61997J0249

Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμßρίου 1999. - Gabriele Gruber κατά Silhouette International Schmied GmbH & Co. KG. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landesgericht Linz - Αυστρία. - Ισότητα αμοιßών ανδρών και γυναικών εργαζομένων - Αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως - Έμμεση δυσμενής διάκριση. - Υπόθεση C-249/97.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-05295


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ισότητα αμοιβής - Καταβολή αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως στους εργαζομένους που παραιτούνται μετά τη γέννηση τέκνου και ελλείψει δομών για τη φύλαξή του - Μειωμένο ύψος αποζημιώσεως σε σχέση με την καταβαλλόμενη στους εργαζομένους που αποχωρούν για σοβαρό λόγο σχετικό με τις συνθήκες εργασίας ή με τη συμπεριφορά του εργοδότη - ηΕμμεση δυσμενής διάκριση - Δεν συντρέχει - Δημόσιος ή ιδιωτικός χαρακτήρας των δομών φυλάξεως των παιδιών - Δεν έχει επίπτωση

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 119 (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ)]

Περίληψη


$$Το άρθρο 119 της Συνθήκης (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση προβλέπουσα την παροχή σε εργαζόμενους που λύουν πρόωρα τη σχέση εργασίας τους για να ασχοληθούν με τα τέκνα τους, λόγω της ελλείψεως δομών για τη φύλαξή τους, αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως η οποία είναι μειωμένη σε σχέση με εκείνη την οποία λαμβάνουν, για την ίδια πραγματική διάρκεια απασχολήσεως, οι εργαζόμενοι που αποχωρούν για σοβαρό λόγο σχετικό με τις συνθήκες εργασίας στην επιχείρηση ή με τη συμπεριφορά του εργοδότη.

Πράγματι, ο αποκλεισμός των εργαζομένων που αποχωρούν λόγω μητρότητας από το ευεργέτημα της πλήρους αποζημιώσεως δεν συνιστά μέτρο επαγόμενο εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις, εφόσον δεν έχει ως αποτέλεσμα να τους περιάγει σε μειονεκτική θέση σε σχέση με άλλους εργαζομένους, που βρίσκονται στην ίδια ή σε παρόμοια κατάσταση με τη δική τους. Συναφώς, οι ομάδες που πρέπει να συγκριθούν είναι, αφενός, οι εργαζόμενοι που αποχωρούν λόγω μητρότητας και, αφετέρου, εκείνοι που αποχωρούν για σοβαρούς λόγους, και όχι εκείνοι που αποχωρούν για σοβαρό λόγο που έχει σχέση με τις συνθήκες εργασίας στην επιχείρηση ή με τη συμπεριφορά του εργοδότη, στο μέτρο που οι καταστάσεις των τελευταίων αυτών εργαζομένων, οι οποίες έχουν καταστήσει παντελώς αδύνατη την εξακολούθηση της εργασίας, έχουν διαφορετικής φύσεως αντικείμενο και αιτία απ' ό,τι η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι εργαζόμενοι που αποχωρούν λόγω μητρότητας.

Πάντως, το γεγονός ότι, στο οικείο κράτος μέλος, οι περισσότεροι βρεφονηπιακοί σταθμοί εξαρτώνται από το Δημόσιο ή από την οικονομική ενίσχυση του Δημοσίου δεν έχει καμία επίπτωση συναφώς.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-249/97,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Landesgericht Linz (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Gabriele Gruber

και

Silhouette International Schmied GmbH & Co. KG,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, P. J. G. Kapteyn (εισηγητή), J.-P. Puissochet, G. Hirsch και P. Jann, προέδρους τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida, C. Gulmann, J. L. Murray, D. A. O. Edward, H. Ragnemalm, L. Sevσn, M. Wathelet και R. Schintgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Lιger

γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η G. Gruber, εκπροσωπούμενη από τον Klaus Mayr, «Sekretδr der Kammer fόr Arbeiter und Angestellte fόr Ober-Φsterreich» στο Linz,

- η Silhouette International Schmied GmbH & Co. KG, εκπροσωπούμενη από τον Christoph Szep, δικηγόρο Linz,

- η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Wolf Okresek, Ministerialrat στην Καγκελαρία,

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τη Lindsey Nicoll, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από τον Clive Lewis, barrister,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις Marie Wolfcarius και Barbara Brandtner, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενες από τους Stefan Kφck και Martin Oder, δικηγόρους Βρυξελλών,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της G. Gruber, της Silhouette International Schmied GmbH & Co. KG και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 8ης Δεκεμβρίου 1998,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Φεβρουαρίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 1996, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Ιουλίου 1997, το Landesgericht Linz υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της G. Gruber και της Silhouette International Schmied GmbH & Co. KG (στο εξής: Silhouette).

Το νομικό πλαίσιο

Το αυστριακό δίκαιο

3 Το άρθρο 23, παράγραφος 1, του Angestelltengesetz (νόμου περί των ιδιωτικών υπαλλήλων, στο εξής: AngG) προβλέπει ότι, σε περίπτωση λύσεως σχέσεως εργασίας που έχει διαρκέσει αδιαλείπτως τρία έτη, ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως.

4 Ωστόσο, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 7, του AngG, η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως δεν οφείλεται αν ο μισθωτός καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση, αν παραιτηθεί πριν από τη λήξη της συμβάσεως χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος ή αν είναι υπεύθυνος για την απόλυσή του πριν από τη λήξη της συμβάσεως.

5 Οι σοβαροί λόγοι για τους οποίους ένας μισθωτός μπορεί να καταγγείλει τη σύμβασή του εργασίας και να λάβει ολόκληρη την αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως που αναφέρεται στο άρθρο 23, παράγραφος 1, του AngG προβλέπονται από τον νόμο. Απαριθμούνται στο άρθρο 26 του AngG και στο άρθρο 82 a του Gewerbeordnung 1859 (κώδικα εργατικής νομοθεσίας, στο εξής: GewO 1859), που έχει εφαρμογή στους εργάτες.

6 Το άρθρο 26 του AngG έχει ως εξής:

«Ως σοβαρός λόγος που δικαιολογεί την πρόωρη αποχώρηση του μισθωτού θεωρείται, μεταξύ άλλων,

1) το γεγονός ότι η εξακολούθηση της ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας είναι αδύνατη ή έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια βλάβη της υγείας ή προσβολή των χρηστών ηθών·

2) η αδικαιολόγητη μείωση ή η παύση καταβολής εκ μέρους του εργοδότη του μισθού που δικαιούται ο μισθωτός, μια βλάβη οφειλόμενη, σε περίπτωση πληρωμής σε είδος, σε ανθυγιεινή ή ανεπαρκή τροφή ή σε ανθυγιεινή κατοικία ή η παράβαση άλλων σημαντικών συμβατικών διατάξεων·

3) η άρνηση του εργοδότη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την προστασία της ζωής και της υγείας του μισθωτού και όσον αφορά τα ήθη·

4) ένα σημαντικό παράπτωμα του εργοδότη έναντι του μισθωτού ή μέλους της οικογενείας του, που έγκειται σε πράξη του, σε προσβολή των χρηστών ηθών ή σε σοβαρή προσβολή της τιμής ή, ακόμη, στην άρνησή του να προστατεύσει τον μισθωτό από τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους συναδέλφου του ή συγγενούς του εργοδότη.»

7 Το άρθρο 82 a του GewO 1859 προβλέπει:

«Ένας εργάτης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του πριν από τη λήξη της προβλεπoμένης απ' αυτήν περιόδου και χωρίς προειδοποίηση:

a) αν η εξακολούθηση της εργασίας του συνεπάγεται δυνάμενη να αποδειχθεί βλάβη της υγείας του·

b) αν ο εργάτης ή μέλος της οικογενείας του υποστεί κακομεταχείριση ή σοβαρή προσβολή της τιμής του εκ μέρους του εργοδότη·

c) αν ο εργοδότης ή μέλος της οικογενείας του προτρέψει τον εργάτη ή μέλος της οικογενείας του σε παράνομες ή αντίθετες προς τα χρηστά ήθη ενέργειες·

d) αν κακώς ο εργοδότης αρνείται να του καταβάλει τον συμφωνηθέντα μισθό ή αν παραβιάζει άλλες σημαντικές συμβατικές διατάξεις·

e) αν ο εργοδότης δεν μπορεί να του καταβάλει τον μισθό του ή αρνείται να το πράξει.»

8 Το άρθρο 23 a, παράγραφος 3, του AngG, που θεσπίστηκε το 1971, προβλέπει ότι οι γυναίκες εργαζόμενες δικαιούνται, αν η σχέση εργασίας έχει διαρκέσει αδιαλείπτως πέντε έτη, το ήμισυ της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως που οφείλεται δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1, εφόσον αποχωρούν πρόωρα πριν από τη γέννηση ζώντος τέκνου κατά τη διάρκεια της περιόδου προστασίας που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, του Mutterschutzgesetz (νόμου για την προστασία της μητρότητας, στο εξής: MSchG). Κατά τον MSchG, αν μια εργαζόμενη προβάλλει δικαίωμα λήψεως γονικής αδείας, η καταγγελία πρέπει να γίνει το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της γονικής αδείας.

9 Σύμφωνα με το άρθρο 23 a, παράγραφος 4, του AngG, δικαίωμα λήψεως αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως έχουν οι άνδρες εργαζόμενοι που προέβαλαν το δικαίωμά τους για λήψη γονικής αδείας δυνάμει του Eltern-Karenzurlaubsgesetz (νόμου περί της γονικής αδείας, στο εξής: EKUG) ή παρόμοιων νομοθετικών διατάξεων και οι οποίοι προβαίνουν σε πρόωρη καταγγελία το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της αδείας αυτής.

10 Τόσο ο MSchG όσο και ο EKUG προβλέπουν το δικαίωμα των εργαζομένων να λάβουν γονική άδεια δύο ετών.

11 Κατά το άρθρο 2 του Arbeitersabfertigungsgesetz (νόμου περί της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως που χορηγείται στους εργάτες), οι διατάξεις των άρθρων 23 και 23 a του AngG έχουν εφαρμογή στους εργάτες.

Η διαφορά της κύριας δίκης

12 Η G. Gruber εργαζόταν για τη Silhouette, ως εργάτρια, από τις 23 Ιουνίου 1986 μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 1995.

13 Είναι μητέρα δύο τέκνων, που γεννήθηκαν την 1η Οκτωβρίου 1993 και στις 19 Μαου 1995. Τόσο για το πρώτο όσο και για το δεύτερο τέκνο της, έλαβε γονική άδεια δύο ετών, οπότε, από το φθινόπωρο του 1993, υπαγόταν, κατ' αρχάς, στο καθεστώς που διέπει την περίοδο της άδειας μητρότητας (προστασία πριν και μετά τον τοκετό) και, στη συνέχεια, στο καθεστώς της γονικής άδειας. Δεδομένου ότι αντιμετώπισε δυσκολίες όσον αφορά την οργάνωση της φυλάξεως των τέκνων της, που οφείλονταν στην έλλειψη δομών, και μολονότι εκδήλωσε την πραγματική της επιθυμία να εξακολουθήσει να ασκεί τη μισθωτή της δραστηριότητα, κατήγγειλε, στις 16 Νοεμβρίου 1995, τη σύμβαση εργασίας της, προκειμένου να ασχοληθεί με τα τέκνα της.

14 Κατόπιν της παραιτήσεως αυτής, που αιτιολογήθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο, η Silhouette κατέβαλε στην G. Gruber την αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 23 a, παράγραφος 3, του AngG.

15 Υποστηρίζοντας ότι η παραίτησή της δικαιολογούνταν από σοβαρούς λόγους αναγόμενους στην έλλειψη δομών για τη φύλαξη των παιδιών κάτω των τριών ετών στην περιοχή όπου κατοικεί, ήτοι στο ομόσπονδο κράτος της Άνω Αυστρίας, η G. Gruber έβαλε ενώπιον του Landesgericht Linz κατά της καταβολής μειωμένης αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως. Στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του AngG, δικαιούνταν να λάβει ολόκληρη την αποζημίωση, με την αιτιολογία ότι οι περιορίζουσες τα δικαιώματά της εθνικές διατάξεις επάγονται έμμεση δυσμενή διάκριση σε βάρος των γυναικών εργαζομένων, απαγορευόμενη από το άρθρο 119 της Συνθήκης.

16 Δεδομένου ότι θεώρησε ότι η επίλυση της διαφοράς της οποίας είχε επιληφθεί εξαρτώνταν από την ερμηνεία της τελευταίας αυτής διατάξεως, το Landesgericht Linz αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Συνάδει προς το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ το γεγονός ότι κυρίως οι γυναίκες αναγκάζονται να λύσουν τη σχέση εργασίας τους για να ασχοληθούν με τα τέκνα τους, επειδή δεν υπάρχουν επαρκείς δομές για τη φύλαξή τους, και ότι οι εν λόγω γυναίκες, μολονότι πληρούν πρόσθετες προϋποθέσεις (μεγαλύτερο χρόνο προϋπηρεσίας στην επιχείρηση), λαμβάνουν, κατ' ανώτατο όριο, μόνον το ήμισυ της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως που θα οφειλόταν για την πραγματική διάρκεια της απασχολήσεώς τους (άρθρο 23 a, παράγραφος 3, του νόμου περί των ιδιωτικών υπαλλήλων), ενώ, στην περίπτωση των ανδρών, λαμβάνεται υπόψη ολόκληρος ο χρόνος προϋπηρεσίας τους για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως;

2) ςΕχει συναφώς σημασία το γεγονός ότι οι περισσότεροι βρεφονηπιακοί σταθμοί στην Αυστρία εξαρτώνται από το Δημόσιο ή από την οικονομική ενίσχυση του Δημοσίου;»

Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

17 Η Silhouette ισχυρίζεται ότι τα ερωτήματα πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτα. Πράγματι, κατά την άποψή της, πρόκειται για υποθετικού χαρακτήρα ερωτήματα, δεδομένου ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του αιτούντος δικαστηρίου και της G. Gruber, η G. Gruber δεν ήταν υποχρεωμένη να παραιτηθεί λόγω της ελλείψεως δυνατοτήτων για τη φύλαξη του τέκνου της, αφού θα μπορούσε να είχε λάβει περαιτέρω γονική άδεια για διάστημα μεγαλύτερο του έτους. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις του άρθρου 23, παράγραφος 1, του AngG. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή συμφώνησε εν μέρει με την άποψη αυτή, με την αιτιολογία ότι το δικαίωμα ενός προσώπου να εξακολουθήσει να τυγχάνει της γονικής αδείας μπορούσε να έχει αποφασιστική σημασία στο πλαίσιο της εξετάσεως του ζητήματος αν υπήρχε κατάσταση εξαναγκασμού, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί ο εργαζόμενος να εγκαταλείψει την αγορά εργασίας.

18 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η G. Gruber παραδέχθηκε ότι θα μπορούσε, πράγματι, να λάβει γονική άδεια επί ένα ακόμη έτος. Συγχρόνως, όμως, υποστήριξε ότι το πρόβλημα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο θα ανέκυπτε εν πάση περιπτώσει κατά τη λήξη της αδείας αυτής, στο μέτρο που τα παιδιά γίνονται δεκτά στους βρεφονηπιακούς σταθμούς μόνον από την ηλικία των τριών ετών, με αποτέλεσμα η κατάσταση του παιδιού που έχει συμπληρώσει το δεύτερο αλλά όχι ακόμη το τρίτο έτος ηλικίας του να παραμένει αμετάβλητη.

19 Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στην παράγραφο 23 των προτάσεών του, η αιτίαση της Silhouette έγκειται, κατ' ουσίαν, στην επίκριση της αξιολογήσεως των πραγματικών περιστατικών και της εφαρμογής του εθνικού νόμου στις οποίες προέβη το αιτούν δικαστήριο. Όμως, κατά πάγια νομολογία, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να παρέχουν στο Δικαστήριο τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου αυτό να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Κατά την ίδια νομολογία, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται η ερμηνεία των επίδικων εθνικών διατάξεων. Επομένως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει το αιτούν δικαστήριο στην κρίση του, όσον αφορά το ζήτημα αν οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.

20 Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.

Επί του πρώτου ερωτήματος

21 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν το άρθρο 119 της Συνθήκης απαγορεύει εθνική ρύθμιση που προβλέπει την παροχή στους εργαζόμενους που λύουν πρόωρα τη σχέση εργασίας τους για να ασχοληθούν με τα τέκνα τους, λόγω της ελλείψεως δομών για τη φύλαξή τους, αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως η οποία είναι μειωμένη σε σχέση με εκείνη την οποία εισπράττουν, για την ίδια πραγματική διάρκεια απασχολήσεως, οι εργαζόμενοι που αποχωρούν για σοβαρό λόγο, στην περίπτωση που οι εργαζόμενοι που λαμβάνουν τη μειωμένη αποζημίωση είναι στην πλειονότητά τους γυναίκες.

22 Πρέπει εκ προοιμίου να τονιστεί ότι δεν αμφισβητείται ότι η αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως εμπίπτει στην έννοια της αμοιβής κατά το άρθρο 119 της Συνθήκης. Πράγματι, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τον υπολογισμό του ποσού της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως για την οποία μπορεί να προβάλει αξίωση η ενδιαφερόμενη.

23 Ομοίως, δεν αμφισβητείται ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, δεν υφίσταται άμεση δυσμενής διάκριση στηριζόμενη στο φύλο. Πράγματι, η μειωμένη αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως που προβλέπει το άρθρο 23 a του AngG καταβάλλεται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις στις γυναίκες και στους άνδρες εργαζομένους που λύουν τη σχέση εργασίας τους μετά τη γέννηση τέκνου.

24 Επομένως, πρέπει να διαπιστωθεί αν η εφαρμογή μιας διατάξεως όπως αυτής του άρθρου 23 a του AngG, υπό περιστάσεις όπως αυτές τις οποίες περιγράφει το αιτούν δικαστήριο, αποτελεί μέτρο επαγόμενο εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των γυναικών εργαζομένων.

25 Κατά πάγια νομολογία, έμμεση δυσμενής διάκριση υφίσταται όταν η εφαρμογή εθνικού μέτρου, παρά το γεγονός ότι το μέτρο αυτό έχει ουδέτερη διατύπωση, περιάγει, στην πράξη, σε μειονεκτική θέση ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 1997, C-1/95, Gerster, Συλλογή 1997, σ. Ι-5253, σκέψη 30).

26 Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει επίσης ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης απαγορεύει την εφαρμογή διατάξεων που διατηρούν σε ισχύ τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων βάσει κριτηρίων που δεν στηρίζονται στο φύλο, εφόσον αυτή η διαφορετική μεταχείριση δεν μπορεί να εξηγηθεί από αντικειμενικά δικαιολογημένους παράγοντες ξένους προς κάθε διάκριση με βάση το φύλο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1999, C-167/97, Seymour-Smith και Perez, Συλλογή 1999, σ. Ι-7835, σκέψη 52).

27 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, αν η εφαρμογή του άρθρου 23 a, παράγραφος 3, έχει ως αποτέλεσμα να περιάγει σε μειονεκτική θέση έναν εργαζόμενο, όπως είναι η G. Gruber, σε σχέση με άλλους εργαζομένους, που βρίσκονται στην ίδια ή σε παρόμοια κατάσταση με τη δική της.

28 Συναφώς, προβλήθηκαν δύο διαφορετικές απόψεις.

29 Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, την οποία προέβαλαν η G. Gruber και η Επιτροπή, οι ομάδες που πρέπει να συγκριθούν είναι, αφενός, οι εργαζόμενοι που αποχωρούν λόγω μητρότητας και, αφετέρου, εκείνοι που αποχωρούν για σοβαρούς λόγους. Υπό το πρίσμα αυτό, υφίσταται μειονέκτημα, δεδομένου ότι η πρώτη ομάδα λαμβάνει το ήμισυ μόνον της αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως που χορηγείται στη δεύτερη ομάδα. Επομένως, βάσει της συλλογιστικής αυτής, μπορεί να συναχθεί ότι η καταγγελία λόγω μητρότητας πρέπει να θεωρείται ως λόγος ισοδύναμος με σοβαρό λόγο υπό την έννοια του άρθρου 26 του AngG, που παρέχει δικαίωμα για λήψη της πλήρους αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 1, του νόμου αυτού.

30 Αντιθέτως, η Silhouette και η Αυστριακή Κυβέρνηση διατείνονται ότι οι ομάδες που πρέπει να συγκριθούν είναι, αφενός, οι εργαζόμενοι που αποχωρούν λόγω μητρότητας και, αφετέρου, εκείνοι που αποχωρούν χωρίς σοβαρό λόγο ή που λύουν εκουσίως τη σχέση εργασίας τους για προσωπικούς λόγους. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν υφίσταται μειονέκτημα, δεδομένου ότι η πρώτη ομάδα έχει δικαίωμα αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως, ενώ η δεύτερη ουδόλως έχει το δικαίωμα αυτό. Επομένως, το άρθρο 23 a, παράγραφος 3, του AngG, που παρέχει δικαίωμα για λήψη μειωμένης αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως, συνιστά εξαιρετική διάταξη διασφαλίζουσα ευνοϋκή μεταχείριση για τους οικείους εργαζομένους.

