61997J0042

Απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 1999. - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Απόφαση 96/664/ΕΚ του Συμβουλίου - Προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας της Κοινότητας στην κοινωνία των πληροφοριών - Νομική βάση. - Υπόθεση C-42/97.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-00869


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Βιομηχανία - Δράσεις αναγκαίες για την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας - Απόφαση του Συμβουλίου περί πολυετούς προγράμματος προωθήσεως της γλωσσικής πολυμορφίας της Κοινότητας στην κοινωνία των πληροφοριών - Νομική βάση - Άρθρο 130 της Συνθήκης - Παρακολουθηματικά ή δευτερεύοντα αποτελέσματα επί του πολιτισμού - Δεν ασκούν επιρροή

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 128 και 130· απόφαση 96/664 του Συμβουλίου)

Περίληψη


Το Συμβούλιο εξέδωσε νομίμως την απόφαση 96/664, περί πολυετούς προγράμματος προωθήσεως της γλωσσικής πολυμορφίας της Κοινότητος στην κοινωνία των πληροφοριών, στηριζόμενο μόνο στο άρθρο 130 της Συνθήκης, διάταξη η οποία παρέχει τη δυνατότητα στην Κοινότητα να λαμβάνει ειδικά μέτρα προς στήριξη των δράσεων των κρατών μελών που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της κοινοτικής βιομηχανίας.

Συναφώς, μόνον ο τίτλος μιας πράξεως δεν αρκεί για να καθορίσει τη νομική της βάση, οπότε, στην προκειμένη υπόθεση, η φράση «περί (...) προωθήσεως της γλωσσικής πολυμορφίας» στον τίτλο της αποφάσεως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ανεξάρτητα από την πράξη αυτή στο σύνολό της και να ερμηνευθεί αυτοτελώς. Από τον σκοπό και το περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως δεν προκύπτει ότι αυτή αφορά τόσο τη βιομηχανία όσο και τον πολιτισμό, ώστε να μην είναι δυνατός ο διαχωρισμός των δύο αυτών στοιχείων. Ναι μεν δεν αμφισβητείται ότι το πρόγραμμα αυτό θα έχει ευνοϋκά αποτελέσματα για τη διάδοση των πολιτιστικών έργων, ιδίως βελτιώνοντας τα διαθέσιμα εργαλεία για τις μεταφραστικές εργασίες, αυτά όμως τα αποτελέσματα είναι έμμεσα και παρακολουθηματικού χαρακτήρα έναντι των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων, τα οποία είναι οικονομικής φύσεως και δεν δικαιολογούν τον ισχυρισμό ότι η απόφαση θα έπρεπε να στηρίζεται και στο άρθρο 128 τηςΣυνθήκης.

Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη προς το ίδιο το γράμμα του άρθρου 128, παράγραφος 4, της Συνθήκης, κατά το οποίο η Κοινότητα λαμβάνει υπόψη τις πολιτιστικές πτυχές όταν αναλαμβάνει δράση δυνάμει άλλων διατάξεων της Συνθήκης. Πράγματι, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κάθε περιγραφή των πολιτιστικών πτυχών μιας κοινοτικής δράσεως δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι πρέπει να λαμβάνεται το άρθρο 128 ως νομική βάση, εφόσον η πολιτιστική πτυχή δεν αποτελεί την ουσιώδη συνιστώσα της οικείας δράσεως, ώστε η πτυχή αυτή να μην μπορεί να νοηθεί χωριστά από την άλλη συνιστώσα στην οποία στηρίζεται η ως άνω δράση, αλλά είναι απλώς παρακολουθηματική ή δευτερεύουσα.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-42/97,

Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον Johann Schoo, προϋστάμενο τμήματος στη Νομική Υπηρεσία, και τον Norbert Lorenz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη Γενική Γραμματεία του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου, Kirchberg,

προσφεύγον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τους Bjarne Hoff-Nielsen, προϋστάμενο τμήματος στη Νομική Υπηρεσία, και Frιdιric Anton, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Alessandro Morbilli, γενικό διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϋκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 96/664/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 1996, περί πολυετούς προγράμματος προωθήσεως της γλωσσικής πολυμορφίας της Κοινότητος στην κοινωνία των πληροφοριών (ΕΕ L 306, σ. 40),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους P. J. G. Kapteyn, πρόεδρο του τετάρτου και του έκτου τμήματος, προεδρεύοντα, G. Hirsch και P. Jann, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, C. Gulmann, J. L. Murray, L. Sevσn (εισηγητή), M. Wathelet, R. Schintgen και Κ. Μ. Ιωάννου, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. La Pergola

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 1998,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Μαου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31 Ιανουαρίου 1997 το Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, την ακύρωση της αποφάσεως 96/664/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 1996, περί πολυετούς προγράμματος προωθήσεως της γλωσσικής πολυμορφίας της Κοινότητος στην κοινωνία των πληροφοριών (ΕΕ L 306, σ. 40, στο εξής: επίδικη απόφαση), με την αιτιολογία ότι η απόφαση αυτή έπρεπε να έχει ως νομική βάση, επιπλέον του άρθρου 130 της Συνθήκης EK, και το άρθρο 128 της εν λόγω Συνθήκης.

2 Το άρθρο 128 της Συνθήκης ορίζει τα εξής:

«1. Η Κοινότητα συμβάλλει στην ανάπτυξη των πολιτισμών των κρατών μελών και σέβεται την εθνική και περιφερειακή πολυμορφία τους, ενώ ταυτόχρονα προβάλλει την κοινή πολιτιστική κληρονομιά.

2. Η δράση της Κοινότητας αποσκοπεί στην ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και, αν αυτό είναι αναγκαίο, υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση τους στους εξής τομείς:

- βελτίωση της γνώσης και της διάδοσης του πολιτισμού και της ιστορίας των ευρωπαϋκών λαών,

- διατήρηση και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ευρωπαϋκής σημασίας,

- μη εμπορικές πολιτιστικές ανταλλαγές,

- καλλιτεχνική και λογοτεχνική δημιουργία, συμπεριλαμβανομένου του οπτικοακουστικού τομέα.

(...)

4. Η Κοινότητα λαμβάνει υπόψη της τις πολιτιστικές πτυχές όταν αναλαμβάνει δράση δυνάμει άλλων διατάξεων της παρούσας Συνθήκης.

5. Για να συμβάλει στην υλοποίηση των στόχων του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιο:

- αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή των Περιφερειών, θεσπίζει δράσεις ενθάρρυνσης, χωρίς να εναρμονίζει τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας του άρθρου 189 Β,

- αποφασίζοντας ομόφωνα προτάσει της Επιτροπής, διατυπώνει συστάσεις.»

3 Το άρθρο 130, παράγραφοι 1 και 3, της Συνθήκης ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να εξασφαλίζονται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας της Κοινότητας.

Για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με ένα σύστημα ανοιχτών και ανταγωνιστικών αγορών, η δράση τους αποσκοπεί:

- να επιταχύνει την προσαρμογή της βιομηχανίας στις διαρθρωτικές μεταβολές,

- να προάγει ευνοϋκό περιβάλλον για την ανάληψη πρωτοβουλιών και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων του συνόλου της Κοινότητας, και ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων,

- να προάγει περιβάλλον που να ευνοεί τη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων,

- να βελτιώσει την εκμετάλλευση του βιομηχανικού δυναμικού των πολιτικών στους τομείς της καινοτομίας, της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης.

(...)

3. Η Κοινότητα συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μέσω των πολιτικών και δράσεων που αναλαμβάνει, δυνάμει άλλων διατάξεων της παρούσας Συνθήκης. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, δύναται να θεσπίζει συγκεκριμένα μέτρα υποστήριξης των δράσεων που αναλαμβάνονται στα κράτη μέλη προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της παραγράφου 1.

Ο παρών τίτλος δεν αποτελεί βάση για την εκ μέρους της Κοινότητας εισαγωγή οποιουδήποτε μέτρου που θα μπορούσε να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού.»

4 Οι τρεις πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της επίδικης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«εκτιμώντας ότι η έλευση της κοινωνίας των πληροφοριών προσφέρει στη βιομηχανία, και ιδίως στο γλωσσικό τομέα, νέες προοπτικές για την επικοινωνία και το εμπόριο στις ευρωπαϋκές και τις παγκόσμιες αγορές που παρουσιάζουν μεγάλη γλωσσική και πολιτιστική πολυμορφία·

ότι η βιομηχανία και οι άλλοι ενδιαφερόμενοι φορείς πρέπει να βρουν ειδικές και ενδεδειγμένες λύσεις για την υπερπήδηση των γλωσσικών φραγμών, εάν θέλουν να επωφεληθούν πλήρως από τα πλεονεκτήματα της εσωτερικής αγοράς και να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους στις παγκόσμιες αγορές·

ότι ο σχετικός ιδιωτικός τομέας αποτελείται κυρίως από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσχέρειες όταν απευθύνονται σε αγορές με διαφορετικές γλώσσες και συνεπώς πρέπει να υποστηριχθούν, ιδίως λόγω του ρόλου τους στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης».

5 Στη συνέχεια, η τέταρτη αιτιολογική σκέψη κάνει λόγο για την ανάγκη να ενθαρρυνθεί η χρησιμοποίηση των τεχνολογιών, των εργαλείων και των μεθόδων που μειώνουν το κόστος μεταφοράς των πληροφοριών μεταξύ ανθρώπων.

6 Η έκτη αιτιολογική σκέψη αναφέρει ότι η εμφάνιση της κοινωνίας των πληροφοριών μπορεί να εξασφαλίσει στους πολίτες της Ευρώπης περισσότερες δυνατότητες πρόσβασης στις πληροφορίες και να τους προσφέρει μια εξαιρετική ευκαιρία πρόσβασης στον πολιτιστικό και γλωσσικό πλούτο και στην πολυμορφία της Ευρώπης.

7 Η έβδομη αιτιολογική σκέψη ορίζει ότι «οι γλωσσικές πολιτικές είναι αρμοδιότητα των κρατών μελών, λαμβανομένου υπόψη του κοινοτικού δικαίου· ότι, ωστόσο, η ανάπτυξη σύγχρονων εργαλείων επεξεργασίας της γλώσσας και η χρήση τους αποτελεί τομέα στον οποίο είναι απαραίτητη η ανάληψη κοινοτικής δράσης για την επίτευξη ουσιαστικών οικονομιών κλίμακος και συνοχής μεταξύ των ποικίλων γλωσσικών τομέων· ότι οι δράσεις που θα αναληφθούν σε κοινοτικό επίπεδο πρέπει να είναι ανάλογες των επιδιωκόμενων στόχων και να αφορούν μόνον τομείς που μπορούν να προσφέρουν κοινοτική προστιθέμενη αξία».

8 Οι άλλες αιτιολογικές σκέψεις αναφέρουν ιδίως:

- ότι υπάρχει ανάγκη να λαμβάνει υπόψη η Κοινότητα τις πολιτιστικές και γλωσσικές πτυχές της κοινωνίας των πληροφοριών (ένατη αιτιολογική σκέψη)·

- ότι είναι βασικό να παρέχεται στους πολίτες ίση πρόσβαση στις πληροφορίες στη γλώσσα τους (ενδέκατη αιτιολογική σκέψη)·

- ότι εάν κάποιες γλώσσες αποκλεισθούν από την κοινωνία των πληροφοριών, αργά ή γρήγορα, θα κινδυνεύουν να περιθωριοποιηθούν (δωδέκατη αιτιολογική σκέψη).

9 Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της επίδικης αποφάσεως ορίζει ότι:

«Θεσπίζεται κοινοτικό πρόγραμμα με σκοπό:

- να καταστήσει γνωστές τις πολύγλωσσες υπηρεσίες στην Κοινότητα και να προωθήσει την παροχή των υπηρεσιών αυτών, με χρήση γλωσσικών τεχνολογιών, πόρων και προτύπων,

- να δημιουργήσει ευνοϋκές συνθήκες για την ανάπτυξη των βιομηχανιών της γλώσσας,

- να μειώσει το κόστος της μεταφοράς των πληροφοριών στις διάφορες γλώσσες, ιδίως προς όφελος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ),

- να συμβάλει στην προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας της Κοινότητας.»

10 Κατά το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο ββ, της επίδικης αποφάσεως, νοούνται ως «"βιομηχανίες της γλώσσας": οι επιχειρήσεις, οργανισμοί και επαγγελματίες που παρέχουν ή καθιστούν δυνατή την παροχή μονόγλωσσων ή πολύγλωσσων υπηρεσιών, σε τομείς όπως η ανάκτηση πληροφοριών, η μετάφραση, η γλωσσική τεχνολογία και τα ηλεκτρονικά λεξικά».

11 Το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της επίδικης αποφάσεως έχει ως ακολούθως:

«Για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 1 θα αναληφθούν, σύμφωνα με τις γραμμές δράσης που ορίζονται στο παράρτημα Ι και τις διαδικασίες εφαρμογής του προγράμματος που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ, οι ακόλουθες δράσεις:

- στήριξη για τη δημιουργία πλαισίου υπηρεσιών για τους γλωσσικούς πόρους και ενθάρρυνση των οργανισμών που θα συμμετάσχουν στο έργο αυτό,

- ενθάρρυνση για τη χρησιμοποίηση γλωσσικών τεχνολογιών, πόρων και προτύπων και την ενσωμάτωσή τους στις εφαρμογές της πληροφορικής,

- προώθηση της χρησιμοποίησης προηγμένων γλωσσικών εργαλείων στο δημόσιο τομέα της Κοινότητας και των κρατών μελών,

- συνοδευτικά μέτρα.»

12 Το παράρτημα Ι της επίδικης αποφάσεως περιγράφει τέσσερις γραμμές δράσεως που αντιστοιχούν στις τέσσερις περιπτώσεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής.

13 Η πρώτη γραμμή δράσεως φέρει τον τίτλο «στήριξη για τη δημιουργία πλαισίου υπηρεσιών για τους ευρωπαϋκούς γλωσσικούς πόρους και ενθάρρυνση των συμμετεχόντων οργανισμών», έχει δε ως σκοπό «να υποστηρίζει, για όλες τις ευρωπαϋκές γλώσσες, τη δημιουργία μιας ευρωπαϋκής υποδομής πολύγλωσσων πόρων και τη δημιουργία ηλεκτρονικών γλωσσικών πόρων». Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι «οι περισσότερες επιχειρήσεις του τομέα είναι μικρομεσαίες και, ενώ λειτουργούν συχνά κατά καινοτόμο και αποτελεσματικό τρόπο, δεν διαθέτουν επαρκή οικονομικά μέσα για το είδος των απαιτούμενων επενδύσεων».

14 Η δεύτερη γραμμή δράσεως έχει τον τίτλο «ενθάρρυνση για τη χρησιμοποίηση γλωσσικών τεχνολογιών, πόρων και προτύπων και ενσωμάτωσή τους στις εφαρμογές της πληροφορικής», με σκοπό την «κινητοποίηση των βιομηχανιών της γλώσσας ενθαρρύνοντας τη μεταφορά τεχνολογίας και τη ζήτηση μέσω ενός περιορισμένου αριθμού συγχρηματοδοτουμένων σχεδίων επίδειξης που θα μπορούσαν να έχουν καταλυτική επίδραση σε βασικούς τομείς».

15 Η τρίτη γραμμή δράσεως τιτλοφορείται «προώθηση της χρησιμοποίησης προηγμένων εργαλείων στο δημόσιο τομέα της Κοινότητας και των κρατών μελών» και έχει ως σκοπό να προωθήσει τη «συνεργασία μεταξύ των διοικήσεων των κρατών μελών και των ευρωπαϋκών θεσμικών οργάνων, έτσι ώστε να μειωθεί το κόστος της πολύγλωσσης επικοινωνίας στον ευρωπαϋκό δημόσιο τομέα με τη συγκέντρωση των προηγμένων γλωσσικών εργαλείων».

16 Η τέταρτη γραμμή δράσεως αφορά τα συνοδευτικά μέτρα, ιδίως την προώθηση των τεχνικών προτύπων που ανταποκρίνονται στις γλωσσικές ανάγκες των χρηστών και τη διοργάνωση της συνεννόησης και του συντονισμού μεταξύ των κυριότερων φορέων που συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας κοινωνίας πολύγλωσσων πληροφοριών.

17 Το άρθρο 3 της επίδικης αποφάσεως προβλέπει ότι η διάρκεια του προγράμματος είναι τριετής από την ημερομηνία εκδόσεώς της, ενώ καθορίζει το ποσό της χρηματοδοτήσεως του προγράμματος από την Κοινότητα σε 15 εκατομμύρια ECU.

18 Βάσει του άρθρου 4, η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή του προγράμματος και για τον συντονισμό του με άλλα κοινοτικά προγράμματα.

19 Το άρθρο 6 της επίδικης αποφάσεως ορίζει:

«1. Η Επιτροπή μεριμνά ώστε οι δράσεις που εκτελούνται με βάση την παρούσα απόφαση να υπόκεινται σε αποτελεσματική εκ των προτέρων εκτίμηση, σε παρακολούθηση και σε εκ των υστέρων αξιολόγηση.

2. Κατά την υλοποίηση των σχεδίων αλλά και μετά την ολοκλήρωσή τους, η Επιτροπή αξιολογεί τον τρόπο εκτέλεσής τους και τις επιπτώσεις της υλοποίησής τους ώστε να εκτιμήσει κατά πόσον οι αρχικοί στόχοι έχουν επιτευχθεί.

Κατά την αξιολόγηση αυτή εξετάζει, ιδίως, κατά πόσον επωφελήθηκε από την εκτέλεση των σχεδίων η ομάδα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εν προκειμένω.»

20 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι στις 8 Νοεμβρίου 1995 η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου σχετικά με την έγκριση πολυετούς προγράμματος για την προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας της Κοινότητας στην κοινωνία της πληροφόρησης (ΕΕ 1996, C 364, σ. 5, στο εξής: πρόγραμμα MLIS). Της προτάσεως αυτής προηγήθηκε ανακοίνωση με τίτλο «Γλωσσική πολυμορφία στην κοινωνία της πληροφόρησης». Η προταθείσα νομική βάση ήταν το άρθρο 130, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

21 Το Κοινοβούλιο, αφού ζητήθηκε η γνώμη του από το Συμβούλιο, εξέδωσε το ψήφισμα της 21ης Ιουνίου 1996 (ΕΕ C 198, σ. 248), με το οποίο ζήτησε να ληφθεί ως νομική βάση τόσο το άρθρο 128, παράγραφοι 1 και 2, όσο και το άρθρο 130, παράγραφος 3. Πρότεινε ακόμη πολυάριθμες τροποποιήσεις που υπογράμμιζαν την πολιτιστική πτυχή του προγράμματος MLIS.

22 Το Κοινοβούλιο πρότεινε ιδίως την προσθήκη ορισμένων αιτιολογικών σκέψεων στο προοίμιο της αποφάσεως. Κατά την πρόταση του Κοινοβουλίου, οι πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως έπρεπε να διατυπωθούν ως εξής:

«Εκτιμώντας ότι η διατήρηση και ενθάρρυνση της ευρωπαϋκής γλωσσικής πολυμορφίας εμπίπτει στη διατήρηση και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς κατά την έννοια του άρθρου 128 της Συνθήκης·

εκτιμώντας ότι, στην κοινωνία της πληροφόρησης, οι πολιτιστικές και κοινωνικές πτυχές αποκτούν εξίσου μεγάλη σπουδαιότητα με τα οικονομικά συμφέροντα».

23 Το Κοινοβούλιο πρότεινε επίσης να αλλάξει θέση η αναφορά στον σκοπό που αφορά την «προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας της Κοινότητας στο πλαίσιο της παγκόσμιας κοινωνίας της πληροφόρησης» και να περιληφθεί στην πρώτη φράση του άρθρου 1, δηλαδή στην αρχή.

24 Ωστόσο, με την τροποποιημένη από 2 Οκτωβρίου 1996 πρότασή της (ΕΕ C 364, σ. 11), η Επιτροπή διατήρησε το άρθρο 130, παράγραφος 3, της Συνθήκης ως μόνη νομική βάση της πράξεως. Αιτιολόγησε την απόρριψη της διπλής νομικής βάσεως με το γεγονός ότι «ο κύριος σκοπός είναι να ενθαρρυνθούν οι βιομηχανικές δράσεις που αποσκοπούν στην παροχή πολύγλωσσων υπηρεσιών. Αυτό αρκεί για την επιλογή της νομικής βάσεως (130). Υφίστανται πτυχές ή αποτελέσματα πολιτιστικού ή κοινωνικού χαρακτήρα, αυτό όμως δεν πρέπει να οδηγήσει σε διπλή νομική βάση». Απέρριψε επίσης τις τροποποιήσεις σχετικά με την αλλαγή της νομικής βάσεως.

25 Επειδή το Συμβούλιο εξέδωσε την επίδικη πράξη μόνο βάσει του άρθρου 130 της Συνθήκης, το Κοινοβούλιο άσκησε την παρούσα προσφυγή ακυρώσεως.

26 Η προσφυγή του Κοινοβουλίου στηρίζεται στη σκέψη ότι ο γλωσσικός πλούτος της Κοινότητας αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς την οποία η Κοινότητα έχει καθήκον να διατηρήσει και να προστατεύσει σύμφωνα με το άρθρο 128, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της Συνθήκης. Όμως, αποσκοπώντας να προωθήσει τη «γλωσσική πολυμορφία της Κοινότητας», το πρόγραμμα MLIS επιδιώκει πολιτιστικό σκοπό, οπότε θα έπρεπε να εγκριθεί και βάσει του ως άνω άρθρου 128, επιπλέον της επιλεγείσας νομικής βάσεως.

27 Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο φρονεί ότι η μνεία της «προωθήσεως» στον τίτλο της επίδικης αποφάσεως δείχνει ότι πρόκειται για δράση ενθάρρυνσης κατά την έννοια του άρθρου 128, παράγραφος 5, της Συνθήκης, η οποία υπερβαίνει σαφώς το πλαίσιο της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, που απλώς επιτάσσει ότι η Κοινότητα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις πολιτιστικές πτυχές όταν αναλαμβάνει δράση δυνάμει άλλων διατάξεων της Συνθήκης.

28 Στο πλαίσιο της εξετάσεως του σκοπού της επίδικης αποφάσεως, το Κοινοβούλιο παραθέτει ορισμένες αιτιολογικές σκέψεις της, ιδίως τη δεύτερη, που αναφέρει ότι το πρόγραμμα αποσκοπεί στην «υπερπήδηση των γλωσσικών φραγμών», την ένατη, κατά την οποία «η Κοινότητα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις πολιτιστικές και γλωσσικές πτυχές της κοινωνίας των πληροφοριών», και τη δωδέκατη, που ορίζει ότι «εάν κάποιες γλώσσες αποκλεισθούν από την κοινωνία των πληροφοριών, αργά ή γρήγορα θα κινδυνεύουν να περιθωριοποιηθούν». Κατά το Κοινοβούλιο, η τεχνολογία, όπως αυτή νοείται στο πλαίσιο του προγράμματος MLIS, αποτελεί απλώς ένα πολιτιστικό μέσο, ένα μέσο που παρέχει πρόσβαση στον πολιτισμό.

29 Όσον αφορά το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως, το Κοινοβούλιο διαπιστώνει ότι το άρθρο 2, τρίτη περίπτωση, της αποφάσεως αυτής αφορά τον δημόσιο τομέα της Κοινότητας και των κρατών μελών, συνάγοντας από αυτό ότι η σχετική συμμετοχή του δημοσίου τομέα υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 130 της Συνθήκης, το οποίο αφορά αποκλειστικά την προώθηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.

30 Το Συμβούλιο διατείνεται, αντιθέτως, ότι από την εξέταση της ανακοινώσεως της Επιτροπής που προηγήθηκε του προγράμματος MLIS προκύπτει ότι το πρόγραμμα αυτό είναι κυρίως οικονομικής και βιομηχανικής φύσεως. Ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η μείωση του κόστους των επιχειρήσεων το οποίο συνδέεται με τις μεταφράσεις, διατηρώντας παράλληλα τη γλωσσική πολυμορφία που είναι απαραίτητη για τη δυναμικότητα της κοινοτικής βιομηχανίας. Αυτή η γλωσσική πολυμορφία ωφελεί το σύνολο των Ευρωπαίων πολιτών, ενώ η πολιτιστική πτυχή εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του προγράμματος, του οποίου ο σκοπός είναι βιομηχανικής φύσεως.

31 Το Συμβούλιο αναλύει επίσης τους τέσσερις σκοπούς του προγράμματος, υπογραμμίζοντας τη σειρά με την οποία αυτοί εκτίθενται στο άρθρο 1, καθώς και την καθαρά οικονομική και βιομηχανική του φύση. Όσον αφορά ειδικότερα τον τέταρτο και τελευταίο σκοπό («να συμβάλει στην προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας της Κοινότητας»), κανένα στοιχείο δεν συνηγορεί υπέρ του ότι ο σκοπός αυτός είναι πολιτιστικός, ότι μπορεί να θεωρηθεί ως ανεξάρτητος από τους υπολοίπους και ως μη παρακολουθηματικός. Πράγματι, στο πλαίσιο της υποστηρίξεως της «βιομηχανίας της γλώσσας», η προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας δεν μπορεί να έχει παρά μόνον οικονομικούς, βιομηχανικούς ή εμπορικούς σκοπούς. Έστω και αν γινόταν δεκτό ότι ο σκοπός είναι πολιτιστικός, το γεγονός ότι δεν αποτέλεσε το αντικείμενο χωριστού άρθρου και ότι η τροποποίηση που πρότεινε προς τούτο το Κοινοβούλιο απορρίφθηκε δείχνει ότι ο εν λόγω σκοπός δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται ανεξάρτητα από τους υπολοίπους. Τέλος, και αν ακόμα γινόταν δεκτό ότι ο ως άνω σκοπός υφίσταται ανεξάρτητα από τους υπολοίπους, αυτός θα είναι μόνο παρακολουθηματικός και δεν θα επηρεάζει το κύριο αντικείμενο του προγράμματος, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ούτε το Συμβούλιο δέχθηκε την προταθείσα από το Κοινοβούλιο τροποποίηση με την οποία επεδιώκετο να προσδοθεί ίση σημασία στις πολιτιστικές και κοινωνικές πτυχές όπως και όσον αφορά τα οικονομικά συμφέροντα.

32 Τέλος, όσον αφορά το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι κάθε μία από τις διατάξεις της συνδέεται άμεσα και αποκλειστικά με μία ή περισσότερες από τις δράσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 130, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Όσον αφορά ιδίως την τρίτη γραμμή δράσεως, σχετικά με την προώθηση της χρησιμοποιήσεως προηγμένων εργαλείων στον δημόσιο τομέα της Κοινότητας και των κρατών μελών, το Συμβούλιο φρονεί ότι η γραμμή αυτή δράσεως αποσκοπεί, σε συμφωνία με την ως άνω διάταξη, να ευνοήσει την καλύτερη εκμετάλλευση του βιομηχανικού δυναμικού της ανανεώσεως, της έρευνας και της τεχνολογικής εξελίξεως, αφενός, και να ενθαρρύνει ένα ευνοϋκό για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων της Κοινότητας περιβάλλον, αφετέρου. Επομένως, τίποτα δεν δικαιολογεί την προσφυγή στο άρθρο 128 ως συμπληρωματική νομική βάση.

33 Κατά το Συμβούλιο, το πρόγραμμα MLIS δεν εκτείνεται στους τομείς τους οποίους αφορά το άρθρο 128, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Οι αμέσως ευνοούμενοι από το πρόγραμμα αυτό δεν είναι άτομα τα οποία συνεισφέρουν στην πολιτιστική ζωή, όπως οι συγγραφείς μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων ή οι μεταφραστές λογοτεχνικών έργων, περί των οποίων κάνει λόγο το Συμβούλιο, αλλά επιχειρηματίες ή δημόσιοι φορείς. Τέλος, στο πλαίσιο της αποφάσεως η γλώσσα δεν είναι στοιχείο του πολιτισμού. Η επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση και σε λέξεις που έχουν ληφθεί υπόψη χωρίς συσχετισμό με τα συμφραζόμενά τους.

34 Σε περίπτωση που το Δικαστήριο ακυρώσει την επίδικη απόφαση, το Συμβούλιο ζητεί τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της μέχρις εκδόσεως νέας αποφάσεως. Αντιθέτως, το Κοινοβούλιο ζητεί να περιοριστεί η διατήρηση των αποτελεσμάτων στα μέτρα που θα έχουν ληφθεί βάσει της επίδικης αποφάσεως πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως στην παρούσα υπόθεση. Πράγματι, η διατήρηση μελλοντικών αποτελεσμάτων θα στερούσε την απόφαση του Δικαστηρίου από την πρακτική της αποτελεσματικότητα και θα απέτρεπε την Επιτροπή να υποβάλει αμελλητί νέα σχετική πρόταση.

Επί του βασίμου της προσφυγής

35 Πρέπει να σημειωθεί, εκ προοιμίου, ότι δεν αμφισβητείται το άρθρο 130 της Συνθήκης ως νομική βάση της επίδικης αποφάσεως. Επομένως, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, πρέπει να εξετασθεί μόνο το ζήτημα αν η εν λόγω απόφαση έπρεπε να στηριχθεί και στο άρθρο 128 της Συνθήκης, επιπλέον της επιλεγείσας νομικής βάσεως.

36 Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του συστήματος των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο. Μεταξύ των στοιχείων αυτών συγκαταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως (βλ. ιδίως, τις αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 1996, C-271/94, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. Ι-1689, σκέψη 14, και της 28ης Μαου 1998, C-22/96, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. Ι-3231, σκέψη 23).

37 Πρέπει να σημειωθεί ότι μόνον ο τίτλος μιας πράξεως δεν αρκεί για να καθορίσει τη νομική της βάση, οπότε, στην προκειμένη υπόθεση, η φράση «περί (...) προωθήσεως της γλωσσικής πολυμορφίας» στον τίτλο της επίδικης αποφάσεως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ανεξάρτητα από την πράξη αυτή στο σύνολό της και να ερμηνευθεί αυτοτελώς.

38 Για να εξακριβωθεί αν απαιτείτο η υποστηριζόμενη από το Κοινοβούλιο διπλή νομική βάση, πρέπει να εξετασθεί αν προκύπτει από τον σκοπό και το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως, όπως αυτά συνάγονται από το κείμενό της, ότι η εν λόγω πράξη αφορά τόσο τη βιομηχανία όσο και τον πολιτισμό, χωρίς να είναι δυνατός ο διαχωρισμός των δύο αυτών στοιχείων (βλ., σχετικά, την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, C-300/89, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. Ι-2867, σκέψη 13).

39 Συναφώς, δεν αρκεί η επίδικη απόφαση να έχει διπλό σκοπό ή να προκύπτει από την εξέταση του περιεχομένου της ότι υφίστανται σχετικά δύο συνιστώσες.

40 Πράγματι, αν προκύπτει από εξέταση της αποφάσεως ότι η αφορώσα τη βιομηχανία συνιστώσα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κύρια ή δεσπόζουσα, ενώ η αφορώσα τον πολιτισμό ως παρακολουθηματική, το αποτέλεσμα θα είναι ότι η κατάλληλη νομική βάση είναι μόνον το άρθρο 130 της Συνθήκης.

41 Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη προς το γράμμα του άρθρου 128, παράγραφος 4, της Συνθήκης, κατά το οποίο η Κοινότητα λαμβάνει υπόψη τις πολιτιστικές πτυχές όταν αναλαμβάνει δράση δυνάμει άλλων διατάξεων της Συνθήκης.

42 Πράγματι, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κάθε περιγραφή των πολιτιστικών πτυχών μιας κοινοτικής δράσεως δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι πρέπει να λαμβάνεται το άρθρο 128 ως νομική βάση, εφόσον η πολιτιστική πτυχή δεν αποτελεί την ουσιώδη συνιστώσα της οικείας δράσεως, κατά τρόπον ώστε η πτυχή αυτή να μην μπορεί να νοηθεί χωριστά από την άλλη συνιστώσα στην οποία στηρίζεται η ως άνω δράση, αλλά είναι απλώς παρακολουθηματική ή δευτερεύουσα.

43 Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση έχει σημασία να εξακριβωθεί αν η πολιτιστική πτυχή αποτελεί ουσιώδη συνιστώσα της επίδικης αποφάσεως όπως ακριβώς και η βιομηχανική, κατά τρόπον ώστε να μην είναι δυνατός ο διαχωρισμός μεταξύ τους, ή αν «το κέντρο βάρους» της αποφάσεως βρίσκεται στη βιομηχανική διάσταση της κοινοτικής δράσεως.

44 Επ' αυτού, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι από το κείμενο της επίδικης αποφάσεως και από ορισμένες αιτιολογικές σκέψεις του προοιμίου της προκύπτει ότι οι δικαιούχοι τους οποίους αφορά άμεσα το πρόγραμμα MLIS είναι οι επιχειρήσεις. Η πρώτη αιτιολογική σκέψη κάνει λόγο για τις βιομηχανίες της γλώσσας, στις οποίες η εμφάνιση της κοινωνίας των πληροφοριών προσφέρει νέες προοπτικές, η δεύτερη αιτιολογική σκέψη αφορά την κατάσταση της βιομηχανίας και όλων των άλλων ενδιαφερόμενων φορέων στην εσωτερική και στην παγκόσμια αγορά, ενώ η τρίτη αιτιολογική σκέψη αφορά τον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή ουσιαστικά τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν δυσχέρειες προκειμένου να υπερπηδήσουν τα γλωσσικά εμπόδια και προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές όταν απευθύνονται σε αγορές με διαφορετικές γλώσσες.

45 Εντούτοις, η τέταρτη αιτιολογική σκέψη αφορά τη μετάδοση των πληροφοριών μεταξύ ατόμων, ενώ η έκτη την πρόσβαση των πολιτών της Ευρώπης στις πληροφορίες. Ομοίως, η δέκατη και η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη αναφέρονται στους Ευρωπαίους πολίτες, εκφράζοντας, αφενός, την υφιστάμενη ανάγκη να τους δίδονται ίσες ευκαιρίες συμμετοχής στην κοινωνία των πληροφοριών και, αφετέρου, τη σημασία που έχει η παροχή πληροφοριών στη γλώσσα τους.

46 Ωστόσο, η γενική διατύπωση των αιτιολογικών αυτών σκέψεων δεν επιτρέπει τον χαρακτηρισμό των πολιτών ως δικαιούχων τους οποίους αφορά άμεσα το πρόγραμμα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των επιχειρηματιών περί των οποίων γίνεται λόγος στις πρώτες αιτιολογικές σκέψεις.

47 Πράγματι, η απόφαση αναφέρει ότι οι πολίτες θα ωφεληθούν από τη γλωσσική πολυμορφία γενικά, στο πλαίσιο της κοινωνίας της πληροφόρησης. Αντιθέτως, οι επιχειρηματίες και, ειδικότερα, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αναφέρονται ως δικαιούχοι συγκεκριμένων δράσεων που θα πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τις γραμμές δράσεως του προβλεπόμενου από την απόφαση προγράμματος.

48 Το συμπέρασμα που συνάγεται από την ανάγνωση των ως άνω αιτιολογικών σκέψεων, ότι δηλαδή οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν τους κύριους δικαιούχους της επίδικης αποφάσεως, επιρρωννύεται από το κείμενο του άρθρου 6, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως αυτής, που αναφέρει ρητά ότι το σχετικό πρόγραμμα απευθύνεται ειδικά στις εν λόγω επιχειρήσεις και επιτάσσει στην Επιτροπή να εξετάζει ειδικότερα κατά πόσον αυτές επωφελήθηκαν από την εκτέλεση των σχεδίων, χωρίς να προβλέπεται καμία παρόμοια αξιολόγηση όσον αφορά τους Ευρωπαίους πολίτες.

49 Στη συνέχεια, πρέπει να σημειωθεί ότι, ναι μεν ορισμένες αιτιολογικές σκέψεις κάνουν λόγο για τις πολιτιστικές πτυχές της κοινωνίας των πληροφοριών, όπως η έκτη και η ένατη αιτιολογική σκέψη, από τη διατύπωσή τους όμως προκύπτει ότι οι σκέψεις αυτές περιλαμβάνουν διαπιστώσεις ή εκφράζουν επιθυμίες γενικού χαρακτήρα που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως σκοποί του προγράμματος αυτοί καθαυτοί. Πράγματι, η έκτη αιτιολογική σκέψη δεν εκφράζει έναν σκοπό, αλλ' απλώς διαπιστώνει ότι η εμφάνιση της κοινωνίας των πληροφοριών μπορεί να παράσχει στους πολίτες δυνατότητα προσβάσεως στον πολιτιστικό και γλωσσικό πλούτο και τη γλωσσική και πολιτιστική πολυμορφία της Ευρώπης, ενώ η ένατη αιτιολογική σκέψη υπενθυμίζει ότι «η Κοινότητα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις πολιτιστικές και γλωσσικές πτυχές της κοινωνίας των πληροφοριών», πράγμα το οποίο αποτελεί απλώς επανάληψη του κειμένου του άρθρου 128, παράγραφος 4, της Συνθήκης.

50 Όσον αφορά τον κίνδυνο περιθωριοποιήσεως των γλωσσών που αποκλείονται από την κοινωνία των πληροφοριών, περί του οποίου γίνεται λόγος στη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η σκέψη αυτή δεν κάνει λόγο για κίνδυνο ειδικά πολιτιστικού χαρακτήρα. Πράγματι, ως περιθωριοποίηση των γλωσσών μπορεί να θεωρηθεί η απώλεια ενός στοιχείου της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και η εμφάνιση διαφορετικών τρόπων μεταχειρίσεως όσον αφορά τους επιχειρηματίες της Κοινότητας, οι οποίοι ωφελούνται λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με το αν η γλώσσα που χρησιμοποιούν είναι ή όχι ευρέως διαδεδομένη.

51 Το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως αναφέρει επίσης ότι ο σκοπός του προγράμματος είναι οικονομικής φύσεως. Πράγματι, η δεύτερη και η τρίτη περίπτωση του πρώτου εδαφίου απαριθμούν, μεταξύ των επιδιωκομένων σκοπών, τη δημιουργία ευνοϋκών συνθηκών για την ανάπτυξη των βιομηχανιών της γλώσσας και τη μείωση του κόστους μεταφοράς των πληροφοριών για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

52 Ο σκοπός της συμβολής «στην προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας της Κοινότητας», περί του οποίου γίνεται λόγος στην τελευταία περίπτωση του άρθρου 1, πρώτο εδάφιο, δεν μπορεί να νοηθεί χωριστά, αλλά πρέπει να εξετάζεται μαζί με τους άλλους σκοπούς που απαριθμούνται στο εν λόγω εδάφιο.

53 Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω άρθρο δεν εκφράζει ένα πολιτιστικό σκοπό τον οποίο η Κοινότητα επιδιώκει ως τέτοιο, αλλά μία μόνον από τις πτυχές του προγράμματος, ο κύριος και δεσπόζων χαρακτήρας του οποίου είναι βιομηχανικός. Πράγματι, στο πλαίσιο αυτό, η γλώσσα λαμβάνεται όχι ως στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς αλλ' ως αντικείμενο ή μέσο οικονομικής δραστηριότητας.

54 Τέλος, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το Συμβούλιο απέρριψε την πρόταση του Κοινοβουλίου να θέσει τον σκοπό αυτό στην αρχή του άρθρου 1 της αποφάσεως, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτόν την επιθυμία του να μην αλλάξει το «κέντρο βάρους» της αποφάσεως, αλλά να διατηρήσει τον ουσιαστικά οικονομικό και βιομηχανικό χαρακτήρα της.

55 Όσον αφορά το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι οι δράσεις που παρατίθενται στο άρθρο 2 και στις γραμμές δράσεως περί των οποίων γίνεται λόγος στο παράρτημα Ι αφορούν εξελίξεις υποδομής, τη χρησιμοποίηση τεχνολογιών και πόρων, τη μείωση κόστους με τη συγκέντρωση των διαθέσιμων μέσων ή την προώθηση των τεχνικών προδιαγραφών στον γλωσσικό τομέα.

56 Οι δράσεις αυτές δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα τη βελτίωση της διαδόσεως του πολιτισμού, τη διατήρηση και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ευρωπαϋκής σημασίας ή την καλλιτεχνική και λογοτεχνική δημιουργία, υπό την έννοια του άρθρου 128, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

57 Αντιθέτως, κύριο αποτέλεσμα των δράσεων αυτών είναι η αποφυγή του ενδεχομένου εξαφανίσεως επιχειρήσεων από την αγορά ή της μειώσεως της ανταγωνιστικότητάς τους λόγω του συνδεόμενου με τη γλωσσική πολυμορφία κόστους επικοινωνίας.

58 Όσον αφορά ειδικότερα τη γραμμή δράσεως που εκτίθεται στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, της επίδικης αποφάσεως, δηλαδή την προώθηση της χρησιμοποιήσεως προηγμένων γλωσσικών εργαλείων στον δημόσιο τομέα της Κοινότητας και των κρατών μελών, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη, η δράση αυτή αφορά ιδίως τη μείωση του κόστους αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως γλωσσικών εργαλείων. Δικαιολογείται επίσης από τον «καταλυτικό ρόλο του Δημοσίου για την ταχύτερη και ευρεία υιοθέτηση κοινών προτύπων» και την ανάγκη να ενθαρρυνθεί η συνεργασία όσον αφορά την εξέλιξη των γλωσσικών εργαλείων, στοιχεία περί των οποίων γίνεται λόγος στο σημείο 3 του παραρτήματος Ι της αποφάσεως.

59 Από την εξέταση των στοιχείων αυτών δεν μπορεί να συναχθεί ότι η ως άνω γραμμή δράσεως έχει ειδικά πολιτιστικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, εξεταζόμενη μαζί με τις άλλες γραμμές δράσεως, πρέπει να θεωρηθεί ως ένα από τα στοιχεία ενός συνολικού προγράμματος το οποίο αποσκοπεί πρωταρχικά στην εκλογίκευση της εξελίξεως των γλωσσικών εργαλείων και στην ταχεία δημιουργία πολύγλωσσης υποδομής.

60 Έστω και αν μια τέτοια γραμμή δράσεως αφορά τον δημόσιο τομέα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι αυτή εντάσσεται κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο των στόχων του άρθρου 130, παράγραφος 1, της Συνθήκης, είτε πρόκειται για την επιτάχυνση της προσαρμογής της βιομηχανίας στις διαρθρωτικές μεταβολές, είτε για την προαγωγή ευνοϋκού περιβάλλοντος για την ανάληψη πρωτοβουλιών και για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων της Κοινότητας, είτε για τον σκοπό σχετικά με τη βελτίωση της εκμεταλλεύσεως «του βιομηχανικού δυναμικού των πολιτικών στους τομείς της καινοτομίας, της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης».

61 Από την εξέταση αυτή προκύπτει ότι η αποτελούσα τον σκοπό του προγράμματος προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας αποτελεί κυρίως ένα στοιχείο οικονομικής φύσεως και δευτερευόντως μέσο για την προώθηση του πολιτισμού ή καθαυτό πολιτιστικό στοιχείο.

62 Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι το πρόγραμμα θα έχει ευνοϋκά αποτελέσματα για τη διάδοση των πολιτιστικών έργων, ιδίως βελτιώνοντας τα διαθέσιμα εργαλεία για τις μεταφραστικές εργασίες. Επομένως, ορθώς τα έλαβε υπόψη το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 128, παράγραφος 4, της Συνθήκης, αναφέροντας αυτά τα πολιτιστικής φύσεως αποτελέσματα σε ορισμένες αιτιολογικές σκέψεις της επίδικης αποφάσεως.

63 Εντούτοις, πρόκειται μόνο για έμμεσα και παρακολουθηματικού χαρακτήρα αποτελέσματα έναντι των αμέσων επιδιωκομένων αποτελεσμάτων, τα οποία είναι οικονομικής φύσεως και δεν δικαιολογούν τον ισχυρισμό ότι η απόφαση θα έπρεπε να στηρίζεται και στο άρθρο 128 της Συνθήκης.

64 Καταλήγοντας, από το σύνολο της επίδικης αποφάσεως, ιδίως από τους σκοπούς που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις και στο άρθρο 1, καθώς και από τις δράσεις που αναφέρει το άρθρο 2 και το παράρτημα Ι, προκύπτει ότι η απόφαση αυτή ορθώς στηρίχθηκε μόνο στο άρθρο 130 της Συνθήκης.

65 Επομένως η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

66 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Το Συμβούλιο ζήτησε την καταδίκη του Κοινοβουλίου στα έξοδα. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.