61997C0006

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 17ης Σεπτεμβρίου 1998. - Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Κρατική ενίσχυση - Έννοια - Πίστωση φόρου - Αξίωση επιστροφής - Απόλυτη αδυναμία. - Υπόθεση C-6/97.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-02981


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε την παρούσα προσφυγή κατά της αποφάσεως της 22ας Οκτωβρίου 1996, με την οποία η Επιτροπή κήρυξε παράνομο και ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά το σύστημα πιστώσεως φόρου που είχε θεσπίσει η Ιταλία για τα οικονομικά έτη 1993 και 1994 στο τομέα της οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων. Το σύστημα αυτό αποτελούσε στην ουσία προέκταση του συστήματος που είχε ήδη θεσπίσει η Ιταλική Δημοκρατία για το οικονομικό έτος 1992 και το οποίο η Επιτροπή απαγόρευσε με την από 9 Ιουνίου 1993 απόφασή της. Η Ιταλική Δημοκρατία καταδικάστηκε ήδη από το Δικαστήριο με την απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 1998, διότι δεν συμμορφώθηκε με τις διατάξεις αυτής της αποφάσεως.

Το αρχικό σύστημα

2 Στις αρχές της δεκαετίας του '90, οι ειδικοί φόροι καταναλώσεως που επιβάρυναν την τιμή των καυσίμων στην Ιταλία ήταν οι υψηλότεροι εντός της Κοινότητας. Για να αντιμετωπισθεί η δυσφορία που υφίστατο στον τομέα των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και η οποία κατέληξε σε μια απεργία που διατάραξε σοβαρά την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, η Ιταλική Κυβέρνηση δεσμεύθηκε, τον Απρίλιο του 1990, να μειώσει τις δαπάνες που περιορίζουν την ανταγωνιστικότητα του τομέα και, ειδικότερα, χορήγησε πίστωση φόρου στους μεταφορείς με σκοπό τη μείωση της πραγματικής τιμής του πετρελαίου ντίζελ.

3 Με υπουργική απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1992 (1), η Ιταλική Κυβέρνηση θέσπισε, χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή, πίστωση φόρου για το οικονομικό έτος 1992 υπέρ των εθνικών επιχειρήσεων οδικών μεταφορών εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων. Η πίστωση αυτή εμφανιζόταν με τη μορφή φορολογικού ευεργετήματος το οποίο οι δικαιούχοι μπορούσαν να εκπέσουν, κατά την επιλογή τους, από τα ποσά που όφειλαν ως φόρο εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων, από τον τοπικό φόρο εισοδήματος, από τον φόρο προστιθεμένης αξίας ή από τις κρατήσεις στις οποίες όφειλαν να προβαίνουν επί των αποδοχών των εργαζομένων τους. Το ύψος του φορολογικού αυτού ευεργετήματος, στο οποίο εφαρμόζονταν ορισμένα όρια, ποίκιλλε ανάλογα με τη διαφορά μεταξύ της μέσης τιμής του ντίζελ που αγόραζαν στο ιταλικό έδαφος οι δικαιούχες επιχειρήσεις και της μέσης τιμής που εφαρμοζόταν στα άλλα κράτη μέλη. Σημειώνεται ότι το ύψος του φορολογικού ευεργετήματος ανά όχημα αύξανε κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο σε σχέση με το μέγεθος του φορτηγού, πράγμα που ευνοούσε τα οχήματα με το μεγαλύτερο ωφέλιμο φορτίο. Η ημερομηνία και η συχνότητα χορηγήσεως του φορολογικού ευερετήματος ποίκιλλαν ανάλογα με τον επιλεγέντα τύπο φορολογίας.

4 Με έγγραφο της 15ης Απριλίου 1992, η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλική Κυβέρνηση να της παράσχει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τη νέα ρύθμιση και της επισήμανε ότι τα μέτρα που προβλέπονταν από τη ρύθμιση αυτή μπορούσαν να συνιστούν παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας (στο εξής: Συνθήκη). Η Ιταλική Κυβέρνηση απάντησε ότι το ειδικό ευεργέτημα δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης, αλλ' αντιθέτως ως μέτρο φορολογικού χαρακτήρα που σκοπούσε στην αντιστάθμιση των αποτελεσμάτων που συνεπάγονται οι ιδιαίτερα υψηλοί φόροι καταναλώσεως που επιβαρύνουν την τιμή των καυσίμων και των λιπαντικών για τις επιχειρήσεις μεταφοράς, προσθέτοντας ότι το μέτρο αυτό δεν προκαλούσε καμία στρέβλωση του ανταγωνισμού. Με έγγραφο της 26ης Οκτωβρίου 1992, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ιταλική Κυβέρνηση ότι προετίθετο να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

Η απόφαση της 9ης Ιουνίου 1993

5 Κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 93/496/ΕΟΚ (2) στις 9 Ιουνίου 1993. Με την απόφαση αυτή:

α) έκρινε ότι το σύστημα πιστώσεως ήταν παράνονο, διότι συνιστούσε κρατική ενίσχυση που αποφασίστηκε χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή - πράγμα που αντιβαίνει προς το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης - και ότι, επιπλέον, ήταν ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά, καθόσον η ενίσχυση αυτή δεν πληρούσε καμία από τις προϋποθέσεις που έπρεπε να τηρούνται προκειμένου να μπορεί να τύχει των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 92, παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης ούτε δε πληρούσε τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1107/70 (3), και

β) διέταξε την Ιταλική Δημοκρατία να καταργήσει την παράνομη ενίσχυση, να ανακτήσει, εντός δύο μηνών, τα ποσά που είχαν εκπέσει, καθώς και τους αντίστοιχους τόκους και, τέλος, να ενημερώσει την Επιτροπή για τα μέτρα που θα ελάμβανε προκειμένου να συμμορφωθεί προς την απόφαση.

6 Στην αιτιολογία της αποφάσεως υπάρχει το ακόλουθο χωρίο (4):

«Το αποτέλεσμα του συγκεκριμένου διατάγματος είναι η άμεση καθαρή αύξηση των ταμειακών ροών υπέρ των επιχειρήσεων ενός συγκεκριμένου οικονομικού τομέα μόνο.

Πράγματι, πρέπει να τονισθεί ότι μόνον οι οδικοί μεταφορείς εμπορευμάτων που είναι εγγεγραμμένοι στην Ιταλία μπορούν να επωφεληθούν από το μέτρο αυτό. Οι μεταφορείς αυτοί ανταγωνίζονται με μεταφορείς των άλλων τομέων μεταφορών καθώς και μεταφορείς άλλων κρατών μελών. Οι ταμειακές ροές που προκύπτουν από το μέτρο οδηγούν, κατά συνέπεια, σαφώς σε νόθευση του ανταγωνισμού υπέρ αυτών που επωφελούνται του εν λόγω μέτρου (...).»

7 Η Ιταλική Δημοκρατία ούτε προσέβαλε την απόφαση ούτε αναζήτησε τις ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί με τη μορφή της πιστώσεως φόρου. Αντιθέτως μάλιστα παρέτεινε το σύστημα για το οικονομικό έτος 1993 και το επεξέτεινε στις επιχειρήσεις μεταφορών των άλλων κρατών μελών, χορηγώντας τους ενίσχυση υπολογιζόμενη κατ' αναλογία της ποσότητας πετρελαίου ντήλελ που κατανάλωναν στο ιταλικό έδαφος (5). Το ύψος και ο τρόπος χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής έπρεπε ακόμη να εγκριθούν από εκτελεστική ρύθμιση που ουδέποτε θεσπίστηκε.

8 Με έγγραφο της 26ης Αυγούστου 1993, η Ιταλική Κυβέρνηση γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι, επεκτείνοντας το ευεργέτημα του επίμαχου συστήματος στις επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών, κατέστησε άνευ αντικειμένου την κύρια αιτίαση που περιείχε η απόφαση. Προσέθεσε ότι, από τεχνικής απόψεως, η αναζήτηση της ήδη χορηγηθείσας πιστώσεως φόρου θα ήταν εξαιρετικά δυσχερής και επαχθής για τις φορολογικές αρχές, δεδομένου ότι τα σχετικά ποσά είχαν ήδη εκπέσει από πολλές προκαταβολές και οριστικές εκκαθαρίσεις διαφόρων φόρων.

9 Στην από 24 Νοεμβρίου 1993 απάντησή της, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, με την απόφασή της διατύπωσε την αιτίαση ότι το σύστημα του φορολογικού ευεργετήματος όχι μόνο προέβλεπε ευνοϋκότερη μεταχείριση των ιταλικών επιχειρήσεων από τις επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών, αλλά και ότι αντέβαινε προς την κοινή αγορά, καθόσον καθιέρωνε υπέρ ενός συγκεκριμένου τομέα - ήτοι του τομέα της οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων - πλεονεκτήματα που νόθευαν τον ανταγωνισμό, διότι δεν χορηγούνταν κατά γενικό τρόπο. Η Επιτροπή κατάληξε στο συμπέρασμα ότι η Ιταλική Δημοκρατία, παρατείνοντας το σύστημα πιστώσεως φόρου και μη αναζητώντας τα ήδη χορηγηθέντα φορολογικά ευεργετήματα, δεν εκτέλεσε την απόφαση.

10 Παρά την αντίδραση της Επιτροπής, η Ιταλική Κυβέρνηση διατήρησε το επίμαχο σύστημα, το οποίο είχε παρατείνει για το οικονομικό έτος 1994 (6), καίτοι περιόρισε το απορρέον από αυτό ευεργέτημα, όσον αφορά το δεύτερο εξάμηνο του έτους αυτού, στα εκατό πρώτα οχήματα κάθε επιχειρήσεως.

Η προσφυγή λόγω παραβάσεως

11 Κατόπιν ανταλλαγής εγγράφων, η Επιτροπή άσκησε, στις 18 Αυγούστου 1995, προσφυγή βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπείχε από την απόφαση 93/496, ειδικότερα δε την υποχρέωση αναζητήσεως, από του οικονομικού έτους 1992, της ενισχύσεως που είχε θεσπίσει για πρώτη φορά με την υπουργική απόφαση του Ιανουαρίοιυ 1992.

12 Κατά τη διαδικασία που διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ιταλική Κυβέρνηση, η οποία δεν είχε προσβάλει την απόφαση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, δεν αμφισβήτησε το κύρος της αποφάσεως και επικέντρωσε την άμυνά της στις δυσκολίες που συνεπαγόταν η αναζήτηση των φορολογικών ευεργετημάτων. Δεδομένου ότι ο λόγος αυτός απορρίφθηκε, η Ιταλική Δημοκρατία καταδικάστηκε με την απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 1998 (7), διότι δεν εκτέλεσε την απόφαση 93/496.

Το τροποποιηθέν σύστημα

13 Στο μεταξύ, η Επιτροπή γνωστοποίησε στις ιταλικές αρχές, στις 4 Δεκεμβρίου 1995, την πρόθεσή της να κινήσει νέα διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης κατά, αυτή τη φορά, του συστήματος του φορολογικού ευεργετήματος όπως είχε εφαρμοσθεί ως προς τα οικονομικά έτη 1993 και 1994. Το νέο αυτό σύστημα διέφερε από αυτό που είχε θεσπισθεί με την υπουργική απόφαση του 1992, καθόσον προέβλεπε αντιστάθμιση υπέρ των οδικών μεταφορέων των άλλων κρατών μελών («σύστημα αντισταθμίσεως»). Βάσει μιας εκτελεστικής ρυθμίσεως θα καθίστατο δυνατή η χορήγηση στους εν λόγω μεταφορείς αντισταθμίσεως αντίστοιχης προς αυτήν που απέρρεε από την εφαρμογή του συστήματος του φορολογικού ευεργετήματος. Στο πλαίσιο της ίδιας ανταλλαγής εγγράφων, η Επιτροπή κάλεσε την Ιταλική Κυβέρνηση να της παράσχει συμπληρωματικά στοιχεία και να αναστείλει αμέσως το παράνομο σύστημα ενισχύσεων.

14 Με έγγραφο της 26ης Μαρτίου 1996, η Ιταλική Δημοκρατία γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι δεν είχε ακόμη δημοσιεύσει τη ρύθμιση περί του τρόπου εφαρμογής του συστήματος της αντισταθμίσεως και του ύψους αυτής.

Η απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1996

15 Στις 22 Οκτωβρίου 1996, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 97/270/ΕΚ (8), που κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Κυβέρνηση με έγγραφο της 4ης Νοεμβρίου 1996. Το κείμενο των άρθρων 1 έως 3 των διατάξεων της αποφάσεως έχει ως ακολούθως:

«Άρθρο 1

Το καθεστώς ενισχύσεων που θέσπισε η Ιταλία υπέρ των ιταλικών μεταφορέων που εκτελούν οδικές μεταφορές εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων υπό τη μορφή πίστωσης φόρου, με βάση την αναλυτική διαδικασία που εκτίθεται στον νόμο 162 της 27ης Μαου 1993 (GURI 123, της 28.5.1993) και στον νόμο 84 της 22ας Μαρτίου 1995 (GURI 68, 22.3.1995), καθώς και με το νομοθετικό διάταγμα 402 της 26ης Σεπτεμβρίου 1995 (GURI 226, της 27.9.1995), είναι παράνομο, επειδή τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση των διαδικασατικών κανόνων του άρθρου 93, παράγραφος 3. Το καθεστώς αυτό είναι επιπλέον ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά, βάσει των διατάξεων του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, επειδή δεν πληροί κανέναν από τους όρους που απαιτούνται για την εφαρμογή των εξαιρέσεων του άρθρου του άρθρου 92, παράγραφοι 2 και 3, ενώ δεν πληροί ούτε τους όρους του κανονισμού (ΕΟΚ) 1107/70.

Άρθρο 2

Η Ιταλία καταργεί την προαναφερθείσα ενίσχυση, απέχει από τη θέσπιση νέων νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων, στόχος των οποίων είναι η καθιέρωση νέων ενισχύσεων με τη μορφή που περιγράφεται στο άρθρο 1 και θα ζητήσει την επιστροφή των ενισχύσεων. Η επιστροφή των ενισχύσεων γίνεται με βάση τους διαδικαστικούς και εκτελεστικούς κανόνες της ιταλικής νομοθεσίας και το ποσό προσαυξάνεται κατά τους τόκους υπερημερίας, οι οποίοι υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοιείται για την εκτίμηση των συστημάτων περιφερειακών ενισχύσεων, από την ημερομηνία καταβολής των ενισχύσεων έως την ημερομηνία της πραγματικής επιστροφής του ποσού.

Άρθρο 3

Η Ιταλική Κυβέρνηση ενημερώνει την Επιτροπή εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της παρούσας απόφασης σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή.»

16 Στις 10 Ιανουαρίου 1997, η Ιταλική Κυβέρνηση άσκησε την παρούσα προσφυγή.

17 Το σύστημα που αφορά η παρούσα υπόθεση δεν παρατάθηκε μετά το οικονομικό έτος 1994

Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως

18 Η Ιταλική Δημοκρατία θεωρεί ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την απόφαση 97/270, παρέβη και εφάρμοσε εσφαλμένως τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης. Ο μοναδικός αυτός λόγος υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, το ένα κύριο και το άλλο επικουρικό.

Το κύριο σκέλος

19 Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το διπλό σύστημα φορολογικού ευεργετήματος και αντισταθμίσεως που καθιερώθηκε για τα οικονομικά έτη 1993 και 1994 δεν συνιστά σύστημα κρατικών ενισχύσεων ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά, διότι δεν συνεπάγεται καμία χορήγηση - άμεση ή έμμεση - κρατικών πόρων που νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει τις συναλλαγές, ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτού του κύριου σκέλους, η προσφεύγουσα αναπτύσσει, κατ' ουσίαν, τρεις θέσεις, που θα μπορούσαν να συνοψισθούν με τη φράση ότι τα μέτρα φορολογικού ευεργετήματος και αντισταθμίσεως που κηρύχθησαν παράνομα και ασυμβίβαστα προς την κοινή αγορά με τη δεύτερη αρνητική απόφαση:

α) δεν συνιστούν σύστημα κρατικών ενισχύσεων·

β) δεν προκαλούν, εν πάση περιπτώσει, καμία στρέβλωση του ανταγωνισμού και

γ) δεν επέφεραν καμία δυσμενή διάκριση μεταξύ των ιταλικών επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων των άλλων κρατών μελών.

Θα αναλύσω τους τρεις αυτούς ισχυρισμούς, πλην όμως θα προχωρήσω στην εξέταση αυτή ακολουθώντας την τάξη που μου φαίνεται σαφέστερη, δηλαδή θα εξετάσω καταρχάς τον χαρακτηρισμό που πρέπει να δοθεί στο επίμαχο σύστημα του φορολογικού ευεργετήματος προκειμένου να επαληθευθεί αν συνιστά ή όχι κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης. Τότε μόνο θα εξετάσω το συμβατό του μέτρου αυτού με την κοινή αγορά, διευκρινίζοντας αν επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και αν θίγει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, ευνοώντας έναν κλάδο της βιομηχανίας των μεταφορών που αναφέρεται σε σχέση με την ιθαγένεια.

α) Ο χαρακτηρισμός του συστήματος του φορολογικού ευεργετήματος

20 Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, τα μέτρα που συνίστανται στη χορήγηση σε ορισμένη κατηγορία επιχειρήσεων μεταφορών ενός ευεργετήματος υπολογιζομένου κατ' αναλογία της καταναλώσεώς τους καυσίμων και λιπαντικών έχουν καθαρά φορολογικό χαρακτήρα. Η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει, προς στήριξη της απόψεώς της, ότι το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί με μείωση, γενικώς, του συντελεστή των φόρων καταναλώσεως που πλήττουν τα καύσιμα, πλην όμως η λύση αυτή απορρίφθηκε, διότι θα είχε ως συνέπεια απαράδεκτη μείωση των φορολογικών εσόδων. Το σύστημα του φορολογικού ευεργετήματος κατέστησε δυνατή την εξατομίκευση του φορολογικού βάρους ανά κατηγορία φορολογουμένων, περιορίζοντας τη φορολόγηση αυτών οι οποίοι, αν δεν υπήρχε το μέτρο αυτό, θα βρίσκονταν σε σαφώς δυσμενή κατάσταση σε σχέση με τους αλλοδαπούς ανταγωνιστές τους. Ενόψει της μεγάλης διαφοράς της τιμής των καυσίμων στην Ιταλία και στις όμορες χώρες, ιδίως στη Γαλλία, και λαμβανομένης υπόψη της αυτονομίας των σύγχρονων φορτηγών αυτοκινήτων, οι Ευρωπαίοι μεταφορείς μπορούσαν να εισέρχονται στο ιταλικό έδαφος με πλήρεις τις δεξαμενές τους καυσίμων και να εκτελούν εσωτερικές μεταφορές στη χώρα αυτή υπό ουσιωδώς πιο ευνοϋκές συνθήκες από αυτές υπό τις οποίες θα έπρεπε να εργάζονται οι ιταλικές επιχειρήσεις αν δεν είχαν τύχει των μέτρων του φορολογικού ευεργετήματος. Κατά συνέπεια, η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η εν λόγω επέμβαση δεν αποτελεί χρηματοοικονομικό σύστημα ενισχύσεως, αλλ' αντιθέτως έμμεση απόδοση ενός μέρους των φόρων καταναλώσεως που πλήττουν την τιμή των καυσίμων.

21 Στην πραγματικότητα, τα επιχειρήματα αυτά της Ιταλικής Κυβερνήσεως καθιστούν ήδη δυνατή την απόρριψη του κυρίου σκέλους του μοναδικού λόγου στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή της. Το σύστημα του φορολογικού ευεργετήματος, του οποίου τη νομιμότητα επιζητεί να προασπίσει η Ιταλική Κυβέρνηση στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, σκοπεί προδήλως στη βελτίωση της καταστάσεως ενός τομέα της εθνικής βιομηχανίας μεταφορών στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της με τους οδικούς μεταφορείς των άλλων κρατών μελών. Όμως, στην εξάλειψη ακριβώς τέτοιου είδους ενεργειών σκοπεύει η κοινοτική ρύθμιση περί των κρατικών ενισχύσεων.

Εφόσον είναι γνωστός ο σκοπός που επιδιώκει το σύστημα αυτό, είναι εύκολο να διευκρινισθούν τα χαρακτηριστικά του. Έτσι, το γεγονός ότι το ύψος του φορολογικού ευεργετήματος αύξανε αλματωδώς σε σχέση με το μέγεθος του τυγχάνοντος του ευεργετήματος φορτηγού αυτοκινήτου οφειλόταν στην ευνόηση των οχημάτων μεγάλου ωφελίμου φορτίου, δηλαδή αυτών που μπορούσαν να ανταγωνισθούν σε μεγαλύτερο βαθμό τους μεταφορείς της διεθνούς αγοράς. Γίνεται επίσης αντιληπτός ο προσωρινός χαρακτήρας του μηχανισμού: από τη στιγμή κατά την οποία η σημαντική απόκλιση που διαφοροποιούσε τις τιμές των καυσίμων στην Ιταλία και των τιμών που ίσχυαν στις όμορες χώρες εξαφανίστηκε κατά το 1995 - και, μαζί με αυτήν, το σχετικό μειονέκτημα των ιταλικών επιχειρήσεων -, η ενίσχυση στερήθηκε πλέον του λόγου υπάρξεώς της και δεν παρατάθηκε μετά το οικονομικό έτος 1994 (βλ. ανωτέρω το σημείο 17). Ο εκπρόσωπος της Ιταλικής Κυβερνήσεως επιβεβαίωσε απεριφράστως το τελευταίο αυτό σημείο κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

Θα συνεχίσω πάντως την ανάλυσή μου ως προς το κύριο σκέλος του λόγου, έστω και μόνο χάριν πληρότητας.

22 Πρώτον, δεν μπορώ να αντιληφθώ το συμφέρον που μπορεί να έχει η Ιταλική Κυβέρνηση για να χαρακτηρισθεί το επίμαχο μέτρο ως μέσο καθαρά φορολογικής φύσεως. Ήδη από το 1961, το Δικαστήριο ερμηνεύει σταθερά την έννοια της ενισχύσεως αποκλειστικά με βάση τα αποτελέσματά της (9): το αποφασιστικό στοιχείο δεν είναι η μορφή της παρεμβάσεως ούτε, σε καμία περίπτωση, η νομική της φύση ή ο επιδιωκόμενος με αυτήν σκοπός (10), αλλ' αντιθέτως το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει (11). Κάθε παρέμβαση που συνεπάγεται οικονομικό όφελος, συνοδεύεται από συνακόλουθη μείωση των κρατικών πόρων και αποβαίνει προς όφελος ορισμένης επιχειρήσεως ή ορισμένου κλάδου παραγωγής αποτελεί, καταρχήν, κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης. Επομένως, αρκεί να συγκεντρώνει τα τρία αυτά στοιχεία.

23 Κάθε ευεργέτημα φορολογικού χαρακτήρα - όπως επομένως συμβαίνει με το επίδικο μέτρο - δημιουργεί αναπόφευκτα ένα πλεονέκτημα γι' αυτούς που το λαμβάνουν και συνακόλουθη μείωση των κρατικών πόρων. Είναι ανακριβές ότι το εν λόγω σύστημα εφαρμόζεται ενιαίως σε όλη την οικονομία χωρίς να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή κλάδους (12). Όλως αντιθέτως, έχει ως δεδηλωμένο στόχο να αποβαίνει αποκλειστικά προς όφελος των οδικών μεταφορέων εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων, δηλαδή ενός κλάδου παραγωγής επαρκώς εξατομικευμένου. Για τον λόγο ακριβώς αυτόν εμπίπτει, καταρχήν, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1.

24 Υφίστανται, εντούτοις, τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις στις οποίες, καίτοι συντρέχουν τα στοιχεία αυτά, η παρέμβαση δεν αποτελεί κατά κυριολεξία κρατική ενίσχυση, ήτοι:

α) όταν το κράτος συμπεριφέρεται ως ιδιώτης επιχειρηματίας (13),

β) όταν το κράτος εκπληρώνει υποχρεώσεις αστικής φύσεως, όπως την υποχρέωση αποζημιώσεως ή την υποχρέωση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων (14), και

γ) όταν το εξαιρετικό μέτρο εντάσσεται στο πλαίσιο ενός γενικού συστήματος - παραδείγματος χάρη φορολογικού ή κοινωνικής ασφαλίσεως - και δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος (15).

25 Η Επιτροπή προσπάθησε να αποδείξει ότι η πρώτη περίπτωση δεν μπορούσε να έχει εφαρμογή εν προκειμένω (16). Δεν αντιλαμβάνομαι, ούτε στο ελέχιστο, πώς η συμπεριφορά του κράτους, όταν χορήγησε τα εν λόγω ευεργετήματα, θα μπορούσε να εξομοιωθεί προς τη συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό τις συνήθεις συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

Επίσης, δεν νομίζω ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι η πίστωση φόρου χορηγείται σε εκτέλεση υποχρεώσεων αστικής φύσεως που υπέχει το κράτος. Επομένως, ούτε η δεύτερη περίπτωση μπορεί να έχει εφαρμογή.

26 Αντιθέτως, νομίζω ότι πρέπει να σταθούμε περισσότερο στον ισχυρισμό της Ιταλικής Κυβερνήσεως η οποία υποστηρίζει ότι το σύστημα που αφορά η επίμαχη απόφαση εντάσσεται στη λογική της βιομηχανικής της πολιτικής και ότι, λόγω των αποτελεσμάτων του, συγγενεύει προς τα συστήματα διαφοροποιημένης φορολογήσεως της ενεργείας που υφίστανται σε διάφορα κράτη μέλη, όπου η ενέργεια φορολογείται διαφορετικά αναλόγως του αν χρησιμοποιείται για οικιακούς ή βιομηχανικούς σκοπούς. Αν ο ισχυρισμός αυτός ευσταθούσε, οι δυσμενείς συνέπειες που συνεπάγεται το σύστημα αυτό για τον ανταγωνισμό εντός της Κοινότητας δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν παρά μόνο μέσω της προσεγγίσεως των νομοθεσιών που προβλέπονται από τα άρθρα 100 επ. της Συνθήκης.

27 Αναγνωρίζω ότι μπορεί μερικές φορές να είναι δύσκολο να χαραχθεί η διαχωριστική γραμμμή μεταξύ των μέτρων που μπορούν να συνιστούν δημόσιες επιδοτήσεις και των μέτρων που εμπίπτουν στη γενική φορολογική οικονομία του κράτους. Κάθε σύστημα φορολογικού ευεργετήματος έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή ενός συνόλου ή μιας κατηγορίας φορολογουμένων από τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται το κοινό σύστημα.

Οι απαλλαγές αυτές (17) έχουν συνήθως ως πηγή εμπνεύσεως σκοπούς διαφορετικούς από αυτό που θα πρέπει να αποκαλείται πρωταρχικές φορολογικές επιταγές (18). Ανταποκρίνονται, παραδείγματος χάρη, σε κοινωνικές επιταγές, σε επιταγές βιομηχανικής ή περιφερειακής αναπτύξεως ή και σε παρόμοιους σκοπούς. Από λειτουργικής απόψεως ομοιάζουν, στο μέτρο αυτό, προς τις άμεσες ενισχύσεις που χορηγούν τα κράτη μέλη και οι οποίες, καταρχήν, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τέτοιες για τους σκοπούς του άρθρου 92 της Συνθήκης. Σε μια τέτοια περίπτωση, εναπόκειται στο κράτος μέλος που τις καθιερώνει να αποδείξει ότι αποτελούν, αντιθέτως, αυτό που συνήθως αποκαλείται «μέτρα γενικού χαρακτήρα», τα οποία, καθεαυτά, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92. Προς τον σκοπό αυτό, το κράτος πρέπει να αποδείξει από ποια εσωτερική λογική του συστήματος διέπονται τα μέτρα αυτά, λογική που θα πρέπει, προφανώς, να είναι άσχετη προς κάθε πρόθεση βελτιώσεως των συνθηκών ενός κλάδου σε σχέση με τους αλλοδαπούς του ανταγωνιστές. Όμως, αυτή ακριβώς η δικαιολόγηση, και καμία άλλη, αποτελεί τη βάση της επίμαχης ρυθμίσεως. Πρόκειται απλώς και μόνο για τη χορήγηση χρηματοοικονομικής ενισχύσεως που καθιστά δυνατό τον περιορισμό του σχετικού μειονεκτήματος που υφίστανται κατ' ανάγκην οι ιταλικές επιχειρήσεις μεταφορών συνεπεία του γεγονότος του υψηλού κόστους καυσίμων και λιπαντικών στην Ιταλία. Αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ιταλικών επιχειρήσεων. Αυτός είναι ο μόνος λόγος «βιομηχανικής πολιτικής» που μπορεί να τύχει επικλήσεως.

28 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το σύστημα που χαρακτηρίστηκε παράνομο με την προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά αναμφίβολα κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης.

β) Το συμβατό του μέτρου με την κοινή αγορά

29 Καίτοι η λειτουργία που επιτελεί μου επιτρέπει, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, να κάνω διάκριση μεταξύ του επίμαχου συστήματος του φορολογικού ευεργετήματος και των μέτρων που εφαρμόζει ένα κράτος μέλος στο γενικό πλαίσιο του φορολογικού του συστήματος, οφείλω ήδη να επανέλθω στα αποτελέσματα που το σύστημα αυτό παράγει, προκειμένου να αναλύσω το ζήτημα αν ενδεχομένως συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Συναφώς, το άρθρο 92 απαγορεύει κάθε μορφή κρατικής ενισχύσεως στην οποία συντρέχουν οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις: η ενίσχυση πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και πρέπει να θίγει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

30 Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρασχέθηκαν από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή - και το συναχθέν από αυτά συμπέρασμα που περιέχεται στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη του μέρους IV της επίμαχης αποφάσεως -, το 1992, περίπου 16 % της δραστηριότητας των Ιταλών οδικών μεταφορέων που ασκούσαν για λογαρισμό τρίτων ήταν διεθνείς μεταφορές. Μεταξύ του 1990 και του 1993, το 14 % των εθνικών οδικών μεταφορών εντός της Κοινότητας πραγματοποιούνταν στην Ιταλία. Αν ληφθεί υπόψη η συμπληρωματική επίπτωση της προοδευτικής ελευθερώσως των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων που πραγματοποιήθηκε από τον Ιανουάριο του 1993 (19), δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ενίσχυση θίγει το ενδοκοινοτικό εμπόριο, πράγμα που εξάλλου δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα κυβέρνηση. Δεδομένου ότι η δεύτερη από τις προϋποθέσεις που υπενθύμισα ανωτέρω συντρέχει εν προκειμένω, δεν απομένει παρά να εξετασθεί αν το επίμαχο σύστημα θίγει, πράγματι ή δυνάμει, τον ελεύθερο ανταγωνισμό.

31 Στην απόφασή της η Επιτροπή κρίνει ότι το σύστημα ενισχύσεων στις ιταλικές επιχειρήσεις οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων συνεπάγεται στρέβλωση του ανταγωνισμού, τόσον όσον αφορά τους μη Ιταλούς κοινοτικούς μεταφορείς όσον και όσον αφορά τους Ιταλούς μεταφορείς που ενεργούν για λογαριασμό τρίτων. Στο υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ομοίως ότι το όριο των εκατό οχημάτων ανά επιχείρηση, το οποίο καθορίστηκε για το δεύτερο εξάμηνο του οικονομικού έτους 1994 πέραν του οποίου δεν είχαν πλέον εφαρμογή τα φορολογικά ευεργετήματα, νόθευε επίσης τον ανταγωνισμό μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων μεταφορών.

Θα εξετάσω τώρα κάθε μία από τις τρεις αυτές περιπτώσεις και θα καταλήξω σε μια σφαιρική εκτίμηση.

- Η στρέβλωση του ανταγωνισμού έναντι των μη ιταλικών κοινοτικών επιχειρήσεων

32 Η προσφεύγουσα κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι κοινοτικές επιχειρήσεις μεταφορών που βρίσκονταν σε ανάλογη κατάσταση προς αυτήν των ιταλικών επιχειρήσεων που ευεργετούνταν από τα επίμαχα μέτρα μπορούσαν να υπαχθούν στις ευεργετικές ρυθμίσεις του συστήματος αντισταθμίσεως που θεσπίστηκε με το νομοθετικό διάταγμα της 26ης Ιανουαρίου 1993 (20), σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 4, του οποίου μπορούσαν να ζητήσουν ενίσχυση ως προς την κατανάλωση πετρελαίου ντήζελ για τις μεταφορές που πραγματοποιούνταν στο ιταλικό έδαφος. Το ύψος αυτής της ενισχύσεως και οι λεπτομέρειες χορηγήσεώς της έπρεπε να καθορισθούν μέσω εκτελεστικής ρυθμίσεως η οποία ουδέποτε θεσπίστηκε. Επομένως, καμία αντιστάθμιση δεν κατέστη δυνατό να χορηγηθεί εν προκειμένω.

Η Ιταλική Κυβέρνηση διευκρινίζει, αφενός, ότι η κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως παρέλυσε τη διαδικασία θεσπίσεως της εκτελεστικής ρυθμίσεως και, αφετέρου, ότι η έλλειψη της ρυθμίσεως αυτής δεν εμπόδισε τους κοινοτικούς μεταφορές να υποβάλουν τις αιτήσεις που προβλέπονται από το άρθρο 14 του νομοθετικού διατάγματος. Το γεγονός ότι οι μη Ιταλοί μεταφορείς δεν υπέβαλαν καμία αίτηση βάσει αυτής της διατάξεως οφείλεται σε έλλειψη οικονομικού ενδιαφέροντος, επειδή προτίμησαν ένα πλέον πρόσφορο μέσο, εισερχόμενοι στο ιταλικό έδαφος με πλήρεις τις δεξαμενές τους καυσίμων.

33 Τα επιχειρήματα αυτά δεν μου φαίνονται λυσιτελή και νομίζω μάλιστα ότι είναι κατ' εξοχήν παραπλανητικά. Όσον αφορά το πρώτο, θα παρατηρήσω, σε συμφωνία με την Επιτροπή, ότι η ίδια οφειλόμενη επιμέλεια θα μπορούσε να είχε επιδειχθεί σε σχέση με το σύστημα του φορολογικού ευεργετήματος, ήδη υπό την αρχική του μορφή, που χαρακτηρίστηκε αντίθετο προς τη Συνθήκη από την Επιτροπή το 1993. Γιατί η Ιταλική Κυβέρνηση δεν προέβη τότε στην αναστολή της πιστώσεως του φόρου, ενώ το έπραξε αυτό μεταγενέστερα ως προς το σύστημα της αντισταθμίσεως; Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, θα προκαλούσε έκπληξη, ενόψει του περιεχομένου του άρθρου 14, το να είχε πράγματι υποβάλει αίτηση αντισταθμίσεως μια επιχείρηση ενώ δεν υφίστατο καμία εκτελεστική ρύθμιση και, επομένως, ενώ δεν υφίστατο καμία συγκεκριμένη ένδειξη ως προς το ύψος και τις λεπτομέρειες χορηγήσεως της αντιστασθμίσως (21).

34 Η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το χαρακτηρισθέν ως παράνομο σύστημα, όχι μόνο δεν προκάλεσε στρέβλωση του ανταγωνισμού αλλά έθεσε τις εγχώριες επιχειρήσεις επί ίσης βάσεως με τους κοινοτικούς ανταγωνιστές τους καθόσον καθιστούσε δυνατή τη μείωση του επεχθέστερου φορολογικού βάρους που θα έπρεπε να υποστούν οι εγχώριες επιχειρήσεις. Θα απαντήσω στο επιχείρημα αυτό, παραφράζοντας την απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974 (Ιταλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα ήδη στην υποσημείωση 11), ότι πρέπει κατ' ανάγκη να ληφθεί ως βάση η ανταγωνιστική κατάσταση που υφίστατο στην κοινή αγορά πριν από τη θέσπιση του επίδικου μέτρου. Η κατάσταση αυτή αποτελεί το αποτέλεσμα πολυαρίθμων στοιχείων που έχουν, επί του κόστους παραγωγής, διαφορετική επίπτωση εντός καθενός από τα κράτη μέλη. Η μονομερής τροποποίηση ενός από τα στοιχεία αυτά σε συγκεκριμένο οικονομικό κλάδο μπορεί να διαταράξει την υφιστάμενη ισορροπία.

35 Επομένως, είναι βέβαιον ότι κατά τα οικονομικά έτη 1993 και 1994 ένας συγκεκριμένος κλάδος των ιταλικών μεταφορών έτυχε οικονομικής ενισχύσεως από την οποία αποκλείστηκαν οι μη Ιταλοί κοινοτικοί ανταγωνιστές, πράγμα που, κατ' εμέ, συνιστά παράβαση του άρθρου 7 της Συνθήκης. Το στοιχείο αυτό αρκεί αφεαυτού για να αποδειχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι σύμφωνη με το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, πράγμα που καθιστά αβέβαιη την τύχη της υπό κρίση προσφυγής (βλ. ανωτέρ το σημείο (22). Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το σύστημα του φορολογικού ευεργετήματος καθιστούσε τη μεταφορά για λογαριασμό τρίτων συμφερότερη από τη μεταφορά για ίδιο λογαριασμό, πράγμα που είναι ασυμβίβαστο προς τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού. - Η στρέβλωση του ανταγωνισμού έναντι των επιχειρήσεων με πλέον των εκατό οχημάτων

38 Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, οι μεγάλες επιχειρήσεις μεταφορών υφίστανται λιγότερο τις συνέπειες του αποκλεισμού τους από το σύστημα των ενισχύσεων, καθόσον οι οικονομίες κλίμακος που πραγματοποιούν χρησιμεύουν στη μείωση του οικονομικού μειονεκτήματος που συνεπάγεται γι' αυτές ο εν λόγω αποκλεισμός. 39 Θα αρκεσθώ να υπενθυμίσω ότι η επίπτωση του φορολογικού ευεργετήματος δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο. Επιπλέον, είναι ιδιαίτερα ασυμβίβαστο με τους σκοπούς του ελεύθερου ανταγωνισμού το να καταργούνται ή να μειώνονται, μέσω δημοσίων ενισχύσεων, τα οικονομικά πλεονεκτήματα που κατέστη δυνατό να επιτευχθούν χάρη σε κατάλληλη οργάνωση των μέσων παραγωγής. - Εκτίμηση 40 Είναι κατανοητή η ανησυχία της Ιταλικής Κυβερνήσεως ενόψει της μεγάλης διαφοράς των φόρων καταναλώσεως που εφαρμόζονται στα καύσιμα εντός των διαφόρων κρατών μελών. Ενόψει των τεχνικών χαρακτηριστικών των σύγχρονων οδικών μεταφορών, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι - όπως λέει η ίδια η κυβέρνηση - η διαφορά αυτή συνεπάγεται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που πρέπει να εξαλειφθούν. Όμως, το κατάλληλο μέσο για τη διόρθωση αυτών των στρεβλώσεων συνίσταται στην προσέγγιση των νομοθεσιών, όπως προβλέπουν τα άρθρα 100 επ. της Συνθήκης, και όχι στη μονομερή θέσπιση κρατικών ενισχύσεων οι οποίες, εκτός του ότι συνεπάγονται δυσμενείς διακρίσεις, νοθεύουν τις συνθήκες του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας. Το επικουρικό σκέλος

41 Επικουρικώς, η Ιταλική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει τη διάταξη της αποφάσεως της 22ας Οκτωβρίου 1996, με την οποία η Επιτροπή της επέβαλε την υποχρέωση να αναζητήσει τα ποσά που χορηγήθηκαν σύμφωνα με το σύστημα των ενισχύσεων που κρίθηκε παράνομο και ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά (βλ. ανωτέρω το σημείο 15). Κατ' αυτήν, είναι απολύτως αδύνατη η αναζήτηση των χορηγηθέντων ευεργετημάτων λόγω των τεχνικών δυσχερειών που θα συνεπαγόταν κάθε απόπειρα αναζητήσεως και της κοινωνικής δυσαρέσκειας που θα προκαλούσε.

42 Στο μεταξύ, το Δικαστήριο εξέδωσε, στις 29 Ιανουαρίου 1998, απόφαση στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας (βλ. ανωτέρω το σημείο στην οποία του είχε ακριβώς ζητηθεί να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη την υποχρέωσή της αναζητήσεως των ενισχύσεων που είχε χορηγήσει κατ' εφαρμογήν του θεσπισθέντος το 1992 συστήματος. Όπως ήδη είπα ανωτέρω, το σύστημα του φορολογικού ευεργετήματος, το οποίο συνιστά το επίκεντρο της παρούσας προσφυγής, αποτελεί προέκταση του συστήματος που είχε θεσπισθεί το 1992, με εξαίρεση ότι σ' αυτό προστέθηκε υπέρ των μη Ιταλών κοινοτικών μεταφορέων ένα σύστημα αντισταθμίσεως, το οποίο ουδέποτε εφαρμόστηκε. Η πρόβλεψη αυτού του συστήματος αντισταθμίσεως ουδόλως, εν πάση περιπτώσει, επηρεάζει την υποχρέωση αναζητήσεως των φορολογικών ευεργετημάτων. Η απόλυτη αδυναμία, την οποία επικαλείται σήμερα επικουρικώς η Ιταλική Κυβέρνηση, είχε ήδη προβληθεί, στο πλαίσιο της υποθέσεως εκείνης, επικουρικώς, αλλά το Δικαστήριο την απέρριψε. Γι' αυτό τον λόγο, θα πρέπει να επαναληφθεί η συλλογιστική που ακολουθήθηκε με την απόφαση εκείνη και να απορριφθεί ο λόγος που αντλείται από την απόλυτη αδυναμία. Η Ιταλική Κυβέρνηση φαίνεται εξάλλου να το έχει καλώς αντιληφθεί, δεδομένου ότι παραιτήθηκε από την επίκληση αυτού του επικουρικού λόγου κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Επί των δικαστικών εξόδων 43 Αν το Δικαστήριο απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της, όπως προτείνω, θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. Πρόταση

44 Σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο: - να απορρίψει την παρούσα προσφυγή, με την οποία η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε να ακυρωθεί η απόφαση 97/270/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 1996, όσον αφορά το καθεστώς πίστωσης φόρου στον κλάδο της οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων στην Ιταλία (C 45/95 ex NN 48/95), και - να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(1) - GURI 25, της 31ης Ιανουαρίου 1992.

(2) - Απόφαση σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 32/92 (ex NN 67/92) - Ιταλία (πίστωση φόρου για τους επαγγελματίες οδικούς μεταφορείς) (ΕΕ L 233, σ. 10).

(3) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 4ης Ιουνίου 1970, περί ενισχύσεων που χορηγούνται στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 135), όπως έχει κατ' επανάληψη τροποποιηθεί. Το νομοθέτημα αυτό επέτρεπε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη χορήγηση, κατ' εξαίρεση και προσωρινώς, ενισχύσεων προς τον σκοπό απορροφήσεως, στο πλαίσιο ενός προγράμματος εξυγιάνσεως, των πλεοναζουσών ικανοτήτων που συνεπάγονταν σοβαρές διαρθρωτικές δυσχέρειες.

(4) - Δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του μέρους III.

(5) - Νομοθετικό διάταγμα 82, της 29ης Μαρτίου 1993 (GURI 134, της 10ης Ιουνίου 1993), όπως τροποποιήθηκε και μετατράπηκε στον νόμο 162, της 27ης Μαου 1993 (GURI 123, της 28ης Μαου 1993), και νομοθετικό διάταγμα 309, της 23ης Μαου 1994 (GURI 119, της 24ης Μαου 1994), όπως τροποποιήθηκε και μετατράπηκε στον νόμο 459, της 22ας Ιουλίου 1994 (GURI 171, της 23ης Ιουλίου 1994).

(6) - Νομοθετικό διάταγμα 642, της 22ας Νοεμβρίου 1994 (GURI 273, της 22ας Νοεμβρίου 1994), όπως παρατάθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 21, της 21ης Ιανουαρίου 1995 (GURI 17, της 21ης Ιανουαρίου 1995), όπως μετατράπηκε στον νόμο 84, της 22ας Μαρτίου 1995 (GURI 68, της 22ας Μαρτίου 1995), και νομοθετικό διάταγμα 92, της 29ης Μαρτίου 1995 (GURI 75, της 30ής Μαρτίου 1995), όπως παρατάθηκε κατ' επανάληψη, τροποποιήθηκε και μετατράπηκε στον νόμο 11, της 5ης Ιανουαρίου 1996 (GURI 9, της 12ης Ιανουαρίου 1996).

(7) - Υπόθεση C-280/95, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1998, σ. I-259).

(8) - Απόφαση όσον αφορά το καθεστώς πίστωσης φόρου στον κλάδο της οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων στην Ιταλία (C 45/95 ex NN 48/95) (ΕΕ L 106, σ. 22).

(9) - «Παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διαφορετική μορφή, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό της επιχειρήσεως», απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1961, 30/59, De gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής ΕΚΑΞ (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 547, συγκεκριμένα σ. 557).

(10) - Εκτός αν, όπως εν προκειμένω, ο σκοπός αυτός είναι διαμετρικά αντίθετος προς τη ratio legis των διατάξεων της Συνθήκης.

(11) - «Το άρθρο 92 δεν προβαίνει σε διάκριση των εξεταζομένων παρεμβάσεων ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά του», απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974, 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ. 351, σκέψη 27).

(12) - Βλ. τον ορισμό της έννοιας των γενικών μέτρων που προτείνεται στο Second Survey on State Aids in the EC in the manufacturing and certain other sectors, Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, Λουξεμβούργο 1991, σ. 4 και 5.

(13) - Το κριτήριο αυτό στηρίζεται στις δυνατότητες που έχει η ευνοούμενη επιχείρηση να αντλήσει τα σχετικά ποσά από την κεφαλαιαγορά· βλ. την απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-307, σκέψη 39).

(14) - Βλ. την απόφαση της 27ης Μαρτίου 1980, 61/79, Denkavit italiana (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 617, σκέψη 31).

(15) - Απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα ήδη στην υποσημείωση 11, σκέψη 33.

(16) - Βλ. την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του μέρους IV της αποφάσεως 97/270.

(17) - Αυτό που έχει αποφασιστική σημασία δεν είναι ο τυπικός χαρακτηρισμός του μέτρου (ατέλεια, μείωση, ευεργέτημα, απαλλαγή, εξαίρεση, πίστωση κ.λπ.), αλλ' αντιθέτως ο χαρακτήρας του ως φορολογικής διατάξεως που δημιουργεί εξαίρεση υπέρ ενός ή περισσοτέρων φορολογουμένων.

(18) - Τότε μόνο οι απαλλαγές αυτές αποτελούν πραγματικά «ευεργετήματα». Οι διάφορες εκπτώσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο των διαφόρων φορολογικών μηχανισμών και ανταποκρίνονται στην ίδια φορολογική λογική όπως αυτοί δεν είναι - από τεχνικής απόψεως - ευεργετήματα, αλλά αντικειμενικοί φορολογικοί κανόνες όπως ακριβώς και, παραδείγματος χάρη, οι διατάξεις που καθορίζουν τον υπολογισμό της φορολογικής βάσεως (βλ., συναφώς, Lang, Joachim: Systematisierung der Steuervergόnstigungen, 1974, σ. 73 επ., παρατιθέμενο από τον Frick, Karl Alois: Einkommensteuerliche Steuervergόnstigungen und Beihilfeverbot nach dem EG-Vertrag, 1994, σ. 28). Έτσι, οι εκπτώσεις για συντηρούμενα τέκνα που προβλέπονται στο πλαίσιο του φόρου εισοδήματος δεν αποτελούν κατά κυριολεξία φορολογικά ευεργετήματα, επειδή εμπνέονται από την ίδια αρχή της φορολογικής ικανότητας όπως ο ίδιος ο φόρος.

(19) - Ελευθέρωση που αποτελεί το αποτέλεσμα του κανονισμού (ΕΟΚ) 881/92 του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 1992, σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά των οδικών εμπορευματικών μεταφορών μέσα στην Κοινότητα, οι οποίες έχουν ως σημείο αναχώρησης ή προορισμού το έδαφος κράτους μέλους ή διέρχονται από το έδαφος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών (ΕΕ L 95, σ. 1), και του κανονισμού (ΕΟΚ) 3118/93 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1993, για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σ' ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ' αυτό (ΕΕ L 279, σ. 1).

(20) - GURI 21, της 27ης Ιανουαρίου 1993.

(21) - Ο εκπρόσωπος της Ιταλικής Κυβερνήσεως άφησε να εννοηθεί κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι τέτοιες αιτήσεις θα είχαν μπορέσεις να υποβληθούν προς τον σκοπό διαμαρτυρίας.

(22)- Η στρέβλωση του ανταγωνισμού έναντι των επιχειρήσεων μεταφορών που ενεργούν για λογαριασμό τρίτων. 36 Η Ιταλική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί στην πραγματικότητα τη στρέβλωση αυτή, περιορίζεται δε στον ισχυρισμό ότι το οικονομικό μειονέκτημα που κατ' ανάγκην υφίστανται οι επιχειρηματίες που ενεργούν για λογαρισμό τρίτων από το γεγονός ότι δεν έχουν πρόσβαση στο σύστημα του φορολογικού ευεργετήματος έχει αμελητέα μόνον επίδραση στο κόστος τους παραγωγής. 37 Ο ισχυρισμός αυτός νομίζω ότι στερείται ερείσματος και, εν πάση περιπτώσει, λυσιτελείας. Αν - όπως υποστήριξε η κυβέρνηση με τη διατύπωση που παρέθεσα ανωτέρω- το σύστημα των ενισχύσεων στις επιχειρήσεις μεταφορών που ενεργούν για λογαριασμό τρίτων σκοπούσε να τις θέσει επί ίσης βάσεως με τους κοινοτικούς ανταγωνιστές τους, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν μπορεί να ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι το σύστημα αυτό δεν είχε καμία επίπτωση επί της επιλογής που έχουν οι επιχειρήσεις να πραγματοποιούν μεταφορές με το δικά τους μεταφορικά μέσα ή να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες μεταφορέων. Εν πάση περιπτώσει, αυτό που είναι καθοριστικό δεν είναι το ύψος του

(23) - Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή, το μέτρο αντιστοιχεί, κατά τη διάρκεια των τριών οικονομικών ετών κατά τα οποία ίσχυσε, σε 9,7 % και 24,3 % του πραγματικού κόστους των καυσίμων και των λιπαντικών που οπωσδήποτε υφίσταται ένας επιχειρηματίας οδικών μεταφορών. Τα ποσοστά αυτά ουδόλως είναι αμελητέα, αν ληφθεί υπόψη η μεγάλη σημασία αυτού του κόστους στους λογαρισμούς χρήσεως μιας επιχειρήσεως μεταφορών.