31 Το βάσιμο της μιας ή της άλλης από τις απόψεις αυτές εξαρτάται από το αν το αντικείμενο και η αιτία της καταστάσεως στην οποία βρίσκονται οι εργαζόμενοι που αποχωρούν προκειμένου να ασχοληθούν με τα τέκνα τους είναι παρόμοια με εκείνα που χαρακτηρίζουν την κατάσταση των εργαζομένων που αποχωρούν για σοβαρούς λόγους, υπό την έννοια του άρθρου 26 του AngG και του άρθρου 82 a του GewO 1859.

32 Από τα παραδείγματα που αναφέρονται στο άρθρο 26 του AngG και στο άρθρο 82 a του GewO 1859 φαίνεται να απορρέει ότι οι καταστάσεις τις οποίες αφορούν έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι έχουν σχέση με τις συνθήκες εργασίας στην επιχείρηση ή με τη συμπεριφορά του εργοδότη, οι οποίες έχουν καταστήσει παντελώς αδύνατη την εξακολούθηση της εργασίας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να απαιτηθεί από τον εργαζόμενο να διατηρήσει τη σχέση εργασίας του ούτε καν για όσο χρόνο διαρκεί η προθεσμία προειδοποιήσεως που προβλέπεται κατά κανόνα σε περίπτωση παραιτήσεως.

33 Επομένως, οι καταστάσεις που προαναφέρθηκαν έχουν διαφορετικής φύσεως αντικείμενο και αιτία απ' ό,τι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένας εργαζόμενος όπως η G. Gruber.

34 Εντεύθεν απορρέει ότι ο αποκλεισμός ενός εργαζομένου όπως η G. Gruber από το ευεργέτημα του άρθρου 23, παράγραφος 1, του AngG δεν συνιστά μέτρο επαγόμενο εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις.

35 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση προβλέπουσα την παροχή σε εργαζόμενους που λύουν πρόωρα τη σχέση εργασίας τους για να ασχοληθούν με τα τέκνα τους, λόγω της ελλείψεως δομών για τη φύλαξή τους, αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως η οποία είναι μειωμένη σε σχέση με εκείνη την οποία λαμβάνουν, για την ίδια πραγματική διάρκεια απασχολήσεως, οι εργαζόμενοι που αποχωρούν για σοβαρό λόγο σχετικό με τις συνθήκες εργασίας στην επιχείρηση ή με τη συμπεριφορά του εργοδότη.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

36 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν το γεγονός ότι, στο οικείο κράτος μέλος, οι περισσότεροι βρεφονηπιακοί σταθμοί εξαρτώνται από το Δημόσιο ή από την οικονομική ενίσχυση του Δημοσίου έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

37 Συναφώς, αρκεί να τονιστεί ότι το ζήτημα αν η χορήγηση μειωμένης αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως σε εργαζομένους που λύουν πρόωρα τη σχέση εργασίας τους για να ασχοληθούν με τα τέκνα τους, λόγω της ελλείψεως δομών για τη φύλαξή τους, συνιστά δυσμενή διάκριση υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης, δεν μπορεί να εξαρτάται από τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό χαρακτήρα των δομών αυτών.

38 Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το γεγονός ότι, στο οικείο κράτος μέλος, οι περισσότεροι βρεφονηπιακοί σταθμοί εξαρτώνται από το Δημόσιο ή από την οικονομική ενίσχυση του Δημοσίου δεν έχει καμία σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

39 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 1996 το Landesgericht Linz, αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση προβλέπουσα την παροχή σε εργαζόμενους που λύουν πρόωρα τη σχέση εργασίας τους για να ασχοληθούν με τα τέκνα τους, λόγω της ελλείψεως δομών για τη φύλαξή τους, αποζημιώσεως λόγω αποχωρήσεως η οποία είναι μειωμένη σε σχέση με εκείνη την οποία λαμβάνουν, για την ίδια πραγματική διάρκεια απασχολήσεως, οι εργαζόμενοι που αποχωρούν για σοβαρό λόγο σχετικό με τις συνθήκες εργασίας στην επιχείρηση ή με τη συμπεριφορά του εργοδότη.

2) Το γεγονός ότι, στο οικείο κράτος μέλος, οι περισσότεροι βρεφονηπιακοί σταθμοί εξαρτώνται από το Δημόσιο ή από την οικονομική ενίσχυση του Δημοσίου δεν έχει καμία σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα.