61997J0430

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 10ης Ιουνίου 1999. - Jutta Johannes κατά Hartmut Johannes. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Amtsgericht Köln - Γερμανία. - Υπάλληλοι - Συνταξιοδοτικά δικαιώματα - Αντισταθμιστική κατανομή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μετά από διαδικασία εκδόσεως διαζυγίου. - Υπόθεση C-430/97.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-03475


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Υπάλληλοι - Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως - Πεδίο εφαρμογής - Αντιστάθμιση μεταξύ διαζευγμένων συζύγων των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων κοινοτικής προελεύσεως που απέκτησε ο ένας εξ αυτών - Αποκλείεται - Αρμοδιότητα των κρατών μελών

2 Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Ίση μεταχείριση - Δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγενείας - Απαγορεύεται - Πεδίο εφαρμογής - Εθνικές διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ή του ουσιαστικού δικαίου που διέπουν τις συνέπειες του διαζυγίου - Αποκλείονται

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 6 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 12 ΕΚ)]

Περίληψη


1 Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων δεν απαγορεύει την εφαρμογή, στη διαφορά μεταξύ δύο πρώην συζύγων, διατάξεων του εθνικού δικαίου, οι οποίες προβλέπουν την αντιστάθμιση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μεταξύ διαζευγμένων συζύγων.

Πράγματι, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν είναι αρμόδιος να καθορίζει τα δικαιώματα των συζύγων στα πλαίσια της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου, τα οποία διέπονται από τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και του οικογενειακού δικαίου που έχουν εφαρμογή στα κράτη μέλη και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των εν λόγω κρατών μελών. Πράγματι, ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως αποσκοπεί απλώς στη ρύθμιση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των ευρωπαϋκών θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, θεσπίζοντας ένα σύνολο αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και αναγνωρίζοντας, υπέρ ορισμένων μελών της οικογενείας του υπαλλήλου, δικαιώματα τα οποία μπορούν να επικαλεστούν έναντι των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων.

2 Η απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, που διατυπώνεται στο άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 12 ΕΚ), περιορίζεται στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης αυτής. Ούτε οι εθνικές διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που καθορίζουν το εφαρμοστέο στις συνέπειες διαζυγίου μεταξύ συζύγων εθνικό ουσιαστικό δίκαιο ούτε οι εθνικές διατάξεις του αστικού δικαίου που διέπουν από ουσιαστικής απόψεως τις συνέπειες αυτές αποτελούν τμήμα του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης. Επομένως, δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 6 της Συνθήκης το δίκαιο κράτους μέλους που διέπει, ενόψει της ιθαγενείας των συζύγων η οποία θεωρείται ως συνδετικό στοιχείο, τις συνέπειες του διαζυγίου μεταξύ υπαλλήλου των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων και του/της πρώην συζύγου του και έχει ως αποτέλεσμα ότι ο υπάλληλος αυτός φέρει μεγαλύτερα βάρη από υπάλληλο άλλης ιθαγενείας ο οποίος βρίσκεται στην ίδια θέση.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-430/97,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Amtsgericht Kφln (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Jutta Johannes

και

Hartmut Johannes,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 6 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 12 ΕΚ) και του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΞ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚΑΞ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) 2799/85 του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1985 (ΕΕ L 265, σ. 1), ιδίως του άρθρου 27 του παραρτήματος VIII αυτού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, L. Sevσn (εισηγητή) και M. Wathelet, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- o Hartmut Johannes, εκπροσωπούμενος από τον Hansmanfred Boden, δικηγόρο Κολωνίας, και τον Jochim Sedemund, δικηγόρο Βερολίνου,

- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τον Alfred Dittrich, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης, και τον Claus-Dieter Quassowski, Regierungsdirektor στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από την Christine Berardis-Kayser, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρουμένη από τον Bertrand Wδgenbaur, δικηγόρο Αμβούργου,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Hartmut Johannes, εκπροσωπουμένου από τον Hansmanfred Boden και τον Thomas Lόbbig, δικηγόρο Βερολίνου, καθώς και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον Bertrand Wδgenbaur, κατά τη συνεδρίαση της 25ης Φεβρουαρίου 1999,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Μαρτίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 1997, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Δεκεμβρίου 1997, το Amtsgericht Kφln υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία, αφενός, του άρθρου 6 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 12 ΕΚ) και, αφετέρου, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΞ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚΑΞ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) 2799/85 του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1985 (ΕΕ L 265, σ. 1, στο εξής: ΚΥΚ), ιδίως του άρθρου 27 του παραρτήματος VIII αυτού.

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της J. Johannes και του πρώην συζύγου της, των οποίων ο γάμος έχει λυθεί με διαζύγιο, όσον αφορά την καταβολή στην αιτούσα της κύριας δίκης αποζημιώσεως αντισταθμιστικής των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε ο H. Johannes κατά τη διάρκεια του γάμου τους.

3 Το άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ορίζει τα εξής:

«Εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας Συνθήκης και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας.»

4 Το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προβλέπει τα εξής:

«Η διαζευγμένη σύζυγος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούται τη σύνταξη επιζώντων που καθορίζεται στο κεφάλαιο αυτό, με την προϋπόθεση ότι αποδεικνύει ότι ο πρώην σύζυγός της υποχρεούνταν, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να της καταβάλει διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με σύμβαση μεταξύ των πρώην συζύγων.»

5 Η αιτούσα και ο καθού της κύριας δίκης, οι οποίοι έχουν αμφότεροι τη γερμανική ιθαγένεια, παντρεύτηκαν στις 18 Απριλίου 1963 στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

6 Ο γάμος λύθηκε με απόφαση περί διαζυγίου του Tribunal de premiθre instance των Βρυξελλών στις 28 Απριλίου 1986, εκδοθείσα κατ' εφαρμογήν του βελγικού δικαίου ως του δικαίου της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής κατοικίας των συζύγων, με αποκλειστική υπαιτιότητα της αιτούσας. Η απόφαση αυτή απέκτησε ισχύ δεδικασμένου στις 28 Οκτωβρίου 1988 και αναγνωρίστηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του ομοσπόνδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας στις 21 Απριλίου 1995.

7 Ο καθού της κύριας δίκης, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής, λαμβάνει, από την 1η Ιουνίου 1996, σύνταξη από την Ευρωπαϋκή Κοινότητα.

8 Η J. Johannes ζητεί την αντισταθμιστική κατανομή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων που απέκτησε ο H. Johannes ως υπάλληλος της Επιτροπής, ανάλογα με τη διάρκεια του γάμου, βάσει των άρθρων 1587 επ. του Bόrgerliches Gesetzbuch (αστικού κώδικα, στο εξής: BGB) και του άρθρου 2 του Gesetz zur Regelung von Hδrten im Versorgungsausgleich της 21ης Φεβρουαρίου 1983 (νόμου για τη ρύθμιση των χαλεπών περιστάσεων κατά την αντισταθμιστική κατανομή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων).

9 Οι διάδικοι συμφωνούν ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του καθού της κύριας δίκης έναντι του Bundesversicherungsanstalt fόr Angestellte (ομοσπονδιακού ιδρύματος ασφαλίσεων ιδιωτικών υπαλλήλων), τα οποία αφορούν περίοδο απασχολήσεως προγενέστερη του διορισμού του ως κοινοτικού υπαλλήλου, υπόκεινται στις διατάξεις του γερμανικού δικαίου περί κατανομής των δικαιωμάτων αυτών. Ο H. Johannes αντιτάσσεται στην κατανομή των δικαιωμάτων επί της συντάξεως που του καταβάλλει η Ευρωπαϋκή Επιτροπή, επικαλούμενος λόγους αντλούμενους από το κοινοτικό δίκαιο και, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 6 της Συνθήκης και 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

10 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Amtsgericht Kφln αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Συνιστά ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, κυρίως δε το παράρτημα VIII - Συνταξιοδοτικό καθεστώς - και ειδικότερα το άρθρο 27 αυτού, γενική και εξαντλητική ρύθμιση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων διαζευγμένης/ου συζύγου υπαλλήλου, αποκλείουσα τα περαιτέρω δικαιώματα που προβλέπει το εθνικό δίκαιο (εν προκειμένω: αποζημίωση αντισταθμιστική των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων κατ' εφαρμογή του γερμανικού ενοχικού δικαίου);

2) Συνάδει προς τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων και προς το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ το ότι το διέπον τις συνέπειες του διαζυγίου δίκαιο κράτους μέλους (εν προκειμένω της Γερμανίας) επιβαρύνει περισσότερο έναν υπάλληλο με αποζημίωση αντισταθμιστική των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων κατ' εφαρμογή του γερμανικού ενοχικού δικίου, για τον μοναδικό λόγο ότι ο υπάλληλος αυτός έχει τη γερμανική ιθαγένεια;»

Επί του πρώτου ερωτήματος

11 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν ο ΚΥΚ, κυρίως δε το άρθρο 27 του παραρτήματος VIII αυτού, απαγορεύει την εφαρμογή διατάξεων του εθνικού δικαίου, όπως αυτές των άρθρων 1587 επ. του BGB, οι οποίες προβλέπουν την αντισταθμιστική κατανομή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μεταξύ διαζευγμένων συζύγων.

12 Ο H. Johannes υποστηρίζει ότι ο ΚΥΚ συνιστά αυτόνομο και πλήρες σύστημα το οποίο δεν μπορούν να θίξουν οι νομοθεσίες των κρατών μελών. Καταλήγει ότι το προβλεπόμενο από τη γερμανική νομοθεσία δικαίωμα του/της διαζευγμένου/της συζύγου για αποζημίωση αντισταθμιστική των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν συνάδει προς το σύστημα αυτό. Ειδικότερα, η άσκηση του δικαιώματος αυτού έχει ως συνέπεια σώρευση συντάξεων αντίθετη προς τον ΚΥΚ όταν η διαζευγμένη σύζυγος αποβιώσαντος υπαλλήλου φθάνει σε ηλικία συνταξιοδοτήσεως, διότι θα έχει στην περίπτωση αυτή δικαίωμα τόσο στη σύνταξη επιζώντων δυνάμει του άρθρου 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ όσο και στην αντισταθμιστική αποζημίωση του γερμανικού δικαίου.

13 Η Γερμανική Κυβέρνηση εκθέτει ότι η αντιστάθμιση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μεταξύ διαζευγμένων συζύγων απορρέει από την ιδέα ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που απέκτησε έκαστος των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου είναι το αποτέλεσμα κοινής προσπάθειας. Για τον λόγο αυτό η γερμανική νομοθεσία αναγνωρίζει στον σύζυγο ο οποίος έχει τα χαμηλότερα συνταξιοδοτικά δικαιώματα δικαίωμα αντισταθμίσεως της διαφοράς της αξίας των κτηθέντων κατά τη διάρκεια του γάμου συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Η υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε έκαστος των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου επιβάλλει τον συνυπολογισμό, για την αντιστάθμιση, των δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου έναντι αλλοδαπού οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως, διεθνούς ή υπερεθνικού. Τούτο ουδόλως συνεπάγεται προσβολή των έναντι αλλοδαπού, διεθνούς ή υπερεθνικού, φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως κτηθέντων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, εφόσον, κατά την κυβέρνηση αυτή, η εφαρμογή της αντισταθμίσεως δεν αφορά άμεσα τα εν λόγω συνταξιοδοτικά δικαιώματα, αλλά απορρέει από την εφαρμογή του ενοχικού δικαίου στο πλαίσιο διακανονισμού των λογαριασμών μεταξύ πρώην συζύγων.

14 Προκειμένου περί της συντάξεως επιζώντων που χορηγείται στον διαζευγμένο σύζυγο δυνάμει του άρθρου 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι αυτή επιδιώκει ένα σκοπό και υπόκειται σε καθεστώς που διαφέρουν από αυτά της αντισταθμίσεως των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Άλλωστε, ακόμη και μετά τον θάνατο του υποχρέου σε αντιστάθμιση, δεν υφίσταται δυνατότητα σωρεύσεως των δικαιωμάτων που αντλούνται από την αντιστάθμιση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και της ενοχικής αξιώσεως που συνίσταται στη σύνταξη επιζώντων του/της διαζευγμένου/της συζύγου.

15 Η Γερμανική Κυβέρνηση διευκρινίζει, τέλος, ότι το γερμανικό καθεστώς αντισταθμίσεως των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων λαμβάνει υπόψη τις προθέσεις που εκδήλωσε το Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο με το ψήφισμά του Α3-0418/93, σχετικά με το δικαίωμα των διαζευγμένων ή εν διαστάσει γυναικών σε μερίδιο επί της συντάξεως του πρώην συζύγου, στα κράτη μέλη της Κοινότητας, της 21ης Ιανουαρίου 1994 (ΕΕ C 44, σ. 218).

16 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο ΚΥΚ ρυθμίζει αποκλειστικά τις έννομες σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϋκών θεσμικών οργάνων και των αντιστοίχων υπαλλήλων τους. Αντιθέτως, η ρύθμιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των υπαλλήλων έναντι των μελών της οικογενείας τους ή τρίτων, που απορρέουν ενδεχομένως από το οικογενειακό δίκαιο ή από άλλες διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών.

17 Προκειμένου περί του άρθρου 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, η Επιτροπή αναφέρει ότι αποτελεί έκφραση του καθήκοντος αρωγής της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής προς τον πρώην σύζυγο αποβιώσαντος υπαλλήλου. Η εν λόγω διάταξη δεν ρυθμίζει, επομένως, τις οικονομικές υποχρεώσεις του υπαλλήλου έναντι του/της πρώην συζύγου του κατ' εφαρμογήν του εθνικού οικογενειακού δικαίου και δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια, ούτε δυνάμει της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου ούτε δυνάμει οποιασδήποτε άλλης αρχής του κοινοτικού δικαίου, τη μη εφαρμογή διατάξεως, όπως αυτή των άρθρων 1587 επ. του BGB, σχετικά με την αντιστάθμιση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

18 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 24 των προτάσεών του, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν είναι αρμόδιος να καθορίζει τα δικαιώματα των συζύγων στα πλαίσια της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ενδεχόμενη αντιστάθμιση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων όπως την προβλέπει η γερμανική νομοθεσία. Τα δικαιώματα αυτά διέπονται από τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και του οικογενειακού δικαίου που έχουν εφαρμογή εντός των κρατών μελών και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των εν λόγω κρατών μελών.

19 Ο ΚΥΚ αποσκοπεί απλώς στη ρύθμιση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των ευρωπαϋκών θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, θεσπίζοντας ένα σύνολο αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και αναγνωρίζοντας, υπέρ ορισμένων μελών της οικογενείας του υπαλλήλου, δικαιώματα τα οποία μπορούν να επικαλεστούν έναντι των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων.

20 Επομένως, ο ΚΥΚ ουδόλως απαγορεύει την εφαρμογή, μεταξύ δύο πρώην συζύγων, διατάξεων του εθνικού δικαίου, όπως αυτές των άρθρων 1587 επ. του BGB, οι οποίες προβλέπουν την αντιστάθμιση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μεταξύ διαζευγμένων συζύγων.

21 Προκειμένου, ειδικότερα, για το άρθρο 27 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης και δεν έχει τον ίδιο σκοπό με την αντισταθμιστική κατανομή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων την οποία ζητεί η J. Johannes. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων όπως αυτές τις οποίες αφορά η διαφορά της κύριας δίκης.

22 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ο ΚΥΚ, και ειδικότερα το άρθρο 27 του παραρτήματος VIII αυτού, δεν απαγορεύει την εφαρμογή, σε διαφορά μεταξύ δύο πρώην συζύγων, διατάξεων του εθνικού δικαίου, όπως αυτές των άρθρων 1587 επ. του BGB, οι οποίες προβλέπουν την αντισταθμιστική κατανομή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μεταξύ διαζευγμένων συζύγων.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

23 Με το δεύτερο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν αντιβαίνει προς το άρθρο 6 της Συνθήκης το δίκαιο κράτους μέλους που διέπει τις συνέπειες του διαζυγίου μεταξύ υπαλλήλου των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων και του πρώην συζύγου του και έχει ως αποτέλεσμα ότι, λόγω της ιθαγενείας του, ο υπάλληλος αυτός φέρει μεγαλύτερα βάρη από τον υπάλληλο άλλης ιθαγενείας που βρίσκεται στην ίδια θέση.

24 Ο H. Johannes συγκρίνει την περίπτωσή του με αυτήν κοινοτικού υπαλλήλου βελγικής ιθαγενείας, ο οποίος υπάγεται στο βελγικό δίκαιο. Εφόσον το δίκαιο αυτό δεν αναγνωρίζει τον μηχανισμό αντισταθμιστικής κατανομής των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, ο υπάλληλος αυτός δεν θα μπορούσε να υποχρεωθεί να καταβάλει ποσά τόσο σημαντικά όπως αυτά που είναι δυνατόν να επιβληθούν στον H. Johannes. Εξ αυτού ο καθού της κύριας δίκης συνάγει ότι υπάρχει δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγενείας, εφόσον η διαφορά καταστάσεων στηρίζεται αποκλειστικά στη διαφορά ιθαγενείας.

25 Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υπενθυμίζουν ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 6 της Συνθήκης έχει εφαρμογή μόνο στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Φρονούν ότι τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω, εφόσον οι αφορώσες την αντιστάθμιση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων διατάξεις είναι διατάξεις του αστικού δικαίου, οι οποίες δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του κοινοτικού νομοθέτη, αλλά εξακολουθούν να υπάγονται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Η διαφορά καταστάσεων στην οποία αναφέρεται ο H. Johannes είναι το αποτέλεσμα της εφαρμογής διαφορετικών εθνικών δικαίων. Η ιθαγένεια των διαδίκων λαμβάνεται υπόψη, κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, μόνον ως συνδετικό στοιχείο το οποίο παρέχει τη δυνατότητα καθορισμού του εφαρμοστέου στις συνέπειες του διαζυγίου εθνικού ουσιαστικού δικαίου.

26 Συναφώς, επιβάλλεται να τονιστεί ότι η απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, που διατυπώνεται στο άρθρο 6 της Συνθήκης, περιορίζεται στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης αυτής (απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 1997, C-291/96, Grado και Bashir, Συλλογή 1997, σ. Ι-5531, σκέψη 13).

27 Ούτε οι εθνικές διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που καθορίζουν το εφαρμοστέο στις συνέπειες διαζυγίου μεταξύ συζύγων εθνικό ουσιαστικό δίκαιο ούτε οι εθνικές διατάξεις του αστικού δικαίου που διέπουν από ουσιαστικής απόψεως τις συνέπειες αυτές αποτελούν τμήμα του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης.

28 Επομένως, το άρθρο 6 της Συνθήκης δεν εμποδίζει να λαμβάνεται υπόψη, κατά το δίκαιο κράτους μέλους, η ιθαγένεια των συζύγων ως συνδετικό στοιχείο το οποίο παρέχει τη δυνατότητα καθορισμού του εφαρμοστέου στις συνέπειες του διαζυγίου εθνικού ουσιαστικού δικαίου.

29 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 6 της Συνθήκης το δίκαιο κράτους μέλους που διέπει, ενόψει της ιθαγενείας των συζύγων η οποία θεωρείται ως συνδετικό στοιχείο, τις συνέπειες του διαζυγίου μεταξύ υπαλλήλου των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων και του/της πρώην συζύγου του και έχει ως αποτέλεσμα ότι ο υπάλληλος αυτός φέρει μεγαλύτερα βάρη από υπάλληλο άλλης ιθαγενείας ο οποίος βρίσκεται στην ίδια θέση.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

30 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πρώτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 1997 το Amtsgericht Kφln, αποφαίνεται:

1) Ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΞ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚΑΞ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) 2799/85 του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1985, ιδίως το άρθρο 27 του παραρτήματος VIII αυτού, δεν απαγορεύει την εφαρμογή, σε διαφορά μεταξύ δύο πρώην συζύγων, διατάξεων του εθνικού δικαίου όπως αυτές των άρθρων 1587 επ. του Bόrgerliches Gesetzbuch, οι οποίες προβλέπουν την αντισταθμιστική κατανομή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μεταξύ διαζευγμένων συζύγων.

2) Δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 12 ΕΚ) το δίκαιο κράτους μέλους που διέπει, ενόψει της ιθαγενείας των συζύγων η οποία θεωρείται ως συνδετικό στοιχείο, τις συνέπειες του διαζυγίου μεταξύ υπαλλήλου των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων και του/της πρώην συζύγου του και έχει ως αποτέλεσμα ότι ο υπάλληλος αυτός φέρει μεγαλύτερα βάρη από υπάλληλο άλλης ιθαγενείας ο οποίος βρίσκεται στην ίδια θέση.