61997J0384

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 2000. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας. - Παράßαση κράτους μέλους - Ρύπανση του υδάτινου περιßάλλοντος - Υποχρέωση καταρτίσεως προγραμμάτων για τη μείωση της ρυπάνσεως από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες - Μη μεταφορά της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ στην εσωτερική έννομη τάξη. - Υπόθεση C-384/97.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-03823


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Προσφυγή λόγω παραβάσεως - Εξέταση του βασίμου της προσφυγής από το Δικαστήριο - Κατάσταση που λαμβάνεται υπόψη - Κατάσταση κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη

[(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 169 (νυν άρθρο 226 ΕΚ)]

2 Περιβάλλον - Ρύπανση υδάτων - Οδηγία 76/464 - Υποχρέωση καταρτίσεως ειδικών προγραμμάτων για τη μείωση της προκαλουμένης από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες μολύνσεως - Περιεχόμενο

(Οδηγία 76/464 του Συμβουλίου, άρθρο 7 και παράρτημα, κατάλογος ΙΙ)

Περίληψη


1 Στο πλαίσιο της ασκουμένης δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ) προσφυγής, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας και οι μεταβολές που επήλθαν εν συνεχεία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο.

(βλ. σκέψη 35)

2 Τα προγράμματα που τα κράτη μέλη οφείλουν, δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας 76/464, να καταρτίσουν με σκοπό τη μείωση της ρυπάνσεως των υδάτων τους από τις ουσίες του καταλόγου ΙΙ του παραρτήματος της οδηγίας πρέπει να είναι ειδικά, δηλαδή πρέπει να έχουν πληρότητα και συνοχή και να αποτελούν συγκεκριμένο και διαρθρωμένο σχεδιασμό, καλύπτοντα το σύνολο της εθνικής επικρατείας και αφορώντα τη μείωση της ρυπάνσεως που προκαλούν όλες οι ουσίες του καταλόγου ΙΙ, οι οποίες συντελούν στη ρύπανση ενόψει της καταστάσεως που επικρατεί εντός εκάστου κράτους μέλους, σε σχέση με τους καθοριζομένους στα ίδια αυτά προγράμματα ποιοτικούς στόχους των υδάτων όπου αποβάλλονται οι εν λόγω ουσίες.

Επομένως, δεν μπορούν να λογίζονται ως προγράμματα, κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας, εθνικά μέτρα τα οποία, αν και είναι σε θέση να συμβάλουν στη μείωση της ρυπάνσεως του υδάτινου περιβάλλοντος, πάντως, αποτελούν απλώς εξειδικευμένα μέτρα και όχι την υλοποίηση ενός προγραμματισμού με πληρότητα και συνοχή για τη μείωση της ρυπάνσεως, στηριζομένου σε μελέτη της καταστάσεως των υδάτων όπου αποβάλλονται οι ουσίες και καθορίζοντος τους προς επίτευξη ποιοτικούς στόχους.

(βλ. σκέψεις 39-40, 42)

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-384/97,

Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Μ. Κοντού-Durande, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gσmez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τις Α. Σαμώνη-Ράντου, νομικό σύμβουλο στην ειδική νομική υπηρεσία Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, και Ε.-Μ. Μαμούνα, νομικό συνεργάτη ΒΒ στην ίδια υπηρεσία, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ελλάδος, 117, Val Sainte-Croix,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη καταρτίζοντας προγράμματα περιλαμβάνοντα ποιοτικούς στόχους και θέτοντα τα χρονικά όρια πραγματοποιήσεώς τους για τη μείωση της ρυπάνσεως των υδάτων από τις 99 επικίνδυνες ουσίες του πρώτου εδαφίου του καταλόγου ΙΙ του παραρτήματος της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαου 1976, περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 138), και, ως εκ τούτου, μη εξαρτώντας τις απορρίψεις που πραγματοποιούνται εντός των υδάτων και που ενδέχεται να περιέχουν τις εν λόγω ουσίες από προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής με την οποία να καθορίζονται τα πρότυπα αποβολής με βάση ποιοτικούς στόχους προβλεπόμενους στα ως άνω προγράμματα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ και από το άρθρο 7 της οδηγίας 76/464,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Schintgen, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, P. J. G. Kapteyn, G. Hirsch (εισηγητή), H. Ragnemalm και Β. Σκουρή, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Lιger

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 29ης Σεπτεμβρίου 1999, κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή εκπροσωπήθηκε από τη M. Κοντού-Durande και η Ελληνική Δημοκρατία από την Ε. Σκανδάλου, βοηθό νομικό σύμβουλο στην ειδική νομική υπηρεσία Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Οκτωβρίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Νοεμβρίου 1997, η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), προσφυγή με αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη καταρτίζοντας προγράμματα περιλαμβάνοντα ποιοτικούς στόχους και θέτοντα τα χρονικά όρια πραγματοποιήσεώς τους για τη μείωση της ρυπάνσεως των υδάτων από τις 99 επικίνδυνες ουσίες του πρώτου εδαφίου του καταλόγου ΙΙ του παραρτήματος της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαου 1976, περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 138, στο εξής: οδηγία), και, ως εκ τούτου, μη εξαρτώντας τις απορρίψεις που πραγματοποιούνται εντός των υδάτων και που ενδέχεται να περιέχουν τις εν λόγω ουσίες από προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής με την οποία να καθορίζονται τα πρότυπα αποβολής με βάση ποιοτικούς στόχους προβλεπόμενους στα ως άνω προγράμματα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ και από το άρθρο 7 της οδηγίας 76/464.

Το κανονιστικό πλαίσιο

2 Η οδηγία σκοπεί στην εξάλειψη της ρυπάνσεως του υδάτινου περιβάλλοντος από ορισμένες ιδιαίτερα επικίνδυνες ουσίες, απαριθμούμενες σε κατάλογο αποκαλούμενο «κατάλογο Ι», και στη μείωση της ρυπάνσεως από ορισμένες άλλες επικίνδυνες ουσίες, απαριθμούμενες σε άλλο κατάλογο, αποκαλούμενο «κατάλογο ΙΙ», οι δε δύο κατάλογοι αποτελούν παράρτημα της οδηγίας. Προς επίτευξη του στόχου αυτού, τα κράτη μέλη οφείλουν, δυνάμει του άρθρου 2 της οδηγίας, να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα.

3 Όσον αφορά τις περιλαμβανόμενες στον κατάλογο Ι ουσίες, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξαρτούν, δυνάμει των άρθρων 3 και 5 της οδηγίας, κάθε απόρριψη εντός του υδάτινου περιβάλλοντος από προηγούμενη άδεια των αρμοδίων αρχών και να καθορίζουν πρότυπα αποβολής που δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν ορισμένες οριακές τιμές που θεσπίζει από το Συμβούλιο με γνώμονα τις επιπτώσεις των ουσιών επί του υδάτινου περιβάλλοντος.

4 Ως προς τις περιλαμβανόμενες στον κατάλογο ΙΙ ουσίες, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας υποχρεώνει τα κράτη μέλη να καταρτίσουν προγράμματα για τη μείωση της ρυπάνσεως του υδάτινου περιβάλλοντος (στο εξής: προγράμματα), περιλαμβάνοντα ποιοτικούς στόχους για τα ύδατα καθοριζόμενους με γνώμονα τις επιπτώσεις των ουσιών επί των ζώντων εντός του ύδατος οργανισμών. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, οι δυνάμενες να περιέχουν μια από τις ουσίες του καταλόγου ΙΙ απορρίψεις εξαρτώνται υποχρεωτικά από προηγούμενη άδεια της αρμόδιας εθνικής αρχής, η οποία καθορίζει και τα σχετικά πρότυπα αποβολής. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 6, της οδηγίας, τα προγράμματα και τα αποτελέσματα της εφαρμογής τους ανακοινώνονται στην Επιτροπή περιληπτικώς.

5 Ο κατάλογος ΙΙ προβλέπει ότι οι περιλαμβανόμενες στον κατάλογο Ι ουσίες, για τις οποίες το Συμβούλιο δεν καθόρισε ακόμα οριακές τιμές, περιλαμβάνονται στον κατάλογο ΙΙ.

6 Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των ουσιών του καταλόγου Ι απαριθμείται καθ' ομάδες, χρειάστηκε καταρχάς, για τον καθορισμό των οριακών τιμών, να οριστούν οι μεμονωμένες ουσίες που συναποτελούν τις ομάδες αυτές. Για την εκπλήρωση της ως άνω αποστολής, η Επιτροπή κατάρτισε, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, κατάλογο 129 μεμονωμένων ουσιών, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από το Συμβούλιο, με το ψήφισμά του της 7ης Φεβρουαρίου 1983 για την καταπολέμηση της ρυπάνσεως των υδάτων (ΕΕ C 46, σ. 17), ως «βάση για τη συνέχιση των εργασιών σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας». Ακολούθως, στον κατάλογο αυτόν προστέθηκαν 3 επί πλέον ουσίες. Για τις 18 από τις εν λόγω 132 ουσίες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο Ι, το Συμβούλιο καθόρισε οριακές τιμές αποβολής και ποιοτικούς στόχους, ενώ 15 άλλες ουσίες αποτελούν αντικείμενο προτάσεως οδηγίας του Συμβουλίου περί τροποποιήσεως της οδηγίας 76/464, υποβληθείσας από την Επιτροπή στις 14 Φεβρουαρίου 1990 (ΕΕ C 55, σ. 7). Απομένουν, επομένως, 99 ουσίες εμπίπτουσες στον κατάλογο Ι και περιλαμβανόμενες, λόγω του μη καθορισμού οριακών τιμών αποβολής, στον κατάλογο ΙΙ, για τις οποίες τα κράτη μέλη υποχρεούνται, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, να καταρτίσουν προγράμματα.

7 Σε σύσκεψη εθνικών εμπειρογνωμόνων της 31ης Ιανουαρίου και 1ης Φεβρουαρίου 1989 συμφωνήθηκε πίνακας ουσιών κατά προτεραιότητα του καταλόγου ΙΙ.

8 Η οδηγία δεν τάσσει καμία προθεσμία για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο. Πάντως, στο άρθρο της 12, παράγραφος 2, προβλέπεται ότι η Επιτροπή διαβιβάζει στο Συμβούλιο, ει δυνατόν εντός προθεσμίας 27 μηνών από την κοινοποίησή της, τις πρώτες προτάσεις που υποβλήθηκαν με βάση τη συγκριτική εξέταση των καταρτισθέντων από τα κράτη μέλη προγραμμάτων. Εκτιμώντας ότι τα κράτη μέλη δεν ήσαν σε θέση να της παράσχουν προσήκοντα στοιχεία εντός της προθεσμίας αυτής, η Επιτροπή τους πρότεινε, με έγγραφο της 3ης Νοεμβρίου 1976, να θεωρήσουν τη 15η Σεπτεμβρίου 1981 ως καταληκτική ημερομηνία καταρτίσεως των προγραμμάτων και τη 15η Σεπτεμβρίου 1986 ως καταληκτική ημερομηνία για την εφαρμογή τους.

Πραγματικά περιστατικά

9 Με έγγραφο της 26ης Απριλίου 1989, η Επιτροπή ζήτησε από την Ελληνική Δημοκρατία πληροφορίες επί της εφαρμογής των προγραμμάτων που αφορούν ορισμένες ουσίες του καταλόγου ΙΙ. Με την απάντησή τους, οι ελληνικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή για το νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει στην Ελλάδα σχετικά με τη μείωση των ουσιών του καταλόγου ΙΙ, τις προβλεπόμενες για τον έλεγχο των απορρίψεων των ως άνω ουσιών εργασίες με σκοπό τη βελτίωση της καταστάσεως εντός των αστικών περιοχών της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών, καθώς για τις υπό κατάρτιση μελέτες προς μείωση της ρυπάνσεως. Πάντως, η απάντηση αυτή δεν περιείχε καμία πληροφορία σχετικά με τις ταχθείσες προθεσμίες για την εκτέλεση συγκεκριμένων προγραμμάτων μειώσεως της ρυπάνσεως των υδάτων από τις ουσίες του καταλόγου ΙΙ της οδηγίας.

10 Η Επιτροπή απηύθυνε στις 4 Απριλίου 1990 δεύτερη επιστολή προς την Ελληνική Δημοκρατία, εφιστώντας την προσοχή των ελληνικών αρχών επί της εφαρμογής του άρθρου 7 της οδηγίας. Με την επιστολή αυτή, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι είχε καταρτίσει πίνακα 132 ουσιών κατά προτεραιότητα του καταλόγου Ι, από τις οποίες 33 αποτελούσαν ήδη αντικείμενο «παραγώγων», όπως αποκαλούνται, οδηγιών ή προτάσεων οδηγιών.

11 Με την ίδια εξάλλου επιστολή, η Επιτροπή ενέμεινε επί του γεγονότος ότι οι 99 εναπομένουσες ουσίες υπάγονταν στις προβλεπόμενες από το άρθρο 7 υποχρεώσεις εφόσον δεν αποτελούσαν αντικείμενο κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία να της διαβιβάσει:

- ενημερωμένο κατάλογο εμφαίνοντα εκείνες από τις 99 ουσίες που απορρίπτονταν στο ελληνικό υδάτινο περιβάλλον,

- τους ποιοτικούς στόχους που ίσχυαν κατά τον χρόνο χορηγήσεως των αδειών απορρίψεως (για μία ή περισσότερες από τις προαναφερθείσες ουσίες) όσον αφορά τις διάφορες περιοχές που εθίγησαν από τις απορρίψεις αυτές και

- τους λόγους για τους οποίους δεν είχαν ενδεχομένως καθοριστεί ποιοτικοί στόχοι, καθώς και χρονοδιάγραμμα εμφαίνον τον χρόνο προσδιορισμού των οικείων ποιοτικών στόχων.

12 Οι ελληνικές αρχές δεν απάντησαν στο έγγραφο αυτό.

13 Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την κατά το άρθρο 169 της Συνθήκης διαδικασία. Με έγγραφο οχλήσεως της 27ης Δεκεμβρίου 1990, η Επιτροπή πληροφόρησε την Ελληνική Δημοκρατία ότι, κατά την εκτίμησή της, η τελευταία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία, και συγκεκριμένα από το άρθρο 7 αυτής, καθώς και από τη Συνθήκη, οπότε την κάλεσε να της γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις της εντός διμήνου.

14 Στο συμπληρωματικό έγγραφο της 5ης Οκτωβρίου 1993 η Επιτροπή επισυνήψε τον πλήρη κατάλογο των 99 ουσιών που δεν περιλαμβάνονταν στο έγγραφό της οχλήσεως και επανέλαβε το αίτημά της.

15 Οι ελληνικές αρχές απάντησαν στις 12 Αυγούστου 1994, διευκρινίζοντας ότι το μόνο νέο στοιχείο που ανέκυψε σε σχέση με την επικρατούσα το 1990 κατάσταση ήταν η υπογραφή συμβάσεως με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου για την πραγματοποίηση ειδικής μελέτης. Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές παρέσχαν ορισμένες πληροφορίες σχετικά με το ενδεχόμενο ορισμένες από τις ουσίες του καταλόγου ΙΙ να απαντούν στο υδάτινο περιβάλλον.

16 Ειδικότερα, οι ελληνικές αρχές διευκρίνισαν ότι 32 ουσίες, οι οποίες εμπλέκονται στη σύνθεση παρασιτοκτόνων ή χρησιμοποιούνται στο στάδιο επεξεργασίας τους, υφίστανται, λόγω της ελάχιστης ποσότητάς τους, φωτοχημική ή μικροβιακή διάσπαση και δεν εκχέονται άμεσα στο υδάτινο περιβάλλον, ενώ 9 ουσίες δεν διατίθενται στο εμπόριο στην Ελλάδα. Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές αναγνώρισαν την πιθανότητα 17 ουσίες να απαντούν στα υγρά απόβλητα, ενώ η μία από αυτές δεν απορρίπτεται στα επιφανειακά ύδατα. Όσον αφορά 10 άλλες ουσίες, καθώς και εκείνες για τις οποίες δεν δόθηκε κανένα πληροφοριακό στοιχείο εκ μέρους τους, οι αρχές διευκρίνισαν ότι είχε ζητηθεί η κατάρτιση σχετικής μελέτης προκειμένου να ληφθούν στοιχεία για τις συγκεντρώσεις των ουσιών αυτών στα απόβλητα των παραγωγικών μονάδων και για την τυχόν παρουσία των λοιπών ουσιών του καταλόγου ΙΙ στο υδάτινο περιβάλλον.

17 Από τα ανωτέρω στοιχεία η Επιτροπή κατέληξε ότι, για 72 από τις 99 ουσίες του καταλόγου ΙΙ, οι ελληνικές αρχές δεν είχαν λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη μείωση της ρυπάνσεως των υδάτων από τις ουσίες αυτές. Πρόκειται για 59 ουσίες για τις οποίες δεν προσκομίστηκε κανένα πληροφοριακό στοιχείο, 10 ουσίες η τυχόν παρουσία των οποίων εντός του υδάτινου περιβάλλοντος αναγνωρίστηκε και 3 ουσίες για τις οποίες δεν προσκομίστηκε καμία συγκεκριμένη πληροφορία.

18 Η Επιτροπή απηύθυνε στις 23 Δεκεμβρίου 1996 στην Ελληνική Δημοκρατία αιτιολογημένη γνώμη, σύμφωνα με την οποία εκτιμούσε ότι, μη καταρτίζοντας προγράμματα περιλαμβάνοντα ποιοτικούς στόχους και θέτοντα τα χρονικά όρια πραγματοποιήσεώς τους για τη μείωση της ρυπάνσεως των υδάτων από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες του καταλόγου ΙΙ και μη εξαρτώντας τις απορρίψεις που πραγματοποιούνται εντός των υδάτων και που ενδέχεται να περιέχουν τις εν λόγω ουσίες από προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής, με την οποία να καθορίζονται τα πρότυπα αποβολής με βάση ποιοτικούς στόχους προβλεπόμενους στα προγράμματα μειώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 7 της οδηγίας και 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 10 ΕΚ).

19 Με έγγραφο της 20ής Μαρτίου 1997, η Ελληνική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή για τις δρομολογημένες ενέργειες του Υπουργείου Ξωροταξίας, Περιβάλλοντος και Δημοσίων Έργων σχετικά με τις ουσίες του καταλόγου ΙΙ και ειδικότερα για την πρωτοβουλία αναθέσεως στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου μελέτης σχετικά με την επικρατούσα στην Ελλάδα κατάσταση όσον αφορά τις εν λόγω ουσίες.

Επί της ουσίας

20 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία όφειλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 7 της οδηγίας, να καταρτίσει προγράμματα με σκοπό τη μείωση της ρυπάνσεως των υδάτων της από τις ουσίες του καταλόγου ΙΙ, ήτοι τις 99 κοινοποιηθείσες ουσίες καθώς και τις οικογένειες και τις ομάδες ουσιών που απαριθμούνται στο δεύτερο εδάφιο του ως άνω καταλόγου.

21 Πάντως, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής, η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε κοινοποιήσει ολοκληρωμένα προγράμματα μειώσεως της υφισταμένης ρυπάνσεως των εσωτερικών υδάτων και των παρακτίων υδάτων από τις ουσίες του καταλόγου ΙΙ της οδηγίας. Επομένως, οι πραγματοποιούμενες εντός των υδάτων απορρίψεις που ενδέχεται να περιέχουν μία από τις εμπίπτουσες στον κατάλογο ΙΙ ουσίες δεν εξαρτώνται από προηγούμενη άδεια με την οποία να καθορίζονται νέα πρότυπα αποβολής με γνώμονα ποιοτικούς στόχους που καθορίζονται με τα προγράμματα μειώσεως της ρυπάνσεως, όπως απαιτεί η οδηγία.

22 Η Επιτροπή τονίζει ειδικότερα ότι, στον βαθμό που, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, υφίσταται συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία του συνόλου των υδάτινων αποδεκτών και έχουν θεσπιστεί προς τούτο, εντός ορισμένων νομών, ποιοτικοί στόχοι και, εντός άλλων νομών, ανώτατα όρια αποβολής εντός των υδάτινων αποδεκτών, πρόκειται για διατάξεις διαφορετικού περιεχομένου, φύσεως και ισχύος, μεταξύ των οποίων

- κοινές υπουργικές αποφάσεις που αφορούν τη μεταφορά στην ελληνική έννομη τάξη της οδηγίας 75/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1975, περί διαθέσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 77), της οδηγίας 76/403/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 1976, περί της εξαλείψεως των πολυχλωροδιφαινυλίων και πολυχλωροτριφαινυλίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 136), και της οδηγίας 78/319/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1978, περί των τοξικών και επικινδύνων αποβλήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 161),

- υπουργική απόφαση σχετικά με την προστασία των υδάτων που χρησιμοποιούνται για την ύδρευση της περιοχής της πρωτεύουσας από ρυπάνσεις και μολύνσεις,

- νομαρχιακές αποφάσεις ή υπουργικές αποφάσεις καθορίζουσες τους υδάτινους αποδέκτες εντός των οποίων πρόκειται να απορριφθούν τα απόβλητα διαφόρων περιοχών, όπως είναι η Κομοτηνή, η Αλεξανδρούπολη, η λίμνη Βιστονίδα, ο Σαρωνικός Κόλπος, η Φλώρινα, η Καβάλα, οι περισσότερες δε από τις αποφάσεις αυτές περιλαμβάνουν ανώτατα όρια αποβολής των διαφόρων ουσιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ορισμένες μόνον από τις 99 επικίνδυνες ουσίες που αποτελούν αντικείμενο της προσφυγής, και

- άλλες αποφάσεις καθορίζουσες τη χρήση των υδάτων επιφανείας σε διάφορες περιοχές (ο καθορισμός της χρήσεως των επιφανειακών και υπογείων υδάτων αφορά, μεταξύ άλλων, την περιοχή της Φλώρινας, τη χρήση των υδάτων των ποταμών Αλιάκμονα και Πηνειού) και θέτουσες ποιοτικούς στόχους για να καταστεί δυνατή η χρήση των υδάτων αυτών.

23 Σύμφωνα με την Επιτροπή, παρόμοιες διατάξεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως προγράμματα κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας, διότι το αντικείμενο και ο σκοπός τους διαφέρουν από τα αντίστοιχα της οδηγίας και θεσπίστηκαν για την ικανοποίηση άλλων αναγκών.

24 Μολονότι αναγνωρίζει ότι τα εν λόγω μέτρα συμβάλλουν στη διασφάλιση κάποιας ποιότητας των εσωτερικών υδάτων, η Επιτροπή εκτιμά ότι αυτά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τα μέτρα που προβλέπει η οδηγία, ήτοι τη θέσπιση και τη γνωστοποίηση στην Επιτροπή προγραμμάτων όπως αυτά που θα προέλθουν από την ανατεθείσα στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου μελέτη με συγκεκριμένο στόχο τη μείωση της υφισταμένης ρυπάνσεως των υδάτων από τις επικίνδυνες ουσίες που περιέχουν οι οικογένειες και οι ομάδες ουσιών του καταλόγου ΙΙ του παραρτήματος της οδηγίας.

25 Για την επίτευξη της ως άνω μειώσεως, θα ήταν, πάντως, αναγκαία η προηγούμενη χαρτογράφηση των πηγών ρυπάνσεως επί του συνόλου του εθνικού εδάφους, ο εντοπισμός των ουσιών του καταλόγου ΙΙ της οδηγίας, ακολούθως δε ο προσδιορισμός των αναγκαίων μέτρων για τη μείωση της υφισταμένης ρυπάνσεως, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η ανάπτυξη δικτύου επιτηρήσεως. Πάντως, παρόμοια προγράμματα δεν έχουν κοινοποιηθεί εισέτι στην Επιτροπή.

26 Η Επιτροπή υπογραμμίζει περαιτέρω ότι, όσον αφορά τους ποιοτικούς στόχους, είναι προφανές ότι καθορίστηκαν μόνο για περιορισμένο αριθμό περιοχών και για ορισμένες μόνον ουσίες του καταλόγου ΙΙ. Οι ποιοτικοί αυτοί στόχοι δεν είναι απόρροια συγκεκριμένης μελέτης αναφερομένης στην υφισταμένη ρύπανση και περιγράφουσας την ακολουθητέα μέθοδο για την επίτευξη της μειώσεως της ρυπάνσεως αυτής. Επομένως, είναι αδύνατον να εκτιμηθεί η σημασία τους σε σχέση με την οδηγία. Επιπλέον, οι ποιοτικοί αυτοί στόχοι δεν συνδέονται με τη διαπίστωση της μειώσεως της ρυπάνσεως, όπως απαιτεί η οδηγία.

27 Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είναι αβάσιμο το επιχείρημα ότι δεν απαιτείται η κατάρτιση προγραμμάτων που να προβλέπουν ποιοτικούς στόχους εντός των νομών όπου δεν υφίσταται βιομηχανική δραστηριότητα. Στον βαθμό που, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, σε 24 από τις 52 νομαρχίες δεν υφίσταται καμία βιομηχανική εγκατάσταση περιέχουσα τις ουσίες του καταλόγου ΙΙ και, ως εκ τούτου, τα ύδατα που εκτείνονται στις νομαρχίες αυτές θα έπρεπε να αποκλείονται από την υποχρέωση καταρτίσεως προγράμματος σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας, η Επιτροπή εκτιμά ότι μπορούν κάλλιστα να υφίστανται στις οικείες περιοχές άλλες πηγές ρυπάνσεως οφειλόμενης σε φυτοφάρμακα, ιχθυοτροφεία ή προερχόμενης από τη χρησιμοποίηση χημικών ουσιών σε μικρή κλίμακα από διάφορες άλλες μικρές εμπορικές εγκαταστάσεις. Ομοίως, τα ύδατα αυτά μπορούν να ρυπανθούν από γειτονικές περιοχές. Εξάλλου, οι ίδιες οι ελληνικές αρχές καθόρισαν ποιοτικές παραμέτρους για ορισμένες ουσίες του καταλόγου ΙΙ σε περιοχές όπου φαίνεται να μην υφίστανται βιομηχανικές εγκαταστάσεις, όπως είναι η Φλώρινα και η Καστοριά.

28 Η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ελήφθησαν όλα τα απαραίτητα μέτρα συμμορφώσεώς της προς την οδηγία.

29 Συναφώς, διευκρινίζει καταρχάς ότι, με απόφαση της 4ης Ιουνίου 1997, ανατέθηκε στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου η κατάρτιση μελέτης προκειμένου να εξεταστεί η επικρατούσα στην Ελλάδα κατάσταση σχετικά με τις οικείες ουσίες.

30 Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, η πρώτη φάση της μελέτης αυτής (απογραφή των πηγών ρυπάνσεως, των τοξικών ουσιών του καταλόγου ΙΙ, αξιολόγηση των συλλεγέντων στοιχείων, κατάρτιση καταλόγου ουσιών που απαντούν ενδεχομένως στους υδάτινους αποδέκτες και ανάπτυξη δικτύου επιτηρήσεως των επιφανειακών υδάτων σε σχέση με τις μελετώμενες ουσίες) ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1998.

31 Κατά την προφορική διαδικασία, η Ελληνική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι εντός των ελληνικών υδάτων επιφανείας ανιχνεύθηκαν 35 ουσίες, αν και προερχόμενες από άλλες χώρες, ιδίως μέσω των διασυνοριακών ποταμών. Κατ' αυτήν, στη συνέχεια καταρτίστηκε σχέδιο νομοθετικού πλαισίου το οποίο θέτει τους ποιοτικούς στόχους για τα ύδατα επιφανείας σε σχέση με τις απορρίψεις ουσιών που καταλέγονται στο παράρτημα της οδηγίας. Το σχέδιο αυτό θα εφαρμοστεί στην Ελλάδα για τα ανώτατα όρια των ουσιών αυτών εντός των υδάτων επιφανείας, ενώ τα υφιστάμενα μέτρα θα προσαρμοστούν με γνώμονα το ως άνω σχέδιο.

32 Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, η δεύτερη φάση της μελέτης (δειγματοληψίες και αναλύσεις σε επιφανειακούς υδάτινους αποδέκτες, ενδιάμεσες τεχνικές εκθέσεις με τα αποτελέσματα των δειγματοληψιών και πλήρης έκθεση με προτάσεις προγραμμάτων των απορρίψεων των ανωτέρω ουσιών στους υδάτινους αποδέκτες) άρχισε τον Ιούλιο του 1998 και πρόκειται να υλοποιηθεί προσεχώς.

33 Δεύτερον, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχουν ήδη καθοριστεί ποιοτικοί στόχοι για τους υδάτινους αποδέκτες οι οποίοι είναι ιδιαίτερα ευπρόσβλητοι σε απορρίψεις επικινδύνων ουσιών του καταλόγου ΙΙ της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί μείωση της σχετικής ρυπάνσεως.

34 Αναφέρει συναφώς ορισμένα μέτρα που ελήφθησαν σε νομοθετικό και διοικητικό επίπεδο, όπως διυπουργικές, διαπεριφερειακές και διανομαρχιακές αποφάσεις, οι οποίες, κατά την άποψή της, έχουν αποφασιστική σημασία στο πλαίσιο της εκδόσεως των αναγκαίων αδειών για την απόρριψη των ρυπογόνων αποβλήτων.

35 Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η διάπραξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται με βάση την κατάσταση όπως αυτή εμφανίζεται μετά το πέρας της προθεσμίας που τάσσεται με την αιτιολογημένη γνώμη ενώ δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο οι επελθούσες στη συνέχεια αλλαγές (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1998 στην υπόθεση C-214/96, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 1998, σ. Ι-7661, σκέψη 25).

36 Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία η Ελληνική Δημοκρατία κλήθηκε να συμμορφωθεί εντός διμήνου, απεστάλη στις 23 Δεκεμβρίου 1996.

37 Ακολούθως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, μόλις με απόφαση της 4ης Ιουνίου 1997, η Ελληνική Κυβέρνηση ανέθεσε στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου μελέτη προκειμένου να εξεταστεί η κατάσταση ως προς τις οικείες ουσίες.

38 Η Ελληνική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η πρώτη φάση της εν λόγω μελέτης, η οποία περιελάμβανε ιδίως την απογραφή των πηγών ρυπάνσεως και την κατάρτιση πίνακα ουσιών δυναμένων να ανιχνευθούν στο υδάτινο περιβάλλον, ολοκληρώθηκε μόλις τον Μάρτιο του 1998. Επομένως, κατά την κρίσιμη ημερομηνία, η Ελληνική Κυβέρνηση αδυνατούσε να προσκομίσει πλήρη στοιχεία επί της καταστάσεως των επιφανειακών υδάτων από απόψεως ρυπάνσεώς τους με τις ουσίες στις οποίες αναφέρεται η μελέτη.

39 Επιβάλλεται να υπομνηστεί περαιτέρω ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα προς κατάρτιση προγράμματα, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 7 της οδηγίας, πρέπει να είναι ειδικά, ενώ ο επιδιωκόμενος με γενικά προγράμματα εξυγιάνσεως στόχος της μειώσεως της ρυπάνσεως δεν ανταποκρίνεται κατ' ανάγκη στον ειδικότερο στόχο της οδηγίας (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1996 στην υπόθεση C-298/95, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1996, σ. Ι-6747, σκέψεις 22 και 26, της 11ης Ιουνίου 1998 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-232/95 και C-233/95, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1998, σ. Ι-3343, σκέψη 35, και της 21ης Ιανουαρίου 1999 στην υπόθεση C-207/97, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1999, σ. Ι-275, σκέψη 39).

40 Κατά πάγια νομολογία, ο ειδικός χαρακτήρας των εν λόγω προγραμμάτων έγκειται στο ότι τα προγράμματα αυτά πρέπει να έχουν πληρότητα και συνοχή και να αποτελούν συγκεκριμένο και διαρθρωμένο σχεδιασμό, καλύπτοντα το σύνολο της εθνικής επικρατείας και αφορώντα τη μείωση της ρυπάνσεως που προκαλούν όλες οι ουσίες του καταλόγου ΙΙ, οι οποίες συντελούν στη ρύπανση ενόψει της καταστάσεως που επικρατεί εντός εκάστου κράτους μέλους, σε σχέση με τους καθοριζομένους στα ίδια αυτά προγράμματα ποιοτικούς στόχους των υδάτων όπου αποβάλλονται οι εν λόγω ουσίες. Επομένως, τα ως άνω προγράμματα διαφέρουν τόσο από τα γενικά προγράμματα εξυγιάνσεως όσο και από τα εξειδικευμένα μέτρα που σκοπούν στη μείωση της ρυπάνσεως των υδάτων (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 40).

41 Πρέπει να προστεθεί ότι τα καθοριζόμενα με τις εκ των προτέρων χορηγούμενες άδειες πρότυπα αποβολής πρέπει να υπολογίζονται με γνώμονα τους ποιοτικούς στόχους που θέτουν τα εν λόγω προγράμματα με βάση τον έλεγχο των υδάτινων αποδεκτών. Εξάλλου, τα προγράμματα αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται στην Επιτροπή υπό μορφή που να επιτρέπει την ευχερή εξέτασή τους με σκοπό τον συγκριτικό έλεγχο και την εναρμονισμένη εφαρμογή τους εντός όλων των κρατών μελών (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 41).

42 Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ορισμένα από τα αναφερθέντα από την Ελληνική Κυβέρνηση μέτρα είναι σε θέση να συμβάλουν στη μείωση της ρυπάνσεως του υδάτινου περιβάλλοντος, πάντως, αποτελούν απλώς εξειδικευμένα μέτρα και όχι την υλοποίηση ενός προγραμματισμού με πληρότητα και συνοχή για τη μείωση της ρυπάνσεως, στηριζομένου σε μελέτη της καταστάσεως των υδάτων όπου αποβάλλονται οι ουσίες και καθορίζοντος τους προς επίτευξη ποιοτικούς στόχους (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 45).

43 Επομένως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη καταρτίζοντας προγράμματα μειώσεως της ρυπάνσεως περιλαμβάνοντα ποιοτικούς στόχους όσον αφορά τις επικίνδυνες ουσίες του καταλόγου ΙΙ, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος της οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, αυτής.

44 Όσον αφορά το αίτημα περί αναγνωρίσεως ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη εξαρτώντας τις πραγματοποιούμενες εντός των υδάτων απορρίψεις που ενδέχεται να περιέχουν μία από τις ως άνω ουσίες από προηγούμενη άδεια που χορηγεί η αρμόδια αρχή και καθορίζει τα πρότυπα αποβολής με γνώμονα τους ποιοτικούς στόχους που θέτουν τα ως άνω προγράμματα, παρέβη επίσης τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7 της οδηγίας, αρκεί να υπομνηστεί ότι, εφόσον τα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας προγράμματα δεν έχουν καταρτιστεί, ήταν αδύνατη η σύμφωνα προς το άρθρο 7, παράγραφος 2, έκδοση των αδειών (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδος, σκέψεις 27 έως 29). Επομένως, το ως άνω αίτημα στερείται αυτοτελούς αντικειμένου και παρέλκει η εξέτασή του.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

45 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Η Ελληνική Δημοκρατία, μη καταρτίζοντας προγράμματα μειώσεως της ρυπάνσεως περιλαμβάνοντα ποιοτικούς στόχους όσον αφορά τις επικίνδυνες ουσίες του καταλόγου ΙΙ, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαου 1976, περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.