61997J0251

Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωßρίου 1999. - Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Άρθρο 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) - Έννοια της ενισχύσεως - Ελάφρυνση των κοινωνικοασφαλιστικών επιßαρύνσεων ως αντιστάθμισμα του κόστους που προκύπτει για τις επιχειρήσεις από συλλογικές συμφωνίες περί αναδιαρθρώσεως και μειώσεως του χρόνου εργασίας. - Υπόθεση C-251/97.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-06639


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - ηΕννοια - Μερική απαλλαγή από τις κοινωνικοασφαλιστικές επιβαρύνσεις που απορρέουν από την κανονική εφαρμογή του συστήματος κοινωνικής προνοίας - Περιλαμβάνεται - Κρατικά μέτρα σκοπούντα στην αντιστάθμιση του κόστους που προκύπτει για τις επιχειρήσεις από συλλογικές συμφωνίες

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 § 1 ΕΚ)]

Περίληψη


$$Η έννοια της ενισχύσεως καλύπτει τα οφέλη που παρέχουν οι δημόσιες αρχές τα οποία, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως. Συνιστά ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ) η μερική απαλλαγή από τις κοινωνικοασφαλιστικές επιβαρύνσεις των επιχειρήσεων ενός συγκεκριμένου βιομηχανικού τομέα, αν το μέτρο αυτό αποβλέπει στο να απαλλάξει μερικώς τις επιχειρήσεις αυτές από τις οικονομικές επιβαρύνσεις που απορρέουν από την κανονική εφαρμογή του γενικού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, χωρίς αυτή η απαλλαγή να δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του εν λόγω συστήματος, ο δε κοινωνικός χαρακτήρας των κρατικών παρεμβάσεων δεν αρκεί καταρχήν για να αποκλειστεί ο χαρακτηρισμός τους ως κρατικών ενισχύσεων υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης.

Έτσι, τα κρατικά μέτρα που αποσκοπούν στην προοδευτική μείωση των εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως για τις επιχειρήσεις ορισμένων ειδικών βιομηχανικών τομέων δεν μπορούν να μη χαρακτηριστούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης, εφόσον τα μέτρα αυτά αποσκοπούν στην αντιστάθμιση του κόστους που προκύπτει, για τις επιχειρήσεις αυτές, από συλλογικές συμφωνίες που συνήψαν οι εργοδότες και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, συμφωνίες τις οποίες οι επιχειρήσεις αυτές οφείλουν να τηρήσουν, και εφόσον το κόστος αυτό βαρύνει, εκ φύσεως, τον προϋπολογισμό των επιχειρήσεων αυτών.

Όσον αφορά περαιτέρω την εκτίμηση του κόστους αυτού, οι συμφωνίες που συνάπτουν οι κοινωνικοί εταίροι αποτελούν ένα όλον και δεν μπορούν κατά την αξιολόγησή τους να λαμβάνονται μεμονωμένα υπόψη ορισμένες από τις θετικές ή αρνητικές πτυχές τους, όσον αφορά το ένα ή το άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Δεδομένου ότι, αφενός, είναι ποικίλες οι εκτιμήσεις που ωθούν τους κοινωνικούς εταίρους σε διαπραγματεύσεις και, αφετέρου, το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεών τους αποτελεί καρπό συμβιβασμού για τον οποίο κάθε συμβαλλόμενο μέρος προβαίνει σε παραχωρήσεις σε ορισμένους τομείς με αντάλλαγμα οφέλη σε άλλους τομείς, οι οποίοι δεν είναι κατ' ανάγκη συναφείς, είναι, καταρχήν, αδύνατο να εκτιμηθεί με την αναγκαία ακρίβεια το τελικό κόστος των συμφωνιών αυτών για τις επιχειρήσεις.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-251/97,

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την K. Rispal-Bellanger, υποδιευθύντρια διεθνούς οικονομικού και κοινοτικού δικαίου στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον G. Mignot, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στην ίδια διεύθυνση, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Γαλλίας, 8 B, boulevard Joseph II,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον G. Rozet, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gσmez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 97/811/ΕΚ της Επιτροπής, της 9ης Απριλίου 1997, σχετικά με ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλία στους τομείς της κλωστοϋφαντουργίας, των ειδών ένδυσης, των δερματίνων ειδών και των υποδημάτων (ΕΕ L 334, σ. 25),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, P. J. G. Kapteyn και G. Hirsch (εισηγητή), προέδρους τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida, C. Gulmann, J. L. Murray, L. Sevσn, M. Wathelet και R. Schintgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Fennelly

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Νοεμβρίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Ιουλίου 1997, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), την ακύρωση της αποφάσεως 97/811/ΕΚ της Επιτροπής, της 9ης Απριλίου 1997, σχετικά με ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλία στους τομείς της κλωστοϋφαντουργίας, των ειδών ένδυσης, των δερματίνων ειδών και των υποδημάτων (ΕΕ L 334, σ. 25, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

2 Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή χαρακτήρισε ως κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ), κρατικά μέτρα αποσκοπούντα στην προοδευτική μείωση των εργοδοτικών κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών στις επιχειρήσεις των τομέων της κλωστοϋφαντουργίας, των ειδών ένδυσης, των δερματίνων ειδών και των υποδημάτων.

Νομικό πλαίσιο και πραγματικά περιστατικά

3 Το Γαλλικό Κοινοβούλιο, για να ανακόψει τη συνεχή μείωση του αριθμού των θέσεων εργασίας στους τομείς των ειδών ένδυσης, των δερματίνων ειδών, των υποδημάτων και της κλωστοϋφαντουργίας, θέσπισε, με το άρθρο 99 του νόμου 96-314, της 12ης Απριλίου 1996, περί διαφόρων διατάξεων οικονομικής και χρηματοπιστωτικής φύσεως (JORF της 13ης Απριλίου 1996, στο εξής: νόμος), τη δυνατότητα του κράτους να συνάπτει, πειραματικά και μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1997, με τους επαγγελματικούς αυτούς κλάδους συμβάσεις-πλαίσια που θα αφορούν τη διατήρηση ή την ανάπτυξη της απασχόλησης και θα λαμβάνουν υπόψη τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων σχετικά με την αναδιάρθρωση και τη μείωση του χρόνου εργασίας, οι οποίες ξεκίνησαν μετά την εθνική διεπαγγελματική συμφωνία σχετικά με την απασχόληση της 31ης Οκτωβρίου 1995, και να χορηγεί στους κλάδους αυτούς, ως αντιστάθμισμα, πρόσθετη μείωση των κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων των χαμηλών μισθών, επί πλέον του γενικού μέτρου μειώσεως των εν λόγω επιβαρύνσεων που ισχύει για όλους τους τομείς της οικονομίας και θεσπίστηκε με το άρθρο 1 του νόμου 95-882, της 4ης Αυγούστου 1995, περί επειγόντων μέτρων για την απασχόληση και την κοινωνική ασφάλιση, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο περί προϋπολογισμού του 1996 (95-1346, της 30ής Δεκεμβρίου 1995).

4 Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η πρόσθετη μείωση των κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων έπρεπε, αφενός, να λάβει τη μορφή επεκτάσεως του ευεργετήματος της μειώσεως στους μισθούς που υπερβαίνουν τον καθοριζόμενο με νόμο κατώτατο μηνιαίο μισθό (salaire minimun interprofessionnel de croissance, στο εξής: SMIC), κατά λιγότερο από μιάμιση φορά, αντί για 1,2 φορές - και 1,33 φορές από την 1η Οκτωβρίου 1996 - σύμφωνα με τα ισχύοντα στο πλαίσιο του γενικού μέτρου μειώσεως. Αφετέρου, επρόκειτο να καθοριστεί με διάταγμα ένας ειδικός συντελεστής ελαφρύνσεως των επιβαρύνσεων, για την εφαρμογή του γενικού μέτρου στους τομείς τους οποίους αφορούσε αυτή η πρόσθετη μείωση.

5 Με το διάταγμα 96-572, της 27ης Ιουνίου 1996, περί της προοδευτικής μειώσεως των εργοδοτικών κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών στις επιχειρήσεις των τομέων της κλωστοϋφαντουργίας, των ειδών ένδυσης, των δερματίνων ειδών και των υποδημάτων, που θεσπίστηκε με το άρθρο 99 του νόμου 96-314 (JORF της 28ης Ιουνίου 1996, σ. 9683, στο εξής: διάταγμα εφαρμογής), ο συντελεστής αυτός καθορίστηκε σε τέτοιο επίπεδο ώστε η πρόσθετη μείωση των επιβαρύνσεων ανέρχεται σε 734 γαλλικά φράγκα (FRF) ανά μήνα και ανά εργαζόμενο για τους εργαζομένους που λαμβάνουν τον SMIC, κατόπιν μειώνεται προοδευτικά και τέλος παύει να ισχύει για τους εργαζομένους που αμείβονται με μισθό κατά μιάμιση φορά μεγαλύτερο του SMIC. Το συνολικό κόστος του εν λόγω μηχανισμού, που υπολογίστηκε κατ' αρχάς σε 2,1 δισεκατομμύρια FRF, ανήλθε τελικώς σε 1,8 έως 1,9 δισεκατομμύρια FRF.

6 Πέραν της προϋποθέσεως σχετικά με τη σύναψη συμβάσεως-πλαισίου μεταξύ του κράτους και εκάστου των εμπλεκομένων κλάδων, το άρθρο 99, τρίτο εδάφιο, του νόμου εξάρτησε τη χορήγηση της πρόσθετης μειώσεως των κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων, για τις επιχειρήσεις με 50 τουλάχιστον εργαζομένους, από την προϋπόθεση συνάψεως ειδικής συμβάσεως μεταξύ της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως και του κράτους, η οποία θα διευκρινίζει τη σύμβαση-πλαίσιο στην οποία εμπίπτει η επιχείρηση και τις ειδικές δεσμεύσεις της όσον αφορά την απασχόληση, καθώς και την αναδιάρθρωση και τη μείωση του χρόνου εργασίας. Το άρθρο 99, τελευταίο εδάφιο, διευκρινίζει ρητώς ότι η μη τήρηση των δεσμεύσεων αυτών εκ μέρους της επιχειρήσεως συνεπάγεται την κατάργηση της πρόσθετης ελαφρύνσεως των κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων, με αναδρομική ενδεχομένως ισχύ.

7 Οι επιχειρήσεις με λιγότερους από 50 εργαζομένους, που δεν υπόκεινται στη νόμιμη υποχρέωση δημιουργίας επιτροπής επιχειρήσεως αποτελούμενης από εκπροσώπους της διευθύνσεως και των εργαζομένων, οφείλουν, για να μπορέσουν να τύχουν της πρόσθετης ελαφρύνσεως των κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων, να υποβάλουν στην Υπηρεσία Εργασίας δήλωση αναφέρουσα τη σύμβαση-πλαίσιο στην οποία εμπίπτουν (άρθρο 6 του διατάγματος εφαρμογής). Στην επιχείρηση που υποβάλει ψευδή δήλωση, για να λάβει το ευεργέτημα της πρόσθετης μειώσεως που δεν δικαιούται, επιβάλλεται κύρωση συνιστάμενη στην ανάκληση της μειώσεως και στην είσπραξη των μη καταβληθεισών κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων (άρθρο 7 του διατάγματος εφαρμογής).

8 Στις 7 Μαου 1996 υπογράφηκε κλαδική συλλογική συμφωνία στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας, στις 29 Μαου 1996 στον τομέα των των ειδών ένδυσης και στις 5 Ιουνίου 1996 στον τομέα των δερματίνων ειδών και των υποδημάτων. Οι συμφωνίες αυτές προβλέπουν την καταβολή προσαυξήσεως 25 % για τις πρόσθετες ώρες, δηλαδή τις ώρες που υπερβαίνουν τον νόμιμο χρόνο εργασίας των 39 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ οι νομοθετικές διατάξεις περί διαμορφώσεως του χρόνου εργασίας δεν την επιβάλλουν. Επιπλέον, πρέπει να χορηγούνται πρόσθετες ώρες αναπαύσεως μετ' αποδοχών, αντιπροσωπεύουσες το 10 % έως 20 % των ωρών παρασχεθείσας εργασίας πέραν της 44ης ώρας, πλέον των νομίμων ωρών αναπαύσεως και των νομίμων προσαυξήσεων. Η μείωση του χρόνου εργασίας μπορεί συνεπώς να αντιπροσωπεύει περισσότερες από επτά ημέρες αναπαύσεως, ήτοι περίπου το 3 % του χρόνου εργασίας. Οι συμφωνίες αυτές ενσωματώθηκαν στις υφιστάμενες κλαδικές συλλογικές συμφωνίες.

9 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 99 του νόμου και του διατάγματος εφαρμογής, το κράτος συνήψε εν συνεχεία συμβάσεις-πλαίσια αφορώσες την απασχόληση, με έκαστο των εμπλεκομένων επαγγελματικών κλάδων, ήτοι στις 14 Μαου 1996 με την ένωση βιομηχανιών κλωστοϋφαντουργίας, στις 31 Μαου με τη γαλλική ένωση βιομηχανιών ειδών ένδυσης και στις 28 Ιουνίου 1996 με την εθνική ομοσπονδία της γαλλικής βιομηχανίας υποδήματος και τον κλάδο υποδημάτων και δερματίνων ειδών. Οι εν λόγω συμβάσεις-πλαίσια περιέχουν ειδικότερα τις δεσμεύσεις εκάστου κλάδου όσον αφορά τη διαφύλαξη της απασχόλησης και την πρόσληψη νέων εργαζομένων.

10 Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 99 του νόμου, οι συμβάσεις-πλαίσια λαμβάνουν υπόψη τις δεσμεύσεις που ανέλαβε ο επαγγελματικός κλάδος με τις κλαδικές συλλογικές συμφωνίες που αναφέρονται στη σκέψη 8 της παρούσας αποφάσεως. Επί παραδείγματι, το σημείο 3 της συμβάσεως-πλαισίου της κλωστοϋφαντουργίας, που τιτλοφορείται «Θέση σε εφαρμογή των διατάξεων περί αναδιάρθρωσης-μείωσης του χρόνου εργασίας» έχει ως εξής:

«Υπογράφοντας τη συμφωνία της 18ης Μαου 1982 σχετικά με τη μείωση του χρόνου εργασίας και τη βελτίωση της χρησιμοποιήσεως των εξοπλισμών, συμφωνία που επιτρέπει ιδίως την ανάπτυξη των θέσεων εργασίας μερικής απασχόλησης, καθώς και την εθνική κλαδική συμφωνία της 13ης Απριλίου 1993 σχετικά με τη διαμόρφωση των ωραρίων, συμφωνία που εντάσσει ρητώς το αντιστάθμισμα της διαμόρφωσης του χρόνου εργασίας στο πλαίσιο της μείωσής του, ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας απέδειξε τη βούλησή του να θέσει σε εφαρμογή τους μηχανισμούς αναδιάρθρωσης-μείωσης του χρόνου εργασίας, που μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης στον κλάδο.

Οι τρεις συμφωνίες της 7ης Μαου [1996], που υπογράφηκαν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων σχετικά με την αναδιάρθρωση και τη μείωση του χρόνου εργασίας και οι οποίες ξεκίνησαν κατόπιν της διεπαγγελματικής συμφωνίας της 31ης Οκτωβρίου 1995, αποδεικνύουν τη βούληση του επαγγελματικού κλάδου της κλωστοϋφαντουργίας να ενισχύσει σημαντικά την πολιτική αυτή, επιδιώκοντας τις πλέον θετικές συνέπειες για την απασχόληση.»

Οι συμβάσεις-πλαίσια στους τομείς των ειδών ένδυσης, των δερματίνων ειδών και των υποδημάτων περιέχουν παρόμοιες ρήτρες.

11 Κατά συνέπεια, οι δεσμεύσεις σχετικά με τον χρόνο εργασίας θεωρήθηκε ότι τηρήθηκαν, κατά την έννοια του άρθρου 99, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του νόμου. Σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της διατάξεως αυτής, οι εν λόγω δεσμεύσεις εξειδικεύονται εν συνεχεία, όσον αφορά τις επιχειρήσεις που τυγχάνουν του ευεργετήματος και έχουν λιγότερους από 50 εργαζομένους, με ειδικές συμβάσεις που συνάπτει εκάστη από τις επιχειρήσεις αυτές με το κράτος. Στις συμβάσεις αυτές αναφέρεται, όσον αφορά το τμήμα που αφορά την αναδιάρθρωση του χρόνου εργασίας, ότι οι επιχειρήσεις «δεσμεύονται να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις σχετικά με την αναδιάρθρωση του χρόνου εργασίας ή να θέσουν σε εφαρμογή τις συμφωνίες». Για να τύχει των ευεργετικών μέτρων, μια επιχείρηση οφείλει συνεπώς είτε να εφαρμόσει τα αποτελέσματα των συλλογικών διαπραγματεύσεων είτε να καταρτίσει δική της συμφωνία που να είναι οπωσδήποτε ευνοϋκότερη.

Η προσβαλλόμενη απόφαση

12 Η Επιτροπή, μετά το πέρας της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ) που είχε κινήσει όσον αφορά τα μέτρα που θεσπίστηκαν με το άρθρο 99 του νόμου (στο εξής: επίδικα μέτρα), κοινοποίησε, με έγγραφο της 5ης Μαου 1997, την προσβαλλόμενη απόφαση στη Γαλλική Κυβέρνηση.

13 Σύμφωνα με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«Η ελάφρυνση των κοινωνικών επιβαρύνσεων των εργοδοτών που θεσπίστηκε στο πλαίσιο του "προγράμματος για την κλωστοϋφαντουργία" με το άρθρο 99 του νόμου αριθ. 96-314 της 12ης Απριλίου 1996 που περιλαμβάνει διάφορες οικονομικές και χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις και με το διάταγμα αριθ. 96-572 της 27ης Ιουνίου 1996 σχετικά με την προοδευτική μείωση των εργοδοτικών κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών τις επιχειρήσεις των τομέων της κλωστοϋφαντουργίας, της ένδυσης, των δερματίνων ειδών και των υποδημάτων, συνιστά, για το τμήμα που δεν καλύπτεται από τον κανόνα de minimis, παράνομη ενίσχυση στο μέτρο που εφαρμόστηκε πριν η Επιτροπή αποφανθεί σχετικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

Εξάλλου, για το τμήμα που δεν καλύπτεται από τον κανόνα de minimis, με τον οποίο θεσπίστηκε το όριο των 100 000 ECU για τριετή περίοδο, η ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και του άρθρου 61, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΞ και δεν μπορεί να εφαρμοστεί καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 92, παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης και στο άρθρο 61, παράγραφοι 2 και 3, της Συμφωνίας ΕΟΞ.»

14 Το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως υποχρεώνει τη Γαλλική Δημοκρατία να παύσει αμελλητί τη χορήγηση των παράνομων ενισχύσεων και να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει την ανάκτηση των ενισχύσεων που έχουν ήδη καταβληθεί.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

15 Προς στήριξη της προσφυγής της, η Γαλλική Κυβέρνηση προβάλλει, κυρίως, έναν ενιαίο λόγο που αφορά την παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, τον οποίο χωρίζει σε δύο επιμέρους αιτιάσεις.

16 Η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί, αφενός, ότι η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο χαρακτηρίζοντας ως ενισχύσεις «που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϋκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής» υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, καθόσον υπερβαίνουν το όριο de minimis, μέτρα, όπως εκείνα που έλαβαν οι γαλλικές αρχές υπέρ των τομέων της κλωστοϋφαντουργίας, των ειδών ένδυσης, των δερματίνων ειδών και των υποδημάτων, τα οποία συνίστανται στη χορήγηση ιδιαιτέρων χρηματοοικονομικών πλεονεκτημάτων σε επιχειρήσεις, ως αντάλλαγμα για δεσμεύσεις των οποίων το χρηματοοικονομικό κόστος αντισταθμίζει το ύψος της εν λόγω ενισχύσεως.

17 Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, αφετέρου, ότι η Επιτροπή υπέπεσε, εν προκειμένω, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των περιστατικών αρνούμενη, κατά την εξέταση του αποτελέσματος των επίδικων μέτρων που διενήργησε επικουρικώς, να δεχθεί τη χρηματοοικονομική και οικονομική ουδετερότητα των εν λόγω μέτρων για τις δικαιούχους επιχειρήσεις.

18 Επικουρικώς, η Γαλλική Κυβέρνηση καλεί το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον καθορίζει το ύψος των ενισχύσεων που κρίθηκαν ότι είναι ασύμβατες προς την κοινή αγορά, ότι χορηγήθηκαν παρανόμως και ότι πρέπει να επιστραφούν, σε επίπεδο ίσο προς το μικτό ποσό της ενισχύσεως, χωρίς να αφαιρεί από το ποσό αυτό το κόστος των ανταλλαγμάτων με το οποίο επιβαρύνθηκε εκάστη των δικαιούχων επιχειρήσεων.

19 Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, πρώτον, ένα χρηματοοικονομικό όφελος που χορηγεί ένα κράτος μέλος σε επιχείρηση ως αντάλλαγμα για μια προαιρετική δράση της επιχειρήσεως αυτής υπέρ των εργαζομένων της δεν συνιστά ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, εφόσον το ύψος του οφέλους αυτού δεν υπερβαίνει τη δαπάνη που αντιστοιχεί στη δράση αυτή για την επιχείρηση ή την υπερβαίνει μόνον κατά ποσό που είναι κατώτερο του ορίου de minimis.

20 Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, είναι αναμφισβήτητο ότι, συνολικά, οι δημόσιες παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σε αντάλλαγμα προαιρετικών δράσεων των επιχειρήσεων υπέρ των εργαζομένων, δηλαδή δράσεων τις οποίες καμία επιχείρηση δεν έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει, δεν έχουν ως αποτέλεσμα να παρέχουν οποιοδήποτε χρηματοοικονομικό όφελος στις επιχειρήσεις αυτές σε σχέση με εκείνες που δεν τυγχάνουν των ανωτέρω παρεμβάσεων, όταν οι δράσεις αυτές τους επιβάλλουν πρόσθετες επιβαρύνσεις. Οι δαπάνες που συνδέονται με τα ανταλλάγματα που δέχονται να παράσχουν οι επιχειρήσεις δεν μπορούν συνεπώς να θεωρούνται ότι «τις βαρύνουν κανονικά», δεδομένου ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν θα είχαν δεχθεί τέτοια ανταλλάγματα χωρίς την παρέμβαση του κράτους και δεν θα επρόκειτο, υπό «κανονικές» συνθήκες, να υποστούν τέτοιες επιβαρύνσεις.

21 Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι τέτοιες κρατικές παρεμβάσεις, οι οποίες αποτελούν το αντάλλαγμα για εξαιρετικές σε σχέση με το κατά κανόνα ισχύον δίκαιο δεσμεύσεις που οι δικαιούχοι επιχειρήσεις δέχονται να αναλάβουν έναντι των εργαζομένων, ομοίως δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.

22 Η Γαλλική Κυβέρνηση, επικαλούμενη το περιεχόμενο των κλαδικών συλλογικών συμφωνιών που συνήφθησαν στο πλαίσιο των εμπλεκομένων επαγγελματικών κλάδων, τονίζει ότι οι δεσμεύσεις που ανελήφθησαν από τις επιχειρήσεις όσον αφορά τις αποδοχές για τις πρόσθετες ώρες και την αντισταθμιστική ανάπαυση βαίνουν πολύ πέραν των δεσμεύσεων που οι εργοδότες θα είχαν δεχθεί να αναλάβουν ελλείψει κρατικής παρεμβάσεως. Η διαπίστωση αυτή είναι ιδιαίτερα προφανής για τον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας, στον οποίο η κλαδική συλλογική συμφωνία, που απλώς τροποποίησε μια προηγούμενη συμφωνία του 1993, ενίσχυσε αποκλειστικά τις δεσμεύσεις των εργοδοτών, αλλά όχι τις δεσμεύσεις των οργανώσεων που εκπροσωπούν τους εργαζομένους. Οι δεσμεύσεις αυτές έχουν συνεπώς ένα εξαιρετικά προστατευτικό χαρακτήρα για τους εργαζομένους, πράγμα που διευκολύνει την εκ μέρους τους αποδοχή μέτρων διαμορφώσεως του χρόνου εργασίας και παρακινεί τις επιχειρήσεις να μην προσφεύγουν καταχρηστικά στις πρόσθετες ώρες εις βάρος της προσλήψεως νέων εργαζομένων.

23 Η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι ένας όχι αμελητέος αριθμός επιχειρήσεων, ειδικότερα οι μεγάλες, αρνήθηκαν να τύχουν του μηχανισμού ελαφρύνσεως των κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων, θεωρώντας ότι τα ανταλλάγματα που απαιτούσε το κράτος ήσαν υπερβολικά επαχθή. Συνολικά, μόνον τα δύο τρίτα των επιχειρήσεων των οικείων κλάδων, που αντιπροσωπεύουν το ίδιο ποσοστό εργαζομένων, χρησιμοποίησε τον μηχανισμό ελαφρύνσεως. Αυτό αποδεικνύει επαρκώς ότι τα επίδικα μέτρα δεν συνεπάγονται κανένα προφανές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τους δικαιούχους.

24 Κατά την Επιτροπή, ο μηχανισμός που θεσπίστηκε με το άρθρο 99 του νόμου συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Η Επιτροπή, αναφερόμενη στη νομολογία του Δικαστηρίου, υποστηρίζει ότι οι εξαιρετικές ή όχι σε σχέση με το κοινό ισχύον δίκαιο επιβαρύνσεις που απορρέουν για τις επιχειρήσεις από συμφωνίες που συνήφθησαν εθελουσίως από τους κοινωνικούς εταίρους σε συγκεκριμένο τομέα πρέπει να θεωρούνται ότι βαρύνουν κανονικά τους προϋπολογισμούς των επιχειρήσεων αυτών. Κατ' αυτήν, είναι αδιάφορο αν η επιβάρυνση προορίζεται ή όχι να αντισταθμίσει ένα επιπλέον κόστος που η δικαιούχος επιχείρηση δέχθηκε να αναλάβει χάρη στην κρατική παρέμβαση.

25 Η Επιτροπή τονίζει επίσης ότι, σε μια αγορά όπου το μέγεθος των συναλλαγών είναι σημαντικό, κάθε ενίσχυση, όποιο και αν είναι το ύψος της ή η έντασή της, νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον κανονικό ανταγωνισμό, αφ' ης στιγμής οι δικαιούχοι εταιρίες λαμβάνουν κρατική ενίσχυση την οποία δεν λαμβάνουν οι ανταγωνιστές τους. Στην υπό κρίση περίπτωση, η ελάφρυνση των κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων θέτει τις επιχειρήσεις των τομέων αυτών σε ευνοϋκότερη κατάσταση σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους, οι οποίοι πραγματοποιούν ή πρόκειται να πραγματοποιήσουν στο μέλλον αναδιαρθρώσεις του χρόνου εργασίας, ή υλοποιούν άλλα παρόμοια μέτρα, χωρίς τη στήριξη του κράτους. Οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν γενικότερα και όσον αφορά τις επιχειρήσεις οι οποίες, σε άλλα κράτη μέλη, καταβάλλουν, χωρίς δημόσιες ενισχύσεις, προσπάθειες εξορθολογισμού της παραγωγής για να αντιμετωπίσουν τον διεθνή ανταγωνισμό.

26 Η Επιτροπή φρονεί συνεπώς ότι ο μηχανισμός που θεσπίστηκε με το άρθρο 99 του νόμου συνιστά, από την ίδια του τη φύση και στο σύνολό του, κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

27 Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, που αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής άρνηση να δεχθεί τη χρηματοοικονομική ουδετερότητα των επίδικων μέτρων, η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να θέτει εν αναμφιβόλω την ακρίβεια και την πιστότητα των αριθμητικών στοιχείων που παρέσχαν οι γαλλικές αρχές.

28 Δεύτερον, απαντώντας στο επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι υπολογισμοί που παρουσίασαν οι γαλλικές αρχές δεν έλαβαν υπόψη το χρηματοοικονομικό όφελος που οι δικαιούχοι επιχειρήσεις θα αντλήσουν από την αύξηση της παραγωγικότητας την οποία θα μπορέσουν να επιτύχουν με τα επίδικα μέτρα χάρη στην αναδιάρθρωση του χρόνου εργασίας, η Γαλλική Κυβέρνηση τονίζει ότι ο θεσπισθείς μηχανισμός δεν παρέχει, από μόνος του, κανένα χρηματοοικονομικό όφελος στις επιχειρήσεις υπό τη μορφή μελλοντικής αύξησης της ανταγωνιστικότητάς τους, οφειλομένης στην αναδιάρθρωση του χρόνου εργασίας. Ο μηχανισμός αυτός απλώς επιβάλλει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ευνοϋκές για τους εργαζομένους υποχρεώσεις σχετικά με τις προσλήψεις, τις αμοιβές και την αντιστάθμιση των πρόσθετων ωρών, οι οποίες εντάσσονται στη γενική πολιτική της κυβέρνησης και αντιπροσωπεύουν για τις επιχειρήσεις πρόσθετες δαπάνες τις οποίες ουδέποτε θα είχαν πραγματοποιήσει χωρίς το κίνητρο που συνιστά η ελάφρυνση των κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων.

29 Έτσι, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας που συνδέεται με την αναδιάρθρωση του χρόνου εργασίας δεν αποτελεί άμεση συνέπεια των επίδικων μέτρων, αλλά εξαρτάται συγκεκριμένα από την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων στις οποίες προέβη κάθε επιχείρηση στον τομέα της οργανώσεως της εργασίας. Τα επίδικα μέτρα καθιστούν απλώς δυνατή τη διευκόλυνση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων αυτών, αντισταθμίζοντας προσωρινά το κόστος των ιδιαίτερα ευνοϋκών για τους εργαζομένους συνθηκών στο πλαίσιο των οποίων εντάσσονται.

30 Η Γαλλική Κυβέρνηση προβάλλει επιπλέον τον δυνητικό και δύσκολα μετρήσιμο χαρακτήρα της αύξησης της ανταγωνιστικότητας που θα μπορούσε να προκύψει από την εφαρμογή στις επιχειρήσεις μιας νέας οργανώσεως στηριζομένης στην αναδιάρθρωση του χρόνου εργασίας, εφαρμογή στη διευκόλυνση της οποίας αποσκοπούν τα επίδικα μέτρα. Συγκεκριμένα, τα εν λόγω μέτρα αναδιάρθρωσης-μείωσης του χρόνου εργασίας συνεπάγονται δαπάνες λόγω της αναδιοργανώσεως, πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση ταχείας εφαρμογής. Εν πάση περιπτώσει, είναι προφανές ότι αποκλείεται βραχυπρόθεσμα να υπάρξει αύξηση της παραγωγικότητας.

31 Η Επιτροπή φρονεί ότι από τον αβέβαιο χαρακτήρα των διαθέσιμων στοιχείων δεν μπορεί να αποδειχθεί η προβαλλόμενη ουδετερότητα του επίμαχου μηχανισμού.

32 Έτσι, οι υπολογισμοί στους οποίους στηρίζονται οι γαλλικές αρχές για να υποστηρίξουν ότι τα οφέλη που παρέχει η ενίσχυση αντισταθμίζονται από το κόστος που βαρύνει τους δικαιούχους αφορούν το σύνολο των επιχειρήσεων που ανήκουν στους σχετικούς κλάδους, ενώ μόνον το κόστος που βαρύνει τις μετέχουσες επιχειρήσεις θα έπρεπε να ληφθεί προς τούτο υπόψη. Αν είναι αδύνατο να προβλεφθεί ο αριθμός και το μέγεθος των επιχειρήσεων αυτών, είναι επίσης αδύνατο να υποστηριχθεί ο ουδέτερος χαρακτήρας του επίμαχου μηχανισμού.

33 Για να αποδείξει την ουδετερότητα της ενισχύσεως, η Γαλλική Δημοκρατία θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να αφαιρέσει από το κόστος που βαρύνει τις δικαιούχους επιχειρήσεις το τμήμα εκείνο του κόστους το οποίο οι εργοδότες θα είχαν εν πάση περιπτώσει αποδεχθεί χωρίς την κρατική παρέμβαση. Το ότι ήταν αδύνατο να το πράξει συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να συναχθεί η ουδετερότητα του επίμαχου μηχανισμού.

34 Τέλος, η Επιτροπή φρονεί ότι, μολονότι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας δεν αποτελεί άμεση συνέπεια των επίδικων μέτρων, προκύπτει ωστόσο αναγκαστικά από την προσαρμογή του παραγωγικού μηχανισμού στην αγορά, η οποία κατέστη δυνατή από την επίμαχη αναδιάρθρωση του χρόνου εργασίας.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

35 Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της ενισχύσεως καλύπτει τα οφέλη που παρέχουν οι δημόσιες αρχές τα οποία, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1961, 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 547· της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de Espaρa, Συλλογή 1994, σ. Ι-877, σκέψη 13· της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, γνωστή ως «Kimberly Clark», Συλλογή 1996, σ. Ι-4551, σκέψη 34, και της 29ης Ιουνίου 1999, C-256/97, DM Transport, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 19).

36 Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, συναφώς, ότι η μερική απαλλαγή από τις κοινωνικοασφαλιστικές επιβαρύνσεις των επιχειρήσεων ενός συγκεκριμένου βιομηχανικού τομέα συνιστά ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, αν το μέτρο αυτό αποβλέπει στο να απαλλάξει μερικώς τις επιχειρήσεις αυτές από τις οικονομικές επιβαρύνσεις που απορρέουν από την κανονική εφαρμογή του γενικού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, χωρίς αυτή η απαλλαγή να δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του εν λόγω συστήματος (απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974, 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 351, σκέψη 33· στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-307, σκέψη 41).

37 Το Δικαστήριο έχει επίσης τονίσει ότι ο κοινωνικός χαρακτήρας των κρατικών παρεμβάσεων δεν αρκεί για να αποκλείεται, άνευ ετέρου, η δυνατότητα χαρακτηρισμού τους ως κρατικών ενισχύσεων υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, όπ.π. σκέψη 28· Kimberly Clark όπ.π., σκέψη 21, και της 17ης Ιουνίου 1999, C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25).

38 Εν προκειμένω, τα επίδικα μέτρα αποσκοπούν στην προοδευτική μείωση των εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως για τις επιχειρήσεις ορισμένων ειδικών βιομηχανικών τομέων και εμφανίζονται συνεπώς ως μέτρα τα οποία, καθόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η προπαρατεθείσα στις σκέψεις 35 έως 37 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

39 Η Γαλλική Κυβέρνηση αντικρούει ωστόσο τον χαρακτηρισμό αυτόν, ισχυριζόμενη ότι η ελάφρυνση των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών αποτελεί απλώς το αντάλλαγμα για το επιπλέον εξαιρετικό κόστος που οι επιχειρήσεις δέχθηκαν να αναλάβουν μετά την περάτωση των διαπραγματεύσεων σχετικά με τις συλλογικές συμφωνίες και ότι, εν πάση περιπτώσει, αν ληφθεί υπόψη το εν λόγω επιπλέον κόστος, τα επίδικα μέτρα είναι οικονομικώς ουδέτερα.

40 Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το κόστος που βαρύνει τις επιχειρήσεις και το οποίο προβάλλει η Γαλλική Κυβέρνηση προκύπει από συλλογικές συμφωνίες οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ των εργοδοτών και των συνδικάτων και τις οποίες οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να τηρήσουν είτε διότι προσχώρησαν στις συμφωνίες αυτές είτε διότι η ισχύς των συμφωνιών αυτών επεκτάθηκε με κανονιστική ρύθμιση. Το κόστος αυτό βαρύνει, εκ φύσεως, τον προϋπολογισμό των επιχειρήσεων.

41 Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, η εφαρμογή των κλαδικών συλλογικών συμφωνιών όχι μόνο μπορεί να έχει για τις επιχειρήσεις κόστος λόγω της αναδιοργανώσεως, αλλά σκοπεί επίσης στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους.

42 Πράγματι, από το κείμενο των συμβάσεων-πλαισίων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 10 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, ναι μεν οι κλαδικές συλλογικές συμφωνίες ενισχύουν τις δεσμεύσεις που οι εργοδότες ανέλαβαν έναντι των εργαζομένων, πλην όμως αποσκοπούν επίσης, μέσω της αναδιάρθρωσης και της μείωσης του χρόνου εργασίας, να συμβάλουν στην ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης στους οικείους κλάδους.

43 Το κεφάλαιο VII, εικοστό έκτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως τονίζει, συναφώς, ότι είναι εύλογο να υποτεθεί ότι η νέα οργάνωση της εργασίας με την καλύτερη προσαρμογή των πόρων των επιχειρήσεων στις συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της αγοράς επιτρέπει την αύξηση της αποδοτικότητας της επιχειρήσεως.

44 Η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, αλλ' εμμένει στον δυνητικό και δύσκολα μετρήσιμο χαρακτήρα της αύξησης αυτής.

45 Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω. Ωστόσο, δεν ισχύει μόνο για τα οφέλη που οι επιχειρήσεις αντλούν από τις κλαδικές συλλογικές συμφωνίες, αλλά και για το κόστος που προκύπτει από τις συμφωνίες αυτές.

46 Συγκεκριμένα, οι συμφωνίες που συνάπτουν οι κοινωνικοί εταίροι αποτελούν ένα όλον και δεν μπορούν κατά την αξιολόγησή τους να λαμβάνονται μεμονωμένα υπόψη ορισμένες από τις θετικές ή αρνητικές πτυχές τους, όσον αφορά το ένα ή το άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Δεδομένου ότι, αφενός, είναι ποικίλες οι εκτιμήσεις που ωθούν τους κοινωνικούς εταίρους σε διαπραγματεύσεις και ότι, αφετέρου, το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεών τους αποτελεί καρπό συμβιβασμού για τον οποίο κάθε συμβαλλόμενο μέρος προβαίνει σε παραχωρήσεις σε ορισμένους τομείς με αντάλλαγμα οφέλη σε άλλους τομείς, οι οποίοι δεν είναι κατ' ανάγκη συναφείς, είναι, τουλάχιστον στο παρόν πλαίσιο, αδύνατο να εκτιμηθεί με την αναγκαία ακρίβεια το τελικό κόστος των συμφωνιών αυτών για τις επιχειρήσεις.

47 Επομένως, το γεγονός ότι τα επίμαχα κρατικά μέτρα αποσκοπούν στην αντιστάθμιση του επιπλέον κόστους που οι επιχειρήσεις ορισμένων τομέων ανέλαβαν κατόπιν της συνάψεως και της εφαρμογής συλλογικών συμφωνιών δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τα μέτρα αυτά να μη χαρακτηριστούν ως ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης.

48 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει επίσης ότι το αίτημα που διατυπώθηκε επικουρικώς πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, το εν λόγω επιπλέον κόστος για τις επιχειρήσεις δεν μπορεί να αφαιρεθεί από το ποσό της ενισχύσεως που πρέπει να επιστραφεί.

49 Δεδομένου ότι κανένας από τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Γαλλική Κυβέρνηση δεν έγινε δεκτός, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

50 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Γαλλικής Δημοκρατίας και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει αυτή να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.