1 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Εξέταση καταγγελιών - Αιτιολόγηση των αποφάσεων περί θέσεως στο αρχείο - Υποχρέωση - Έκταση - Εφαρμόζεται η παρέκκλιση από τους κανόνες του ανταγωνισμού, που προβλέπεται στον τομέα των γεωργικών προϋόντων για τις συμφωνίες, αποφάσεις και πρακτικές που είναι αναγκαίες προς επίτευξη των σκοπών του άρθρου 39 της Συνθήκης
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 39 και 100 (νυν άρθρα 33 ΕΚ και 253 ΕΚ)· κανονισμός του Συμβουλίου 26, άρθρο 2 § 1]
2 Προσφυγή ακυρώσεως - Λόγοι - Έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας - Λόγος που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως - Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως - Λόγος που μπορεί να εξετάζεται από τον δικαστή μόνον εφόσον προβάλλεται από τον προσφεύγοντα
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 173 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ) και 190 (νυν άρθρο 253 ΕΚ)]
3 Αναίρεση - Λόγοι - Πλημμελές σκεπτικό αποφάσεως λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου - Διατακτικό βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους - Απορρίπτεται
4 Αναίρεση - Λόγοι - Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών - Απαράδεκτη - Απορρίπτεται
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 168 Α (νυν άρθρο 225 ΕΚ)· Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51)
1 H απαιτούμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 253 ΕΚ) αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της οικείας πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του εκδόντος την πράξη κοινοτικού οργάνου, κατά τρόπο που να παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που ενδέχεται να έχουν προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να εξειδικεύει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 190 της Συνθήκης πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.
Προκειμένου, ειδικότερα, περί αποφάσεως της Επιτροπής απορρίπτουσας καταγγελία στον τομέα του ανταγωνισμού βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 26, η αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκθέτει πώς η συμφωνία μεταξύ των μελών συνεταιρισμού ικανοποιεί καθέναν από τους σκοπούς του άρθρου 39 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 33 ΕΚ) ή πώς μπόρεσε η Επιτροπή να συμβιβάσει τους σκοπούς αυτούς, έτσι ώστε να επιτρέψει την εφαρμογή της εισάγουσας παρέκκλιση διατάξεως αυτής, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά.
(βλ. σκέψεις 93-94)
2 Η παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 253 ΕΚ) και η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αποτελούν δύο αυτοτελείς λόγους ακυρώσεως των οποίων χωρεί επίκληση στο πλαίσιο προσφυγής του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ). Ο πρώτος, ο οποίος αφορά την έλλειψη ή την ανεπάρκεια αιτιολογίας, εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, και αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως. Αντιθέτως, ο δεύτερος λόγος, ο οποίος αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως, εμπίπτει στην παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της Συνθήκης, κατά την έννοια του άρθρου 173, μπορεί δε να εξετάζεται από τον κοινοτικό δικαστή μόνον εφόσον προβάλλεται από τον προσφεύγοντα.
(βλ. σκέψη 114)
3 Αν από το σκεπτικό μιας αποφάσεως του Πρωτοδικείου προκύπτει παράβαση του κοινοτικού δικαίου, αλλά το διατακτικό παρίσταται βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
(βλ. σκέψη 114)
4 Από τα άρθρα 168 Α της Συνθήκης (νυν άρθρο 225 ΕΚ) και 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να στηρίζεται μόνο σε λόγους που αφορούν την παράβαση νομικών κανόνων, αποκλειομένης οποιασδήποτε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών.
Πράγματι, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών.
(βλ. σκέψεις 138-139)