηκε σημαντικά με τον [περιφερειακό] νόμο του 1988 (...)». Κατ' ουσίαν, η Επιτροπή υπέθεσε πράγματι ότι από μία απλή σύγκριση των διατάξεων του αρχικού καθεστώτος και εκείνου του 1988 θα απεκάλυπτε ότι οι τροποποιήσεις ήσαν ουσιαστικές.

68 Η Επιτροπή πρέπει να αποφεύγει τέτοιες υποθέσεις. Η αιτιολογία πρέπει να εξηγεί ρητώς γιατί αυτή θεωρεί ότι ορισμένες τροποποιήσεις είναι ουσιαστικές. Οι αναφερόμενοι λόγοι δεν πρέπει να είναι λεπτομερείς, ειδικότερα οσάκις, όπως εν προκειμένω, θεωρεί ότι η σπουδαιότητα των συναφών τροποποιήσεων είναι πρόδηλη. Κατά τρόπο ιδανικό, πρέπει να συνοδεύουν το συμπέρασμά της υπό την έννοια ότι οι τροποποιήσεις είναι ουσιώδεις, αλλά όπως η προπαρατεθείσα νομολογία του Δικαστηρίου επιβεβαιώνει, αρκεί να απορρέουν από άλλα τμήματα της οικείας αποφάσεως. Εν προκειμένω, παρά την απουσία ρητών λόγων προς στήριξη του συμπεράσματος της Επιτροπής ότι ο περιφερειακός νόμος του 1988 εισήγαγε ουσιαστικές τροποποιήσεις στο αρχικό καθεστώς, έχω τη γνώμη ότι, στο σύνολό της, η απόφαση του 1997 πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης.

69 Πρώτον, προκύπτει σαφώς από απλή σύγκριση των σχετικών διατάξεων του αρχικού καθεστώτος και εκείνου του νόμου του 1988 που εκτίθενται στο μέρος III της αποφάσεως, ακόμη δε και χωρίς να ληφθεί υπόψη η ανάλυση της Επιτροπής κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου αγόρευσή της, ότι ορισμένος αριθμός σημαντικών μεταβολών εισήχθησαν με τον περιφερειακό νόμο του 1988. Επομένως, είναι σαφές ότι οι προϋποθέσεις σχετικά με τον τόπο της διοικητικής έδρας του δικαιούχου της ενισχύσεως, της ναυτιλιακής δραστηριότητάς του, των κύριων αποθεμάτων του, αποθηκών και βοηθητικών εξοπλισμών του ήσαν όλες νέες, όπως και εκείνη σχετικά με την υποχρέωση να χρησιμοποιεί τους λιμένες της Σαρδηνίας ως κέντρο των δραστηριοτήτων του θαλάσσιας μεταφοράς και να επισκευάζει κατά κανόνα τα πλοία του στα ναυπηγεία της Σαρδηνίας. ςΗταν επίσης νέα η υποχρέωση των δικαιούχων που αποκτούν πλοία καθαρής χωρητικότητας άνω των 250 τόνων να χρησιμοποιούν πλήρωμα εγγεγραμμένο στους τοπικούς καταλόγους, γεγονός που η Επιτροπή έκρινε ότι εισήγαγε δυσμενή διάκριση για λόγους ιθαγενείας υπέρ των ναυτικών της Σαρδηνίας τόσο στο μέρος I όσο και στο μέρος VI των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεώς της (στο εξής: μέρη I και VI της αποφάσεως). ςΟσον αφορά την αγορά κατά τη λήξη της μισθώσεως, οι χρησιμοποιούμενοι από την Επιτροπή όροι (il regime di aiuti ha altresi introdotto, the aid scheme also introduced, κατά λέξη στα γαλλικά: le rιgime d'aide a ιgalement introduit, αλλά στο γαλλικό κείμενο: le rιgime d'aide permet ιgalement) τόνιζαν σαφώς την καινοτομία της. Δεύτερον, ο χαρακτηρισμός δεν αμφισβητήθηκε ούτε από την Ιταλική Κυβέρνηση ούτε από τις αρχές της Σαρδηνίας κατά τη διάρκεια της κατ' αντιπαράθεση διαδικασίας που προηγήθηκε της εκδόσεως της αποφάσεως του 1997. Eνώ για τους αναφερθέντες πιο πάνω λόγους (παράγραφοι 20 έως 24), αυτό δεν απαγορεύει βεβαίως να αμφισβητείται τώρα ο χαρακτηρισμός αυτός, ιδίως από την SL, είναι πάντως ένα στοιχείο που μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο κατά την εξέταση της επάρκειας της αιτιολογίας της Επιτροπής, αρκεί να αιτιολογείται ο ουσιαστικός χαρακτήρας των τροποποιήσεων. Η σαφής εκ μέρους της Επιτροπής περιγραφή των τροποποιήσεων ως «ουσιαστικών» συνιστά μια τέτοια αιτιολογία εν προκειμένω. Τέλος, η περιλαμβανόμενη στο μέρος IV της αποφάσεως ανάλυση είναι σημαντική. Η Επιτροπή όχι μόνο δηλώνει σ' αυτήν σαφώς ότι, κατά τη γνώμη της, ο περιφερειακός νόμος του 1988 είναι ασύμβατος προς τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου, δηλαδή την ελευθερία εγκαταστάσεως και την απαγόρευση των διακρίσεων για λόγους ιθαγενείας, αλλά αναγνωρίζει επίσης ορισμένες πτυχές αυτού, οι οποίες τονίζουν τις παραβιάσεις των εν λόγω αρχών που υπήρχαν ήδη στο αρχικό καθεστώς. ςΕτσι, στο τρίτο εδάφιο του μέρους VI της αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρεται ρητώς στην προϋπόθεση ότι όλα τα πλοία του δικαιούχου της ενισχύσεως είναι νηολογημένα στη Σαρδηνία, ενώ στο τέταρτο εδάφιο κάνει μνεία της διακρίσεως για λόγους ιθαγενείας η οποία ουσιαστικά απορρέει από την υποχρέωση απασχολήσεως ενός ποσοστού «εντοπίων ναυτικών». Η αιτιολογία αυτή στηρίζει σαφώς το συμπέρασμά της σύμφωνα με το οποίο ουσιαστικές τροποποιήσεις επήλθαν στο αρχικό καθεστώς με τον περιφερειακό νόμο του 1988.

Η ορθότητα του χαρακτηρισμού

70 Η Ιταλική Κυβέρνηση και η SL, πάντως, αμφισβήτησαν επίσης την ορθότητα του συμπεράσματος της Επιτροπής σύμφωνα με το οποίο οι τροποποιήσεις του περιφερειακού νόμου του 1988 ήσαν ουσιαστικές. Ισχυρίζονται ότι αυτές προσθέτουν μόνο λεπτομέρειες ή διευκρινίσεις στο αρχικό καθεστώς, οι οποίες είχαν περιορισμένο πρακτικό αποτέλεσμα. Δεν μπορώ να συμμερισθώ τον ευμενή αυτό ισχυρισμό. Είναι μεν αληθές ότι η υποχρέωση των δικαιούχων της ενισχύσεως να έχουν στη Σαρδηνία εκτός της έδρας τους και του τόπου φορολογήσεώς τους, όπως επέβαλε το αρχικό καθεστώς, και τη διοικητική τους έδρα μπορεί να θεωρηθεί ως άλλη λεπτομέρεια που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του ότι μόνον οι επιτόπιες επιχειρήσεις τυγχάνουν της οικείας οικονομικής ενισχύσεως, όμως δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο για τις νέες προϋποθέσεις που αποσκοπούν να χρησιμοποιούν αυτές τους λιμένες της Σαρδηνίας ως κέντρο των δραστηριοτήτων τους, να νηολογούν όλα τα πλοία τους στους εν λόγω λιμένες και να έχουν εκεί τα κύρια αποθέματά τους, τις κύριες αποθήκες τους και τους κύριους βοηθητικούς εξοπλισμούς τους, αναμφίβολα ως προς όλα τα πλοία αυτά. Οι τροποποιήσεις αυτές είναι σημαντικές. Εμποδίζουν πράγματι τις μη προερχόμενες από τη Σαρδηνία επιχειρήσεις να τύχουν της οικείας οικονομικής ενισχύσεως, ενώ επεκτείνουν, σημείο που τονίσθηκε από την Επιτροπή στο μέρος VI της αποφάσεως, το έμμεσο ευεργέτημα της ενισχύσεως σε διάφορες άλλες επιχειρήσεις, σχεδόν αναπόφευκτα προερχόμενες από τη Σαρδηνία, που ασκούν τις δραστηριότητές τους στους λιμένες της Σαρδηνίας.

71 Επί πλέον, επιβάλλοντας γενική προϋπόθεση στους δικαιούχους να χρησιμοποιούν τα τοπικά ναυπηγεία για όλες τις επισκευές τους, ο περιφερειακός νόμος του 1988 μπορούσε σαφώς, τουλάχιστον εμμέσως, να οφελήσει τα ναυπηγεία της Σαρδηνίας. Η ανησυχία της Επιτροπής ότι η νέα αυτή διάταξη θα μπορούσε να παραβιάζει την έβδομη οδηγία είναι προφανώς δικαιολογημένη. Η πρόθεση, που αποτελεί τη βασική εξήγηση της προϋποθέσεως απασχολήσεως πληρώματος προερχομένου από τη Σαρδηνία, ήταν εξίσου σαφής και σημαντική. Το 1988, η σχετική ιταλική νομοθεσία, στην οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, απαιτούσε να τηρούνται, μεταξύ άλλων, μητρώα πληρώματος. Αν και ισχυρίσθηκε ότι η διάταξη αυτή του περιφερειακού νόμου του 1988 πρέπει να τηρεί τη νομοθεσία αυτή, παρέλειψε να αναφερθεί στην περιλαμβανομένη στη νομοθεσία αυτή προϋπόθεση της ιθαγενείας που εισάγει άμεσα δυσμενή διάκριση, προϋπόθεση που το Δικαστήριο ρητώς έκρινε ασύμβατη προς το κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο της αποφάσεως Merci Convenzionali Porto di Genova (74). Δεδομένου ότι η υποχρέωση προσλήψεως ναυτικών από τη Σαρδηνία είχε αναπόφευκτα ως αποτέλεσμα να αποκλείονται όλοι οι μη Ιταλοί ναυτικοί, η Επιτροπή είχε προδήλως δίκαιο, ειδικότερα υπό το φως της αποφάσεως Porto di Genova, να χαρακτηρίζει μια τέτοια προϋπόθεση ως τροποποίηση υποκείμενη σε ανακοίνωση.

72 Είναι μεν αληθές ότι οι εισαχθείσες με τον περιφερειακό νόμο του 1988 τροποποιήσεις είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση του φάσματος των επιχειρήσεων που μπορούν να τύχουν του αρχικού καθεστώτος, και επομένως, τουλάχιστον δυνητικώς, τη μείωση του ποσού της χορηγουμένης ενισχύσεως, όμως μία τέτοια δυνατότητα δεν εμποδίζει να χαρακτηρίζονται τέτοιες μεταβολές ως «τροποποιήσεις» υπό την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Πρώτον, όπως ο εκπρόσωπος της Επιτροπής τόνισε, απαντώντας σε ερώτηση υποβληθείσα κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, μια τέτοια μείωση δεν είναι λυσιτελής οσάκις επιτυγχάνεται με τροποποιήσεις που οξύνουν τα εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις αποτελέσματα και, επομένως, δυνητικώς τα αποτελέσματα στρεβλώσεως του βασικού καθεστώτος ενισχύσεων. Δεύτερον, δεν δέχομαι ότι τροποποιήσεις οι οποίες, ενώ μειώνουν τον δυνητικό αριθμό άμεσων δικαιούχων ενισχύσεως, επεκτείνουν εμμέσως το όφελος εξ αυτής σε ευρύ φάσμα άλλων δικαιούχων a priori ημεδαπών, όπως τα τοπικά ναυπηγεία και το πλήρωμα εν προκειμένω, μπορούν να χαρακτηρίζονται ασήμαντες και, επομένως, ως μη υποκείμενες στην υποχρέωση ανακοινώσεως που επιβάλλει το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

73 Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι η εισαγωγή, με το άρθρο 100 του περιφερειακού νόμου του 1988, της αγοράς κατά τη λήξη της μισθώσεως συνιστά, καταρχήν, τροποποίηση του καθεστώτος υποκείμενη σε ανακοίνωση. Εντούτοις, η Ιταλική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από την SL, ισχυρίζεται ότι, δεδομένου ότι καμία ενίσχυση δεν χορηγήθηκε στο πλαίσιο αυτό κατά την επίδικη περίοδο (1988-1996), δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για να προσδιορισθεί αν οι ιταλικές αρχές όφειλαν να έχουν ανακοινώσει τις άλλες τροποποιήσεις. Το επιχείρημα αυτό δεν στέκει και θα πρέπει να απορριφθεί.

74 Συμφωνώ με τη γνώμη του γενικού εισαγγελέα Lenz στην υπόθεση Namur, σύμφωνα με την οποία «από τη σύγκριση μεταξύ των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 93, προκύπτει ότι ο όρος `ενίσχυση', κατά την έννοια της παραγράφου 3, είναι συνώνυμος προς τον όρο `καθεστώς ενισχύσεων', κατά την έννοια της παραγράφου 1. Επομένως, συντρέχει θέσπιση ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, όταν δημιουργείται ένα νέο καθεστώς ενισχύσεων, ενώ η τροποποίηση μιας ενισχύσεως προϋποθέτει την [ουσιαστική] μεταβολή ενός τέτοιου καθεστώτος ενισχύσεων» (75). Η εισαγωγή μιας εντελώς νέας μεθόδου για να παρασχεθεί στην πραγματικότητα το ίδιο επίπεδο ενισχύσεως συνιστούσε προδήλως σημαντική μεταβολή του αρχικού καθεστώτος. Η αποδοχή του επιχειρήματος της Ιταλικής Κυβερνήσεως θα επέτρεπε ουσιαστικά στα κράτη μέλη να τροποποιούν υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων, ή να εισάγουν καθεστώτα τα οποία στην πραγματικότητα είναι νέα μέσω της τροποποιήσεως της νομοθεσίας περί υφισταμένου καθεστώτος ενισχύσεων, χωρίς να υποχρεούνται να ανακοινώσουν τις τροποποιήσεις αυτές στην Επιτροπή έως ότου προτείνουν τη θέση σε εφαρμογή των τροποποιήσεων αυτών. Με τον τρόπο αυτό δεν θα λαμβανόταν υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης απαιτεί ρητώς τα κράτη μέλη να ενημερώνουν την Επιτροπή «περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις». Η στενή ερμηνεία της υποχρεώσεως των κρατών μελών να ανακοινώνουν τις τροποποιήσεις των υφισταμένων ενισχύσεων, που υπενίσσεται το επιχείρημα των ιταλικών αρχών, θα υπονόμευε, κατά τη γνώμη μου, την αποτελεσματικότητα της προηγουμένης εξετάσεως που η Συνθήκη αναθέτει στην Επιτροπή κατ' εφαρμογή του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Η ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας του ελέγχου αυτού έχει υπομνησθεί κατά τρόπο πάγιο από το Δικαστήριο (76). Επομένως, δεν αμφιβάλλω ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να λάβει υπόψη την εισαχθείσα με το άρθρο 100 του περιφερειακού νόμου του 1988 τροποποίηση στο πλαίσιο του ελέγχου της που απέβλεπε να προσδιορισθεί αν οι διάφορες τροποποιήσεις που εισήχθησαν με τον νόμο αυτό συνιστούσαν στο σύνολό τους «τροποποιήσεις». Αυτό συμβαίνει κατά μείζονα λόγο εφόσον μόνο κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία προκύπτει ότι καμία ατομική ενίσχυση δεν είχε χορηγηθεί δυνάμει της χρηματοδοτικής μισθώσεως με δυνατότητα αγοράς του μισθίου κατά την σχετική περίοδο.

75 Συνεπώς, συνιστώ στο Δικαστήριο να απορρίψει τα επιχείρηματα των προσφευγουσών περί αμφισβητήσεως του κύρους του χαρακτηρισμού εκ μέρους της Επιτροπής των εισαχθεισών με τον περιφερειακό νόμο του 1988 τροποποιήσεων ως «τροποποιήσεων» υποκειμένων σε ανακοίνωση για τους σκοπούς του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

Ε - Το συμβατό του προσβαλλομένου καθεστώτος ενισχύσεων προς την κοινή αγορά

76 Αν το Δικαστήριο απορρίψει την κύρια σύστασή μου σχετικά με την ανεπαρκή αιτιολογία της Επιτροπής, αλλά δεχθεί την επικουρική πρότασή μου ως προς το κύρος του εκ μέρους της χαρακτηρισμού των τροποποιήσεων του 1988 ως ουσιαστικών «τροποποιήσεων» του αρχικού καθεστώτος, υποκειμένων σε ανακοίνωση, θα είναι αναγκαία η εξέταση των επικουρικών επιχειρημάτων των προσφευγουσών που αμφισβητούν το συμπέρασμα της Επιτροπής κατά το οποίο η προσβαλλομένη ενίσχυση ήταν ασύμβατη προς την κοινή αγορά. Επομένως, προτείνω να εξετασθούν πολύ σύντομα τα επιχειρήματα αυτά.

i) Η παράβαση άλλων διατάξεων της Συνθήκης

77 Ο προβληθείς από την Ιταλική Κυβέρνηση λόγος κατά τον οποίο η απόφαση του 1997 έπρεπε να ακυρωθεί διότι η Επιτροπή δεν είχε το δικαίωμα να κρίνει ότι η επίδικη ενίσχυση ήταν ασύμβατη προς την κοινή αγορά βασιζόμενη στο γεγονός ότι το καθεστώς του 1988 παραβίαζε τα άρθρα 6, 48, παράγραφος 2, και 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 12 ΕΚ, 39, παράγραφος 2, ΕΚ και 43 ΕΚ), εγείρει ένα ζήτημα εξαιρετικής σημασίας για τον εκ μέρους της Επιτροπής έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων.

78 Το Δικαστήριο κατ' επανάληψη έκρινε ότι το άρθρο 92 της Συνθήκης δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για τον εξοβελισμό άλλων κανόνων της Συνθήκης, όπως αυτές που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων· πράγματι, «οι εν λόγω κανόνες, όπως και οι διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, επιδιώκουν κοινό στόχο, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού» (77). Η Επιτροπή δικαιούται, επομένως, να λαμβάνει υπόψη ενδεχόμενες παραβιάσεις άλλων κανόνων της Συνθήκης όταν εκτιμά το συμβατό καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων προς την κοινή αγορά. Μπορεί να συμμερίζομαι τη γνώμη του γενικού εισαγγελέα Saggio στις πρόσφατες προτάσεις του στην υπόθεση Γερμανία κατά Επιτροπής υπό την έννοια ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να χρησιμοποιεί την προβλεπομένη από το άρθρο 93 της Συνθήκης διαδικασία για να «κηρύσσει» εθνικό μέτρο ασύμβατο προς άλλους κανόνες της Συνθήκης ξένους προς τις κρατικές ενισχύσεις, όμως ένα τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής (78). Η Επιτροπή, ασκούσα την εξουσία που της αναθέτει το άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης, απλώς αρνήθηκε να κηρύξει συμβατή προς την κοινή αγορά κρατική ενίσχυση της οποίας ορισμένοι όροι μπορεί να παραβιάζουν ορισμένες θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου.

79 Το συμπέρασμα αυτό βρίσκει επίσης έρεισμα στην απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 1985, Επιτροπή κατά Γαλλίας (79), η οποία αφορούσε ενίσχυση σε αγρότες που είχαν αρχικά αποτελέσει αντικείμενο εξετάσεως εκ μέρους της Επιτροπής στο πλαίσιο μιας κατ' αντιπαράθεση διαδικασίας που η Επιτροπή είχε στη συνέχεια διακόψει για να κινήσει διαδικασία λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ). Το Δικαστήριο έκρινε ότι «παρ' όλον ότι η εν λόγω ειδική διαδικασία δεν συνιστά εμπόδιο προκειμένου να εκτιμηθεί, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 169 διαδικασία, κατά πόσο συμβιβάζεται προς τους κοινοτικούς κανόνες, εκτός εκείνων που περιέχει το άρθρο 92, ένα καθεστώς ενισχύσεων, είναι πάντως απαραίτητο η Επιτροπή να ακολουθήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, εφόσον επιδιώκει να αναγνωριστεί το ασυμβίβαστο του εν λόγω καθεστώτος, ως ενισχύσεως, προς την κοινή αγορά» (80).

ii) Η εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης

80 Η Ιταλική Δημοκρατία και η SL προβάλλουν ορισμένο αριθμό επιχειρημάτων που θέτουν υπό αμφισβήτηση την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση του συμβατού του καθεστώτος του 1988, ειδικότερα όσον αφορά το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο αα (ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση), και το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γγ (ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον), της Συνθήκης. Μετά την εξέταση εκάστου των επιχειρημάτων αυτών, είμαι πεπεισμένος ότι κανένα από αυτά δεν είναι βάσιμο.

81 Το Δικαστήριο αναγνώριζε ανέκαθεν ότι η Επιτροπή απολαμβάνει ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως προκειμένου να καθορίσει το συμβατό της κρατικής ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, δεδομένου ότι η εκπλήρωση του καθήκοντός της προϋποθέτει περίπλοκες οικονομικές και κοινωνικές εκτιμήσεις που πρέπει να γίνονται σε κοινοτικό πλαίσιο (81). ηΕτσι, ακυρώνει απόφαση της Επιτροπής περί κρατικών ενισχύσεων, συναφώς, μόνον αν είναι σαφές ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση, της οποίας το βάρος αποδείξεως φέρει ο διάδικος που ζητεί την ακύρωση (82), ή αν η χρησιμοποιηθείσα στην απόφαση αιτιολογία είναι αντιφατική (83). Συνεπώς, το συμπέρασμα της Επιτροπής, σύμφωνα με το οποίο το καθεστώς δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ενίσχυση στην περιφερειακή ανάπτυξη προκειμένου να εκτιμηθεί η ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο αα, σαφώς δεν είναι εσφαλμένο. Ενώ υπάρχουν λίγες αμφιβολίες ότι η Σαρδηνία ήταν περιφέρεια καταταχθείσα στον στόχο 1, δυναμένη να τύχει κατά τον επίδικο χρόνο της περιφερειακής ενισχύσεως, ορθώς κατά τη γνώμη μου η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω ενίσχυση αποτελούσε ενίσχυση προς τις ναυτιλιακές εταιρίες και ότι, επομένως, ήταν μια ενίσχυση που αφορούσε κυρίως ένα τομέα (84). Η υιοθετηθείσα με την απόφαση του 1997 προσέγγιση επίσης δεν είναι ασύμβατη, όπως ισχυρίζεται η SL στην προσφυγή της, προς τις προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής, που ελήφθησαν ως προς τις ενισχύσεις που χορήγησε η Ιρλανδία σε ορισμένες ναυτιλιακές εταιρίες. ςΟπως τονίζει η Επιτροπή, στο υπόμνημά της αντικρούσεως, οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν σε μια εποχή κατά την οποία εφαρμοζόταν μια πιο γενναιόδωρη πολιτική από αυτήν που απορρέει από τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών, της 3ης Αυγούστου 1989 (85) και για τις κρατικές ενισχύσεις στον ναυτιλιακό τομέα (86). Η Επιτροπή οφείλει να τηρεί τις δικές της κατευθυντήριες γραμμές (87).

82 Η Επιτροπή, κατά τη γνώμη μου, επίσης δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη απορρίπτοντας την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γγ, της Συνθήκης. Οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα στοιχείο που να θέτει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αναλύσεως της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία το καθεστώς του 1988 δεν τηρούσε την προϋπόθεση της διαφάνειας που επιβάλλουν τόσον οι προπαρατεθείσες κατευθυντήριες γραμμές όσο και η εβδόμη οδηγία. Δεν μπορούσε να εγκρίνει την ενίσχυση εάν δεν ήταν πεπεισμένη ότι το εγγεκριμένο ανώτατο όριο της ενισχύσεως στο πλαίσιο της ενισχύσεως στα ιταλικά ναυπηγεία δεν θα κατεστρατηγείτο από τα έμμεσα πλεονεκτήματα που απορρέουν, για τα ναυπηγεία ειδικότερα, από το καθεστώς του 1988.

ΣΤ - Ανάκτηση

83 Για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα επικυρώσει το κύρος της αποφάσεως του 1997, η Ιταλική Δημοκρατία και η SL προβάλλουν διάφορα επιχειρήματα προς στήριξη της ακυρώσεως του άρθρου 2 της αποφάσεως του 1997, το οποίο επιβάλλει στις ιταλικές αρχές να ανακτήσουν από κάθε δικαιούχο την ληφθείσα κατ' εφαρμογή του καθεστώτος του 1988 ενίσχυση. Μετά την εξέταση εκάστου των επιχειρημάτων αυτών, είμαι πεπεισμένος ότι όλα είναι αβάσιμα.

84 Ειδικότερα, θεωρώ ότι το επιχείρημα της Ιταλικής Κυβερνήσεως σύμφωνα με το οποίο το άρθρο 2 της αποφάσεως του 1997 προσβάλλει τις θεμιτές προσδοκίες των δικαιούχων της ενισχύσεως δεν είναι πειστικό. Ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι οι επιχειρήσεις αυτές μπορούσαν ευλόγως να υποθέσουν ότι η Επιτροπή δεν θα χαρακτήριζε «τροποποιήσεις» τις εισαχθείσες με τον περιφερειακό νόμο του 1988 μεταβολές. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει κατ' αρχήν κανένας λόγος να αντιμετωπισθούν οι τροποποιήσεις υφισταμένης ενισχύσεως, υποκείμενες σε ανακοίνωση, κατά τρόπο διαφορετικό απ' ότι μία νέα ενίσχυση. «Αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικόυς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός της προθεσμίας που η ίδια καθορίζει» και «οσάκις, αντίθετα προς τις διατάξεις του άρθρου 93, παράγραφος 3, η μελετωμένη επιδότηση έχει ήδη καταβληθεί, η απόφαση αυτή μπορεί να λάβει τη μορφή εντολής προς τις εθνικές αρχές να διατάξουν την επιστροφή της» (88). «Λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που πραγματοποιεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 93 της Συνθήκης, δεν δικαιολογείται, καταρχήν, η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων που έλαβαν ενίσχυση ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως, παρά μόνον αν η ενίσχυση χορηγήθηκε τηρουμένης της διαδικασίας που προβλέπει το εν λόγω άρθρο» (89). Στην υπόθεση αυτή, φαίνεται σαφές ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι, συμπεριλαμβανομένης της SL, απλώς υπέθεσαν ότι οι εισαχθείσες από την εν λόγω νομοθεσία μεταβολές δεν «τροποποιούσαν» το βασικό καθεστώς ενισχύσεων έναντι της Συνθήκης. Η υπόθεση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει θεμιτή προσδοκία δυνάμενη να υπερισχύσει του συμφέροντος του κοινοτικού δικαίου για τη διασφάλιση της τηρήσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

85 Ούτε εισάγει η απόφαση του 1997 αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση μεταξύ των δικαιούχων της ενισχύσεως της Σαρδηνίας ανάλογα με το αν η ενίσχυση εγκρίθηκε πριν ή μετά την έναρξη της ισχύος του περιφερειακού νόμου του 1988. Συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία, η διαφορετική μεταχείριση, βασιζόμενη στη θεμελιώδη διάκριση στην οποία προβαίνει η Συνθήκη μεταξύ νέας ενισχύσεως και/ή τροποποιηθείσας ενισχύσεως και υφισταμένης ενισχύσεως, δικαιολογείται σαφώς.

86 Η SL ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή μπορεί να απαιτεί την ανάκτηση της καταβληθείσας παρανόμως κρατικής ενισχύσεως μόνο για μια μεγίστη χρονική περίοδο πέντε ετών, πράγμα το οποίο αποκλείει την ανάκτηση στη δική της περίπτωση, εφόσον η απόφαση του 1997 εκδόθηκε περισσότερον από πέντε χρόνια μετά τη λήψη της ενισχύσεως. Στηρίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 2988/74, του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1974, σχετικά με την παραγραφή του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας (90) που προβλέπει, γενικώς, προθεσμία παραγραφής πέντε ετών. Πάντως, θεωρώ όπως και η Επιτροπή ότι, ελλείψει νομίμου ορίου, θα ήταν άτοπο να καθορισθεί ένα όριο κατ' αναλογία προς μία νομοθεσία που δεν αφορά τους κοινοτικούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων (91). Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώθηκε με την πρόσφατη έκδοση του κανονισμού 659/1999, του οποίου το άρθρο 15 προβλέπει ότι «Οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκληση της ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής» (92).

V - Δικαστικά έξοδα

87 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας «Ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα». Πάντως, το άρθρο 69, παράγραφος 3, προβλέπει ότι «Το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι». Δεδομένου ότι το γενικό αίτημα των προσφευγουσών στις εν λόγω συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, περί ακυρώσεως της αποφάσεως του 1997 λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας θα πρέπει να γίνει δεκτό και δεδομένου ότι ζήτησαν να καταδικασθεί η αντίδικος να πληρώσει τα δικαστικά τους έξοδα, αυτά θα πρέπει κανονικά να τους επιστραφούν. Εντούτοις, δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβήτησε επίσης ανεπιτυχώς το κύρος της περιλαμβανομένης στο έγγραφο κινήσεως II αποφάσεως και η ανεπαρκής αιτιολογία της αποφάσεως της Επιτροπής του 1997 μπορεί, τουλάχιστον μερικώς, να εξηγηθεί από την άρνηση των ιταλικών αρχών να συνεργασθούν πλήρως με την Επιτροπή κατά την κατ' αντιπαράθεση διαδικασία, προτείνω να καταδικασθεί η Ιταλική Δημοκρατία να φέρει τα δικά της έξοδα. Δεδομένου ότι κανένα από τα εν λόγω εξαιρετικά στοιχεία δεν επηρεάζει την SL, η Επιτροπή θα πρέπει να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα αυτής.

VI - Πρόταση

88 Υπό το φως των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:

1) Να ακυρώσει την απόφαση 98/95/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 1997, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγούνται από την περιφέρεια της Σαρδηνίας (Ιταλία) προς τον ναυτιλιακό κλάδο στη Σαρδηνία·

2) Να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της Sardegna Lines στην υπόθεση C-105/99 και να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία και την Επιτροπή να φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα στην υπόθεση C-15/98.

(1) - Bolletino Ufficiale della Regione Autonoma della Sardegna, 15 Οκτωβρίου 1952.

(2) - Bolletino Ufficiale della Regione Autonoma della Sardegna, 23 Αυγούστου 1954.

(3) - Είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι το αρχικό κείμενο του άρθρου 1, όπως περιλαμβάνεται στον περιφερειακό νόμο του 1951, προέβλεπε απλώς ότι οι δικαιούχοι δανείων έπρεπε να είναι «περιφερειακές επιχειρήσεις».

(4) - Κατά το γράμμα του αρχικού κειμένου του άρθρου 2 του περιφερειακού νόμου του 1951, εκτός των περιλαμβανομένων στο τροποποιηθέν κείμενο όρων, οι δικαιούχοι έπρεπε κατ' αρχήν να έχουν περιφερειακά ναυτιλιακά συμφέροντα και να παρέχουν ναυτικές υπηρεσίες μεταξύ των λιμανιών και των νήσων της Σαρδηνίας και/ή άλλων όρμων πλοίων.

(5) - Bolletino Ufficiale della Regione Autonoma della Sardegna, αριθ. 21, συμπλήρωμα αριθ. 1, 6 Ιουνίου 1988.

(6) - Το εδάφιο που προστέθηκε στο άρθρο 9 του περιφερειακού νόμου του 1951 όριζε ότι, σε περίπτωση έστω και μερικής μη τηρήσεως των όρων του άρθρου 2, η περιφέρεια μπορούσε να καταργήσει αμέσως τη χορηγηθείσα ενίσχυση.

(7) - Bolletino Ufficiale della Regione Autonoma della Sardegna, αριθ. 6, συμπλήρωμα αριθ. 1, 17 Φεβρουαρίου 1996.

(8) - ΕΕ 1996, C 368, σ. 2.

(9) - Ο επιθετικός προσδιορισμός «κατ' αντιπαράθεση» θα χρησιμοποιηθεί για τον χαρακτηρισμό της διαδικασίας εξετάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, δεδομένου ότι είναι ο πρόσφατα από το Δικαστήριο χρησιμοποιηθείς χαρακτηρισμός· βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 44).

(10) - ΕΕ 1998, L 20, σ. 30.

(11) - ΕΕ 1997, C 386, σ. 6.

(12) - Οπως πιο πριν, σ. 7.

(13) - Η προσφυγή αυτή ασκήθηκε αρχικά ενώπιον του Πρωτοδικείου, στις 6 Απριλίου 1998, όπου είχε αριθμό υποθέσεως T-58/98. Εντούτοις, με διάταξη της 23ης Μαρτίου 1999, το Πρωτοδικείο απεκδύθηκε της αρμοδιότητάς του ώστε να αποφανθεί το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 47 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου.

(14) - ΕΕ L 380, σ. 27 (στο εξής: εβδόμη οδηγία).

(15) - Η Επιτροπή παραθέτει ως παραδείγματα τις αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1965, 12/64 και 29/64, Ley κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 41), και της 2ας Μαρτίου 1967, 25/65 και 26/65, Simet και Feram κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 483).

(16) - Βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 1954, 1/54, Γαλλία κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1). Το Δικαστήριο συμφώνησε ρητώς με τη γνώμη του γενικού εισαγγελέα Lagrange δεχόμενο «τη δυνατότητα μία μόνο προσφυγή να περιβάλει τις τρεις αποφάσεις»·ο γενικός εισαγγελέας είχε παρατηρήσει ότι υπήρχε «προφανής δεσμός συνάφειας που ενώνει τις τρεις προσβαλλόμενες αποφάσεις» στην εν λόγω υπόθεση (ICR I [1954-1956] σ. 6).

(17) - Απόφαση της 30ής Ιουνίου 1992, C-312/90, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I-4117, στο εξής: απόφαση Cenemesa).

(18) - Απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-47/91, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I-4635, στο εξής: Italgrani).

(19) - Προπαρατεθείσα απόφαση Italgrani, σκέψη 26.

(20) - Οι προσβαλλόμενες πράξεις κοινοποιήθηκαν στην Ιταλική Κυβέρνηση, αντιστοίχως, στις 12 και 14 Νοεμβρίου 1997, αυτό δε κατέθεσε την προσφυγή του ακυρώσεως στις 22 Ιανουαρίου 1998 ενώπιον του Δικαστηρίου.

(21) - Απόφαση της 13ης Απριλίου 1994, C-324/90 και C-342/90 (Συλλογή 1994, σ. I-1173, στο εξής: Pleuger).

