61997C0292

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 26ης Ιανουαρίου 1999. - Kjell Karlsson κ.λπ.. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Regeringsrätten - Σουηδία. - Πρόσθετη εισφορά επί του γάλακτος - Σύστημα των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων στη Σουηδία - Αρχική χορήγηση των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων - Εθνικό σύστημα - Ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 3950/92 - Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. - Υπόθεση C-292/97.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-02737


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Η υπό κρίση υπόθεση αφορά την εξέταση των λεπτομερειών θεσπίσεως στη Σουηδία του συστήματος παρεμβάσεως στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων. Ενώπιον του Regeringsrδtten, του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας αυτής, ανέκυψε το ζήτημα αν τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αρχική χορήγηση ατομικών ποσοτήτων αναφοράς στους παραγωγούς («γαλακτοκομικών ποσοστώσεων») συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία καθιερώνει το δίκαιο αυτό.

Η σουηδική κανονιστική ρύθμιση περί της χορηγήσεως γαλακτοκομικών ποσοστώσεων

2 Οι θεμελιώδεις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά την αρχική χορήγηση ατομικών ποσοτήτων αναφοράς περιέχονται στη Fφrordning (1994:1714) om mjφlkkvoter m.m. (1), η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1995, ημερομηνία προσχωρήσεως του Βασιλείου της Σουηδίας στην Ευρωπαϋκή Ένωση. Σύμφωνα με το νομοθέτημα αυτό, η Jordbruksverket (υπηρεσία γεωργίας) είναι η αρχή που έχει επιφορτισθεί με τη μέριμνα για την τήρηση της κανονιστικής ρυθμίσεως στον τομέα των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων.

3 Η πρώτη χορήγηση ατομικών ποσοτήτων αναφοράς για τις παραδόσεις (2) πραγματοποιήθηκε, προκριματικώς, για το διάστημα μεταξύ της 1ης Απριλίου 1995 και της 31ης Μαρτίου 1996. Διεξήχθη σύμφωνα με τα κριτήρια που εκθέτω κατωτέρω.

4 Προκειμένου να μπορεί ένας παραγωγός να αξιώσει γαλακτοκομική ποσόστωση, έπρεπε να έχει πράγματι και αδιαλείπτως παραδώσει γάλα μεταξύ της 1ης Μαρτίου 1994 και της 1ης Ιανουαρίου 1995 (άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, της σουηδικής κανονιστικής αποφάσεως 1714) και να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις σχετικές με το περιβάλλον. Αν ένας παραγωγός είχε αναστείλει τις παραδόσεις του κατά το διάστημα αυτό, η υπηρεσία γεωργίας μπορούσε να του χορηγήσει ποσόστωση υπό την προϋπόθεση ότι η αναστολή οφειλόταν σε λόγους ξένους προς τη βούληση του κτηνοτρόφου ή εφόσον συνέτρεχαν άλλες ειδικές συνθήκες (δεύτερο εδάφιο).

5 Η ποσόστωση των κτηνοτρόφων που δεν αύξησαν την παραγωγή τους κατά τα έτη 1991, 1992 και 1993 (τακτικοί παραγωγοί) υπολογιζόταν βάσει της μέσης ποσότητας γάλακτος που παραδόθηκε κατ' αυτή την περίοδο αναφοράς (άρθρο 6). Εκτός από τον γενικό αυτό κανόνα, η σουηδική κανονιστική απόφαση 1714 διέκρινε τρεις άλλες κατηγορίες παραγωγών ως προς τις οποίες είχε εφαρμογή κάθε φορά διαφορετική διαδικασία για τον υπολογισμό της ποσοστώσεως. Επρόκειτο για τους «νέους παραγωγούς», τους «παραγωγούς υπό ανάπτυξη» και τους «παραγωγούς που χρησιμοποιούσαν φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους».

6 Οι νέοι παραγωγοί ήσαν αυτοί που άρχισαν να πραγματοποιούν παραδόσεις κατά τη διάρκεια των τριών ετών που λαμβάνονταν ως βάση για τον υπολογισμό (1991, 1992 ή 1993). Δικαιούνταν ετήσια ποσόστωση (ή ακριβέστερα, ποσόστωση ανά έτος εμπορίας) ανερχόμενη σε 7 398 kg γάλακτος (3) για κάθε γαλακτοφόρο αγελάδα, ποσότητα στην οποία εφαρμοζόταν στη συνέχεια μείωση κατά 15 %, χαρακτηριζόμενη στη σουηδική κανονιστική ρύθμιση ως «μείωση λόγω ιδίου κινδύνου». Κατόπιν αιτήματος του παραγωγού, ωστόσο, η ποσόστωση μπορούσε να υπολογιστεί βάσει του γενικού κριτηρίου, δηλαδή βάσει του μέσου όρου των παραδόσεών του κατά τους μήνες της περιόδου αναφοράς κατά τους οποίους πραγματοποιήθηκαν οι παραδόσεις αυτές (άρθρο 10 της σουηδικής κανονιστικής αποφάσεως 1714).

7 Ως παραγωγοί υπό ανάπτυξη ενοούντο όσοι κατά την περίοδο αναφοράς πραγματοποίησαν επένδυση σε κτίρια προκειμένου να αυξήσουν τη γαλακτοκομική παραγωγή τους ή όσοι, χωρίς να πραγματοποιήσουν τέτοια επένδυση, αύξησαν τον αριθμό των αγελάδων τους. Κατά το άρθρο 10 της σουηδικής κανονιστικής αποφάσεως 1714, κάθε υπό ανάπτυξη παραγωγός δικαιούνταν βασική ποσόστωση και συμπληρωματική ποσόστωση. Η βασική ποσόστωση υπολογιζόταν κατά τη γενική μέθοδο, δηλαδή βάσει της μέσης ετήσιας ποσότητας γάλακτος που παραδόθηκε κατά την περίοδο αναφοράς, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι αυξήσεις που σημειώθηκαν κατά την περίοδο εκείνη. Η συμπληρωματική ποσόστωση μπορούσε να συνίσταται, κατ' επιλογήν του παραγωγού, είτε στην ποσότητα των 7 398 kg γάλακτος για κάθε αγελάδα που αγοράστηκε πρόσφατα, μειωμένη κατά 25 %, είτε σε ποσότητα γάλακτος για κάθε νέα αγελάδα αντιστοιχούσα στη μέση ετήσια ποσότητα παραδόσεων για όλες τις αγελάδες κατά την περίοδο αναφοράς, επίσης μειωμένη κατά 25 %.

8 Οι παραγωγοί που χρησιμοποιούσαν φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους, δηλαδή εκείνοι οι οποίοι παρήγαν γάλα «βιολογικού» τύπου, μπορούσαν να ζητήσουν να μην υπολογισθεί η ποσόστωσή τους κατά τη γενική μέθοδο, αλλά βάσει της πραγματικής τους παραγωγής κατά τα έτη 1993 ή 1994 (άρθρο 7 της σουηδικής κανονιστικής αποφάσεως 1714). Επιπλέον, αν ο παραγωγός που χρησιμοποιούσε φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους επιθυμούσε να υπαχθεί στα ειδικά καθεστώτα του νέου ή του υπό ανάπτυξη παραγωγού, η αντίστοιχη ποσόστωση του χορηγούνταν χωρίς καμία μείωση λόγω ιδίου κινδύνου (άρθρα 10 και 10a).

9 Τον Ιανουάριο του 1995 η υπηρεσία γεωργίας προέβη σε μια πρώτη προσωρινή χορήγηση ατομικών ποσοτήτων αναφοράς βάσει του γενικού κριτηρίου που προβλέπει το άρθρο 6 της σουηδικής κανονιστικής αποφάσεως 1714 (βλ. σημείο 5 ανωτέρω).

10 Μεταξύ του Μαρτίου και του Μαου του 1995, η υπηρεσία γεωργίας χορήγησε ατομικές ποσότητες αναφοράς στους νέους παραγωγούς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα κριτήρια. Πριν χορηγήσει ποσοστώσεις στους υπό ανάπτυξη παραγωγούς, η υπηρεσία γεωργίας εκτίμησε το αποτέλεσμα της κατανομής αυτής και συνήγαγε ότι, αν προέβαινε στην εν λόγω κατανομή σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, το σύνολο των ατομικών ποσοστώσεων θα υπερέβαινε τη συνολική ποσόστωση που χορηγήθηκε στη Σουηδία. Ως εκ τούτου, η Σουηδική Κυβέρνηση αποφάσισε να τροποποιήσει τη ρύθμιση των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων εκδίδοντας την κανονιστική απόφαση 812 του 1995, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Ιουλίου του ίδιου έτους. Η απόφαση αυτή αύξησε τους συντελεστές μειώσεως λόγω ιδίου κινδύνου που είχαν εφαρμογή στις κατηγορίες των νέων παραγωγών και των υπό ανάπτυξη παραγωγών. Όσον αφορά τους πρώτους, η μείωση ανήλθε από 15 σε 30 %, ενώ όσον αφορά τους υπό ανάπτυξη παραγωγούς, ανήλθε από 25 σε 55 %. Εξάλλου, οι δεύτεροι αυτοί παραγωγοί δεν δικαιούνταν συμπληρωματική ποσόστωση όσον αφορά το τμήμα της αυξήσεως του αριθμού των αγελάδων το οποίο υπερέβαινε το 10 % της ποσότητας αγελάδων που είχε η εκμετάλλευση πριν από την αύξηση. Η υπηρεσία γεωργίας διόρθωσε τις προσωρινώς χορηγηθείσες ποσοστώσεις σύμφωνα με τα νέα αυτά κριτήρια.

Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης

11 Οι Kjell Karlsson και Lars-Gφran Gustafsson είναι παραγωγοί γάλακτος. Ο Natanael Torarp ήταν παραγωγός γάλακτος μέχρι τον Νοέμβριο του 1994. Και οι τρεις κατοικούν στην περιοχή του Jφnkφping.

12 Ο K. Karlsson έλαβε, με απόφαση της υπηρεσίας γεωργίας της 19ης Ιανουαρίου 1995, ετήσια ποσόστωση ανερχόμενη σε 38 797 kg γάλακτος. Η ποσότητα αυτή αντιστοιχούσε στη μέση παραγωγή του K. Karlsson κατά τα έτη 1991, 1992 και 1993.

Ο K. Karlsson, ο οποίος είχε επιφέρει βελτιώσεις στην εκμετάλλευσή του και είχε αυξήσει τον αριθμό των αγελάδων του από 7 σε 12, ζήτησε να τύχει της συμπληρωματικής ποσοστώσεως που προέβλεπε η σουηδική κανονιστική απόφαση υπέρ των υπό ανάπτυξη παραγωγών (βλ. σημείο 7 ανωτέρω). Με απόφαση της 29ης Αυγούστου 1995, η γεωργική υπηρεσία δέχθηκε το αίτημά του και του χορήγησε ποσόστωση ανερχόμενη σε 48 553 kg. Η χορήγηση αυτή ήταν ήδη σύμφωνη προς τα κριτήρια που καθόρισε η κανονιστική απόφαση 812 του 1995. Συνεπώς, ο συντελεστής μειώσεως λόγω ιδίου κινδύνου ανερχόταν σε 55 %.

Ο K. Karlsson προσέφυγε ενώπιον του αρμοδίου Lδnsrδtt (διοικητικού πρωτοδικείου), ζητώντας να του χορηγηθεί η συμπληρωματική ποσόστωση την οποία δικαιούνταν ως παραγωγός υπό ανάπτυξη σύμφωνα με τους αρχικούς κανόνες, εφαρμοζομένου του συντελεστή 25 %. Η προσφυγή του απορρίφθηκε με απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1995, η οποία επιβεβαιώθηκε με απόφαση του kammarrδtt (διοικητικού εφετείου) της 2ας Απριλίου 1996. Ο K. Karlsson άσκησε αναίρεση ενώπιον του Regeringsrδtt (ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου).

13 Ο L.-G. Gustafsson, ο οποίος ήταν νέος παραγωγός, δηλαδή συγκαταλεγόταν μεταξύ των παραγωγών που άρχισαν να παράγουν κατά την περίοδο αναφοράς, ζήτησε από τη γεωργική υπηρεσία να του χορηγήσει την αντίστοιχη ποσόστωση. Με απόφαση της 23ης Μαρτίου 1995, η υπηρεσία γεωργίας τον πληροφόρησε ότι δέχθηκε την αίτησή του και του χορήγησε ποσόστωση ανερχόμενη σε 251 532 kg γάλακτος. Η ποσότητα αυτή ήταν το αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού της ποσότητας των 7 398 kg που προέβλεπε το άρθρο 10 της σουηδικής κανονιστικής αποφάσεως 1714 (βλ. σημείο 6 ανωτέρω) επί 40, που είναι ο αριθμός των αγελάδων της νέας εκμεταλλεύσεως, μειωμένο στη συνέχεια κατά 15 % λόγω ιδίου κινδύνου. Στις 3 Ιουλίου 1995 η διοικητική αρχή τροποποίησε τη χορηγηθείσα στον L.-G. Gustafsson ποσότητα αναφοράς και την καθόρισε σε 207 144 kg, κατ' εφαρμογήν της κανονιστικής αποφάσεως 812 του 1995, η οποία αύξησε σε 30 % το ποσοστό του ιδίου κινδύνου όσον αφορά την κατηγορία αυτή παραγωγών.

Ο L.-G. Gustafsson προσέφυγε κατά της δεύτερης αποφάσεως ζητώντας να του χορηγηθεί η ποσόστωση που του είχε αρχικώς απονεμηθεί. Δεδομένου ότι ισχυρισμοί του κρίθηκαν αβάσιμοι τόσον πρωτοδίκως όσον και κατ' έφεση, με αποφάσεις της 31ης Οκτωβρίου 1995 και της 10ης Απριλίου 1996 αντιστοίχως, ο L.-G. Gustafsson άσκησε αναίρεση ενώπιον του Regeringsrδtt, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί σήμερα η υπόθεση.

14 Ο Natanael Torarp, τρίτος προσφεύγων της κύριας δίκης, πραγματοποίησε παραδόσεις γάλακτος κατά το διάστημα μεταξύ 1991 και 1993. Με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1995, η γεωργική υπηρεσία τού χορήγησε αυτεπαγγέλτως την αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς. Ο N. Torarp πληροφόρησε τότε την υπηρεσία αυτή ότι είχε διακόψει τη γαλακτοκομική παραγωγή του στις 12 Νοεμβρίου 1994, αλλά ότι επιθυμούσε να τύχει ποσοστώσεως υπολογιζομένης βάσει των ετών κατά τα οποία πράγματι παρήγαγε γάλα. Με απόφαση της 29ης Μαρτίου 1995, η γεωργική υπηρεσία, στηριζόμενη στο άρθρο 5 της σουηδικής κανονιστικής αποφάσεως 1714 (βλ. σημείο 4 ανωτέρω), αφαίρεσε από τον N. Torarp την ποσόστωση που του είχε χορηγήσει και απέρριψε την αίτησή του, κρίνοντας ότι δεν πληρούνταν καμία από τις ειδικές προϋποθέσεις που απαιτούσαν οι ισχύοντες κανόνες για τη χορήγηση ποσοστώσεως σε παραγωγό που διέκοψε τις παραδόσεις του. Ο N. Torarp πληροφόρησε τότε την υπηρεσία γεωργίας ότι υποχρεώθηκε να διακόψει την παραγωγή διότι είχε τραυματισθεί σοβαρά από μια αγελάδα· τούτο τον υποχρέωσε να πωλήσει την εκμετάλλευσή του μερικές ημέρες μετά το ατύχημα. Η υπηρεσία γεωργίας ενέμεινε στην απόφασή της.

Ο N. Torarp προσέφυγε ενώπιον του kammarrδtt, το οποίο εξέδωσε απορριπτική απόφαση στις 26 Οκτωβρίου 1995. Η έφεση την οποία άσκησε απορρίφθηκε επίσης στις 12 Απριλίου 1996. Ως εκ τούτου, ο N. Torarp άσκησε αναίρεση.

Το προδικαστικό ερώτημα

15 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Regeringsrδtt αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Ερωτάται αν, στην περίπτωση κράτους που προσχώρησε στην Ευρωπαϋκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1995, συνάδουν προς τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3950/92 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση [πρόσθετης] εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων, καθώς και προς τα άρθρα 5 και 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης της Ρώμης και προς τη θεμελιώδη αρχή του ευρωπαϋκού κοινοτικού δικαίου περί ίσης μεταχειρίσεως εθνικοί κανόνες οι οποίοι ορίζουν τα εξής:

α) ως βάση για τη χορήγηση γαλακτοκομικής ποσοστώσεως στους παραγωγούς που δεν έχουν μεταβάλει την παραγωγή τους λαμβάνεται ο μέσος όρος των παραδόσεων γάλακτος κατά τα έτη 1991, 1992 και 1993·

β) οι παραγωγοί που άρχισαν να παράγουν γάλα ή αύξησαν τη γαλακτοκομική παραγωγή τους εντός του χρονικού διαστήματος από 1ης Ιανουαρίου 1991 μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 1994 υφίστανται μείωση της ποσοστώσεώς τους, αντιθέτως προς τους παραγωγούς η κατάσταση της παραγωγής των οποίων δεν μεταβλήθηκε εντός του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος και προς τους παραγωγούς που παράγουν γάλα χρησιμοποιώντας φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους, και ότι η μείωση αυτή καθορίζεται διαφορετικά για τους νέους παραγωγούς και διαφορετικά για τους παραγωγούς που έχουν αυξήσει την παραγωγή τους·

γ) οι παραγωγοί που παρέδιδαν γάλα πριν από την προσχώρηση της Σουηδίας στο σύστημα ποσοστώσεων της ΕΚ, αλλά, για λόγους ανεξαρτήτους από τη βούλησή τους, δεν παρέδωσαν γάλα καθ' όλο το απαιτούμενο για τη χορήγηση ποσοστώσεως χρονικό διάστημα (από 1ης Μαρτίου 1994 μέχρι 1ης Ιανουαρίου 1995) δεν δικαιούνται ποσοστώσεως.»

Το εφαρμοστέο κοινοτικό δίκαιο

Η κανονιστική ρύθμιση που αφορά την αρχική χορήγηση «γαλακτοκομικών ποσοστώσεων»

16 Προκειμένου να μειωθούν η ανισορροπία μεταξύ της προσφοράς και της ζητήσεως γάλακτος και γαλακτοκομικών προϋόντων και τα συνακόλουθα διαρθρωτικά πλεονάσματα, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 856/84 (4) τροποποίησε την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα αυτόν θεσπίζοντας πρόσθετη εισφορά οφειλόμενη, υπό ορισμένες συνθήκες, επιπλέον της λεγόμενης επιβαρύνσεως «συνυπευθυνότητας» που ήδη υφίστατο.

Αυτός ο νέος μηχανισμός ελέγχου της γαλακτοκομικής παραγωγής, ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από τις 2 Απριλίου 1984, είχε την εξής διάρθρωση:

- καθοριζόταν μια συνολική ποσότητα για ολόκληρη την Κοινότητα, η οποία αποτελούσε το όριο εγγυήσεως για τη γαλακτοκομική παραγωγή·

- η ποσότητα αυτή κατανεμόταν μεταξύ των κρατών μελών βάσει των ποσοτήτων γάλακτος που παραδόθηκαν στο έδαφός τους κατά το ημερολογιακό έτος 1981, προσαυξημένων κατά 1 %, εξαιρουμένης της ποσότητας που προοριζόταν για την κοινοτική εφεδρική ποσότητα, η οποία δημιουργήθηκε για την αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών ορισμένων κρατών μελών και ορισμένων παραγωγών·

- κάθε κράτος μέλος διένειμε την εγγυημένη ποσότητά του μεταξύ των παραγωγών του, χορηγώντας τους ατομική ποσότητα αναφοράς, κοινώς καλούμενη «γαλακτοκομική ποσόστωση».

17 Η υπέρβαση της ποσότητας αναφοράς συνεπαγόταν για τους παραγωγούς την υποχρέωση να καταβάλουν πρόσθετη εισφορά, προκειμένου να καλυφθεί το κόστος που προκάλεσε η εμπορία των πλεονασμάτων αυτών. Την εισφορά όφειλε να καταβάλει ο παραγωγός (εναλλακτική λύση Α) ή ο αγοραστής, ο οποίος εδικαιούτο να τη μετακυλίσει στον παραγωγό (εναλλακτική λύση Β), αναλόγως της επιλογής στην οποία έχει προβεί κάθε κράτος μέλος.

18 Το Συμβούλιο θέσπισε τους γενικούς κανόνες εφαρμογής του συστήματος αυτού πρόσθετης εισφοράς με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 857/84 (5). Οι διατάξεις αυτές επέτρεπαν στα κράτη μέλη να επιλέξουν μεταξύ των ετών 1981, 1982 και 1983 την περίοδο αναφοράς για τον υπολογισμό των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς των παραγωγών και προέβλεπαν την δυνατότητα, για τα κράτη μέλη αυτά, να δημιουργήσουν εθνικές εφεδρικές ποσότητες αναφοράς για την αντιμετώπιση των ειδικών καταστάσεων ορισμένων από τους παραγωγούς τους.

19 Το άρθρο 3 του κανονισμού 857/84 επέβαλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη, για τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς που διανέμονται στους διαφόρους παραγωγούς, τις εξής ειδικές περιπτώσεις: α) των παραγωγών που προσυπέγραψαν σχέδιο αναπτύξεως της γαλακτοκομικής παραγωγής (6), β) των νέων γεωργών και γ) των παραγωγών που επλήγησαν κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς από εξαιρετικά γεγονότα (φυσική καταστροφή, καταστροφή των χορτονομών ή των κτιρίων, επιζωοτία).

20 Το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού προέβλεπε επίσης τη δυνατότητα χορηγήσεως συμπληρωματικής ποσότητας αναφοράς στους παραγωγούς που ασκούσαν το επάγγελμα του γεωργού ως κύρια δραστηριότητα.

21 Σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού 857/84, οι συμπληρωματικές ποσότητες αναφοράς που χορηγούνταν κατ' εφαρμογήν των άρθρων 3 και 4 μπορούσαν να χορηγηθούν μόνον εντός του ορίου της εγγυημένης ποσότητας του οικείου κράτους μέλους.

22 Αυτό το σύστημα πρόσθετης εισφοράς καθιερώθηκε για διάστημα πέντε ετών από την 1η Απριλίου 1984. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 816/92 (7), προκειμένου να παρατείνει το σύστημα επί ένα ακόμη έτος (από την 1η Απριλίου 1992 μέχρι τις 31 Μαρτίου 1993).

23 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3950/92 (8) παρέτεινε επί 7 έτη την εφαρμογή του συστήματος της πρόσθετης εισφοράς και κωδικοποίησε τις υφιστάμενες διατάξεις προκειμένου να τις απλοποιήσει και να τις διασαφηνίσει. Έτσι, το άρθρο 12 του κανονισμού 3950/92 κατάργησε τον κανονισμό 857/84.

24 Σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού 3950/92, οι ατομικές ποσότητες αναφοράς πρέπει να είναι ίσες προς τις υφιστάμενες στις 31 Μαρτίου 1993, υπό την επιφύλαξη προσαρμογών σε εθνικό επίπεδο, εντός των ορίων της συνολικής ποσότητας που αναλογεί σε κάθε κράτος μέλος.

25 Το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, του ίδιου αυτού νομοθετήματος επιτρέπει στα κράτη μέλη να τροφοδοτούν το εθνικό απόθεμα μέσω γραμμικής μειώσεως του συνόλου των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς, προκειμένου να χορηγούν συμπληρωματικές ή ειδικές ποσότητες σε συγκεκριμένους παραγωγούς, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια καθοριζόμενα σε συμφωνία με την Επιτροπή.

Η εφαρμοστέα ως προς την προσχώρηση του Βασιλείου της Σουηδίας ρύθμιση

26 Το Βασίλειο της Σουηδίας προσχώρησε στις Ευρωπαϋκές Κοινότητες την 1 Ιανουαρίου 1995. Σύμφωνα με την πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των Συνθηκών (9), η συνολική εγγυημένη ποσότητα που αναλογεί στο Βασίλειο της Σουηδίας ορίστηκε σε 3,3 εκατομμύρια τόνους για τις παραδόσεις και σε 3 000 τόνους για την απευθείας πώληση. Οι αριθμοί αυτοί αντιστοιχούσαν στη συνολική παραγωγή της Σουηδίας για το 1992.

Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως κατά την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής

27 Σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, κάθε κοινή οργάνωση αγοράς πρέπει να περιορίζεται στην επιδίωξη των στόχων του άρθρου 39 της εν λόγω Συνθήκης και να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών εντός της Κοινότητας.

28 Το άρθρο 39, παράγραφος 1, της Συνθήκης αναγνωρίζει ως ειδικούς στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής, την εξασφάλιση ενός δικαίου βιοτικού επιπέδου στον γεωργικό πληθυσμό, τη σταθεροποίηση των αγορών, την εξασφάλιση του ανεφοδιασμού και τη διασφάλιση λογικών τιμών κατά την προσφορά αγαθών στους καταναλωτές.

Ανάλυση του προδικαστικού ερωτήματος

Προκριματικό ζήτημα: οι κοινοτικοί κανόνες περί της αρχικής χορηγήσεως γαλακτοκομικών ποσοστώσεων που έχουν εφαρμογή στη Σουηδία

29 Πριν δοθεί απάντηση στο ερώτημα του Regeringsrδtt, το οποίο έχει τρία σκέλη, πρέπει να προσδιοριστεί το ακριβές κανονιστικό πλαίσιο βάσει του οποίου οι σουηδικές αρχές προέβησαν στην αρχική χορήγηση ποσοτήτων αναφοράς λόγω της προσχωρήσεως.

30 Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, προσάπτουν στη σουηδική κανονιστική ρύθμιση ότι απομακρύνθηκε από τους κοινοτικούς κανόνες παραγώγου δικαίου που έχουν εφαρμογή όσον αφορά την κατανομή, μεταξύ των κατ' ιδίαν παραγωγών, της συνολικής εγγυημένης ποσότητας που αντιστοιχεί σε κάθε κράτος μέλος. Ειδικότερα, φρονούν ότι συντρέχει παράβαση των διατάξεων του κανονισμού 856/84 (βλ. σημείο 16 ανωτέρω) οι οποίες επιτρέπουν στα κράτη μέλη να επιλέγουν μεταξύ δύο εναλλακτικών λύσεων για την εφαρμογή της πρόσθετης εισφοράς, καθώς και του άρθρου 5 του κανονισμού 3950/92 (βλ. σημείο 21 ανωτέρω), το οποίο επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη γραμμική μείωση του συνόλου των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς που αναλογούν σε ένα κράτος μέλος. Αντιθέτως προς την τελευταία αυτή διάταξη, οι σουηδικές αρχές εφάρμοσαν διαφόρους τύπους μειώσεων αναλόγως των κατηγοριών παραγωγών.

31 Οι διατάξεις τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

32 Ο κανονισμός 856/84 προσέθεσε στον κανονισμό (ΕΟΚ) 804/68 (10) ένα νέο άρθρο 5γ, το οποίο θεσπίζει την πρόσθετη εισφορά. Είναι βέβαιο ότι αρχικώς την επιβάρυνση αυτή όφειλε, σε περίπτωση υπερβάσεως της ατομικής ποσότητας αναφοράς, είτε ο παραγωγός (εναλλακτική λύση Α) είτε ο αγοραστής (εναλλακτική λύση Β), κατ' επιλογήν του κράτους μέλους. Το άρθρο 5γ ουδόλως προέβλεπε διαδικασία χορηγήσεως των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων, ζήτημα το οποίο διείπε ο κανονισμός 857/84 (βλ. σημείο 18 ανωτέρω).

Εν πάση περιπτώσει, κατόπιν διαδοχικών τροποποιήσεων, το άρθρο 5γ κατέστη εν τοις πράγμασι κενό περιεχομένου από 1ης Απριλίου 1993, δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 2071/92 (11). Έτσι, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός 856/84 τον οποίον επικαλούνται οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης εγκαταλείφθηκε οριστικώς.

Όσον αφορά το αν οι περιπτώσεις γραμμικής μειώσεως τις οποίες προβλέπει το άρθρο 5 του κανονισμού 3950/92 έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, από την απλή ανάγνωση του άρθρου αυτού προκύπτει ότι τα μέτρα αυτά προβλέφθηκαν για την περίπτωση κατά την οποία έχει ήδη υπάρξει αρχική χορήγηση ποσοστώσεων. Συνεπώς, ούτε το εν λόγω άρθρο ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι ο κανονισμός 857/84 καταργήθηκε ρητώς από 1ης Απριλίου 1993 (βλ. σημείο 23 ανωτέρω) και κατά το μέτρο που ο κανονισμός 3950/92 αναφέρεται στην κατανομή των ποσοτήτων αναφοράς παραπέμποντας απλώς, με το άρθρο του 4, παράγραφος 1, στην υφισταμένη στις 31 Μαρτίου 1993 κατάσταση, φρονώ ότι μπορώ να κρίνω (12) ότι ο μόνος κανόνας του παραγώγου δικαίου σχετικά με την αρχική χορήγηση ποσοτήτων αναφοράς ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο της προσχωρήσεως του Βασιλείου της Σουηδίας είναι ο κανόνας που ορίζει ότι το σύνολο των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς που αναλογούν σε κάθε κράτος μέλος δεν μπορεί να υπερβαίνει τη συνολική εγγυημένη ποσότητα (13).

33 Αντιθέτως προς την περίπτωση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας - που προσχώρησαν στις Κοινότητες ενώ ίσχυε ο κανονισμός 857/84 -, ο εθνικός νομοθέτης μπορούσε, ελλείψει κοινοτικών κανόνων σχετικών με την αρχική χορήγηση ποσοστώσεων, να υιοθετήσει δικά του κριτήρια, πράγμα το οποίο πράγματι συνέβη. Η περίπτωση της Δημοκρατίας της Αυστρίας και της Δημοκρατίας της Φινλανδίας - που προσχώρησαν συγχρόνως με το Βασίλειο της Σουηδίας - διέφερε επίσης κατά το μέτρο που τα δύο αυτά κράτη διέθεταν συστήματα γαλακτοκομικών ποσοστώσεων από το 1974 και από το 1984 αντιστοίχως.

Η δυνατότητα του Βασιλείου της Σουηδίας να νομοθετήσει επί του ζητήματος της κατανομής των ποσοστώσεων προέκυπτε εξ αντιθέτου από την παγία νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία «το ουσιώδες στην κοινή οργάνωση αγορών είναι ότι, στους τομείς που καλύπτει, τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να παρεμβαίνουν με εθνικές διατάξεις που θεσπίζουν μονομερώς (...). H νομοθετική τους αρμοδιότητα δεν μπορεί να είναι παρά συμπληρωματική και αφορά μόνο τις καταστάσεις που δεν διέπονται από κοινοτικές διατάξεις και τις περιπτώσεις όπου οι κοινοτικές διατάξεις τούς αναγνωρίζουν ρητή αρμοδιότητα» (14). Ο καθορισμός των κριτηρίων για τη χορήγηση ποσοστώσεως όχι μόνο δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚ, αλλά ανταποκρίνεται στην υποχρέωση την οποία επιβάλλει το άρθρο αυτό σε κάθε κράτος μέλος να μεριμνά για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, για την αποτελεσματική λειτουργία της κοινής οργανώσεως των αγορών του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων. Η θέσπιση και η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών κατανομής των ποσοτήτων αναφοράς αποτελούν, για τον ίδιο λόγο, πράξεις του κοινοτικού δικαίου και υπόκεινται στον έλεγχο του Δικαστηρίου όσον αφορά την τήρηση ιεραρχικώς ανωτέρων κανόνων της κοινοτικής έννομης τάξεως.

34 Αυτό είναι το κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εξετασθεί το προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβληθεί στην κρίση του Δικαστηρίου.

Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν Δικαστήριο ερωτά αν ορισμένες πτυχές της σουηδικής κανονιστικής ρυθμισεως περί της αρχικής χορηγήσεως γαλακτοκομικών ποσοστώσεων συμβιβάζονται με τον κανονισμό 3950/92, με τα άρθρα 5 και 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης και με τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

35 Όπως προεκτέθηκε, όταν οι σουηδικές αρχές υιοθέτησαν κριτήρια αρχικής χορηγήσεως γαλακτοκομικών ποσοστώσεων, δεν υπήρχαν ισχύοντες κοινοτικοί κανόνες (15)· συνεπώς, είναι αναμφισβήτητο ότι τήρησαν το άρθρο 5 της Συνθήκης (16). Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να περιοριστεί η εξέταση του ερωτήματος του Regeringsrδtt στο ζήτημα της απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ παραγωγών την οποία θεσπίζει το άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

36 Θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, το γεγονός ότι η νομοθετική αρμοδιότητα - η οποία είναι εν γένει συμπληρωματική - μπορεί να ανήκει στα κράτη υπό συγκεκριμένες συνθήκες ουδόλως σημαίνει ότι το κοινοτικό δίκαιο έπαυσε πλήρως να έχει εφαρμογή στον τομέα αυτόν. Οι εθνικοί κανόνες πρέπει εν πάση περιπτώσει να διαπνέονται από τους ειδικούς, κυρίως οικονομικής φύσεως, σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής τους οποίους προβλέπει το άρθρο 39 της Συνθήκης (βλ. σημείο 28 ανωτέρω), καθώς και από τους γενικούς σκοπούς ολόκληρης της κοινοτικής έννομης τάξεως. Αυτοί οι γενικοί σκοποί κατευθύνουν την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής και χρησιμεύουν στη συμπλήρωση του καταλόγου του άρθρου 39.

Το πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος

37 Με το πρώτο σκέλος του ερωτήματός του, το Regeringsrδtt ερωτά αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει, στην περίπτωση κράτους μέλους που προσχώρησε στην Ευρωπαϋκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1995, ότι, για τους παραγωγούς που δεν μετέβαλαν την παραγωγή τους, η κατανομή των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων θα πραγματοποιείται βάσει των μέσων ποσοτήτων που παραδόθηκαν κατά τα έτη 1991, 1992 και 1993.

38 Όπως έχω ήδη εκθέσει (βλ. σημείο 35 ανωτέρω), από τις διατάξεις τις οποίες επικαλέστηκε το αιτούν δικαστήριο μόνον το άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης ασκεί κάποια επιρροή, κατά το μέτρο που ορίζει ότι η κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών πρέπει «να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών εντός της Κοινότητας». Η διάταξη αυτή αφορά όλα τα μέτρα που είναι σχετικά με την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών, ανεξαρτήτως της αρχής που τα θεσπίζει. Κατά συνέπεια, δεσμεύει επίσης τα κράτη μέλη οσάκις μετέχουν στην εφαρμογή της οργανώσεως αυτής (17).

39 Η απαγόρευση των διακρίσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης δεν είναι, εξάλλου, τίποτε άλλο παρά η ειδική έκφανση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές της κοινοτικής έννομης τάξεως. Βάσει της αρχής αυτής, παρόμοιες καταστάσεις δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται διαφορετικά, εκτός αν τούτο δικαιολογείται αντικειμενικώς (18).

40 Η απόφαση περί παραπομπής δεν περιλαμβάνει καμία ένδειξη περί του ποιο στοιχείο της σουηδικής νομοθεσίας που αφορά την επιλογή της περιόδου αναφοράς για τον υπολογισμό των ατομικών ποσοστώσεων θα μπορούσε να εισάγει δυσμενή διάκριση, απαγορευόμενη από το κοινοτικό δίκαιο. Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι η επιλογή του διαστήματος μεταξύ του 1991 και του 1993 ως περιόδου αναφοράς συνεπάγεται αυτομάτως δυσμενή διάκριση μεταξύ παραγωγών θίγουσα «ορισμένους νέους ή υπό ανάπτυξη παραγωγούς γάλακτος». Επικρίνουν επίσης την επιλογή του κριτηρίου του ετησίου μέσου όρου παραγωγής για το διάστημα εκείνο, αντί της κάποτε επιλεγείσας από τον κανονισμό 857/84 λύσεως, η οποία συνίστατο στον καθορισμό της ατομικής ποσότητας αναφοράς βάσει της παραδοθείσας ή αγορασθείσας ποσότητας γάλακτος (αναλόγως του αν επρόκειτο περί της εναλλακτικής λύσεως Α ή Β) κατά τη διάρκεια του ενός από τα τρία επιτρεπόμενα ημερολογιακά έτη (1981, 1982 ή 1983).

41 Κατά τη γνώμη μου, ο κανόνας που θεσπίστηκε στη Σουηδία για τον καθορισμό της περιόδου αναφοράς ουδόλως είναι επικριτέος και ανταποκρίνεται πλήρως στην υποχρέωση, ελλείψει αντικειμενικού λόγου που να δικαιολογεί το αντίθετο, αντιμετωπίσεως παρομοίων καταστάσεων κατά τον ίδιο τρόπο, με τη συνακόλουθη απαγόρευση αντιμετωπίσεως διαφορετικών καταστάσεων κατά τον ίδιο τρόπο. Όπως ισχυρίζεται η Σουηδική Κυβέρνηση, διαφορετικές κατηγορίες παραγωγών αντιμετωπίστηκαν διαφορετικά. Η κατάταξη των παραγωγών πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια. Έτσι, διακρίνονται: α) οι παραγωγοί που δεν αύξησαν την παραγωγή τους κατά την περίοδο αναφοράς· β) οι παραγωγοί οι οποίοι, κατά το ίδιο εκείνο διάστημα, πραγματοποίησαν επένδυση σε κτίρια προκειμένου να αυξήσουν τη γαλακτοκομική παραγωγή τους ή όσοι, χωρίς να πραγματοποιήσουν τέτοια επένδυση, αύξησαν τον αριθμό των αγελάδων τους γ) οι παραγωγοί οι οποίοι άρχισαν να παράγουν κατά τη διάρκεια των τριών ετών που λαμβάνονται ως βάση για τον υπολογισμό (19) και δ) οι παραγωγοί γάλακτος που χρησιμοποιούν φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους.

42 Όσον αφορά την πρώτη από τις κατηγορίες αυτές, η οποία αποτελεί το αντικείμενο του πρώτου σκέλους του προδικαστικού ερωτήματος, κανείς δεν ισχυρίζεται ότι οι διάφοροι παραγωγοί που δεν μετέβαλαν την παραγωγή τους κατά την περίοδο αναφοράς αντιμετωπίστηκαν διαφορετικά, ούτε ότι ο καθορισμός της περιόδου αναφοράς, λαμβανομένης υπόψη της δομής της σουηδικής αγοράς, είχε ως συνέπεια αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση. Εξάλλου, η σχετικώς λιγότερο ευνοϋκή κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι νέοι και οι υπό ανάπτυξη παραγωγοί, την οποία θα αναλύσω αμέσως μετά, δεν έχει κατά τη γνώμη μου καμία σχέση με την επιλεγείσα περίοδο αναφοράς. Τέλος, η επιλογή του κριτηρίου της μέσης παραγωγής επί τρία έτη, αντί ενός, φαίνεται κατ' αρχήν καταλληλότερη για να αντικατοπτρίζει την πραγματική παραγωγική ικανότητα εκάστου παραγωγού. Συνεπώς, δεν συνεπάγεται αφ' εαυτής κανένα αποτέλεσμα το οποίο να συνιστά δυσμενή διάκριση.

43 Κατά συνέπεια, στο πρώτο σκέλος του υποβληθέντος ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο το γεγονός ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπει, στην περίπτωση κράτους μέλους που προσχώρησε στην Ευρωπαϋκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1995, ότι, για τους παραγωγούς που δεν μετέβαλαν την παραγωγή τους, η κατανομή των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων θα πραγματοποιείται βάσει των μέσων ποσοτήτων που παραδόθηκαν κατά τη διάρκεια των ετών 1991, 1992 και 1993.

Το δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος

44 Το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος του Regeringsδtt θέτει το ζήτημα αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο εθνική κανονιστική ρύθμιση περί της αρχικής χορηγήσεως γαλακτοκομικών ποσοστώσεων η οποία, στην περίπτωση κράτους μέλους που προσχώρησε στην Ευρωπαϋκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1995, αντιμετωπίζει κατά διαφορετικό τρόπο τους παραγωγούς αναλόγως του αν άρχισαν να παράγουν κατά την περίοδο αναφοράς ή αν αύξησαν την παραγωγή τους κατά το ίδιο διάστημα και αντιμετωπίζει και τις δύο κατηγορίες λιγότερο ευνοϋκά απ' ό,τι την κατηγορία των κτηνοτρόφων των οποίων οι συνθήκες παραγωγής δεν μεταβλήθηκαν κατά το προαναφερθέν διάστημα ή οι οποίοι παράγουν γάλα χρησιμοποιώντας φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους.

45 Τονίζω ότι οι τέσσερις κατηγορίες παραγωγών των οποίων γίνεται μνεία ανταποκρίνονται κατ' αρχήν σε αντικειμενικώς καθοριζόμενα κριτήρια. Όσον αφορά τη δικαιολόγηση της κατατάξεως αυτής και, προπάντων, της διαφορετικής μεταχειρίσεως την οποία συνεπάγεται, παρατηρώ ότι, σε σχέση με την κατηγορία των παραγωγών που δεν μετέβαλαν την παραγωγή τους κατά την περίοδο αναφοράς - κατηγορία που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «βασική» -, η σουηδική κανονιστική απόφαση 1714 περιάγει σε δυσμενή θέση τους νέους και τους υπό ανάπτυξη παραγωγούς, εφαρμόζοντας στις ποσότητες αναφοράς που τους αναλογούν ορισμένους διορθωτικούς συντελεστές, ενώ συγχρόνως ευνοεί τους παραγωγούς «που χρησιμοποιούν φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους» οι οποίοι, ακόμη και αν άρχισαν ή αύξησαν την παραγωγή τους μεταξύ του 1991 και του 1993, δεν υφίστανται τη μείωση αυτή.

46 Θεωρώ ότι μπορεί να συναχθεί ότι η δυσμενής μεταχείριση η οποία απορρέει από τη σουηδική κανονιστική ρύθμιση συνίσταται κατ' ουσίαν στο να μη λαμβάνεται υπόψη η αύξηση της παραγωγής, δυνητική ή πραγματική, για τον υπολογισμό της ποσότητας αναφοράς που πρέπει να χορηγηθεί.

Έτσι, οι νέοι παραγωγοί μπορούσαν να επιλέξουν μεταξύ μιας ετήσιας ποσοστώσεως ανερχομένης σε 7 398 kg γάλακτος για κάθε γαλακτοφόρο αγελάδα (20), επί της οποίας επιβαλλόταν ένας συντελεστής μειώσεως ποσοστού 30 %, και μιας ποσοστώσεως υπολογιζομένης κατά το γενικό κριτήριο, δηλαδή βάσει του μέσου όρου των παραδόσεών τους κατά τους μήνες της περιόδου αναφοράς κατά τους οποίους πραγματοποιήθηκαν οι παραδόσεις αυτές.

Οι λεγόμενοι «υπό ανάπτυξη» παραγωγοί δικαιούνταν μια βασική και μια συμπληρωματική ποσόστωση. Η βασική ποσόστωση υπολογιζόταν σύμφωνα με τον γενικό κανόνα, πράγμα το οποίο δεν συνεπαγόταν δυσμενή διάκριση. Η επιφύλαξη συνίστατο στο γεγονός ότι, για τον υπολογισμό της βασικής ποσοστώσεως, δεν λαμβάνονταν υπόψη οι αυξήσεις που επήλθαν κατά την περίοδο αναφοράς. Οι αυξήσεις αυτές μπορούσαν να συνεπάγονται τη χορήγηση συμπληρωματικής ποσοστώσεως η οποία μπορούσε να συνίσταται, κατ' επιλογήν του παραγωγού, είτε στην ποσότητα των 7 398 kg γάλακτος πολλαπλασιαζόμενη επί τον αριθμό των αγελάδων που αγοράστηκαν προσφάτως, εφαρμοζομένης μειώσεως ποσοστού 55 %, είτε σε μια ποσότητα για κάθε νέα αγελάδα αντιστοιχούσα στον μέσον όρο των παραδόσεων κατά την περίοδο αναφοράς για το σύνολο των γαλακτοφόρων αγελάδων, στην οποία επιβαλλόταν επίσης μείωση κατά 55 %. Επιπλέον, το δικαίωμα πρόσθετης ποσοστώσεως παρεχόταν μόνον όσον αφορά το τμήμα της αυξήσεως που υπερέβαινε το 10 % του αριθμού των αγελάδων που διέθετε η εκμετάλλευση πριν από την επέκταση.

Όσον αφορά τις νεαρής ηλικίας γαλακτοφόρες αγελάδες ή τις νέες εκμεταλλεύσεις, οι οποίες κατ' αρχήν δεν έχουν φθάσει τη μέγιστη απόδοσή τους, καμία από τις ανωτέρω περιγραφείσες εναλλακτικές λύσεις δεν παρείχε τη δυνατότητα λήψεως ποσότητας αναφοράς καλύπτουσας ολόκληρη την προβλεπόμενη ποσότητα παραδόσεων. Αυτή η δυνατότητα αναπτύξεως εξηγεί εξάλλου γιατί εφαρμόσθηκαν διορθωτικοί συντελεστές στους κτηνοτρόφους που άρχισαν να παράγουν ή αύξησαν την παραγωγή τους πριν από το έτος 1992 ή κατά τη διάρκεια του έτους αυτού, το οποίο χρησίμευσε ως βάση για τον υπολογισμό της συνολικής σουηδικής ποσοστώσεως.

47 Κατά τις δηλώσεις της Σουηδικής Κυβερνήσεως, αυτή η δυσμενής μεταχείριση λόγω «ιδίου κινδύνου» πρέπει να εξετάζεται εντός του πλαισίου της αυξήσεως της γαλακτοκομικής παραγωγής κατά την επιλεγείσα περίοδο αναφοράς: η ομοιόμορφη κατανομή, μεταξύ όλων των παραγωγών, της συνολικής ποσότητας αναφοράς που αντιστοιχεί στην παραγωγή του 1992 (βλ. σημείο 26 ανωτέρω) δεν θα επέτρεπε τη χορήγηση επαρκούς ποσοστώσεως σε πολλές εκμεταλλεύσεις. Επικειμένης της προσχωρήσεως, εξηγεί η Σουηδική Κυβέρνηση, «η παραγωγική ικανότητα προφανώς δεν αυξήθηκε χωρίς οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους κοινοτικούς κανόνες στον τομέα αυτό. Συνεπώς, οι ενδιαφερόμενοι προέβησαν στην αύξηση αυτή ενώ είχαν επίγνωση του κινδύνου που αναλάμβαναν· επομένως, [έπρεπε] μέχρι ενός σημείου να ληφθεί τούτο υπόψη κατά την πρώτη κατανομή των ποσοστώσεων».

Η Επιτροπή προτιμά να αναφερθεί σε μια αύξηση της παραγωγής για ενδεχομένους «κερδοσκοπικούς σκοπούς».

Με άλλα λόγια, κατά το μέτρο που οι λεγόμενοι «νέοι» και «υπό ανάπτυξη» παραγωγοί έφεραν ιδιαίτερη ευθύνη για την υπέρβαση της συνολικής εγγυημένης ποσότητας που αναλογούσε στη Σουηδία, οι κατηγορίες αυτές - και όχι οι κτηνοτρόφοι που είχαν σταθερή παραγωγή - έπρεπε να υποστούν την αντίστοιχη μείωση των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς. Η λιγότερο ευνοϋκή μεταχείριση η οποία επιφυλασσόταν στους νέους και στους υπό ανάπτυξη παραγωγούς εμπίπτει συνεπώς στη λογική του κύριου σκοπού που επιδιώκεται με τη θέσπιση της πρόσθετης εισφοράς στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των αγορών του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων, δηλαδή της μειώσεως των διαρθρωτικών πλεονασμάτων (21). Η επιβληθείσα στους παραγωγούς αυτούς άνιση μεταχείριση πρέπει να θεωρείται δικαιολογημένη.

48 Ο περιορισμός, εν ονόματι ενός σκοπού γενικού συμφέροντος, ενός θεμελιώδους δικαιώματος, όπως είναι το δικαίωμα της κυριότητας (22) δεν πρέπει να είναι ούτε υπέρμετρος ούτε δυσβάσταχτος, διότι άλλως παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (23). Κατά τις εξηγήσεις της Σουηδικής Κυβερνήσεως, η μείωση την οποία υπέστησαν οι επιχειρηματίες αυτοί υπολογίστηκε ακριβώς βάσει του πλεονάσματος σε σχέση με τη συνολική ποσόστωση της Σουηδίας, στη δημιουργία του οποίου οι ίδιοι αυτοί επιχειρηματίες συνετέλεσαν. Συνεπώς, δεν υπάρχει λόγος να χαρακτηρισθεί δυσανάλογη. Εν πάση περιπτώσει, ζητήματα όπως ο καθορισμός του ακριβούς ποσοστού μειώσεως ή η διαδικασία χορηγήσεως στους υπό ανάπτυξη παραγωγούς μιας πρόσθετης ποσοστώσεως εμπίπτουν στη σημαντική διακριτική ευχέρεια που πρέπει να διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής.

Το γεγονός ότι στους νέους παραγωγούς επιβλήθηκαν χαμηλότεροι συντελεστές απ' ό,τι στους υπό ανάπτυξη παραγωγούς εξηγείται - κατά τις πληροφορίες της Σουηδικής Κυβερνήσεως - από τη βούληση του εθνικού νομοθέτη να μην περιαγάγει σε υπερβολικά δυσμενή θέση τους νέους γεωργούς που μόλις άρχισαν να παράγουν. Η επιλογή αυτή, εκτός του ότι είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη, είναι παρόμοια με αυτή που έγινε, σε κοινοτικό επίπεδο, με το άρθρο 3 του κανονισμού 857/84, το οποίο επέβαλε στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη, κατά την κατανομή των ποσοτήτων αναφοράς μεταξύ των διαφόρων παραγωγών, ειδικές περιπτώσεις, ιδίως αυτές των νέων γεωργών (βλ. σημείο 19 ανωτέρω).

49 Έτσι, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η ευνοϋκότερη μεταχείριση την οποία επιφυλάσσει η σουηδική κανονιστική ρύθμιση στους κτηνοτρόφους που δεν συνετέλεσαν στη δημιουργία του πλεονάσματος της γαλακτοκομικής παραγωγής ουδόλως αντιβαίνει στο άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

50 Όσον αφορά το καθεστώς που έχει εφαρμογή στις εκμεταλλεύσεις που ανταποκρίνονται στις λεγόμενες «οικολογικές» απαιτήσεις, φρονώ, όπως η Επιτροπή, ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν παρέχει επαρκή στοιχεία όσον αφορά τη συγκεκριμένη φύση των απαιτήσεων αυτών. Στην παρούσα ανάλυση, θα λάβω ως αφετηρία την υπόθεση ότι πρόκειται περί απαιτήσεων αντικειμενικής συμπεριφοράς που σκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος. Τούτο επιβεβαίωσε προφανώς η Σουηδική Κυβέρνηση ισχυριζόμενη, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι η κατηγορία των παραγωγών που χρησιμοποιούν φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους υπόκειται σε πολύ αυστηρές απαιτήσεις που σκοπούν στην εξυγίανση των αγροτικών εκτάσεων.

51 Όπως υπενθύμισα ανωτέρω (βλ. σημείο 36), η κοινή γεωργική πολιτική δεν επιδιώκει αποκλειστικώς τους σκοπούς που εκθέτει το άρθρο 39 της Συνθήκης: όπως κάθε κοινοτική πολιτική, η γεωργική πολιτική εξυπηρετεί το σύνολο των σκοπών της Κοινότητας. Για τον λόγο αυτόν, τα καθεστώτα παρεμβάσεως στην παραγωγή αποτελούν συγχρόνως μέσα αποτελεσματικής αναδιαρθρώσεως ενόψει αυτών των γενικών σκοπών, μεταξύ των οποίων πρέπει να περιλαμβάνεται η προστασία του περιβάλλοντος (24).

52 Η χρησιμοποίηση του συστήματος της πρόσθετης εισφοράς επί του γάλακτος με σκοπό την αναδιάρθρωση είναι τόσο παλαιά όσο και το ίδιο το σύστημα. Έτσι, ο κανονισμός 857/84 επέτρεπε στα κράτη μέλη, κατά τη χορήγηση ατομικών ποσοτήτων αναφοράς, να λαμβάνουν υπόψη διαφορετικής φύσεως περιστάσεις: το γεγονός ότι οι παραγωγοί προσυπέγραψαν σχέδιο αναπτύξεως της παραγωγής, ότι είναι νέοι παραγωγοί ή ότι ασκούν το επάγγελμα του γεωργού ως κύρια απασχόληση (βλ. σημεία 19 και 20 ανωτέρω). Επιπλέον, το άρθρο 8 του κανονισμού 3950/93 καθιερώνει μηχανισμό μεταβιβάσεως ποσοστώσεων υπέρ παραγωγών που μετέχουν σε προγράμματα βελτιώσεως του περιβάλλοντος.

53 Έτσι, κατά το μέτρο που η προώθηση των γαλακτοκομικών εκμεταλλεύσεων που χρησιμοποιούν φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους παραγωγής μπορεί να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος, η σχετικώς ευνοϋκότερη μεταχείριση που επιφυλάσσεται σ' αυτό το είδος εκμεταλλεύσεως δικαιολογείται χάριν του γενικού συμφέροντος της Κοινότητας. Εξάλλου, η σουηδική κανονιστική ρύθμιση συνάδει πλήρως με το πνεύμα του άρθρου 130 Τ της Συνθήκης ΕΚ, κατά το οποίο τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος που θεσπίζει η Κοινότητα «δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να διατηρούν και να θεσπίζουν μέτρα ενισχυμένης προστασίας».

54 Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι η ευνοϋκότερη μεταχείριση την οποία παρέχει η σουηδική κανονιστική ρύθμιση σε ορισμένους παραγωγούς που παράγουν γάλα χρησιμοποιώντας φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους δεν αντιβαίνει στο άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

55 Στο δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης δεν απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία, στην περίπτωση κράτους που προσχώρησε στην Ευρωπαϋκή Ένωση πριν από την 1η Ιανουαρίου 1995, οι νέοι παραγωγοί και όσοι αύξησαν την παραγωγή τους κατά την περίοδο αναφοράς υφίστανται μείωση της ποσότητας αναφοράς τους, αντιθέτως προς τους παραγωγούς των οποίων οι συνθήκες παραγωγής δεν μεταβλήθηκαν κατά το ίδιο αυτό διάστημα και προς τους παραγωγούς που παράγουν γάλα χρησιμοποιώντας φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους, και η εν λόγω μείωση διαφέρει αναλόγως του αν πρόκειται περί νέων παραγωγών ή παραγωγών που αύξησαν την παραγωγή τους.

Το τρίτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος

56 Το τρίτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος αφορά το ζήτημα αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο κανονιστική ρύθμιση η οποία ουδόλως χορηγεί ποσότητα αναφοράς στους παραγωγούς οι οποίοι, ενώ παρέδιδαν γάλα πριν από την ένταξη του κράτους μέλους στο σύστημα των ποσοστώσεων, περιήλθαν σε αδυναμία, για λόγους ξένους προς τη βούλησή τους, να πραγματοποιήσουν παραδόσεις καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία έπρεπε να έχουν προβεί σε παραδόσεις για να τους χορηγηθεί ποσότητα αναφοράς.

57 Αντιθέτως προς τα δύο άλλα σκέλη του προδικαστικού ερωτήματος που αναλύθηκαν ανωτέρω, το τρίτο σκέλος δεν αφορά ζητήματα σχετικά με την κατανομή των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς, αλλά τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη χορήγηση τέτοιων ποσοστώσεων. Πράγματι, το άρθρο 5 της σουηδικής κανονιστικής αποφάσεως 1714 προέβλεπε ότι η χορήγηση ποσοστώσεως σε συγκεκριμένο παραγωγό προϋπέθετε να έχει προβεί ο παραγωγός αυτός σε πραγματικές και αδιάκοπες παραδόσεις γάλακτος μεταξύ της 1ης Μαρτίου 1994 και της 1ης Ιανουαρίου 1995.

58 Το ερώτημα, κατά τον τρόπο που διατυπώθηκε, μου προκάλεσε αρχικώς κάποια σύγχυση, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο αναγνωρίζει, στο σημείο όπου εκθέτει το εφρμοστέο εθνικό δίκαιο, ότι, «ακόμη και αν [μια] επιχείρηση έχει διακόψει τις παραδόσεις γάλακτος κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα μπορεί να της χορηγηθεί ποσόστωση, κατόπιν αιτήσεως προς τη γεωργική υπηρεσία, εφόσον η διακοπή οφείλεται σε περιστάσεις που εκφεύγουν του ελέγχου της επιχειρήσεως και εφόσον συντρέχουν ιδιάζοντες λόγοι για τους οποίους πρέπει, παρά τη διακοπή, να της χορηγηθεί ποσόστωση» (βλ. σημείο 4 ανωτέρω).

Η Σουηδική Κυβέρνηση εξήγησε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς ο δικηγόρος του N. Torarp να αντιλέξει επ' αυτού, ότι δεν χορηγήθηκε ποσόστωση στον N. Torarp διότι αυτός δεν είχε την πρόθεση να επαναρχίσει την παραγωγή, αλλά να «εκμισθώσει» την ποσότητα που του είχε χορηγηθεί.

Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι αμφιβολίες του Regeringsrδtt αφορούν την περίπτωση κατά την οποία, αφού υποβλήθηκε η αντίστοιχη αίτηση, η αρμόδια γεωργική υπηρεσία αρνήθηκε να χορηγήσει ποσόστωση μολονότι η αναστολή οφειλόταν σε «περιστάσεις που εκφεύγουν του ελέγχου της επιχειρήσεως», όπως προβλέπει το σουηδικό νομοθέτημα.

59 Θεωρώ κατ' αρχάς ότι η ερμηνεία των εθνικών κριτηρίων για να είναι δυνατή η κατ' εξαίρεση χορήγηση ποσοστώσεως, οσάκις δεν πληρούνται οι γενικές προϋποθέσεις, αποτελεί τομέα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του οικείου νομοθέτη, εν προκειμένω του Σουηδικού Κράτους, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που πρέπει να του αναγνωριστεί συναφώς. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν τα κριτήρια αυτά εφαρμόζονται ορθώς στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη ενδεχομένως την τελολογία και τους σκοπούς της κανονιστικής ρυθμίσεως (25).

60 Κατά τα λοιπά, εξαιρουμένης της ειδικής καταστάσεως του N. Torarp, το ζήτημα αν συμβιβάζεται με τις ανώτερες αρχές της κοινοτικής έννομης τάξεως και, ειδικότερα, με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης η κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία συγκεκριμένος παραγωγός μπορεί να στερηθεί την ποσότητα αναφοράς διότι δεν προέβη σε παραδόσεις κατά την περίοδο επιλεξιμότητας λόγω συνθηκών ξένων προς τη βούλησή του μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να επιλυθεί σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαου 1988, στην υπόθεση Erpelding (26). Υπενθυμίζω ότι επρόκειτο για το ζήτημα αν αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο κανονιστική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει σε γαλακτοπαραγωγό, του οποίου η εκμετάλλευση επλήγη από εξαιρετικά γεγονότα κατά τα τρία δυνατά έτη αναφοράς, να επιλέξει ένα άλλο έτος αναφοράς κατά το οποίο η εκμετάλλευση είχε κανονική παραγωγικότητα.

61 Όπως στην προπαρατεθείσα υπόθεση Erpelding, το πιθανό ασυμβίβαστο με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης απορρέει εν προκειμένω, ενδεχομένως, από τη διαφορετική μεταχείριση που έγκειται στο ότι η εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση μπορεί να έχει ως συνέπεια ότι ο παραγωγός ο οποίος δεν προέβη σε παραδόσεις κατά την περίοδο επιλεξιμότητας στερείται κάθε ποσότητας αναφοράς και έτσι περιάγεται σε δυσμενή θέση σε σχέση με τους παραγωγούς που πραγματοποίησαν παραδόσεις κατά το διάστημα αυτό. Όπως εκθέτει η απόφαση Erpelding, το αποτέλεσμα αυτό δικαιολογείται από την ανάγκη, την οποία υπαγορεύει συγχρόνως η ασφάλεια του δικαίου και η αποτελεσματικότητα του συστήματος πρόσθετης εισφοράς, να περιοριστεί ο αριθμός των ετών που μπορούν να ληφθούν υπόψη ως έτη αναφοράς. Επομένως, η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως συνιστώσα δυσμενή διάκριση υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου (27).

62 Η λύση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τους παραγωγούς οι οποίοι, αφού διέκοψαν την παραγωγή τους κατά την περίοδο επιλεξιμότητας, δεν έχουν την πρόθεση να την επαναρχίσουν. Πράγματι, δεδομένου ότι δεν πρόκειται να συνεχίσουν την παραγωγή, η μη χορήγηση ποσοστώσεως δεν τους προκαλεί περιουσιακή ζημία πέραν του διαφυγόντος κέρδους που απορρέει, επί παραδείγματι, από την αδυναμία τους να «εκμισθώσουν» την ποσόστωση. Το κέρδος αυτό δεν προστατεύεται από το κοινοτικό δίκαιο.

Το άρθρο 3α του κανονισμού 857/84 (28), το οποίο επιτρέπει τη χορήγηση ειδικής ποσότητας αναφοράς σε ορισμένους παραγωγούς που δεν είχαν τη δυνατότητα να λάβουν γαλακτοκομική ποσόστωση διότι δεν πραγματοποίησαν παραδόσεις ή άμεσες πωλήσεις κατά την περίοδο αναφοράς, εντάσσεται στην ίδια λογική. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, η οριστική χορήγηση αυτής της ειδικής ποσότητας αναφοράς εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την προϋπόθεση να αποδείξει ο παραγωγός, κατά τρόπο ικανοποιητικό για την αρμόδια αρχή, ότι πράγματι άρχισε εκ νέου την παραγωγή (29).

63 Συνεπώς, στο τρίτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το Regeringsrδtt πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης δεν απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπουσα, στην περίπτωση κράτους μέλους που προσχώρησε στην Ευρωπαϋκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1995, ότι η ποσότητα αναφοράς δεν θα χορηγείται στους παραγωγούς που πραγματοποίησαν παραδόσεις πριν από την ένταξη του κράτους μέλους στο σύστημα γαλακτοκομικών ποσοστώσεων, αλλά οι οποίοι, για λόγους ξένους προς τη βούλησή τους περιήλθαν σε αδυναμία να πραγματοποιήσουν παραδόσεις γάλακτος καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία έπρεπε να έχουν προβεί σε παραδόσεις για να τους χορηγηθεί ποσότητα αναφοράς.

Πρόταση

64 Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο υποβληθέν από το Regeringsrδtt προδικαστικό ερώτημα την ακόλουθη απάντηση:

«Το άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ και η απαγόρευση των διακρίσεων μεταξύ παραγωγών την οποία θεσπίζει το άρθρο αυτό δεν απαγορεύουν, στην περίπτωση κράτους μέλους που προσχώρησε στην Ευρωπαϋκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1995, εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπουσα τα εξής:

- ότι, για τους παραγωγούς που δεν μετέβαλαν την παραγωγή τους, η κατανομή των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων θα πραγματοποιείται βάσει των μέσων ποσοτήτων που παραδόθηκαν κατά τη διάρκεια των ετών 1991, 1992 και 1993·

- ότι οι νέοι παραγωγοί και όσοι αύξησαν την παραγωγή τους κατά την περίοδο αναφοράς υφίστανται μείωση της ποσότητας αναφοράς τους, αντιθέτως προς τους παραγωγούς των οποίων οι συνθήκες παραγωγής δεν μεταβλήθηκαν κατά το ίδιο αυτό διάστημα και προς τους παραγωγούς που παράγουν γάλα χρησιμοποιώντας φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους, και ότι η εν λόγω μείωση διαφέρει αναλόγως του αν πρόκειται περί νέων παραγωγών ή παραγωγών που αύξησαν την παραγωγή τους·

- ότι η ποσότητα αναφοράς δεν θα χορηγείται στους παραγωγούς που πραγματοποίησαν παραδόσεις πριν από την ένταξη του κράτους μέλους στο σύστημα γαλακτοκομικών ποσοστώσεων, αλλά οι οποίοι, για λόγους ξένους προς τη βούλησή τους, περιήλθαν σε αδυναμία να πραγματοποιήσουν παραδόσεις γάλακτος καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία έπρεπε να έχουν προβεί σε παραδόσεις για να τους χορηγηθεί ποσότητα αναφοράς.»

(1) - Κανονιστική απόφαση 1714 του 1994 περί γαλακτοκομικών ποσοστώσεων και άλλων θεμάτων, τροποποιηθείσα μερικώς στη συνέχεια με την κανονιστική απόφαση 119 του 1995, η οποία άρχισε να ισχύει στις 8 Φεβρουαρίου 1995 (στο εξής: σουηδική κανονιστική απόφαση 1714).

(2) - Σε καμία από τις τρεις υποθέσεις της κύριας δίκης δεν τίθεται ζήτημα σχετικό με την άμεση πώληση και για τον λόγο αυτόν θα ήθελα να χρησιμοποιώ τους όρους παραγωγή και παραδόσεις αδιακρίτως. Επίσης, θα αναφέρω τους όρους παραγωγός, κτηνοτρόφος και εκμετάλλευση ως συνώνυμα.

(3) - Κατά τη Σουηδική Κυβέρνηση, η ποσότητα αυτή αντιπροσωπεύει τη μέση απόδοση ανά καταγραφείσα αγελάδα κατά το έτος εμπορίας 1992/1993.

(4) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων (ΕΕ L 90, σ. 10).

(5) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων (ΕΕ L 90, σ. 13).

(6) - Δυνάμει της οδηγίας 72/159/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 1972, περί εκσυγχρονισμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/007, σ. 172), η οποία καθιέρωσε σύστημα που ευνοεί την παραγωγικότητα των γεωργικών επιχειρήσεων. Το άρθρο 4 του κανονισμού 857/84 επιτρέπει επίσης στα κράτη μέλη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να παρέχουν την ίδια ευνοϋκή μεταχείριση στους παραγωγούς που προσυπέγραψαν σχέδιο αναπτύξεως της γαλακτοκομικής παραγωγής μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού.

(7) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1992, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 (EE L 86, σ. 83).

(8) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων (EE L 405, σ. 1).

(9) - ΕΕ 1994, C 241, σ. 21, και EE 1995, L 1, σ. 1 (στο εξής: πράξη προσχωρήσεως).

(10) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων (EE ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82).

(11) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992, για την τροποποίηση του κανονισμού 804/68 (ΕΕ L 215, σ. 64). Σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 3, του κανονισμού αυτού, το άρθρο 5γ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Το καθεστώς τιμών θεσπίζεται με την επιφύλαξη της εφαρμογής του καθεστώτος συμπληρωματικής εισφοράς». Έτσι, όσον αφορά την πρόσθετη εισφορά, ο κανονισμός 804/68 παραπέμπει κατ' ουσίαν στον κανονισμό 3950/92.

(12) - Οι επιφυλάξεις επιβάλλονται λόγω της συγκεχυμένης νομοθετικής τεχνικής που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο.

(13) - Άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92.

(14) - Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Ιουνίου 1978, 154/77, Dechmann (Συλλογή τόμος 1978, σ. 529), και, κυρίως, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1986, 48/85, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1985, σ. 2549, σκέψη 12). Η υπογράμμιση δική μου.

(15) - Εξαιρουμένου, θα ήθελα και πάλι να τονίσω, του κανόνα που επιβάλλει όπως το σύνολο των ατομικών ποσοστώσεων δεν υπερβαίνει τη συνολική ποσότητα εκάστου κράτους μέλους.

(16) - Σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της πράξεως προσχωρήσεως, κατά το οποίο το κοινοτικό δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, το οποίο ισχύει κατά τον χρόνο της προσχωρήσεως, δεσμεύει τα νέα κράτη μέλη υπό τους όρους που προβλέπουν οι Συνθήκες και η πράξη προσχωρήσεως.

(17) - Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Νοεμβρίου 1986, 201/85 και, 202/85, Klensch κ.λπ. (Συλλογή 1986, σ. 3477), και της 14ης Ιουλίου 1994, C-351/92, Graff (Συλλογή 1994, σ. Ι-3361).

(18) - Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, απόφαση της 10ης Μαρτίου 1998, C-364/95 και C-365/95, T. Port (Συλλογή 1998, σ. I-1023, σκέψη 81).

(19) - Δεν θα ασχοληθώ εν προκειμένω με τους παραγωγούς που άρχισαν να παράγουν μετά την περίοδο αναφοράς, οι οποίοι εμπίπτουν σε ειδική ρύθμιση μη αποτελούσα αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς.

(20) - Ποσότητα που αντιστοιχεί στην μέση απόδοση ανά αγελάδα που καταγράφηκε κατά το έτος εμπορίας 1992/1993 (βλ. την υποσημείωση 3).

(21) - Βλ., συναφώς, την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3950/92.

(22) - Επί της νομικής φύσεως των ποσοτήτων αναφοράς που απαλλάσονται της πρόσθετης εισφοράς, παραπέμπω στις προτάσεις που ανέπτυξα στις 7 Ιουλίου 1998 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-186/96, Demand (Συλλογή 1998, σ. Ι-8529).

(23) - Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, 5/88, Wachauf (Συλλογή 1989, σ. 2609, σκέψη 18).

(24) - Βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 240/83, Association de dιfense des brϋleurs d' huiles usagιes (Συλλογή 1985, σ. 531).

(25) - Θεωρώ ότι η ισχύουσα μέχρι το 1993 κοινοτική ρύθμιση η οποία προέβλεπε ότι τα κράτη μέλη έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη περιπτώσεις όπως, μεταξύ άλλων, η περίπτωση των παραγωγών οι οποίοι, κατά το έτος που λαμβάνεται ως περίοδος αναφοράς, επλήγησαν από εξαιρετικά γεγονότα - και η οποία επιδιώκει σκοπούς παρεμφερείς με τη σουηδική νομοθεσία - ήταν δικαιολογημένη σε σχέση με τους παραγωγούς που συνέχισαν ή άρχισαν εκ νέου την παραγωγή.

(26) - 84/87, Συλλογή 1988, σ. 2647.

(27) - Όπ.π., σκέψη 30, σ. 2674.

(28) - Προστεθέν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 764/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989 για την τροποποίηση του κανονισμού 857/84 (ΕΕ L 84, σ. 2).

(29) - Το Δικαστήριο αναγνώρισε προσφάτως το σύννομο της απαιτήσεως αυτής με την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1998, C-374/96, Vorderbrόggen (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή).