61997C0273

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα La Pergola της 18ης Μαΐου 1999. - Angela Maria Sirdar κατά The Army Board και Secretary of State for Defence. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Industrial Tribunal, Bury St Edmunds - Ηνωμένο Βασίλειο. - Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών - Άρνηση προσλήψεως γυναίκας ως μαγείρισσας στους Royal Marines (πεζοναύτες του Ηνωμένου Βασιλείου). - Υπόθεση C-273/97.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-07403


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


Τα προδικαστικά ερωτήματα

1 Η παρούσα διαδικασία αφορά προβληθείσα δυσμενή διάκριση λόγω φύλου στο πλαίσιο της προσλήψεως σε επίλεκτο σώμα των ενόπλων δυνάμεων του Ηνωμένου Βασιλείου. Στην κρίση του Δικαστηρίου υποβλήθηκαν έξι προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ γενικώς και, ειδικότερα, σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 224 της εν λόγω Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 297 ΕΚ) και του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ (1) (στο εξής: οδηγία). Ειδικότερα, το Industrial Tirbunal του Bury St Edmunds (Ηνωμένο Βασίλειο) ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει αν μια πολιτική η οποία, λόγω της επιτακτικής ανάγκης της διασφαλίσεως του αξιομάχου των ενόπλων δυνάμεων, αποκλείει, σε περίοδο ειρήνης και/ή κατά την προετοιμασία για πόλεμο, την πρόσληψη γυναικών στις ένοπλες δυνάμεις εν γένει ή σε επίλεκτο σώμα πεζοναυτών το οποίο βασίζεται αυστηρώς, όσον αφορά την οργάνωση και τις δραστηριότητές του, στη λεγόμενη αρχή της διαλειτουργικότητας (2) εκφεύγει παντελώς του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ και της οδηγίας ή, επικουρικώς, εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας κατ' εφαρμογήν του άρθρου 224 της Συνθήκης ή, ακόμη επικουρικότερα, μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει της παρεκκλίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας. Τα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο είναι τα ακόλουθα:

«1) Εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ και/ή του παραγώγου δικαίου, ειδικότερα δε της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, οι αποφάσεις τις οποίες λαμβάνει κράτος μέλος σχετικά με την πολιτική του σε περίοδο ειρήνης και/ή κατά την προετοιμασία για πόλεμο, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση στις ένοπλες δυνάμεις του, την επαγγελματική εκπαίδευση για υπηρεσία στις δυνάμεις αυτές, τις συνθήκες εργασίας στις εν λόγω δυνάμεις ή τη διάταξη των ενόπλων δυνάμεών του, εφόσον το κράτος μέλος λαμβάνει τις αποφάσεις αυτές με σκοπό τη διασφάλιση του αξιομάχου των ενόπλων δυνάμεων;

2) Εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ και/ή του παραγώγου δικαίου οι αποφάσεις τις οποίες λαμβάνει κράτος μέλος κατά την προετοιμασία για πόλεμο και σε περίοδο ειρήνης όσον αφορά την πρόσληψη, την εκπαίδευση και την τοποθέτηση στρατιωτών σε μονάδες πεζοναυτών των ενόπλων δυνάμεών του, οι οποίες προορίζονται για μάχη εκ του συστάδην με εχθρικά στρατεύματα σε περίπτωση πολέμου, εφόσον το κράτος μέλος λαμβάνει τις αποφάσεις αυτές με σκοπό τη διασφάλιση του αξιομάχου των μονάδων αυτών;

3) Επιτρέπει το άρθρο 224 της Συνθήκης ΕΚ [νυν άρθρο 297 ΕΚ], κατ' ορθή ερμηνεία, στα κράτη μέλη να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου τη δυσμενή διάκριση λόγω φύλου όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση στις ένοπλες δυνάμεις, την επαγγελματική εκπαίδευση για την υπηρεσία στις δυνάμεις αυτές και τις συνθήκες εργασίας στις εν λόγω δυνάμεις, περιλαμβανομένων των όρων απολύσεως από τις ένοπλες δυνάμεις, σε περίοδο ειρήνης και/ή κατά την προετοιμασία για πόλεμο, με σκοπό τη διασφάλιση του αξιομάχου των ενόπλων δυνάμεων;

4) Μπορεί να εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, δυνάμει του άρθρου 224 της [Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 297 ΕΚ)], η πολιτική κράτους μέλους η οποία συνίσταται στον αποκλεισμό όλων των γυναικών, σε περίοδο ειρήνης και/ή κατά την προετοιμασία για πόλεμο, από την υπηρεσία στις ένοπλες δυνάμεις ως βοηθητικού προσωπικού και συγχρόνως μαχίμων πεζοναυτών βάσει της αρχής της "διαλειτουργικότητας"; Εάν τούτο συμβαίνει, ποιες είναι οι κατευθυντήριες γραμμές ή τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμοστούν προκειμένου να προσδιοριστεί αν η εν λόγω πολιτική μπορεί νομίμως να αποκλειστεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ δυνάμει του άρθρου 224 [της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 297 ΕΚ)];

5) Μπορεί να δικαιολογηθεί, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, η πολιτική κράτους μέλους που συνίσταται στον αποκλεισμό όλων των γυναικών, σε περίοδο ειρήνης και/ή κατά την προετοιμασία για πόλεμο, από την υπηρεσία στις ένοπλες δυνάμεις ως βοηθητικού προσωπικού και συγχρόνως μαχίμων πεζοναυτών βάσει της αρχής της "διαλειτουργικότητας";

6) Εάν τούτο συμβαίνει, ποια κριτήρια πρέπει να εφαρμόζουν τα εθνικά δικαστήρια, οσάκις εξετάζουν αν δικαιολογείται η εφαρμογή της πολιτικής αυτής;»

Η σχετική κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

2 Κατά το άρθρο 224 της Συνθήκης, «τα κράτη μέλη συνεννοούνται μεταξύ τους, για να προβούν σε κοινή ενέργεια προς αποτροπή παρακωλύσεως της λειτουργίας της κοινής αγοράς εξ αιτίας μέτρων που λαμβάνει κράτος μέλος σε περίπτωση σοβαρής εσωτερικής διαταραχής της δημοσίας τάξεως, σε περίπτωση πολέμου ή σοβαρής διεθνούς εντάσεως που αποτελεί απειλή πολέμου ή προς εκπλήρωση υποχρεώσεων που έχει αναλάβει με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς ασφαλείας».

Οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας είναι το άρθρο 2, παράγραφος 1, το οποίο ορίζει ότι «κατά την έννοια [της οδηγίας], η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα»· το άρθρο 2, παράγραφος 2, ορίζει τα εξής: «Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις επαγγελματικές δραστηριότητες, και, ενδεχομένως, την εκπαίδευση που απαιτείται για την πρόσβαση σ' αυτές, εφ' όσον λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεώς τους, το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας»· το άρθρο 3, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής: «Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, όσον αφορά τους όρους, συμπεριλαμβανομένων και των κριτηρίων επιλογής, προσβάσεως σε απασχολήσεις, σε θέσεις εργασίας, ανεξάρτητα από τομέα ή κλάδο δραστηριότητος, και για όλες τις βαθμίδες της επαγγελματικής ιεραρχίας»· το άρθρο 9, παράγραφος 2, ορίζει τα εξής: «Τα κράτη μέλη προβαίνουν περιοδικά στην εξέταση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, προκειμένου να κρίνουν, λαμβάνοντας υπόψη την κοινωνική εξέλιξη, αν δικαιολογείται η διατήρηση των εν λόγω εξαιρέσεων. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το αποτέλεσμα της εξετάσεως αυτής».

Το εθνικό πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης

3 Η A. M. Sirdar προσελήφθη ως μαγείρισσα στον στρατό του Ηνωμένου Βασιλείου το 1983, σε ηλικία 17 ετών, και από το 1990 υπηρετούσε στο 29ο σύνταγμα καταδρομέων του Royal Artillery (όχι όμως ως μάχιμη). Τον Φεβρουάριο του 1994 έλαβε προμήνυση απολύσεως με ισχύ από το επόμενο έτος, με την αιτιολογία ότι ήταν υπεράριθμη. Η απόλυση αυτή, η οποία έθιξε τότε περισσοτέρους από 500 μαγείρους, σκοπούσε στη μείωση των δαπανών άμυνας. Ωστόσο, το Chefs Branch των Royal Marines είχε έλλειψη μαγείρων και ο συνταγματάρχης Brook, υποδιοικητής του γραφείου διοικητικής μέριμνας του σώματος αυτού, κάλεσε τους θιγομένους από τις περικοπές στον τομέα της άμυνας να ζητήσουν μετάταξη στους Royal Marines, αίτηση την οποία ωστόσο θα ακολουθούσε προκαταρκτική επιλογή και εκπαίδευση. Στις 19 Ιουλίου 1994 ο συνταγματάρχης Brook έστειλε σχετική στερεότυπη επιστολή και στην A. M. Sirdar, της οποίας το ονοματεπώνυμο περιλαμβανόταν στους καταλόγους των ατόμων που θα απολύονταν σύντομα ως υπεράριθμα. Λίγο μετά την αποστολή της επιστολής αυτής, ο συνταγματάρχης Brook πληροφορήθηκε από το 29ο σύνταγμα καταδρομέων ότι ο υποψήφιος στον οποίο απέστειλε αυτή την προσφορά μετατάξεως ήταν στην πραγματικότητα γυναίκα. Δεδομένου ότι οι Royal Marines δεν δέχονται γυναίκες στις τάξεις τους (για τους κατωτέρω εκτιθεμένους λόγους), ο συνταγματάρχης Brook γνωστοποίησε στην A. M. Sirdar ότι η επιστολή με την οποία είχε κληθεί να ζητήσει μετάταξή της είχε σταλεί εκ παραδρομής και ότι, επομένως, η υποψηφιότητά της δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Στις 28 Φεβρουαρίου 1995 η A. M. Sirdar απολύθηκε. Στη συνέχεια, προσέφυγε ενώπιον του Industrial Tribunal ισχυριζόμενη ότι υπέστη παράνομη διάκριση λόγω φύλου.

4 Ο Secretary of State for Defence και το Army Board ισχυρίστηκαν κατά την κύρια δίκη ότι έπρεπε να θεωρηθεί νόμιμη η άρνηση προσλήψεως της A. M. Sirdar, η οποία οφείλεται στην πολιτική του Ministry of Defence περί αποκλεισμού των γυναικών από το σώμα των Royal Marines προκειμένου να διασφαλισθεί το αξιόμαχο του σώματος αυτού, κατά το μέτρο που η άρνηση αυτή στηρίζεται στο άρθρο 85, παράγραφος 4, του Sex Discrimination Act 1975 (στο εξής: SDA), όπως έχει σήμερα. Ο νόμος αυτός θεσπίζει παρέκκλιση από τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών· ο εν λόγω νόμος ορίζει ότι «καμία διάταξη του παρόντος νόμου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καταστήσει παράνομες τις πράξεις που διενεργούνται με σκοπό τη διασφάλιση του αξιομάχου του ναυτικού, του στρατού ή της αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου» (3).

Το σώμα των Royal Marines και η αρχή της διαλειτουργικότητας

5 Το επίλεκτο σώμα των Royal Marines αποτελείται από 5 900 περίπου στρατιώτες, ήτοι από το 2 % του συνόλου των ενόπλων δυνάμεων του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι Royal Marines είναι τα στρατεύματα αποβάσεως των αμφιβίων δυνάμεων της χώρας αυτής. Κατά τα λεγόμενα ενός από τους διοικητές των στρατευμάτων αυτών, του συνταγματάρχη Wilson, «τα χαρακτηριστικά αυτής της αποβατικής δυνάμεως, η οποία έχει μέγεθος μιας ταξιαρχίας, είναι ότι αποτελεί αμφίβιο πεζικό, ευέλικτο και ισορροπημένο, εκπαιδευμένο για καταδρομές, ευκίνητο, ικανό να ενεργεί ταχέως και να διασφαλίζει υπό ακραίες συνθήκες τη διεξαγωγή οποιασδήποτε στρατιωτικής επιχειρήσεως» (4). Κατ' ουσίαν, οι Royal Marines, μια μικρή μονάδα, αποτελούν την αιχμή του δόρατος των ενόπλων δυνάμεων του Ηνωμένου Βασιλείου και έχουν ως αποστολή να επεμβαίνουν πρώτοι, κυρίως ως καταδρομείς.

6 Κατά το Ministry of Defence, η αρχή της διαλειτουργικότητας αρκεί για να δικαιολογήσει την άρνηση των Royal Marines να προσλάβουν την A. M. Sirdar: η παρουσία γυναικών στο σώμα αυτό θα εμπόδιζε τη διαλειτουργικότητα και, επομένως, το αξιόμαχο των στρατευμάτων. Ο συνταγματάρχης Wilson περιγράφει τη διαλειτουργικότητα που διαπνέει κάθε πτυχή της οργανώσεως και της δραστηριότητας των Royal Marines ως την εξής διττή ικανότητα των εν λόγω στρατιωτών: πρώτον, την ικανότητα «ενός ατόμου, ανεξαρτήτως ειδικότητας [ενός μαγείρου, επί παραδείγματι], να διεκπεραιώνει ανά πάσα στιγμή ένα φάσμα καθηκόντων στο πλαίσιο ορισμένου στρατιωτικού σχηματισμού»· δεύτερον, την ικανότητα (η οποία αποτελεί την καθαυτό ουσία της αρχής αυτής) «ενός ατόμου ανεξαρτήτως ειδικότητας, να είναι σε θέση να μάχεται ως οπλίτης πεζικού». «Προς τούτο», προσθέτει ο συνταγματάρχης Wilson, «όλοι οι Royal Marines, αξιωματικοί και οπλίτες, εκπαιδεύονται ως καταδρομείς πεζικού» (5). Κατ' ουσίαν, δεν είναι δυνατή η πρόσληψη στους Royal Marines αποκλειστικώς για την εκπλήρωση καθηκόντων μαγείρου ή οποιασδήποτε άλλης ειδικευμένης δραστηριότητας. Ξάρη στην εκπαίδευσή του (η οποία είναι η ίδια για όλα τα άτομα του σώματος), ο μάγειρος των Royal Marines είναι επίσης και προπάντων καταδρομέας.

7 Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η αρχή της διαλειτουργικότητας εφαρμόζεται πράγματι με συνέπεια και σε κάθε περίπτωση. Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει, ως παράδειγμα, την περίπτωση των μαγείρων του Chefs Branch των Royal Marines, οι οποίοι είχαν ενεργό συμμετοχή στον πόλεμο στα Falklands και ορισμένοι από τους οποίους σκοτώθηκαν. Ακόμη και τα μέλη των «στατικών μονάδων» (εκτός ενεργού υπηρεσίας) των Royal Marines έχουν την υποχρέωση να διατηρούνται σε πολύ καλή φυσική κατάσταση και πρέπει να υποβάλλονται τρεις φορές ετησίως σε μια εξέταση, το Marine Basic Fitness Test, σκοπούσα στον έλεγχο της φυσικής τους καταστάσεως (6). Βάσει των αποδείξεων που του παρέσχε το Ministry of Defence, το αιτούν δικαστήριο καταλήγει ότι, «[όσον αφορά την αρχή κατά την οποία όλοι οι Royal Marines μπορούν να χρησιμοποιηθούν οπουδήποτε ως οπλίτες πεζικού], υπάρχουν συντριπτικά αποδεικτικά στοιχεία ως προς το ότι: α) η διαλειτουργικότητα εφαρμόζεται στην πράξη· β) οι Royal Marines οργανώνονται και εκπαιδεύονται επ' αυτής της βάσεως και μόνο· γ) όλοι οι οπλίτες στρατολογούνται με αυτόν τον σκοπό (ειρήσθω εν παρόδω ότι εν προκειμένω ενδιαφέρει - βάσει των μη αμφισβητουμένων περιστατικών της παρούσας υποθέσεως - το ζήτημα της στρατολογήσεως ενός μαγείρου του στρατού στους Royal Marines)· δ) δεν υπάρχει καμία εξαίρεση κατά τον χρόνο στρατολογήσεως» (7).

Επί της ουσίας

8 Βάσει των περιστατικών της υποβληθείσας στην κρίση του υποθέσεως, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να διατυπώσει τα τέσσερα πρώτα από τα έξι προδικαστικά ερωτήματα διακρίνοντας την περίπτωση της προσβάσεως στις ένοπλες δυνάμεις εν γένει (πρώτο και τρίτο ερώτημα) από την ειδική περίπτωση της προσβάσεως σε ένα επίλεκτο σώμα καταδρομέων (δεύτερο και τέταρτο ερώτημα). Ωστόσο, κατ' ουσίαν, και με τα τέσσερα αυτά ερωτήματα υποβάλλονται στην κρίση του Δικαστηρίου δύο προβλήματα, η επίλυση των οποίων δεν μπορεί να διαφέρει, κατά τη γνώμη μου, αναλόγως του αν η δυσμενής διάκριση λόγω του φύλου των ενδιαφερομένων αφορά το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων ή μόνον ένα από τα σώματα που τις αποτελούν. Στην πραγματικότητα, το ερώτημα που υποβάλλεται στο Δικαστήριο είναι το εξής: α) αν η απασχόληση στις ένοπλες δυνάμεις, είτε στο σύνολό τους είτε σε ένα επίλεκτο σώμα, εκφεύγει ως εκ της φύσεώς της του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ή του παραγώγου δικαίου ή β) αν το άρθρο 224 της Συνθήκης επιτρέπει στα κράτη μέλη να εξαιρούν τον τομέα αυτόν - είτε πρόκειται, και πάλι, για το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων ή για ορισμένους σχηματισμούς ή συγκεκριμένα επίλεκτα σώματα - από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, η οποία ακριβώς θεσπίστηκε για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών κατά την πρόσβαση σε απασχόληση. Το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα αφορούν το πρόβλημα που επισημαίνεται ανωτέρω, υπό στοιχείο αα, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα αφορούν το πρόβλημα που εκτίθεται στο στοιχείο ββ. Θα εξετάσω από κοινού, διότι, όπως προεξέθεσα, είναι συναφή, τα ζητήματα που εμπίπτουν αντιστοίχως σε εκάτερο των ζευγών που περιέγραψα.

Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

9 Με τα δύο πρώτα ερωτήματα, το δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου ερωτά κατ' ουσίαν αν οι αποφάσεις περί των συνθηκών εργασίας, περιλαμβανομένης της προσβάσεως σε απασχόληση στις ένοπλες δυνάμεις ή σε ένα από τα επίλεκτα σώματά τους, τις οποίες λαμβάνουν τα κράτη μέλη για λόγους αξιομάχου σε περίοδο ειρήνης και/ή κατά την προετοιμασία για πόλεμο, εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ και του παραγώγου δικαίου.

10 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου η οποία, όπως η A. M. Sirdar, η Γαλλική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, κατέθεσε παρατηρήσεις φρονεί ότι από το άρθρο 224 της Συνθήκης προκύπτει οπωσδήποτε ότι οι αποφάσεις αυτές δεν εμπίπτουν στη Συνθήκη. Η Γαλλική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι η δραστηριότητα των ενόπλων δυνάμεων είναι στενά συνδεδεμένη με την έννοια της κυριαρχίας την οποία τα κράτη μέλη «μοιράστηκαν», σύμφωνα με τη Συνθήκη, μόνο σε ορισμένους τομείς πλην της άμυνας. Συνεπώς, ο τομέας της άμυνας εξακολουθεί να εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητά τους (8) και η υπό κρίση διαφορά, η οποία αφορά τον τομέα αυτόν, δεν μπορεί να συγκριθεί με τη διαφορά την οποία επέλυσε το Δικαστήριο βάσει της νομολογίας του περί του προβλήματος της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά όχι τις ένοπλες δυνάμεις, αλλά τις δυνάμεις της αστυνομίας και της εσωτερικής ασφαλείας (9), πράγμα το οποίο, όπως παρατηρούν οι προαναφερθείσες κυβερνήσεις, ουδεμία σχέση έχει με την εξωτερική άμυνα του κράτους. Στη συνέχεια, η Γαλλική Κυβέρνηση επισήμανε ότι οι ένοπλες δυνάμεις εκφεύγουν εντελώς του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 48, παράγραφος 4, αυτής (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 39, παράγραφος 4, ΕΚ), το οποίο εξαιρεί την απασχόληση στη δημόσια διοίκηση από το πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη στους εργαζομένους. Η A. M. Sirdar απαντά ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόφαση περί αποκλεισμού των γυναικών από τις ένοπλες δυνάμεις για τη διασφάλιση του αξιομάχου των δυνάμεων αυτών εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ ή της οδηγίας. Καμία συγκεκριμένη διάταξη αυτών των κανονιστικών πράξεων δεν προβλέπει τέτοιο αποτέλεσμα, το οποίο δεν μπορεί να συναχθεί από την κοινοτική έννομη τάξη εν γένει. Το άρθρο 224 της Συνθήκης, στο οποίο στηρίζεται το Ηνωμένο Βασίλειο για να καταλήξει στο αντίθετο συμπέρασμα, αφορά, προδήλως και αποκλειστικώς, εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Το ζήτημα που χρήζει διευκρινίσεως αυτή τη στιγμή και χωρίς καθυστέρηση συνίσταται στο αν η απόφαση την οποία εξέδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Johnston μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο προηγούμενο για να τεθούν και να επιλυθούν προσηκόντως τα εν λόγω ζητήματα. Κατά τη γνώμη μου, η εν λόγω απόφαση μπορεί όντως να χρησιμεύσει, όπως εξηγώ στις σκέψεις που εκθέτω κατωτέρω.

11 Η υπόθεση Johnston αφορούσε τον αποκλεισμό των γυναικών από καθήκοντα αστυνομικού τα οποία προϋπέθεταν οπλοφορία. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου έλαβαν το μέτρο αυτό μεριμνώντας για την τήρηση της δημοσίας τάξεως, η οποία απειλούνταν σοβαρά από την ιδιάζουσα κατάσταση στη Βόρειο Ιρλανδία. Στην υπόθεση εκείνη, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου συνήγαγε, παραθέτοντας σειρά παρεκκλίσεων προβλεπομένων από τη Συνθήκη στον τομέα της δημοσίας ασφαλείας [τα άρθρα 36 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 30 ΕΚ), 48, 56 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 46 ΕΚ), 223 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 296 ΕΚ) και 224], ότι ούτε η Συνθήκη ούτε το παράγωγο δίκαιο μπορούσαν να έχουν εφαρμογή στον τομέα το οποίο αφορούσε η διαφορά (10). Ωστόσο, το Δικαστήριο απέρριψε κατηγορηματικά τον ισχυρισμό αυτόν, εκθέτοντας τα εξής: «[οι συγκεκριμένες και εξαιρετικές παρεκκλίσεις τις οποίες προβλέπει η Συνθήκη] δεν επιτρέπουν να συναχθεί από αυτ[ές] μια γενική και εγγενής στη Συνθήκη επιφύλαξη ως προς όλα τα μέτρα που λαμβάνονται για τη δημόσια ασφάλεια. Η αναγνώριση γενικής επιφύλαξης σε κάθε διάταξη του κοινοτικού δικαίου, εκτός των συγκεκριμένων προϋποθέσεων που θέτουν οι διατάξεις της Συνθήκης, θα μπορούσε να θίξει τον δεσμευτικό χαρακτήρα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου» (11).

12 Ένα τόσο σαφές και πειστικό συμπέρασμα της νομολογίας του Δικαστηρίου έχει εφαρμογή, κατά τη γνώμη μου, τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική ασφάλεια κάθε κράτους μέλους. Δεν αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο οι σχετικές με την άμυνα επιταγές πρέπει να αναχθούν σε «γενική και εγγενή στη Συνθήκη επιφύλαξη» και έτσι να αποτελέσουν «προνομιακή» κατηγορία σε σχέση με τις επιταγές της εσωτερικής ασφαλείας τις οποίες εξέτασε το Δικαστήριο στην υπόθεση Johnston για να καταλήξει στο προπαρατεθέν αποτέλεσμα. Η άποψή μου αυτή εξηγείται από πλείονες λόγους. Κατ' αρχάς, από την έκδοση της αποφάσεως Costa, το Δικαστήριο απέρριπτε πάντοτε τον ισχυρισμό ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν εξουσίες γενικής παρεκκλίσεως εγγενείς στην οικονομία της Συνθήκης: «οσάκις αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη το δικαίωμα να ενεργούν μονομερώς, αυτό γίνεται δυνάμει σαφούς ειδικής ρήτρας [π.χ. άρθρα 15 (που καταργήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ), 93, παράγραφος 3 (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ), 223 έως 225 (νυν άρθρο 298 ΕΚ)]» (12).

13 Στη συνέχεια, διαπιστώνω ότι οι σχετικές με την εξωτερική ασφάλεια ειδικές παρεκκλίσεις τις οποίες προβλέπει η Συνθήκη ΕΚ έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα όπως και οι αφορώσες την εσωτερική ασφάλεια. Οι παρεκκλίσεις τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 223 και 224 της Συνθήκης ΕΚ έχουν μάλιστα ιδιαζόντως εξαιρετικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι είναι «όλως εξαιρετικ[ές]» (13) και όχι απλώς «εξαιρετικές», όπως αυτές τις οποίες αφορούν τα άρθρα 36, 48, παράγραφος 3, και 56, παράγραφος 1, της Συνθήκης (14). Λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς τους, τέτοιες παρεκκλίσεις πρέπει λογικώς να αποτελούν αντικείμενο ιδιαζόντως στενής ερμηνείας. Πράγματι, από την ύπαρξή τους και μόνο δεν μπορεί να συναχθεί οποιαδήποτε γενική επιφύλαξη (υπέρ της κρατικής κυριαρχίας) διαπνέουσα τη Συνθήκη. Το Δικαστήριο την απέκλεισε όσον αφορά την εσωτερική ασφάλεια του κράτους. Το ίδιο πρέπει να συναχθεί όσον αφορά την άμυνα και την εξωτερική ασφάλεια. Στην πραγματικότητα, ανεξαρτήτως της υποθέσεως Johnston, η νομολογία του Δικαστηρίου έχει προφανώς τονίσει επανειλημμένως αυτή την παραλληλία μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής ασφαλείας (όπως, επί παραδείγματι, όσον αφορά το άρθρο 36 της Συνθήκης) (15). Εξάλλου, είναι ενδεικτικό ότι το γράμμα καθαυτό του άρθρου 224 της Συνθήκης θέτει στην ίδια μοίρα την περίπτωση της σοβαρής διαταραχής της δημοσίας τάξεως (στην οποία αναφέρθηκε αμυνόμενη η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην υπόθεση Johnston) με την περίπτωση πολέμου ή σοβαρής διεθνούς εντάσεως (16).

14 Προσθέτω ότι, όπως παρατήρησε η A. M. Sirdar, οσάκις η Συνθήκη (βλ. το άρθρο 48, παράγραφος 4, αυτής) θέλησε την εξαίρεση της απασχολήσεως στον δημόσιο τομέα, προέβη στην εξαίρεση αυτή ρητώς, δεν φαίνεται δε να υπάρχει κάποιος κανόνας (ρητός, σιωπηρός ή «εγγενής») ο οποίος να εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ ή της οδηγίας τον τομέα της απασχολήσεως στις ένοπλες δυνάμεις εν γένει ή σε ειδικά επίλεκτα σώματα, πλην του άρθρου 2, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας (επί του οποίου θα επανέλθω κατωτέρω). Εξάλλου, η αναγνώριση της υπάρξεως σιωπηρής επιφυλάξεως γενικού χαρακτήρα θα αποτελούσε προηγούμενο για την αναγνώριση της υπάρξεως μιας εν δυνάμει απεριόριστης σειράς παρεμφερών επιφυλάξεων, οι οποίες θα έθιγαν όλο και περισσότερο τον δεσμευτικό χαρακτήρα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με την απόφαση Johnston.

15 Το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο, εν προκειμένω, εμμένει στον ισχυρισμό ότι ο επίμαχος τομέας εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης, αναγνώρισε ρητώς σε άλλη περίπτωση ότι ούτε η απασχόληση στις ένοπλες δυνάμεις εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, της οδηγίας. Στην αιτιολογική έκθεση του 1994, η οποία συνόδευε την SDA Regulations που τροποποίησε το άρθρο 85, παράγραφος 4, του SDA βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 2, του European Communities Act 1972, αναγραφόταν ότι ήταν ανάγκη να καταργηθεί ο προϋσχύσας κανόνας ο οποίος απέκλειε εντελώς τις ένοπλες δυνάμεις από το πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού, τούτο δε «προκειμένου να καταστεί ο Sex Discrimination Act σύμφωνος προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όσον αφορά τις ένοπλες δυνάμεις του Ηνωμένου Βασιλείου» (17). Συναφώς, σημειώνεται ότι, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, έτσι και το Βασίλειο του Βελγίου (18), το Βασίλειο της Δανίας (19), η Ελληνική Δημοκρατία (20), το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου (21) και το Βασίλειο των Κάτω Ξωρών (22) θεώρησαν ότι η οδηγία είχε εφαρμογή στην απασχόληση στις ένοπλες δυνάμεις, στη δε Γαλλία έχουν εφαρμογή διατάξεις καθόλα ανάλογες προς αυτές της οδηγίας (23).

16 Στη συνέχεια, θα εξετάσω την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως, κατά την οποία ο τομέας που αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 4, το οποίο εξαιρεί από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων την απασχόληση στη δημόσια διοίκηση. Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή. Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο, «πρέπει να γίνει δεκτό ότι, η οδηγία 76/207, όπως άλλωστε και η οδηγία 75/117[/ΕΟΚ (24)], ισχύει όσον αφορά τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση εργασίας. Οι οδηγίες αυτές, όπως και το άρθρο 119 της Συνθήκης EOK [τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ], έχουν γενική εφαρμογή, που ανταποκρίνεται στη φύση της αρχής που εκφράζουν. Δεν επιτρέπεται δηλαδή η εισαγωγή νέων διακρίσεων, που εξαιρούν ορισμένες κατηγορίες από την εφαρμογή των διατάξεων που προορίζονται να εξασφαλίσουν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στο σύνολο της επαγγελματικής ζωής» (25). Με τη νομολογία αυτή συνάδουν επίσης οι προπαρατεθείσες αποφάσεις Johnston (αστυνομικές δυνάμεις της Βόρειας Ιρλανδίας) και Επιτροπή κατά Γαλλίας (δυνάμεις δράσεως του σώματος της εθνικής αστυνομίας και του προσωπικού φυλάξεως των σωφρονιστικών καταστημάτων) (26), με τις οποίες το Δικαστήριο προέβη σε συγκεκριμένη εφαρμογή της οδηγίας επί της απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση. Το γεγονός ότι η απαχόληση στη δημόσια διοίκηση εν γένει και στις ένοπλες δυνάμεις ειδικότερα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης και του παραγώγου δικαίου επιβεβαιώνεται περαιτέρω από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, το οποίο έχει εξαιρετικά ευρύ περιεχόμενο. Το άρθρο αυτό ορίζει επί λέξει ότι η απαγόρευση κάθε δυσμενούς διακρίσεως λόγω φύλου, η οποία συνδέεται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών - ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου (27) -, έχει εφαρμογή «ανεξάρτητα από τομέα ή κλάδο δραστηριότητος»: οι μόνες παρεκκλίσεις είναι οι προβλεπόμενες από την ίδια την οδηγία. Η περιεχόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 2, είναι μία από αυτές.

17 Παρατηρώ ότι, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην περίπτωση της A. M. Sirdar για δυο λόγους. Αφενός, λόγω της αμιγώς εγχώριας φύσεως της (ενδεχόμενης) απασχολήσεως: δεν επετράπη σε Βρετανή υπήκοο, μη διακινούμενη εργαζόμενη, η πρόσβαση σε απασχόληση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αφετέρου, η θεμελιώδης αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση απορρέει από μια κανονιστική ρύθμιση [την οδηγία, εκδοθείσα βάσει του άρθρου 235 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 308 ΕΚ)] εμπίπτουσα στην κοινωνική πολιτική της Ευρωπαϋκής Κοινότητας [άρθρο 3, στοιχείο ιι, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 3, στοιχείο ιι, ΕΚ) (28)] και όχι από τον σκοπό περί υλοποιήσεως μιας εσωτερικής αγοράς χαρακτηριζόμενης, μεταξύ άλλων, από την έλλειψη εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (άρθρο 3, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ΕΚ) υπό την έννοια του άρθρου 48 της Συνθήκης.

18 Ποιο είναι το συμπέρασμα που συνάγεται από τις ανωτέρω σκέψεις όσον αφορά το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα; Το συμπέρασμα ότι η απασχόληση στις ένοπλες δυνάμεις, ακόμη και σε καιρό ειρήνης, αποκλείεται να αποτελεί τομέα πλήρως και κατ' ανάγκην αφομοιωθέντα από την εθνική αρμοδιότητα δυνάμει μιας γενικής επιφυλάξεως υπέρ των κρατών μελών διαπνέουσας τη Συνθήκη καθαυτή: έναν τομέα στον οποίον η κυριαρχία δεν «μοιράζεται» για την πραγματοποίηση της διαδικασίας ολοκληρώσεως. Θα εξηγήσω κατωτέρω πώς η οδηγία χρησιμοποιήθηκε για να περιληφθεί ο επίμαχος τομέας στην κοινοτική έννομη τάξη στο πλαίσιο της θεμελιώδους κατηγορίας των εγγυήσεων που αφορούν την ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών, υπό την επιφύλαξη της επιτραπείσας στα κράτη μέλη παρεκκλίσεως προκειμένου να ληφθούν προσηκόντως υπόψη περιστάσεις εμπίπτουσες στην εκτίμησή τους. Στην παρούσα αλληλουχία, οι συντάκτες της οδηγίας δεν «μοιράζουν» μόνον τις αξίες της εθνικής κυριαρχίας αλλά και αυτές του κράτους δικαίου. Τούτο προκύπτει σαφώς από την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Johnston. Από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση αυτή προκύπτει ότι η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν υπόκειται σε καμία γενική επιφύλαξη όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται σε περίοδο ειρήνης και/ή κατά την προετοιμασία για πόλεμο και δικαιολογούνται από την επιτακτική ανάγκη διασφαλίσεως του αξιομάχου των ενόπλων δυνάμεων.

Επί του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

19 Το πρόβλημα που θέτουν το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα αφορά το άρθρο 224 της Συνθήκης. Το Δικαστήριο καλείται να καθορίσει αν το άρθρο αυτό μπορεί να έχει την έννοια ότι εξαιρεί, τουλάχιστον από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, τις πολιτικές αποφάσεις σχετικά με την πρόσβαση στις ένοπλες δυνάμεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο των ανωτέρω εξετασθέντων ερωτημάτων.

20 Κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, η παρέκκλιση την οποία προβλέπει το άρθρο 224 της Συνθήκης δεν μπορεί να ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Οι εξουσίες τις οποίες αναγνωρίζει το άρθρο αυτό στα κράτη μέλη πρέπει να ασκούνται μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και όχι οσάκις οι επιλογές που αφορούν την προετοιμασία και την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων γίνονται υπό κανονικές συνθήκες. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή (29) φρονούν αντιθέτως ότι η συγκεκριμένη περίπτωση εμπίπτει στην παρέκκλιση την οποία προβλέπει το άρθρο 224 της Συνθήκης. Η εξουσία θεσπίσεως μέτρων που παρεκκλίνουν από τη Συνθήκη «σε περίπτωση πολέμου» ισχύει κατ' ανάγκην και οσάκις πρόκειται περί αναλόγων κατά παρέκκλιση αποφάσεων που λαμβάνονται σε περίοδο ειρήνης αλλά κατά την προετοιμασία για πόλεμο, πάντοτε με σκοπό να διασφαλισθεί το αξιόμαχο· κατά μείζονα λόγο, παρατηρεί το Ηνωμένο Βασίλειο αναφερόμενο στα εκτεθέντα από τον γενικό εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Μακεδονία, διότι «ο πόλεμος είναι εκ φύσεως απρόβλεπτο γεγονός. Η μετάβαση από τις απειλές πολέμου στην ένοπλη σύρραξη μπορεί να είναι ταχεία και δραματική» (30). Η A. M. Sirdar αρνείται ότι το άρθρο 224 της Συνθήκης ασκεί επιρροή εν προκειμένω, επικαλούμενη διττό ισχυρισμό: α) στην υπόθεση Johnston, κατά την A. M. Sirdar, το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως «όλως εξαιρετική» την παρέκκλιση που προβλέπει η διάταξη αυτή, η οποία, επομένως, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ευρέως (επί του ζητήματος αυτού, η A. M. Sirdar συμμερίζεται την άποψη της Πορτογαλικής Δημοκρατίας)· β) στην ίδια αυτή υπόθεση, ο γενικός εισαγγελέας M. Darmon θεώρησε ότι το άρθρο 224 της Συνθήκης αποτελεί «"ρήτρα διασφαλίσεως" με γενικό πεδίο εφαρμογής [η οποία] εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση που δεν υφίσταται ειδικός κανόνας [όπως το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας]» (31).

21 Συμφωνώ μάλλον με τις παρατηρήσεις της αιτούσας της κύριας δίκης και όχι των ενδιαφερομένων κυβερνήσεων και της Επιτροπής. Προπάντων, φρονώ ότι οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην υπόθεση Johnston στις οποίες παραπέμπει η A. M. Sirdar είναι θεμελιώδεις για την ανάλυση που θα ακολουθήσει. Παρέχουν τη δυνατότητα να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ της περιπτώσεως των «όλως εξαιρετικών» παρεκκλίσεων (άρθρα 223 και 224 της Συνθήκης) και των απλώς «εξαιρετικών» παρεκκλίσεων (άρθρα 36, 48 και 56 της Συνθήκης). Επιπλέον, σύμφωνα με την απόφαση Salgoil, οι περιπτώσεις τις οποίες αφορούν τα άρθρα 223 και 224 της Συνθήκης ΕΚ είναι «σαφώς καθορισμένες και δεν προσφέρονται για καμία διασταλτική ερμηνεία» (32). Συνεπώς, οι περιπτώσεις αυτές πρέπει κατ' ανάγκη να ερμηνεύονται στενώς λόγω του «εξαιρετικού τους χαρακτήρα» και λόγω του ότι, αντιθέτως προς τις περιπτώσεις στις οποίες χωρεί παρέκκλιση από συγκεκριμένο τομέα της κοινής αγοράς (όπως οι περιπτώσεις των άρθρων 36 ή 48, παράγραφος 3, της Συνθήκης), το άρθρο 224 της Συνθήκης επιτρέπει παρέκκλιση από το σύστημα της κοινής αγοράς στο σύνολό της. Αφού καθορίστηκε το κριτήριο το οποίο καθιστά δυνατή την ορθή ερμηνεία της διατάξεως, φρονώ ότι οι περιπτώσεις τις οποίες προβλέπει το άρθρο 224 της Συνθήκης αφορούν μεταβατικές και όχι μόνιμες καταστάσεις, οι οποίες αποτελούν συγχρόνως καταστάσεις πραγματικής κρίσεως και η επέλευση των οποίων θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα ζωτικά συμφέροντα, αν όχι την ύπαρξη καθαυτή, του κράτους μέλους (33). Το Ηνωμένο Βασίλειο έλαβε ακριβώς μονομερή μέτρα δυνάμει του άρθρου 224 της Συνθήκης σε κατάσταση σοβαρής και προσωρινής κρίσεως η οποία ανέκυψε το 1982, όταν τα στρατεύματα της Αργεντινής κατέλαβαν τις νήσους Falkland (34), υπερπόντιο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου.

22 Συμμερίζομαι την άποψη που διατύπωσε συναφώς η A. M. Sirdar, καθώς και την ανάλογη άποψη της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως. Και κατά τη δική μου γνώμη, το άρθρο 224 της Συνθήκης δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στις πολιτικές αποφάσεις των κρατών μελών που αφορούν τη στρατολόγηση στις ένοπλες δυνάμεις υπό συνθήκες τις οποίες θα χαρακτήριζα μάλλον «κανονικές» για να τις διακρίνω από τις περιπτώσεις «καθαυτό πολέμου» και «σοβαρής διεθνούς εντάσεως» συνιστώσας «απειλή πολέμου». Μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι ακόμη και σε περίοδο ειρήνης υπάρχουν κίνδυνοι διαταραχών. Σύμφωνοι: η προετοιμασία για τον πόλεμο στην πράξη είναι αδιάκοπη· εξάλλου, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι «όλο και περισσότερο περιορίζεται η δυνατότητα να θεωρείται η ασφάλεια ενός κράτους μέλους μεμονωμένα καθόσον συνδέεται στενά με την ασφάλεια της διεθνούς κοινότητας εν γένει καθώς και των διαφόρων στοιχείων που τη συνθέτουν» (35). Για τον λόγο αυτόν ακριβώς θα χαρακτήριζα παράνομη από πλευράς της Συνθήκης τη συμπεριφορά κράτους μέλους το οποίο αναλαμβάνει μονομερείς πρωτοβουλίες επικαλούμενο το άρθρο 224 της Συνθήκης, απλώς προβλέποντας ενδεχόμενη σύγκρουση και προετοιμαζόμενο γι' αυτή. Αν γινόταν δεκτή η θέση την οποία έλαβαν εν προκειμένω το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται οποιοδήποτε μονομερές μέτρο κράτους μέλους το οποίο σκοπεί σε οποιαδήποτε στιγμή στην προετοιμασία των ενόπλων δυνάμεών του για τον πόλεμο, η κατάσταση την οποία θεωρεί το άρθρο 224 της Συνθήκης ως όλως εξαιρετική θα καθίστατο συνήθης κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή θα αντιμετωπίζετο ως κανονική. Αλλά, επιπλέον, θα υλοποιούνταν και ο κίνδυνος τον οποίο εντόπισε το Δικαστήριο με την απόφαση Johnston να θιγεί ο δεσμευτικός χαρακτήρας της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (36).

23 Η A. M. Sirdar επικαλέστηκε επίσης, όπως προεξέθεσα, τις προτάσεις που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας M. Darmon στην υπόθεση Johnston, κατά τις οποίες το άρθρο 224 της Συνθήκης, ως ρήτρα διασφαλίσεως, αποτελεί «την "ultima ratio", στην οποία γίνεται προσφυγή μόνον εφόσον δεν υπάρχει άλλη κοινοτική διάταξη επιτρέπουσα την ικανοποίηση της εν λόγω ανάγκης δημόσιας τάξης» (37). Το πέμπτο και το έκτο ερώτημα αφορούν ακριβώς τη διάταξη αυτή. Έτσι, η εύστοχη παρατήρηση του M. Darmon έχει πρακτική σπουδαιότητα και από πλευράς της παρούσας ένδικης διαφοράς. Πριν εξετάσω τα άλλα αυτά ερωτήματα, θα ήθελα ωστόσο να ολοκληρώσω την ανάλυση του υπό εξέταση προβλήματος ασχολούμενος με έναν άλλο ισχυρισμό της Γαλλικής Κυβερνήσεως.

24 Για να καταλήξει ότι η απασχόληση στις ένοπλες δυνάμεις παραμένει ξένη προς το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, η Γαλλική Κυβέρνηση επικαλείται επίσης ορισμένες παρατηρήσεις, αφενός, του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση «Μακεδονία» σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 224 της Συνθήκης και, αφετέρου, του Ευρωπαϋκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής: ΕΔΑΔ) στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 15 της Ευρωπαϋκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (στο εξής: σύμβαση) το οποίο αποτελεί, στο πλαίσιο της συμβάσεως, διάταξη ανάλογη προς το άρθρο 224 της Συνθήκης ΕΚ (38). Η Γαλλική Δημοκρατία επικαλείται εν προκειμένω τα νομολογιακά αυτά στοιχεία (39) για να ισχυριστεί ότι ο δικαστικός έλεγχος, οσάκις αφορά μέτρο ληφθέν μονομερώς από κράτος μέλος για την προάσπιση των ζωτικών συμφερόντων του, πρέπει να είναι αισθητώς περιορισμένος, αν όχι εντελώς ανύπαρκτος, ως μέσο αποτελεσματικού ελέγχου των μέτρων και της συμπεριφοράς που θα υπέκειντο σε δικαστική εκτίμηση. Μόνον το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος είναι πλήρως σε θέση να εκτιμήσει αν υφίσταται απειλή της ασφάλειάς του και με ποια μέσα πρέπει να την αντιμετωπίσει. Εντεύθεν απορρέει, κατά το μέτρο που αρμόζει στην υπό κρίση περίπτωση, η ακόλουθη συνέπεια: τα μέτρα με τα οποία ένα κράτος μέλος οργανώνει τις ένοπλες δυνάμεις, τις επανδρώνει και τις προετοιμάζει για την πραγματοποίηση των αποστολών τους δεν μπορούν να μετατραπούν σε δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που άπτονται της ευαίσθητης χορδής της κυριαρχίας και των οποίων η τήρηση δυσχερώς ελέγχεται δικαστικώς. Τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 224 της Συνθήκης δεν καθορίζει μόνον το γράμμα της διατάξεως αυτής, αλλά και διάφορες διευκρινίσεις της σχετικής νομολογίας, στις οποίες προστίθεται η ανάλογη διάταξη του άρθρου 15 της συμβάσεως, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΑΔ: μια «περίπτωση σοβαρής κρίσης» (40), «μια κατάσταση που εγγίζει τα όρια της πλήρους καταρρεύσεως της [εξωτερικής] ασφαλείας» (41) ή «[κατάσταση] απειλούσα τη ζωή του έθνους» (42) ή «κίνδυνος για τη ζωή του έθνους» (43). Αν έχω αντιληφθεί ορθώς, η Γαλλική Δημοκρατία φρονεί ότι, για να δικαιολογήσει την προεκτεθείσα άποψή της, αρκεί μια οργανική σχέση μεταξύ των ανωτέρω συμφερόντων την προστασία των οποίων διασφαλίζουν τα κράτη μέλη, έκαστο στη δική του σφαίρα, υπό την έννοια του άρθρου 224 της Συνθήκης, και των μέτρων που λαμβάνουν τα κράτη αυτά, ακόμη και σε περίοδο ειρήνης, για τη διασφάλισή τους. Πώς θα μπορούσε να σχολιασθεί η ανωτέρω συλλογιστική που υποβάλλεται στην κρίση του Δικαστηρίου; Δεν αγνοώ βεβαίως την περίσκεψη που διαπνέει τους όρους που χρησιμοποίησε ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs στις προτάσεις του επί της υποθέσεως «Μακεδονία»: πρόκειται για μια έκκληση για σύνεση η οποία πρέπει να χαρακτηρίζει τον δικαστή που καλείται να εκτιμήσει τη νομιμότητα διατάξεων τις οποίες ένα κράτος μέλος προορίζει για τη διασφάλιση των συμφερόντων του σε περιπτώσεις ή προβλέποντας περιπτώσεις ακραίου κινδύνου. Ωστόσο, δεν νομίζω ότι συμμερίζομαι τα συμπεράσματα της Γαλλικής Κυβερνήσεως, τα οποία δημιουργούν ερωτηματικά για τους κατωτέρω λόγους.

25 Πρώτον, νομίζω ότι ο ισχυρισμός ότι το επίμαχο ζήτημα εκφεύγει, καθόσον δεν προσφέρεται για δικαστικό έλεγχο, του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης, αντιστρέφει τη λογική σειρά κατά την οποία το Δικαστήριο πρέπει να επιληφθεί των προς εξέταση πτυχών του υποβληθέντος στην κρίση του ζητήματος ερμηνείας. Πρέπει κατ' αρχάς να αποδειχθεί ότι ο τομέας εντός του οποίου εντάσσονται τα προς έλεγχο μέτρα είναι ξένος προς τις διατάξεις του πρωτογενούς ή παραγώγου κοινοτικού δικαίου. Τότε μόνον, και σε καμία άλλη περίπτωση, τα μέτρα αυτά δεν θα μπορούν να υποβληθούν σε δικαστικό έλεγχο ο οποίος - σε μια κοινότητα δικαίου όπως η Ευρωπαϋκή Κοινότητα - αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της υποχρεώσεως των κρατών μελών να τηρούν τους κανόνες που θεσπίζει η Συνθήκη ή που θεσπίζονται βάσει αυτής. Ωστόσο, εν προκειμένω, για τους ήδη εκτιθεμένους λόγους και για άλλους λόγους τους οποίους θα εξηγήσω κατωτέρω, τα επίμαχα στην κύρια δίκη μέτρα εμπίπτουν σε τομέα ο οποίος, δεδομένου ότι διέπεται από διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, δεν εκφεύγει του πεδίου εντός του οποίου αναπτύσσει τα αποτελέσματά της η Συνθήκη και ουδόλως μπορεί να αποκλεισθεί από το πεδίο αυτό μέσω της ερμηνείας.

26 Δεύτερον, η υπαγωγή σε δικαστικό έλεγχο των μέτρων που λαμβάνουν τα κράτη μέλη μονομερώς, δυνάμει του άρθρου 224 της Συνθήκης, προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 225 της Συνθήκης. Πρόκειται περί ελέγχου που ανατίθεται σαφώς στο Δικαστήριο το οποίο, βάσει του συνόλου των αρμοδιοτήτων του, αποτελεί το δικαιοδοτικό όργανο που εγγυάται την τήρηση του κοινοτικού δικαίου. Στην πραγματικότητα, το Δικαστήριο άσκησε τον έλεγχο αυτόν [υπό τη μορφή διατάξεως δυνάμει του άρθρου 186 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 243 ΕΚ)] ως προς την Ελληνική Δημοκρατία σε μια υπόθεση κατά την οποία το κράτος αυτό επικαλέστηκε την ύπαρξη «σοβαρής διεθνούς εντάσεως που αποτελεί απειλή πολέμου» (44). Στην υπόθεση εκείνη το Δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής ήσαν «αρκετά πρόσφορα και σοβαρά», έκρινε ότι σ' αυτό εναπέκειτο «να [ελέγξει] αν (...) δεν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 224 [της Συνθήκης ακόμη και αν] προϋποτίθεται έρευνα συνθέτων νομικών ζητημάτων» (45). Το Δικαστήριο αναγνώρισε επίσης στον δικαστή του οικείου κράτους μέλους την εξουσία ελέγχου των μέτρων που ελήφθησαν (σε σχετικώς ειρηνική περίοδο (46)) με σκοπό τη διατήρηση της εσωτερικής ασφαλείας, αποφαινόμενο τα εξής: «[στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου των ποσοτικών περιορισμών στις εξαγωγές εμπορευμάτων που προσφέρονται για στρατιωτική χρήση] στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να αποφασίσει [υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών] που έχουν υποβληθεί στην κρίση του [την πραγματική ύπαρξη λόγων δημοσίας ασφαλείας]» (47).

27 Τρίτον, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο ειδικός χαρακτήρας της εξαιρέσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 224 της Συνθήκης, ο οποίος επιβάλλει, κατά την άποψή μου, τη χρησιμοποίηση των ερμηνευτικών κριτηρίων σχετικά με την εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Αν η συνήθης οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων περιλαμβανόταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 224 της Συνθήκης, όπως επιθυμούν οι κυβερνήσεις των κρατών μελών που παρενέβησαν στη δίκη, θα επιτρεπόταν στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν την εξαίρεση κατά τρόπο σχεδόν «κανονικό», διευρύνοντας αδικαιολόγητα το πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να γίνει επίκληση του κανόνα ο οποίος την προβλέπει (παραπέμπω συναφώς στις παρατηρήσεις που ανέπτυξα ανωτέρω, στις σκέψεις 21 και 22).

28 Τέλος, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι, εν προκειμένω, διακυβεύεται θεμελιώδες δικαίωμα της A. M. Sirdar, δηλαδή το δικαίωμά της να μην υποστεί δυσμενή διάκριση λόγω φύλου όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 6 της οδηγίας επιβάλλει όπως «τα κράτη μέλη εισάγουν στην εσωτερική τους έννομη τάξη τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να καταστεί δυνατό σε κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από την μη εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, κατά την έννοια των άρθρων 3, 4 και 5, να διεκδικεί τα δικαιώματά του διά της δικαστικής οδού». Η άποψη την οποία εξέθεσε η Γαλλική Κυβέρνηση παραβλέπει προφανώς την πτυχή αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, τούτο δε παρά την εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 6 της οδηγίας με την απόφαση Johnston, η οποία αφορούσε τη δημόσια τάξη ενός κράτους μέλους και σύμφωνα με την οποία το άρθρο 6 «αποτελεί την έκφραση γενικής αρχής του δικαίου, στην οποία στηρίζονται οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών» (48).

29 Στο παρόν στάδιο, θα ήθελα να ανακεφαλαιώσω συνοπτικώς την άποψή μου επί των τεσσάρων πρώτων ερωτημάτων. Το ζήτημα της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών για την πρόσβαση σε απασχόληση στις ένοπλες δυνάμεις δεν είναι ξένο προς το κοινοτικό δίκαιο και δεν εκφεύγει της εφαρμογής του δικαίου αυτού δυνάμει του άρθρου 224 της Συνθήκης. Μολονότι αληθεύει ότι τα κράτη μέλη δεν μεταβίβασαν στην Κοινότητα εξουσίες σχετικές με την οργάνωση και τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεών τους, τούτο δεν αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς. Το κοινοτικό δίκαιο δεν έχει ως σκοπό να επεμβαίνει στην οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, αλλά ασχολείται με τα εξαιρετικά μέτρα που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 224 της Συνθήκης και με τη λειτουργία της κοινής αγοράς, περιλαμβάνει τον τομέα αυτόν στο πεδίο εφαρμογής του και προβλέπει τον σχετικό δικαστικό έλεγχο. Εξάλλου, η οδηγία ρυθμίζει τον σχετικό τομέα ακριβώς υπό το πρίσμα της προσβάσεως σε απασχόληση· επομένως, η οδηγία έχει μια «καθολική» σφαίρα εφαρμογής, εντός της οποίας το Δικαστήριο έχει ήδη περιλάβει την εσωτερική ασφάλεια, τομέα «κυριαρχικής» εξουσίας των κρατών μελών, όπως και η άμυνα. Το άρθρο 224 της Συνθήκης ομοίως δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή της οδηγίας (κατά μείζονα λόγο, θα έλεγα, εφόσον πρόκειται περί μέτρων ληφθέντων σε περίοδο ειρήνης). Ωστόσο, είναι αληθές ότι το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει δυνατότητες εξαιρέσεως από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, αλλά τις προβλέπει με την ίδια την οδηγία, και αυτό ακριβώς το πρόβλημα θα εξετάσω στο πλαίσιο του πέμπτου και του έκτου ερωτήματος.

Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

30 Με το πέμπτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο, ακόμη επικουρικότερα, αν η πολιτική ενός κράτους μέλους κατά την οποία οι γυναίκες αποκλείονται, σε περίοδο ειρήνης και/ή κατά την προετοιμασία για πόλεμο, από την υπηρεσία σε σώμα των ενόπλων δυνάμεων το οποίο υπόκειται στον κανόνα της διαλειτουργικότητας, όπως είναι το σώμα των Royal Marines, μπορεί να δικαιολογείται από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας. Για την ακρίβεια, πρόκειται για το ζήτημα αν το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας για την πρόσβαση σε απασχόληση σε σώμα των ενόπλων δυνάμεων που έχει τα χαρακτηριστικά τα οποία περιγράφει η διάταξη περί παραπομπής.

31 Αφού επισήμαναν τις αναλογίες μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και της κριθείσας με την απόφαση Johnston, όλες οι κυβερνήσεις που παρενέβησαν στη διαδικασία και η Επιτροπή δέχονται ότι η υπηρεσία στο σώμα των Royal Marines μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρεκκλίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας λόγω είτε της φύσεώς της είτε των συνθηκών ασκήσεώς της. Ακόμη και η A. M. Sirdar το δέχεται προφανώς, τουλάχιστον κατ' αρχήν.

32 Όσον αφορά τη φύση της δραστηριότητας των στρατιωτικών που υπηρετούν στο σώμα αυτό, όλες οι κυβερνήσεις που παρενέβησαν καθώς και η Επιτροπή υπογράμμισαν τα ειδικά χαρακτηριστικά ενός σώματος το οποίο έχει προορισμό να μάχεται υπό ακραίες συνθήκες και τόνισαν την εντατικότητα και τη διάρκεια της επίπονης εκπαιδεύσεως και τη φυσική προσπάθεια την οποία πρέπει να καταβάλλουν οι καταδρομείς, ιδίως στο πλαίσιο πολεμικών επιχειρήσεων. Δεν νομίζω ότι οι σκέψεις αυτές, από μόνες τους, αρκούν για να δικαιολογήσουν την εφαρμογή της προβλεπομένης από την οδηγία παρεκκλίσεως (49). Στην υπόθεση Johnston, το Δικαστήριο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα εντός ενός πλαισίου σε μεγάλο βαθμό παρεμφερούς προς το υπό εξέταση, διεπόμενο από απολύτως ανάλογες εθνικές διατάξεις (50). Οι διατάξεις αυτές προσέγγιζαν αρκετά το άρθρο 85, παράγραφος 4, του SDA και - θα ήθελα να επισημάνω - όπως η κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τις αστυνομικές δυνάμεις στη Βόρεια Ιρλανδία, ο SDA έχει εφαρμογή (στον τομέα των «ενόπλων δυνάμεων») αδιακρίτως στους άνδρες και στις γυναίκες. Επομένως, νομίζω ότι μπορώ να χρησιμοποιήσω εν προκειμένω, κατ' αναλογίαν, τη φρασεολογία που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο στην απόφαση Johnston: δεδομένου ότι ο SDA εφαρμόζεται, κατά ρητή του διάταξη, στις θέσεις εργασίας στις ένοπλες δυνάμεις και ότι δεν γίνεται σχετικά καμία διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών, η φύση της επαγγελματικής δραστηριότητας στις ένοπλες δυνάμεις δεν λαμβάνεται υπόψη προς δικαιολόγηση της επίμαχης διάκρισης (51).

33 Πάντως, πρέπει να ελεγχθεί αν το φύλο αποτελεί, αυτή τη φορά λόγω ιδιαιτέρων συνθηκών υπό τις οποίες διεξάγεται η δραστηριότητα των Royal Marines, παράγοντα νόμιμης διακρίσεως από πλευράς του υπό εξέταση ερωτήματος. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η πολιτική αποκλεισμού των γυναικών την οποία υιοθέτησε το Ministry of Defence όσον αφορά το σώμα των Royal Marines υπαγορεύεται αποκλειστικώς από τη μέριμνα διατηρήσεως του αξιομάχου του σώματος αυτού το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του Ηνωμένου Βασιλείου, όντως εκπαιδεύεται και οργανώνεται προς τον σκοπό αυτό χωρίς ποτέ να αφίσταται από τον κανόνα της διαλειτουργικότητας (52). Από τη δικογραφία της κύριας δίκης προκύπτει η ύπαρξη αδιάσειστων αποδείξεων της απόλυτης εφαρμογής του κανόνα αυτού κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο κατά τον οποίο ο στρατιώτης κατατάσσεται ή μετατίθεται στο σώμα αυτό (53). Το σώμα των Royal Marines εκπαιδεύεται ώστε να μπορεί να παρέμβει εντός ελαχίστου χρόνου ανεξαρτήτως συνθηκών ή περιβάλλοντος: πρόκειται για την αιχμή του δόρατος των ενόπλων δυνάμεων, ισχυρίζεται το Ηνωμένο Βασίλειο. Το Ministry of Defence θέλησε να αποκλείσει ακόμη και το απλό ενδεχόμενο η συμμετοχή γυναικών σ' αυτό το νευραλγικό σημείο του συστήματος άμυνας να μειώσει το αξιόμαχό του. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη τέτοιου κινδύνου χειροτερεύσεως (όπως παρατηρεί η A. M. Sirdar): κάθε αποτελεσματικός πειραματισμός θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένος, καθόσον θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο πραγματικών στρατιωτικών επιχειρήσεων (54). Αντιθέτως, υπάρχει ένα απλό τεκμήριο, το οποίο απορρέει, όπως διευκρινίζει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, από μια «στρατιωτική αξιολόγηση». Ακριβώς μια τέτοιου είδους αξιολόγηση βαρύνει, νομίζω, για την απάντησή μου στο ερώτημα. Για να εκτιμηθεί ποιες είναι, υπό την έννοια της οδηγίας, οι συνθήκες ασκήσεως των δραστηριοτήτων που ανατίθενται στους Royal Marines, δεν υπάρχει άλλο κριτήριο αναφοράς από το παρεχόμενο από τα στοιχεία, τις γνωμοδοτήσεις και μαρτυρίες που προσκομίζουν συναφώς οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη διοίκηση και την οργάνωση του σώματος αυτού των ενόπλων δυνάμεων. Έχω παραθέσει αυτά τα στοιχεία της δικογραφίας όπως προκύπτουν από το σαφές και ακριβές σκεπτικό της διατάξεως περί παραπομπής και από τα συμπεράσματα της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου. Αντλώ εντεύθεν μια πεποίθηση την οποία μπορώ να διατυπώσω ως εξής: ο άνευ εξαιρέσεων κανόνας της διαλειτουργικότητας, ο οποίος κωλύει την πρόσληψη μιας μαγείρισσας εν προκειμένω, διέπει τόσο την οργάνωση όσο και την απόδοση αυτού του επιλέκτου σώματος των ενόπλων δυνάμεων. Αν ο κανόνας είναι δικαιολογημένος - άποψη προς την οποία κλίνω - δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να είναι η συνακόλουθη απόφαση περί αποκλεισμού των γυναικών από τους Royal Marines επίσης δικαιολογημένη. Η μαρτυρία του διοικητή της μονάδας κατά την κύρια δίκη εμφαίνει τις επιπτώσεις της ενδεχόμενης παρουσίας γυναικών επί της συνοχής κατά την επέμβαση της μονάδας καταδρομών, λόγω της προβλέψιμης μέριμνας των στρατιωτών να προστατεύσουν τις γυναίκες, ανεξαρτήτως του ζητήματος της σωματικής ικανότητας των γυναικών (η οποία ουδέποτε τέθηκε σε δοκιμασία) για δυσχερείς πολεμικές επιχειρήσεις και για μάχη εκ του συστάδην που αποτελούν τον προορισμό της μονάδας. Αφήνω αυτές και άλλες παρόμοιες εκτιμήσεις στην κρίση των εθνικών αρχών που προέβησαν στην επιλογή - η οποία, σε μια δημοκρατία, είναι πάντοτε αιτιολογημένη και υπεύθυνη - της διατηρήσεως της παραδοσιακής ανδρικής συνθέσεως ενός πυρήνα της εμπροσθοφυλακής των ενόπλων δυνάμεων, στις οποίες, στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν σήμερα πρόσβαση σε μεγάλο βαθμό οι γυναίκες: «ανάλογα με τις περιστάσεις, οι αρμόδιες εθνικές αρχές διαθέτουν ορισμένα περιθώρια εκτιμήσεως όταν θεσπίζουν μέτρα τα οποία θεωρούν αναγκαία για την εξασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας ενός κράτους μέλους» (55). Επαναλαμβάνω ότι δεν μπορώ να αποκλείσω με βεβαιότητα το ενδεχόμενο ότι η παρουσία γυναικών στο σώμα αυτό, τουλάχιστον από ορισμένες απόψεις και αναλόγως των συνθηκών, μπορεί να θίξει τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα που απαιτείται κατά την εργασία και την απασχόληση στους καταδρομείς του ναυτικού ή ότι μπορεί να προκαλέσει την έκθεση των μαχομένων σε αυξημένους κινδύνους και να εξασθενήσει ένα σημαντικό μέσο για την εθνική άμυνα.

34 Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω ενισχύεται από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Johnston. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να δικαιολογείται, πάντοτε υπό την έννοια της παρεκκλίσεως την οποία προβλέπει η οδηγία, η απόφαση να αποκλείονται οι γυναίκες από την ενεργό συμμετοχή σε ορισμένες μονάδες, όπως οι μονάδες ενόπλων αστυνομικών, προκειμένου να διατηρηθεί η τάξη στη Βόρεια Ιρλανδία, σε μια κατάσταση πραγματικού εμφυλίου πολέμου (56). Το Δικαστήριο δέχθηκε τότε τα επιχειρήματα της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, τα οποία δεν διέφεραν ουσιωδώς από τα προβληθέντα εν προκειμένω. Στην υπόθεση Johnston το Ηνωμένο Βασίλειο έκρινε ότι, για τον αποκλεισμό των γυναικών από αστυνομικές μονάδες της Βόρειας Ιρλανδίας, ελήφθησαν υπόψη προβλέψιμοι κίνδυνοι τους οποίους μπορούσε να συνεπάγεται η απασχόληση ενόπλων γυναικών. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο αποκλεισμός των γυναικών από τις μονάδες της ένοπλης αστυνομίας μπορούσε να είναι δικαιολογημένος, κρίνοντας επί λέξει ότι «δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα ότι, σε κατάσταση σοβαρών εσωτερικών ταραχών, η οπλοφορία των γυναικών αστυνομικών μπορεί να δημιουργήσει πρόσθετους κινδύνους επιθέσεων κατ' αυτών και μπορεί, ως εκ τούτου, να είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις της δημόσιας ασφάλειας» (57). Η ίδια ratio decidendi έχει εφαρμογή εν προκειμένω: οσάκις πρόκειται περί των συνθηκών ασκήσεως της επίμαχης δραστηριότητας, η διαφορετική μεταχείριση ανδρών και γυναικών μπορεί να δικαιολογείται εφόσον δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί ότι ο παράγοντας του φύλου μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικός για την υιοθέτηση του κριτηρίου διακρίσεως του οποίου γίνεται επίκληση εν προκειμένω. Εξάλλου, διευκρινίζεται ότι, ενώ η προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου δεν στηρίζεται σε κανένα απτό αποδεικτικό στοιχείο, αλλά μόνο σε απλές «εικασίες» των αρμοδίων αρχών, στην παρούσα περίπτωση, η πεποίθησή μου στηρίζεται τουλάχιστον σε στοιχεία προερχόμενα από στρατιωτικές αναφορές καταρτισθείσες in tempore non suspecto, δηλαδή πριν ανακύψει η διαφορά που μας απασχολεί σήμερα (58).

35 Πρέπει ακόμη να εξετασθεί μια τελευταία πτυχή του ζητήματος, την οποία επισήμαναν η Επιτροπή και η Γαλλική Κυβέρνηση. Για να μπορεί να θεωρηθεί εφαρμοστέα η παρέκκλιση, η επαγγελματική δραστηριότητα για την οποία το φύλο αποτελεί καθοριστική προϋπόθεση και η οποία μπορεί, επομένως, να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας πρέπει να είναι ιδιαίτερη. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η οδηγία επιβάλλει την προϋπόθεση αυτή. Τούτο διευκρίνισε το Δικαστήριο με την απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας: «όπως προκύπτει [από το άρθρο 2, παράγραφος 2, και 9, παράγραφος 2, της οδηγίας], οι κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, παρεκκλίσεις αφορούν [ιδιαίτερες] μόνο δραστηριότητες» (59). Η δραστηριότητα των Royal Marines είναι ιδιαίτερη όπως επιτάσσει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας. Πρόκειται, για την ακρίβεια, για την ιδιαιτερότητα της λειτουργίας που ανατίθεται στους Royal Marines σε σχέση με αυτή των λοιπών ενόπλων δυνάμεων. H λειτουργία αυτή είναι ιδιαίτερη και γι' αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι κάθε ενέργεια στην οποία συνίσταται η εκπαίδευση και η παρέμβαση του σώματος αυτού κατά τον πόλεμο έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα. Οι αποστολές του, η οργάνωσή του, ο χαρακτηριστικός τρόπος λειτουργίας του ανάγουν το σώμα αυτό, θα έλεγα, σε αιχμή του δόρατος των ενόπλων δυνάμεων του Ηνωμένου Βασιλείου και σε ένα από τα πλέον σθεναρά στοιχεία ενός ήδη επιλέκτου σώματος, δηλαδή της δυνάμεως ταχείας δράσεως του ΝΑΤΟ.

36 Περαιτέρω, δεν θεωρώ ότι η «ιδιαιτερότητα» της περιπτώσεως των Royal Marines αντικρούεται από τον κανόνα ότι όλοι οι στρατιώτες του σώματος αυτού υπόκεινται στη διαλειτουργικότητα. Πράγματι, ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται με συνέπεια, ανταποκρίνεται στον λόγο υπάρξεως ενός σώματος διαρθρωμένου κατά τον τρόπο αυτόν και αποτελεί «πραγματικότητα» και όχι «αποκύημα της φαντασίας». Η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από αυτήν που το Δικαστήριο εξέτασε στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας. Στην υπόθεση εκείνη η Γαλλική Δημοκρατία είχε υιοθετήσει ένα σύστημα προσλήψεως σε πέντε σώματα της εθνικής αστυνομίας (60), με το οποίο περιόριζε την πρόσληψη γυναικών, οι οποίες θεωρούνταν ακατάλληλες για τις αποστολές της αστυνομίας που συνεπάγονταν τη χρήση βίας. Κατά τη γαλλική κανονιστική ρύθμιση, όλοι οι υπάλληλοι της αστυνομίας έπρεπε να μπορούν να εναλλάσσονται και να είναι σε θέση να πραγματοποιούν τις εν λόγω αποστολές (61). Το Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή της Επιτροπής κρίνοντας ότι η γαλλική κανονιστική ρύθμιση ήταν υπερβολικά γενική και δεν επέτρεπε τη «διακρίβωση του αν τα καθοριζόμενα ποσοστά διακεκριμένων προσλήψεων ανταποκρίνονται πράγματι στις ειδικές δραστηριότητες, για την άσκηση των οποίων το φύλο αποτελεί κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας παράγοντα αποφασιστικής σημασίας» (62). Κατά την άποψή μου, η αρχή της «δυνατότητας εναλλαγής» την οποία επικαλέστηκε η Γαλλική Κυβέρνηση στην υπόθεση εκείνη μπορεί να εξομοιωθεί με την αρχή της «διαλειτουργικότητας» την οποία εξετάζει εν προκειμένω το Δικαστήριο. Στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας, δεν ήταν βέβαιο ότι ο κανόνας της δυνατότητας εναλλαγής ήταν αναγκαίος και ότι εφαρμοζόταν πράγματι σε όλα τα σώματα της αστυνομίας τα οποία αφορούσε. Αντιθέτως, η πραγματική και αναγκαία εφαρμογή της διαλειτουργικότητας είναι αναμφίβολη στην υπό κρίση υπόθεση. Κατόπιν άρσεως της αμφιβολίας, προκύπτει σαφώς ότι η διαλειτουργικότητα, όπως εφαρμόζεται στο σώμα των Royal Marines, επιβεβαιώνει μία ακόμη φορά την άποψή μου ότι η περίπτωση στην οποία μπορεί να εφαρμοσθεί η παρέκκλιση της οδηγίας είναι αρκούντως ειδική και σαφώς ορισμένη.

37 Νομίζω ότι η ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας ως κανόνος δικαιολογούντος παρέκκλιση από μια σημαντική γενική αρχή, ερμηνεία στην οποία προέβη το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του Επιτροπή κατά Γαλλίας και Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (63), είναι απολύτως σύμφωνη με τη νομολογία του ως προς την ερμηνεία του άρθρου 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης, η οποία επιτρέπει επίσης παρέκκλιση (προκειμένου περί απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση) από μια άλλη σημαντική γενική αρχή (δηλαδή την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων). Με τη νομολογία αυτή, το Δικαστήριο σκοπούσε στην καθιέρωση ενός λειτουργικού κριτηρίου εφαρμογής του κανόνα, περιορίζοντος την εφαρμογή του κανόνα αυτού «σε ορισμένες δραστηριότητες της δημόσιας διοίκησης» (64).

38 Επομένως, οι συνθήκες υπό τις οποίες υποχρεούνται να δρουν οι Royal Marines συνηγορούν υπέρ του ότι η επιταγή κατά την οποία μόνον άνδρες μπορούν να καταταγούν στο σώμα αυτό πρέπει να θεωρηθεί παράγοντας αποφασιστικής σημασίας, υπό την έννοια της οδηγίας, για την εύρυθμη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων, δηλαδή των στρατιωτικών αποστολών που πραγματοποιούνται από τις μονάδες αυτές των ενόπλων δυνάμεων.

Επί του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

39 Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά, με το τελευταίο του ερώτημα, ποιο είναι το εφαρμοστέο κριτήριο οσάκις εξετάζει αν η εφαρμογή πολιτικής όπως η περιγραφόμενη στη διάταξη περί παραπομπής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρεκκλίσεως του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας.

40 Η Επιτροπή και η A. M. Sirdar φρονούν ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να ελέγχει in concreto (και, εφόσον πρόκειται περί της εφαρμογής παρεκκλίσεως, κατά τρόπο ιδιαζόντως περιοριστικό) αν ο πλήρης αποκλεισμός των γυναικών από τους Royal Marines είναι ανάλογος προς τον σκοπό της διασφαλίσεως του μεγίστου δυνατού αξιομάχου του σώματος αυτού. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναγνωρίζει ότι τα δικαστήρια μπορούν να ελέγχουν την απόφαση περί αποκλεισμού των γυναικών από ορισμένο σώμα, αλλά ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των προστατευομένων συμφερόντων (της εθνικής άμυνας), μπορούν να την επικρίνουν μόνον εφόσον είναι προδήλως παράλογη (65).

41 Στην υπόθεση Johnston, το Δικαστήριο απάντησε σε προδικαστικό ερώτημα ανάλογο προς το υπό εξέταση. Έχω παρατηρήσει επανειλημμένως πόσο παρεμφερής είναι η υπόθεση Johnston προς την υπό κρίση. Νομίζω ότι απάντηση στο υποβληθέν εντός του πλαισίου εκείνου ερώτημα είναι σε μεγάλο βαθμό ουσιώδης σήμερα: «Εξάλλου, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τον καθορισμό της έκτασης κάθε παρέκκλισης από το ατομικό δικαίωμα, όπως η καθιερωθείσα από την οδηγία ισότητα μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, αποτελούσα μέρος των γενικών αρχών του δικαίου που συνιστούν τη βάση της κοινοτικής έννομης τάξης. H αρχή αυτή απαιτεί όπως οι παρεκκλίσεις μη υπερβαίνουν τα όρια των ενεργειών που είναι κατάλληλες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού· απαιτεί επίσης την εναρμόνιση, στο μέτρο του δυνατού, της αρχής της ίσης μεταχείρισης με τις απαιτήσεις της δημόσιας ασφάλειας που είναι καθοριστικές για τις συνθήκες ασκήσεως της εν λόγω δραστηριότητας. Στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 177 της Συνθήκης EOK [νυν άρθρο 234 ΕΚ] κατανομής εξουσιών, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται (...) η μέριμνα για την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και ο έλεγχος του αν η άρνηση ανανεώσεως της σύμβασης της Johnston μπορούσε να αποφευχθεί με την ανάθεση σε γυναίκες καθηκόντων που μπορούν, χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο οι επιδιωκόμενοι σκοποί, να εκτελούνται χωρίς όπλα» (66). Συνεπώς, στην υπόθεση Johnston το Δικαστήριο δεν υπήγαγε την εξουσία ελέγχου του εθνικού δικαστηρίου στον περιορισμό που επικαλείται η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, τούτο δε «σε κατάσταση σοβαρών εσωτερικών ταραχών», χαρακτηριζόμενη από πολυάριθμες τρομοκρατικές επιθέσεις και εκατοντάδες θύματα. Ο γενικός εισαγγελέας M. Darmon, πάντοτε στην υπόθεση Johnston, παρατήρησε τα εξής: «Ας το πω με σαφήνεια: η παρέκκλιση από μια τόσο βασική αρχή όσον αφορά την ανθρώπινη προσωπικότητα, όπως αυτή της ίσης μεταχείρισης, πρέπει να εκτιμάται στενά» (67).

42 H πολιτική των Royal Marines αποκλείει εντελώς τις γυναίκες από οποιαδήποτε απασχόληση εντός του σώματος αυτού. Δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα άπτεται ενός θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου, η αποστολή που απόκειται στον δικαστή έγκειται στον in concreto έλεγχο του αν το «απόλυτο» το οποίο προφανώς χαρακτηρίζει την πολιτική αυτή είναι αυστηρώς αναγκαίο ή αν, αντιθέτως, βαίνει πέραν του επαρκούς για τη διασφάλιση του αξιομάχου των Royal Marines. Θεωρώ ότι, μεταξύ των στοιχείων που θα μπορούσε να λάβει υπόψη το αιτούν δικαστήριο για την εκτίμηση την οποία αφορά το έκτο προδικαστικό ερώτημα (68), περιλαμβάνεται προπάντων η «ιδιαιτερότητα» των Royal Marines, ή το γεγονός ότι η παρέκκλιση από τη γενική αρχή αφορά ένα σώμα το οποίο αντιπροσωπεύει το 2 % μόλις των ενόπλων δυνάμεων, στις οποίες, εξάλλου, γίνονται δεκτές οι γυναίκες για μεγάλο αριθμό απασχολήσεων με αποτέλεσμα να αποτελούν πλέον του 7 % του προσωπικού. Δεύτερον, θεωρώ σημαντικό το γεγονός ότι η αρχή της διαλειτουργικότητας, η οποία στους Royal Marines έχει απόλυτο χαρακτήρα, εφαρμόζεται πράγματι με συνέπεια.

43 Στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί με προσοχή το περιεχόμενο της εξαιρέσεως από τον κανόνα της διαλειτουργικότητας η οποία προβλέπεται όσον αφορά τα μέλη της στρατιωτικής φιλαρμονικής. Είναι η μόνη εξαίρεση. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί γιατί δεν υπάρχει καμία άλλη, έστω και όσον αφορά τις «στατικές» δραστηριότητες στο γενικό επιτελείο, στη βάση ή στη βάση εκπαιδεύσεως του σώματος. Ωστόσο, γίνεται ευχερώς αντιληπτό ότι ένα τέτοιο ερώτημα εγείρει το ζήτημα της αυτόνομης οργανώσεως που αποτελεί αρμοδιότητα των κρατών μελών και των στρατιωτικών αρχών τους. Προκειμένου να εντοπισθούν δραστηριότητες που πρέπει να εξαιρεθούν από τη διαλειτουργικότητα, πρέπει κατ' ανάγκη να ανγνωρισθεί ότι, σε κάθε σειρά περιπτώσεων, μπορούν να εντοπισθούν νέες αποστολές δυνάμενες να ανατεθούν εξ ολοκλήρου σε πεζοναύτες ως προς τους οποίους δεν ισχύει η «διαλειτουργικότητα». Στην υπόθεση Johnston, το Δικαστήριο δεν προχώρησε τόσο μακριά. Περιορίστηκε να προτείνει ότι θα μπορούσαν ίσως να ανατεθούν σε γυναίκες καθήκοντα που συμβιβάζονται με τους επιδιωκομένους σκοπούς και εκτελούνται χωρίς όπλα (69). Στην υπόθεση εκείνη, οι παρόντες στη Βόρεια Ιρλανδία αστυνομικοί του Ηνωμένου Βασιλείου πραγματοποιούσαν ορισμένες δραστηριότητες οι οποίες δεν απαιτούσαν οπλοφορία. Έτσι, οι αρμόδιες αρχές προσδιόρισαν συγκεκριμένα μία από τις δραστηριότητες αυτές απασχολώντας την M. Johnston ως βοηθό διαβιβάσεων (70). Εν προκειμένω, αντιθέτως, το σώμα των Royal Marines προβλέπει μία μόνο δραστηριότητα, τη δραστηριότητα του καταδρομέα ως προς τον οποίο ισχύει η αρχή της διαλειτουργικότητας. Ο εντοπισμός, στο πλαίσιο του σώματος αυτού, της δραστηριότητας ενός μαγείρου ως προς τον οποίο δεν ισχύει η διαλειτουργικότητα θα ισοδυναμούσε με τη «δημιουργία», καθ' υποκατάσταση των αρμοδίων εθνικών αρχών, μιας απασχολήσεως η οποία δεν υπήρχε προηγουμένως. Η ανάλυση των λόγων για τους οποίους η φιλαρμονική των Royal Marines δεν υπόκειται στην αρχή της διαλειτουργικότητας θα επέτρεπε ίσως να συναχθεί μια άλλη συλλογιστική, προκειμένου να ελεγχθεί στη συνέχεια αν κάποιος από τους λόγους αυτούς είναι επίσης ουσιώδης για θέσεις εργασίας όπως αυτή του μαγείρου στο γενικό επιτελείο ή στο κέντρο εκπαιδεύσεως. Εξάλλου, ο δικηγόρος της A. M. Sirdar παρατήρησε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι «ορισμένοι μάγειροι του ναυτικού του Ηνωμένου Βασιλείου δεν υπάγονται στο σύστημα της διαλειτουργικότητας».

44 Τέλος, θεωρώ ότι όσον αφορά την προκειμένη υπόθεση δεν είναι ιδιαίτερα εύστοχη μια πρόταση της Επιτροπής, τουλάχιστον κατά τον τρόπο που διατυπώθηκε. Κατά την Επιτροπή, για να εκτιμηθεί η αναλογικότητα της υπό κρίση πολιτικής, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα της περιοδικής εξετάσεως στην οποία ισχυρίζεται ότι προβαίνει τακτικά το Ηνωμένο Βασίλειο, υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 2, της οδηγίας. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβαίνουν σε περιοδική εξέταση των δραστηριοτήτων που εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, προκειμένου να κρίνουν αν δικαιολογείται η διατήρηση των εν λόγω εξαιρέσεων, λαμβανομένης υπόψη της «κοινωνικής εξελίξεως». Εν προκειμένω, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν στηρίχτηκε στο παρόν στάδιο κοινωνικής εξελίξεως της χώρας για να δικαιολογήσει την πολιτική του, αλλά σε αμιγώς στρατιωτικές εκτιμήσεις και προβλέψεις. Στη δικογραφία υπάρχουν στοιχεία εμφαίνοντα την περιοδική επανεξέταση των τελευταίων αυτών εκτιμήσεων, αλλά από τα αποτελέσματά της δεν προκύπτουν σημαντικές μεταβολές όσον αφορά το σώμα στο οποίο θα ήθελε να μεταταγεί η A. M. Sirdar (71).

45 Πάντοτε με σκοπό να παρασχεθεί στο εθνικό δικαστήριο συγκεκριμένη καθοδήγηση για την εφαρμογή του κριτηρίου της αναλογικότητας, η πρόταση της Επιτροπής μού παρέχει ωστόσο την ευκαιρία να επισημάνω ποια θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 2, της οδηγίας. Η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρονται στην έννοια της «κοινωνικής εξελίξεως» του συνόλου του πληθυσμού ενός κράτους μέλους. Εντούτοις, δεδομένου ότι είναι γνωστό ότι ο «κόσμος των ενόπλων δυνάμεων» παρουσιάζει πολυάριθμες ιδιομορφίες, σε βαθμό ώστε θα μπορούσε να γίνει λόγος για μια πραγματική ειδική νοοτροπία που χαρακτηρίζει τις ένοπλες δυνάμεις (εξάλλου, συχνά υπάγονται σε ειδικό πλέγμα δικαίου, όπως είναι, επί παραδείγματι, ο στρατιωτικός ποινικός κώδικας), νομίζω ότι θα ήταν δυνατόν, σε συμμόρφωση με την οδηγία και για να «προωθηθεί η εναρμόνιση [κατά το μέτρο του δυνατού] με στόχο την πρόοδο των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναμικού [στις ένοπλες δυνάμεις]» (72), να γίνει μια «σύγχρονη» ερμηνεία της ως άνω διατάξεως, με την πραγματοποίηση μιας περιοδικής εξετάσεως της κοινωνικής εξελίξεως στις ένοπλες δυνάμεις. Από την εξέταση αυτή μπορεί να προκύψει ότι, από ορισμένες απόψεις και, σε μεγάλο βαθμό, ως αντανάκλαση της γενικής εξελίξεως της χώρας, έχουν επέλθει αλλαγές σε ορισμένο τομέα επαγγελματικών δραστηριοτήτων ώστε να δικαιολογείται η διαδοχική εισδοχή γυναικών σε δραστηριότητες οι οποίες ακόμη επιφυλάσσονται στους άνδρες. Η σκέψη αυτή οφείλεται στη διαπίστωση ότι ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου για να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό των γυναικών από τους Royal Marines λόγω επιτακτικών αναγκών σχετικών με το αξιόμαχο έγκειται στον φόβο ότι η συμμετοχή των γυναικών μπορεί να έχει επίπτωση «στο ηθικό και στη συνοχή» των ομάδων καταδρομέων (των «fire teams») (73). Οι παρατηρήσεις του εκπροσώπου της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες περιέχονται σε ένα έγγραφο υποβληθέν ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και προσαρτηθέν στις γραπτές παρατηρήσεις της A. M. Sirdar (74), εκφράζουν την ίδια άποψη, αλλά με σαφώς «κοινωνικότερη» χροιά. Διερωτώμαι, ως εκ τούτου, μήπως είναι δυνατόν να ελεγχθεί, όπως πράγματι έγινε στις καναδικές ένοπλες δυνάμεις από τις αρχές της δεκαετίας του '80 ήδη, αν το αξιόμαχο μπορεί να διασφαλισθεί ακόμη και οσάκις γίνονται δεκτές γυναίκες, λαβανομένου προπάντων υπόψη του τρόπου κατά τον οποίο οι άνδρες συμπολεμιστές τους πράγματι αντιλαμβάνονται την παρουσία τους. Οι πειραματισμοί αυτοί κατέληξαν σε θετικά συμπεράσματα. Όχι μόνο δεν διακυβεύθηκε το αξιόμαχο, αλλά η απασχόληση γυναικών δεν μείωσε τη συνοχή των στρατιωτών, αλλά μάλιστα ενίσχυσε ακριβώς το ομαδικό τους πνεύμα (75).

46 Στη συνέχεια, υπάρχει μια σκέψη που συνηγορεί υπέρ του αντιθέτου, η οποία ενδεχομένως μπορεί να εμπλουτίσει το σύνολο των στοιχείων που είναι χρήσιμα για την εκτίμηση της αναλογικότητας ενός συνιστώντος δυσμενή διάκριση μέτρου όπως το επίδικο εν προκειμένω. Πράγματι, θα μπορούσε να συναχθεί από τη στάση του εν λόγω κράτους μέλους ότι αυτό περιορίζεται στη «διαπίστωση» του σταδίου κοινωνικής εξελίξεως των σωμάτων του χωρίς να καταβάλλει προσπάθεια, σύμφωνα με το πνεύμα της οδηγίας που σκοπεί στην «πρόοδο των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναμικού» (76), για να αυξήσει, κατά το μέτρο του δυνατού, την ευαισθησία και τον βαθμό αποδοχής γυναικών συμπολεμιστών: κατά την άποψή μου, ακριβώς τέτοιου είδους πρωτοβουλίες ελήφθησαν, στις αρχές της δεκαετίας του '80, στις καναδικές ένοπλες δυνάμεις, ιδίως στην αεροπορία (77). Ομοίως, οι προσπάθειες των ενόπλων δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών προκειμένου να ενθαρρύνουν τη συνοχή μεταξύ «λευκών» και «μαύρων» στρατιωτών στέφθηκαν με απόλυτη επιτυχία, τούτο όμως μόνο χάρη σε μια «προσεκτική διοίκηση και οργάνωση» (careful leadership and planning) (78).

47 Ως εκ τούτου, έχω επισημάνει τα στοιχεία στα οποία μπορεί να στηριχθεί το εθνικό δικαστήριο για να ελέγξει αν, κατά την άσκηση του ελέγχου που απόκειται σ' αυτό και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο αποκλεισμός των γυναικών από το σώμα των Royal Marines ο οποίος μπορεί κατ' αρχήν να είναι δικαιολογημένος, όπως κατέληξα ανωτέρω, δικαιολογείται υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης υποθέσεως.

Πρόταση

48 Επομένως, κατά την άποψή μου, στα ερωτήματα που υπέβαλε το Industrial Tribunal, Bury St Edmunds, πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

«1) Οι αποφάσεις τις οποίες λαμβάνει κράτος μέλος για λόγους αξιομάχου, σε περίοδο ειρήνης και/ή κατά την προετοιμασία για πόλεμο, όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας στις ένοπλες δυνάμεις του ή σε ένα επίλεκτο σώμα, όπως το περιγραφόμενο στη διάταξη περί παραπομπής, δεν εκφεύγουν του πεδίου ισχύος της κοινοτικής έννομης τάξεως.

2) Το άρθρο 224 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 297 ΕΚ) δεν επιτρέπει να εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, δυσμενείς διακρίσεις λόγω φύλου όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας στις ένοπλες δυνάμεις ή σε ένα επίλετκο σώμα, όπως το περιγραφόμενο στη διάταξη περί παραπομπής, διακρίσεις οι οποίες πραγματοποιούνται, σε περίοδο ειρήνης και/ή κατά την προετοιμασία για πόλεμο, με σκοπό τη διασφάλιση του αξιομάχου των ενόπλων δυνάμεων.

3) Η πολιτική κράτους μέλους η οποία σκοπεί στον αποκλεισμό των γυναικών, σε περίοδο ειρήνης και/ή κατά την προετοιμασία για πόλεμο, από την υπηρεσία σε σώμα όπως το περιγραφόμενο στη διάταξη περί παραπομπής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρεκκλίσεως του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 76/207.

4) Για να ελέγξει αν οι λόγοι στους οποίους στηρίχτηκε το κράτος μέλος για την εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής δικαιολογούν την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 76/207, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει αν το εν λόγω μέτρο συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας.»

(1) - Οδηγία του Συμβουλίου της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70).

(2) - Κατά το Ministry of Defence του Ηνωμένου Βασιλείου, η «διαλειτουργικότητα» μπορεί να συνοψισθεί ως η ικανότητα ενός ατόμου να εκπληρώνει περισσότερες από μία αποστολές. Όσον αφορά τους πεζοναύτες, πρόκειται για την ικανότητα ενός ατόμου να ενεργεί είτε ως στρατιώτης με συγκεκριμένη ειδικότητα (επί παραδείγματι μάγειρος) είτε ως αξιόμαχος καταδρομέας (βλ. σκέψη 2 της διατάξεως περί παραπομπής).

(3) - Ελεύθερη μετάφραση. Το νέο κείμενο του άρθρου 85, παράγραφος 4, θεσπίστηκε με την κανονιστική απόφαση Sex Discrimination Act 1975 (Application to the Armed Forces etc.) Regulations της 20ής Δεκεμβρίου 1994 (SI 1994/3276, στο εξής: SDA Regulations) προς συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία. Πριν από την τροποποίηση αυτή, οι ένοπλες δυνάμεις εξέφευγαν εντελώς του πεδίου εφαρμογής του SDA δυνάμει του παλαιού άρθρου 85, παράγραφος 4.

(4) - Βλ. σκέψη 14 της διατάξεως περί παραπομπής (ελεύθερη μετάφραση). Λόγω των χαρακτηριστικών τους, οι Royal Marines ανήκουν στη Rapid Speed Reaction Force (δύναμη ταχείας δράσεως) του ΝΑΤΟ. Το αιτούν δικαστήριο πληροφορεί επίσης το Δικαστήριο ότι οι Royal Marines δρουν σε μικρές τακτικές μονάδες (τις «fire teams») συγκείμενες από μερικούς άνδρες οι οποίοι εργάζονται ανά δύο και επιτυγχάνουν έτσι τον μέγιστο βαθμό συνεννοήσεως.

(5) - Βλ. σκέψη 18 της διατάξεως περί παραπομπής (ελεύθερη μετάφραση). Εξάλλου, πάντοτε σύμφωνα με τα λεγόμενα του συνταγματάρχη Wilson, «o βασικός λόγος για τον οποίο η διαλειτουργικότητα έχει τόσο θεμελιώδη σημασία για τους Royal Marines σχετίζεται με τον πρωταρχικό τους ρόλο, που συνίσταται στη διενέργεια αμφιβίων στρατιωτικών επιχειρήσεων. Άπαξ η ταξιαρχία έχει πραγματοποιήσει απόβαση στις ακτές, ενδεχομένως σε εχθρικό έδαφος, πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνη της μέχρι να εξασφαλίσει τη σταθεροποίηση της θέσεώς της και να καταφθάσουν ενισχύσεις. Οι δυνάμεις πεζοναυτών που πραγματοποιούν απόβαση από τη θάλασσα δεν έχουν στη διάθεσή τους τα μετόπισθεν που διαθέτει συνήθως ο στρατός, μέσω των οποίων μπορεί να ενισχύσει και να ανατροφοδοτήσει ταχέως τις δυνάμεις του. Ως εκ τούτου, οι δυνάμεις πεζοναυτών πρέπει να είναι αυτάρκεις και να στηρίζονται στα δικά τους μέσα. Επομένως, κάθε Royal Marine στην ταξιαρχία πρέπει να είναι μάχιμος, οπουδήποτε και αν αντιμετωπίζει τον εχθρό, πράγμα το οποίο και πάλι αποτελεί εκδήλωση της διαλειτουργικότητας» (βλ. σκέψη 23 της διατάξεως περί παραπομπής· ελεύθερη μετάφραση).

(6) - Ο λόγος για τον οποίο κάθε Royal Marine, ανεξαρτήτως ειδικότητας, πρέπει να διατηρείται σε τέλεια φυσική κατάσταση περιέχεται σε μια έκθεση με τον τίτλο «Η νέα πολιτική απασχολήσεως των γυναικών στον στρατό - Οι συνέπειες όσον αφορά τους Royal Marines», η οποία δημοσιεύθηκε στις 10 Ιουνίου 1994 (μερικές εβδομάδες πριν αποστείλει ο συνταγματάρχης Brooks στην A. M. Sirdar επιστολή με την οποία την καλούσε να ζητήσει μετάταξη): «2(b) Διαλειτουργικότητα. Δεδομένου ότι οι Royal Marines συνιστούν ολιγάριθμο στρατιωτικό σώμα, πρέπει να είναι όλοι ικανοί σε περιόδους κρίσεως και ελλείψεως δυναμικού να υπηρετούν οποτεδήποτε αναλόγως του βαθμού τους και της ικανότητάς τους σε μονάδα καταδρομών. Οι διαδικασίες ανακατανομής του δυναμικού απαιτούν την τοποθέτηση μέχρι και 1 150 οπλιτών και αξιωματικών από τις μονάδες βάσεως εκπαιδεύσεως, κυρίως βάσεως και επιτελείου στις μονάδες καταδρομέων και ως αντικαταστάτες των θυμάτων μάχης, σε περίπτωση σοβαρής κρίσεως ως προς την επάνδρωση. Η απασχόληση γυναικών στους Royal Marines δεν εξασφαλίζει τη διαλειτουργικότητα αυτή» (βλ. σκέψη 42 της διατάξεως περί παραπομπής· ελεύθερη μετάφραση).

(7) - Βλ. σκέψη 44 της διατάξεως περί παραπομπής (ελεύθερη μετάφραση· η υπογράμμιση υπάρχει στο πρωτότυπο). Διευκρινίζω ότι, σύμφωνα με όσα εξέθεσε η Α. M. Sirdar, τα οποία δεν αμφισβήτησε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η στρατιωτική φιλαρμονική των Royal Marines, στην οποία γίνονται δεκτές γυναίκες και στην οποία, συνεπώς, δεν έχει εφαρμογή ο κανόνας της διαλειτουργικότητας, προφανώς αποτελεί τη μοναδική εξαίρεση κατά τον χρόνο στρατολογήσεως.

(8) - Η Γαλλική Κυβέρνηση, ειδικότερα, φρονεί ότι η άμυνα πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως οι λοιπές λειτουργίες οι οποίες κατά παράδοση έχουν επιφυλαχθεί στα κράτη μέλη, όπως η δικαιοσύνη, η διπλωματία, τα δημοσιονομικά και η αστυνομία.

(9) - Απόφαση της 15ης Μαου 1986, 222/84, Johnston (Συλλογή 1986, σ. 1651).

(10) - Βλ. σκέψη 24 της αποφάσεως.

(11) - Βλ. σκέψη 26 της αποφάσεως (η υπογράμμιση δική μου).

(12) - Απόφαση της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64 (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191, ειδικότερα σ. 1198· η υπογράμμιση δική μου).

(13) - Βλ. σκέψη 27 της αποφάσεως Johnston.

(14) - Την παρατήρηση αυτή διατύπωσε ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs στις προτάσεις που ανέπτυξε στη λεγόμενη υπόθεση «Μακεδονία» (σημείο 46· διάταξη περί διαγραφής της 19ης Μαρτίου 1996, C-120/94, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1996, σ. Ι-1513).

(15) - Αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1991, C-367/89, Richardt και «Les Accessoires Scientifiques» (Συλλογή 1991, σ. Ι-4621, σκέψη 22), της 17ης Οκτωβρίου 1995, C-70/94, Werner (Συλλογή 1995, σ. I-3189, σκέψη 25), και της 17ης Οκτωβρίου 1995, C-83/94, Leifer κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-3231, σκέψη 26).

(16) - Εξάλλου, όσον αφορά την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως, η οποία βασίζεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών ως προς τις λειτουργίες, όπως αυτές της αστυνομίας, οι οποίες παραδοσιακώς επιφυλάσσονται στα κράτη, παρατηρώ ότι, σε συμφωνία με την απόφαση Johnston, το Δικαστήριο δεν δίστασε να κρίνει, με την απόφαση της 30ής Ιουνίου 1988, 318/86, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1988, σ. 3559), ότι ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τόσο τα τμήματα που αποτελούσαν τη δύναμη δράσεως του σώματος της εθνικής αστυνομίας [μολονότι η Γαλλική Κυβέρνηση υπογράμμισε τη «ζωτική και επιτακτική ανάγκη τηρήσεως της τάξεως» (σκέψη 21) και την ανάγκη «να μην τεθεί σε κίνδυνο η ορθή άσκηση των καθηκόντων που άπτονται της δημόσιας ασφάλειας» (σκέψη 22)] όσο και στο σώμα των φυλάκων των σωφρονιστικών καταστημάτων (δραστηριότητα που συνεπάγεται συχνές επαφές με τους κρατουμένους).

(17) - Βλ. το «Explanatory Note» η οποία συνόδευε την SDA Regulations (η υπογράμμιση δική μου). Νομίζω ότι ο τίτλος του νόμου [Sex discrimination Act 1975 (Application to Armed Forces etc) Regulations] δεν μπορούσε να είναι πιο εύγλωττος. Πάντοτε στην εν λόγω αιτιολογική έκθεση αναγράφεται ότι «το κείμενο της παλαιάς παραγράφου 4 του άρθρου 85 [το οποίο εξαιρούσε τις ένοπλες δυνάμεις από το πεδίο εφαρμογής του νόμου] καταργείται από σήμερα (και, ως εκ τούτου, ο νόμος έχει πλέον εφαρμογή και στην υπηρεσία στις ένοπλες δυνάμεις)» (ελεύθερη μετάφραση· η υπογράμμιση δική μου). Στη συνέχεια, επισημαίνω ότι ήδη το 1991 το Ministry of Defence αναγνώρισε ενώπιον του High Court ότι η πολιτική του να απολύει από τον στρατό τις εγκύους αντέβαινε στην οδηγία και, έτσι, αναγώρισε ότι η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή στις ένοπλες δυνάμεις (βλ. τη γραπτή ερώτηση Ε-2447/94 του Robin Treverson προς την Επιτροπή της 30ής Νοεμβρίου 1994, ΕΕ 1995, C 81, σ. 33). Η πολιτική της απολύσεως των εγκύων μπορούσε επίσης να θεωρηθεί αναγκαία για να μη θιγεί, σε ορισμένο βαθμό, το αξιόμαχο του σώματος στο οποίο ανήκουν, διότι απουσιάζουν για ένα σημαντικό βεβαίως διάστημα, με αποτέλεσμα να πρέπει να αντικατασταθούν από άλλο στρατιώτη.

(18) - Μια εγκύκλιος του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης αναφέρει σαφώς ότι ο νόμος της 4ης Αυγούστου 1978 (περί μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο) έχει εφαρμογή και στο στρατιωτικό προσωπικό.

(19) - Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του νόμου 213, της 3ης Απριλίου 1978, με τον οποίο μεταφέρεται η οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο, αντιστοιχεί στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας και το Υπουργείο Αμύνης το εφάρμοζε επί χρόνια στην απασχόληση των γυναικών στα μάχιμα στρατεύματα και ως πιλότων καταδιωκτικών. Η παρέκκλιση αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε πλέον από το 1993, δηλαδή αφότου οι γυναίκες γίνονται δεκτές σε οποιοδήποτε σώμα των δανικών ενόπλων δυνάμεων. Εξάλλου, από μια πρόσφατη έκθεση του ΝΑΤΟ προκύπτει ότι, κατ' εφαρμογήν ενός προσφάτου νόμου εκδοθέντος στις 19 Φεβρουαρίου 1998, οι γυναίκες δεν αποκλείονται πλέον από καμία δραστηριότητα στις δανικές ένοπλες δυνάμεις από την 1η Ιουνίου 1998 (βλ. Women in the NATO Forces - Year-In-Review 1998, την οποία δημοσίευσε το The Advisory Office on Women in the NATO Forces, Βρυξέλλες, 1998, σ. 14 έως 16).

(20) - Η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων αναγνωρίζει την εφαρμογή στις ένοπλες δυνάμεις και στην αστυνομία μιας συνταγματικής αρχής περί απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθόλα ανάλογης προς την προβλεπόμενη από την οδηγία. Εξάλλου, το Συμβούλιο Επικρατείας αναφέρθηκε ευθέως και επανειλημμένως στην οδηγία για να κηρύξει παράνομη υπουργική απόφαση προβλέπουσα ετήσιες ποσοστώσεις εισόδου γναικών στις στρατιωτικές σχολές (βλ. ΔΕφΑθ 2470/1991, ΣτΕ 2857/1993, ΣτΕ 1067/1994, ΣτΕ 744/1995 και ΣτΕ 870/1995).

(21) - Κατόπιν προσφυγής που άσκησε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ) (βλ. την υπόθεση 180/86, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, ΕΕ C 215, σ. 3· η υπόθεση αυτή διεγράφη από το πρωτόκολλο του Δικαστηρίου), το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου τροποποίησε τις διατάξεις σχετικά με την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεών του οι οποίες αντέβαιναν στην οδηγία (μεταξύ άλλων κατάργησε τον κανόνα κατά το οποίο μόνον οι άνδρες μπορούσαν να υπηρετήσουν ως εθελοντές).

(22) - Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του Wet gelijke behandeling van mannen en vrouwen (νόμου περί ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών) επαναλαμβάνει τη διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας. Η πολιτική του Υπουργείου Αμύνης αποκλείει τις γυναίκες μόνον από ειδικά τμήματα όπως είναι οι υποβρύχιες μονάδες και το σώμα πεζοναυτών («korps mariniers»).

(23) - Μολονότι δεν θεσπίστηκε ειδικώς σε συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία, το άρθρο 6 του νόμου της 13ης Ιουλίου 1983, περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων, προβλέπει μια παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών καθόλα ανάλογη προς την προβλεπόμενη από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας. Η παρέκκλιση αυτή έχει εφαρμογή και στις ένοπλες δυνάμεις και μια απόφαση του Υπουργείου Αμύνης της 29ης Απριλίου 1998 απαριθμεί τις θέσεις εργασίας στις ένοπλες δυνάμεις και στη gendarmerie στις οποίες δεν έχουν πρόσβαση οι γυναίκες (όσον αφορά τον στρατό ξηράς, περιλαμβάνονται, ειδικότερα, οι θέσεις εργασίας που συνεπάγονται το ενδεχόμενο άμεσης και παρατεταμένης επαφής με τον εχθρό).

(24) - Οδηγία του Συμβουλίου της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42).

(25) - Απόφαση της 21ης Μαου 1985, 248/83, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1985, σ. 1459, σκέψη 16).

(26) - Βλ. επίσης τις απoφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1995, C-450/93, Kalanke (Συλλογή 1995, σ. I-3051), αφορώσα την περίπτωση ενός τεχνικού φυτοκομίας στην υπηρεσία χώρων πρασίνου της κοινότητας της Βρέμης, και της 30ής Απριλίου 1996, C-13/94, P. κατά S. (Συλλογή 1996, σ. I-2143), αφορώσα μια διαχειρίστρια σε εκπαιδευτικό ίδρυμα υπαγόμενο στην κατά τόπον αρμόδια διοικητική αρχή.

(27) - Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1978, 149/77, Defrenne (Συλλογή τόμος 1978, σ. 419, σκέψη 27), της 20ής Μαρτίου 1984, 75/82 και 117/82, Razzouk και Beydoun κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 1509, σκέψη 16), και P. κατά S., προπαρατεθείσα, σκέψη 19.

(28) - Μολονότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας, η διατύπωση του άρθρου 3, στοιχείο ιι, της Συνθήκης δεν ήταν η ίδια με τη σημερινή, το άρθρο αυτό φαίνεται να έχει διατηρήσει τη φύση του ως σκοπού τον οποίο επιδιώκει σήμερα η Κοινότητα.

(29) - Ωστόσο, η Επιτροπή προβάλλει την άποψη αυτή επικουρικώς σε σχέση με τον κύριο ισχυρισμό της ότι εν προκειμένω έχει εφαρμογή το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο των δύο τελευταίων προδικαστικών ερωτημάτων. Στις παρατηρήσεις της η Επιτροπή ακολουθεί στην πραγματικότητα τη λογική σειρά της αιτιολογίας της αποφάσεως Johnston, με την οποία το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αποκλειστικώς υπό το πρίσμα της οδηγίας και στη συνέχεια αποφάνθηκε ότι παρέλκει η εξέταση βάσει του άρθρου 224 (σκέψη 60).

(30) - Σημείο 52 των προτάσεων.

(31) - Σημείο 5 των προτάσεων.

(32) - Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 1968, 13/68 (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 825, τμήμα ΙΙΙ.2). Στο ίδιο πνεύμα, ο γενικός εισαγγελέας J. Gand θεώρησε επίσης ότι το άρθρο 224 της Συνθήκης «έχει περιορισμένο πλαίσιο και αντιστοιχεί σε ειδική κατάσταση. Αυτά τα άρθρα είναι εξαιρετικές διατάξεις, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται στενά και που δεν μπορεί να γίνει επίκλησή τους για την άρνηση της υπάρξεως δικαιωμάτων που παρέχονται από άλλες διατάξεις της Συνθήκης» (τμήμα IV των προτάσεων, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 844).

(33) - Κατά τον J. Vehoeven, αν ληφθούν υπόψη η διατύπωση και το πνεύμα των άρθρων 223 και 224 της Συνθήκης, φαίνεται εύλογο να θεωρηθεί ότι το άρθρο 223 της Συνθήκης αφορά τα γενικά μέτρα τα οποία ένα κράτος λαμβάνει σε περιόδους «ομαλότητας» για να διαφυλάξει την ασφάλειά του, ενώ το άρθρο 224 της Συνθήκης αφορά τα ειδικά μέτρα τα οποία επιβάλλονται σε κατάτασταση πραγματικής, ήδη εκδηλωθείσας κρίσεως (βλ. Commentaire du Traitι instituant la CEE, επιμέλεια V. Constantinesco, J-P Jacquι, R. Kovar και D. Simon, Economica, Παρίσι, 1992, κεφάλαιο το οποίο πραγματεύεται το άρθρο 224 της Συνθήκης, σημείο 2). Κατά τους P. J. G. Kapteyn και P. VerLoren van Themaat, τα μέτρα τα οποία μπορούν να λαμβάνουν τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 224 της Συνθήκης βαίνουν κατά πολύ πέραν των μέτρων που μπορούν να ληφθούν δυνάμει του άρθρου 36 της Συνθήκης, τούτο δε λαμβανομένων υπόψη των ιδιαζουσών περιστάσεων τις οποίες προβλέπει η πρώτη από τις δύο αυτές διατάξεις (βλ. Kluwer και Graham & Trotman: Introduction to the law of the European Communities, Deventer-London, 2η έκδοση, 1990, σ. 406). Στο Commentaire Megret γίνεται επίσης λόγος, όσον αφορά το άρθρο 224 της Συνθήκης, περί «αναγκαίων μέτρων σε περίπτωση κρίσεως» (AA.VV: Le droit de la Communautι ιconomique europιenne, Πανεπιστήμιο Βρυξελλών, 1987, τόμος 15, σ. 435), ενώ το Commentario Quadri-Monato-Trabucchi αναφέρει τα μονομερή μέτρα «που έχουν την αυστηρώς αναγακαία διάρκεια» για την αντιμετώπιση «εξαιρετικών συνθηκών ιδιαίτερης βαρύτητας» (βλ. Quadri R., Monaco R., και Trabucci A.: Commentario al Trattato institutivo della Communitΰ economica europea, Giuffrι, Μιλάνο, 1965, τόμος ΙΙΙ, σχόλια σχετικά με το άρθρο 224 της Συνθήκης, σ. 1633 και 1634).

(34) - Βλ. τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΟΚ) 877/82 του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 1982, για την αναστολή εισαγωγών όλων των προϋόντων καταγωγής Αργεντινής (ΕΕ L 102, σ. 1), η οποία εκθέτει τα εξής: «ότι μετά από τα μέτρα που ήδη έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο, τα κράτη μέλη πραγματοποίησαν διαβουλεύσεις βάσει του άρθρου 224 της Συνθήκης [ΕΚ] για την ίδρυση της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας».

(35) - Βλ. τις αποφάσεις Werner, προπαρατεθείσα, σκέψη 26, και Leifer κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 27.

(36) - Βλ. σκέψη 26 της αποφάσεως.

(37) - Σημείο 5 των προτάσεων.

(38) - Η διάταξη αυτή, η οποία φέρει τον τίτλο «Παρέκκλιση σε περίπτωση καταστάσεως ανάγκης» ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι, σε περίπτωση πολέμου ή ετέρου δημοσίου κινδύνου απειλούντος τη ζωή του έθνους, έκαστο συμβαλλόμενο μέρος δύναται να λάβει μέτρα κατά παρέκκλιση των προβλεπομένων από τη σύμβαση υποχρεώσεων, κατά το απαιτούμενο από την κατάσταση απολύτως αναγκαίο μέτρο και υπό τον όρο ότι τα μέτρα αυτά δεν αντιτίθενται στις άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Το περιεχόμενο του κανόνα αυτού είναι προδήλως καθ' όλα ανάλογο προς το περιεχόμενο του άρθρου 224 της Συνθήκης: τόσο η μία όσο και η άλλη διάταξη εισάγουν παρέκκλιση από ένα γενικό σύστημα (αντιστοίχως της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινής αγοράς), αλλά μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις τόσο σοβαρές ώστε να μην αντιμετωπίζονται με άλλες λύσεις πλην των παρεκκλίσεων αυτού του είδους.

(39) - Κατά τον γενικό εισαγγελέα F. G. Jacobs, «είναι σαφές ότι το πεδίο του ασκουμένου κατά το άρθρο 225 [της Συνθήκης] δικαστικού ελέγχου [των μέτρων που λαμβάνει κράτος μέλος υπό την έννοια του άρθρου 224 της Συνθήκης] είναι άκρως περιορισμένο (...) και λόγω της φύσεως του αντικειμένου της υποθέσεως» και «δεν υπάρχουν δικαστικά κριτήρια με τα οποία θα μπορούσαν να εκτιμηθούν [από το Δικαστήριο] ζητήματα [όπως η σκοπιμότητα της αντιδράσεως κράτους μέλους έναντι απειλής κατά των ζωτικών του συμφερόντων]» (σημεία 63 και 65 των προτάσεων επί της υποθέσεως «Μακεδονία»). Κατά το ΕΔΑΔ, «απόκειται, κατά πρώτο λόγο, σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος, στα πλαίσια της ευθύνης του για τη "ζωή του υΕθνους [του]", να κρίνει αν η ύπαρξή του απειλείται από "δημόσιο κίνδυνο" και, αν συμβαίνει αυτό, μέχρι ποίου σημείου είναι αναγκαίο να φθάσει η προσπάθειά του προς αντιμετώπιση του κινδύνου. Λόγω της άμεσης και συνεχούς επαφής τους με τις πιεστικές ανάγκες της στιγμής, οι εθνικές αρχές βρίσκονται καταρχήν σε καλύτερη θέση από τα διεθνή δικαστήρια προκειμένου να αποφασίζουν τόσον ως προς την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου όσον και ως προς τη φύση και την έκταση των παρεκκλίσεων που είναι αναγκαίες για την αποσόβησή του» [απόφαση του ΕΔΑΔ της 18ης Ιανουαρίου 1978, Ιρλανδία κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σειρά Α, τόμος 25 (1978), σ. 78 και 79· το χωρίο αυτό παραθέτει ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs στο σημείο 55 των προτάσεών του επί της υποθέσεως «Μακεδονία»].

(40) - Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Gand στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1969, 15/69, Ugliola (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 127, ειδικότερα στη σ. 136, τμήμα ΙΙΙ.1).

(41) - Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση «Μακεδονία», στο σημείο 47 των οποίων ο γενικός εισαγγελέας αναφέρεται στην «πλήρη κατάρρευση της εσωτερικής ασφαλείας».

(42) - Άρθρο 15, παράγραφος 1, της συμβάσεως.

(43) - Απόφαση του ΕΔΑΔ στην προπαρατεθείσα υπόθεση Ιρλανδία κατά Ηνωμένου Βασιλείου.

(44) - Διάταξη, δυνάμει του άρθρου 186 της Συνθήκης, της 29ης Ιουνίου 1994, C-120/94 R, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 1994, σ. Ι-3037, σκέψη 31).

(45) - Βλ. σημείο 69 της διατάξεως (η υπογράμμιση δική μου).

(46) - Η συγκεκριμένη περίπτωση αφορούσε την εξαγωγή εμπορευμάτων διπλής χρήσεως (προϋόντων που προσφέρονται για την παραγωγή χημικών όπλων) με αφετηρία τη Γερμανία και προορισμό το Ιράκ σε χρόνο κατά τον οποίο το κράτος αυτό βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με το Ιράν (κατά τη δεκαετία του '80), σύρραξη κατά τη διάρκεια της οποίας χρησιμοποιήθηκαν χημικά όπλα (βλ. σημείο 57 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs).

(47) - Βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Leifer κ.λπ., σκέψη 29 (η υπογράμμιση δική μου). Βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau (Συλλογή τόμος 1977, σ. 617), όπου εκτίθεται ότι «η προσφυγή από εθνική αρχή στην έννοια της δημόσιας τάξης, κατά το μέτρο που μπορεί να δικαιολογήσει ορισμένους περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των υποκείμενων στο κοινοτικό δίκαιο προσώπων, προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, την ύπαρξη, εκτός της διαταράξεως της κοινωνικής τάξης που συνεπάγεται κάθε παράβαση νόμου, πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, θίγουσας θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας» (σκέψη 35 της αποφάσεως· η υπογράμμιση δική μου). Το Δικαστήριο αναμφιβόλως εννοούσε ότι πρέπει να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος ο οποίος να αφορά τις προϋποθέσεις του εθνικού μέτρου το οποίο περιορίζει ελευθερία που εγγυάται η κοινοτική έννομη τάξη.

(48) - Βλ. σκέψη 18 της αποφάσεως· ο γενικός εισαγγελέας M. Darmon έκρινε ότι «η δημόσια τάξη δεν μπορεί να δικαιολογήσει εξαίρεση από τον δικαστικό έλεγχο» (βλ. σημείο 5 των προτάσεων). Στο ίδιο πνεύμα, αν και εντός διαφορετικού πραγματικού πλαισίου, βλ. την απόφαση της 10ης Απριλίου 1984, 14/83, Von Colson και Kamann (Συλλογή 1984, σ. 1891, σκέψη 18).

(49) - Ορισμένες γυναίκες τουλάχιστον, ιδιαζόντως γυμνασμένες και σε εξαιρετική φυσική κατάσταση, μπορούσαν να υποβληθούν, από απόψεως σωματικής δυνάμεως, στις ίδιες δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλονται οι Royal Marines. Η ιδέα της από πλευράς σωματικής δυνάμεως κατωτερότητας των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι αληθεύει ότι, στις ένοπλες δυνάμεις ορισμένων χωρών, ανατίθενται στις γυναίκες καθήκοντα τα οποία παλαιότερα θεωρούνταν αποκλειστικά ανδρικά, απλώς και μόνο για λόγους σωματικής δυνάμεως (από την έκθεση του ΝΑΤΟ του 1998, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, προκύπτει ότι οι γυναίκες απασχολούνται σε μία από τις μονάδες οι οποίες εκπληρώνουν ορισμένα από τα κατ' απόλυτη κρίση πιο δύσκολα και κοπιώδη καθήκοντα σε ολόκληρες τις καναδικές ένοπλες δυνάμεις, δηλαδή στη μονάδα «Search and Rescue», σ. 12· το ίδιο συμβαίνει με την περίπτωση του Βασιλείου του Βελγίου, του Βασιλείου της Δανίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας, που δέχονται γυναίκες σε κάθε σώμα των ενόπλων δυνάμεων, περιλαμβανομένων, νομίζω, των αναλόγων προς τους Royal Marines σωμάτων). Εξάλλου, τι θα μπορούσε να πει κανείς για το γεγονός ότι οι αθλητικές επιδόσεις των γυναικών σήμερα ξεπερνούν σε πολλά αθλήματα, συχνά κατά πολύ, τα επί χρόνια παγιωθέντα ρεκόρ των ανδρών αθλητών; Στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας, η οποία αφορούσε δραστηριότητες της αστυνομίας «που απαιτούν τη χρήση βίας ή την επίδειξη ικανότητας προς χρήση βίας», ο γενικός εισαγγελέας Sir Gordon Slynn παρατήρησε ότι, ακόμη και αν «οι άνδρες είναι κατά κανόνα περισσότερο εύσωμοι και διαθέτουν μεγαλύτερη μυϋκή δύναμη απ' ό,τι οι γυναίκες», τούτο αφ' εαυτού δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι «το φύλο μπορεί να αποτελέσει παράγοντα αποφασιστικής σημασίας [υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας]» (Συλλογή 1988, σ. 3571).

(50) - Η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση στο σώμα των εφεδρικών αστυνομικών στο οποίο υπηρετούσε η M. Johnston προβλεπόταν από το Sex Discrimination (Northern Ireland) Order 1976. Το άρθρο 53, παράγραφος 1, του νομοθετήματος αυτού, αρκετά αναλόγου προς τον SDA όσον αφορά το περιεχόμενο και τους σκοπούς, ορίζει ότι «καμία από τις απαγορεύουσες τις διακρίσεις διατάξεις του "δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται παράνομη μια πράξη που γίνεται προς διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας ή προς προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή τάξης"» (σκέψη 3 της αποφάσεως). Κρίνοντας ότι η φύση της επαγγελματικής δραστηριότητας στην αστυνομία δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη δυσμενή διάκριση λόγω φύλου (σκέψη 34 της αποφάσεως), το Δικαστήριο απέρριψε εμμέσως τον ισχυρισμό της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η διαφορά σωματικής δυνάμεως μεταξύ των δύο φύλων περιλαμβάνεται μεταξύ των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οσάκις πρόκειται περί των αστυνομικών σωμάτων της Βορείου Ιρλανδίας (σκέψη 31 της αποφάσεως). Πάντοτε στην υπόθεση Johnston, ο γενικός εισαγγελέας M. Darmon έκρινε ότι «δεν προκύπτει ότι μια εθνική αρχή μπορεί, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, να αντιτίθεται στην πρόσβαση των γυναικών στη θέση του ενόπλου αστυνομικού, οικειοποιούμενη την κρίση του Άμλετ: "Frailty, thy name is woman"» (σημείο 8 των προτάσεων).

(51) - Σκέψη 34 της αποφάσεως.

(52) - Βλ. τη διατύπωση της εκθέσεως της 10ης Ιουνίου 1994 με τον τίτλο «Η νέα πολιτική απασχολήσεως των γυναικών στον στρατό - Οι συνέπειες όσον αφορά τους Royal Marines» (προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 6). Επιπλέον, παραπέμπω στο περιεχόμενο της εκθέσεως του Φεβρουαρίου 1997 με τον τίτλο «Πολιτική απασχολήσεως των γυναικών στους Royal Marines» η οποία παρατίθεται στο σημείο 24 των παρατηρήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου: «Η ένταξη γυναικών σε μικρές και στενά συνδεδεμένες ομάδες, πρωταρχικός σκοπός των οποίων είναι να προσεγγίσουν και να εξοντώσουν τον εχθρό, μπορεί να έχει αρνητικό αποτέλεσμα στο ηθικό και στη συνοχή των ομάδων αυτών, πράγμα το οποίο θα έχει επίπτωση στο αξιόμαχο, με πιθανές συνέπειες εις βάρος της ζωής των στρατευμάτων μας και, εν τέλει, της εθνικής ασφάλειας».

(53) - Βλ. σημείο 7 ανωτέρω.

(54) - Θα μπορούσε ίσως να ζητηθεί η συνεργασία ή η συμβουλή των χωρών αυτών οι οποίες, όπως το Βασίλειο του Βελγίου, το Βασίλειο της Δανίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας (όλες μέλη του ΝΑΤΟ), δεν προβλέπουν κανενός είδους εμπόδιο στην απασχόληση γυναικών στις ένοπλες δυνάμεις (βλ. την προπαρατεθείσα έκθεση του ΝΑΤΟ του 1998, σ. 7, 14 και 31).

(55) - Προπαρατεθείσα απόφαση Leifer κ.λπ., σκέψη 35.

(56) - «Σοβαρών εσωτερικών ταραχών», κατά το Δικαστήριο· σκέψη 36 της αποφάσεως.

(57) - Βλ. σκέψη 36 της αποφάσεως· η υπογράμμιση δική μου.

(58) - Βλ. την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 έκθεση.

(59) - Βλ. σκέψη 25 της αποφάσεως· ο γενικός εισαγγελέας Sir Gordon Slynn εξέφρασε την ίδια άποψη (Συλλογή 1988, σ. 3570 και 3571)· βλ. επίσης την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1983, 165/82, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 1983, σ. 3431, σκέψη 16).

(60) - Στους αστυνομικούς επιθεωρητές, στους διοικητές και αξιωματικούς, στους αστυνόμους, στους ανακριτές, στους βαθμούχους και λοιπούς αστυνομικούς (Συλλογή 1988, σ. 3561 και 3562).

(61) - Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn (Συλλογή 1988, σ. 3571), ο οποίος εκφέρει την ίδια κρίση με την κρίση που εξέφερε τελικώς το Δικαστήριο επί του ζητήματος αυτού.

(62) - Σκέψη 27 της αποφάσεως (η υπογράμμιση δική μου).

(63) - Βλ., σκέψη 35 και υποσημείωση 59 ανωτέρω.

(64) - Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1974, 152/73, Sotgiu (Συλλογή 1974, σ. 87, σκέψη 4)· στο ίδιο πνεύμα, βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1980, 149/79, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή τόμος 1980/ ΙΙΙ, σ. 537, σκέψεις 10 επ.), της 26ης Μαου 1982, 149/79, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1982, σ. 1845), της 16ης Ιουνίου 1987, 225/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1987, σ. 2625), και της 27ης Νοεμβρίου 1991, C-4/91, Bleis (Συλλογή 1991, σ. Ι-5627).

(65) - Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστήριξε, αναφερόμενη στην επιταγή της διασφαλίσεως του αξιομάχου του σώματος αυτού, που αποτελεί την αιτιολογία στην οποία στηρίχτηκε η πολιτική του αποκλεισμού των γυναικών από τους Royal Marines, ότι η εκτίμηση του βασίμου της αιτιολογίας αυτής και του ενδεχομένου να μπορεί πράγματι να δικαιολογήσει την εν λόγω πολιτική πρέπει να είναι «περιορισμένη», δηλαδή πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι το κράτος μέλος έχει «ορισμένα περιθώρια εκτιμήσεως», δεδομένου ότι πρόκειται για «μέτρα τα οποία θεωρ[εί] αναγκαία για την εξασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας» (προπαρατεθείσα απόφαση Leifer κ.λπ., σκέψη 35).

(66) - Βλ. σκέψεις 38 και 39 της αποφάσεως (η υπογράμμιση δική μου).

(67) - Σημείο 9 των προτάσεων.

(68) - «Ακόμη και εάν εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής, να διαπιστώνει [τα πραγματικά περιστατικά] της συγκεκριμένης περιπτώσεως της οποίας επελήφθη, το Δικαστήριο, καλούμενο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο λυσιτελείς απαντήσεις, είναι αρμόδιο να παράσχει ενδείξεις αντλούμενες από τον φάκελο της υποθέσεως της κυρίας δίκης (...)» (απόφαση της 30ής Μαρτίου 1993, C-328/91, Thomas κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. I-1247, σκέψη 13· η υπογράμμιση δική μου).

(69) - Βλ. σκέψη 39 της αποφάσεως.

(70) - Βλ. την παράθεση των πραγματικών περιστατικών στην απόφαση (Συλλογή 1986, σ. 1666).

(71) - Βλ. τα στοιχεία που παρατίθενται στο σημείο 2 b) της εκθέσεως «Η νέα πολιτική απασχολήσεως των γυναικών στον στρατό - Οι συνέπειες όσον αφορά τους Royal Marines», προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 6 των παρουσών προτάσεων· βλ. επίσης τα συμπεράσματα μιας παρόμοιας εκθέσεως του 1997, προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 52.

(72) - Βλ. την τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας (η υπογράμμιση δική μου).

(73) - Βλ. το απόσπασμα μιας στρατιωτικής εκθέσεως του 1997 το οποίο παρατίθεται στις γραπτές παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου (βλ., ανωτέρω, υποσημείωση 52).

(74) - Βλ. παράρτημα 4 των εν λόγω παρατηρήσεων: «Further and better particulars of the amended grounds of resistance», σημείο 1, στοιχείο ii).

(75) - Βλ. την απόφαση του Καναδικού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής: ΚΔΑΔ) της 20ής Φεβρουαρίου 1989, TD 3/89, Gauthier κ.λπ. κατά Canadian Armed Forces, παράρτημα 5 των γραπτών παρατηρήσεων της A. M. Sirdar, σκέψη 6 της αποφάσεως, ιδίως σ. 26· οι δοκιμές που πραγματοποίησαν οι καναδικές ένοπλες δυνάμεις είναι γνωστές με την ονομασία «SWINTER» (Service Women in Non-Traditional Environments and Roles).

(76) - Βλ. την τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας. Το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ως εξής: «[το άρθρο 119 (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ), το οποίο επιβάλλει την εξασφάλιση ίσης αμοιβής σε άνδρες και γυναίκες], εντάσσεται στους κοινωνικούς στόχους της Κοινότητας, η οποία δεν περιορίζεται σε μια οικονομική ένωση, αλλά οφείλει να εξασφαλίσει συγχρόνως, με κοινωνική δράση, την κοινωνική πρόοδο και να επιδιώξει τη σταθερή βελτίωση των όρων διαβιώσεως και απασχολήσεως των ευρωπαϋκών λαών, όπως υπογραμμίζεται στο προοίμιο της Συνθήκης» (απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, 43/75, Defrenne, Συλλογή τόμος 1976, σ. 175, σκέψεις 7 έως 11· η υπογράμμιση δική μου).

(77) - Βλ. ΚΔΑΔ, απόφαση Gauthier κ.λπ. κατά Canadian Armed Forces, σκέψη 8.

(78) - Βλ. ΚΔΑΔ, απόφαση Gauthier κ.λπ. κατά Canadian Armed Forces, σκέψη 10, στοιχείο d).