61997B0080

Διάταξη του Πρωτοδικείου (τρίτο πενταμελές τμήμα) της 10ης Ιανουαρίου 2002. - Starway SA κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Καθορισμός των δικαστικών εξόδων. - Υπόθεση T-80/97 DEP.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα II-00001


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Διαδικασία - Δικαστικά έξοδα - Καθορισμός - Έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν - Έννοια

(Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρα 90 και 91, στοιχ. β_)

2. Διαδικασία - Δικαστικά έξοδα - Καθορισμός - Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

(Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρο 91, στοιχ. β_)

Περίληψη


1. Από τα άρθρα 91, στοιχείο β_, και 90 του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου απορρέει ότι τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν περιορίζονται, αφενός, σ' αυτά που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο της ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασίας, αποκλειομένης της προηγηθείσας αυτής φάσεως, και, αφετέρου, σ' αυτά που υπήρξαν, εν προκειμένω, απαραίτητα.

( βλ. σκέψεις 24-25 )

2. Ο κοινοτικός δικαστής δεν έχει την εξουσία να ορίζει τις αμοιβές που οφείλονται από τους διαδίκους στους δικηγόρους τους, αλλά να καθορίζει το ποσό μέχρι του οποίου μπορούν αυτές οι αμοιβές να αναζητηθούν σε βάρος του διαδίκου που έχει καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Αποφαινόμενος επί μιας αιτήσεως καθορισμού των εξόδων, ο κοινοτικός δικαστής δεν οφείλει να λάβει υπόψη το εθνικό τιμολόγιο των αμοιβών των δικηγόρων ούτε ενδεχόμενη σχετική συμφωνία μεταξύ του ενδιαφερομένου διαδίκου και των εκπροσώπων ή συμβούλων του. Ελλείψει κοινοτικών διατάξεων τιμολογιακού χαρακτήρα, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εκτιμήσει ελευθέρως τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου καθώς και τις δυσχέρειες της περιπτώσεως, το μέγεθος της εργασίας που λόγω της ένδικης διαδικασίας υποχρεώθηκαν να εκτελέσουν οι εκπρόσωποι ή οι σύμβουλοι που απασχολήθηκαν καθώς και τα οικονομικά συμφέροντα που η διαφορά αντιπροσωπεύει για τους διαδίκους.

Η σημασία μιας υποθέσεως από πλευράς κοινοτικού δικαίου, λόγω της υπάρξεως νέων και σημαντικών νομικών ζητημάτων, καθώς και περίπλοκων πραγματικών ζητημάτων, μπορεί να δικαιολογήσει υψηλές αμοιβές, το ίδιο δε ισχύει και όταν ένας από τους διαδίκους εκπροσωπήθηκε από περισσοτέρους του ενός δικηγόρους.

( βλ. σκέψεις 26-31 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση T-80/97 DEP,

Starway SA, με έδρα το Luynes (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους J.-F. Bellis και P. De Baere, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αιτούσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τους A. Tanca και S. Marquardt,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον V. Kreuschitz και την S. Meany, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνουσα,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα καθορισμού των δικαστικών εξόδων που πρέπει να καταβληθούν από το καθού στην αιτούσα κατόπιν της αποφάσεως του ρωτοδικείου της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Τ-80/97, Starway κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-3099),

ΤΟ ΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Jaeger, ρόεδρο, R. García-Valdecasas, K. Lenaerts, P. Lindh, και J. Azizi, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Σκεπτικό της απόφασης


ραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1 Στις 30 Ιανουαρίου 1997 το Συμβούλιο θέσπισε τον κανονισμό (ΕΚ) 71/97, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2474/93 στις εισαγωγές στην Κοινότητα ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές ορισμένων εξαρτημάτων ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και για την επιβολή του επεκταθέντος δασμού στις εισαγωγές αυτές που έχουν καταχωριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 703/96 (ΕΕ L 16, σ. 55). Ο κανονισμός αυτός θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), που προβλέπει ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ που έχουν επιβληθεί βάσει του κανονισμού αυτού μπορούν να επεκτείνονται και στις εισαγωγές από τρίτες χώρες προϊόντων ομοειδών ή μερών των προϊόντων αυτών, όταν τα ισχύοντα μέτρα καταστρατηγούνται.

2 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 71/97, ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2474/93 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές στην Κοινότητα ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ (ΕΕ L 228, σ. 1) επεκτάθηκε και επί των εισαγωγών ορισμένων ουσιωδών μερών ποδηλάτων.

3 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 28 Μαρτίου 1997, υπό τα στοιχεία Τ-80/97, η Starway ζήτησε την ακύρωση του άρθρου 2 του κανονισμού 71/97, στο μέτρο που το άρθρο αυτό εφαρμοζόταν επ' αυτής. Με διάταξη της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, το ρωτοδικείο επέτρεψε στην Επιτροπή να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου.

4 Με την απόφασή του της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, T-80/97, Starway κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-3099· στο εξής: απόφαση της κύριας δίκης), το ρωτοδικείο ακύρωσε το άρθρο 2 του κανονισμού 71/97, στο μέτρο που αυτό αφορούσε τις εισαγωγές ουσιωδών μερών ποδηλάτων που είχαν πραγματοποιηθεί από την αιτούσα μεταξύ της 20ής Απριλίου 1996 και της 18ης Απριλίου 1997. Το ρωτοδικείο καταδίκασε το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα της αιτούσας.

5 Με έγγραφο της 27ης Οκτωβρίου 2000, η αιτούσα ζήτησε από το Συμβούλιο την καταβολή συνολικού ποσού 4 975 000 βελγικών φράγκων (BEF) (123 327,03 ευρώ) ως έξοδα αναφορικά με την υπόθεση T-80/97.

6 Με έγγραφο της 20ής Νοεμβρίου 2000, το Συμβούλιο ζήτησε από την αιτούσα διευκρινίσεις σχετικά με το ζητούμενο ποσό. Ως απάντηση, η αιτούσα απηύθυνε, στις 20 Δεκεμβρίου 2000, έγγραφο προς το Συμβούλιο όπου διευκρίνιζε λεπτομερώς το ποσό των ζητουμένων εξόδων.

7 Με έγγραφο της 15ης Φεβρουαρίου 2001, το Συμβούλιο απάντησε στο έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2000 γνωρίζοντας στην αιτούσα ότι θεωρούσε το ζητούμενο ποσό υπερβολικό. Στις 22 Φεβρουαρίου 2001 η αιτούσα επιβεβαίωσε το μνημονευθέν στο έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2000 ποσό.

8 Στις 8 Μαρτίου 2001, το Συμβούλιο απάντησε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί το ποσό των ζητουμένων εξόδων και ότι, ελλείψει αναθεωρήσεως του ποσού αυτού από την αιτούσα, ήταν διατεθειμένο να αφήσει αυτό το ζήτημα στην κρίση του ρωτοδικείου.

9 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 12 Ιουλίου 2001, η αιτούσα υπέβαλε αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων κατ' εφαρμογήν του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου.

10 Με υπομνήματα που κατέθεσε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 24 Σεπτεμβρίου 2001, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπέβαλαν τις σχετικές παρατηρήσεις τους.

Αιτήματα των διαδίκων

11 Η αιτούσα ζητεί από το ρωτοδικείο να καθορίσει στα 4 975 000 BEF (123 327,03 ευρώ) το ποσό των εξόδων που πρέπει να της καταβάλει το Συμβούλιο.

12 Το Συμβούλιο ζητεί από το ρωτοδικείο να καθορίσει τα αναζητήσιμα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που συνδέονται με την παρούσα δίκη, στο 1 474 000 BEF (36 539,51 ευρώ).

13 Η Επιτροπή ζητεί από το ρωτοδικείο να καθορίσει τα αναζητήσιμα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που συνδέονται με την παρούσα δίκη, στο 1 500 000 BEF (37 184,03 ευρώ).

Επιχειρήματα των διαδίκων

14 Η αιτούσα εκτιμά ότι το ζητούμενο ποσό των δαπανών δικαιολογείται, κατ' αρχάς, από το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς καθώς και από τη σημασία αυτής υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου. αρατηρεί ότι η διαφορά είχε, για πρώτη φορά, ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως κανονισμού επεκτάσεως δασμών αντιντάμπινγκ θεσπισμένου βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού 384/96. Η αιτούσα ισχυρίζεται ότι, στην αλληλουχία αυτή, η εν λόγω υπόθεση έθεσε, για πρώτη φορά, ζητήματα ως προς το παραδεκτό της ασκήσεως προσφυγών εκ μέρους εταιριών τις οποίες αφορά κανονισμός επεκτάσεως δασμών αντιντάμπινγκ. Ομοίως, με την υπόθεση αυτή διευκρινίστηκε το ζήτημα του αντικειμένου και του βάρους αποδείξεως σε έρευνα σχετικά με την καταστρατήγηση δασμού αντιντάμπινγκ καθώς και της αποδεικτικής αξίας των πιστοποιητικών καταγωγής, στο πλαίσιο τέτοιων ερευνών.

15 Το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι η αιτούσα δεν διευκρίνισε για ποιο λόγο το γεγονός ότι επρόκειτο για την πρώτη υπόθεση που αφορούσε αυτή τη διαδικασία επεκτάσεως δασμού δικαιολογεί, αφενός, τη σημαντική αμοιβή των συμβούλων της και καταδεικνύει, αφετέρου, ότι η υπόθεση της κύριας δίκης ήταν κατ' ανάγκην περίπλοκη.

16 Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η αιτούσα δεν ανέπτυξε στο δικόγραφο της αιτήσεώς της επιχειρήματα ως προς το παραδεκτό αυτής και ότι, στην απάντησή της, περιορίστηκε στο να μνημονεύσει τη σχετική νομολογία. Τίποτα δεν καταδεικνύει ότι κατέστη εν προκειμένω αναγκαία κάποια ιδιαίτερη έρευνα. Εξάλλου, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, θεωρεί ότι οι σκέψεις που ώθησαν το ρωτοδικείο στο συμπέρασμα ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορούσε άμεσα την αιτούσα περιορίστηκαν στις συγκεκριμένες περιστάσεις της περιπτώσεως, στο μέτρο που, όπως προκύπτει από την απόφαση της κύριας δίκης, η αιτούσα απηλλάγη του επεκταθέντος δασμού μόνον αφού μετέβαλε δραστικώς τον τρόπο εφοδιασμού της. Όσο για το ζήτημα του βάρους αποδείξεως σε μια σχετική με την καταστολή καταστρατηγήσεων έρευνα, το Συμβούλιο διατείνεται ότι η αιτούσα υπεραμύνθηκε της θέσεώς της ότι τα κοινοτικά όργανα δεν είχαν προσκομίσει αποδείξεις σχετικά με το ότι τα επίμαχα μέρη ποδηλάτων ήσαν καταγωγής χώρας υποκειμένης σε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ. Αντιθέτως, σύμφωνα πάντα με το Συμβούλιο, το ρωτοδικείο ακύρωσε τον κανονισμό 71/97 για τον λόγο ότι τα κοινοτικά όργανα απέφυγαν να εξετάσουν υπεύθυνα και αμερόληπτα τα έγγραφα που τους είχαν διαβιβαστεί κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (σκέψη 19 της αποφάσεως της κύριας δίκης). Ομοίως, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θεωρούν ότι η εργασία που επιτέλεσαν οι δικηγόροι της αιτούσας σχετικά με την αποδεικτική δύναμη των διαφόρων υποβληθέντων στην Επιτροπή εγγράφων δεν δικαιολογεί το ζητηθέν ποσό για αμοιβές δικηγόρων. ράγματι, η απόφαση της κύριας δίκης ακολούθησε, επί του σημείου αυτού, τις βασικές γραμμές των αρχών που διέπουν την απόδειξη.

17 εραιτέρω, η αιτούσα θεωρεί ότι οι δυσχέρειες της περιπτώσεως κατέστησαν αναγκαία την πραγματοποίηση σημαντικής εργασίας κατά τη διάρκεια της ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασίας. Όντως, δεδομένου ότι επρόκειτο για την πρώτη προσφυγή κατά επεκτατικού κανονισμού, η προσφυγή αυτή δεν μπορούσε να στηριχθεί στη νομολογία. Ομοίως, η υπόθεση υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής λόγω της περιπλοκότητας των πραγματικών περιστατικών και, ειδικότερα, των αποδεικτικών στοιχείων. Η αιτούσα επισύρει την προσοχή επί του γεγονότος ότι κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής υποχρεώθηκε να συγκεντρώσει πολυάριθμα έγγραφα προκειμένου να δυνηθεί να ανατρέξει στην καταγωγή των επίμαχων μερών ποδηλάτου κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Διευκρινίζει ότι αναγκάστηκε, ενώπιον του ρωτοδικείου, να εκθέσει, τόσο με τα γραπτά της υπομνήματα όσο και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, τους λόγους για τους οποίους δεν είχε δυνηθεί να προσκομίσει τα πιστοποιητικά καταγωγής που η Επιτροπή είχε ζητήσει κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και αναγκάστηκε να αποδείξει στο ρωτοδικείο ότι τα έγγραφα που είχε παράσχει στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας επέτρεπαν, έστω και ελλείψει πιστοποιητικών καταγωγής, την αναδρομή στην καταγωγή των εισαχθέντων μερών. Υπογραμμίζει ότι της χρειάστηκαν 6 σελίδες διευκρινίσεων και 82 σελίδες παραρτημάτων προκειμένου να αποδείξει την καταγωγή ενός και μόνο μέρους ποδηλάτου και ότι από την απόφαση της κύριας δίκης προκύπτει ότι η περιπλοκότητα του ζητηθέντος από την Επιτροπή τρόπου αποδείξεως άσκησε σημαντική επιρροή όσον αφορά την επίλυση της διαφοράς. Η αιτούσα παραδέχεται ότι, στην απόφαση της κύριας δίκης, το ρωτοδικείο δεν εξέτασε την καταγωγή των επιμάχων μερών ποδηλάτου. Ωστόσο, τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι το ρωτοδικείο διέθετε ήδη επαρκή στοιχεία για να ακυρώσει το άρθρο 2 του κανονισμού 71/77 για άλλους λόγους.

18 Σύμφωνα με το Συμβούλιο, η περιπλοκότητα των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων αποκαλύφθηκε, εν προκειμένω, κατά την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία και όχι κατά την ενώπιον του ρωτοδικείου ένδικη διαδικασία, οπότε τα σχετικά έξοδα δεν μπορούν να καθοριστούν από το ρωτοδικείο (διατάξεις του Δικαστηρίου της 30ής Νοεμβρίου 1994, C-294/90 DEP, British Aerospace κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-5423, σκέψεις 11 έως 14, και C-222/92 DEP, SFEI κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-5431, σκέψεις 11 έως 13). Όμως, η ενώπιον του ρωτοδικείου διασαφήνιση του προβλήματος του σχετικού με τον τρόπο αποδείξεως, όπως αυτό παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, δεν υπήρξε, αυτό καθαυτό, για την αιτούσα, ιδιαιτέρως δυσχερές. Το Συμβούλιο επισύρει επίσης την προσοχή επί του γεγονότος ότι, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η αιτούσα, όταν το ρωτοδικείο της ζήτησε να καταδείξει την αναγκαιότητα του όγκου των υποβληθέντων στο ρωτοδικείο εγγράφων για την απόδειξη της καταγωγής των επιμάχων μερών ποδηλάτου, αντέτεινε ότι η επ' ακροατηρίου συζήτηση δεν προσφέρεται για ένα τέτοιο εγχείρημα.

19 Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι δικηγόροι της αιτούσας της είχαν ήδη παράσχει συμβουλές καθ' όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, οπότε όφειλαν, κατ' ανάγκη, να γνωρίζουν τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως καθώς και τα σχετικά νομικά ζητήματα. Κατά συνέπεια, η ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασία αποτέλεσε επανάληψη αυτών. Η Επιτροπή υποστηρίζει ακόμα ότι δυσχερώς μπορεί η αιτούσα να ισχυριστεί ότι η επίμαχη απόδειξη της καταγωγής των εν λόγω επιμάχων μερών απήτησε σημαντική εργασία, και τούτο εφόσον αυτή ισχυρίστηκε, ενώπιον του ρωτοδικείου, ότι τέτοια απόδειξη είχε ήδη προσκομισθεί στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

20 Τέλος, η αιτούσα επισημαίνει ότι το συνολικό ποσό των δασμών αντιντάμπινγκ που εισπράχθηκε δυνάμει του ακυρωθέντος με την απόφαση της κύριας δίκης κανονισμού ανερχόταν σε 10 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα και ότι το ποσό αυτό ήταν ιδιαιτέρως υψηλό ενόψει του μετρίου μεγέθους της αιτούσας η οποία, εξάλλου, είχε τεθεί υπό δικαστική εκκαθάριση κατόπιν αυτής της υποθέσεως.

21 Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η σπουδαιότητα των διακυβευομένων οικονομικών συμφερόντων δεν πρέπει να επηρεάσει το ποσό των αναζητήσιμων εξόδων.

22 Με την επιχειρηματολογία της, η αιτούσα ζητεί την ανάκτηση του ποσού της αμοιβής τριών δικηγόρων συνολικού ύψους 4 809 000 BEF (119 212 ευρώ) [388 ώρες εργασίας προς 8 000 έως 15 000 BEF (198,31 έως 371,84 ευρώ) η ώρα εργασίας] καθώς και των λοιπών εξόδων ύψους 166 000 BEF (4 115,03 ευρώ), σχετικά με δαπάνες για φωτοαντίγραφα, τηλεφωνικές επικοινωνίες και μετακινήσεις.

23 Το Συμβούλιο εκτιμά το ύψος των αναζητήσιμων αμοιβών δικηγόρων στα 1 600 000 BEF (39 662,96 ευρώ) [200 ώρες προς 8 000 BEF (198,31 ευρώ) η ώρα εργασίας] και των λοιπών εξόδων στα 34 000 BEF (842,84 ευρώ). Εξάλλου, το Συμβούλιο ζητεί να αφαιρεθούν από το συνολικό ποσό οι δαπάνες στις οποίες αυτό υποβλήθηκε λόγω της υπό κρίση αιτήσεως καθορισμού εξόδων, συγκεκριμένα 160 000 BEF (3 966,30 ευρώ) [20 ώρες εργασίας προς 8 000 BEF (198,31 ευρώ) η ώρα εργασίας], και τούτο εφόσον η αιτούσα αρνήθηκε την πρόσκληση του Συμβουλίου να αναθεωρήσει προς τα κάτω το ποσό των εξόδων της.

Εκτίμηση του ρωτοδικείου

24 Σύμφωνα με το άρθρο 91, στοιχείο β_, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου θεωρούνται ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν «τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων». Από τη διάταξη αυτή απορρέει, τέλος, ότι τα αναζητήσιμα έξοδα περιορίζονται, αφενός, σ' αυτά που αφορούν την ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασία και, αφετέρου, σ' αυτά που υπήρξαν απαραίτητα για τη διαδικασία αυτή (βλ. κατ' αναλογία, τις διατάξεις του ρωτοδικείου της 15ης Ιουλίου 1998, T-115/94 DEP, Opel Austria κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2739, σκέψη 26, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, T-64/99 DEP, UK Coal κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή σκέψη 25).

25 Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνηστεί ότι με την έκφραση «διαδικασία», το άρθρο 91 του Κανονισμού Διαδικασίας αναφέρεται μόνο στην ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασία, αποκλειομένης της προηγηθείσας αυτής φάσεως. Τούτο προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 90 του ίδιου κανονισμού, το οποίο μνημονεύει τη «διαδικασία ενώπιον του ρωτοδικείου» (βλ., κατ' αναλογίαν, τις διατάξεις του Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 1970, 75/69, Hake κατά Επιτροπής, Rec. 1970, σ. 901, 902, και προπαρατεθείσα British Aerospace κατά Επιτροπής, σκέψεις 11 και 12).

26 ροκειμένου περί των σχετικών με την ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασία εξόδων, πρέπει επίσης να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο κοινοτικός δικαστής δεν έχει την εξουσία να καθορίζει τις αμοιβές των διαδίκων προς τους δικηγόρους τους αλλά να προσδιορίζει το ποσό μέχρι του οποίου μπορούν αυτές οι αμοιβές να καταβληθούν από τον καταδικασθέντα στα δικαστικά έξοδα διάδικο. Αποφαινόμενο επί μιας αιτήσεως καθορισμού των εξόδων, το ρωτοδικείο δεν οφείλει να λαμβάνει υπόψη το εθνικό τιμολόγιο των αμοιβών των δικηγόρων ούτε ενδεχόμενη σχετική συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένου διαδίκου και των εκπροσώπων ή συμβούλων του (διατάξεις του ρωτοδικείου της 8ης Νοεμβρίου 1996, T-120/89 DEP, Stahlwerke Peine-Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1547, σκέψη 27, προπαρατεθείσα Opel Austria κατά Συμβουλίου, σκέψη 27, και προπαρατεθείσα UK Coal κατά Επιτροπής, σκέψη 26).

27 Κατά πάγια, επίσης, νομολογία, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων τιμολογιακού χαρακτήρα, το ρωτοδικείο οφείλει να εκτιμά ελευθέρως τα στοιχεία της περιπτώσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου καθώς και τις δυσχέρειες της περιπτώσεως, το μέγεθος της εργασίας που λόγω της ένδικης διαδικασίας υποχρεώθηκαν να εκτελέσουν οι εκπρόσωποι ή οι σύμβουλοι που απασχολήθηκαν καθώς και τα οικονομικά συμφέροντα που η διαφορά αντιπροσωπεύει για τους διαδίκους (διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1985, 318/82, Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3727, σκέψεις 2 και 3· διατάξεις του ρωτοδικείου της 8ης Μαρτίου 1995, T-2/93 DEP, Air France κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-533, σκέψη 16, Opel Austria κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 28, και UK Coal κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 27).

28 Βάσει, ακριβώς, των κριτηρίων αυτών πρέπει να εκτιμηθεί το ποσό των αναζητήσιμων εν προκειμένω εξόδων.

29 Όσον αφορά το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς καθώς και τη σημασία της υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου, προκύπτει ότι η διαφορά αυτή ήταν σχετικώς περίπλοκη τόσο από άποψη κανόνων δικαίου όσο και από άποψη πραγματικών περιστατικών. ράγματι, όπως η αιτούσα έχει ορθώς υπογραμμίσει, η διαφορά αυτή είχε, για πρώτη φορά, ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως κανονισμού επεκτάσεως δασμού αντιντάμπινγκ θεσπισμένου βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού 384/96. Η εν λόγω διαφορά έθεσε διάφορα, σχετικώς περίπλοκα, ζητήματα τα οποία είτε δεν είχαν εισέτι επιλυθεί από τον κοινοτικό δικαστή είτε παρουσίαζαν, εν προκειμένω, ιδιάζουσες πτυχές από πλευράς των εφαρμοστέων διατάξεων.

30 Ειδικότερα, η υπόθεση αυτή έθεσε, για πρώτη φορά, το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής που ασκείται από εισαγωγέα εξαρτημάτων προϊόντος υποκείμενου σε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ κατά κανονισμού σχετικού με την επέκταση αυτού του δασμού αντιντάμπινγκ στα εν λόγω εξαρτήματα, και τούτο έστω και αν, δυνάμει της εφαρμοστέας κοινοτικής νομοθεσία, ο εν λόγω εισαγωγέας μπορούσε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να απαλλαγεί του επεκταθέντος δασμού. Ομοίως, η διαφορά αυτή είχε σχέση, για πρώτη φορά, με την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 384/96, αναφορικά με το αντικείμενο και την κατανομή του βάρους αποδείξεως, όσον αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι μια πράξη συναρμολογήσεως θεωρείται ότι αποτελεί καταστρατήγηση των σχετικών με τον δασμό αντιντάμπινγκ διατάξεων. Τέλος, χάρις στην υπόθεση αυτή δόθηκαν σημαντικές διασαφηνίσεις ως προς τα αποδεικτικά μέσα που μπορούν να απαιτούνται από τα κοινοτικά όργανα στο πλαίσιο των διαδικασιών επεκτάσεως δασμού αντιντάμπινγκ και, ειδικότερα, σχετικά με την αποδεικτική δύναμη των πιστοποιητικών καταγωγής.

31 Εξ αυτού έπεται ότι η εν λόγω διαφορά δικαιολογούσε, αφενός, υψηλές αμοιβές και, αφετέρου, το να εκπροσωπηθεί η αιτούσα από περισσότερους τους ενός δικηγόρους (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις προπαρατεθείσες διατάξεις Stahlwerke Peine-Salzgitter κατά Επιτροπής, σκέψη 30, και Opel Austria κατά Συμβουλίου, σκέψη 29).

32 Όσον αφορά τις δυσχέρειες της περιπτώσεως και το μέγεθος της εργασίας αναφορικά με την ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασία, από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η διαφορά απήτησε εκ μέρους των δικηγόρων της αιτούσας μια σχετικώς σημαντική εργασία, ιδίως όσον αφορά την ανάλυση της ισχύουσα νομοθεσίας και της ασκούσας επιρροή νομολογίας. Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει το Συμβούλιο, η εργασία αυτή αντικατοπτρίζεται στα υπομνήματα της αιτούσας.

33 Εξάλλου, η οικονομική σημασία, για την αιτούσα, της υποθέσεως καταδεικνύει ότι η διαφορά έθετε υπό σημαντική διακύβευση τα οικονομικά συμφέροντα της τελευταίας.

34 Όσον αφορά την εκ μέρους της αιτούσας αιτιολόγηση των πολλών ωρών εργασίας των δικηγόρων της, με μνεία του σημαντικού όγκου των εγγράφων των σχετικών με την καταγωγή των επιμάχων μερών ποδηλάτου που κατατέθηκαν στο ρωτοδικείο κατά το στάδιο της απαντήσεως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, όπως αυτά έχουν συνοψιστεί στην απόφαση της κύριας δίκης, προκύπτει ότι η αιτούσα είχε ήδη υποβάλει, επειδή η Επιτροπή το είχε ζητήσει, τα έγγραφα αυτά κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, προκειμένου να καταστεί δυνατό στο εν λόγω κοινοτικό όργανο να ελέγξει, ελλείψει πιστοποιητικών καταγωγής, αν μπορούσε να γίνει αναδρομή, κατ' αυτόν τον τρόπο, μέχρι την καταγωγή των εν λόγω μερών (σκέψεις 20 και 25 της αποφάσεως της κύριας δίκης).

35 Είναι αληθές ότι η αιτούσα προσπάθησε, κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, να καταδείξει στο ρωτοδικείο την αναγκαιότητα του όγκου των εγγράφων για την απόδειξη της καταγωγής των επιμάχων μερών και, για τον σκοπό αυτό, πραγματοποίησε πρόσθετη εργασία σε σχέση με αυτή που είχε γίνει κατά τη διάρκεια της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας. Ωστόσο, ορθώς το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντέτειναν ότι η εργασία αυτή είχε ήδη, κατά μεγάλο μέρος, πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Όπως δικαιολογημένως η Επιτροπή υπογραμμίζει, η αιτούσα δεν θα μπορούσε, στην αντίθετη περίπτωση, εγκύρως να υποστηρίξει ενώπιον του ρωτοδικείου ότι είχε, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, αποδείξει την καταγωγή των επίμαχων μερών ποδηλάτου. Τέλος, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα τα σχετικά με την καταγωγή των εν λόγω μερών, η αιτούσα είχε ήδη αντιτείνει στην Επιτροπή νομικά και πραγματικά επιχειρήματα ομοειδή προς αυτά που ανέπτυξε ενώπιον του ρωτοδικείου και, ως εκ τούτου, γνώριζε, ήδη, καλώς την υπόθεση (βλ. υπ' αυτή την έννοια, την προπαρατεθείσα διάταξη Opel Austria κατά Συμβουλίου, σκέψη 30).

36 Η αιτούσα δεν παρέσχε στο ρωτοδικείο διασαφηνίσεις ως προς την κατανομή των ωρών απασχολήσεων των δικηγόρων της ανάλογα με τις διάφορες εργασίες που εκτελέστηκαν στο πλαίσιο της ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασίας και, ιδίως, σχετικά με τον αριθμό των ωρών εργασίας που απαιτήθηκαν για τη συλλογή και παρουσίαση των εγγράφων των σχετικών με την καταγωγή των επίμαχων μερών ποδηλάτου. Υπό τέτοιες περιστάσεις και ενόψει όλων των προηγηθέντων, φαίνεται ορθό ο αριθμός των ωρών εργασίας, για τις οποίες μπορεί να αναζητηθεί η σχετική αμοιβή, να οριστεί στις 200 και να ληφθεί ως ωριαία τιμή ο μέσος όρος τιμών που υποδείχθηκαν από τους ενδιαφερομένους δικηγόρους δηλαδή 11 500 BEF (285,08 ευρώ).

37 Όσον αφορά τα έξοδα για φωτοαντίγραφα, που ανέρχονται σε 125 000 BEF (3 098,67 ευρώ), έξοδα που διενεργήθηκαν προκειμένου να υποβληθούν στο ρωτοδικείο τα πολυάριθμα έγγραφα που είχαν προηγουμένως κατατεθεί από την αιτούσα στην Επιτροπή, επειδή η τελευταία το είχε ζητήσει, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως και το Συμβούλιο ορθώς προέβαλε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ύστερα από την πρόταση του ρωτοδικείου να καταδειχθεί η αναγκαιότητα του όγκου των εγγράφων για την απόδειξη της καταγωγής των επίμαχων μερών με τη βοήθεια συγκεκριμένου παραδείγματος, η αιτούσα αντέτεινε ότι η επ' ακροατηρίου συζήτηση δεν προσφερόταν για ένα τέτοιο εγχείρημα. Η αιτούσα δήλωσε επίσης, όταν κατέθεσε όλα αυτά τα έγγραφα στο ρωτοδικείο, ότι δεν είχε την πρόθεση να του ζητήσει να εξετάσει καθένα χωριστά αλλά αποκλειστικώς και μόνο να εμφανίσει στο ρωτοδικείο τον πλήρη φάκελο της ενώπιον της Επιτροπής διοικητικής διαδικασίας. Υπό τέτοιες περιστάσεις, τα έξοδα για φωτοαντίγραφα που έγιναν για την κατάθεση αυτών των εγγράφων στο ρωτοδικείο δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «αναγκαία έξοδα [...] λόγω της δίκης», κατά την έννοια του άρθρου 91, στοιχείο β_, του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά συνέπεια, τα έξοδα αυτά πρέπει να αφαιρεθούν από το ποσό που ζητείται ως δαπάνες πέραν αυτών που αφορούν τις αμοιβές. Τα λοιπά έξοδα τα σχετικά με αυτές τις τελευταίες δαπάνες δεν έχουν αμφισβητηθεί από το Συμβούλιο.

38 Ενόψει των προηγουμένων σκέψεων, οι αναζητήσιμες από την αιτούσα αμοιβές και έξοδα καθορίζονται, κατά δικαία εκτίμηση, στο ποσό των 2 341 000 BEF (58 031,87 ευρώ).

39 Δεδομένου ότι το ρωτοδικείο, καθορίζοντας τα αναζητήσιμα έξοδα, έλαβε υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως, μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως της αποφάσεώς του, παρέλκει η έκδοση χωριστής αποφάσεως επί των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας καθορισμού των εξόδων (διατάξεις του ρωτοδικείου της 5ης Ιουλίου 1993, T-84/91 DEP, Meskens κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-757, σκέψη 16, Opel Austria κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 33, και UK Coal κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 33).

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

διατάσσει:

Καθορίζει το σύνολο των εξόδων που πρέπει να καταβληθούν από το Συμβούλιο στην αιτούσα, στην υπόθεση Τ-80/97, στα 58 031,87 ευρώ.