(22) - Βλ., αρχικά, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, Philip Morris Holland κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980/III, σ. 13, σκέψη 5, στο εξής: απόφαση Philip Morris)· της 14ης Νοεμβρίου 1984, 323/82, Intermills κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984 σ. 3809, σκέψη 5), και της 13ης Μαρτίου 1985, 296/82 και 318/82, Κάτω Ξώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 809, σκέψη 13, στο εξής: απόφαση Leeuwarder). Με την απόφαση της 9ης Μαρτίου 1994, C-188/92, TWD Textilwerke Deggendorf (Συλλογή 1994, σ. I-833, σκέψη 24), το Δικαστήριο ρητώς αναγνώρισε ότι ο δικαιούχος κρατικής ενισχύσεως μπορεί να προσβάλει την απόφαση της Επιτροπής που κηρύττει την ενίσχυση παράνομη και ασύμβατη προς την κοινή αγορά κατ' εφαρμογή του άρθρου 173 της Συνθήκης. Αυτό επιβεβαιώθηκε σιωπηρώς με την προπαρατεθείσα απόφαση Pleuger. Από την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-329/93, C-62/95 και C-63/95, Γερμανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I-5151, στο εξής: απόφαση Bremer Vulkan), προκύπτει σαφώς ότι η ενώπιον του Δικαστηρίου παραπομπή ατομικής προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν μπορεί να επηρεάσει το εν λόγω παραδεκτό.

(23) - Με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 219), το Δικαστήριο αρνήθηκε σε καλλιεργητές δενδροκηπευτικών που είχαν τύχει προτιμησιακής τιμής του αερίου το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ατομικώς κατά αποφάσεως της Επιτροπής περί του ότι η εν λόγω τιμή αποτελούσε ασύμβατη κρατική ενίσχυση, για τον λόγο ότι δεν τους αφορούσε ατομικά καθότι ήσαν μέλη ευρύτατης κατηγορίας παραγωγών· βλ. σκέψη 15.

(24) - Απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 1984, 91/83 και 127/83, Heineken Brouwerijen (Συλλογή 1984, σ. 3435, στο εξής: απόφαση Heineken»).

(25) - Παραθέτει την απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1992, C-294/90, British Aerospace και Rover κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I-493, σκέψεις 10 και 13, στο εξής: απόφαση Rover).

(26) - Προπαρατέθηκε στην υποσημείωση 24.

(27) - Προπαρατέθηκε, σκέψη 17.

(28) - Προπαρατέθηκε, σκέψη 21.

(29) - Προπαρατέθηκε στην υποσημείωση 25. Στην απόφαση Rover, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, στην περίπτωση που η Επιτροπή θεωρεί ότι καταβλήθηκε νέα ενίσχυση ενώ δεν καλυπτόταν από προηγούμενη εξέταση και την εκ μέρους της έγκριση, τηρηθέντων ορισμένων όρων, καθεστώτος ενισχύσεως, υποχρεούται να κινήσει νέα κατ' αντιπαράθεση διαδικασία και να επιτρέψει έτσι στους ενδιαφερομένους να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους (σκέψεις 10 έως 13).

(30) - Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 20ής Μαρτίου 1997, C-24/95, Alcan Deutschland (Συλλογή 1997, σ. I-1591, σκέψη 23, στο εξής: απόφαση Alcan). Η Επιτροπή παραπέμπει στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας (απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 1998, C-280/95, Συλλογή 1998, σ. I-259), κατά την οποία η Ιταλική Δημοκρατία δεν αμφισβητούσε ότι από τη δήλωση περί ασυμβιβάστου της ενισχύσεως απορρέει διαταγή περί ανακτήσεως (σκέψη 10).

(31) - Βλ., συναφώς, την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 25.

(32) - Προπαρατέθηκε στην υποσημείωση 14. Η εβδόμη οδηγία καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3094/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για τις ενισχύσεις στις ναυπηγικές εργασίες (ΕΕ L 322, σ. 1). Πάντως, δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός άρχισε να ισχύει μόλις στις 31 Δεκεμβρίου 1997, κατόπιν τροποποιήσεως από τον κανονισμό (ΕΚ) 1904/96 του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1996 (ΕΕ L 251, σ. 5), στη συνέχεια θα γίνεται αναφορά μόνο στην εβδόμη οδηγία. Το γεγονός ότι με την απόφαση του 1997 η Επιτροπή αναφέρεται μόνο στους κανονισμούς 3094/95 και 1904/96 δεν μπορεί να επηρεάσει το κύρος της, εφόσον είναι σαφές ότι αντικατέστησαν την εβδόμη οδηγία και ότι καμία από τις τροποποιήσεις που εισήγαν δεν είναι λυσιτελής στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως.

(33) - ΕΕ 1997, C 205, σ. 5.

(34) - Βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-400/92, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I-4701, σκέψη 13). Βλ., επίσης, απόφαση της 18ης Μαου 1993, C-356/90 και C-180/91, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-2323, σκέψεις 25 και 26). Από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης επί της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, υπάρχουν τέσσερα ρητά εδάφια στο άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης - δεδομένου ότι η Συνθήκη του υΑμστερνταμ (άρθρο 6, σκέψη 51) απλώς κατήργησε, χάριν απλουστεύσεως, την ακυρωθείσα διάταξη που αρχικά περιλαμβανόταν στη δεύτερη πρόταση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γγ, της Συνθήκης.

(35) - Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22.

(36) - Στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως η Ιταλική Δημοκρατία τονίζει ότι 89 % των εμπορευμάτων που μεταφέρονται από τη Σαρδηνία μεταφέρονται διά θαλάσσης προς την ηπειρωτική Ιταλία, ενώ το υπόλοιπο 11 % των εμπορευμάτων μεταφέρονται προς τα λιμάνια του Ατλαντικού και της Μεσογείου στη Γαλλία και προς τα λιμάνια της Ισπανίας. ςΟσον αφορά τη μεταφορά επιβατών, η διακίνηση από και προς την ηπειρωτική Ιταλία αντιπροσωπεύει το 97 %.

(37) - Βλ. την τελευταία πρόταση της ογδόης παραγράφου του εγγράφου (ΕΕ 1996, C 368, σ. 1 και 2).

(38) - ΕΕ L 364, σ. 7.

(39) - Παραθέτει τις αποφάσεις Philip Morris, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 11, και της 21ης Μαρτίου 1991, C-303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I-1433, σκέψη 27, στο εξής: απόφαση ENI-Lanerossi»).

(40) - Απόφαση της 30ής Απριλίου 1998, T-214/95, Vlaams Gewest κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II-717, σκέψη 67).

(41) - Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C-278/92 έως C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I-4103, σκέψη 42, στο εξής: απόφαση Hytasa).

(42) - Απόφαση της 13ης Ιουλίου 1988, 102/87, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 4067, σκέψη 19).

(43) - Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, 42/84 (Συλλογή 1985, σ. 2545, σκέψη 26).

(44) - Απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France (Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 63, στο εξής: απόφαση Sytraval). Βλ., επίσης, τις αποφάσεις Leeuwarder, προπαρατεθείσα, σκέψη 19· της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-395, σκέψεις 15 και 16), και της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I-723, σκέψη 86 της αποφάσεως και παράγραφος 107 των προτάσεών μου).

(45) - Προπαρατεθείσα απόφαση Sytraval. Βλ., επίσης, την απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, C-395/96 P και C-396/96 P, Compagnie maritime belge Transports και Dafra Lines κατά Επιτροπής (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, παράγραφοι 56 και 43 έως 45 των προτάσεών μου στην εν λόγω υπόθεση).

(46) - Απόφαση 79/743/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 1979, περί μιας ενίσχυσης που σχεδιάζει να χορηγήσει η Ολλανδική Κυβέρνηση για την αύξηση των δυνατοτήτων παραγωγής ενός παραγωγού τσιγάρων (ΕΕ L 217, σ. 17).

(47) - Βλ. έκθεση ακροατηρίου στην υπόθεση Philip Morris (Συλλογή τόμος 1980/III, σ. 13).

(48) - Προπαρατεθείσα απόφαση Philip Morris, σκέψη 10.

(49) - Οπ.π., σκέψεις 11 και 12.

(50) - Οι περιλαμβανόμενες στην απόφαση Philip Morris πληροφορίες της Επιτροπής συνοψίστηκαν από τον γενικό εισαγγελέα Capotorti στις προτάσεις του (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 22). Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να νοηθεί η χωρίς διφορούμενα σύστασή του, την οποία ακολούθησε το Δικαστήριο, σχετικά με το σαφές ενδεχόμενο η ενίσχυση να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές (βλ. σ. 24 έως 26).

(51) - Απόφαση της 4ης Ιουλίου 1963, 24/62 (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 909).

(52) - Απόφαση της 4ης Ιουλίου 1963, Γερμανία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σ. 914.

(53) - Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22. Βλ., επίσης, την προπαρατεθείσα απόφαση Intermills κατά Επιτροπής, σκέψεις 37 έως 39.

(54) - Σκέψη 24. Ως προς αυτό ακολούθησε τη γνώμη του γενικού εισαγγελά Sir Gordon Slynn ο οποίος, μετά από παραπομπή στις συναφείς αιτιολογικές σκέψεις, παρατήρησε ότι «η Επιτροπή περιορίστηκε στον ισχυρισμό ότι η ενίσχυση νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό εντός της Κοινότητας και δεν δίνει κανένα στοιχείο ως προς το πως έφθασε σ' αυτό το συμπέρασμα. Ο γενικός αυτός ισχυρισμός ούτε αιτιολογείται ούτε στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία» (απόφαση Leeuwarder, όπ.π., σ. 812).

(55) - Προπαρατεθείσα απόφαση στην υποσημείωση 22, σκέψη 51.

(56) - Σκέψη 53.

(57) - Αν και, όσον αφορά τη μεταφορά εμπορευμάτων, το γαλλικό κείμενο της αποφάσεως του 1997 αναφέρεται στα εμπορεύματα «που προέρχονται από τα κράτη μέλη» και που μεταφέρονται στη Σαρδηνία και σε εκείνα που μεταφέρονται από τη Σαρδηνία «προς τα κράτη μέλη», όσον αφορά την τουριστική μετακίνηση, γίνεται μνεία του εμπορίου «μεταξύ της ηπειρωτικής χώρας και της Σαρδηνίας».

(58) - Στην προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 40 απόφαση Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο έκρινε, παραθέτοντας μεταξύ άλλων την απόφαση Bremer Vulkan, ότι «εφαρμοζόμενο στον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενισχύσεως», το άρθρο 190 της Συνθήκης απαιτεί «ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες όπου, από τις περιστάσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η ενίσχυση, προκύπτει ότι είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να στρεβλώσει ή να απειλήσει με στρέβλωση τον ανταγωνισμό» «κατ' ελάχιστον (...) [η] Επιτροπή να αναφερθεί στις περιστάσεις αυτές αιτιολογώντας την απόφασή της». Κατά την εφαρμογή της αρχής αυτής, το Δικαστήριο απέκτησε την πεποίθηση, βάσει των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι η εκτίμηση εκ μέρους της Επιτροπής «των επιπτώσεων της επίδικης ενισχύσεως επί του ανταγωνισμού και του ενδοκοινοτικού εμπορίου δεν είναι αφηρημένη» (σκέψη 65, η υπογράμμιση είναι δική μου).

(59) - Οι θαλάσσιες ενδομεταφορές αναφέρονται κυρίως στην «κερδοσκοπική διαχείριση στο εσωτερικό μιας χώρας των μέσων μεταφοράς που ανήκουν σε άλλη χώρα, ενώ η δραστηριότητα ασκείται στη χώρα διαχειρίσως» [ελεύθερη μετάφραση]· βλ. γλωσσάριο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων 5η έκδοση, 1990, σ. 205.

(60) - Το άρθρο 1 του κανονισμού 3577/92 επέτρεπε στους πλοιοκτήτες της Κοινότητας την ελεύθερη παροχή «υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών εντός κράτους μέλους (θαλάσσιες ενδομεταφορές - καμποτάζ -)» από την 1η Ιανουαρίου 1993. Πάντως, οι «θαλάσσιες ενδομεταφορές μεταξύ λιμένων σε νησιά της Μεσογείου» αρχικά αποκλείστηκαν έως την 1η Ιανουαρίου 1999 από το άρθρο 6, παράγραφος 2. Οι «θαλάσσιες ενδομεταφορές μεταξύ λιμένων σε νησιά» ορίζονται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, ως «θαλάσσιες μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων μεταξύ: - λιμένων της ηπειρωτικής χώρας και λιμένων ενός ή περισσότερων νησιών ενός και του αυτού κράτους μέλους, - λιμένων των νησιών ενός και του αυτού κράτους μέλους (...)».

(61) - Βλ. απόφαση 97/270/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 1996, όσον αφορά το καθεστώς πίστωσης φόρου στον κλάδο της οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων στην Ιταλία (ΕΕ 1997, L 106, σ. 22)· απόφαση 98/182/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1997, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την περιφέρεια Φριούλη - Venezia Julia (Ιταλία) στις επιχειρήσεις οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων της περιφέρειας (ΕΕ 1998, L 66, σ. 18), και απόφαση 98/693/ΕΚ της Επιτροπής, της 1ης Ιουλίου 1998, σχετικά με το ισπανικό καθεστώς ενισχύσεων για την αγορά επαγγελματικών οχημάτων «σχέδιο επαγγελματικής ανανέωσης» (Αύγουστος 1994-Δεκέμβριος 1996) (ΕΕ L 329, σ. 23).

(62) - Κατά τη γνώμη μου, αυτό προκύπτει σιωπηρώς από το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης και το ρητό καθήκον συνεργασίας που επιβάλλει το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 10 ΕΚ). Βλ. συναφώς, επίσης, τις αποφάσεις SFEI κ.λπ., προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 43, και της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-307, σκέψη 22, στο εξής: απόφαση Boussac).

(63) - Βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I-4551, σκέψεις 32 έως 37, στο εξής: απόφαση Kimberly Clark).

(64) - Απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, C-44/93 (Συλλογή 1993, σ. I-3829, στο εξής: απόφαση Namur).

(65) - Οπ.π., παράγραφος 77 των προτάσεών του.

(66) - Παραθέτει την απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-354/90, Fιdιration nationale du commerce extιrieur des produits alimentaires και Syndicat national des nιgociants et transformateurs de saumon (Συλλογή 1991, σ. I-5505, σκέψη 14).

(67) - Η Επιτροπή αναφέρεται, στο υπόμνημά της αντικρούσεως στο πλαίσιο και των δύο υποθέσεων, στις τροποποιήσεις που εισήχθησαν με τα άρθρα 99 και 100 του περιφερειακού νόμου του 1988, που περιγράφονται στις παραγράφους 4 και 5 πιο πάνω.

(68) - Βλ. το πέμπτο εδάφιο του μέρους III της αποφάσεως (η υπογράμμιση είναι δική μου) και το πέμπτο εδάφιο του εγγράφου κινήσεως I. Το αυθεντικό ιταλικό κείμενο της αποφάσεως αναφέρει «modificata in modo sostanziale», ενώ στο έγγραφο κινήσεως I πρόκειται για «sostanzialmente modificata» (η υπογράμμιση είναι δική μου).

(69) - Προπαρατεθείσα απόφαση στην υποσημείωση 64, σκέψη 23.

(70) - Οπ.π., σκέψη 28.

(71) - Απόφαση Namur, σκέψη 33. Η ανάγκη ασφάλειας δικαίου, συναφώς, φαίνεται ότι αυξήθηκε με την πρόσφατη έκδοση, βάσει του άρθρου 94 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, άρθρου 89 ΕΚ) του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1). Το άρθρο του 1, στοιχείο ββ, περιλαμβάνει στον ορισμό της «υφισταμένης ενισχύσεως» οποιαδήποτε ενίσχυση που θεωρείται ότι είναι υφιστάμενη ενίσχυση «εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια έγινε ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος».

(72) - Παράγραφος 77 των προτάσεών του (η υπογράμμιση είναι δική μου).

(73) - Προπαρατεθείσα απόφαση, παράγραφος 5 των προτάσεών του (η υπογράμμιση είναι δική μου).

(74) - Απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1991, C-179/90 (Συλλογή 1991, σ. I-5889, σκέψεις 11 έως 13, στο εξής: απόφαση Porto di Genova).

(75) - Παράγραφος 77 των προτάσεών του, προπαρατέθηκε ολόκληρη στην παράγραφο 65 πιο πάνω· η υπογράμμιση είναι δική μου.

(76) - Βλ. αποφάσεις Heineken, προπαρατεθείσα, σκέψη 14· Boussac, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 62, σκέψη 17· Cenemesa, προπαρατεθείσα, σκέψη 16, και Italgrani, προπαρατεθείσα, σκέψη 24. Θα ήταν επίσης αντίθετη προς τη συλλογιστική, στην οποία βασίζεται η απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, C-295/97, Piaggio (Συλλογή 1999, σ. I-3735), στην οποία το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η Επιτροπή δεν είχε την εξουσία να χαρακτηρίζει ως υφισταμένη ενίσχυση μέτρα που θεσπίστηκαν μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚ, οσάκις τα εν λόγω μέτρα δεν της έχουν ανακοινωθεί· βλ. σκέψεις 44 έως 49.

(77) - Απόφαση της 20ής Μαρτίου 1990, C-21/88, Du Pont de Nemours Italiana (Συλλογή 1990, σ. I-889, σκέψη 20). Βλ., επίσης, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1982, 249/81, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 1982, σ. 4005, στο εξής: απόφαση Buy Irish), με την οποία το Δικαστήριο επιβεβαίωσε (σκέψη 18) ότι «το γεγονός ότι σημαντικό μέρος της επιδίκου εκστρατείας χρηματοδοτείται από την Ιρλανδική Κυβέρνηση και ότι τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης θα ηδύναντο να εφαρμοσθούν επί του τρόπου αυτού χρηματοδοτήσεως δεν σημαίνει ότι αυτή καθεαυτή η εκστρατεία δύναται να διαφύγει των απαγορεύσεων του άρθρου 30».

(78) - Υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου (C-156/98, προτάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2000, παράγραφος 43).

(79) - Υπόθεση 290/83, Συλλογή 1985, σ. 439.

(80) - Προπαρατεθείσα απόφαση, σκέψη 17 (η υπογράμμιση είναι δική μου). Βλ. επίσης τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mancini (Συλλογή 1985, σ. 439, 443 και 444).

(81) - Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Philip Morris, σκέψη 24. Βλ., επίσης, αποφάσεις Hytasa, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 41, σκέψη 51· της 15ης Οκτωβρίου 1996, C-311/94, Ijssel-Vliet (Συλλογή 1996, σ. I-5023, σκέψη 27)· της 29ης Φεβρουαρίου 1996, Βέλγιο κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 44, σκέψη 11, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T-380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. II-2169, σκέψη 56).

(82) - Βλ., για παράδειγμα, την προπαρατεθείσα απόφαση AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, σκέψη 50, την οποία επικύρωσε το Δικαστήριο στο στάδιο της αναιρέσεως· βλ. διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 1997, C-55/97 P, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I-5383, σκέψεις 22 έως 26).

(83) - Βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Hytasa, σκέψεις 51 έως 58.

(84) - Βλ. απόφαση 94/629/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 1994, σχετικά με τη θέσπιση του κοινοτικού πλαισίου στήριξης για τις κοινοτικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις στις ιταλικές περιφέρειες τις οποίες αφορά ο στόχος αριθ. 1, δηλαδή Abruzzo, Basilicata, Calabria, Campania, Molise, Puglia, Sardinia και Sicily (EE L 250, σ. 21).

(85) - SEC(89) 921 τελικό.

(86) - ΕΕ 1997, C 205, σ. 5.

(87) - Βλ. απόφαση της 24ης Μαρτίου 1993, C-313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-1125, σκέψεις 36 και 44 επ.

(88) - Βλ. απόφαση Alcan, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψη 22. Βλ., επίσης, διάταξη της 6ης Φεβρουαρίου 1986, 310/85, Deufil κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 537, σκέψη 24) και απόφαση Hytasa, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 41, σκέψη 78. Πολλά χρόνια πριν από την έκδοση του περιφερειακού νόμου του 1988, η Επιτροπή ενημέρωσε πολύ σαφώς «τους δυνητικούς δικαιούχους κρατικών ενισχύσεων για τον προσωρινό χαρακτήρα των ενισχύσεων που θα τους χορηγούνταν παρανόμως, υπό την έννοια ότι κάθε δικαιούχος ενισχύσεως που χορηγήθηκε παρανόμως, δηλαδή χωρίς η Επιτροπή να έχει καταλήξει σε οριστική απόφαση ως προς το συμβατό της, μπορεί να υποχρεωθεί να επιστρέψει την ενίσχυση» (ΕΕ 1983, C 318, σ. 3).

(89) - Προπαρατεθείσα απόφαση Alcan, σκέψη 25. Το Δικαστήριο προσέθεσε, στην ίδια σκέψη, ότι «ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή».

(90) - ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 241.

(91) - Βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T-126/96 και T-127/96, BFM και EFIM κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II-3437, σκέψεις 67 και 68).

(92) - Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 71.