Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 29ης Οκτωβρίου 1998. - Ποινική δίκη κατά Ibiyinka Awoyemi. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hof van Cassatie - Βέλγιο. - Άδεια οδηγήσεως - Ερμηνεία της οδηγίας 80/1263/ΕΟΚ - Μη τήρηση της υποχρεώσεως αντικαταστάσεως της αδείας που χορηγήθηκε από κράτος μέλος σε υπήκοο τρίτης χώρας με άδεια του κράτους μέλους της νέας κατοικίας του - Ποινικές κυρώσεις - Συνέπειες της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ. - Υπόθεση C-230/97.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-06781
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1 Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως -ςΑδεια οδηγήσεως - Υπήκοος τρίτης χώρας κάτοχος αδείας κοινοτικού τύπου - Μη τήρηση της υποχρεώσεως αντικαταστάσεως της αδείας που εκδόθηκε από το κράτος μέλος καταγωγής με άδεια του κράτους μέλους υποδοχής - Εξομοίωση με οδήγηση χωρίς άδεια - Ποινικές κυρώσεις - Παραδεκτό
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 48 και 52· οδηγία 80/1263 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, εδ. 1)
2 Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - ςΑδεια οδηγήσεως - Υπήκοος τρίτης χώρας κάτοχος αδείας κοινοτικού τύπου - Μη τήρηση της προβλεπομένης από την οδηγία 80/1263 υποχρεώσεως αντικαταστάσεως της αδείας - Ποινικές κυρώσεις - Οδηγία 91/439 - αΑμεσο αποτέλεσμα των άρθρων 1, παράγραφος 2, και 8, παράγραφος 1 - ςΕκταση εφαρμογής -Ισχύουσα στο εθνικό δίκαιο αρχή της αναδρομικότητας του ηπιότερου ποινικού νόμου - Συνέπειες
(Οδηγίες του Συμβουλίου 80/1263, άρθρο 8 § 1, εδ. 1, και 91/439, άρθρα 1 § 2 και 8 § 1)
1 Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να προβλέπουν, σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως αντικαταστάσεως της αδείας οδηγήσεως, υποχρεώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της πρώτης οδηγίας 80/1263 περί καθιερώσεως κοινοτικής αδείας οδηγήσεως, ποινικές κυρώσεις δυσανάλογες με τη σοβαρότητα του αδικήματος, οι οποίες θα δημιουργούσαν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών που το δικαίωμα οδηγήσεως οχήματος με κινητήρα έχει για την πραγματική άσκηση ανεξαρτήτου επαγγέλματος ή εξηρτημένης εργασίας και μάλιστα για την πρόσβαση σε ορισμένες δραστηριότητες ή την ανάληψη ορισμένων καθηκόντων, το δε έρεισμα για τον περιορισμό της εξουσίας των κρατών μελών να προβλέπουν σχετικά ποινικές κυρώσεις είναι η ελευθερία κυκλοφορίας των προσώπων την οποία καθιερώνει η Συνθήκη. ηΟμως, ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς τους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, οι οποίοι έχουν εφαρμογή μόνον επί των υπηκόων κράτους μέλους της Κοινότητας που θέλουν να εγκατασταθούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή επί των υπηκόων του ίδιου αυτού κράτους που βρίσκονται σε κατάσταση η οποία συνδέεται με οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που ρυθμίζει το κοινοτικό δίκαιο.
Συνεπώς, ούτε οι διατάξεις της πρώτης οδηγίας 80/1263 ούτε οι διατάξεις της Συνθήκης αποκλείουν τη δυνατότητα η οδήγηση οχήματος με κινητήρα από υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος είναι κάτοχος αδείας οδηγήσεως κοινοτικού τύπου εκδοθείσας από κράτος μέλος και ο οποίος, έχοντας μεταφέρει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, θα μπορούσε εκεί να αντικαταστήσει την άδειά του οδηγήσεως με άδεια εκδοθείσα από το κράτος υποδοχής, αλλά παρέλειψε να προβεί στην ενέργεια αυτή εντός της ταχθείσας ετήσιας προθεσμίας, να εξομοιωθεί εντός του κράτους υποδοχής με οδήγηση χωρίς άδεια και, ως εκ τούτου, να επισύρει ως ποινική κύρωση την επιβολή ποινής φυλακίσεως ή χρηματικής ποινής.
2 Οι διατάξεις των άρθρων 1, παράγραφος 2, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/439 για την άδεια οδηγήσεως επιβάλλουν στα κράτη μέλη σαφείς και ακριβείς υποχρεώσεις συνιστάμενες, αντιστοίχως, στην αμοιβαία αναγνώριση των αδειών οδηγήσεως κοινοτικού τύπου και στην απαγόρευση της επιβολής υποχρεώσεως αντικαταστάσεως των αδειών οδηγήσεως που εκδόθηκαν από άλλο κράτος μέλος, ανεξαρτήτως της ιθαγενείας του κατόχου αδείας οδηγήσεως, καθόσον τα κράτη προς τα οποία απευθύνεται η οδηγία αυτή δεν διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να θεσπίσουν για να συμμορφωθούν προς τις εν λόγω επιταγές. Το άμεσο αποτέλεσμα που πρέπει επομένως να αναγνωριστεί στις διατάξεις αυτές συνεπάγεται ότι οι ιδιώτες δικαιούνται να τις επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
Συνεπώς, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας οδηγήσεως κοινοτικού τύπου εκδοθείσας από κράτος μέλος και ο οποίος απέκτησε συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, αλλά δεν αντικατέστησε εκεί την άδειά του οδηγήσεως εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 80/1263, δικαιούται να επικαλεστεί απευθείας τα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/439 προκειμένου να αντιταχθεί στην επιβολή, εντός του κράτους μέλους όπου απέκτησε τη νέα κατοικία του, ποινής φυλακίσεως ή χρηματικής ποινής για οδήγηση χωρίς άδεια. Το κοινοτικό δίκαιο δεν αποκλείει τη δυνατότητα όπως, λόγω της ισχύουσας στο εθνικό δίκαιο ορισμένων κρατών μελών αρχής της αναδρομικότητας του ηπιότερου ποινικού νόμου, δικαστήριο ενός από αυτά τα κράτη μέλη εφαρμόσει τις διατάξεις αυτές της οδηγίας 91/439 έστω και αν το αδίκημα διαπράχθηκε πριν από την ημερομηνία που προβλεπόταν για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής.
Στην υπόθεση C-230/97,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hof van Cassatie (Βέλγιο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά
Ibiyinka Awoyemi,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας 80/1263/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 1980, περί καθιερώσεως κοινοτικής αδείας οδηγήσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/010, σ. 89), καθώς και των άρθρων 1, παράγραφος 2, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την άδεια οδηγήσεως (ΕΕ L 237, σ. 1),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους G. Hirsch, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini και R. Schintgen (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Lιger
γραμματέας: R. Grass
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την S. Ridley, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από τον R. Thompson, barrister,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον B. J. Drijber και την L. Pignataro, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,
έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουλίου 1998,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με απόφαση της 17ης Ιουνίου 1997, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Ιουνίου 1997, το Hof van Cassatie υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας 80/1263/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 1980, περί καθιερώσεως κοινοτικής αδείας οδηγήσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/010, σ. 89), καθώς και των άρθρων 1, παράγραφος 2, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την άδεια οδηγήσεως (ΕΕ L 237, σ. 1).
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικής διώξεως που άσκησε η εισαγγελική αρχή κατά του I. Awoyemi, ο οποίος κατηγορείται ότι οδηγούσε όχημα με κινητήρα επί δημοσίας οδού στο Βέλγιο χωρίς να είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας οδηγήσεως.
Οι οδηγίες σχετικά με την άδεια οδηγήσεως
3 Οι άδειες οδηγήσεως απετέλεσαν αντικείμενο μιας πρώτης εναρμονίσεως με την οδηγία 80/1263 η οποία, όπως τονίζεται στην πρώτη αιτιολογική της σκέψη, σκοπό έχει να συμβάλει στη βελτίωση της οδικής ασφάλειας και να διευκολύνει την κυκλοφορία των προσώπων που εγκαθίστανται σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο εντός του οποίου έδωσαν εξετάσεις για την απόκτηση άδειας οδηγήσεως ή των προσώπων που διακινούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας.
4 Προς τούτο, η οδηγία 80/1263 προέβη σε προσέγγιση των εθνικών κανόνων στον τομέα αυτόν, ιδίως όσον αφορά τα εθνικά συστήματα χορηγήσεως αδειών οδηγήσεως, τις κατηγορίες οχημάτων και τις προϋποθέσεις ισχύος των αδειών αυτών. Επίσης, καθιέρωσε κοινοτικό τύπο άδειας και ένα σύστημα αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών οδηγήσεως από τα κράτη μέλη, καθώς και αντικαταστάσεως των αδειών αυτών όταν οι κάτοχοί τους μεταφέρουν την κατοικία τους ή τον τόπο εργασίας τους από το ένα κράτος μέλος στο άλλο.
5 Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, η χορήγηση αδείας οδηγήσεως εξαρτάται, αφενός, από την επιτυχία σε πρακτική και θεωρητική εξέταση καθώς και από τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων υγείας και, αφετέρου, από την ύπαρξη συνήθους διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους το οποίο χορηγεί την άδεια, εφόσον τούτο προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους αυτού.
6 Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής:
«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες διατάξεις ώστε, αν ο κάτοχος ισχυούσης εθνικής αδείας ή αδείας κατά το κοινοτικό υπόδειγμα που έχει εκδοθεί από ένα κράτος μέλος αποκτήσει διαμονή σε ένα άλλο κράτος μέλος, η άδειά του να διατηρεί την ισχύ της για διάστημα ενός έτους, κατ' ανώτατο όριο, από την απόκτηση της νέας διαμονής. Εντός αυτής της προθεσμίας και αφού ο κάτοχος υποβάλει σχετική αίτηση και καταθέσει την άδειά του, το κράτος της νέας διαμονής τού χορηγεί άδεια οδηγήσεως (κατά το κοινοτικό υπόδειγμα) της αντίστοιχης κατηγορίας ή κατηγοριών χωρίς να τηρηθούν οι προϋποθέσεις του άρθρου 6. Πάντως, το κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί την αλλαγή της αδείας στην περίπτωση που η εθνική του νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των απαιτουμένων προϋποθέσεων υγείας, αποκλείει τη χορήγηση της αδείας.
Πριν από την αλλαγή ο αιτών πρέπει να δηλώσει ότι η άδεια οδηγήσεως εξακολουθεί να ισχύει. Εναπόκειται στο κράτος μέλος που προβαίνει στην αλλαγή να εξακριβώσει, κατά περίπτωση, αν αυτή η δήλωση είναι αληθής. Το κράτος μέλος που προβαίνει στην αλλαγή αποστέλλει την παλιά άδεια οδηγήσεως στις αρχές του κράτους μέλους που την εξέδωσε.»
7 Με την οδηγία 91/439, αφενός, έγινε ένα νέο βήμα για την εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των αδειών και τις κατηγορίες οχημάτων, και, αφετέρου, καταργήθηκε η υποχρέωση αντικαταστάσεως της αδείας οδηγήσεως σε περίπτωση αποκτήσεως συνήθους διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, υποχρέωση η οποία, κατά την ένατη αιτιολογική σκέψη, αποτελεί εμπόδιο για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και δεν μπορεί να γίνει δεκτή αν ληφθεί υπόψη η πρόοδος που έχει σημειωθεί στο πλαίσιο της ευρωπαϋκής ενοποιήσεως.
8 Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής ορίζει:
«Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν αμοιβαία τις άδειες οδήγησης που εκδίδουν.»
9 Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας:
«Σε περίπτωση που ο κάτοχος αδείας οδηγήσεως της οποίας η ισχύς δεν έχει λήξει και η οποία έχει εκδοθεί από ένα κράτος μέλος έχει πλέον την κανονική του διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να ζητήσει την αντικατάσταση της παλαιάς του αδείας με νέα ισοδύναμη. Το κράτος μέλος που αντικαθιστά την άδεια ελέγχει, ενδεχομένως, αν η προς αντικατάσταση άδεια εξακολουθεί πράγματι να ισχύει.»
10 Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου:
«υΟταν ένα κράτος μέλος αντικαθιστά μια άδεια οδήγησης που έχει εκδοθεί από τρίτη χώρα με άδεια οδήγησης κοινοτικού τύπου, η τελευταία αυτή άδεια περιέχει σχετική ένδειξη, η οποία τίθεται επίσης και σε κάθε μελλοντική αντικατάσταση ή ανανέωσή της.
Η αντικατάσταση μπορεί να γίνεται μόνον αν η εκδοθείσα από τρίτη χώρα άδεια παραδοθεί στις αρμόδιες αρχές του αντικαθιστώντος κράτους μέλους. Αν ο κάτοχος της αδείας αυτής μεταφέρει την κανονική διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος, το τελευταίο αυτό δύναται να μην εφαρμόσει το άρθρο 1, παράγραφος 2.»
11 Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/439 ορίζει:
«ιYστερα από διαβούλευση με την Επιτροπή, και πριν από την 1η Ιουλίου 1994, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία από την 1η Ιουλίου 1996.»
12 Το άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας ορίζει:
«Η οδηγία 80/1263/ΕΟΚ καταργείται από την 1η Ιουλίου 1996.»
Η εθνική νομοθεσία
13 Στο Βέλγιο, το άρθρο 2 του βασιλικού διατάγματος της 6ης Μαου 1988 (Moniteur belge της 28ης Σεπτεμβρίου 1988, σ. 13631) ορίζει:
«1. Δύνανται να λάβουν βελγική άδεια οδηγήσεως:
1o οι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ημεδαπών ή στα μητρώα αλλοδαπών βελγικού δήμου ή κοινότητας και κάτοχοι ενός από τα ακόλουθα έγγραφα που έχει εκδοθεί στο Βέλγιο:
a) δελτίου ταυτότητας Βέλγου ή αλλοδαπού·
b) πιστοποιητικού εγγραφής στα μητρώα αλλοδαπών·
c) κάρτας διαμονής υπηκόου κράτους μέλους των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων·
d) αδείας κυκλοφορίας του οχήματος·
2o οι κάτοχοι ενός από τα ακόλουθα έγγραφα που έχει εκδοθεί στο Βέλγιο:
a) διπλωματικού δελτίου ταυτότητας·
b) προξενικού δελτίου ταυτότητας·
c) ειδικής αδείας διαμονής.
2. Τα πρόσωπα που αναφέρει η παράγραφος 1, σημείο 1, δύνανται να οδηγούν όχημα με κινητήρα μόνον βάσει βελγικής αδείας οδηγήσεως. Εντούτοις, επί ένα έτος μετά την ημερομηνία εγγραφής τους στα μητρώα ημεδαπών ή αλλοδαπών βελγικού δήμου ή κοινότητας, δύνανται να οδηγούν βάσει ισχύουσας αλλοδαπής εθνικής αδείας οδηγήσεως, εκδοθείσας από ένα από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας. Οι άλλοι οδηγοί οχημάτων με κινητήρα πρέπει να είναι κάτοχοι και να φέρουν βελγική άδεια οδηγήσεως ή αλλοδαπή άδεια οδηγήσεως, είτε εθνική είτε διεθνή, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τη διεθνή οδική κυκλοφορία.
(...)»
Η υπόθεση της κύριας δίκης
14 Ο Ι. Awoyemi, υπήκοος Νιγηρίας, κατοικούσε επί ορισμένο χρόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου έλαβε άδεια οδηγήσεως κοινοτικού τύπου ισχύουσα από τις 11 Απριλίου 1990 μέχρι τις 26 Ιανουαρίου 2003.
15 Από τις 17 Δεκεμβρίου 1990 έχει τη συνήθη διαμονή του στο Βέλγιο.
16 Στις 27 Ιουλίου 1993, κατά τον αστυνομικό έλεγχο του Ι. Awoyemi που έγινε στην Οστάνδη (Βέλγιο), διαπιστώθηκε ότι οδηγούσε όχημα με κινητήρα χωρίς να κατέχει βελγική άδεια οδηγήσεως.
17 Παρά το ότι επικαλέστηκε την κοινοτικού τύπου άδειά του η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ο Ι. Awoyemi καταδικάστηκε, στις 4 Ιανουαρίου 1995, από το correctionele rechtbank te Brugge (Βέλγιο) σε χρηματική ποινή 2 000 βελγικών φράγκων για το ότι οδηγούσε όχημα επί δημοσίας οδού στο Βέλγιο χωρίς να κατέχει ισχύουσα άδεια οδηγήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος της 6ης Μαου 1988. Κατά το δικαστήριο αυτό, αφενός, ο ενδιαφερόμενος κατοικούσε στο Βέλγιο χωρίς να είναι κάτοχος βελγικής αδείας οδηγήσεως και, αφετέρου, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, είχε παρέλθει η προθεσμία ενός έτους από την εγγραφή του στα μητρώα αλλοδαπών στο Βέλγιο, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε δικαίωμα να οδηγεί βάσει ισχύουσας άδειας οδηγήσεως εκδοθείσας από κράτος μέλος της Ευρωπαϋκής Κοινότητας.
18 Ο Ι. Awoyemi υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής.
19 Από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει ότι το Hof van Cassatie θεωρεί κατ' αρχάς ότι το προαναφερθέν βασιλικό διάταγμα της 6ης Μαου 1988 εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, για να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 80/1263. Στη συνέχεια, αναφέρεται στην απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-193/94, Σκαναβή και Ξρυσανθακόπουλος (Συλλογή 1996, σ. Ι-929), σημειώνοντας συγχρόνως ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε στο πλαίσιο υποθέσεως σχετικής με υπηκόους κράτους μέλους της Ευρωπαϋκής Κοινότητας, ενώ η παρούσα υπόθεση αφορά υπήκοο τρίτης χώρας, κάτοχο αδείας οδηγήσεως εκδοθείσας από κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος υποδοχής του ενδιαφερομένου. Τέλος, παρατηρεί ότι η οδηγία 80/1263 καταργήθηκε, την 1η Ιουλίου 1996, από την οδηγία 91/439, της οποίας το άρθρο 1, παράγραφος 2, επιβάλλει την αμοιβαία αναγνώριση των αδειών οδηγήσεως που χορηγούνται από τα κράτη μέλη και το άρθρο 8, παράγραφος 1, μετατρέπει απλώς και μόνο σε δυνατότητα την υποχρέωση αντικαταστάσεως, μετά την πάροδο ενός έτους, της εκδοθείσας από κράτος μέλος ισχύουσας άδειας οδηγήσεως, όταν ο κάτοχός της αποκτήσει συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος. Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι διατάξεις αυτές φαίνεται να έχουν άμεσο αποτέλεσμα, αλλά η οδηγία 91/439 δεν διευκρινίζει αν μπορεί να έχει εφαρμογή επί αδικημάτων που διαπράχθηκαν υπό το κράτος της οδηγίας 80/1263.
20 Εκτιμώντας ότι η απόφασή του εξαρτάται από την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Hof van Cassatie ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εξής τρία ερωτήματα:
«1) Αντιτίθενται οι διατάξεις της πρώτης οδηγίας 80/1263/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 1980, περί καθιερώσεως κοινοτικής αδείας οδηγήσεως, και ειδικά το άρθρο 8, στο να εξομοιωθεί με οδήγηση χωρίς άδεια, και για τον λόγο αυτόν να επιβληθεί ως ποινική κύρωση ποινή φυλακίσεως ή χρηματική ποινή, η οδήγηση οχήματος από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, αλλά κατέχει εθνική άδεια οδηγήσεως εκδοθείσα από κράτος μέλος ή άδεια οδηγήσεως κοινοτικού τύπου, και που μπορούσε να την αντικαταστήσει με άδεια οδηγήσεως του κράτους μέλους υποδοχής, αλλά δεν το έπραξε εντός της ταχθείσας προθεσμίας;
2) Έχουν το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την άδεια οδηγήσεως, κατά το οποίο αναγνωρίζονται αμοιβαίως οι άδειες οδηγήσεως που εκδίδονται από τα κράτη μέλη, και το προβλεπόμενο από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής δικαίωμα αντικαταστάσεως ως συνέπεια ότι, ακόμη και στην περίπτωση που δεν υφίσταται σχετική εθνική ρύθμιση, το πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, αλλά κατέχει εθνική άδεια οδηγήσεως εκδοθείσα από κράτος μέλος ή άδεια οδηγήσεως κοινοτικού τύπου και αποκτά συνήθη διαμονή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, μπορεί από την 1η Ιουλίου 1996 να επικαλεστεί ενώπιον των δικαστηρίων τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων αυτών;
3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, έχουν τα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την άδεια οδηγήσεως, αναδρομική ισχύ, υπό την έννοια ότι αντιτίθενται στο να εξομοιωθεί με οδήγηση χωρίς άδεια, και για τον λόγο αυτόν να επιβληθεί ως ποινική κύρωση ποινή φυλακίσεως ή χρηματική ποινή, η οδήγηση οχήματος από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, αλλά κατέχει εθνική άδεια οδηγήσεως εκδοθείσα από κράτος μέλος ή άδεια οδηγήσεως κοινοτικού τύπου, και που μπορούσε να την αντικαταστήσει με άδεια οδηγήσεως του κράτους μέλους υποδοχής, αλλά στις 27 Ιουλίου 1993 δεν το είχε πράξει εντός της ταχθείσας προθεσμίας;»
Επί του πρώτου ερωτήματος
21 Από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει ότι, με το πρώτο ερώτημά του, το εθνικό δικαστήριο ερωτά στην ουσία το Δικαστήριο αν οι διατάξεις της οδηγίας 80/1263 ή οι διατάξεις της Συνθήκης αποκλείουν τη δυνατότητα η οδήγηση οχήματος με κινητήρα από υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος είναι κάτοχος αδείας οδηγήσεως κοινοτικού τύπου εκδοθείσας από κράτος μέλος και ο οποίος, έχοντας μεταφέρει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, θα μπορούσε εκεί να αντικαταστήσει την άδειά του οδηγήσεως με άδεια εκδοθείσα από το κράτος υποδοχής, αλλά παρέλειψε να προβεί στην ενέργεια αυτή εντός της ταχθείσας ετήσιας προθεσμίας, να εξομοιωθεί εντός του κράτους υποδοχής με οδήγηση χωρίς άδεια και, ως εκ τούτου, να επισύρει ως ποινική κύρωση την επιβολή ποινής φυλακίσεως ή χρηματικής ποινής.
22 Εκ προοιμίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 21 των προτάσεών του, η οδηγία 80/1263 έχει εφαρμογή όχι μόνον επί των υπηκόων των κρατών μελών, αλλά, ανεξαρτήτως ιθαγενείας, επί των κατόχων αδείας οδηγήσεως εκδοθείσας από κράτος μέλος.
23 Επομένως, ένα πρόσωπο που βρίσκεται στην κατάσταση του Ι. Awoyemi, ο οποίος είναι κάτοχος αδείας οδηγήσεως κοινοτικού τύπου η οποία εκδόθηκε από τις αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.
24 Εντούτοις, η εν λόγω οδηγία δεν περιέχει καμία διάταξη σχετικά με τις κυρώσεις που πρέπει να επισύρει η παράβαση της προβλεπομένης από το άρθρο της 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, υποχρεώσεως αντικαταστάσεως της αδείας οδηγήσεως.
25 Συνεπώς, ελλείψει κοινοτικής ρυθμίσεως στον τομέα αυτόν, τα κράτη μέλη διατηρούν, κατ' αρχήν, την εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις για την παράβαση της υποχρεώσεως αυτής (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Σκαναβή και Ξρυσανθακόπουλος, σκέψη 36).
26 Βεβαίως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να προβλέψουν, εν προκειμένω, ποινικές κυρώσεις δυσανάλογες με τη σοβαρότητα του αδικήματος, οι οποίες θα δημιουργούσαν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών που το δικαίωμα οδηγήσεως οχήματος με κινητήρα έχει για την πραγματική άσκηση ανεξαρτήτου επαγγέλματος ή εξηρτημένης εργασίας, ιδίως δε για την πρόσβαση σε ορισμένες δραστηριότητες ή την ανάληψη ορισμένων καθηκόντων (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Σκαναβή και Ξρυσανθακόπουλος, σκέψεις 36 και 38).
27 Ωστόσο, ένα πρόσωπο όπως ο Ι. Awoyemi δεν μπορεί να επικαλεστεί τη νομολογία αυτή.
28 Συγκεκριμένα, από το σκεπτικό της προαναφερθείσας αποφάσεως Σκαναβή και Ξρυσανθακόπουλος, σκέψεις 36 έως 39, προκύπτει ότι το έρεισμα για τον περιορισμό της εξουσίας των κρατών μελών να προβλέπουν ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως αντικαταστάσεως της αδείας οδηγήσεως είναι η ελευθερία κυκλοφορίας των προσώπων την οποία καθιερώνει η Συνθήκη.
29 ηΟμως, υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τον Ι. Awoyemi δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς τους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων οι οποίοι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, έχουν εφαρμογή μόνον επί των υπηκόων κράτους μέλους της Κοινότητας που θέλουν να εγκατασταθούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή επί των υπηκόων του ίδιου αυτού κράτους που βρίσκονται σε κατάσταση η οποία συνδέεται με οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που ρυθμίζει το κοινοτικό δίκαιο (βλ., π.χ., την απόφαση της 25ης Ιουνίου 1992, C-147/91, Ferrer Laderer, Συλλογή 1992, σ. Ι-4097, σκέψη 7).
30 Υπό τις συνθήκες αυτές, η νομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα τέτοιο πρόσωπο που είναι υπήκοος τρίτης χώρας, όσον αφορά τις κυρώσεις που μπορεί να του επιβληθούν σε περίπτωση μη τηρήσεως της προβλεπομένης από το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 80/1263 υποχρεώσεως αντικαταστάσεως της αδείας οδηγήσεως, δεν εμπίπτει ούτε στις διατάξεις της οδηγίας αυτής ούτε στις σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων διατάξεις της Συνθήκης.
31 Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα που υποβλήθηκε πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ούτε οι διατάξεις της οδηγίας 80/1263 ούτε οι διατάξεις της Συνθήκης αποκλείουν τη δυνατότητα η οδήγηση οχήματος με κινητήρα από υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος είναι κάτοχος αδείας οδηγήσεως κοινοτικού τύπου εκδοθείσας από κράτος μέλος και ο οποίος, έχοντας μεταφέρει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, θα μπορούσε εκεί να αντικαταστήσει την άδειά του οδηγήσεως με άδεια εκδοθείσα από το κράτος υποδοχής, αλλά παρέλειψε να προβεί στην ενέργεια αυτή εντός της ταχθείσας ετήσιας προθεσμίας, να εξομοιωθεί εντός του κράτους υποδοχής με οδήγηση χωρίς άδεια και, ως εκ τούτου, να επισύρει ως ποινική κύρωση την επιβολή ποινής φυλακίσεως ή χρηματικής ποινής.
Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος
32 Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν ο υπήκοος τρίτης χώρας που είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας οδηγήσεως κοινοτικού τύπου εκδοθείσας από κράτος μέλος, ο οποίος απέκτησε συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, αλλά δεν αντικατέστησε εκεί την άδειά του οδηγήσεως εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 80/1263, δικαιούται να επικαλεστεί απευθείας τα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/439 προκειμένου να αντιταχθεί στην επιβολή, εντός του κράτους μέλους όπου απέκτησε τη νέα κατοικία του, ποινής φυλακίσεως ή χρηματικής ποινής για οδήγηση χωρίς άδεια, όταν το αδίκημα αυτό διαπράχθηκε πριν από την ημερομηνία που προβλεπόταν για την εφαρμογή της οδηγίας 91/439.
33 Πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 91/439, η προθεσμία μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο έληξε την 1η Ιουλίου 1994 και ότι η οδηγία αυτή έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή εντός των κρατών μελών μόλις από την 1η Ιουλίου 1996, ημερομηνία κατά την οποία καταργήθηκε η οδηγία 80/1263.
34 Κατά συνέπεια, η προβλεπόμενη από το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 80/1263 υποχρέωση αντικαταστάσεως της αδείας οδηγήσεως ίσχυε μέχρι την 1η Ιουλίου 1996, καθόσον οι διατάξεις της οδηγίας 91/439 δεν έχουν αναδρομική ισχύ (βλ., με το αυτό περιεχόμενο, την προαναφερθείσα απόφαση Σκαναβή και Ξρυσανθακόπουλος, σκέψη 28).
35 Δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης έλαβαν χώρα στις 27 Ιουλίου 1993, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή εξέφρασαν αμφιβολίες ως προς τη χρησιμότητα της ερμηνείας της οδηγίας 91/439 για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
36 Εντούτοις, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το εθνικό δικαστήριο έκρινε αναγκαίο να ερωτήσει το Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία των άρθρων 1, παράγραφος 2, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/439 με το σκεπτικό ότι θα είναι δυνατό να εφαρμόσει την ισχύουσα στο εθνικό δίκαιο αρχή της αναδρομικότητας του ηπιότερου ποινικού νόμου, αφήνοντας ανεφάρμοστες τις εθνικές διατάξεις υπό το κράτος των οποίων διαπράχθηκαν τα σχετικά ποινικά αδικήματα, αν το εσωτερικό δίκαιο αποδειχθεί ασυμβίβαστο με το κοινοτικό δίκαιο και αν οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται απευθείας τις σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.
37 Συνεπώς, πρέπει να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα, καθόσον στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εκτιμά τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να μπορέσει να εκδώσει την απόφασή του όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο (βλ., με το αυτό περιεχόμενο, τις αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1995, C-358/93 και C-416/93, Bordessa κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-361, σκέψη 10· της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-163/94, C-165/94 και C-250/94, Sanz de Lera κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-4821, σκέψη 15· της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-341/94, Allain, Συλλογή 1996, σ. Ι-4631, σκέψη 13, και την προαναφερθείσα απόφαση Σκαναβή και Ξρυσανθακόπουλος, σκέψη 18).
38 Πράγματι, το κοινοτικό δίκαιο δεν αποκλείει τη δυνατότητα να λάβει το αιτούν δικαστήριο υπόψη, σύμφωνα με αρχή του ποινικού του δικαίου, τις ευνοϋκότερες διατάξεις της οδηγίας 91/439 κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, έστω και αν, όπως τόνισε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το κοινοτικό δίκαιο δεν συνεπάγεται τέτοια υποχρέωση.
39 Για να καθοριστεί αν οι προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας 91/439 έχουν άμεσο αποτέλεσμα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, σε όλες τις περιπτώσεις που προκύπτει ότι, από απόψεως περιεχομένου, οι διατάξεις οδηγίας είναι ανεπιφύλακτες και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται έναντι του κράτους, είτε όταν αυτό παρέλειψε να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία στο εθνικό δίκαιο είτε όταν δεν προέβη σε ορθή μεταφορά της (βλ., π.χ., την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1987, 80/86, Kolpinghuis Nijmegen, Συλλογή 1987, σ. 3969, σκέψη 7).
40 Εν προκειμένω, κατ' αρχάς, από το ίδιο το γράμμα του δεύτερου ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι τα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/439 δεν μεταφέρθηκαν εμπροθέσμως στο εσωτερικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους και δεν τέθηκαν εκεί σε εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας αυτής, από 1ης Ιουλίου 1996.
41 Στη συνέχεια, όσον αφορά το ζήτημα αν οι διατάξεις αυτές της εν λόγω οδηγίας είναι αρκούντως ακριβείς και ανεπιφύλακτες ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να τις επικαλούνται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, προβλέπει την αμοιβαία αναγνώριση, χωρίς καμία διατύπωση, των αδειών οδηγήσεως που εκδίδουν τα κράτη μέλη (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Σκαναβή και Ξρυσανθακόπουλος, σκέψη 26) και, αφετέρου, ότι, στην περίπτωση που ο κάτοχος ισχύουσας αδείας οδηγήσεως έχουσας εκδοθεί από κράτος μέλος αποκτήσει συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, μετατρέπεται απλώς και μόνο σε δυνατότητα η υποχρέωση αντικαταστάσεως της αδείας οδηγήσεως εντός της ετησίας προθεσμίας του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 80/1263, καθότι η υποχρέωση αυτή χαρακτηρίζεται από την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 91/439 ως εμπόδιο για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.
42 νΟπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 37 έως 41 των προτάσεών του, οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν συνεπώς στα κράτη μέλη σαφείς και ακριβείς υποχρεώσεις συνιστάμενες, αντιστοίχως, στην αμοιβαία αναγνώριση των αδειών οδηγήσεως κοινοτικού τύπου και στην απαγόρευση της επιβολής υποχρεώσεως αντικαταστάσεως των αδειών οδηγήσεως που εκδόθηκαν από άλλο κράτος μέλος, ανεξαρτήτως της ιθαγενείας του κατόχου αδείας οδηγήσεως, καθόσον τα κράτη προς τα οποία απευθύνεται η οδηγία 91/439 δεν διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να θεσπίσουν για να συμμορφωθούν προς τις εν λόγω επιταγές.
43 Το άμεσο αποτέλεσμα που πρέπει συνεπώς να αναγνωριστεί στα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/439 συνεπάγεται ότι οι ιδιώτες δικαιούνται να τα επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
44 Τα πράγματα θα είχαν άλλως μόνον αν ο ενδιαφερόμενος είχε λάβει την άδεια οδηγήσεως εντός του πρώτου κράτους μέλους σε αντικατάσταση αδείας εκδοθείσας από τρίτη χώρα. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 8, παράγραφος 6, της οδηγίας 91/439 προκύπτει ότι τα άλλα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να αναγνωρίζουν μια τέτοια άδεια και ότι, επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, η εν λόγω οδηγία δεν επιβάλλει ανεπιφύλακτη υποχρέωση. Εντούτοις, η δικογραφία δεν περιέχει καμία ένδειξη ως προς τον τρόπο που ο Ι. Awoyemi έλαβε την άδεια οδηγήσεως κοινοτικού τύπου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
45 Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας οδηγήσεως κοινοτικού τύπου εκδοθείσας από κράτος μέλος και ο οποίος απέκτησε συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, αλλά δεν αντικατέστησε εκεί την άδειά του οδηγήσεως εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 80/1263, δικαιούται να επικαλεστεί απευθείας τα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/439 προκειμένου να αντιταχθεί στην επιβολή, εντός του κράτους μέλους όπου απέκτησε τη νέα κατοικία του, ποινής φυλακίσεως ή χρηματικής ποινής για οδήγηση χωρίς άδεια. Το κοινοτικό δίκαιο δεν αποκλείει τη δυνατότητα όπως, λόγω της ισχύουσας στο εθνικό δίκαιο ορισμένων κρατών μελών αρχής της αναδρομικότητας του ηπιότερου ποινικού νόμου, δικαστήριο ενός από αυτά τα κράτη μέλη εφαρμόσει τις διατάξεις αυτές της οδηγίας 91/439 έστω και αν το αδίκημα διαπράχθηκε πριν από την ημερομηνία που προβλεπόταν για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής.
Επί των δικαστικών εξόδων
46 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς την κύρια δίκη τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(δεύτερο τμήμα),
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 17ης Ιουνίου 1997 το Hof van Cassatie, αποφαίνεται:
47 Ούτε οι διατάξεις της πρώτης οδηγίας 80/1263/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 1980, περί καθιερώσεως κοινοτικής αδείας οδηγήσεως, ούτε οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ αποκλείουν τη δυνατότητα η οδήγηση οχήματος με κινητήρα από υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος είναι κάτοχος αδείας οδηγήσεως κοινοτικού τύπου εκδοθείσας από κράτος μέλος και ο οποίος, έχοντας μεταφέρει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, θα μπορούσε εκεί να αντικαταστήσει την άδειά του οδηγήσεως με άδεια εκδοθείσα από το κράτος υποδοχής, αλλά παρέλειψε να προβεί στην ενέργεια αυτή εντός της ταχθείσας ετήσιας προθεσμίας, να εξομοιωθεί εντός του κράτους υποδοχής με οδήγηση χωρίς άδεια και, ως εκ τούτου, να επισύρει ως ποινική κύρωση την επιβολή ποινής φυλακίσεως ή χρηματικής ποινής.
48 Ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας οδηγήσεως κοινοτικού τύπου εκδοθείσας από κράτος μέλος και ο οποίος απέκτησε συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, αλλά δεν αντικατέστησε εκεί την άδειά του οδηγήσεως εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 80/1263, δικαιούται να επικαλεστεί απευθείας τα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την άδεια οδηγήσεως, προκειμένου να αντιταχθεί στην επιβολή, εντός του κράτους μέλους όπου απέκτησε τη νέα κατοικία του, ποινής φυλακίσεως ή χρηματικής ποινής για οδήγηση χωρίς άδεια. Το κοινοτικό δίκαιο δεν αποκλείει τη δυνατότητα όπως, λόγω της ισχύουσας στο εθνικό δίκαιο ορισμένων κρατών μελών αρχής της αναδρομικότητας του ηπιότερου ποινικού νόμου, δικαστήριο ενός από αυτά τα κράτη μέλη εφαρμόσει τις διατάξεις αυτές της οδηγίας 91/439 έστω και αν το αδίκημα διαπράχθηκε πριν από την ημερομηνία που προβλεπόταν για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής.